Δευτέρα 1 Απριλίου 2024

 


Τὸ Πάσχα τοῦ Παπαδιαμάντη

Πῶς νὰ μὴ θυμάται κανείς κάθε χρονιάρα μέρα, καί μάλιστα τό Πάσχα, ἐκεῖνον, πού ἄν δέν ἤτανε ὁ μόνος πιστός ἄνθρωπος, ἤτανε ὡστόσο ὁ μόνος θρησκευτικός «ποιητής» τοῦ καιροῦ μας, —τόν Παπαδιαμάντη; Οὔτε μυστικιστής καί πανθεϊκός («διαστολή» τοῦ ἐγώ πρός τό Σύμπαν!) οὔτε ὡραιολάτρης τοῦ θρησκευτικοῦ βίου. Χριστιανός τῆς οὐσίας καί τῶν τύπων, τῆς πίστης καί τοῦ δόγματος, τῆς ψυχῆς καί τοῦ κανόνα, τῆς θεωρίας καί τῆς πράξης. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ θρησκευτικότητα «ζεῖ» στό ἔργο του, ἐνῶ τῶν ἄλλων (μανιέρα και …κυμβαλαλισμός!) ἀπουσιάζει ὁλότελα. Ἐπειδή ἔτυχε νά θυμηθοῦμε τόν Παπαδιαμάντη κάνουμε αὐτήν τήν παρατήρηση καί μαζί μ’ αὐτήν καί μιάν ἄλλη: πὼς δὲν εἶναι τό θέμα, πού δίνει ἀξία στό ἔργο παρά ἡ εἰλικρίνεια.

Καί τώρα: ὁ κυρ Ἀλέξανδρος, ὁ ψάλτης και τυπικάρης, τή Μεγάλη Βδομάδα βρισκότανε σέ ἀκατάπαυτη κίνηση κι ἀγρυπνία. Μέ τό λαμπαδάριο Χριστοφίλη, μέ τόν ἐξάδερφό του τό Μωραϊτίδη, τή «σεβάσμια μητέρα» Ὀλυμπιάδα καί μέ λιγοστούς φιλακολούθους στό ἰδιωτικό παρεκκλήσι τοῦ Ἁγ. Ἐλισσαίου ἐκτελοῦσε τά χρέη του μέ πάθος. Ἔψελνε μέ σπανία γνώση τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς, μέ «πενιχράν φωνήν», ἀλλά πολύ χρωματισμένη καί κραδαινότανε ὁλάκερος ἕως ὀχτώ ὦρες. «Ψάλλων ὁ Παπαδιαμάντης ἐσκίρτα ἀληθῶς, ἠγάλλετο, ἐθλίβετο, καὶ οἰονεί συνέπασχε μετά τοῦ ὑμνωδοῦ… Ἐάν φράσις τις περιεῖχε ἐπιτακτικήν τινα ἔννοιαν ὡς λ.χ. «αὐτὸν προσκυνήσωμεν» ἦτο ἀδύνατον νὰ μὴ συνοδεύσει τὸ μέλος τούτης καὶ μὲ μίαν ζωηράν πλήξιν τοῦ ποδός ἐπί τοῦ ἐδάφους…» Ὕστερα ἀπό ἕνα τέτοιον ἀγώνα σωματικό καί ψυχικό, μιᾶς ὁλάκερης βδομάδας, μέρα καί νύχτα, ὕστερα ἀπό νηστεία σαράντα ἡμερῶν, κυρ Ἀλέξανδρος θά πήγαινε σέ καμιά ταβέρνα τοῦ Ψυρρῆ μέ τούς «συμποτικούς φίλους» (τό Χριστοφίλη τόν καντηλανάφτη, τόν κυρ Στρατή τόν ψάλτη τοῦ Νεκροταφείου, τόν κυρ Νικολάκη τό Θεοφιλάτο, τόν κυρ Γρηγοράκη τό Γιακουμή, τό Γιάννη τό Μανάφτη, τό Νήφωνα Διανέλλο τόν καλόγερο κτλ.) γιά νά γιορτάσουνε μέ τή γκιουβετσάδα καί μέ τό κρασί τή μεγάλη μέρα.

Ἀλλά ὄχι σπάνια, στά τελευταῖα χρόνια, ὁ Παπαδιαμάντης ἤτανε τό Πάσχα καλεσμένος στοῦ φίλου του κυρ Στέφανου, του «Προέδρου» τῆς Δεξαμενῆς.

Ὁ κυρ Στέφανος, παλιός πρόεδρος τῶν ἁμαξάδων, ἐρχότανε μέ τά ποδήματά του (χειμώνα καλοκαίρι), μέ τή μαγκούρα του καί τά γαλανά του μάτια νά πάρει κατά τό μεσημέρι τόν κυρ Ἀλέξαντρο νά πάνε σπίτι. Κατηφόριζαν κι οἱ δύο τά σκαλιά τῆς πλατείας καί λίγο παραπέρα στήν ὁδόν Σπευσίππου ἤτανε ἡ αὐλή τοῦ κυρ Στέφανου μέ τήν πλατιά πόρτα, ὥστε νά χωράει μέσα τό ἁμάξι, πού τώρα τό δούλευε ὁ γιός του. Στό τραπέζι ἤτανε τό ταψί μέ τ’ ἀρνί καί τίς πατάτες, ἡ πιατέλα μέ τή μαρουλοσαλάτα κι ἡ χιλιάρα μέ τό κρασί. Δίπλα στό κεχριμπαρί τῆς ρετσίνας τά κόκκινα αὐγά.

Πρίν καθίσουν ὁ Παπαδιαμάντης ἔκανε τήν προσευχή: «Φάγονται πένητες καὶ ἐμπλησθήσονται καὶ αἰνέσουσι κύριον οἱ εὐλογοῦντες αὐτόν, ζήσονται αἱ καρδίαι αὐτῶν εἰς αἰῶνας αἰώνων». Καί τότε μονάχα καθότανε ὁ καθένας στήν καρέκλα του. Καί τότε γινότανε τό ἑξῆς: Πρίν νά βάλει μπουκιά στό στόμα του ὁ κυρ Ἀλέξαντρος, γέμιζε μιά κούπα, πού τήν τοποθετούσανε μπροστά του, μέ «ξανθόν ρητινίτην», τή γέμιζε ὥς τά χείλια καί κατόπι πιάνοντάς τη μέ τίς δυό του χοῦφτες, πού τρέμανε, τήν ἔφερνε στό στόμα καί τήν ἄδειαζε ὥς κάτου. Τότε μονάχα ἀστράφτανε τά μάτια του καί λυνότανε ἡ γλώσσα του κι ἄνοιγε ἡ ὄρεξή του. Τό πάθος!

Ἔτσι ὁ Παπαδιαμάντης ἔκανε «Πάσχα ρωμέϊκο νὰ εὐφρανθεῖ ἡ ψυχή του». Κι ὅταν ὁ μέσα του κόσμος μαγευότανε, ἄρχιζε νά σιγοψέλνει διάφορα τροπάρια — τό ἄλλο του πάθος. Κι ὕστερα θά μποροῦσε νά λέει τήν περίφημη φράση, πού τήν ἔχει γράψει σ’ ἕνα διήγημά του -φράση πού περιέχει ὅλον τόν παθητικό λυρισμό του γιά τό κρασί: «Ἦτον ὡραῖον ρετσινάτον ὅλον ἄρωμα καὶ πτῆσις καὶ ἀφρός»! Δίψα τοῦ Βάκχου καί τοῦ… Δαυίδ!

Πάντα ὁ ποιητής τῆς «Φόνισσας» καί τῆς «Νοσταλγοῦ» γλεντοῦσε μονάχα μέ ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ. «Ὤ πενιχρὰ καὶ ὑπερτάτη εὐτυχία τοῦ φτωχοῦ»! Κι ὅπως λέγει ὁ κ. Βαλέτας, ἀπ’ ὅπου ἀντλήσαμε πολλές βιογραφικές πληροφορίες γιά τόν ἄνθρωπο: «ἀπό τό λαό ξεκίνησε, μέ τό λαό πέρασε τή ζωή του, στό λαό ἄνοιξε τήν ψυχή του».

Κώστας Βάρναλης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου