Πέμπτη 27 Ιουνίου 2019


Ἡ ἀληθινή ταπείνωση
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ χωρίς Θεό, χωρίς γαλήνη, χωρίς ἐμπιστοσύνη, ἀλλά μέ ἄγχος, ἀγωνία, κατάθλιψη, ἀπελπισία, ἀποκτάει ἀσθένειες σωματικές καί ψυχικές. Ἡ ψυχασθένεια, ἡ νευρασθένεια, ὁ διχασμός εἶναι δαιμονικές καταστάσεις. Δαιμόνιο εἶναι ἐπίσης καί ἡ ταπεινολογία. Τό λένε αἴσθημα κατωτερότητος. Ἡ ἀληθινή ταπείνωση δέν μιλάει, δέν λέει ταπεινολογίες, δηλαδή, «εἶμαι ἁμαρτωλός, ἀνάξιος, ἐλάχιστος πάντων…». Φοβᾶται ὁ ταπεινός μήπως μέ τίς ταπεινολογίες πέσει στήν κενοδοξία. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ δέν πλησιάζει ἐδῶ. Ἀντίθετα, ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ βρίσκεται ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἀληθινή ταπείνωση, ἡ θεία ταπείνωση, ἡ τέλεια ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Ἡ ἐξάρτηση ἀπό Ἐκεῖνον.
Ἅγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2019



Λίγο χῶμα
Ἡ γιαγιά μας κουράστηκε. Θέλει νὰ γείρει τὸ κεφάλι της στὰ στήθια τοῦ παπποῦ, ποὺ ἔχει καρφωμένα πίσω τὰ μάτια του μπᾶς καὶ ξεχωρίσει τίποτα ἀπὸ τὴ στεριά, τίποτα ἀπ’ τὰ Κιμιντένια. Μὰ πιὰ δὲ φαίνεται τίποτα. Ἡ νύχτα ρούφηξε μέσα της τὰ σχήματα καὶ τοὺς ὄγκους.
Ἡ γιαγιὰ γέρνει τὸ κεφάλι της νὰ τὸ ἀκουμπήσει στὰ στήθια ποὺ τὴν προστατέψανε ὅλες τὶς μέρες τῆς ζωῆς της. Κάτι τὴν μποδίζει καὶ δὲν μπορεῖ νὰ βρεῖ τὸ κεφάλι ἡσυχία. Σὰν ἕνας βόλος νὰ εἶναι κάτω ἀπὸ τὸ πουκάμισο τοῦ γέροντα.
– Τί εἶναι αὐτὸ ἐδῶ; ρωτᾶ σχεδὸν ἀδιάφορα.
Ὁ παπποὺς φέρνει τὸ χέρι του. Τὸ χώνει κάτω ἀπ’ τὸ ροῦχο, βρίσκει τὸ μικρὸ ξένο σῶμα ποὺ ἀκουμπᾶ στὸ κορμί του καὶ ποὺ ἀκούει τοὺς χτύπους τῆς καρδιᾶς του.
– Τί εἶναι;
– Δὲν εἶναι τίποτα, λέει δειλὰ ὁ παππούς, σὰν παιδὶ ποὺ ἔφταιξε. Δὲν εἶναι τίποτα. Λίγο χῶμα εἶναι.
– Χῶμα!
Ναί, λίγο χῶμα ἀπ’ τὴ γῆ τους. Γιὰ νὰ φυτέψουν ἕνα βασιλικό, τῆς λέει, στὸν ξένο τόπο ποὺ πᾶνε. Γιὰ νὰ θυμοῦνται.
Ἀργὰ τὰ δάχτυλα τοῦ γέροντα ἀνοίγουν τὸ μαντίλι ὅπου εἶναι φυλαγμένο τὸ χῶμα. Ψάχνουν κεῖ μέσα, ψάχνουν καὶ τὰ δάχτυλα τῆς γιαγιᾶς, σὰν νὰ τὸ χαϊδεύουν. Τὰ μάτια τους, δακρυσμένα, στέκουν ἐκεῖ.
– Δὲν εἶναι τίποτα λέω. Λίγο χῶμα. Γῆ, Αἰολικὴ Γῆ, Γῆ τοῦ τόπου μου.
Ἠλίας Βενέζης

Τρίτη 25 Ιουνίου 2019



Στὴν Παναγίτσα στὸ Πυργὶ
«Ἄνες μοι ἵνα ἀναψύξω πρὸ τοῦ με ἀπελθεῖν
καὶ οὐκέτι οὐ μὴ ὑπάρξω». (Ψαλμὸς τοῦ Δαυῒδ)

Χαίρετ᾿ ὁ Ἰωακεὶμ κ᾿ ἡ Ἄννα
ποὺ γέννησαν χαριτωμένη κόρη
στὴν Παναγίτσα στὸ Πυργί!
Χαίρεται ὅλ᾿ ἡ ἔρημη ἀκρογιαλιὰ
κι ὁ βράχος κι ὁ γκρεμὸς ἀντίκρυ τοῦ πελάγους,
ποὺ τὸν χτυποῦν ἄγρια τὰ κύματα,
χαίρεται ἀπ᾿ τὴν ἐκκλησίτσα
ποὺ μοσχοβολᾷ πάνω στὴ ράχη.
Χαίρεται τ᾿ ἄγριο δέντρο, ποὺ γέρνει
τὸ μισὸ ἀπάνω στὸν βράχο, τὸ μισὸ στὸν γκρεμό,
χαίρετ᾿ ὁ βοσκὸς ποὺ φυσᾷ τὸν αὐλό του,
χαίρετ᾿ ἡ γίδα του, ποὺ τρέχει στὰ βράχια,
χαίρεται τὸ ἐρίφιο ποὺ πηδᾷ χαρμόσυνα.
Κ᾿ ἡ πλάση ὅλη ἀναγαλλιάζει
καὶ τὸ φθινόπωρο ξανανειώνει ἡ γῆς,
σὰ σεμνὴ κόρη ποὺ περίμενε χρόνια
τὸν ἀρραβωνιαστικό της ἀπ᾿ τὰ ξένα
καὶ τέλος τὸν ἀπόλαψε πρὶν εἶναι πολὺ ἀργά·
καὶ σὰν τὴ στεῖρα γραῖα ποὺ γέννησε θεόπαιδο
κ᾿ εὐφράνθη στὰ γεράματά της!
Δός μου κ᾿ ἐμένα ἄνεση, Παναγιά μου,
πρὶν ν᾿ ἀπέλθω καὶ πλέον δὲν θὰ ὑπάρχω.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2019


Ἀπὸ τὸ Μέτωπο τῆς Ἀλβανίας,
ἀπόσπασμα γράμματος, Δεκέμβριος 1940.
«...Πρὶν λίγη ὥρα ἦλθε στὸ νοσοκομεῖο ὁ Γρηγόρης, ποὺ ὁ καημένος εἶναι τυφλὸς ἀπὸ βλῆμα καὶ ἐπιστρέφει σπίτι του, κοντὰ στοὺς δικούς του, πολὺ καταβεβλημένος καὶ πονεμένος, ὄχι μόνο γιατὶ ἔχασε τὸ φῶς του, μὰ καὶ γιατὶ δὲν μπορεῖ νὰ πολεμήσει πιὰ γιὰ τὴν πατρίδα. Μὴ σᾶς φαίνεται παράξενο, πονοῦσε πιὸ πολὺ ποὺ ἔβγαινε ἐκτὸς μάχης παρὰ γιὰ τὸ φῶς του ποὺ ἔχασε γιατί, ὅπως μοῦ ἔλεγε, χωρὶς μάτια ζεῖ ὁ ἄνθρωπος, χωρὶς λεύτερη πατρίδα ὅμως πεθαίνει κάθε μέρα...».
Ἀπὸ τὰ χιονισμένα Ἀλβανικὰ βουνὰ
Σπῦρος Γραμμένος
Ἀνθυπολοχαγὸς

Κυριακή 23 Ιουνίου 2019



Μὴν πάρεις πολλὰ πράγματα μαζί σου
Βλογημένος ὁ ἄνθρωπος ποὺ μπορεῖ, τώρα τὸ καλοκαίρι, νὰ ξεμακρύνει γιὰ λίγο ἀπὸ τὴν ταραχὴ τῆς πολιτείας. Ἂν τοῦ ἀρέσει ἡ θάλασσα, ἂς πάει σὲ κανένα νησί. Νὰ μὴν κουβαλήσει ὅμως μαζί του τὴν πολιτεία, ὅπως κάνουνε πολλοί, ποὺ ἀπὸ τὴ μία θέλουνε νὰ ἀφήσουνε τὴν ταραχὴ πίσω τους, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη κουβαλᾶνε μαζί τους ὅλα τὰ περίπλοκα καὶ κουραστικὰ καθέκαστα τῆς πολιτείας.
Πάρε μαζί σου ὅσο λιγότερα πράγματα μπορεῖς. Γιατὶ τὸ πιὸ μεγάλο κέρδος ποὺ θἄχεις πηγαίνοντας σ' ἕνα τέτοιο μέρος, θἄναι ἡ φχαρίστηση ποὺ νοιώθει ὁ ἄνθρωπος σὰν τοῦ λείψουνε πολλὰ πράγματα, ποὺ τὰ ἔχει στὴν πολιτεία τόσο εὔκολα, καὶ ποὺ ἐκεῖ πέρα θὰ τοῦ φαίνεται σὰν κάποια μεγάλη ἀπόλαυση καὶ χαρὰ καὶ τὸ πιὸ παραμικρὸ πράγμα.
Δυστυχισμένοι ἄνθρωποι ποὺ δὲν τοὺς λείπει τίποτα, καὶ δὲν ἔχουνε τὴν ἐλπίδα νὰ λαχταρήσουνε κάποιο πράγμα, εἴτε φαγητὸ εἶναι, εἴτε ξεκούρασμα, εἴτε ὁμιλία, εἴτε ζεστασιά, εἴτε δροσιά. Καὶ καλότυχοι ἀληθινὰ ὅσοι δὲν τὰ ἔχουνε ὅλα εὔκολα, καὶ γιὰ τοῦτο γίνουνται γιὰ δαύτους ὁλοένα νέα καὶ δροσερὰ ὅλα τὰ πράγματα.
Λοιπόν, μὴν πάρεις πολλὰ πράγματα μαζί σου, γιὰ νὰ μὴν πάρεις καὶ τὴν ἀτονία καὶ τὴν ἀνοστιά, ποὺ δίνει στὸν ἄνθρωπο ἡ εὔκολη ἀπόλαυση. Τότε θὰ καταλάβεις πόσο πολύτιμα εἶναι καὶ τὰ πιὸ τιποτένια πράγματα.
Φώτης Κόντογλου

Σάββατο 22 Ιουνίου 2019



Τὴν μεγαλύτερη δυνατὴ φιλοπονία
Δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ φθάσουμε τὴν τελειότητα τῶν ἐντολῶν, ἀλλὰ ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται νὰ ἐπιδείξουμε τὴν μεγαλύτερη δυνατὴ φιλοπονία, καὶ τότε Ἐκεῖνος ὁ Ἴδιος θὰ ἐπιτελέσει τὸ ὑπόλοιπο…
Ἡ δύναμη τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν ἔγκειται εἰς τὸ ὅτι αὐτὲς κατὰ φυσικὸ τρόπο εἰσάγουν στὴν ἀπειρότητα τοῦ Θείου Εἶναι.
Γέρων Σωφρόνιος

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2019



Τὰ δύο πρόσωπα τῆς χαρᾶς καὶ τῆς λύπης
Γνωρίζεις πολλοὺς ποὺ θὰ ἤθελαν νὰ τοὺς ἀναγνωρίζει ὁ κόσμος ἀπὸ τὸ λυπημένο τους πρόσωπο;
Καθὼς ἐπικράτησε σιγὰ σιγὰ καὶ ὕπουλα ἡ φιλοσοφία τῆς διαφήμισης, μετατοπίζοντας τὸ νόημα ἀπὸ τὸ σημαντικὸ στὸ ἀσήμαντο, ἀπὸ τὸ βαθὺ στὸ ἐπιφανειακὸ κι ἀπὸ τὴ φιλότιμη προσπάθεια στὴ φυγόπονη εὐκολία, αἰσθάνθηκα νὰ πνίγομαι στὸ βοῦρκο τῆς ἀσάφειας. (Σαλβαδὸρ δὲλ Πόθο, 60 Μαθήματα Ζωῆς ἀπὸ τὸν Δὸν Κιχώτη)
Βοῦρκος ἀσάφειας. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας διακριτικὰ τὴν ἀξιοποιοῦν ὡς ὑφολογικὸ μέσο ποὺ ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ κεντρίζει περισσότερο τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ ἀναγνώστη καὶ νὰ τὸν ὠθεῖ εἰς ἔρευνα. Ὅταν ὅμως ἡ ἀσάφεια εἶναι καπνὸς ποὺ θολώνει τὸ μυαλὸ καὶ βοῦρκος ποὺ πνίγει τὴ ζωή, τότε τὰ πράγματα γίνονται ἐπικίνδυνα.
Ἡ ἀσάφεια, στὴν ὁποία ἀναφέρεται τὸ ἀρχικὸ παράθεμα, εἶναι πλέον μέρος τῆς προσωπικότητάς μας, καὶ ἔχει γίνει μᾶλλον ἀφασία. Στὸν κοινωνικό μας βίο συνοδεύεται ἀπὸ τὴ χρήση στερεότυπων καὶ συνθημάτων ποὺ ἀποτελοῦν τὴ γλωσσικὴ ταυτότητα τοῦ lifestyle. Τὸ lifestyle εἶναι χαρά. Ὅλα εἶναι «τέλεια», ὅλα «ὑπέροχα», ὅλοι ἐξαιρετικοὶ κι ἀγαπημένοι, ὅλα στὸν ὑπερθετικὸ βαθμό. Δὲν ὑπάρχει μέτρο, σύγκριση, διαβάθμιση, γιατὶ δὲν ὑπάρχει κρίση καὶ κριτήριο, οὔτε ἄλλωστε ἔχουν σημασία, γιατὶ ζοῦμε στὴν ἐποχὴ τῆς διαφήμισης. Ἡ ὁποία ἁπλὰ θέλει κάτι νὰ ἐπιβάλει. Ὄχι μὲ ἐπιχειρήματα, ἀλλὰ μὲ τὴ δικτατορία τῶν ἐντυπώσεων. Ἡ εἰκόνα εἶναι αὐτὸ ποὺ μετρᾶ, ἡ «προσωπικότητα», ὄχι ὁ χαρακτήρας. Ἡ παγκόσμια ἀγορὰ μὲ κάθε ἐπιστημοσύνη ἐπέβαλε αὐτὸ τὸ μοντέλο ὡς ἄρθρο πίστεως καὶ συνταγὴ ἐπιτυχίας. Διότι ξέρει ὅτι ἡ χαρά, αὐτὴ ἡ συγκεκριμένη χαρά, εἶναι ἐξαιρετικὰ καταναλωτική. Καὶ ἐξαιρετικὰ ἐξαρτημένη.
Ὅλα τέλεια, ὑπέροχα, κι ἐμεῖς χαρούμενοι, ἀρυτίδωτοι καὶ γελαστοὶ πάντοτε, εὐπροσήγοροι καὶ ἀνοιχτόκαρδοι, συνάδελφοι καὶ ὁμόφρονες, ἀνταγωνιστὲς ἕως θανάτου, πανέτοιμοι νὰ σκοτώσουμε συμβολικὰ τοὺς ἄλλους καὶ ταυτόχρονα ἀπόλυτα ἐξαρτημένοι ἀπὸ τὴ γνώμη τους, ὁλοπρόθυμοι νὰ φιλήσουμε χέρια ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ δαγκώσουμε, χαρούμενοι θλιμμένοι νάρκισσοι. Μὰ σὲ τοῦτο τὸ νευρωσικὸ χτίσιμο τοῦ προσώπου μπορεῖ ὁ καθένας νὰ δεῖ τὶς ρωγμές. Ἡ θλίψη εἶναι βαθιὰ καὶ πικρή, εἶναι ἀνελέητη ἐρημιὰ ποὺ ἀλλάζει ρόλους καὶ προσωπεῖα γιὰ νὰ φανεῖ κοινωνική. Ὅσο πιὸ βαθιὰ εἶναι, τόσο περισσότερο ἐναγωνίως ἐπιδιώκει νὰ πείσει τοὺς ἄλλους ὅτι δὲν ὑφίσταται, ἀκόμη κι ἂν πρέπει νὰ τοὺς πατήσει στὸ σβέρκο.
Ἂν μιλᾶμε γιὰ Χριστιανούς, ναί, μπορεῖ νὰ ἰσχύουν τὰ ἴδια, μὲ μόνη διαφορὰ ὅτι ἐδῶ ὅλα γίνονται στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἤ (γιὰ νὰ μὴν εἴμαστε ἐκτὸς θεολογικῆς μόδας) νὰ γίνονται εὐχαριστιακά. Ζοῦμε τὴν «πληρότητα τῆς ἀγαπητικῆς ἐλευθερίας» μέχρι νὰ μᾶς πατήσουν τὸν κάλο ἢ νὰ ἀμφισβητήσουν κάτι ἀπὸ τὸ πρόσωπό μας. Καὶ οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ μετατρεπόμαστε σὲ φανφαρόνους μὲ πατερικὰ ἤ (συνηθέστερα) μεταπατερικὰ τσιτάτα, φορεμένα χαμόγελα πληρότητας καὶ ἱκανὴ θέληση γιὰ δύναμη.
Ἕνας ἀλλοεθνὴς ἀλεβίτης, ἄνθρωπος καλλιεργημένος, τοῦ κόσμου τούτου, εἶπε κάποτε στὸν γράφοντα: «Μὲ ἐνδιαφέρει ἡ Ὀρθοδοξία. Ἀλλὰ ἡ Ὀρθοδοξία τῶν ταπεινῶν ἁγίων, ὄχι ἡ Ὀρθοδοξία-The Coca-Cola Company. Μπορεῖτε νὰ μοῦ τὴ δείξετε;». Δὲν προσβλήθηκα καθόλου. Ἡ διαφήμιση ἔχει μπεῖ στὴ ζωὴ τῶν Ὀρθοδόξων, φέροντας μαζί της ἀσάφεια καὶ ἀφασία, τὸ κυνήγι τοῦ εὔκολου καὶ ἄμεσου, τυφλὲς συμπεριφορὲς καὶ ὁράματα προσωπικῆς ἐπιτυχίας, δύναμης καὶ δόξας (ἀφοῦ εἴμαστε «κοινωνία προσώπων»). Πίσω ἀπ’ αὐτὰ βρίσκεται πολλὴ θλίψη.
Ὑπάρχει ὅμως καὶ μία θλίψη ἀγαθή, ἢ μᾶλλον λύπη, ἡ ὁποία δὲν συνθλίβει, αὐτὴ ποὺ ἀναδύεται ἀπὸ τὴν εὐαίσθητη καρδιά. Αὐτὴ ποὺ στρέφει πρὸς τὰ ἔσω μὲ εἰλικρίνεια, ποὺ σμιλεύει τὸν χαρακτήρα, ποὺ βοηθᾶ στὴν αὐτογνωσία ἀλλὰ καὶ στὴν ἐνσυναίσθηση.
Οἱ Πατέρες ἀποδέχονται τὴ θλίψη, ὅπως ἀποδέχονται καὶ τὴ χαρὰ καὶ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο. Δὲν διστάζουν νὰ ποῦν ὅτι ἡ ἀληθινὴ χαρὰ εἶναι ἀκόμη βαθύτερη. Πρέπει λοιπὸν νὰ σκάψεις καὶ νὰ ἱδρώσεις γιὰ νὰ τὴ βρεῖς, ὅπως βρίσκεις ἕνα μαργαριτάρι θαμμένο σὲ ρουμανιασμένο χωράφι. Ὅσο καθαρίζεις καὶ ἐμβαθύνεις, ἀρχίζεις καὶ διακρίνεις ὅτι ἡ χαρὰ εἶναι ἡ φυσικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὴ ἡ χαρὰ δὲν εἶναι ἐξωστρεφὴς καὶ ἐξαρτημένη, δὲν ἐξορκίζει τὴ λύπη, εἶναι χαρὰ ποὺ βρέθηκε μέσα ἀπὸ τὸν σταυρό, ὄχι παραμύθιασμα, ἀλλὰ ἔλεγχος πραγμάτων μὴ βλεπομένων.
Οἱ Πατέρες βλέπουν μὲ ὑποψία καὶ τὴ χαρὰ καὶ τὴ λύπη ὡς ἐξωτερικὲς ἐκδηλώσεις. Γιατὶ ψεῦδος καὶ ὑποκρισία μπορεῖ νὰ ὑπάρχει καὶ στὴ μία καὶ στὴν ἄλλη. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς λέει, μὴ φαίνεσθε σκυθρωποὶ γιὰ νὰ δείξετε ὅτι νηστεύετε. Καὶ τὸ προσωπεῖο τῆς λύπης εἶναι ναρκισσιστικό, εἶναι ἐργαλεῖο στὰ χέρια ἐκείνου ποὺ θέλει νὰ εἶναι τὸ κέντρο τοῦ ἐνδιαφέροντος, νὰ ἀποσπᾶ τὸν οἶκτο καὶ τὴ συμπάθεια, γιατὶ ἔτσι αἰσθάνεται ὅτι ἀποκτᾶ νόημα καὶ ὑπόσταση, καὶ γιατὶ ἔτσι ἱκανοποιεῖ τὰ θελήματά του. Σήμερα νομίζω ὁ Κύριος θὰ ἔλεγε τὸ ἀντίθετο: μὴ φαίνεσθε καὶ πολὺ γελαστοί, ὅπως κάνουν οἱ ὑποκριτὲς γιὰ νὰ φανοῦν αὐτάρκεις καὶ εὐτυχισμένοι.
Ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῆς χαρμολύπης. Λυπημένος στὴ λύπη τοῦ πλησίον, χαρούμενος στὴ χαρὰ ἐκείνου. Λυπημένος γιὰ τὶς δικές του ἁμαρτίες, χαρούμενος γιὰ τὴ μετάνοιά του. Λυπημένος γιὰ τὴν ἀδικία στὸν κόσμο, χαρούμενος γιὰ τὴν ἀνάσταση. Καὶ κάτι παραπάνω. Ἕτοιμος νὰ ὑπερβεῖ καὶ τὴ λύπη καὶ τὴ χαρὰ ὡς συναισθήματα, προκειμένου νὰ προχωρήσει σὲ μεγάλες πράξεις, σὲ μεγάλα ναὶ ἢ ὄχι, ποὺ μπορεῖ μόνο ὁ Θεὸς νὰ γνωρίζει. Ἡ χαρμολύπη του εἶναι ἀληθινή, δὲν διαφημίζεται. Χωρᾶ ὅλον τὸν κόσμο, ἀλλὰ δὲν τὴ χωρᾶ ὁ κόσμος…
π. Χρυσόστομος Κουτλουμουσιανὸς

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2019



Ἡ Χάρη τῆς ἱερωσύνης καὶ ἡ χάρη τῆς ἁπλότητας
Μὰ ἡ πιὸ βαθειὰ κι ἡ πιὸ παράξενη συγκίνηση μ᾿ ἔπιανε τὴν Κυριακὴ καὶ τὶς ἄλλες γιορτινὲς μέρες ποὺ λειτουργοῦσε ὁ πάτερ Νεῖλος ὁ ψαρᾶς καὶ γινότανε ἱερεὺς τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, αὐτὸς ποὺ τὸν ἔβλεπα τὶς ἄλλες μέρες ν᾿ ἁλατίζει ψάρια, νὰ καλαφατίζει βάρκες, νὰ ματίζει σκοινιά, νὰ γραντολογᾶ καραβόπανα, νὰ βολεύει ἄγκουρες, νὰ μπαλώνει δίχτυα, μαζὶ μὲ τὴ συνοδεία του!
Καὶ στὴ λειτουργία γινότανε σὰν πατριάρχης, μὲ τὸ ἐπανωκαλύμμαυχο, μὲ τὸ χρυσὸ φελόνι, μὲ τὰ ἐπιμάνικα, μὲ τὸ ἐπιγονάτιο, καὶ δεότανε μυστικῶς μπροστὰ στὴν ἁγία Τράπεζα «ὑπὲρ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων», «ὡς ἐνδεδυμένος τὴν τῆς ἱερατείας χάριν».
Ὤ! Τί ἐξαίσια καὶ φρικτὰ μυστήρια ἔχει ἡ ταπεινὴ Ὀρθοδοξία μας! Μὰ ἡ καρδιά μου δάκρυζε ἀληθινὰ ἀπὸ ἅγια χαρὰ κι ἀπὸ κατάνυξη, σὰν στρώνανε γιὰ νὰ φᾶμε κ᾿ εὐλογοῦσε τὴν τράπεζα ὁ πάτερ Νεῖλος μὲ τὰ θαλασσοψημένα δάχτυλά του, ἐνῶ γύρω στεκόντανε μὲ σταυρωμένα χέρια ἐκεῖνοι οἱ ἁπλοὶ ψαρᾶδες, κουρασμένοι, θαλασσοδαρμένοι, ξεχασμένοι ἀπὸ τὸν κόσμο μέσα σὲ κείνη τὴν καταβόθρα. Κ᾿ ἔλεγε μὲ τὴν ταπεινὴ φωνή του ὁ πάτερ Νεῖλος: «Χριστὲ ὁ Θεός, εὐλόγησον τὴν βρῶσιν καὶ τὴν πόσιν τῶν δούλων σου, ὅτι ἅγιος εἶ πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων», ἐνῶ μᾶς ἀπόσκιαζε ἡ πλώρη τοῦ τρεχαντηριοῦ κ᾿ ἡ ἁρμύρα ἐρχότανε ἀπὸ τὸ βουερὸ τὸ πέλαγο.
Φώτης Κόντογλου

Τρίτη 18 Ιουνίου 2019


Στὶς ταπεινὲς ψυχές
*Ἄν οἱ ἄρχοντες τηροῦσαν τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου καὶ ὁ λαὸς καὶ οἱ ὑπήκοοι ὑπάκουαν μὲ ταπείνωση, θὰ ὑπῆρχε μεγάλη εἰρήνη καὶ ἀγαλλίαση πάνω στὴ γῆ. Ἐξαιτίας ὅμως τῆς φιλαρχίας καὶ τῆς ἀνυπακοῆς τῶν ὑπερήφανων ὑποφέρει ὅλη ἡ οἰκουμένη.
*Νὰ ἡ πιὸ σύντομη καὶ εὔκολη ὁδὸς γιὰ τὴν σωτηρία: Νὰ εἶσαι ὑπάκουος, ἐγκρατής, νὰ μὴν κατακρίνεις καὶ νὰ φυλάγεις τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά σου ἀπ’ τοὺς κακοὺς λογισμούς.
*Τὸ καλύτερο ἔργο εἶναι νὰ παραδοθοῦμε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ βαστάζουμε τὶς θλίψεις μὲ ἐλπίδα.
*Γιὰ νὰ γνωρίσει κανεὶς τὸν Κύριο δὲν χρειάζεται νὰ εἶναι πλούσιος ἢ ἐπιστήμονας, ἀλλὰ χρειάζεται νὰ εἶναι ἐγκρατής, νὰ ἔχει πνεῦμα ταπεινὸ καὶ ν' ἀγαπᾶ τὸν πλησίον.
*Ἡ ἀπιστία προέρχεται ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια. Ὁ ὑπερήφανος ἰσχυρίζεται ὅτι θὰ γνωρίσει τὰ πάντα μὲ τὸν νοῦ του καὶ τὴν ἐπιστήμη, ἀλλὰ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ παραμένει ἀνέφικτη γι’ αὐτόν, γιατί ὁ Θεὸς γνωρίζεται μόνον μὲ ἀποκάλυψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Κύριος ἀποκαλύπτεται στὶς ταπεινὲς ψυχές. Σ’ αὐτὲς δείχνει ὁ Κύριος τὰ ἔργα Του, ποὺ εἶναι ἀκατάληπτα γιὰ τὸν νοῦ μας.
*Καλότυχη ἡ ψυχὴ ποὺ ἀγαπᾶ τὸν ἀδελφό της, γιατί ὁ ἀδελφός μας εἶναι ἡ ζωή μας.
*Ἡ ψυχὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει εἰρήνη, ἂν δὲν προσεύχεται γιὰ τοὺς ἐχθρούς.
Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης

Δευτέρα 17 Ιουνίου 2019



Ὤχ! βασανάκια
Ὁ εἷς τῶν μαθητῶν τῆς Γ´ τάξεως, ὑψηλός, ὀστεώδης, μὲ ζωηρὸν βλέμμα, φαινόμενος νὰ εἶναι τοὐλάχιστον δεκαεξαέτης, δὲν ἀπέσπα τὸ βλέμμα του ἀπὸ τὴν ταράτσαν ἐκείνην, τὴν ὑψηλήν. Ἕως τότε ψυχὴ δὲν ἐφαίνετο ἐπάνω εἰς τὴν ταράτσαν, ἀλλὰ μετ᾽ ὀλίγον ὡραῖον κοράσιον, δεκατεσσάρων ἐτῶν, μὲ τὰ ξανθὰ μαλλιὰ ξέπλεκα ἐφάνη ἐπὶ τῆς ταράτσας. Κατόπιν ἄλλο τῆς αὐτῆς ἡλικίας ἐπίσης μὲ ξανθὰ μαλλιά, καὶ ἓν ἄλλο μὲ μαῦρα μαλλιά. Ὁ μαθητὴς τότε ἐκεῖνος, ὅστις ἔπασχε φαίνεται, ἀπὸ πρώιμον ἔρωτα, ἠκούσθη νὰ ψιθυρίζῃ:
― Ἄχ! βασανάκια, βασανάκια!
Ὁ γείτων του, ὅστις ἐφαίνετο γνωρίζων τὴν ἀδυναμίαν του, κύψας εἰς τὸ οὖς, τοῦ ἐψιθύρισε τὸ ἑξῆς δίστιχον, τὸ ὁποῖον ἴσως αὐτὸς ἢ ἄλλος κανεὶς μεγαλυτέρας ἡλικίας εἶχε συνθέσει:
«Γίνε, Μαριώ μου, βόιβοδας, καὶ σύ, Λενιώ μου, μπέης,
καὶ σύ, μικρὸ Κατερινιώ, κριτὴς γιὰ νὰ μὲ κρένῃς.»
Τὰ τρία κορίτσια ἐγύριζαν, ἐγύριζαν, ἔφερναν βόλτες ἐπάνω εἰς τὴν ταράτσαν, ἐπεριπατοῦσαν, ἐστέκοντο, ἐκοίταζαν εἰς τὸν οὐρανόν, συνωμιλοῦσαν, ἔρριπταν ματιὲς πρὸς τὸ μέρος τῆς θύρας τοῦ σχολείου, ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταί, καὶ δὲν εἶχαν ἡσυχίαν. Οἱ μαθηταὶ ἐξέχασαν καὶ τὸ σχολεῖον, καὶ τὰ βιβλία, καὶ τὸν διδάσκαλον, καὶ αὐτὸν τὸν παπαγάλον, καὶ ἐσηκώθησαν, κ᾽ ἐκινοῦντο, καὶ οἰστρηλατοῦντο εἰς τρόπον ἐπίφοβον. Τὰ τρία βασανάκια, ὡς τὰ ὠνόμαζεν ὁ πτωχὸς ἐκεῖνος μαθητής, δὲν ἔμειναν ἐπὶ πολλὴν ὥραν μόνα των ἐπάνω εἰς τὴν ταράτσαν. Καὶ ἄλλα κατόπιν των βάσανα, καὶ ἄλλα βασανάκια, ἐφάνησαν πλησίον των. Φαίνεται ὅτι ἡ ταράτσα ἐκείνη ἐχρησίμευεν ὡς συνεντευκτήριον ὅλων τῶν κοριτσιῶν τῆς γειτονιᾶς. Τὸ θέρος, ὅταν ἔπεφτεν ὁ ἥλιος, ἢ τὸν χειμῶνα, ὅταν ἦτο αἰθρία ἡλιοφεγγὴς ἡμέρα, ὡς ἡ ἡμέρα ἐκείνη τοῦ Δεκεμβρίου, τὰ κοράσια ἀνέβαιναν ἐκεῖ, καταβιβάζοντα τὰ λευκὰ τουλουπάνια των ἕως τοὺς ὀφθαλμούς, στρέφοντα τὰ νῶτα πρὸς τὸν ἥλιον, διὰ νὰ μὴ μαυρίσουν. Καὶ ἠκούετο ἐκεῖ ἐπάνω φαιδρὸν λάλημα καὶ εὔθυμος μινυρισμὸς παρθένων, καὶ κελαδήματα ἀνθρωπίνων χελιδόνων μόλις ἔναρθρα, ἀλλ᾽ ὄχι ὀλιγώτερον κενὰ ἐννοίας ἀπὸ τὰ κελαδήματα τῶν πτερωτῶν χελιδόνων τοῦ ἔαρος. Ἦσαν ἤδη ἕξ ἢ ἑπτὰ κοράσια, ἀπὸ δέκα ἕως δεκαπέντε ἐτῶν ἡλικίας, ἐπάνω εἰς τὴν ταράτσαν. Ἀλλ᾽ ὅταν ἠκούσθη ὁ βαρὺς δοῦπος τῶν βημάτων τῶν μαθητῶν τῆς Β´ τάξεως, κατερχομένων τὴν κλίμακα, ὡς νὰ τοὺς κατεδίωκον τὰ ἀόρατα φάσματα τῶν εἰς μι ρημάτων καὶ τῶν συνδέσμων καὶ τῶν μετοχῶν, καὶ αἱ ζῶσαι εἰκόνες τῶν μαυροπινάκων, καὶ οἱ δώδεκα ἢ δεκαπέντε ἐκεῖνοι νέοι ἐξῆλθον θορυβωδῶς τῆς θύρας τοῦ σχολείου, κραυγάζοντες ἐν παρόδῳ ― παπαγάλο! θέλεις καφέ; πρὸς τὸ ἀπτόητον ἐκτοπισμένον πτηνὸν τὸ ὁποῖον τοὺς ἔβλεπεν ἐν μακαρίᾳ ἀπαθείᾳ, κωφεῦον εἰς τὰς παροτρύνσεις των, τότε τὰ εὔθυμα κοράσια ἐκεῖνα ἔγιναν διὰ μιᾶς ἄφαντα ἀπὸ τὴν ταράτσαν. Τοῦτο τὸ ἔκαμαν κάπως ὡς νὰ ἐσπλαγχνίσθησαν τοὺς πτωχοὺς μαθητὰς τῆς Γ´ τάξεως, οἱ ὁποῖοι μετὰ πόνου καὶ σπαραγμοῦ καρδίας θ᾽ ἀνέβαινον εἰς τὴν παράδοσιν, τώρα ὅτε ἦλθεν ἡ σειρά των, ἐνόσῳ τὰ βασανάκια ἐκεῖνα εὑρίσκοντο ἐπὶ τῆς ταράτσας. Οἱ μαθηταὶ ἀνέβησαν τότε μὲ διπλῆν λύπην, διὰ τὴν θετικὴν ταύτην καὶ τὴν ἀρνητικὴν δυστυχίαν.
Μόλις ἀνέβησαν οἱ μαθηταὶ εἰς τὸν τόπον τῆς παραδόσεως, καὶ τὰ κοράσια ἐφάνησαν πάλιν διὰ μιᾶς ἐπὶ τῆς ταράτσας. Ἀλλὰ τώρα δὲν ἔμειναν πλέον ὅσα ἦσαν. Ἡ μικρὰ ἀγέλη ηὔξησε ταχέως, καὶ θὰ ἦσαν ὅλα δεκαπέντε ἕως δεκαοκτὼ κοράσια, ἐπάνω εἰς τὴν ταράτσαν. Ἦσαν πρῶτον τὸ Μαριὼ καὶ τὸ Λενιὼ καὶ τὸ Κατερινιώ, τὰ τρία κοράσια τῆς οἰκίας. Εἶτα εἶχον ἔλθει ἀπὸ τὴν πρώτην γειτονικὴν οἰκίαν τὸ Ξενιὼ καὶ τὸ Κουμπώ, δύο ὡραῖαι μελαγχροιναὶ ἀδελφαί, ἡ μία δεκατεσσάρων καὶ ἡ ἄλλη δώδεκα ἐτῶν. Μετ᾽ αὐτὰς ἦλθαν τὸ Φωλιὼ τὸ Βελισάρικο καὶ τὸ Μαχὼ τὸ Πορταρίτικο, ἀπὸ δύο ἄλλας παρακειμένας οἰκίας. Κατόπιν ἦλθαν τὸ Κατινιώ, ἡ παπαδοπούλα, καὶ ἡ Εὐανθία, ἡ καπετανοπούλα, ἀπὸ τὴν οἰκίαν τῆς ἐξαδέλφης των, τῆς Μαχῶς, ὅπου εὑρίσκοντο· ὕστερον ἦλθαν τὸ Τσιτσὼ τὸ Ραφτί, καὶ τὸ Ἀσπασὼ τὸ Παναδί, καὶ ἡ Σοφούλα τὸ Μπακιρί, καὶ τελευταῖαι ἦλθαν ἡ Μόρφω, ἡ Σερετούλα, καὶ τὸ Κυρατσὼ καὶ τὸ Ἀσμινιώ, αἱ ἀδελφαί της, καὶ προσετέθησαν εἰς τὰς ἄλλας. Ὅλαι ἢ σχεδὸν ὅλαι ἦσαν ὡραῖα κοράσια μὲ γαλανὰ ὄμματα, μὲ μαῦρα ὄμματα, μὲ βαθέα καὶ ἀμαυρὰ καὶ οἰνωπὰ ὄμματα, μὲ λευκὸν χρῶτα, μὲ μελίχρυσον καὶ χνοάζοντα χρῶτα, μὲ μαύρους καὶ οὔλους βοστρύχους, μὲ μακροὺς καὶ ξανθοὺς καὶ καστανοὺς πλοκάμους, μὲ ἐλαφρὰ βαθουλώματα περὶ τὰς κόγχας τῶν ὀφθαλμῶν, μὲ ὡραῖα λεπτὰ ρόδινα ἢ ἁβρὰ καὶ κοράλλινα χείλη, μὲ κυανιζούσας φλέβας, μὲ χαρίεντας λακκίσκους καὶ γελασίνους ὑπὸ τὰς παρειάς, μὲ ἀναστήματα νεοφύτων κυπαρίσσων, μὲ λευκὰ τουλουπάνια, μὲ λεπτὰ καὶ διαφανῆ ἀλέμια περὶ τὴν κεφαλήν, μὲ κοντὰ φουστανάκια, μὲ λευκὰς περικνημῖδας, καὶ μὲ συρτὰς ἐμβάδας.
Συνῆλθον ἐκεῖ, ὑψηλὰ εἰς τὴν ταράτσαν, καθὼς τὰ χελιδόνια εἰς τὸν ἄνω πυργίσκον τοῦ μαρμαρίνου κωδωνοστασίου τὸ θέρος, καὶ ὡμίλουν καὶ ἐκελάδουν, καὶ ἐγέλων καὶ ἐτερέτιζον, καὶ συνδιελέγοντο καὶ ἐτιτύβιζον. Ἡ μία ἐπεχείρει νὰ διηγηθῇ κάτι τι, καὶ τὸ ἄφηνε μισόν, διότι ἡ ἄλλη τὴν διέκοπτε δι᾽ ἐρωτήσεων, δι᾽ ἐπιφωνημάτων καὶ διὰ παρατηρήσεων. Ἡ τρίτη ἤρχιζεν ᾆσμα καὶ ἔλεγε μόνον ἕνα στίχον καὶ μισόν· ἡ τετάρτη ἔσυρε τέσσαρα ἢ πέντε βήματα καλαματιανοῦ καὶ ἔπαυε. Ἡ ἄλλη συνέπλεκε κατά τινα τρόπον τοὺς βραχίονας σταυρωτὰ μὲ ἄλλας δύο, καὶ τὰς ἐβίαζε νὰ χορεύσωσι τὴν «καμάρα» ᾄδουσα ἅμα ἀργῶς καὶ μελῳδικῶς:
«Καμάρα χτί, καμάρα χτί,
καμάρα χτίζω στὸ γιαλό…»
Καὶ ἡ καμάρα δὲν ἐστέριωνε, καὶ καμμία ἐπιχείρησις δὲν εὐωδοῦτο, καὶ καμμία συνδιάλεξις δὲν ἐλάμβανε πέρας. Δὲν ὑπῆρχεν ἔννοια, δὲν ὑπῆρχε σκέψις καὶ στοχασμὸς καὶ σκοτούρα. Ὄμματα ἔλαμπαν, παρειαὶ ἀνθοῦσαν, χαμόγελα ἀνέτελλαν, ᾄσματα ἐν ψιθυρισμῷ, καὶ αἰσθήματα ἐν ἐμβρύῳ, καὶ βαθεῖαι πνοαὶ καὶ ἐλαφροὶ στεναγμοί, καὶ αὖραι τῆς νεότητος ἐρρίπιζον, ἀέριζον, ἐδρόσιζον, τὰ σώματα καὶ τὰς καρδίας.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Κυριακή 16 Ιουνίου 2019



Κρίμα στὰ ναῦλα
Γέροντα, μερικοὶ λένε: «Δὲν βρίσκουμε καλοὺς πνευματικούς, γι' αὐτὸ δὲν πᾶμε νὰ ἐξομολογηθοῦμε».
-Αὐτὰ εἶναι δικαιολογίες. Κάθε πνευματικὸς ἔχει θεία ἐξουσία, ἐφόσον φοράει πετραχήλι. Τελεῖ τὸ μυστήριο, ἔχει τὴν θεία Χάρη καί, ὅταν διαβάση τὴν συγχωρητικὴ εὐχή, ὁ Θεὸς σβήνει ὅλες τὶς ἁμαρτίες τὶς ὁποῖες ἐξομολογηθήκαμε μὲ εἰλικρινῆ μετάνοια. Ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται πόσο θὰ βοηθηθοῦμε ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως.
Ἦρθε ἐκεῖ στὸ Καλύβι μία φορὰ κάποιος ποὺ εἶχε ψυχολογικὰ προβλήματα, μὲ τὸν λογισμὸ ὅτι ἔχω διορατικὸ χάρισμα καὶ θὰ μποροῦσα νὰ τὸν βοηθήσω.
«Τί προβλέπεις, μοῦ λέει, γιὰ μένα;». 
«Νὰ βρῆς, τοῦ λέω, ἕναν πνευματικὸ νὰ ἐξομολογῆσαι, γιὰ νὰ κοιμᾶσαι σὰν τὸ πουλάκι καὶ νὰ μὴν παίρνης χάπια».
«Δὲν ὑπάρχουν, μοῦ λέει, σήμερα καλοὶ πνευματικοί. Παλιὰ ὑπῆρχαν».
Ἔρχονται μὲ καλὸ λογισμό, ὅτι θὰ βοηθηθοῦν, ἀλλὰ δὲν δέχονται αὐτὸ ποὺ τοὺς λές, καὶ κρίμα στὰ ναῦλα.
Βλέπω ὅμως καὶ μία καινούργια τέχνη τοῦ διαβόλου. Βάζει στοὺς ἀνθρώπους τὸν λογισμὸ ὅτι, ἂν κάνουν κάποιο τάμα καὶ τὸ ἐκπληρώσουν, ἂν πᾶνε καὶ κανένα προσκύνημα, εἶναι ἐντάξει πνευματικά. Καὶ βλέπεις πολλοὺς νὰ πηγαίνουν μὲ λαμπάδες καὶ μὲ τάματα στὰ μοναστήρια, στὰ προσκυνήματα, νὰ τὰ κρεμᾶνε ἐκεῖ, νὰ κάνουν καὶ μεγάλους σταυρούς, νὰ κλαῖνε καὶ λιγάκι, καὶ νὰ ἀρκοῦνται σ' αὐτά.Δὲν μετανοοῦν, δὲν ἐξομολογοῦνται, δὲν διορθώνονται, καὶ χαίρεται τὸ ταγκαλάκι.
Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Σάββατο 15 Ιουνίου 2019



Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ δὲν σκανδαλίζεται
Στάσου. Οἱ αἰσθήσεις σου ἔχουν παύσει νὰ εἶναι ἀσθενεῖς; …Ἐὰν ἔχεις ταραχή, ἐὰν στεναχωριέσαι, ἐὰν ἀγκομαχᾶς, ἐὰν πειράζεσαι, ἐὰν ἔχεις λογισμοὺς καὶ φαντασίες καὶ πάθη ἐνεργοῦντα, μὴ ζητᾶς νὰ ἀνέβης στὸν σταυρό.
Ἐὰν σὲ βλέπω νὰ κοιμᾶσαι στὴν ἐκκλησία καὶ σκανδαλίζομαι, ἐὰν σὲ βλέπω ποὺ βρίζεις καὶ σκανδαλίζομαι, ἐὰν σκανδαλίζομαι ἐπειδὴ κοινώνησες ἐνῶ δὲν νήστεψες, ἐνῶ μὲ κατηγόρησες χθές, τότε πῶς ζητῶ νὰ ἀνέβω στὸν σταυρό;
Ὁ σκανδαλισμὸς τὸν ὁποῖον προξενῶ στὸν ἄλλον εἶναι ἁμάρτημα, ὁ σκανδαλισμὸς τὸν ὁποῖον ὑφίσταμαι ἀποκαλύπτει ἐσωτερικὴ ἐμπάθεια. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ δὲν σκανδαλίζεται.
Γέρων Αἰμιλιανὸς Σιμωνοπετρίτης

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2019


Στοὺς τρεῖς γιούς μου, τὴν κόρη μου, τὰ ἐγγόνια καὶ δισέγγονά μου
Ἡ πνευματικὴ διαθήκη μου (Β)
Μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια καὶ τέσσερεις μῆνες, ὁ Κύριος μὲ ἀξίωσε τοῦ μεγάλου ἀξιώματος τοῦ ἐπισκόπου. Ἡ μεγάλη θεία πρόνοια γιὰ μένα καὶ σᾶς τὰ παιδιά μου φάνηκε στὸ ὅτι ὁ Κύριος κάλεσε στὴν αἰωνία ζωὴ τὴ μητέρα σας, ἐπιτρέποντας ν' ἀσθενήσει ἀπὸ καλπάζουσα φυματίωση, κι ἔτσι μοῦ ἄνοιξε τὸν δρόμο γιὰ τὸν μοναχισμὸ καὶ τὴν ἀρχιερατικὴ διακονία. Ὅλες τὶς φροντίδες γιὰ σᾶς, τὰ παιδάκια μου, τὶς ἀνέθεσα στὸν Κύριο καὶ βέβαια δὲν διαψεύστηκα, ἐλπίζοντας σ’ Αὐτόν. Γιὰ τὴν μέριμνα καὶ ἀνατροφή σας μοῦ ἔστειλε μία σχεδὸν ἄγνωστη ἕως τότε γυναίκα, τὴ Σοφία Σεργκέεβνα Βελέτσκαγια, ἡ ὁποία, στὴ διάρκεια τῶν φυλακίσεών μου καὶ τῶν τριῶν ἐξοριῶν, μὲ μεγάλη αὐταπάρνηση καὶ ἀγάπη σήκωσε τὸν βαρὺ σταυρὸ τῶν φροντίδων γιὰ σᾶς στὰ χρόνια του λιμοῦ, σᾶς ἀνέθρεψε ἐξαιρετικὰ καὶ σᾶς ἔδωσε σχολικὴ μόρφωση.
Ἀργότερα ὅλοι σας, οἱ τρεῖς γιοὶ καὶ ἡ κόρη μου, μὲ τὶς φροντίδες καὶ τὴν βοήθεια τῶν ἀγγέλων προστατῶν σας, ὁλοκληρώσατε τὶς ἀνώτατες σπουδές σας. Ὁ Μιχαὴλ ἐδῶ καὶ καιρὸ ἔχει γίνει καθηγητής, ἐνῶ ὁ Ἀλιόσα καὶ ὁ Βάλια εἶναι διδάκτορες τῶν ἰατρικῶν καὶ βιολογικῶν ἐπιστημῶν καὶ σὲ λίγο θὰ γίνουν ἐπίσης καθηγητές.
Ὁ Κύριος δέχθηκε ὅλες τὶς θυσίες ποὺ τοῦ πρόσφερα, καὶ ὄχι μόνο δέχθηκε, ἀλλὰ πολλὰ ἄλλαξε καὶ διόρθωσε. Ἐγκατέλειψα τὴ χειρουργική, χάρη τοῦ κηρύγματος γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Δὲν σκεφτόμουν κὰν τὴ δόξα τοῦ χειρουργοῦ, ποὺ σίγουρα μοῦ ἀνῆκε. Ἐνῶ στὸν Θεὸ ἡ δόξα αὐτὴ ἦταν χρήσιμη, σὲ μεγάλο βαθμὸ αὔξανε τὴν δύναμη καὶ τὴ σημασία τοῦ κηρύγματός μου. Τὸ ἀναγνωρισμένο καὶ φημισμένο βιβλίο μου «Δοκίμια γιὰ τὴν χειρουργικὴ τῶν πυογόνων λοιμώξεων» τὸ ὁλοκλήρωσα στὴν ἐξορία, ὅταν ἤμουν πιὰ ἀρχιεπίσκοπος. Γιὰ τὴν ἀποφασιστικότητά μου νὰ θυσιάσω τὰ πάντα πρὸς δόξαν Του, ὁ Κύριος μοῦ ἔδωσε ἕνα ἄλλο μεγάλο τάλαντο, τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κηρύγματος, καὶ οἱ ἐννιὰ τόμοι τῶν κηρυγμάτων ἔχουν ἀναγνωριστεῖ ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἀκαδημία τῆς Μόσχας ὡς «ἐξαιρετικὸ φαινόμενο στὴν σύγχρονη ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ θεολογία» καὶ «θησαυρὸς ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς». Κι ἐγώ, ὁ αὐτοδίδακτος στὴ θεολογία ἐξελέγην μέλος τῆς πνευματικῆς Ἀκαδημίας τῆς Μόσχας. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία, τὰ κηρύγματά μου θὰ ἔχουν ἀκόμη μεγαλύτερη σημασία ἀπ' ὅ,τι τὰ «Δοκίμια γιὰ τὴ χειρουργικὴ τῶν πυογόνων λοιμώξεων».
Ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὰ τὰ θαυμαστὰ γεγονότα, γιὰ τὰ ὁποία μίλησα παραπάνω καὶ διὰ τῶν ὁποίων ὁ Κύριος χωρὶς νὰ γνωρίζω πῶς, μυστικά, μὲ ὁδηγοῦσε στὴν Ἀρχιερατικὴ διακονία, βίωσα πολλὲς φορὲς ἀκόμη τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Αἰσθάνθηκα ἀρκετὰ καὶ αἰσθητὰ τὴν παρουσία κι ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεὸ στὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ στὶς προσευχές μου.
Ὅμως, ἐὰν γιὰ κάποιον ἀπὸ σᾶς, ὅλα ὅσα εἶπα παραπάνω δὲν εἶναι ἀρκετά (γιὰ νὰ πεισθεῖ), νομίζω πὼς ἡ ἐνασχόλησή του μὲ τὶς φυσικὲς ἐπιστῆμες τόσο τὸν ἔχουν μαγέψει, ποὺ δὲν θέλει νὰ ἀκούει αὐτὰ ποὺ ἔχω ζήσει, στὰ ὅσα ἔχω βιώσει ἀρκετὰ αἰσθητὰ καὶ ἀδιαμφισβήτητα.
Ἄλλωστε, θὰ σᾶς πῶ, ὅπως καὶ νάχει, πόσο ἐκπληκτικὰ καὶ ξεκάθαρα ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος ὁ Θεὸς τὸ θέλημά Του σὲ ὅσους Τὸν φοβοῦνται καὶ Τὸν ἀγαποῦν. Ὅταν ἤμουν στὸ Λένινγκραντ γιὰ ἐγχείρηση, κατὰ τὴν τέλεση τῆς παννυχίδας, ὁ Κύριος μὲ θαυματουργικὸ τρόπο καὶ συγκλονιστικὴ δύναμη ποὺ μοῦ προκάλεσε ρίγη τρόμου, μοῦ ἔδωσε τὴν ἐντολή: «Ποίμαινε τὰ πρόβατά μου, βόσκε τὰ ἀρνία μου». Πέρασαν τὰ χρόνια κι ἐγὼ ἀπὸ ὕπουλο διαβολικὸ πειρασμό, ξέχασα τὴν ἐντολὴ αὐτὴ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ σατανᾶς ἔβαλε καὶ πάλι στὴν ψυχή μου τὴν ἀσυγκράτητη ὁρμὴ γιὰ τὴ χειρουργική. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος μὲ τιμώρησε μὲ ἀποκόλληση τοῦ ἀμφιβληστροειδοῦς. Δύο φορὲς χειρούργησε τὸ μάτι μου ὁ καθηγητὴς Ὀντιντσώφ, ἀλλὰ ἀνεπιτυχῶς, γιατὶ ἡ τιμωρία ἔπρεπε νὰ μείνει πάνω μου.
Τὴ μέρα μετὰ τὴ δεύτερη ἐγχείρηση, ὅταν ἤμουν ξαπλωμένος μὲ τὰ μάτια δεμένα, μὲ κυρίευσε καὶ πάλι τὸ πάθος γιὰ τὴ χειρουργική, ἐνῶ ὁ Κύριος μοῦ ἔστειλε ἕνα ἐκπληκτικὸ ὄνειρο: Ἤμουν σὲ μία ἐκκλησία χωρὶς φῶτα. Τὸ μόνο φωτισμένο σημεῖο ἦταν τὸ ἱερό. Λίγο πιὸ πέρα ἀπ’ τὸ ἱερὸ ὑπῆρχε ἡ λάρνακα ἑνὸς ἁγίου. Πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα εἶχαν βάλει μία σανίδα καὶ εἶχαν ἀκουμπήσει πάνω ἕνα γυμνὸ ἀνθρώπινο πτῶμα. Πίσω καὶ δίπλα στὸ ἱερό, εἶδα τοὺς φοιτητὲς καὶ τοὺς γιατροὺς νὰ καπνίζουν τσιγάρα κι ἐγὼ νὰ τοὺς κάνω μάθημα ἀνατομίας πάνω στὸ πτῶμα.
Ξαφνιάστηκα ἀπὸ ἕνα κρότο καί, ὅταν γύρισα τὸ κεφάλι μου, εἶδα ὅτι εἶχε πέσει τὸ σκέπασμα ἀπὸ τὴ λάρνακα τοῦ ἁγίου. Ὁ ἅγιος ἀνακάθισε μέσα στὴ λάρνακα, γύρισε καὶ μὲ κοίταξε μὲ ἕνα βλέμμα γεμάτο παράπονο καὶ ἐπίπληξη. Μὲ τρόμο κατανόησα, τελικά, τὸ τεράστιο βάρος τῆς ἁμαρτίας μου, τὴν παρακοή μου στὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, «ποίμαινε τὰ πρόβατά μου, ποίμαινε τὰ ἀρνία μου». Ἐδῶ καὶ δεκαπέντε χρόνια ἐκλιπαρῶ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ μὲ συγχωρήσει, ἐπαναφέροντας στὴν μνήμη μου μὲ σαφήνεια τὸ τρομακτικό μου ὄνειρο καὶ τὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ ποὺ κείτονταν στὴν Ἁγία Τράπεζα. Πρόσφατα πληροφορήθηκα ἀπὸ τὸν Θεὸ πὼς ἡ ἁμαρτία μου συγχωρήθηκε. Ἀπὸ μέρα σὲ μέρα, ὅλο καὶ λιγότερο ξεκάθαρα ἔβλεπα τὸ πτῶμα στὴν Ἁγία Τράπεζα, ὥσπου τελικὰ ἐξαφανίστηκε ἐντελῶς.
Καὶ τώρα, παιδιά μου, ἂς περάσω στὰ τελευταῖα λόγια τῶν ἐντολῶν καὶ διαθηκῶν μου πρὸς ἐσᾶς.
Πιστεύω βαθειὰ στὸν Θεὸ καὶ ὅλη τὴν ζωή μου τὴν ἔκτισα πάνω στὶς ἐντολές Του. Καὶ σὲ σᾶς κληροδοτῶ ὅλη τὴ ζωή σας νὰ τὴν ἀφιερώσετε στὸν Θεὸ καὶ νὰ χτίζετε ὅλα καὶ πάντα πάνω στὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ.
Γιὰ πολὺ καιρὸ καὶ μὲ μεγάλη ἐπιμονὴ ἔπλεα κόντρα στὸ ρεῦμα καὶ σὲ σᾶς τὰ παιδιά μου κληροδοτῶ νὰ πλέετε κόντρα στὸ ρεῦμα, ὅσο δύσκολο κι ἂν εἶναι αὐτό. Νὰ ἀποστρέφετε τὸ βλέμμα σας καὶ τὴν καρδιά σας ἀπὸ ἐκείνη τὴ μεγάλη πλειοψηφία τῆς ἀνθρωπότητας, ποὺ ἐπιδιώκει ὄχι τοὺς ὑψηλοὺς στόχους, ἀλλὰ ἐκείνους ποὺ εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ ἐπιτευχθοῦν. Νὰ μὴν προσχωρήσετε σ' αὐτὴ τὴ μεγάλη πλειοψηφία ποὺ ζεῖ ὄχι μὲ τὸν δικό της νοῦ, ἀλλὰ μὲ τὸ νοῦ τῶν ἡγετῶν καὶ χτίζει τὴ ζωή της, ὄχι μὲ τὶς ἱερὲς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ μὲ τὶς ὑποδείξεις ἐκείνων ποὺ ἔχουν τὴν ἐξουσία νὰ καθοδηγοῦν τοὺς ἀνθρώπους μόνον ἐκεῖ, ὅπου κατὰ τὴ γνώμη τους πρέπει νὰ πηγαίνουν, ὄχι χάρη τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἀλλὰ γιὰ χάρη τῆς ἐπίτευξης τῶν ἀγαθῶν της ἐπίγειας βασιλείας.
Σκοπὸ τῆς ζωῆς νὰ θέσετε τὴν ἐπιδίωξη τῆς ὕψιστης ἀλήθειας καὶ νὰ μὴν παρεκκλίνετε ἀπ’ αὐτὸ τὸν δρόμο, ἂν σᾶς ἀναγκάσουν νὰ ὑπηρετήσετε τοὺς σκοποὺς τῆς κατώτερης ἀλήθειας, καταπατώντας τὴν ὕψιστη ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ.
Νὰ εἴσαστε ἕτοιμοι ἀκόμη καὶ γιὰ τὸ μαρτύριο, ἐφ' ὅσον πλέετε κόντρα στὸ ρεῦμα, νὰ τηρεῖτε πλήρη πίστη ἀκόμη καὶ στὶς σκέψεις, στοὺς ἄντρες καὶ τὶς γυναῖκες σας, ὅπως τήρησα κι ἐγώ.
Στὶς ἐπιστημονικὲς ἐνασχολήσεις καὶ στὸ ἔργο σας πάνω στὴ μελέτη τῶν μυστηρίων τῆς φύσης, μὴν ἐπιδιώκετε τὴ δόξα γιὰ τὸν ἑαυτό σας, ἀλλὰ μόνο τὸ νὰ ἐλαφρύνετε τὸν πόνο τῶν ἀσθενῶν καὶ ἀβοήθητων συνανθρώπων σας.
Νὰ θυμάστε ὅτι σ' αὐτὸ τὸ ἔργο ἐγώ, ὁ πατέρας σας, ἀφιέρωσα ὅλη μου τὴ ζωή. Μιμηταί μου γίνεσθε, ὅπως κι ἐγὼ τοῦ Ἀπ. Παύλου καὶ νὰ μὴν ἐργάζεστε γιὰ τὴν κοιλιά σας, ἀλλὰ πρῶτα ἀπ’ ὅλα καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα νὰ φροντίζετε ἐκείνους ποὺ δίχως τὴν βοήθειά σας δὲν μποροῦν νὰ ἀπελευθερωθοῦν ἀπὸ τὴ μέγγενη τῆς ἀνέχειας καὶ τοῦ ψέμματος.
Ἐὰν ἐκπληρώσετε ὅλα ὅσα κληροδοτῶ σὲ σᾶς, θὰ κατέβη σὲ σᾶς ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ τὰ ἀδιάψευστα λόγια τοῦ προφητάνακτα Δαβίδ. «Τὸ δὲ ἔλεος τοῦ Κυρίου ἀπὸ τοῦ αἰῶνος καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος ἐπὶ τοὺς φοβουμένους αὐτόν, καὶ ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ ἐπὶ υἱοῖς υἱῶν τοῖς φυλάσσουσι τὴν διαθήκην αὐτοῦ καὶ μεμνημένοις τῶν ἐντολῶν αὐτοῦ τοῦ ποιῆσαι αὐτάς».
Γι' αὐτὴ τὴν εὐλογία καὶ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ πάντα προσευχόμουν στὴ ζωή μου γιὰ σᾶς τὰ παιδιά μου, τὰ ἐγγόνια καὶ δισέγγονά μου καί, βέβαια, πάντα θὰ προσεύχομαι στὴν αἰώνια ζωή, ὅταν θὰ σταθῶ ἐμπρὸς στὸ βῆμα τοῦ Θεοῦ μου καὶ Θεοῦ σας, Δημιουργοῦ μου καὶ Δημιουργοῦ σας.
Καὶ ὁ καιρὸς αὐτὸς προφανῶς εἶναι κοντά, γιατὶ ἐξασθένησαν ἡ καρδιά μου καὶ οἱ δυνάμεις μου.
Ὁ πατέρας σας
Ἀλούστα, 22 Ἰουλίου 1956
Ἅγιος Λουκᾶς Ἀρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως

Τρίτη 11 Ιουνίου 2019



Ἀπὸ τὴν κενότητα στὴν Ὀρθοδοξία (Γ)
Πέρασα τοὺς ἑπόμενους λίγους μῆνες μελετώντας Βουδιστικὴ φιλοσοφία τοῦ Θιβὲτ καὶ τεχνικὲς διαλογισμοῦ. Πάλι ὅμως, ὑπῆρχαν ὁρισμένα στοιχεῖα ποὺ δυσκολευόμουν νὰ δεχθῶ. Τὸ δόγμα περὶ Κάρμα φαινόταν νὰ μὴν ἀφήνει περιθώρια γιὰ ἐλεύθερη βούληση στὸν ἄνθρωπο. Οἱ ἀποφάσεις γιὰ τὴν διάπραξη καλοῦ ἢ κακοῦ πάντοτε κυβερνῶνται ἀπὸ προηγούμενες ἐνέργειες. Πῶς ἦταν δυνατὸν νὰ ἀπαγκιστρωθεῖ κανείς, ἂν ἡ κάθε ἀπόφασή μας εἶναι προκαθορισμένη; Ἂν κάποιος εἶχε ἁμαρτήσει πρὸ ἀμνημονεύτων χρόνων, καθὼς πιστεύουν, πῶς θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ καθαρθεῖ, μέσα σὲ ἕνα τόσο μικρὸ διάστημα ζωῆς; Κατὰ κάποιον τρόπο, αὐτὸ ποὺ ἦταν πιὸ δύσκολο ἦταν ὅτι φάνταζε τόσο λογικό. Λὲς καὶ εἶχε ἐπινοηθεῖ ἀπὸ ἀνθρώπινο νοῦ. Πάντως, ἡ φιλοσοφία τῆς αὐτοθυσίας εἶχε ριζώσει μέσα μου, ἄσχετα ἂν εἶχα ἀμελήσει νὰ πράξω ἀνάλογα. Ἤξερα πὼς δὲν μποροῦσα πιὰ νὰ κάνω τὴν ζωὴ ποὺ ἔκανα.
Ὅσο ἔμεινα στὸ Βουδιστικὸ μοναστήρι στὸ Θιβέτ, ἄρχισα νὰ διαβάζω τὸ βιβλίο «Οἱ Περιπέτειες ἑνὸς Προσκυνητῆ». Στὸν προσκυνητὴ εἶδα τὴν πραγμάτωση τῆς αὐταπαρνήσεως καὶ συμπόνοιας ποὺ εἶχα βρεῖ στὸν Θιβετιανὸ Βουδισμό, μόνο ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὴν Χριστιανικὴ παράδοση μὲ τὴν ὁποία εἶχα ἀνατραφεῖ. Γιατί ἄραγε δὲν εἶχα ἀκούσει γιὰ αὐτά, μεγαλώνοντας μέσα στὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία; Ἀκόμα πιὸ παράδοξο ἦταν τὸ γεγονὸς πὼς ἡ ἀδελφή μου ἦταν Ρωσσο-Ὀρθόδοξη μοναχή, καὶ ὅμως, ἐγὼ δὲν εἶχα ἰδέα γιὰ τὶς μυστηριακὲς ἰδιότητες αὐτῆς τῆς θρησκείας. Ἀποφάσισα πὼς ἴσως δὲν εἶμαι ἕτοιμος νὰ γίνω Βουδιστὴς καὶ πὼς θὰ ἔπρεπε νὰ ἐρευνήσω τὴν δική μου κληρονομιὰ περισσότερο.
Ἀφοῦ δέχθηκα ἀρκετὲς ξυλιὲς στὸ κεφάλι, κατέληξα στὸ συμπέρασμα πὼς ὅλα τὰ ταξίδια μου ἦταν μᾶλλον μάταια καὶ πὼς ἔπρεπε νὰ γυρίσω στὸ σπίτι καὶ νὰ ρίξω ἄγκυρα. Εἶχα κάνει σχέδια νὰ συναντηθῶ μὲ φίλους στὴν Αἴγυπτο τὰ Χριστούγεννα, ὅμως βρῆκα μιὰ πιὸ φθηνὴ πτήση γιὰ Κωνσταντινούπολη, καὶ θεώρησα πὼς θὰ ἦταν ἕνα πιὸ καλὸ σημεῖο ἀναχώρησης γιὰ Δυτικὴ Εὐρώπη καὶ μετὰ Ἀμερική. Ὁ ἀερομεταφορέας ἦταν ἡ Aeroflot. Λίγες μέρες ἀργότερα, μοῦ ἦρθε ἡ ἔμπνευση πὼς ἡ ἀεροπορικὴ ἑταιρία Aeroflot ἦταν Ρωσική, καὶ πὼς ἡ ἀδελφή μου ἔμενε στὴν Μόσχα. Σκέφθηκα, μήπως ὑπάρχει ἐνδιάμεση στάση στὴν Μόσχα. Κατὰ τύχη ὑπῆρχε. Σὲ λίγες μέρες, βρέθηκα μὲ ἄδεια παραμονῆς τριῶν ἑβδομάδων καὶ βίζα γιὰ τὴν Ρωσία. Ἡ πτήση μου ἔφτασε στὴν Μόσχα τὴν ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ τῆς Ἀλάσκας.
Μὲ περίμενε στὸ ἀεροδρόμιο ἡ ἀδελφή μου, καὶ ἐκεῖ ξεκίνησε ἡ 20ήμερη σειρὰ μαθημάτων-ἐξπρὲς γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἄρχισε νὰ ἀνοίγεται ἕνας νέος κόσμος γιὰ μένα. Βρέθηκα σὲ ἕναν τόπο ὅπου οἱ ἄνθρωποι πέθαιναν γιὰ τὸν Χριστό, καὶ ἡ διαμεσολάβηση ἁγίων ἦταν ἕνα σύνηθες γεγονός. Ἐτοῦτο δὲν ἦταν μία κενὴ Χριστιανοσύνη, ποὺ τὴν ἔβλεπε κανεὶς σὰν κοινωνικὴ ὑποχρέωση. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ εἶχαν ὑπομείνει ἀπίστευτα βάσανα καὶ ταλαιπωρίες γιὰ τὴν ἀλήθεια.
Ἄρχισα νὰ διαβάζω ὁλόκληρους τόμους γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἐπισκεπτόμουν ἐκκλησίες. Συζητοῦσα πολιτισμένα μὲ τὴν ἀδελφή μου τὶς διαφορὲς μεταξὺ τῶν ὅσων ὑποστηρίζουν ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ὁ Βουδισμός. Ἐκείνη ἐπανερχόταν στὸ ἴδιο σημεῖο: Ὁ Χριστιανισμὸς ἔχει τὴν ἀλήθεια σὲ μορφὴ ἑνὸς Προσώπου: τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω τὴν σημασία. Εἴτε ἦταν δύναμις, εἴτε ἦταν Πρόσωπο, δὲν ἔβλεπα καμία διαφορά.
Τότε γνώρισα τὸν πατέρα Ἀρτέμιο, γνωστὸ Μοσχοβίτη ἱερέα μὲ τεράστιο ποίμνιο. Εἶναι ἄνθρωπος τῆς αὐτοθυσίας, ποὺ ἔχει ἀφιερώσει ὁλόκληρη τὴν ζωή του στὸν Χριστὸ καὶ στὴν ἐξάπλωση τοῦ Εὐαγγελίου. Φτάσαμε στὴν ἐκκλησία του κατὰ τὴν ἀγρυπνία τοῦ Σαββάτου. Τὸν βρήκαμε νὰ ἐξομολογεῖ, μὲ ἕνα πλῆθος πενήντα ἕως ἑκατὸ ἀνθρώπων νὰ περιμένουν γιὰ ἐξομολόγηση. Στάθηκα στὴν ἄκρη τοῦ κύκλου, καί, πρὶν περάσει πολλὴ ὥρα, τραβήχτηκα στὸ κέντρο του ἀπὸ τὸν πατέρα Ἀρτέμιο. Μὲ μάτια κλειστά, καὶ τὰ χέρια του πάνω στοὺς ὤμους μου, ἄρχισε νὰ μοῦ μιλάει. Ὅταν ἤθελε νὰ τονίσει κάποιο σημεῖο, «ἐμβόλιζε» τὸ μέτωπό μου μὲ τὸ δικό του. Καθώς μοῦ μιλοῦσε μὲ ἀρκετὰ διανθισμένα Ἀγγλικά, μοῦ δόθηκε ἡ ἐντύπωση πὼς αὐτὸς ὁ ἱερέας – ποὺ δὲν εἶχα γνωρίσει ποτέ – γνώριζε πολλὰ περισσότερα γιὰ τὸ ἄτομό μου ἀπ’ ὅσα θὰ ἔπρεπε. Αὐτὸ ὅμως ποὺ μὲ συγκλόνισε, ἦταν ἡ ἐντύπωση πὼς εἶχε ἕνα πιεστικὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ψυχή μου, λὲς καὶ εἶχε προσωπικὸ μερίδιο σ’ αὐτήν.
Μοῦ μιλοῦσε συνεχῶς ἐπὶ δέκα λεπτά, ἐνῶ οἱ ἀδημονοῦσες μπάμπουσκες (γιαγιάδες) ἕσφιγγαν τὸν κλοιό τους γύρω μας. Συνέχιζε νὰ μοῦ μιλᾶ, ἐξηγώντας πὼς ἡ ἐμπειρία μου στὸ Νεπάλ μοῦ εἶχε παραχωρηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ νὰ μὲ βγάλει ἔξω ἀπὸ τὸν ὑλισμό. Μετὰ μοῦ ἐξήγησε γιατί ὁ Χριστιανισμὸς ἦταν ἡ ἀληθινὴ πίστη: μόνο αὐτός, εἶχε ἕναν προσωπικὸ Θεό. Καὶ πάλι δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω τὴν σημασία αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, ὅμως, ἔφυγα ξαλαφρωμένος καὶ ἂς μὴν εἶχα μιλήσει σχεδὸν καθόλου.
Μέσα στὸν γυμνὸ τάφο τῆς Μόσχας, μοῦ ἀνοιγόταν ἕνας καινούργιος κόσμος. Ἡ καταπίεση τῆς πόλης μὲ βάραινε ἐλάχιστα, καθὼς ἀντιλαμβανόμουν πὼς ἡ οὐράνια βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἁγίων Του ἦταν στὴν πραγματικότητα πιὸ κοντὰ ἀπὸ τοὺς γκρίζους ὄγκους τῶν κτιρίων ποὺ πλάκωναν τὴν πόλη. Ἐπισκέφθηκα τὴν Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σεργίου, καὶ γιὰ πρώτη φορὰ ἀξιώθηκα νὰ προσκυνήσω τὰ λείψανα ἑνὸς ἁγίου. Ἐκεῖνα τὰ «νεκρὰ ὀστᾶ» περιεῖχαν περισσότερη ζωὴ μέσα τους, ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν Νότιο Καλιφόρνια. Ἡ παραμονή μου ἀποκορυφώθηκε μὲ τὰ Χριστούγεννα στὸ Μετόχι τοῦ Βαλαάμ. Ἔνιωθα πὼς ἤμουν περιστοιχισμένος ἀπὸ ἁπλοὺς –φαινομενικά- ἀνθρώπους, ὅμως τὸ ἕνα πόδι τους πατοῦσε στὸν οὐρανό. Ὁ Χριστιανισμὸς μπορεῖ νὰ εἶναι θρησκεία μίας μὴ ἁπτῆς πίστεως, ἐγὼ ὅμως ἐλάμβανα ἁπτὲς ἐπαληθεύσεις, ὅπου καὶ ἂν βρισκόμουν.
Λίγες μέρες ἀργότερα, ἀναχώρησα ἀπὸ τὴν Μόσχα. Πρὶν φύγω, ἡ ἀδελφή μου μὲ ἐπέπληξε, λέγοντας: «Ἀγαπημένε μου, ἂν μπορεῖς νὰ περάσεις τρεῖς μῆνες καθισμένος μὲ Βουδιστές, τουλάχιστον πέρασε ἕνα μήνα στέκοντας ὄρθιος μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους.» Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔκανα. Ἐπισπεύδοντας τὴν ἐπιστροφή μου, ἔφτασα στὴν Καλιφόρνια μετὰ ἀπὸ δύο μῆνες. Τὴν παραμονὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, πῆρα τὸν χωματόδρομο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ τῆς Ἀλάσκας. Τὸ πρῶτο ποὺ μοῦ ἔκανε ἐντύπωση, ἄρτι ἀφιχθεὶς ἀπὸ τὸ Σὰν Ντιέγκο, ἦταν τὸ ἀναχρονιστικὸ τῶν μοναχῶν μέσα στὸν εἰκοστὸ αἰώνα. Ποῦ ἀκούστηκε, νὰ ἐγκαταλείπει κανεὶς τὴν ἄνεση καὶ τὴν ἰδιοκτησία στὴν ἐποχή μας; Ἦταν τὸ μέσον τῆς Σαρακοστῆς, καὶ ἦταν ὁλοφάνερο πὼς αὐτοὶ οἱ ἄνδρες εὑρίσκονταν ἐν μέσω πνευματικοῦ πολέμου. Ἡ σοβαρότητα διαπότιζε τὸ μοναστήρι. Φάνηκαν ἕτοιμοι νὰ πεθάνουν γιὰ τὴν ἀλήθεια, καὶ τέτοιο φαινόμενο δὲν τὸ εἶχα συναντήσει, οὔτε στὴν ΙΒΜ οὔτε στὴν Σχολὴ Καλῶν Τεχνῶν ἢ στὴν Ἰαπωνία. Ἔβλεπα τὸν πόνο στὰ μέρη αὐτά, ἀλλὰ ἦταν ὄντως πρόθυμοι νὰ τὰ δώσουν ὅλα γιὰ τὸ ἕνα τὸ χρειαζούμενο; Παρὰ τὰ τόσα ποὺ εἶχα δεῖ, ἀκόμα δὲν εἶχα στερεώσει τὴν πίστη μου στὸν Θεό, ὅμως ἤξερα πὼς οἱ μοναχοὶ αὐτοὶ ἔβλεπαν κάτι, καὶ τὸ ἤθελα καὶ ἐγώ.
Τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου ἔφτασε. Τὴν ἡμέρα αὐτή, μνημονεύεται ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου ἀπὸ τὸν Χριστό, τέσσερις μέρες μετὰ ἀπὸ τὸν θάνατό του. Μὲ ξύπνησαν πολὺ νωρὶς τὸ πρωὶ γιὰ νὰ πᾶμε στὴν Θεία Λειτουργία σὲ ἕνα κοντινὸ μοναστήρι, καὶ ἐν συνεχεία στὸ γεῦμα ἐκεῖ. Ξύπνησα, ἀλλὰ ξανακοιμήθηκα ἀμέσως. Ὅταν τελικὰ σηκώθηκα ἀπὸ τὸ κρεβάτι, βρῆκα ὅλο τὸ μοναστήρι ἄδειο. Ψυχὴ δὲν εἶχε μείνει μέσα. Καθὼς τριγυρνοῦσα μέσα στοὺς χώρους τοῦ μοναστηριοῦ, ὁ ὕμνος «Ἰδού, ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός, καὶ μακάριος ἐκεῖνος, ὅν εὑρήσει γρηγοροῦντα…» ἀντηχοῦσε μέσα στὸ κεφάλι μου. Κατάλαβα, πὼς αὐτὸ ἀκριβῶς μοῦ εἶχε συμβεῖ, σωματικὰ καὶ πνευματικά. Ὁ Κύριος μὲ κάλεσε καὶ μοῦ πρόσφερε ἕνα γεῦμα, ἀλλὰ ἐγὼ εἶχα μείνει συγκρατημένος… Μοῦ εἶχε κλείσει τελικὰ ὁ Θεὸς τὴν πόρτα; Πῆρα τὸν χωματόδρομο τῆς ἐπιστροφῆς, κατηφορίζοντας στὴν βουνοπλαγιά, ἐλπίζοντας σὲ ὠτο-στὸπ πρὸς τὸ μοναστήρι. Στὸ δρόμο μελετοῦσα τὰ γεγονότα τῆς ἡμέρας καὶ ἦταν προφανὲς ὅτι ὁ Θεὸς εἶχε ἐπιτρέψει νὰ μείνω πίσω, γιὰ νὰ μὲ βγάλει ἀπὸ τὴν ἀναποφασιστικότητά μου.
Καὶ ἀμέσως τότε, μοῦ ἦρθε σὰν κεραυνός, τί ἀκριβῶς ἐννοοῦσαν μὲ τὰ λόγια «προσωπικὸς Θεός»! Γιατί νὰ μοῦ ἔστελνε μία «ἀπρόσωπη δύναμη» ἕνα τόσο ξεκάθαρο μήνυμα σωτηρίας γιὰ τὴν ψυχή μου; Σὰν ἀπρόσωπη, θὰ εἶχε τὴν ἔγνοια τί θὰ ἀπογινόμουν ἐγώ; Ἄρα, ἡ ἀγάπη δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει, εἰμὴ μόνο ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους. Μία «δύναμη» δὲν μπορεῖ νὰ ἀγαπήσει (καὶ σᾶς προκαλῶ νὰ ἀγαπήσετε ἐσεῖς μία ἀπρόσωπη δύναμη). Ἔτσι, ἔφτασα στὸ συμπέρασμα πὼς ὁ Θεὸς ἔπρεπε νὰ εἶναι Πρόσωπο. Μόλις κατέληξα στὸ συμπέρασμα αὐτό, ἄκουσα τὸν ἦχο ἑνὸς αὐτοκινήτου νὰ πλησιάζει ἀπὸ πίσω. Ἦταν ὁ γείτονάς μας στὸ βουνό. Τοῦ ἔκανα σινιάλο νὰ σταματήσει καί, κατὰ περίεργη «σύμπτωση», συνέβαινε νὰ πηγαίνει στὴν ἑβδομαδιαία ἐπίσκεψή του στὸ κατάστημα ποὺ γειτόνευε στὸ μοναστήρι. Ἔφτασα ἐγκαίρως γιὰ τὴν Θεία Λειτουργία.
Πέρασαν δύο χρόνια ἀπὸ τότε, καὶ σήμερα εἶμαι ρασοφόρος μοναχός, ἕνας ἀναχρονισμός, ἂν θέλετε. Οἱ ἀγῶνες μου δὲν ἔπαψαν, ὅμως οἱ ἡμέρες περιπλάνησης ἔχουν τελειώσει πιά. Μερικὲς φορὲς θρηνῶ γιὰ τὸ σπαταλημένο παρελθόν μου, ἀλλὰ ὅταν κοιτάξω πιὸ προσεκτικά, βλέπω τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ νὰ μὲ καθοδηγεῖ μέσα ἀπὸ τὶς πιὸ ἔρημες περιόδους τῆς ζωῆς μου. Μὲ ἔφερε ἐδῶ γιὰ κάποιο σκοπό, ἀλλὰ αὐτὸ θὰ ἀποκαλυφθεῖ ἐν καιρῷ.
Μοναχὸς Ἀδριανὸς
Περιοδικὸ Orthodox Word, τεῦχος 190

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2019



Ἀπὸ τὴν κενότητα στὴν Ὀρθοδοξία (Β)
Γύρισα ὅλη τὴν Ἀσία, ἀπὸ τὸ Βιετνὰμ μέχρι κάτω στὴν Σιγκαπούρη, χωρὶς κανένα σαφῆ προορισμὸ κατὰ νοῦν. Ὁ ἐνθουσιασμὸς γιὰ νέους τόπους καὶ συνταξιδιῶτες μὲ ἀποσποῦσε τὸν περισσότερο καιρό, ὅμως, πρὶν πάω γιὰ ὕπνο, ὁ βουβὸς πόνος τῆς κενότητας πάντα ἐπέστρεφε. Συνέχιζα νὰ ἀναζητῶ διακαῶς ἐκεῖνο τὸ στοιχεῖο ποὺ ἔλειπε ἀπὸ τὴν ζωή μου. Ταξίδεψα ὡς τὶς πιὸ ἀπόμερες τοποθεσίες τῶν Βουδιστῶν καὶ τῶν Ἰνδουιστῶν. Μέχρι νὰ φτάσω ἐκεῖ, εἶχα ἤδη προγραμματίσει τὸν ἑπόμενο σταθμὸ τοῦ ταξιδιοῦ μου. Διασχίζοντας τὴν Βιρμανία, ἐπισκέφθηκα ἕνα ναὸ ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη Μανταλάη. Χιλιάδες σκαλοπάτια πάνω στὴν πλαγιὰ τοῦ βουνοῦ ὁδηγοῦσαν στὸν ναὸ ποὺ ἀγνάντευε πάνω ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν πόλη. Καθὼς ἄρχισα νὰ ἀνηφορίζω, ἀντιλήφθηκα ἕνα Βουδιστὴ μοναχὸ νὰ προχωράει δίπλα μου, συντονισμένος μὲ τὸ δικό μου βῆμα. Ἦταν πενηντάρης, κοντός, κάπως παχουλός, μὲ ἕνα ροδαλό, χαρούμενο παρουσιαστικό. Μοῦ συστήθηκε, καὶ συνεχίσαμε τὴν ἀνάβασή μας. Φτάνοντας στὴν κορυφή, καθίσαμε σὲ ἕνα τοιχεῖο τοῦ ναοῦ νὰ κουβεντιάσουμε, καθὼς ὁ ἥλιος βασίλευε πάνω ἀπὸ τὴν Μανταλάη. Ἀφοῦ εἴπαμε τὰ τυπικά, εὐχάριστα εἰσαγωγικά μας, γύρισα τὴν κουβέντα στὴν πολιτικὴ κατάσταση τῆς Βιρμανίας (ἡ χώρα αὐτὴ βρίσκεται ὑπὸ ἕνα σκληρὸ στρατιωτικὸ καθεστώς, ὅπου δολοφονήθηκε μεγάλο μέρος τοῦ πληθυσμοῦ ὕστερα ἀπὸ ἀναταραχὲς ἐνάντια στὶς διαβρωμένες πολιτικές, στὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 80).
Ἀναστέναξε, καὶ μοῦ ἔριξε μία ἀπογοητευμένη ματιά, λέγοντας: «Γιατί θέλεις νὰ μιλήσουμε γιὰ αὐτὸ τὸ θέμα;» Μουρμούρισα κάποια δικαιολογία γιὰ νὰ καλύψω τὸν πραγματικὸ λόγο τῆς ἐρώτησης, ὁ ὁποῖος ἦταν ἡ ἐπίδειξη πὼς ἔχω ἄποψη ἐπὶ σοβαρῶν θεμάτων. Ἐκεῖνος γύρισε τὴν κουβέντα πρὸς μία τελείως ἀλλιώτικη κατεύθυνση. «Τὴν περασμένη ἑβδομάδα, εἶδα μία ταινία μὲ τίτλο ‘Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ’. Τί ὑπέροχη ζωή!» Γιὰ τὰ ἑπόμενα δέκα λεπτά, ἐξυμνοῦσε τὶς ἀρετὲς τοῦ Χριστοῦ. Προσηλυτιζόμουν ἀπὸ ἕνα Βουδιστὴ μοναχό, ὄχι γιὰ νὰ μεταστραφῶ στὴν δική του θρησκεία, ἀλλὰ στὸν Χριστιανισμό! Μὲ ἀποστόμωσε… Εἶχα μία ἰδέα τοῦ ἑαυτοῦ μου, πὼς βρίσκομαι πολὺ πιὸ πάνω ἀπὸ τὸν Χριστιανισμό, ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ πήγαινα στὸ γυμνάσιο, καὶ νάσου τώρα ἕνας παγανιστὴς πού μοῦ ξαναδίνει πίσω αὐτὰ ποὺ εἶχα ἀπορρίψει. Ἐξ αἰτίας τῶν λόγων ἑνὸς ἁπλοϊκοῦ Βιρμανοῦ μοναχοῦ, ἀφυπνίστηκα στὸ ἐνδεχόμενο νὰ ὑπάρχει κάτι περισσότερο στὸν Χριστιανισμὸ ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ περίβλημα ποὺ εἶχα ἀπορρίψει. Δὲν εἶχα ἀκόμα νιώσει τὴν ἀνάγκη ἐκείνη τὴν στιγμὴ νὰ κάνω σοβαρὴ ἐξερεύνηση τοῦ Χριστιανισμοῦ, πάντως τὸ ἔδαφος τοῦ φυτώριου ἑτοιμαζόταν.
Πέρασε λίγος καιρός, καὶ προχώρησα στὸ Νεπάλ, ὅπου θὰ συναντιόμουν μὲ κάτι φίλους γιὰ μία ἐκστρατεία πεζοπορίας στὰ Ἰμαλάϊα. Ἔφτασα λίγο πρὶν ἀπὸ αὐτούς, ἔτσι, ἀποφάσισα νὰ μείνω ἐν τῷ μεταξὺ σὲ ἕνα Βουδιστικὸ μοναστήρι στὸ Θιβέτ. Βρῆκα ἕνα, σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὸ Κατμαντού, ποὺ πρόσφερε μαθήματα στὰ Ἀγγλικά. Πῆγα ἐκεῖ σὰν πολιτισμικὸς τουρίστας, γευόμενος ἔτσι τὸ ἑπόμενο πιάτο στὸν μπουφὲ τῶν ποικίλων θρησκειῶν τοῦ κόσμου.
Ἔφτασα, γεμάτος σκεπτικισμὸ γιὰ τὰ πάντα, περιμένοντας νὰ βρῶ πολλοὺς «φευγάτους» νέο-ἐποχίτες ἐκεῖ μέσα. Μετὰ τὶς πρῶτες λίγες μέρες, οἱ γνῶμες μου ἄλλαξαν ἐντελῶς. Ἐδῶ δὲν ἦταν καμία «ἀναπαυτικὴ» χιλιαστικὴ θρησκεία. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ στ’ ἀλήθεια ἔπασχαν νὰ ἀποκτήσουν τὴν ἀλήθεια. Πρὸς μεγάλη μου ἔκπληξη, ἔμαθα πὼς πίστευαν στὴν ὕπαρξη κολάσεως. Μά, ποιός ἄνθρωπος σ’ αὐτὴ τὴν μοντέρνα ἐποχὴ πιστεύει στὴν κόλαση; Καὶ ὅμως, γιὰ τοὺς ἀνθρώπους αὐτούς, ἡ κόλαση ἦταν ἡ φυσικὴ κατάληξη μίας σπαταλημένης ζωῆς. Κατακυριεύτηκα ἀπὸ περιέργεια. Ἄρχισα νὰ ἀκούω πιὸ προσεκτικά, καθὼς ἀνέλυαν τὶς περαιτέρω διδαχές. Ὁ πυρήνας τῆς θρησκείας εἶναι ἡ ἰδέα πὼς ὅλα τὰ ὄντα ζοῦν σὲ ἕνα παροδικὸ κόσμο ἐπιθυμιῶν καὶ δοκιμασιῶν. Κάθε δοκιμασία πηγάζει ἀπὸ τὸ κυνήγημα τῶν προσωρινῶν πραγμάτων: ἀντ’ αὐτοῦ, πρέπει νὰ στραφοῦμε πρὸς αὐτὰ ποὺ εἶναι μόνιμα, ὅπως ἡ ἀλήθεια. Ὁ μόνος τρόπος νὰ τὸ ἀποκτήσουμε αὐτό, εἶναι νὰ πάψουμε νὰ γαντζωνόμαστε πάνω στὸ ἐγώ μας, καὶ νὰ ζοῦμε γιὰ τοὺς ἄλλους. Ὁ μόνος τρόπος ποὺ μποροῦμε ἐμεῖς νὰ ἀποκτήσουμε τὴν χαρά, εἶναι ὅταν βάλουμε τὴν χαρὰ τῶν ἄλλων πάνω ἀπὸ τὴν δική μας. Ἀποσβολώθηκα! Μετὰ ἀπὸ 27 χρόνια ποὺ συνεχῶς ἀκοῦς: «Κάνε ὅ,τι αἰσθάνεσαι νὰ εἶναι εὐχάριστο», οἱ Θιβετιανοί μοῦ ἔλεγαν τώρα πὼς αὐτὰ πού σοῦ δίνουν εὐχαρίστηση θὰ σὲ κάνουν μᾶλλον δυστυχῆ σ’ αὐτὴ τὴν ζωὴ ἢ τὴν ἑπόμενη. Ἡ ἰδέα αὐτή μοῦ φάνηκε τόσο ἐπαναστατική, καὶ ὅμως, κάτι μου ἔλεγε πὼς τὴν εἶχα ξανακούσει, κάπου, παλιότερα…
Μετὰ ἀπὸ λίγες ἑβδομάδες στὸ μοναστήρι, ἔφυγα μὲ τοὺς φίλους μου, ποὺ ἐν τῷ μεταξὺ εἶχαν φτάσει στὸ Νεπάλ. Πήραμε ἕνα λεωφορεῖο ὑπεραστικό, καὶ μετὰ ἀρχίσαμε τὴν πεζοπορία μας στὴν ὁροσειρὰ Ἀναποῦρνα. Μὲ τὰ σακίδιά μας γεμάτα, σκαρφαλώσαμε μέχρι τὰ 14.000 πόδια μέσα σὲ 2 ἑβδομάδες. Τὸ τοπίο ἦταν ἀπερίγραπτο, τὸ περιβάλλον ἄλλαζε, ἀπὸ γόνιμες πεδιάδες, σὲ πυκνὰ δάση, σὲ χιονοσκέπαστες κορυφές… Ἡ πεζοπορία ἦταν βαρετὴ μερικὲς φορές, καθ’ ὅσον ἀνηφορίζαμε γιὰ 1.000 μέτρα, καὶ μετὰ φτάναμε σὲ πεδιάδα, ὅπου κατηφορίζαμε τὴν ἴδια ἀπόσταση. Ἡ ὀμορφιὰ τῆς δημιουργίας ἦταν μὲν ἐκπληκτική, ὅμως, κάθε βράδυ ὅταν ἔπεφτα γιὰ ὕπνο, ἐκεῖνο τὸ παλιὸ συναίσθημα πὼς κάτι μου λείπει ξαναεμφανιζόταν. Πίστευα πὼς θὰ ἐξαφανιζόταν, μόλις θὰ ἔφτανα στοὺς πρόποδες τῶν Ἀναποῦρνα.
Φτάσαμε στὸν προορισμὸ μας κάποιο ἀπόγευμα, λαχανιάζοντας καὶ ἀρκετὰ ἀπογοητευμένοι. Ὁλόκληρη ἡ περιοχὴ ἦταν βυθισμένη σὲ ἕνα ἀνάχωμα νέφους, ἐντός τοῦ ὁποίου βρεθήκαμε καὶ ἐμεῖς. Ἐξερευνήσαμε τοὺς παγετῶνες καὶ περάσαμε τὴν ὥρα μας σκυμμένοι πάνω ἀπὸ μία σόμπα σὲ μία μικρὴ καλύβα. Ἔφτασε τὸ βράδυ, ἀλλὰ δὲν φαινόταν νὰ διαλύεται τὸ σύννεφο. Πήγαμε γιὰ ὕπνο, καὶ ξυπνήσαμε λίγο πρὶν τὴν ἀνατολή, διαπιστώνοντας πὼς ὁ καιρὸς εἶχε ἀνοίξει. Βγῆκα ἔξω, καὶ τὰ μάτια μου ἀντικρυσαν ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ καταπληκτικὰ θεάματα τοῦ κόσμου.
Ἀργά-ἀργά, ὁ ἥλιος ἀνέτειλε πάνω ἀπὸ τὴν κορυφὴ τοῦ κόσμου, καὶ πίστευα πὼς ἂν ἅπλωνα τὸ χέρι, θὰ τὸν ἀκουμποῦσα. Ἐκείνη τὴν στιγμή, ξεπρόβαλε πάλι ἐκείνη ἡ ποταπὴ σκέψη στὸ νοῦ: «Ποιός ὁ σκοπός;» Τότε ἄστραψε μέσα μου ὁ λόγος: ὁλόκληρο αὐτὸ τὸ ταξίδι εἶχε γίνει γιὰ τὴν προσωπική μου εὐχαρίστηση. Μόλις θὰ ἔφευγε ἐκεῖνος ὁ στιγμιαῖος ἐνθουσιασμός, θὰ ἐπανερχόμουν στὴν πρότερη, κανονική μου κατάσταση. Βασανίστηκα μὲ φουσκάλες, πονεμένα γόνατα, ἐντερικά, καὶ γιὰ ποιό σκοπό; Γιὰ νὰ δῶ ἕνα τιμημένο ἀλλὰ τελικὰ ἕνα ἀκόμα… ὄμορφο τοπίο. Λοιπόν; Μήπως αὐτὸ μὲ εἶχε βελτιώσει σὰν ἄνθρωπο, ἢ μήπως βοηθήθηκε κάποιος ἄλλος; Ὄχι. Εἶχε ἁπλῶς ταΐσει τὸν ἐγωισμό μου. Εἶχα συγκεντρώσει ἐξαιρετικὴ τροφὴ γιὰ κουβέντα σὲ φιλικὰ πάρτυ. Ποῦ πῆγαν ὅλα τὰ ὑψηλὰ Βουδιστικὰ ἰδανικά μου; Ἐκείνη τὴν στιγμή, διέκρινα πὼς ἡ ζωή μου ἔπρεπε νὰ ἀφιερωθεῖ σὲ κάποια ὑψηλότερη ἀρχὴ ἀπὸ τὶς ἐπίγειες ἀπολαύσεις. Ἀποφάσισα νὰ ἐπιστρέψω στὸ μοναστήρι.
Μοναχὸς Ἀδριανὸς

Κυριακή 9 Ιουνίου 2019



Ἀπὸ τὴν κενότητα στὴν Ὀρθοδοξία (Α)
Βρέθηκα περιστοιχισμένος ἀπὸ τὶς πέντε ψηλότερες κορυφὲς τῶν Ἰμαλαΐων, στὰ 14.000 πόδια ὑψόμετρο. Χάζευα τὴν ὁροσειρὰ Ἀναποῦρνα καθὼς ἀνέτειλε πάνω τους ὁ ἥλιος. Το ταξίδι μου στὸ Νεπὰλ εἶχε ἀρχίσει πρὶν λίγες ἑβδομάδες, καὶ τὸ ἀποκορύφωμά του ἦταν αὐτό. Στεκόμουν ἔκθαμβος ἐνώπιον τῆς ἀδιάφθορης ὀμορφιᾶς ποὺ ἁπλωνόταν πάνω ἀπὸ μένα, ὅταν μία σκέψη τρύπωσε στὸ νοῦ καὶ δὲν ἔλεγε νὰ φύγει: «Ἐ καί, λοιπόν, ποιός ὁ σκοπός;» Ὁ ἐγωισμός μου ἀμέσως ἀνταπάντησε στὸ τυχαῖο αὐτὸ σχόλιο: «Ποιός ὁ σκοπός; Τί ἐννοεῖς, ποιός ὁ σκοπός; Ὁ σκοπὸς εἶναι πὼς ἔκανες τόση πεζοπορία γιὰ νὰ δεῖς αὐτὰ τὰ βουνά. Λοιπόν, ἀπόλαυσέ τα τώρα!» Καὶ ὅμως, ἡ σκέψη ἐκείνη ταλάνιζε τὸν νοῦ μου. Ναί, ἦταν ὄντως ἀπὸ τὰ ὡραιότερα θεάματα ποὺ εἶχα δεῖ ποτέ, καὶ χαιρόμουν τὴν στιγμὴ αὐτή, ἀλλά, ποῦ θὰ βρίσκονται τὰ συναισθήματα αὐτὰ αὔριο, ποὺ δὲν θὰ εἶμαι πιὰ τόσο πολὺ ἐμπνευσμένος; Ἡ χαρὰ τοῦ κόσμου αὐτοῦ ποτὲ δὲν μπόρεσε νὰ μοῦ δώσει ἱκανοποίηση. Θα ἔπρεπε νὰ τὸ εἶχα ἀντιληφθεῖ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς μου, ἀλλὰ χρειάστηκε νὰ σκαρφαλώσω στὴν κορυφὴ τοῦ κόσμου γιὰ νὰ τὸ παραδεχθῶ. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς, ἦταν τὸ πρῶτο βῆμα μου πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ὀρθοδοξία.
Μέχρι ἐκεῖνο τὴ σημεῖο, ὁλόκληρη ἡ ἐνήλικη ζωή μου ὑπῆρξε κοσμική, ἀφιερωμένη στὴν ἀπόλαυση ποικίλων παθῶν. Εἶχα ἀποφοιτήσει ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο στὰ 21 μου χρόνια, μὲ σχέδια νὰ γίνω ἐπιχειρηματίας, ἐνῶ παράλληλα θὰ ἐπιδίωκα καριέρα στὴν ζωγραφική. Ἐντὸς ἑνὸς ἔτους, φάνηκε πὼς πλησίαζα νὰ πετύχω τὸν στόχο μου. Ζοῦσα τότε στὸ Λονδίνο, ἀπασχολούμενος ἀπὸ τὴν ἑταιρεία Ι.Β.Μ. Ἡ ἐργασιακή μου θέση ἦταν ἐξασφαλισμένη καὶ μία προαγωγὴ ἦταν καθ’ ὁδόν. Ἡ προσωπική μου ζωὴ ἔμοιαζε μὲ αὐτὴ τῶν περισσοτέρων τῆς γενιᾶς μου: περιστασιακὲς σχέσεις, κυνήγι τῆς ἄνεσης καὶ συνεχεῖς περισπασμούς, γιὰ νὰ προστατεύω τὸν ἑαυτό μου ἀπὸ τυχὸν ἐνδοσκόπηση.
Περίπου τὸν ἴδιο καιρό, ἡ ἀδελφή μου ἔγινε Ὀρθόδοξη μοναχὴ στὴν Ἀλάσκα. Ἂν αὐτὸ ἦταν σύμπτωση ἢ ὄχι, δὲν εἶμαι βέβαιος. Πάντως, ἀπὸ ἐκείνη τὴν στιγμὴ καὶ μετά, τὸ πάθος μου γιὰ ἐγκόσμιες ἀναζητήσεις ἄρχισε νὰ φθίνει. Ἐξετάζοντας τοὺς συνεργάτες μου, ἔβλεπα πὼς κανείς τους δὲν φαινόταν πραγματικὰ χαρούμενος ἢ ἱκανοποιημένος. Ἐκείνη ἡ διαφεύγουσα ποιότητα τῆς ἱκανοποίησης ποτὲ δὲν βρισκόταν ἐκεῖ, ἀλλὰ πάντοτε, σαγηνευτικά, μᾶς περίμενε μετὰ τὴν στροφή. Ταξίδια, ἀθλήματα, ποτὰ μὲ τὰ «παιδιά»…ὅλα αὐτὰ φάνταζαν περισσότερο καθημερινὰ μέρα μὲ τὴν μέρα. Κάθε Δευτέρα, ἡ ἴδια ἐρώτηση: «Πῶς πῆγε τὸ Σαββατοκύριακό σου;» Κάθε Παρασκευὴ πάλι: «Τίποτε σχέδια γιὰ τὸ Σαββατοκύριακο αὐτό;» Τὸ Λονδίνο γινόταν ὅλο καὶ πιὸ γκρίζο, καὶ τὸ σιγανό, ἐπίμονο ψιλόβροχο ποτὲ δὲν κατάφερε νὰ ξεπλύνει ὁλότελα τὴν βρωμιά…
Ἀντὶ νὰ ἐμβαθύνω στὰ αἴτια τῆς πλήξης μου, ἔριχνα τὸ φταίξιμο σταθερὰ ἐπάνω στοὺς ὤμους τῆς ἑταιρικῆς κουλτούρας. Ὑπέθετα πὼς ἡ δυσφορία μου πρὸς τὸν κόσμο ὀφειλόταν στὸ κυνηγητὸ τοῦ χρηματικοῦ κέρδους. Ἔτσι, παραιτήθηκα ἀπὸ τὴν ΙΒΜ, ἑτοίμασα τὶς βαλίτσες μου καὶ ἐπέστρεψα στὴν Ἀμερική. Κρατώντας γερὰ τὴν δυσφορία μου αὐτὴ γιὰ τὴν εὐμάρεια καὶ τὴν κοινωνικὴ ἀποδοχή, ἄρχισα νὰ κατηφορίζω πρὸς τήν… Βοημία. Περιέργως, παρέλειψα νὰ παρατηρήσω ἔγκαιρα πὼς οἱ ἴδιοι κανόνες ποὺ διέπουν τὴν ἀποδοχὴ στὸν ἑταιρικὸ βίο, ἰσχύουν καὶ στὸν ἐναλλακτικὸ βίο. Ἀντὶ γιὰ κοστούμι, δερμάτινο σακάκι. Ἀντὶ τοῦ Rolex στὸ χέρι, ἕνα τατουάζ. Ἀντὶ γιὰ μανικετόκουμπα, τρύπημα στὸ φρύδι γιὰ σκουλαρίκι. Καὶ πάλι, εἶχες μπροστά σου τὸν ἴδιο ἄνθρωπο.
Ἄρχισα νὰ ἐπιδιώκω τὴν ἀπόκτηση ἑνὸς πτυχίου Μάστερ στὴν σχολὴ καλῶν τεχνῶν, καὶ βρῆκα δουλειὰ στὸ Μουσεῖο Μοντέρνας Τέχνης. Τὰ ἔργα μου ἀποτελοῦσαν κάτι τεράστιοι –ἐπὶ παραγγελία- καμβάδες, σκεπασμένοι μὲ παχιὲς στρώσεις πίσσας. Ἡ πίσσα δὲν εἶχε ξαναχρησιμοποιηθεῖ σὰν μέσο τέχνης μέχρι τότε, ἔτσι ἡ δουλειά μου ἔγινε ταχύτατα δημοφιλής. Ἔβαλα τὰ δυνατά μου, νὰ δείχνω παθιασμένος μὲ τοὺς ἀφανεῖς μοντέρνους φιλοσόφους, τὰ μετά-πὰνκ ἔργα καὶ τὰ καληνυχτίσματα ἀργὰ τὴν νύχτα, ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ μὲ κούραζαν. Ὑπέθεσα πὼς κάτι λάθος ὑπῆρχε σὲ μένα. Γιατί νὰ τὸ βρίσκω ὑπεράνω τῶν δυνάμεών μου, νὰ κάνω σοβαρὴ συζήτηση γιὰ μία ἐπίδειξη σὲ γκαλερί, ποὺ στὰ ἐκθέματά της εἶχε σὰν ἐπίκεντρο ἕνα καλάθι γεμάτο ἀπὸ τσαλακωμένα τενεκεδάκια ἀλουμινίου, καὶ ἐσώρουχα τεντωμένα πάνω σὲ κομμάτια σύρματος; Γιατί δὲν μποροῦσα νὰ ἀντλήσω χαρά, παρακολουθώντας ἕνα ἀνερχόμενο καλλιτέχνη νὰ κρώζει σὰν κότα ἐπὶ δεκαπέντε λεπτά; Εὐτυχῶς, πολὺ γρήγορα ἐξαντλήθηκα ἀπὸ αὐτὸν τὸν «ἐναλλακτικὸ» τρόπο ζωῆς, καὶ ἦταν ἀκριβῶς τότε, πού μου τηλεφώνησε ἕνας φίλος, νὰ μὲ ρωτήσει ἂν ἤθελα νὰ πάω στὴν Ἰαπωνία. Πάντα μὲ ἐνδιέφεραν οἱ Ἀσιατικὲς κουλτοῦρες, καί, μιὰς καὶ θεωροῦσα τὸν ἑαυτόν μου ἕνα κατ’ ἐξοχὴν περιπλανώμενο, βρέθηκα, μέσα σ’ ἕνα μήνα, στὸ Κυότο τῆς Ἰαπωνίας.
Ἐγκλιματίστηκα γρήγορα στὸ νέο περιβάλλον. Μέσα σὲ δύο ἑβδομάδες, εἶχα γραφτεῖ σὲ μαθήματα γλώσσας, καὶ μάλιστα βρῆκα ἐργασία διδάσκοντας Ἀγγλικά. Ἦταν ἀλλόκοτο, νὰ ζεῖς σὲ μία χώρα ὅπου μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀφήσει τὸ αὐτοκίνητό του μὲ τὴν μηχανὴ ἀναμμένη μέχρι νὰ πάει νὰ ψωνίσει κάτι ἀπὸ ἕνα μαγαζί, χωρὶς νὰ ἀνησυχεῖ πὼς θὰ τοῦ τὸ κλέψουν. Ἡ τιμιότητα ἦταν τὸ μέτρο, καὶ αὐτὸ ἐνεργοποίησε μία ἀλλαγὴ μέσα μου. Ἡ συνείδησή μου ἄρχισε νὰ ἐπανέρχεται στὴ ζωή. Ἔνιωσα τρομερὴ ἀνακούφιση, ὅταν ἄρχισα νὰ κάνω ἁπλὰ πράγματα ὅπως νὰ πληρώνω τὸ σωστὸ ἀντίτιμο στὰ διόδια. Ἦταν ἡ ἁπλὴ τήρηση τῶν νόμων, χωρὶς καμία βαθύτερη κατανόηση, ὅμως ἦταν ὁ καταλύτης γιὰ λεπτὲς ἀλλαγές, καὶ μποροῦσα νὰ ἀνασάνω πιὸ εὔκολα.
Ζώντας μέσα στὴν ἀρχαία πρωτεύουσα τῆς Ἰαπωνίας, βρέθηκα ἐκτεθειμένος καθημερινὰ σὲ μία παράδοση δύο χιλιάδων χρόνων. Είχα ἀνατραφεῖ στὰ προάστια τῆς Νοτίου Καλιφόρνιας (τὸ γηραιότερο κτίριο τῆς γειτονιᾶς μου ἦταν δέκα μόλις ἐτῶν), καὶ τώρα βρέθηκα νὰ κατοικῶ δίπλα σὲ ἕνα ναὸ χιλίων ἐτῶν, ποὺ εἶχε ὑπηρετήσει ἀμέτρητους αὐτοκράτορες. Οἱ ναοί, οἱ κῆποι, καὶ τὰ ἔθιμα, ἄρχισαν νὰ δίνουν τροφὴ σὲ μία ψυχὴ ποὺ εἶχε καταναλώσει ὑπερβολικὲς ποσότητες πίσσας. Καθὼς ἔνιωθα νὰ μὲ προσελκύει μὲ φυσικότητα ἡ ὀμορφιὰ τῶν παραδόσεων, μπῆκα σὲ μία φάση ἐνασχόλησης μὲ τὸν Βουδισμὸ τοῦ Ζέν. Γιὰ ἕνα μυαλὸ εὔκολα ἀποσπώμενο καὶ ἀνυπόμονο, μοῦ φάνηκε ὑπερβολικὰ δύσκολος δρόμος. Σὲ ἕνα ναὸ Ζέν, ὑπάρχει μόνο ἕνας σωστὸς τρόπος νὰ κάνεις κάθε πράξη, καὶ πρέπει νὰ γίνεται μὲ ἀκρίβεια. Οἱ ὑποκλίσεις μου ἦταν πολὺ ἀπότομες, καὶ οἱ κάλτσες μου ποτὲ δὲν ἦταν ἀρκετὰ καθαρές. Ὁ ἱερέας ἔνιωθε φρίκη με τὴν ἐμφάνισή μου. Ἡ τελειότητα ἦταν ἀπαίτηση, καὶ ἐγὼ ἤμουν ἐξαιρετικὰ ἀνεπαρκής. Τελικὰ διέκοψα, ὄχι λόγω τῆς ἀνεπάρκειάς μου, ἀλλὰ λόγω τῆς τελείας ἀπουσίας τῆς χαρᾶς ποὺ ἔνιωθα ἐκεῖ πέρα. Παραῆταν ὅλα μηχανικά: πάτα τὰ σωστὰ κουμπιά, καὶ λάβε διαφωτισμό. Ὑπῆρχε μία σχετικὴ γαλήνη ποὺ τὴν ἔνιωθα μετὰ τὸν διαλογισμό, ἀλλὰ αὐτὸ βοηθοῦσε ἄραγε καὶ τοὺς ἄλλους ἐκεῖ; Σκεφτόμουν πὼς μποροῦσα νὰ ἐπιτύχω τὴν ἴδια γαλήνη μὲ λιγότερο κόπο, καταπίνοντας ἕνα ἠρεμιστικὸ χάπι…
Πέρασαν τρία χρόνια, τὰ Ἰαπωνικά μου ἦταν ἐπαρκῆ, καὶ ἔνιωθα πὼς εἶχα ξεκοκαλίσει ὅλα ὅσα ἦταν χρήσιμα ἀπὸ τὴν κουλτούρα αὐτή. Ἡ πρόκληση τῆς ἐπιβίωσης σὲ μία ξένη κουλτούρα εἶχε ἐξατμιστεῖ, ὁ μισθός μου ἦταν ὑψηλός, ἡ δουλειά μου εὔκολη… διέκρινα τὸν ἑαυτό μου νὰ γίνεται χαλαρός. Ἄνετα θὰ μποροῦσα νὰ περάσω τὰ ἑπόμενα σαράντα χρόνια σ’ αὐτὴν τὴν γεμάτη θαλπωρὴ γωνιὰ ποὺ εἶχα σμιλέψει μόνος μου. Ὅμως, παράτησα τὴν δουλειά μου, παρέδωσα τὸ σπίτι μου καὶ ἄρχισα τὸ ἀργὸ ταξίδι ἐπιστροφῆς στὴν Ἀμερική.
Μοναχὸς Ἀδριανὸς