Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2018


Φύσα ἀγεράκι
Φύσα ἀγεράκι γλυκὰ στὸ πανί μου,
γλύστρα βαρκούλα στὰ κρύα νερά.
Νύχτωσε, καὶ μὲ προσμένει ἡ καλή μου.
Φύσα ἀγεράκι, καὶ δός μου φτερά.
Φεύγουν τ᾿ ἀστέρια ζευγάρι ζευγάρι
στὸ ζαφειρένιο βαθὺν οὐρανὸ
καὶ ντροπαλὸ τ᾿ ἀσημένιο φεγγάρι
ἀπὸ τὸ μαῦρο προβάλλει βουνό.
Σώπασ᾿ ὁ γρύλλος, τ᾿ ἀηδόνι λουφάζει,
μόνο ἡ καλή μου γιὰ μὲ ἀγρυπνεῖ
καὶ ἡ καρδιά της σιγὰ μὲ φωνάζει
καὶ ἡ ψυχή της γιὰ μένα πονεῖ.
Πέτα, βαρκούλα μου, φύσα ἀγεράκι,
φτάσαμε, φάνηκ᾿ ἡ ἀκρογιαλιά.
Φάνηκε, νάτο, τὸ ἄσπρο νησάκι
καὶ ἡ γλυκειὰ θὰ φανεῖ ἀγκαλιά.

Ἄγγελος Βλάχος

Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2018


Ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία
Σὰν μέλος καὶ ἱερεὺς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πιστεύω ὅτι ἡ Ἐκκλησία, μέσα στὴν ὁποία βαπτίσθηκα καὶ ἀνατράφηκα, εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία, ἡ μόνη ἀληθινὴ Ἐκκλησία. Καὶ τὸ πιστεύω γιὰ πολλοὺς λόγους: ἕνεκα προσωπικῆς πεποιθήσεως καὶ ἕνεκα τῆς ἐσωτάτης βεβαιώσεως τοῦ Πνεύματος, ποὺ πνέει στὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἕνεκα τῶν ὅσων εἶναι δυνατὸ νὰ γνωρίζω ἀπὸ τὴ Γραφὴ καὶ ἀπὸ τὴν καθολικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Εἶμαι ὑποχρεωμένος, λοιπόν, νὰ θεωρῶ ὅλες τὶς ὑπόλοιπες χριστιανικὲς ἐκκλησίες ὡς ἐλαττωματικές, καὶ σὲ πολλὲς περιπτώσεις μπορῶ νὰ προσδιορίσω αὐτὲς τὶς ἐλλείψεις τῶν ἄλλων ἐκκλησιῶν μὲ ἀπόλυτη ἀκρίβεια. Γι’ αὐτό, λοιπόν, ἡ ἕνωση τῶν Χριστιανῶν, γιὰ μένα, σημαίνει ἀκριβῶς τὴν παγκόσμια ἐπιστροφὴ στὴν Ὀρθοδοξία. Δὲν ἔχω καμμία ἀπολύτως ὁμολογιακὴ πεποίθηση, ἡ πεποίθησή μου ἀνήκει ἀποκλειστικὰ στὴν Una Sancta («Μία Ἅγία...» ).
Ξέρω καλὰ ὅτι ἡ ἀξίωσή μου θὰ ἀγνοηθεῖ ἀπὸ πολλοὺς χριστιανούς, Θὰ θεωρηθεῖ ὅτι εἶναι μιὰ ἐγωιστικὴ καὶ μάταιη ἀπαίτηση. Ξέρω, ἐπίσης, καλὰ ὅτι πολλὰ πράγματα ποὺ τὰ πιστεύω ἀπόλυτα δὲν εἶναι πιστευτὰ ἀπὸ ἄλλους. Ὅμως, δὲν βλέπω κανένα λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο πρέπει ἐγὼ ν’ ἀμφιβάλλω γι’ αὐτὰ ἤ νὰ μὴν πιστεύω ἐγὼ ὁ ἴδιος. Τὸ μόνο ὅμως ποὺ λογικὰ μοῦ ἐπιβάλλεται νὰ κάνω εἶναι νὰ διακηρύξω τὴν πίστη μου καὶ νὰ τὴν ἐκφράσω μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε οἱ φτωχές μου λέξεις νὰ μὴν ἀμαυρώσουν τὴν ἀλήθεια. Γιατὶ εἶμαι σίγουρος ὅτι ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ φέρνει βεβαιότητα. Τοῦτο, βέβαια, δὲν σημαίνει ὅτι τὸ κάθε τί μέσα στὶς πολλὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες κατὰ τὸ παρελθὸν ἤ τὸ παρὸν πρέπει νὰ ταυτισθεῖ μὲ τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Πολλὰ πράγματα προφανῶς ὑπόκεινται σὲ ἀλλαγές. Καί, φυσικά, πολλὰ πράγματα ἔχουν ἀνάγκη βελτιώσεως. Ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἀκόμη ἡ τέλεια Ἐκκλησία.
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ ἀναπτυχθεῖ καὶ νὰ οἰκοδομηθεῖ μέσα στὴν ἱστορία. Κι ὅμως ἡ ὅλη καὶ ἡ πλήρης ἀλήθεια ἔχει ἤδη δοθεῖ καὶ ἀνατεθεῖ στὴν Ἐκκλησία. Ἡ ἀναθεώρηση καὶ νέα διατύπωση εἶναι πάντοτε δυνατή, καὶ ὁρισμένες φορές, μάλιστα, ἐπιβεβλημένη. Ὅλη ἡ ἱστορία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τοῦ παρελθόντος τὸ ἀποδεικνύει. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μ’ αὐτὸν τὸ σκοπὸ συγκεντρώνονταν. Βέβαια, στὸ σύνολο, τὸ ταμεῖο τῆς Πίστεως φυλάχθηκε πιστά, καὶ ἡ μαρτυρία τῆς πίστεως κέρδισε σὲ ἀκρίβεια καὶ εὐστοχία διατυπώσεως. Πάνω ἀπ’ ὅλα, ἡ μυστηριακὴ δομὴ τοῦ Σώματος ἔχει διατηρηθεῖ σώα καὶ ἄθικτος. Καὶ στὸ σημεῖο τοῦτο πάλι γνωρίζω ὅτι ἡ προσωπική μου αὐτὴ πεποίθηση εἶναι δυνατὸ νὰ ἀπορριφθεῖ σὰν αὐταπάτη. Ἀλλὰ γιὰ μένα ἀποτελεῖ ἀκράδαντη πεποίθηση. Ἂν αὐτὸ ἤθελε θεωρηθεῖ πεισμονή, εἶναι ἡ πεισμονὴ τῆς ἀλήθειας καὶ τῶν τεκμηρίων.
Μπορῶ μόνο νὰ δῶ αὐτὸ ποὺ πράγματι βλέπω. Δὲν εἶμαι σὲ θέση νὰ κάνω τίποτ’ ἄλλο. Ἀλλὰ μὲ κανένα τρόπο δὲν εἶμαι διατεθειμένος νὰ θέσω κανέναν «ἐκτὸς Ἐκκλησίας». Ἡ «κρίσις» ἔχει δοθεῖ στὸν Υἱό. Κανεὶς δὲν διορίσθηκε γιὰ νὰ προλαμβάνει τὴν κρίση Του. Ἡ Ἐκκλησία, βέβαια, ἔχει τὴ δική της ἐξουσία μέσα στὴν ἱστορία. Εἶναι, πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα, ἡ ἐξουσία νὰ κηρύττει καὶ νὰ διαφυλάττει τὸ λόγο τῆς ἀληθείας. Ὑπάρχει κάποιος κανόνας πίστεως καὶ τάξεως, ποὺ πρέπει νὰ θεωρεῖται σὰν κανόνας. Ὁτιδήποτε βρίσκεται πέραν τούτου εἶναι «ἀνωμαλία». Ἀλλὰ ἡ «ἀνωμαλία» πρέπει νὰ θεραπεύεται καὶ ὄχι ἁπλῶς νὰ καταδικάζεται. Αὐτὴ εἶναι ἡ δικαίωση γιὰ τὴ συμμετοχὴ ἑνὸς Ὀρθοδόξου στὸν οἰκουμενικὸ διάλογο, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι μὲ τὴ μαρτυρία του ἡ Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ εἶναι δυνατὸ νὰ κερδίσει ἀνθρώπινες ὑπάρξεις.

π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ

Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2018


Ἡ κάλτσα τῆς Νώενας
― Καὶ τὰ κουνούπια πῶς νὰ ηὗραν τρόπον κ᾿ ἐσώθησαν εἰς τὴν Κιβωτόν; Κ᾿ ἡ μυῖγα; καὶ τὰ μυιγαράκια; κ᾿ οἱ μουσίτσες;
― Καὶ τὰ μικρόβια;
Αἱ δύο κυρίαι εἶχαν τὸν λόγον. Ἡ πρώτη, εὐτραφής, μεγαλόσωμος, καὶ καλοκαμωμένη, ὅσον ἐφαίνετο ὑπὸ τὰς ἀκτῖνας τῆς σελήνης, μέσῳ τοῦ δένδρου, καὶ ὑπὸ τὸ φῶς ἑνὸς φανοῦ ἐπὶ χαμηλοῦ στύλου, ἔξωθεν τοῦ ἐξοχικοῦ καφενείου, ἦτο σύζυγος τοῦ παρακαθημένου αὐτῇ ὑπερμεσήλικος κυρίου μὲ τὴν γενειάδα, ὅστις ἦτο ἐπαρχιώτης πολιτευόμενος. Ἡ ἄλλη, νεαρὰ ἀκόμη, ἄγαμος, ἦτο ἐν ἐνεργείᾳ δασκάλα. Εἷς γνώριμός των, νεαρὸς κύριος, συνεπλήρου τὴν τετράδα. Εἶχαν πίει τὸν καφέν των, τὴν θερινὴν ἐκείνην νύκτα, καὶ ἀνεψύχοντο.
― Κι ὁ ψύλλος τάχα ποῦ νὰ ἐτρύπωσε, καὶ κατώρθωσε νὰ γλυτώσῃ; εἶπεν ἡ δασκάλα.
― Δὲν ἀμφιβάλλω ὅτι στὴν κάλτσα τῆς Νώενας θὰ ἐχώθη, ἀπήντησεν ἡ μεγαλόσωμος.
Ὅλοι ἐκάγχασαν.
― Μὰ ἡ ψείρα;
―Ὤ, ἡ ψείρα; Χωρὶς ἄλλο θὰ ἐκόλλησε στὴν γενειάδα τοῦ Νῶε.
Ὁ γηραιὸς κύριος ἀκουσίως ἔψαυσε τὴν γενειάδα του.
*
* *
Εἰς ἕνα ὅμιλον ἀντικρινὸν ἐκάθηντο τρεῖς λιμοκοντόροι. Οἱ δύο μόνον ἐφοροῦσαν στενά. Ὁ τρίτος, ἀμύστακος ἀκόμη, ἐφοροῦσε κομψὰ ρασάκια, καὶ εἶχε τὴν κοτσίδα του ὀπίσω δεμένην εἰς τὴν μέσην μὲ κορδέλαν. Ἴσως ἦτο Ριζαρείτης.
Κατὰ σύμπτωσιν, κ᾿ ἐκεῖ ἡ ὁμιλία ἦτο σχετικὴ μὲ τὴν Παλαιὰν Διαθήκην. Οἱ τρεῖς νέοι ὡμιλοῦσαν ἐν ἐξάψει, κ᾿ ἐφαίνοντο ὅτι εἶχαν δειπνήσει ἐν ἀφθονίᾳ.
― Καὶ τίνος τὰ πουλᾷς αὐτά, βρέ;… Πῶς μίλησεν ἡ γαϊδάρα τοῦ Βαρλαάμ; (sic) Τίνος τὰ πουλᾷς αὐτά, βρέ;
Τὸ βρὲ ὁ Ριζαρείτης τὸ ἀπηύθυνε βεβαίως εἰς τὸν ἀόρατον καὶ ἀπρόσωπον διευθυντὴν συντάκτην τῆς Ἱερᾶς Γραφῆς, πρὸς τὸν ὁποῖον ἀπέστρεφε ρητορικῶς τὸν λόγον. Ἴσως εἰς τὸν προφήτην Μωυσέα.
― Τίνος τὰ πουλᾷς αὐτά; ἐπανέλαβε καὶ τρίτην φοράν.
Ὁ νεαρὸς κύριος τοῦ γείτονος ὁμίλου, ἂν κ᾿ ἐγέλασε μὲ τὰς ἐλαφρὰς εὐφυολογίας τῶν δύο γυναικῶν, φαίνεται ὅτι δὲν εὐηρεστήθη ἀπὸ τὴν βαναυσότητα τοῦ μικροῦ ρασοφόρου. Καὶ ἀποτεινόμενος πρὸς τὴν ἰδίαν ὁμάδα του, ἀρκετὰ μεγαλοφώνως ὥστε ν᾿ ἀκούεται καὶ ἀπὸ τοὺς γείτονας, εἶπε:
― Τίνος τὰ πουλᾷ;… Μ᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα, εἶναι εἴκοσιν αἰῶνες τώρα, ἐξακολουθοῦν νὰ πουλοῦνται εἰς ἑκατομμύρια ἀνθρώπων, καὶ μάλιστα αἱ Βιβλικαὶ Ἑταιρεῖαι τὰ πουλοῦνμεταφρασμένα εἰς τριακόσιες τόσες γλῶσσες… Κ᾿ ἔπειτα, ἐκεῖνος ποὺ τὰ πουλᾷ, ὡς θαῦμα ζητεῖ νὰ τὰ πουλήσῃ καὶ ὄχι ὡς κοινόν τι καὶ σύνηθες. Οὐδὲ βιάζει κανένα νὰ τὸ πιστεύσῃ.
― Καὶ δὲν εἶναι καὶ πολὺ παράξενο ἂν ὡμίλησε μίαν φορὰν ἡ γαϊδάρα, εἶπεν ἀκάκως ὁ γηραιὸς κύριος. Πόσοι γαϊδάροι καὶ γαϊδάρες πόσες μιλοῦν!
―Ἂς τ᾿ ἀφήσουμε αὐτό, εἶπεν ὁ νέος. Μὰ ἰδέτε πόσον καλὰ ὁ νεαρὸς αὐτὸς ρασοφόρος μανθάνει τὰ «ἱερὰ γράμματα», ἀφοῦ τὸν Βαλαάμ, τὸν μάντιν, ποὺ ἔζησε χίλια χρόνια πρὸ Χριστοῦ, τὸν κάνει Βαρλαάμ, τὸν αἱρετικὸν τῆς 13ης μετὰ Χριστὸν ἑκατονταετηρίδος… Καὶ τὸ κάτω-κάτω, κύριε, ἐπέφερεν οἱονεὶ ἀποστρέφων τὸν λόγον πρὸς τὸν Ριζαρείτην, ἀφοῦ δὲν σ᾿ ἀρέσει, κύριε, ἡ Θρησκεία καὶ τὸ ἱερατικὸν στάδιον, διατί φορεῖς ράσα, καὶ διατί οἱ φιλόστοργοι γονεῖς σου σὲ στέλνουν νὰ φοιτᾷς εἰς τὴν Ριζάρειον; Ἕως πότε θὰ εἴμεθα ἀχαρακτήριστοι Γραικύλοι;

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2018

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος
Σήμερα, 27 τοῦ μηνὸς Ἰανουαρίου, ἑορτάζομε τὴν ἱερὴ μνήμη τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου. Πρέπει νὰ ξέρωμε ὅτι ὁ Ἅγιος κοιμήθηκε στὶς 14 Σεπτεμβρίου, ἀλλὰ γιὰ τὴ μεγάλη ἑορτὴ τῆς ὑψώσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ, ἡ μνήμη του μετατίθεται στὶς 13 Νοεμβρίου. Ἡ σημερινὴ δεύτερη ἑορτὴ τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Ἱεράρχη γίνεται σὲ ἀνάμνηση τῆς ἀνακομιδῆς τῶν λειψάνων του στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὸν τόπο τῆς ἐξορίας, ὅπου ἀπέθανε. Αὐτὴ ἡ ἀνακομιδὴ ἔγινε τριάντα χρόνια μετὰ τὸ θάνατό του, ἀπὸ τὸ διάκονο καὶ διάδοχο τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, ἀρχιεπίσκοπο Πρόκλο στὰ 438 ἔτη μετὰ τὸ Χριστό, ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν Θεοδόσιος ὁ Μικρός.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἶναι ἀπὸ τοὺς μεγάλους Ἱεράρχες καὶ οἰκουμενικοὺς Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας. Γεννήθηκε στὴν Ἀντιόχεια τὸ 344 μετὰ τὸ Χριστό. Ὁ πατέρας του, ἀνώτατος ἀξιωματικός τοῦ στρατοῦ, ὠνομαζότανε Σεκοῦνδος καὶ ἡ μητέρα του Ἀνθοῦσα. Ὠρφάνεψε ἀπὸ πατέρα πολὺ μικρός, καὶ ἡ μητέρα του, σὲ ἡλικία 23 ἐτῶν, δὲν ἔκαμε δεύτερο γάμο, ἀλλὰ ἔμεινε χήρα, γιὰ νὰ ἀφοσιωθῆ στὴν ἀνατροφὴ τοῦ παιδιοῦ της. Ἡ Ἀνθοῦσα ἦταν μία ἀληθινὴ χριστιανὴ μητέρα, ποὺ ἔμεινε τὸ ὄνομά της στὴν Ἐκκλησία. Ὁ περίφημος στὴν ἐποχή του ρήτορας Λιβάνιος, διδάσκαλος τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, εἶπε μία μέρα γιὰ τὴν Ἀνθοῦσα· «Βαβαί, οἷαι παρὰ τοῖς χριστιανοῖς γυναῖκες εἰσιν!». Τί θαυμάσιες, ποὺ εἶναι οἱ γυναῖκες τῶν χριστιανῶν!
Στὰ 370, δηλαδὴ σὲ ἡλικία 26 ἐτῶν, ὁ ἅγιος Ἰωάννης βαπτίσθηκε, στὰ 381 χειροτονήθηκε διάκονος, καὶ στὰ 386 πρεσβύτερος. Εἶχε τέτοια ἐπίδοση στὶς σπουδές του, ὥστε ὁ διδάσκαλός του Λιβάνιος, ὅταν τὸν ρώτησαν ποιὸν θὰ ἄφηνε διάδοχό του, εἶπε· «Τὸν Ἰωάννην, εἰ μὴ τοῦτον χριστιανοὶ ἐσύλησαν»· τὸν Ἰωάννη, ἂν δὲν τὸν εἶχαν κλέψει οἱ χριστιανοί. Στὴν ἀρχὴ ὁ ἅγιος Ἰωάννης, γιὰ νὰ μὴν ἀφήση τὴ χήρα μητέρα του, ἐργάσθηκε ὡς συνήγορος στὰ δικαστήρια, κι ὅταν ἐκείνη πέθανε, ἔγινε μοναχὸς κι ἔφυγε στὴν ἔρημο, ὅπου ἔζησε ἀσκητικὰ τέσσερα χρόνια. Ὅταν χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, ἔμεινε στὴν Ἀντιόχεια ἕνδεκα χρόνια, κοντὰ στὸν ἐπίσκοπο Φλαβιανό, ποὺ τὸν ὑπηρέτησε πιστὰ καὶ τοῦ συμπαραστάθηκε μὲ ἀφοσίωση. Εὐνοημένος ἀπὸ τὸ Θεὸ ἦταν ὁ γέροντας Φλαβιανός, ἔχοντας κοντά του τὸν πρεσβύτερο Ἰωάννη.
Ἡ φήμη τοῦ ἁγίου Ἰωάννη εἶχε ξεπεράσει τὰ ὅρια τῆς Ἀντιόχειας κι εἶχε διαδοθῆ παντοῦ. Γιατὶ ἦταν προικισμένος ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ ἐξαίρετα χαρίσματα, τὰ ὁποῖα καλλιέργησε καὶ αὔξησε μὲ λαμπρὲς σπουδές. Τὸ μεγάλο χάρισμα τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου καὶ τὸ κύριο γνώρισμά του ἦταν ἡ εὐγλωττία του. Ἡ χάρη καὶ ἡ δύναμη τῶν λόγων του εἶναι πραγματικὰ δῶρο οὐράνιο, καθὼς τὸ λέγει καὶ ὁ ἱερὸς ὕμνος· «Ἐκ τῶν οὐρανῶν ἐδέξω τὴν θείαν χάριν». Στὴν Ἀντιόχεια, ὡς συνήγορος πρῶτα καὶ ὡς διάκονος ὕστερα καὶ πρεσβύτερος, ἔγινε γνωστὸς σὲ ὅλους γιὰ τὴ ρητορική του δεινότητα. Περίφημοι εἶναι οἱ εἰκοσιένας λόγοι του «Εἰς ἀνδριάντας», ποὺ εἶπε τότε, σὲ μία πολὺ κρίσιμη πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ στιγμή, στὴν ὁποία βρέθηκε ἡ πόλη τῆς Ἀντιόχειας.
Τὸ 398, ὅταν χήρεψε ὁ πατριαρχικὸς θρόνος, κρυφὰ τὸν πῆραν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια, γιὰ νὰ μὴν τὸ μάθη ὁ λαός, καὶ τὸν πῆγαν στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐξελέγη καὶ χειροτονήθηκε Ἀρχιεπίσκοπος. Ἐκεῖ ἔμεινε ἕξη χρόνια κι ἐργάσθηκε μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις, διδάσκοντας τὸ λαὸ καὶ ποιμαίνοντας τὴν Ἐκκλησία. Ἀλλὰ ὁ ἅγιος Ἰωάννης δὲν ἦταν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ συμβιβάζονται μὲ τὸ κακό, κι εἶχε νὰ παλέψη τότε μὲ πολλὰ κακά, ἐκκλησιαστικὰ καὶ πολιτικά. Δυστυχῶς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι πάντα ἐκεῖνοι ποὺ πρέπει νὰ εἶναι· καὶ οἱ ἄνθρωποι πάλι τῆς Πολιτείας, μὲ διάφορες προφάσεις ἐπεμβαίνουν στὰ ἐκκλησιαστικά, καὶ τότε ἡ Ἐκκλησία καὶ οἱ καλοὶ ποιμένες πληρώνουν ξένες ἁμαρτίες. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τὸ 404 καθαιρέθηκε κι ἐξωρίστηκε στὴν Ἀρμενία, ὅπου καὶ πέθανε τὸ 407.
Ἀλλὰ γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τοὺς Ἁγίους τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχουν καμμιὰ σημασία οἱ χρονολογίες. Ἡ Ἐκκλησία ζῆ στὸν αἰώνα καὶ οἱ Ἅγιοι εἶναι πάντα μαζί μας. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης, λίγα χρόνια μετὰ τὸ θάνατό του, ὠνομάσθηκε Χρυσόστομος. Ἑρμήνεψε σχεδὸν ὅλη τὴ θεία Γραφή, καὶ τὰ ἔργα ποὺ ἀφῆκε στὴν Ἐκκλησία εἶναι ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους πνευματικοὺς θησαυροὺς τοῦ κόσμου. Εἶναι ὁ μεγάλος Ἱεράρχης, ὁ οἰκουμενικὸς Διδάσκαλος καὶ ὁ Μάρτυρας τῆς Ἐκκλησίας. Ἔδωκε ὅλο τὸν ἑαυτό του στὴν Ἐκκλησία καὶ συγκρούσθηκε μὲ τὸ κακό, ὅπου κι ἂν τὸ βρῆκε μπροστά του. Καθαιρεμένος κι ἐξόριστος, ἄρρωστος καὶ σωματικὰ ἐξαντλημένος, πέθανε, μᾶλλον δὲ κοιμήθηκε σ’ ἕνα χωριὸ τῆς Ἀρμενίας, μὲ τὰ τελευταῖα αὐτὰ λόγια στὸ στόμα του· «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν». Ἀμήν.

Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης Διονύσιος

Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2018


Μέ ἁπαλότητα καί ἁπλότητα
Νά μή διαλέγετε ἀρνητικούς τρόπους γιά τή διόρθωσή σας. Δέν χρειάζεται οὔτε τόν διάβολο νά φοβάσθε, οὔτε τήν κόλαση, οὔτε τίποτα. Δημιουργοῦν ἀντίδραση. Ἔχω κι ἐγώ μία μικρή πείρα σ' αὐτά.
Ὁ σκοπός δέν εἶναι νά κάθεσθε, νά πλήττετε καί νά σφίγγεσθε, γιά νά βελτιωθεῖτε. Ο σκοπός εἶναι νά ζεῖτε, νά μελετᾶτε, νά προσεύχεσθε, νά προχωρᾶτε στήν ἀγάπη, στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, στήν ἀγάπη τῆς Ἐκκλησίας.
Τίς ἀδυναμίες ἀφῆστε τις ὅλες, γιά νά μήν παίρνει εἴδηση τό ἀντίθετο πνεῦμα (ὁ διάβολος) καί σᾶς βουτάει καί σᾶς καθηλώνει καί σᾶς βάζει στή στενοχώρια. Νά μήν κάνετε καμιά προσπάθεια ν' ἀπαλλαγεῖτε ἀπό αὐτές. Ν' ἀγωνίζεσθε μέ ἁπαλότητα καί ἁπλότητα, χωρίς σφίξιμο καί ἄγχος.
Μή λέτε: «Τώρα θά σφιχτῶ, θά κάνω προσευχή ν' ἀποκτήσω ἀγάπη, νά γίνω καλός κ.λπ.». Δέν εἶναι καλό νά σφίγγεσαι καί νά πλήττεις, γιά νά γίνεις καλός. Ἔτσι θ' ἀντιδράσετε χειρότερα.
Ὅλα νά γίνονται μέ ἁπαλό τρόπο, ἀβίαστα καί ἐλεύθερα. Οὔτε νά λέτε: «Θεέ μου, ἀπάλλαξέ με ἀπ' αὐτό», παραδείγματος χάριν, τόν θυμό, τήν λύπη. Δέν εἶναι καλό νά προσευχόμαστε ἤ καί νά σκεπτόμαστε τό συγκεκριμένο πάθος. Κάτι γίνεται στήν ψυχή μας καί μπλεκόμαστε ἀκόμη περισσότερο. Ρίξου μέ ὁρμή γιά νά νικήσεις τό πάθος καί θά δεῖς τότε πῶς θά σ' ἀγκαλιάσει, θά σέ σφίξει καί δέν θά μπορέσεις νά κάνεις τίποτα.
Ἡ ἐλευθερία δέν κερδίζεται, ἄν δέν ἐλευθερώσουμε τό ἐσωτερικό μας ἀπ' τά μπερδέματα καί τά πάθη.

Ἅγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης

Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2018


Ὁ ἔρωτας στὰ χιόνια
Τὴν ἄλλην βραδιάν, ἡ χιὼν εἶχε στρωθῆ σινδών, εἰς ὅλον τὸν μακρόν, στενὸν δρομίσκον.
― Ἄσπρο σινδόνι… νὰ μᾶς ἀσπρίσῃ ὅλους στὸ μάτι τοῦ Θεοῦ… ν᾽ ἀσπρίσουν τὰ σωθικά μας… νὰ μὴν ἔχουμε κακὴ καρδιὰ μέσα μας.
Ἐφαντάζετο ἀμυδρῶς μίαν εἰκόνα, μίαν ὀπτασίαν, ἓν ξυπνητὸν ὄνειρον. Ὡσὰν ἡ χιὼν νὰ ἰσοπεδώσῃ καὶ ν᾽ ἀσπρίσῃ ὅλα τὰ πράγματα, ὅλας τὰς ἁμαρτίας, ὅλα τὰ περασμένα: Τὸ καράβι, τὴν θάλασσαν, τὰ ψηλὰ καπέλα, τὰ ὡρολόγια, τὰς ἁλύσεις τὰς χρυσᾶς καὶ τὰς ἁλύσεις τὰς σιδηρᾶς, τὰς πόρνας τῆς Μασσαλίας, τὴν ἀσωτίαν, τὴν δυστυχίαν, τὰ ναυάγια, νὰ τὰ σκεπάσῃ, νὰ τὰ ἐξαγνίσῃ, νὰ τὰ σαβανώσῃ, διὰ νὰ μὴ παρασταθοῦν ὅλα γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα, καὶ ὡς ἐξ ὀργίων καὶ φραγκικῶν χορῶν ἐξερχόμενα, εἰς τὸ ὄμμα τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου. Ν᾽ ἀσπρίσῃ καὶ νὰ σαβανώσῃ τὸν δρομίσκον τὸν μακρὸν καὶ τὸν στενὸν μὲ τὴν κατεβασιάν του καὶ μὲ τὴν δυσωδίαν του, καὶ τὸν οἰκίσκον τὸν παλαιὸν καὶ καταρρέοντα, καὶ τὴν πατατούκαν τὴν λερὴν καὶ κουρελιασμένην: Νὰ σαβανώσῃ καὶ νὰ σκεπάσῃ τὴν γειτόνισσαν τὴν πολυλογοὺ καὶ ψεύτραν, καὶ τὸν χειρόμυλόν της, καὶ τὴν φιλοφροσύνην της, τὴν ψευτοπολιτικήν της, τὴν φλυαρίαν της, καὶ τὸ γυάλισμά της, τὸ βερνίκι καὶ τὸ κοκκινάδι της, καὶ τὸ χαμόγελόν της, καὶ τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της καὶ τὸ γαϊδουράκι της: Ὅλα, ὅλα νὰ τὰ καλύψῃ, νὰ τὰ ἀσπρίσῃ, νὰ τὰ ἁγνίσῃ!
Τὴν ἄλλην βραδιάν, τὴν τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, ἐπανῆλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε.
Δὲν ἔστεκε πλέον εἰς τὰ πόδια του, δὲν ἐκινεῖτο οὐδ᾽ ἀνέπνεε πλέον.
Χειμὼν βαρύς, οἰκία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Μοναξία, ἀνία, κόσμος βαρύς, κακός, ἀνάλγητος. Ὑγεία κατεστραμμένη. Σῶμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικὰ λυωμένα. Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ ζήσῃ, νὰ αἰσθανθῇ, νὰ χαρῇ. Δὲν ἠμποροῦσε νὰ εὕρῃ παρηγορίαν, νὰ ζεσταθῇ. Ἔπιε διὰ νὰ σταθῇ, ἔπιε διὰ νὰ πατήσῃ, ἔπιε διὰ νὰ γλιστρήσῃ. Δὲν ἐπάτει πλέον ἀσφαλῶς τὸ ἔδαφος.
Ηὗρε τὸν δρόμον, τὸν ἀνεγνώρισεν. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸ ἀγκωνάρι. Ἐκλονήθη. Ἀκούμβησε τὶς πλάτες, ἐστύλωσε τὰ πόδια. Ἐμορμύρισε:
― Νὰ εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Νὰ εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια…
Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ σχηματίσῃ λογικὴν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις καὶ ἐννοίας.
Πάλιν ἐκλονήθη. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸν παραστάτην μιᾶς θύρας. Κατὰ λάθος ἤγγισε τὸ ρόπτρον. Τὸ ρόπτρον ἤχησε δυνατά.
― Ποιὸς εἶναι;
Ἦτο ἡ θύρα τῆς Πολυλογοῦς, τῆς γειτόνισσας. Εὐλογοφανῶς θὰ ἠδύνατό τις νὰ τοῦ ἀποδώσῃ πρόθεσιν ὅτι ἐπεχείρει ν᾽ ἀναβῇ, καλῶς ἢ κακῶς, εἰς τὴν οἰκίαν της. Πῶς ὄχι;
Ἐπάνω ἐκινοῦντο φῶτα καὶ ἄνθρωποι. Ἴσως ἐγίνοντο ἑτοιμασίαι. Χριστούγεννα, Ἅις-Βασίλης, Φῶτα, παραμοναί. Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος.
― Ποιὸς εἶναι; εἶπε πάλιν ἡ φωνή.
Τὸ παράθυρον ἔτριξεν. Ὁ μπαρμπα-Γιαννιὸς ἦτο ἀκριβῶς ὑπὸ τὸν ἐξώστην, ἀόρατος ἄνωθεν. Δὲν εἶναι τίποτε. Τὸ παράθυρον ἐκλείσθη σπασμωδικῶς. Μίαν στιγμὴν ἂς ἀργοποροῦσε!
Ὁ μπαρμπα-Γιαννιὸς ἐστηρίζετο ὄρθιος εἰς τὸν παραστάτην. Ἐδοκίμασε νὰ εἴπῃ τὸ τραγούδι του, ἀλλ᾽ εἰς τὸ πνεῦμά του τὸ ὑποβρύχιον, τοῦ ἤρχοντο ὡς ναυάγια αἱ λέξεις:
«Γειτόνισσα πολυλογού, μακρὺ-στενὸ σοκάκι!…»
Μόλις ἤρθρωσε τὰς λέξεις, καὶ σχεδὸν δὲν ἠκούσθησαν. Ἐχάθησαν εἰς τὸν βόμβον τοῦ ἀνέμου καὶ εἰς τὸν στρόβιλον τῆς χιόνος.
― Καὶ ἐγὼ σοκάκι εἶμαι, ἐμορμύρισε… ζωντανὸ σοκάκι.
Ἐξεπιάσθη ἀπὸ τὴν λαβήν του. Ἐκλονήθη, ἐσαρρίσθη, ἔκλινε καὶ ἔπεσεν. Ἐξηπλώθη ἐπὶ τῆς χιόνος, καὶ κατέλαβε μὲ τὸ μακρόν του ἀνάστημα ὅλον τὸ πλάτος τοῦ μακροῦ στενοῦ δρομίσκου.
Ἅπαξ ἐδοκίμασε νὰ σηκωθῇ, καὶ εἶτα ἐναρκώθη. Εὕρισκε φρικώδη ζέστην εἰς τὴν χιόνα.
«Εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια!»
Καὶ τὸ παράθυρον πρὸ μιᾶς στιγμῆς εἶχε κλεισθῆ. Καὶ ἂν μίαν μόνον στιγμὴν ἠργοπόρει, ὁ σύζυγος τῆς Πολυλογοῦς θὰ ἔβλεπε τὸν ἄνθρωπον νὰ πέσῃ ἐπὶ τῆς χιόνος.
Πλὴν δὲν τὸν εἶδεν οὔτε αὐτὸς οὔτε κανεὶς ἄλλος. Κ᾽ ἐπάνω εἰς τὴν χιόνα ἔπεσε χιών. Καὶ ἡ χιὼν ἐστοιβάχθη, ἐσωρεύθη δύο πιθαμάς, ἐκορυφώθη. Καὶ ἡ χιὼν ἔγινε σινδών, σάβανον.
Καὶ ὁ μπαρμπα-Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ᾽ ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ μὴ παρασταθῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018


Ἡ εὐχαριστία
Ὅταν μὲ εὐχαριστία πλαγιάσεις στὸ στρῶμα σου, τότε φέρνοντας μπροστά σου τὶς εὐεργεσίες καὶ τὴν τόση πρόνοια τοῦ Θεοῦ, γεμίζεις ἀπὸ καλὲς σκέψεις καὶ χαίρεσαι περισσότερο καὶ εὐφραίνεσαι. Καὶ γίνεται ὁ ὕπνος τοῦ σώματος, νηφαλιότητα καὶ ἀγρυπνία τῆς ψυχῆς. Καὶ τὸ κλείσιμο τῶν ματιῶν σου, ἀληθινὴ ὅραση τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ σιωπή σου, κυοφορώντας τὸ ἀγαθό, προσφέρει ὁλόψυχα, μὲ πνευματικὴ αἴσθηση, δόξα ποὺ ἀνυψώνεται στὸ Θεὸ τῶν ὅλων. Γιατί ὅταν λείπει ἡ κακία, ἡ εὐχαριστία καὶ μόνη της ἀρέσει στὸ Θεὸ παραπάνω ἀπὸ κάθε πολυτελῆ θυσία. Σ' Αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας

Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2018


Τὸ Σημεῖον τοῦ Σταυροῦ
Τώρα σᾶς συμβουλεύω νὰ κάμετε ἀπὸ ἕνα κομβολόγι μικροὶ καὶ μεγάλοι καὶ νὰ τὸ κρατῆτε μὲ τὸ ἀριστερὸ χέρι, καὶ μὲ τὸ δεξιὸ νὰ κάμνετε τὸν σταυρόν σας καὶ νὰ λέγετε: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ καὶ Λόγε τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, διὰ τῆς Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν Ἁγίων ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ ἀνάξιον δοῦλόν σου. Ὁ πανάγαθος Θεὸς μᾶς ἐχάρισε τὸν τίμιον Σταυρὸν μὲ τὸν ὁποῖον νὰ εὐλογῶμεν, καὶ τὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Μὲ τὸν σταυρὸν νὰ ἀνοίγωμεν τὸν παράδεισον, μὲ τὸν σταυρὸν νὰ διώκωμεν τοὺς δαίμονας· ἀλλὰ πρέπει νὰ ἔχωμεν τὸ χέρι μας καθαρὸν ἀπὸ ἁμαρτίας, καὶ τότε κατακαίεται ὁ διάβολος καὶ φεύγει. Ὅθεν, ἀδελφοί μου, ἢ τρώγετε ἢ πίνετε ἢ δουλεύετε, νὰ μὴ σᾶς λείπη αὐτὸς ὁ λόγος καὶ ὁ σταυρός· καὶ καλὸν καὶ ἅγιον εἶνε νὰ προσεύχεσθε πάντοτε, τὴν αὐγήν, τὸ βράδυ καὶ τὰ μεσάνυκτα.
Ἀκούσατε, ἀδελφοί μου, πῶς πρέπει νὰ γίνεται ὁ σταυρὸς καὶ τί σημαίνει. Πρῶτον· ὅπως ἡ Ἁγία Τριὰς δοξάζεται εἰς τὸν οὐρανὸν ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους, οὕτω καὶ σὺ νὰ σμίγης τὰ τρία σου δάκτυλα τῆς δεξιᾶς χειρός· καὶ μὴ δυνάμενος νὰ ἀναβῆς εἰς τὸν οὐρανὸν νὰ προσκυνήσῃς, βάνεις τὴν χείραν σου εἰς τὴν κεφαλήν σου (διότι ἡ κεφαλὴ σημαίνει τὸν οὐρανόν) καὶ λέγεις: Καθὼς οἱ Ἄγγελοι δοξάζουσι τὴν Ἁγία Τριάδα εἰς τὸν οὐρανόν, ἔτσι καὶ ἐγὼ ὡς δοῦλος δοξάζω καὶ προσκυνῶ τὴν Ἁγίαν Τριάδα· καὶ καθὼς τὰ δάκτυλα εἶνε τρία, εἶνε ξεχωριστά, εἶνε καὶ μαζί, ἔτσι καὶ ἡ Ἁγία Τριὰς εἶνε τρία πρόσωπα, ἀλλ᾿ εἷς Θεός.
Κατεβάζων τὸ χέρι σου εἰς τὴν κοιλίαν σου νὰ λέγης: Σὲ προσκυνῶ καὶ Σὲ λατρεύω, Κύριέ μου, ὅτι κατεδέχθης καὶ ἐσαρκώθης εἰς τὴν κοιλίαν τῆς Θεοτόκου διὰ τὰς ἁμαρτίας μας. Τὸ βάζεις λοιπὸν εἰς τὸν δεξιόν σου ὦμον καὶ λέγεις: Σὲ παρακαλῶ, Θεέ μου, νὰ μὲ συγχωρήσῃς καὶ νὰ μὲ βάλης εἰς τὰ δεξιά σου μὲ τοὺς δικαίους. Βάνοντάς το πάλιν εἰς τὸν ἀριστερὸν ὦμον λέγεις: Σὲ παρακαλῶ, Κύριέ μου, μὴ μὲ βάλης εἰς τὰ ἀριστερὰ μὲ τοὺς ἁμαρτωλούς. Ἔπειτα κύπτοντας κάτω εἰς τὴν γῆν: Σὲ δοξάζω, Θεέ μου, Σὲ προσκυνῶ καὶ Σὲ λατρεύω, ὅτι καθὼς ἐβάλθηκες εἰς τὸν τάφον, ἔτσι θὰ βαλθῶ καὶ ἐγώ. Καὶ ὅταν σηκώνεσαι ὀρθός, φανερώνει τὴν ἀνάστασιν καὶ λέγεις: Σὲ δοξάζω καὶ Σὲ προσκυνῶ, Κύριέ μου, ὅτι ἀνέστης ἐκ νεκρῶν διὰ νὰ μᾶς χαρίσῃς ζωὴν αἰώνιον. Αὐτὸ σημαίνει ὁ Σταυρός!

Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς

Σάββατο 20 Ιανουαρίου 2018


Ὅσο περνᾶν τὰ χρόνια μου
Ὅσο περνᾶν τὰ χρόνια μου
κι ὅσο περνῶ μὲ κεῖνα
τόσο γλυκὰ τριγύρω μου
μοσκοβολᾶν τὰ κρίνα
τῶν πρωτινῶν ἀπρίληδων...
Τὰ παιδικίσια χρόνια
μοῦ κελαηδοῦν ἀηδόνια
σὲ νύχτες καὶ σ᾿ ἐρμιές.
Καλῶς τα τὰ χριστόψωμα
καλῶς τον Ἅι Βασίλη!
Παιδάκια μὲ τὰ κάλαντα
στὰ λυγερόηχα χείλη
σὰ μυστικὸ ξημέρωμα
τοῦ λιβανιοῦ οἱ ἀχνάδες.
Ἄναψαν οἱ λαμπάδες
κι ἀστράψαν οἱ ἐκκλησιές.
Καλῶς τα τὰ σπιτιάτικα
μεθυστικὰ γιορτάσια!
Στὰ μάτια τοῦ μισόκοπου
μαγιάτικα κεράσια
ροδίζουν καὶ σταλάζουνε
δροσιὰ καὶ γλύκα· ὦ! πόσο!
Πεινῶ καὶ πάω ν᾿ ἁπλώσω
τὰ χέρια πρὸς αὐτά.

Κωστὴς Παλαμᾶς

Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2018

Εἶδα τὴν ἄμετρη ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ
Ἀδελφοί μου, πέφτω στὰ γόνατα καὶ σᾶς παρακαλῶ, πιστεύετε στὸ Θεὸ, πιστεύετε πὼς ὑπάρχει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ μαρτυρεῖ γιὰ τὸ Θεὸ σ’ ὅλες τὶς ἐκκλησίες μας καὶ στὴν ψυχή μου.
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἀγάπη. Κι αὐτὴ ἡ ἀγάπη πλημμυρίζει ὅλες τὶς ψυχὲς τῶν οὐρανοπολιτῶν ἁγίων. Καὶ τὸ ἴδιο Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι στὴ γῆ, στὶς ψυχὲς ὅσων ἀγαποῦν τὸν Θεὸ.
Ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ὅλοι οἱ οὐρανοὶ βλέπουν τὴ γῆ, ἀκούγουν τὶς προσευχές μας καὶ τὶς προσκομίζουν στὸν Θεὸ.
Κύριος εἶναι ἐλεήμων, αὐτὸ τὸ ξέρει ψυχή μου, μὰ δὲν μπορῶ νὰ τὸ περιγράψω. Εἶναι στὸ ἔπακρον πράος καὶ ταπεινὸς καὶ ὅταν Τὸν δῆ ἡ ψυχὴ, τότε ἀλλάζει καὶ γεμίζει ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον καὶ γίνεται κι ἡ ἴδια πράη καὶ ταπεινὴ. Μὰ ἂν χάση ὁ ἄνθρωπος αὐτὴ τὴ χάρη, τότε θὰ κλαίει σὰν τὸν Ἀδὰμ μετὰ τὴν ἔξωσή του ἀπὸ τὸν παράδεισο. Ὀδυρόταν ὁ Ἀδὰμ καὶ ὅλη ἡ ἔρημος ἄκουγε τοὺς στεναγμοὺς του, τὰ δάκρυά του ἦταν πικρὰ ἀπὸ τὴν θλίψη καὶ ἔκλαιγε γιὰ πολλὰ χρόνια.
Ἔτσι καὶ ψυχὴ ποὺ γνώρισε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ μετὰ τὴν ἔχασε, πονᾶ γιὰ τὸν Θεὸ καὶ λέγει:
«Διψᾶ ψυχή μου τὸν Κύριο καὶ μὲ δάκρυα Τὸν ἀναζητῶ».
Εἶμαι μεγάλος ἁμαρτωλὸς, καὶ ὅμως εἶδα τὴν ἄμετρη ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιὰ μένα.
Ἀπὸ τὰ παιδικά μου χρόνια προσευχόμουν γιὰ ὅσους μὲ πρόσβαλλαν καὶ ἔλεγα: «Κύριε, μὴ τοὺς καταλογίζεις ἁμαρτίες γιὰ ὅσα μοῦ κάνουν». Ὅμως, παρότι μοῦ ἄρεσε νὰ προσεύχομαι, δὲν ἀπόφυγα τὶς ἁμαρτίες. Ὁ Κύριος ὅμως δὲν θυμήθηκε τὶς ἁμαρτίες μου καὶ μοῦ ἔδωσε ἀγάπη γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ ψυχή μου ἐπιθυμεῖ νὰ σωθεῖ ὅλη ἡ οἰκουμένη, νὰ εἰσέλθουν ὅλοι στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, νὰ δοῦν τὴν δόξα τοῦ Κυρίου καὶ νὰ ἀπολαύσουν τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Κρίνω ἀπὸ τὴν δική μου ἐμπειρία: Ἂν Κύριος ἀγάπησε ἐμὲ τόσο πολὺ, αὐτὸ σημαίνει πὼς ἀγαπᾶ ὅλους τοὺς ἁμαρτωλοὺς, ὅπως ἀγάπησε κι ἐμένα.

Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης

Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2018

Ὁ πραγματικὸς σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς
Μετὰ τὴν θεραπεία του ὁ Μοτοβίλωφ ἔγινε πολὺ τακτικὸς ἐπισκέπτης τῆς μονῆς. Κατὰ τὴν διάρκεια μίας συνομιλίας του μὲ τὸν ὅσιο Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, τέλη Νοεμβρίου τοῦ 1831, εὐτύχησε νὰ τὸν δῇ καταγλαϊσμένο ἀπὸ τὴ Χάρη καὶ λάμποντα μέσα στὸ φῶς, καὶ νὰ ἀκούσει ἀπὸ αὐτὸν ὅτι ἡ χριστιανικὴ ζωὴ πρέπει νὰ γίνῃ ζωὴ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Νὰ τί ἔγραψε σχετικὰ ὁ Μοτοβίλωφ στὸ σημειωματάριό του, τὸ ὁποῖο βρέθηκε στὸ ἀρχεῖο τῆς μονῆς Ντιβιέγιεβο, ὅπου εἶχε γίνει μοναχὴ ἡ χήρα Ἑλένη Μοτοβίλοβα:
«Ἡ ἡμέρα ἦταν συννεφιασμένη, ἡ γῆ εἶχε καλυφθεῖ ἀπὸ παχὺ στρῶμα χιονιοῦ, τὸ ὁποῖο ἔπεφτε συνεχῶς, ὅταν ὁ στάρετς Σεραφεὶμ μὲ ἔβαλε νὰ καθήσω δίπλα του σ’ ἕνα πεσμένο κορμὸ δένδρου.
«Ὁ Κύριος μοῦ ἀποκάλυψε, μοῦ εἶπε, ὅτι στὴν παιδική σας ἡλικία ἐπιθυμούσατε νὰ μάθετε ποιὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Σᾶς συμβούλευαν νὰ ἐκκλησιάζεσθε, νὰ προσεύχεσθε, νὰ κάνετε καλὲς πράξεις, διότι σ’ αὐτά, σᾶς ἔλεγαν, συνίσταται ὁ σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Αὐτὴ ἡ ἀπάντηση ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ σᾶς ἱκανοποιήσει. Ὄντως ἡ προσευχή, ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία, ὅπως καὶ ὅλη ἡ χριστιανικὴ ἄσκηση εἶναι καλὰ καθ’ ἑαυτά.
Ἀλλὰ ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας δὲν εἶναι μόνο νὰ ἐκπληρώσουμε αὐτά, διότι αὐτὰ εἶναι μόνο μέσα. Ὁ πραγματικὸς σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἀποκτήσουμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Πρέπει νὰ γνωρίζετε ὅτι μόνο ἐκεῖνο τὸ καλὸ ἔργο ποὺ ἔχει γίνει ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸ Χριστὸ φέρει τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σύμφωνα μ ’ αὐτὰ ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας».
«-Μὲ ποιὰ ἔννοια λέτε ὅτι πρέπει νὰ κερδίσουμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα; (ἐρώτησα ἐγώ), δὲν τὸ καταλαβαίνω καλὰ αὐτό».
«-Κερδίζω σημαίνει ἀποκτῶ, (μοῦ ἀπάντησε). Ἐσεῖς γνωρίζετε σίγουρα τί σημαίνει ἀποκτῶ χρήματα. Αὐτὸ τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ σκοπὸς τῆς ἐπίγειας ζωῆς γιὰ τὸν κοινὸ ἄνθρωπο εἶναι νὰ κερδίσει χρήματα ἢ ν’ ἀποκτήσει τιμές, διακρίσεις καὶ βραβεῖα. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἐπίσης κεφάλαιο καὶ μάλιστα τὸ αἰώνιο κεφάλαιο καὶ ὁ μοναδικὸς θησαυρός, ἀστείρευτος στὸν αἰώνα. Κάθε ἔργο, ποὺ ἔγινε ἀπὸ ἀγάπη Χριστοῦ, φέρει τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅμως τοῦτο κατορθώνεται εὐκολότερα μὲ τὴν προσευχή, διότι αὐτὴ ἀποτελεῖ τὸ ὄργανο ποὺ διαθέτουμε. Μπορεῖ νὰ τύχῃ νὰ θέλετε νὰ πᾶτε στὴν ἐκκλησία, ἀλλὰ ἡ ἐκκλησία νὰ μὴν εἶναι κοντά, ἢ νὰ ἔχει τελειώσει ἡ ἀκολουθία. Ἢ ἔχετε ἐνδεχομένως ἐπιθυμία νὰ ἐλεήσετε κάποιον πτωχό, ἀλλὰ πτωχὸς δὲν ὑπάρχει. Ἴσως ἐπιθυμεῖτε νὰ γίνετε ἀπαθής, ἀλλὰ δὲν ἔχετε γι’ αὐτὸ δυνάμεις. Γιὰ τὴν προσευχὴ ὅμως ὑπάρχει πάντοτε δυνατότητα, αὐτὴ εἶναι προσιτὴ τόσο στὸν πλούσιο, ὅσο καὶ στὸν πτωχό, τόσο στὸν ἐγγράμματο, ὅσο καὶ στὸν ἁπλοϊκό, στὸν ἰσχυρό, ὅσο καὶ στὸν ἀδύναμο, στὸν ὑγιῆ ὅσο καὶ στὸν ἀσθενῆ, στὸν δίκαιο ὅσο καὶ στὸν ἁμαρτωλό. Ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς εἶναι τεράστια καὶ περισσότερο ἀπ’ ὁτιδήποτε ἄλλο αὐτὴ ἑλκύει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.»
«-Γέροντα, (εἶπα), ὅλη τὴν ὥρα μιλᾶτε γιὰ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν ὁποία πρέπει ν’ ἀποκτήσουμε, ἀλλὰ πῶς καὶ ποῦ μπορῶ νὰ τὴν δῶ; Τὰ καλὰ ἔργα εἶναι ὁρατά. Ἄραγε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μπορεῖ νὰ γίνῃ ὁρατό; Πῶς μπορῶ νὰ γνωρίζω ἂν Αὐτὸ εἶναι μαζί μου ἢ ὄχι;»
«-Ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία μᾶς ἔχει δοθεῖ στὸ βάπτισμα, λάμπει στὴν καρδιά μας παρὰ τὶς ἁμαρτίες καὶ τὰ σκοτάδια ποὺ μᾶς περικυκλώνουν. Αὐτὴ ἐμφανίζεται μέσα σὲ ἄρρητο φῶς σ’ ἐκείνους, μὲ τοὺς ὁποίους ὁ Κύριος ἀναγγέλλει τὴν παρουσία Του. Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι αἰσθάνθηκαν χειροπιαστὰ τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.»
Ἐγὼ τότε ρώτησα: «-Πῶς θὰ μποροῦσα νὰ γίνω καὶ ἐγὼ προσωπικὰ μάρτυρας αὐτοῦ τοῦ πράγματος;»
Ὁ π. Σεραφεὶμ μὲ ἀγκάλιασε καὶ μοῦ εἶπε: «-Ἀγαπητέ μου, ἐμεῖς εἴμαστε καὶ οἱ δύο τώρα ἐν Πνεύματι. Γιατί δὲν μὲ κοιτάζετε;»
«-Γέροντα, δὲν μπορῶ νὰ σᾶς κοιτάξω, διότι τὸ πρόσωπό σας ἔγινε φωτεινότερο ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ τὰ μάτια μου ἔχουν θαμβωθεῖ.»
«-Μὴ φοβῆσθε, διότι καὶ ἐσεῖς ἔχετε γίνει τώρα φωτοφόρος, ὅπως καὶ ἐγώ. Ἔχετε καὶ ἐσεῖς τώρα πληρωθεῖ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλοιῶς δὲν θὰ μπορούσατε νὰ μὲ δῆτε ἔτσι ὅπως μὲ βλέπετε».
Καὶ σκύβοντας κοντά μου, μοῦ ψιθύρισε: «-Παρακαλοῦσα τὸν Κύριο μὲ ὅλη μου τὴν καρδιὰ νὰ σᾶς ἀξιώσει νὰ δῆτε μὲ τὰ σωματικά σας μάτια αὐτὴ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Του Πνεύματος. Καὶ νά, μὲ τὸ μέγα Του ἔλεος παρηγόρησε τὴν καρδιά σας, ὅπως θάλπει ἡ μητέρα τὰ παιδιά της. Λοιπὸν ἀγαπητέ μου, γιατί δὲν μὲ κοιτάζετε; Μὴ φοβῆσθε τίποτε, ὁ Κύριος εἶναι μαζί σας!»
Τὸν κοίταξα καὶ μὲ διαπέρασε ρίγος. Φαντασθῆτε τὸν ἥλιο στὴν πιὸ δυνατὴ λάμψη τῆς μεσημβρινῆς ἀκτινοβολίας του καὶ στὸ κέντρο τοῦ ἡλίου νὰ βλέπετε πρόσωπο ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος συνομιλεῖ μαζί σας. Βλέπετε τὶς κινήσεις τῶν χειλιῶν του, τὴν ἔκφραση τῶν ματιῶν του, ἀκοῦτε τὴ φωνή του, αἰσθάνεσθε ὅτι τὸ ἕνα του χέρι εἶναι ἁπλωμένο γύρω ἀπὸ τὸν ὦμο σας, ἀλλὰ δὲν βλέπετε οὔτε αὐτὸ τὸ χέρι οὔτε τὸ πρόσωπο, παρὰ μόνο τὸ ἐκτυφλωτικὸ φῶς ποὺ ἁπλώνεται παντοῦ γύρω σας καὶ φωτίζει μὲ τὴ λάμψη τοῦ τὸ χιόνι ποὺ καλύπτει τὸ ξέφωτο καὶ τὶς χιονονιφάδες ποὺ πέφτουν.
«-Τί αἰσθάνεσθε;» μὲ ἐρώτησε.
«-Ἡσυχία καὶ εἰρήνη ἀνέκφραστη», εἶπα.
«-Καὶ τί ἀκόμη αἰσθάνεσθε;»
«-Νὰ γεμίζει ἡ καρδιά μου ἀπὸ ἄρρητη χαρά.»
«-Αὐτὴ ἡ χαρὰ ποὺ αἰσθάνεσθε εἶναι μηδαμινή, ὅταν συγκριθεῖ μὲ ἐκείνη τὴ χαρὰ γιὰ τὴν ὁποία ἔχει γραφεῖ: ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἠτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν. Σὲ μᾶς δόθηκε μία σκιὰ μόνο τῆς χαρᾶς αὐτῆς, τί νὰ πεῖ κανεὶς γιὰ τὴν πραγματικὴ χαρά; Τί αἰσθάνεσθε ἀκόμη φιλόθεε;»
«-Ἀνέκφραστη θερμότητα», εἶπα.
«-Τί εἴδους θερμότητα; Εἴμαστε στὸ δάσος, τώρα εἶναι χειμώνας καὶ παντοῦ γύρω μας χιόνι... Τί εἴδους θερμότητα εἶναι αὐτὴ ποὺ αἰσθάνεσθε;» Καὶ ἐγὼ ἀποκρίθηκα:
«-Ὅπως ὅταν λούζωμαι μὲ ζεστὸ νερό. Αἰσθάνομαι ἀκόμη εὐωδία τέτοια ποὺ ποτὲ μέχρι τώρα δὲν ἔχω αἰσθανθεῖ.»
«-Ξέρω, ξέρω, εἶπε ἐκεῖνος, σᾶς ἐρωτῶ ἐπίτηδες. Αὐτὴ ἡ εὐωδία ποὺ αἰσθάνεσθε εἶναι ἡ εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ αὐτὴ ἡ θερμότητα γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶτε δὲν ὑπάρχει στὴν ἀτμόσφαιρα, ἀλλὰ μέσα μας. Θερμαινόμενοι ἀπὸ αὐτὴν οἱ ἐρημίτες δὲν φοβοῦνταν τὸν χειμώνα, διότι φοροῦσαν τὸν χιτώνα τῆς χάριτος, ὁ ὁποῖος ἀντικαθιστοῦσε τὸ ἔνδυμα. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ἡμῶν ἐστιν. Ἡ κατάσταση στὴν ὁποία τώρα βρισκόμαστε τὸ ἀποδεικνύει. Νὰ τί σημαίνει νὰ εἶσαι πλήρης Πνεύματος Ἁγίου.»
«-Θὰ θυμᾶμαι τὸ ἔλεος αὐτὸ ποὺ μᾶς ἐπισκέφθηκε σήμερα;» ἐρώτησα.
«-Πιστεύω ὅτι ὁ Κύριος θὰ σᾶς βοηθήσει νὰ τὸ διαφυλάξετε στὴν καρδιά σας, διότι αὐτὸ δόθηκε ὄχι μόνο γιὰ μᾶς, ἀλλὰ διὰ μέσου ἡμῶν καὶ γιὰ τὸν ὑπόλοιπο κόσμο. Πορεύεσθε ἐν εἰρήνῃ! Ὁ Κύριος καὶ ἡ Παναγία ἂς εἶναι μαζί σας!»
Ὅταν τὸν ἄφησα τὸ ὅραμα δὲν εἶχε παύσει: ὁ γέροντας βρισκόταν στὴν ἴδια θέση ποὺ εἶχε στὴν ἀρχὴ τῆς συνομιλίας μας καὶ τὸ ἄρρητο φῶς ποὺ εἶχα ἰδεῖ μὲ τὰ μάτια μου συνέχιζε νὰ τὸν περιβάλλει».

Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς: 
«Ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ»

Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2018

Γυρισμός
Ὕπνος ἱερός, λιονταρίσιος,
τοῦ γυρισμοῦ, στὴ μεγάλη
τῆς ἀμμουδιᾶς ἁπλωσιά.
Στὴν καρδιά μου
τὰ βλέφαρά μου κλεισμένα·
καὶ λάμπει, ὡσὰν ἥλιος, βαθιά μου...
Βοὴ τοῦ πελάου πλημμυρίζει
τὶς φλέβες μου·
ἀπάνω μου τρίζει
σὰ μυλολίθαρο ὁ ἥλιος·
γεμάτες χτυπάει τὶς φτεροῦγες ὁ ἀγέρας·
ἀγκομαχάει τὸ ἄφαντο ἀξόνι.
Δέ μου ἀκούγεται ἡ τρίσβαθη ἀνάσα.
Γαληνεύει, ὡς στὸν ἄμμο, βαθιά μου
καὶ ἁπλώνεται ἡ θάλασσα πᾶσα -
Σὲ ψηλοθόλωτο κύμα
τὴν ὑψώνει τὸ ἀπέραντο χάδι·
ποτίζουν τὰ σπλάχνα
τὰ ὁλόδροσα φύκια,
ραντίζει τὰ διάφωτη ἡ ἄχνα
τοῦ ἀφροῦ ποὺ ξεσπάει στὰ χαλίκια·
πέρα σβήνει τὸ σύφυλλο βούισμα
ὁποῦ ξέχειλο ἀχοῦν τὰ τζιτζίκια.
Μιὰ βοὴ φτάνει ἀπόμακρα·
καὶ ἄξαφνα,
σὰν πανὶ τὸ σκαρμὸ ποὺ ἔχει φύγει,
χτυπάει· εἶν᾿ ὁ ἀγέρας ποὺ σίμωσε,
εἶν᾿ ὁ ἥλιος ποὺ δεῖ μπρὸς στὰ μάτια μου
- καὶ ὁ ἁγνὸς ὄχι ξένα τὰ βλέφαρα
στὴν ὑπέρλευκην ὄψη του ἀνοίγει.
Πετιῶμαι ἀπάνω. Ἡ ἀλαφρότη μου
εἶναι ἴσια με τὴ δύναμή μου.
Λάμπει τὸ μέτωπό μου ὁλόδροσο,
στὸ βασίλεμα σειέται ἀνοιξάτικο
βαθιὰ τὸ κορμί μου.
Βλέπω γύρα. Τὸ Ἰόνιο,
καὶ ἡ ἐλεύτερη γῆ μου!

Ἄγγελος Σικελιανὸς

Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2018

Κράτα τὴν πίστη μὲ κάθε κόστος
Ξαγρύπνα ἀσταμάτητα γιὰ νὰ κρατᾶς τὴν πίστη, καὶ ξαγρύπνα ἀσταμάτητα ὥστε ὁ σπόρος τῆς ἀγάπης, τὸν ὁποῖο ἡ πίστη φέρνει μέσα της, νὰ αὐξηθεῖ καὶ νὰ σοῦ φέρει χαρά. Ἐφόσον μόνη της ἡ πίστη, χωρὶς τὴν ἀγάπη, θὰ παρέμενε κρύα καὶ ἄχαρη. Ὅμως καὶ ὅταν μέσα σου κρυώσει ἡ ἀγάπη, καὶ δὲν αὐξηθεῖ καὶ δὲν φέρει καρπὸ χαρᾶς, κράτα τὴν πίστη καὶ περίμενε. 
Κράτα τὴν πίστη μὲ κάθε κόστος. Καὶ περίμενε, ἀκόμα καὶ χρόνια, μέχρι ἡ ἀγάπη νὰ φυτρώσει ἀπὸ τὴν πίστη. Ἐὰν χάσεις τὴν ἀγάπη, θὰ ἔχεις χάσει πολλά, ὅμως ἐὰν χάσεις καὶ τὴν πίστη, τὰ ἔχασες ὅλα. Ἐὰν χάσεις τὴν ἀγάπη, θὰ χάσεις τὸν καρπὸ ἀπὸ τὸ δένδρο, ὅμως ἐὰν χάσεις τὴν πίστη, θὰ ἔχεις κόψει τὸ δένδρο.

Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2018


Κεκαθαρµένοι ὡς διὰ πυρὸς
Ἀπὸ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1917, ὅταν οἱ Μπολσεβίκοι κατέλαβαν τὴν ἐξουσία, µέχρι περίπου τὸ 1988, τὸ ἒτος ποὺ ὁ Ρωσικὸς Χριστιανισµὸς γιόρτασε τὴ χιλιετηρίδα του, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὴ Σοβιετικὴ Ἕνωση ἔζησε σὲ µία κατάσταση πολιορκίας. Ἡ ἔνταση τοῦ διωγµοῦ διέφερε ἀπὸ ἐποχὴ σὲ ἐποχὴ σ’ αὐτὰ τὰ ἑβδοµήντα χρόνια, ἀλλὰ ἡ βασικὴ στάση τῶν Κοµµουνιστικῶν Ἀρχῶν παρέµεινε ἡ ἴδια: ἡ θρησκευτικὴ πίστη, σὲ ὅλες της τὶς ἐκφάνσεις, εἶναι ἕνα λάθος ποὺ πρέπει νὰ καταπνιγεῖ καὶ νὰ ξερριζωθεῖ. Σύµφωνα µὲ τὰ λόγια τοῦ Στάλιν, «Τὸ Κόµµα δὲν µπορεῖ νὰ παραµείνει οὐδέτερο µπροστὰ στὴ θρησκεία. Διεξάγει ἕναν ἀντιθρησκευτικὸ ἀγώνα ἐναντίον κάθε θρησκευτικῆς προκατάληψης». Γιὰ νὰ κατανοήσουµε τὴν πλήρη σηµασία ποὺ ἔχουν αὐτὰ τὰ λόγια, θὰ πρέπει νὰ θυµηθοῦµε πὼς τὸ Κόµµα, ὑπὸ τὸν Σοβιετικὸ Κοµµουνισµό, ἦταν ἐντελῶς ταυτισµένο µὲ τὸ Κράτος.
Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἀπὸ τὸ 1917 καὶ ἐφεξῆς, οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ οἱ ἄλλοι χριστιανοὶ βρέθηκαν µπροστὰ σὲ µία κατάσταση, ποὺ ὅµοιά της δὲν ὑπῆρξε ἄλλη στὴν ἱστορία τοῦ ἀρχέγονου Χριστιανισµοῦ. Ἡ Ρωµαϊκὴ Αὐτοκρατορία, ἂν καὶ κατὰ καιροὺς καταδίωκε τοὺς χριστιανούς, ὅµως δὲν ἦταν κατὰ καµία ἔννοια ἀθεϊστικὸ κράτος, προσανατολισµένο στὴν καταπίεση αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς θρησκείας. Οἱ Ὀθωµανοί Τοῦρκοι, πιστοὶ τοῦ ἑνὸς Θεοῦ, ἂν καὶ δὲν ἦσαν χριστιανοί, φάνηκαν ἀρκετὰ ἀνεκτικοὶ ἀπέναντι στὴν Ἐκκλησία, καθὼς εἴδαµε. Ὁ Σοβιετικὸς ὅµως Κοµµουνισµός, λόγω τῶν βασικῶν του ἀρχῶν, ἦταν στραµµένος σὲ µιά ἐπιθετικὴ καὶ στρατευµένη ἀθεΐα. Δὲν τοῦ ἀρκοῦσε ἕνας οὐδέτερος χωρισµὸς µεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας, ἀλλά ἐπεζήτησε µὲ ὅλα τὰ µέσα, εὐθέα καὶ πλάγια, νὰ ἀναποδογυρίσει ὅλη τὴν ὀργανωµένη ἐκκλησιαστικὴ ζωή, καὶ νὰ ἐξαλείψει κάθε θρησκευτικὴ πίστη.
Οἱ Μπολσεβίκοι, µόλις κατέλαβαν τὴν ἐξουσία, ἔσπευσαν νὰ βάλουν σὲ ἐνέργεια τὸ πρόγραµµά τους. Ἡ Νοµοθεσία τοῦ 1918 ἀπέκλεισε τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ κάθε συµµετοχὴ στὴν ἐκπαίδευση καὶ δήµευσε ὅλη τὴν ἐκκλησιαστικὴ περιουσία. Ἡ Ἐκκλησία ἔπαυσε νὰ ἒχει ὁποιοδήποτε δικαίωµα, ἁπλῶς δὲν διέθετε καµιὰ νοµικὴ ὑπόσταση. Τὰ ἄρθρα τοῦ Σοβιετικοῦ Συντάγµατος ἔγιναν ὅλο καὶ πιὸ σκληρά.
Τὸ Σύνταγµα τοῦ 1918 ἐπέτρεπε τὴν «ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς καὶ ἀντιθρησκευτικῆς προπαγάνδας» (ἄρθρο 13), ἀλλά στὸν «Νόµο γιὰ τὶς θρησκευτικὲς Ἑνώσεις» ποὺ µπῆκε σ’ ἐφαρµογὴ τὸ 1929, αὐτὸ ἄλλαξε καὶ ἒγινε «ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς πίστης καὶ τῆς ἀντιθρησκευτικῆς προπαγάνδας». Εἶναι πολὺ σηµαντικὴ ἐδῶ ἡ διάκριση: στοὺς χριστιανοὺς ἐπιτρεπόταν -τουλάχιστον θεωρητικά- ἐλευθερία πίστης, ἀλλὰ δὲν τοὺς ἐπιτρεπόταν καµιὰ ἐλευθερία προπαγάνδας.
Η Ἐκκλησία ἐθεωρεῖτο ἁπλῶς ὡς µία λατρευτικὴ Ἕνωση. Οὐσιαστικά τῆς ἐπετράπη νὰ τελεῖ τὶς θρησκευτικὲς ἀκολουθίες, καὶ στὴν πράξη -µετὰ µάλιστα ἀπὸ τὸ 1943-ἀποδόθηκαν ὁρισµένες ἐκκλησίες στὴ λατρεία. Ἐπίσης µετὰ ἀπὸ τὸ 1943 ἐπετράπη στὴν Ἐκκλησία νὰ διατηρεῖ λίγες ἱερατικὲς σχολὲς καὶ νὰ ἔχει κάποια περιορισµένη ἐκδοτικὴ δραστηριότητα. Ἀλλά πέρα ἀπ’ αὐτὰ δὲν τῆς ἐπετράπη οὐσιαστικὰ τίποτε ἄλλο.
Μ’ ἄλλα λόγια οἱ ἐπίσκοποι καὶ ὁ κλῆρος δὲν µποροῦσαν ν’ ἀσχοληθοῦν µὲ τὸ φιλανθρωπικὸ ἤ τὸ κοινωνικὸ ἔργο.Ἡ ἐπίσκεψη τῶν ἀσθενῶν ἦταν πολὺ περιορισµένη. Ἦταν ἀδύνατο τὸ ποιµαντικὸ ἔργο στὶς φυλακές, στὰ νοσοκοµεῖα ἤ στὰ ψυχιατρεῖα. 0ἱ ἐνοριακοὶ ἱερεῖς δὲν µποροῦσαν νὰ ὀργανώσουν κανενὸς εἴδους νεανικὲς ὁµάδες ἤ κύκλους µελέτης. Δὲν µποροῦσαν νὰ ὀργανώσουν κατηχητικὰ γιὰ τὰ παιδιά. Ἡ µόνη κατήχηση ποὺ οὐσιαστικὰ µποροῦσαν νὰ προσφέρουν στὸ ποίµνιό τους ἦταν µέσω τοῦ κηρύγµατος κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ἀκολουθιῶν. (Συχνὰ µάλιστα δὲν ἄφηναν ἀνεκµετάλλευτη µία τέτοια εὐκαιρία: θυµᾶµαι τὴ συµµετοχή µου στὴν τέλεση µιᾶς Λειτουργίας, στὴ δεκαετία τοῦ ‘70, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ὁποίας ἔγιναν τέσσερα ἤ πέντε διαφορετικὰ κηρύγµατα. Τὸ ἐκκλησίασµα τὰ παρακολούθησε µὲ µεγάλη προσοχὴ καὶ στὸ τέλος εὐχαρίστησε τὸν κήρυκα µὲ ἐκδηλώσεις µεγάλης εὐγνωµοσύνης - ἦταν µιά ἐµπειρία ποὺ δὲν τὴν ἒχω συνήθως ὅταν κηρύττω στὴ Δύση!).
Ὁ κλῆρος δὲν µποροῦσε νὰ ὀργανώσει κάποια ἐνοριακὴ βιβλιοθήκη, καθόσον τὰ µόνα βιβλία ποὺ ἐπιτρεπόταν νὰ ὑπάρχουν στὴν ἐκκλησία ἦσαν τὰ λειτουργικὰ βιβλία γιὰ λατρευτικὴ χρήση. Δὲν διέθεταν οὔτε φυλλάδια, οὔτε τὸ παραµικρότερο ἄλλο πληροφοριακὸ ὑλικό. Ἀκόµη καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ ἦταν σπάνιο εἶδος, ποὺ ἀνταλλασσόταν στὴ µαύρη ἀγορὰ σὲ τεράστιες τιµές. Τὸ χειρότερο δὲ ἀπ’ ὅλα ἦταν πὼς ὁ κάθε κληρικός, ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο µέχρι τὸν ταπεινότερο ἐνοριακὸ ἱερέα, χρειαζόταν νὰ ἒχει ἄδεια ἀπὸ τὸ Κράτος γιὰ νὰ ἐξασκήσει τὸ λειτούργηµά του, καὶ βρισκόταν κάτω ἀπὸ τὴ στενὴ καὶ ἀνελέητη παρακολούθηση τῆς µυστικῆς ἀστυνοµίας. Κάθε λέξη ποὺ ἔλεγε ὁ ἱερέας στὰ κηρύγµατά του σηµειωνόταν προσεκτικά. Ὁλόκληρη τή µέρα, κάποια ἐχθρικὰ καὶ παρατηρητικὰ µάτια θὰ παρακολουθοῦσαν ποιὸς ἐπισκεπτόταν τὴν ἐκκλησία γιὰ βαπτίσεις ἤ γάµους, γιὰ ἐξοµολόγηση ἤ ἁπλὴ προσωπικὴ συζήτηση.
Τὸ ὁλοκληρωτικὸ κοµµουνιστικὸ καθεστὼς χρησιµοποίησε ὅλες τὶς δυνατὲς µορφὲς ἀντιθρησκευτικῆς προπαγάνδας, ἐνῶ εἶχε στερήσει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία κάθε δικαίωµα ἀνταπάντησης. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα ὑπῆρχε ἡ ἀθεϊστικὴ διδασκαλία ποὺ µεταδιδόταν συστηµατικὰ σὲ κάθε σχολεῖο. Οἱ δάσκαλοι ἔπαιρναν ἐντολές, σὰν αὐτή:
«Ὁ Σοβιετικὸς δάσκαλος πρέπει νὰ καθοδηγεῖται ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ ἐπιστηµονικοῦ πνεύµατος τοῦ Κόµµατος. Ὑποχρεοῦται ὄχι µόνον νὰ εἶναι ὁ ἴδιος ἄπιστος, ἀλλά καὶ νὰ εἶναι ἕνας δραστήριος προπαγανδιστὴς τῆς Ἀθεΐας µεταξὺ τῶν ἄλλων, νὰ εἶναι φορέας τῶν ἰδεῶν τοῦ στρατευµένου προλεταριακοῦ ἀθεϊσµοῦ. Μὲ ἱκανότητα καὶ ἠρεµία, µὲ λεπτότητα καὶ ὑποµονὴ θὰ πρέπει ὁ Σοβιετικὸς δάσκαλος νὰ ἀποκαλύπτει καὶ νὰ ὑπερβαίνει τὶς θρησκευτικὲς προκαταλήψεις στὴ διάρκεια τῆς ἐργασίας του στὸ σχολεῖο ἀλλά καί ἔξω ἀπ’ αὐτό, κάθε µέρα».
Ἔξω ἀπὸ τὸ σχολεῖο, µιὰ τεράστια ἀντιθρησκευτικὴ ἐκστρατεία διεξαγόταν ἀπὸ τὸν Σύνδεσµο Στρατευµένων Ἀθέων. Τὸν Σύνδεσµο αὐτὸν ἀντικατέστησε τὸ 1942 ἡ λιγότερο ἐπιθετικὴ «Πανενωσιακὴ Ἑταιρεία γιὰ τὴ διάδοση τῆς Ἐπιστηµονικῆς καὶ Πολιτικῆς Γνώσης». Ἡ ἀθεΐα καλλιεργεῖτο συστηµατικὰ µεταξὺ τῶν νέων ἀπὸ τὸν Σύνδεσµο Νέων Κοµµουνιστῶν. Δηµιουργήθηκαν Μουσεῖα Θρησκείας καὶ Ἀθεΐας, συχνὰ σὲ πρώην ἐκκλησίες, ὅπως στὸν Καθεδρικὸ Ναὸ τῆς Παναγίας τοῦ Καζάν, στὴν Ἁγία Πετρούπολη. Στὴ δεκαετία τοῦ ‘20 διοργανώνονταν στοὺς δρόµους ἀντιθρησκευτικὲς «λιτανεῖες» µὲ ὠµὸ καὶ προκλητικὸ χαρακτήρα, ἰδιαίτερα τὸ Πάσχα καὶ τὰ Χριστούγεννα. Ἐδῶ ἔχουµε µιά περιγραφὴ ἀπὸ κάποιον αὐτόπτη µάρτυρα: «Δὲν ὑπῆρχαν διαµαρτυρίες ἀπό τούς σιωπηλοὺς δρόµους -τὰ χρόνια τοῦ τρόµου εἶχαν κάνει καλὰ τὴ δουλειά τους — καὶ ὅλοι προσπαθοῦσαν νὰ παρακάµψουν τὸν δρόµο ὅταν συναντοῦσαν αὐτὴ τὴν προκλητικὴ «λιτανεία». Ἐγώ, προσωπικά, ποὺ παραβρέθηκα στὸ Καρναβάλι τῆς Μόσχας, µπορῶ νὰ διαβεβαιώσω πὼς δὲν ὑπῆρχε οὔτε µιά σταγόνα λαϊκῆς εὐχαρίστησης σ’ αὐτό. Ἡ πορεία ἐκινεῖτο σὲ ἄδειους δρόµους καὶ ἡ προσπάθειά της νὰ δηµιουργήσει γέλιο ἤ πρόκληση συναντοῦσε τὴ βαθιὰ σιωπὴ τῶν τυχαίων περαστικῶν».
Ὄχι µόνο ἔκλεισε ἕνας µεγάλος ἀριθµὸς ἐκκλησιῶν στὶς δεκαετίες τοῦ ‘20 καὶ τοῦ ‘30, ἀλλὰ καὶ πάρα πολλοὶ ἐπίσκοποι, ἱερεῖς, µοναχοί, µοναχὲς καὶ λαϊκοὶ κλείστηκαν σὲ φυλακὲς καὶ σὲ στρατόπεδα συγκέντρωσης. Δὲν µποροῦµε νὰ ὑπολογίσουµε πόσοι ἐκτελέστηκαν ἤ πέθαναν ἀπὸ τὰ βασανιστήρια. Ὁ Νικήτας Στροῦβε µᾶς δίνει ἕναν κατάλογο µὲ 130 ὀνόµατα µαρτύρων ἐπισκόπων, ἀλλὰ ἀκόµη κι αὐτὸν τὸν ἀποκαλεῖ «προσωρινὸ καὶ ἀτελή». Ὁ συνολικὸς ἀριθµὸς τῶν ἱερέων ποὺ µαρτύρησαν πρέπει νὰ φτάνει σὲ δεκάδες χιλιάδες. Φυσικὰ οἱ Χριστιανοὶ δὲν ἦσαν κατὰ κανένα τρόπο οἱ µόνοι ποὺ ὑπέφεραν κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς τροµοκρατικῆς ἐξουσίας τοῦ Στάλιν, ἀλλ’ ὑπέφεραν περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον. Τίποτε δὲν θὰ µποροῦσε νὰ συγκριθεῖ µὲ ὅ,τι συνέβαινε στοὺς διωγµοὺς κατὰ τὴ Ρωµαϊκὴ περίοδο. Τὰ λόγια τοῦ Πρωτόπαπα Ἀββακούµ, ποὺ ἒζησε τὸν δέκατο ἕβδοµο αἰώνα, βγῆκαν ἀληθινὰ στὴν περίοδο τοῦ κοµµουνιστικοῦ καθεστῶτος, τρεῖς αἰῶνες ἀργότερα: «Ὁ Σατανᾶς ἀπέσπασε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴ φωτεινὴ Ρωσία µας, γιὰ νὰ γίνει κόκκινη ἀπὸ τὸ αἷµα τῶν µαρτύρων».
Πῶς ἐπηρέασε τὴν Ἐκκλησία ἡ κοµµουνιστικὴ προπαγάνδα καὶ οἱ διωγµοί; Σὲ πολλὲς περιοχὲς ὑπῆρξε µιά καταπληκτικὴ ἀναζωογόνηση τῆς πνευµατικῆς ζωῆς. Οἱ ἀληθινοὶ Ὀρθόδοξοι πιστοί, καθαρισµένοι ἀπὸ τὰ κοσµικὰ στοιχεῖα, ἐλευθερωµένοι ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ψευδῶν µελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἁπλῶς συµµορφώνονταν µὲ τοὺς τύπους γιὰ κοινωνικοὺς λόγους, «κεκαθαρµένοι ὡς διὰ πυρός», συγκεντρώθηκαν καὶ ἀντιστάθηκαν µὲ ἡρωισµὸ καὶ ταπείνωση. Ἕνας Ρῶσος τῆς διασπορᾶς ἒχει γράψει: «Ἐκεῖ ὅπου δοκιµάστηκε ἡ πίστη, ἡ χάρις ξεχύθηκε ἄφθονη, καὶ συνέβησαν τὰ πιὸ καταπληκτικὰ θαύµατα: εἰκόνες ποὺ ἀνακαινίστηκαν µπροστὰ στὰ ἔκθαµβα µάτια τῶν πιστῶν(1), θόλοι τῶν ἐκκλησιῶν ποὺ ἔλαµψαν µ’ ἕνα φῶς ποὺ δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν κόσµο αὐτό... Μολαταῦτα, πολὺ λίγοι τὰ πρόσεξαν αὐτά. Ἡ ἔνδοξη πλευρὰ ὅσων συνέβησαν στὴν Ρωσία δὲν ἐνδιέφερε σχεδὸν καθόλου τὸ σύνολο τῆς ἀνθρωπότητας... Ὁ σταυρωµένος καὶ ἐνταφιασµένος Χριστὸς πάντοτε θὰ κρίνεται ἔτσι ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ εἶναι τυφλοὶ στὸ φῶς τῆς ἀναστάσεώς Του».
Τὸ ἐκπληκτικὸ δὲν εἶναι πὼς ἕνας τόσο µεγάλος ἀριθµὸς ἀνθρώπων ἐγκατέλειψε τὴν Ἐκκλησία στὴν ὥρα τοῦ διωγµοῦ, ἐπειδὴ αὐτὸ ἀνέκαθεν συνέβαινε, καὶ χωρὶς ἀµφιβολία θὰ ξανασυµβεῖ. Ἐκπληκτικότερο εἶναι τὸ γεγονὸς πὼς τόσοι πολλοὶ παρέµειναν πιστοί.
Κάλλιστος Γουέαρ (Ἐπίσκοπος Διοκλείας)

(1) Lossky, Ἡ Μυστικὴ Θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ θαυµατουργὴ «ἀνακαίνιση τῶν εἰκόνων», στήν ὁποία ἀναφέρεται ὁ Λόσσκυ, ἔλαβε χώρα σέ ἀρκετὲς περιοχές ὑπό τὸ κοµµουνιστικὸ καθεστώς. Εἰκόνες καὶ τοιχογραφίες, µαυρισµένες καὶ παραµορφωµένες ἀπὸ τὸν καιρό, ξαφνικά, χωρὶς καµιὰ ἀνθρώπινη ἐπέµβαση, ἀπόκτησαν ξανὰ τὰ λαµπρὰ καὶ φωτεινὰ χρώµατά τους.