Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2018


Ὁ ἁγιασμὸς τῶν ὑδάτων
Ὁ παπα-Χαράλαμπος μὲ τὰ ἀσημένια μαλλιὰ καὶ γένεια καὶ τὸ σεβάσμιον πρόσωπον εἶχε τελέσει εὐλαβῶς τὴν λειτουργίαν τῶν Φώτων. Εἶχεν ἁγιάσει μὲ τὸν Σταυρὸν τὸ ὕδωρ καὶ μὲ αὐτὸ τὸ ποίμνιόν του.
Ἡ λειτουργία εἶχε πλέον τελειώσει, ἀλλὰ τὸ ἔργον τοῦ ἀγαθοῦ ἱερέως δὲν εἶχεν ἀκόμη λήξει. Ἔπρεπε νὰ φέρη εἰς τέλος καὶ μίαν ἄλλην ἱερὰν συνήθειαν τοῦ τόπου: Νὰ ἁγιάση τὰ νερὰ καὶ τὰ κτήματα.
Μὲ τὸν σταυρὸν καὶ τὸ βιβλίον τῶν εὐχῶν εἰς τὰς χείρας ἐξεκίνησε διὰ τὸν μικρὸν ποταμὸν τοῦ χωρίου... Τὸν ἠκολούθησαν ὅλοι οἱ ἐκκλησιαζόμενοι. Ἂν κανεὶς καθυστερημένος δι' οἱονδήποτε λόγον εὑρίσκετο εἰς τὸν δρόμον, ἠκολούθει καὶ ἐκεῖνος σταυροκοπούμενος.
Ὅταν ἔφθασαν εἰς τὴν γέφυραν τοῦ ποταμοῦ, ὁ ἱερεὺς κατέβη τὴν μαλακὴν ὄχθην ἕως τὰ καθαρὰ νερά του. Ἀφήρεσε τὸ καλυμμαύχιόν του, ἐστράφη πρὸς ἀνατολὰς προσβλέπων τὰ οὐράνια, ἔκαμε τὸν σταυρόν του καὶ ἤρχισε τὴν εὐχήν: Μέγας εἶ, Κύριε, καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα Σου καὶ οὐδεὶς λόγος ἐξαρκέσει πρὸς ὕμνον τῶν θαυμασίων Σου…
Ἔπειτα ἔσκυψε καὶ ἡγίασε διὰ τοῦ Σταυροῦ τρεῖς φορὰς τὰ κρυστάλλινα ἐκεῖνα νερὰ ψάλλων: Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου Σου, Κύριε...
Οἱ χωρικοὶ ἀπὸ τὰς δύο ὄχθας μὲ τὰ ἑορτάσιμά των ἐνδύματα, ποὺ ἔλαμπεν ἡ λευκὴ φουστανέλλα τῶν γερόντων, ἔκαμαν καὶ ἐκεῖνοι τὸν σταυρὸν των καὶ συνώδευσαν σιγά - σιγὰ τὸ τροπάριον τῆς ἡμέρας.
Ὁ ἱερεύς, ἀφοῦ ἐτελείωσε τὸν ἁγιασμὸν τῶν ὑδάτων, ἀνέβη εἰς τὴν ὄχθην. Ἀπὸ ἓν μικρὸν ὕψωμα αὐτῆς ἐστράφη πρὸς τοὺς χριστιανούς, ἔφερεν εἰς τὴν μνήμην του τὰ ὀλίγα γράμματά του — εἶχε τελειώσει τὴν Β' τάξιν τοῦ τετραταξίου γυμνασίου — καὶ εἶπεν:
—Ἀδελφοὶ χριστιανοί, σὰν σήμερα ὁ ἐρημίτης Ἰωάννης, μὲ χέρια ποὺ ἔτρεμαν ἀπὸ φόβον καὶ συγκίνησιν, ἐβάπτισε τὸν Χριστὸν εἰς τὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνου.
Ποιός χριστιανὸς δὲν ἐνθυμεῖται τὸ θαῦμα! Τὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ ἤλλαξαν τὸ ρεῦμα των καὶ ἐγύρισαν πρὸς τὰ ὀπίσω, ὅταν εἶδαν νὰ εἰσέρχεται εἰς αὐτὰ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ μὲ σῶμα ἀνθρώπινον. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καταβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ὡσὰν λευκὴ περιστερὰ καὶ πτερυγίζει γύρω καὶ ἐπάνω ἀπὸ τὸν Λυτρωτὴν τοῦ κόσμου...
Ἡ Ἐκκλησία μας εἰς ἀνάμνησιν τοῦ ἱεροῦ ἐκείνου βαπτίσματος ἁγιάζει σήμερα μὲ τὸν Σταυρὸν τὴν θάλασσαν, τὰς λίμνας, τὰ ποτάμια, τὰ πηγάδια, τὰ ἁγιάζει ὅλα. Μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ τὰ νερὰ γίνονται λουτρὰ ἰαματικά, ποὺ μᾶς καθαρίζουν ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας. Τὰ οὐράνια εὐλογοῦν ἀκόμη σήμερα τὰ σπαρτά μας, τὰ δένδρα μας, τὰ ἀμπέλια μας.
Τὴν ὥραν ἐκείνην ὁ παπα-Χαράλαμπος δὲν ἦτο ἕνας ταπεινὸς ἄνθρωπος, ἦτο ἐμπνευσμένος προφήτης, ὁ ὁποῖος ἔδιδε κάτι ἀπὸ τὴν ἰδικήν του πίστιν, ποὺ ἐζωογόνησε τὴν ψυχὴν τοῦ ποιμνίου του.
Τὸ ἔργον τοῦ Ἱερέως δὲν ἐτελείωσεν οὔτε ἐδῶ. Ἀκολουθούμενος τώρα ἀπὸ τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν οἰκογενειῶν, ἄνδρας καὶ γυναίκας καὶ ἀπ’ ὅσους ἤθελαν ἐσυνέχισε τὴν πορείαν του.
Ἔφθασαν εἰς τὸ μέσον τῶν σταφιδοκτημάτων. Ἐκεῖ ἐστάθη. Μὲ τὸ βλέμμα του ἐνηγκαλίσθη ὅλην ἐκείνην τὴν πεδινὴν ἔκτασιν καὶ ἔπειτα μὲ κλώνους βασιλικοῦ ἐσκόρπισεν ἀπὸ τὸ γεμάτον μὲ ἡγιασμένον ὕδωρ χάλκινον δοχεῖον ρανίδας ἀριστερά, ἄνω καὶ κάτω. Ἀπὸ τὰ χείλη του ἀνέβαινε θερμὴ αὐτοσχέδιος προσευχὴ πρὸς τὸν Θεὸν νὰ δώση πολλοὺς καρπούς...
Ἀφοῦ ἔγινεν ὁ ἁγιασμὸς τῶν ἀμπέλων καὶ τῶν σταφιδῶν, ὁ ἱερεὺς μὲ τὴν ἀκολουθίαν του ἐσυνέχισε τὸν δρόμον του. Ἔφθασαν τέλος εἰς τοὺς ἀγρούς, ποὺ ἁπλώνονται ἐπάνω εἰς κυματιστοὺς λόφους.
Ὤ, τὸν ἁπλοϊκὸν καὶ θεοσεβέστατον παπα-Χαράλαμπον! Ἀσκεπής, εὐθυτενής, σεβάσμιος ἀνέπεμψε μὲ γλυκεῖαν φωνὴν καὶ ἐδῶ τὰς ὀλίγας καὶ ὡραίας εὐχάς του καὶ ηὐλόγησε καὶ ἠγίασε τὰ σπαρτά. Οἱ χωρικοὶ μὲ κατάνυξιν καὶ σιωπὴν παρακολούθησαν τὸν ἁγιασμὸν τῶν ἀγρῶν των...
Τὴν ὥραν ἐκείνην ἀνέβαινον ὑψηλὰ πρὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὰ πρωινὰ κελαδήματα τῶν κορυδαλλῶν, ὡς εὐχαριστήριος ὕμνος ὅλης της πλάσεως πρὸς τὸν Δημιουργὸν καὶ Πλάστην αὐτῆς.
— Καλὴ σοδειά, χωριανοί! Καὶ τοῦ χρόνου! ηὐχήθη, ἀφοῦ ἐτελείωσε τὸ ἔργον του, ὁ ἀγαθὸς ἱερεύς.
— Εὐχαριστοῦμε, παππούλη ! Νὰ χαίρεσαι τὴν ἱερωσύνη σου ! Ἀπήντησαν οἱ χωρικοί.
Ἔπειτα ἐφίλησαν τὸν Σταυρὸν καὶ τὴν δεξιὰν τοῦ ἱερέως καὶ ἔχοντες αὐτὸν εἰς τὸ μέσον ἐπέστρεψαν εὐχαριστημένοι καὶ χαίροντες εἰς τὸ χωρίον των. Ἡ γῆ των, ποὺ εἶχον κληρονομήσει ἀπὸ πατέρα πρὸς πάππον, εἶχεν εὐλογηθῆ ἄλλην μίαν φοράν.
Γεμάτοι τώρα ἐλπίδας θὰ συνεχίσουν μὲ νέας δυνάμεις καὶ θάρρος τὸν σκληρόν, ἀλλ' εὐλογημένον ἀγώνα τῆς ζωῆς.

Νικόλαος Κοντόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου