Πέμπτη 22 Ιουνίου 2023


Στοὺς τρεῖς γιούς μου, τὴν κόρη μου, τὰ ἐγγόνια καὶ δισέγγονά μου
Ἡ πνευματικὴ διαθήκη μου (Α)
Εἶμαι πλέον 79 χρονῶν. Ἡ καρδιά μου ἐξασθενεῖ καὶ οἱ δυνάμεις μου μὲ ἐγκαταλείπουν καὶ εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι πλησιάζει ἡ ὥρα τῆς ἀναχώρησής μου ἀπὸ τούτη τὴ γῆ.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἄφησε διαθήκη σὲ ὅλους τοὺς Χριστιανούς. «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ».
Δὲν τολμῶ βέβαια νὰ πῶ πρὸς ὅλους τους Χριστιανούς, ἀλλὰ σὲ σᾶς, τὰ παιδιά μου, μπορῶ νὰ πῶ: Μιμηθεῖτε ἐμένα, ὅπως καὶ ἐγὼ τὸν Ἀπ. Παῦλο. Ἦταν σκληρὴ καὶ δύσκολη ἡ ζωή μου, ἀλλὰ οὐδέποτε προσευχήθηκα στὸν Θεὸ νὰ γίνει εὔκολη.
Διότι εἶναι «στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωὴν καὶ ὀλίγοι εἰσιν οἱ εὑρίσκοντες αὐτήν».
Καὶ ἀκόμη, «διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ».
Διαβάστε ἀκόμη τὴν παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου. «Τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι».
Γιὰ περισσότερα ἀπὸ 25 χρόνια ἡ ζωή μου ἦταν συνυφασμένη μὲ τὴν ἐργασία τοῦ ἀγροτικοῦ χειρουργοῦ καὶ καθηγητῆ τῆς χειρουργικῆς, καὶ μετὰ ἕνδεκα χρόνια διώξεων γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μέσα στὶς φυλακὲς καὶ στὶς σκληρὲς ἐξορίες.
Ἀπὸ τὸ 1944 συνδύαζα τὴν ἐπίπονη διακονία τοῦ Ἐπισκόπου μὲ τὴν θεραπεία τῶν τραυματιῶν στὸ Ταμπὼφ καὶ μόλις τὸ 1946 ὁλοκληρώθηκε ἡ χειρουργική μου δραστηριότητα καὶ παρέμεινε μόνον ἡ Ἀρχιερατική.
Στὸν πολὺ κόσμο ἦταν ἀκατανόητο πῶς μποροῦσε ἕνας μεγάλος χειρουργός, ποὺ τιμήθηκε μὲ τὸ Α' βραβεῖο Στάλιν, νὰ ἀφήσει τὴ χειρουργικὴ καὶ νὰ γίνει Ἐπίσκοπος. Ὅμως δὲν ὑπάρχει τίποτα τὸ περίεργο σ' αὐτό, γιατὶ ἀπὸ τὰ νεανικά μου κιόλας χρόνια, ὁ Κύριος μὲ προόρισε γιὰ τὴν ὑπέρτατη μορφὴ διακονίας σ’ Αὐτὸν καὶ τοὺς ἀνθρώπους.
Ὅταν τελείωσα τὸ Γυμνάσιο, στὴν τελετὴ ἀποφοίτησης, ἔλαβα ἀπὸ τὸν Διευθυντὴ τοῦ σχολείου τὸ ἀπολυτήριο Γυμνασίου, τὸ ὁποῖο τὸ εἶχε βάλει στὸ Ἱερὸ βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης. Τὸ εἶχα διαβάσει καὶ πρίν, ἀλλὰ τώρα, ὅταν διάβασα ἐκ νέου τὰ λόγια του Χριστοῦ ἀπευθυνόμενα στοὺς Ἀποστόλους: «ὁ μὲν θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι», ἡ καρδιά μου σκίρτησε καὶ ἀναφώνησα σιωπηλά: «Ὤ, Κύριε! Σοῦ λείπουν οἱ ἐργάτες;».
Πέρασαν χρόνια. Ἔγινα διδάκτωρ τῆς Ἰατρικῆς καὶ σκέφθηκα νὰ γράφω τὸ βιβλίο «Δοκίμια γιὰ τὴ χειρουργικὴ τῶν πυογόνων λοιμώξεων». Ὅταν πῆρα τὴν ἀπόφαση αὐτή, μοῦ ἦρθε στὸ μυαλὸ ἡ ἑξῆς περίεργη σκέψη: «Ὅταν θὰ ὁλοκληρωθῆ τὸ βιβλίο αὐτό, θὰ τὸ ὑπογράφει τὸ ὄνομα ἑνὸς ἐπισκόπου». Δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω ἀπὸ ποῦ προερχόταν αὐτὴ ἡ σκέψη. Λίγα χρόνια ἀργότερα, ὅμως, κατάλαβα ὅτι ἦταν μία σκέψη ποὺ μοῦ εἶχε ὑποβληθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, διότι μετὰ τὴν πρώτη μου σύλληψη, στὸ γραφεῖο τοῦ διοικητῆ τῶν φυλακῶν, ὁλοκλήρωσα τὴν πρώτη ἔκδοση τοῦ βιβλίου μου καὶ στὸ ἐξώφυλλο ἔγραφα: «Ἐπίσκοπος Λουκᾶς, Δοκίμια γιὰ τὴν χειρουργικὴ τῶν πυογόνων λοιμώξεων».
Πέρασαν ἀκόμη δύο χρόνια. Ἤμουν στὴν πρώτη ἐξορία στὴ Σιβηρία, στὴν πόλη Γενισέισκ. Ἦρθε τότε ἐντελῶς ξαφνικὰ νὰ μὲ συναντήσει ἕνας μοναχὸς ἀπ' τὸ Κρασνογιάρσκ. Στὴν πόλη αὐτὴ ὅλοι οἱ ἱερεῖς εἶχαν προσχωρήσει στοὺς «νεωτεριστές», καὶ ὁ πιστὸς στὴν κανονικὴ Ἐκκλησία λαὸς ἔστειλε αὐτὸν τὸν μοναχὸ νὰ χειροτονηθεῖ ἱερέας, ὄχι σὲ μένα στὸ Γενισέισκ, ἀλλὰ στὸ Μινουσὶνσκ σὲ ἕναν ἄλλο ὀρθόδοξο ἐπίσκοπο. Μία ἀνεξήγητη ὅμως δύναμη τὸν καθοδήγησε σὲ μένα στὸ Γενισέισκ. Ὅταν μὲ ἀντικρυσε, ξαφνιάστηκε, πάγωσε καὶ βουβάθηκε. Ἀποδείχθηκε πώς, ὅταν μὲ εἶδε, ἀναγνώρισε ξεκάθαρα ἐκεῖνον τὸν ἀρχιερέα ποὺ εἶχε δεῖ σὲ ἕνα ἀξέχαστο ὄνειρο, νὰ τὸν χειροτονεῖ ἱερέα δέκα χρόνια πρίν, ἐνῶ ἐγὼ ἐκεῖνον τὸν καιρὸ ἤμουν δημογιατρὸς στὴν πόλη Περεζλάβλ, Ζαλέσκι.
Ὁ Κύριος ὁ Θεὸς μὲ προίκισε μὲ διάφορα ταλέντα. Ταυτόχρονα μὲ τὸ Γυμνάσιο, τελείωσα καὶ τὴ Σχολὴ Καλῶν Τεχνῶν τοῦ Κιέβου. Εἶχα μεγάλο ταλέντο στὴ ζωγραφικὴ καὶ ἀποφάσισα νὰ δώσω στὴν Ἀκαδημία Καλῶν Τεχνῶν στὴν Ἁγία Πετρούπολη. Στὰ μισὰ τῶν ἐξετάσεων ὅμως τὶς ἐγκατέλειψα, γιατὶ θεώρησα πὼς πρέπει νὰ ὑπηρετήσω τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους μὲ ἔργο πιὸ ὠφέλιμο ἀπ' ὅ,τι ἡ ζωγραφική. Ἂν καὶ κεῖνο τὸ διάστημα εἶχε ξεκαθαρίσει μέσα μου ἡ κατεύθυνση τῆς ζωγραφικῆς δραστηριότητας τὴν ὁποία θὰ ἀκολουθοῦσα, ἐὰν δὲν ἐγκατέλειπα τὴ ζωγραφική: θὰ ἦταν καθαρὰ θρησκευτικὴ κατεύθυνση, ἢ θὰ ἀκολουθοῦσα τὰ ἴχνη τῶν Β. Βασνετσὼφ καὶ Νέστερωφ.
Ἀπὸ τότε μὲ ἀπασχολοῦσαν πολὺ καὶ ἐπίμονα τὰ δύσκολα ζητήματα τῆς θεολογίας. Τὸ βασικὸ στοιχεῖο τοῦ χαρακτήρα μου ἦταν ἡ ἔντονα ἔκδηλη ἐπιθυμία νὰ ὑπηρετῶ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ μόνο χάρη σ' αὐτό, παρὰ τὴν μεγάλη ἀντιπάθειά μου πρὸς τὶς φυσικὲς ἐπιστῆμες, ἔδωσα ἐξετάσεις στὴν Ἰατρικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Κιέβου καὶ τελείωσα μὲ ἄριστα.
Ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο κιόλας ἐκδηλώθηκε τὸ μεγάλο μου ταλέντο τοῦ ἀνατόμου καὶ χειρουργοῦ καὶ οἱ συμφοιτητές μου δὲν ἤθελαν κὰν νὰ ἀκούσουν πὼς προτίθεμαι νὰ γίνω δημογιατρός. Εἶχαν ἀποφασίσει ὁμόφωνα πὼς θὰ γίνω καθηγητὴς ἀνατομίας ἢ χειρουργικῆς. Ἀπ' ὅ,τι γνωρίζετε, εἶχαν μαντέψει σωστὰ τὸ μέλλον μου.
Ὡς δημογιατρὸς ἐργάστηκα γιὰ δεκατρία χρόνια ἀπὸ 12 ἕως 14 ὧρες τὴν ἡμέρα. Σκεφτόμουν σοβαρὰ νὰ ἐγκαταλείψω τὸ δημοτικὸ νοσοκομεῖο καὶ νὰ πάω σὲ ἀπομακρυσμένα χωριὰ ὅπου οἱ δύστυχοι ἄνθρωποι πεθαίνουν δίχως νάχουν καμμιὰ ἰατρικὴ βοήθεια. Ὁ Κύριος, ὅμως, εἶχε ἀποφασίσει διαφορετικὰ γιὰ μένα. Μὲ ἔστειλε στὴν Τασκένδη, ὅπου ἤμουν ἕνας ἀπὸ τοὺς διοργανωτὲς τοῦ Πανεπιστημίου Μέσης Ἀσίας καὶ καθηγητὴς τῆς τοπογραφικῆς ἀνατομίας καὶ ἄμεσης χειρουργικῆς. Ἦταν οἱ ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 1920.
Στὰ χρόνια τῆς πλήρους ἀσυδοσίας τῶν ἀντιθρησκευτικῶν διαδηλώσεων καὶ καρνάβαλων, ὅπου χλεύαζαν τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ἡ καρδιά μου φώναξε: «Δὲν μπορῶ νὰ σιωπῶ».
Στὴν Τασκένδη γινόταν τότε κληρικολαϊκὸ συνέδριο. Ἤμουν παρὼν καὶ γιὰ κάποιο σημαντικὸ πρόβλημα εἶχα κάνει μία ἐνθουσιώδη ὁμιλία. Αὐτὴ ἡ ὁμιλία εἶχε κάνει μεγάλη ἐντύπωση στὸν Ἐπίσκοπο Τασκένδης Ἰννοκέντιο καὶ στὸ τέλος τοῦ συνεδρίου μοῦ εἶπε ξαφνικά: «Γιατρὲ πρέπει νὰ γίνετε ἱερέας».
Ἦταν ἐντελῶς ἀπροσδόκητο γιὰ μένα, ἀλλὰ τὰ λόγια τοῦ Ἀρχιερέα τὰ ἐξέλαβα ὡς κλήση τοῦ Θεοῦ διὰ τῶν χειλέων του, καὶ χωρὶς νὰ ταλαντευτῶ οὔτε ἕνα λεπτό, ἀπάντησα: «Ἐντάξει, Σεβασμιώτατε, ἂν εἶναι θέλημα Θεοῦ, νὰ γίνω ἱερέας».
Καὶ τὴν ἑπόμενη Κυριακή, ἐγώ, ὁ καθηγητὴς τῆς ἰατρικῆς, μὲ ξενοδανεικὸ ράσο παρουσιάστηκα στὸν Ἐπίσκοπο ποὺ στεκόταν στὸν θρόνο καὶ χειροτονήθηκα ὑποδιάκονος καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Θ. Λειτουργίας διάκονος. Μετὰ ἀπὸ δύο ἑβδομάδες ἤμουν ἤδη ἱερέας - ἐφημέριος στὸν καθεδρικὸ ναό.
Ἕνα χρόνο καὶ δύο μῆνες πρὶν ἀπὸ αὐτὸ τὸ μεγάλο γεγονὸς στὴ ζωή μου, πέθανε ἡ σύζυγός μου καὶ μητέρα σας. Ὁ μικρότερος ἀπὸ σᾶς, ὁ Βαλεντίνος, ἦταν τότε ἕξι χρονῶν καὶ ὁ μεγαλύτερος, ὁ Μιχαήλ, δεκατεσσάρων.
Ἅγιος Λουκᾶς Ἀρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου