Δευτέρα 3 Ιουλίου 2017


Τὸ σημάδι τῆς ταπείνωσης
Κάποτε ποὺ εἶχα φιλοξενηθεῖ στὴν Ἀθήνα σ' ἕναν φίλο μου, μὲ παρακάλεσε νὰ δεχθῶ ἕναν οἰκογενειάρχη πρίν φωτίση, γιατὶ ἄλλη ὥρα δὲν εὐκαιροῦσε. Ἦρθε λοιπόν χαρούμενος καὶ συνέχεια δοξολογοῦσε τὸν Θεό. Εἶχε καὶ πολλὴ ταπείνωση καὶ ἁπλότητα καὶ μὲ παρακαλοῦσε νὰ εὔχωμαι γιὰ τὴν οἰκογένειά του. Ὁ ἀδελφὸς αὐτὸς ἦταν περίπου τριάντα ὀκτὼ ἐτῶν καὶ εἶχε ἑπτὰ παιδιά. Δυὸ τὸ ἀνδρόγυνο καὶ ἄλλοι δυὸ οἱ γονεῖς του, ἐν ὅλῳ ἕντεκα ψυχές, καὶ ἔμεναν ὅλοι σὲ ἕνα δωμάτιο.
Μοῦ ἔλεγε μὲ τὴν ἁπλότητα ποὺ εἶχε: «Ὄρθιους μᾶς χωράει τὸ δωμάτιο, ἀλλά, ὅταν ξαπλώνουμε, δὲν μᾶς παίρνει, εἶναι λίγο στενόχωρα. Δόξα τῷ Θεῶ, τώρα κάναμε ἕνα ὑπόστεγο γιὰ κουζίνα καὶ βολευτήκαμε. Ἐμεῖς ἔχουμε καὶ στέγη, πάτερ μου, ἐνῶ εἶναι ἄλλοι ποὺ μένουν στὴν ὕπαιθρο». Ἡ ἐργασία του ἦταν σιδερωτής. Ἔμενε στὴν Ἀθήνα καὶ ἔφευγε πρίν φωτίση, γιὰ νὰ βρεθῆ ἐγκαίρως στὸν Πειραιᾶ, ὅπου ἐργαζόταν.
Ἀπὸ τὴν ὀρθοστασία καὶ τὶς πολλές ὑπερωρίες τὰ πόδια του εἶχαν κιρσοὺς καὶ τὸν ἐνοχλοῦσαν, ἀλλὰ ἡ πολλὴ ἀγάπη του πρὸς τὴν οἰκογένειά του τὸν ἔκανε νὰ ξεχνάη τούς πόνους καὶ τὶς ἐνοχλήσεις. Ἐλεεινολογοῦσε μάλιστα τὸν ἑαυτό του συνέχεια καὶ ἔλεγε ὅτι δὲν ἔχει ἀγάπη, γιατὶ δὲν κάνει καλωσύνες σὰν Χριστιανός, καὶ ἐπαινοῦσε τὴν γυναίκα του ὅτι ἐκείνη κάνει καλωσύνες, γιατὶ ἐκτός ἀπὸ τὰ παιδιὰ καὶ τὰ πεθερικά της ποὺ φρόντιζε, πήγαινε καὶ ἔπαιρνε τὰ ροῦχα ἀπὸ τούς γέρους τῆς γειτονιᾶς, τὰ ἔπλενε, τοὺς συγύριζε καὶ τὰ σπίτια, τοὺς ἔφτιαχνε καὶ καμμιὰ σούπα.
Ἔβλεπε κανεὶς στὸ πρόσωπο τοῦ καλοῦ αὐτοῦ οἰκογενειάρχη ζωγραφισμένη τὴν θεία Χάρη. Εἶχε μέσα του τὸν Χριστὸ καὶ ἦταν γεμάτος χαρὰ καὶ τὸ δωμάτιό του γεμάτο ἀπὸ παραδεισένια χαρά. Ἐνῶ αὐτοὶ ποὺ δὲν ἔχουν μέσα τους τὸν Χριστό, εἶναι γεμάτοι ἀπὸ ἄγχος, καὶ δυὸ ἄνθρωποι νὰ εἶναι, δὲν χωρᾶνε μέσα σὲ ἕντεκα δωμάτια. Ἐνῶ οἱ ἕντεκα αὐτοὶ ἄνθρωποι μὲ τὸν Χριστό, χωροῦσαν μέσα σ' ἕνα δωμάτιο. Ἀκόμη καὶ πνευματικοὶ ἄνθρωποι, ὅσους χώρους καὶ νὰ ἔχουν, βλέπεις νὰ μὴ χωροῦν, γιατὶ μέσα τους δὲν ἔχει χωρέσει ὁ Χριστὸς ὁλόκληρος.
Ἄν οἱ γυναῖκες ποὺ ζοῦσαν στὰ Φάρασα ἔβλεπαν τὴν πολυτέλεια ποὺ ὑπάρχει σήμερα, ἀκόμη καὶ σὲ πολλὰ Μοναστήρια, θὰ ἔλεγαν: «Θὰ ρίξη ὁ Θεὸς φωτιὰ νὰ μᾶς κάψη! Ἐγκατάλειψη Θεοῦ!» Ἐκεῖνες μάζευαν τὶς δουλειὲς τάκα τάκα. Πρωὶ πρωὶ ἔπρεπε νὰ βγάλουν τὰ γίδια, μετὰ νὰ συμμάσουν τὸ σπίτι. Ὕστερα πήγαιναν στὰ ἐξωκκλήσια ἤ μαζεύονταν στὶς σπηλιές, καὶ μία ποὺ ἤξερε λίγα γράμματα διάβαζε τὸ Συναξάρι τοῦ Ἁγίου τῆς ἡμέρας. Μετά δώσ' του μετάνοιες, ἔλεγαν καὶ τὴν εὐχή. Καὶ δούλευαν, κουράζονταν. Μία γυναίκα ἔπρεπε νὰ ξέρη νὰ ράβη ὅλα τὰ ροῦχα τοῦ σπιτιοῦ. Καὶ τὰ ἔραβαν μὲ τὸ χέρι. Μηχανὲς τοῦ χεριοῦ λίγες εἶχαν σὲ καμμιὰ πόλη, στὰ χωριὰ δὲν εἶχαν.
Ἄν ὑπῆρχε στὰ Φάρασα ὅλο καὶ ὅλο μία μηχανὴ τοῦ χεριοῦ. Ἔραβαν ἀκόμη καὶ τοῦ ἄνδρα τὰ ροῦχα καὶ ἦταν πιὸ ἄνετα, καὶ τὶς κάλτσες τὶς ἔπλεκαν στὸ χέρι. Εἶχαν γοῦστο, μεράκι, ἀλλὰ τοὺς περίσσευε καὶ χρόνος, γιατὶ τὰ εἶχαν ὅλα ἁπλά. Οἱ Φαρασιῶτες δὲν κοιτοῦσαν λεπτομέρειες. Ζοῦσαν τὴν χαρὰ τῆς καλογερικῆς. Καὶ ἄν, γιὰ παράδειγμα, ἡ κουβέρτα δὲν ἦταν καλά στρωμένη καὶ κρεμόταν λίγο ἀπὸ τὴν μία μεριὰ καὶ ἔλεγες: «Σιάξε τὴν κουβέρτα», θὰ σοῦ ἔλεγαν: «Σὲ ἐμποδίζει στὴν προσευχή σου;»
Αὐτήν τὴν χαρὰ τῆς καλογερικῆς οἱ ἄνθρωποι σήμερα δὲν τὴν γνωρίζουν. Νομίζουν ὅτι δὲν πρέπει νὰ στερηθοῦν, νὰ ταλαιπωρηθοῦν. Ἄν σκέφτονταν οἱ ἄνθρωποι λίγο καλογερικά, ἄν ζοῦσαν πιὸ ἁπλά, θὰ ἦταν ἥσυχοι. Τώρα βασανίζονται. Ἄγχος καὶ ἀπελπισία στὴν ψυχή. «Ὁ τάδε πέτυχε ποὺ ἔφτιαξε δύο πολυκατοικίες ἤ ποὺ ἔμαθε πέντε γλῶσσες κ.λπ.! Ἐγὼ δὲν ἔχω οὔτε ἕνα διαμέρισμα, δὲν ξέρω οὔτε μία ξένη γλώσσα. Ὤχ, χάθηκα!». Ἔχει κάποιος ἕνα αὐτοκίνητο καὶ ἀρχίζει: «Ὁ ἄλλος ἔχει καλύτερο. Νὰ πάρω καὶ ἐγώ». Παίρνει τὸ καλύτερο, ὕστερα μαθαίνει ὅτι ἄλλοι ἔχουν ἀεροπλάνα ἀτομικὰ καὶ πάλι βασανίζεται. Τελειωμὸ δὲν ἔχουν.
Ἐνῶ ἄλλος ποὺ δὲν ἔχει αὐτοκίνητο, ὅταν δοξάζη τὸν Θεό, χαίρεται: «Δόξα τῷ Θεῶ, λέει, ἄς μήν ἔχω αὐτοκίνητο, ἔχω γερὰ τὰ πόδια μου καὶ μπορῶ νὰ περπατήσω. Πόσοι ἄνθρωποι εἶναι μὲ κομμένα πόδια, δὲν μποροῦν νὰ ἐξυπηρετηθοῦν, νὰ βγοῦν ἕναν περίπατο, θέλουν ἕναν ἄνθρωπο νὰ τοὺς ὑπηρετῆ, ἐνῶ ἐγὼ ἔχω τὰ πόδια μου!». Καὶ ἕνας κουτσὸς ποὺ λέει: «Καὶ ἄλλοι ποὺ δὲν ἔχουν καὶ τὰ δυὸ πόδια;», καὶ αὐτὸς χαίρεται. Ἡ ἀχαριστία καὶ ἡ ἀπληστία εἶναι μεγάλο κακό. Ὁ κυριευμένος ἀπὸ ὑλικὰ πράγματα εἶναι κυριευμένος πάντα ἀπὸ στενοχώρια καὶ ἄγχος, γιατὶ πότε τρέμει μὴν τοῦ τὰ πάρουν καὶ πότε μὴν τοῦ πάρουν τὴν ψυχή.
Μία μέρα ἦρθε ἕνας πλούσιος ἀπὸ τὴν Ἀθήνα καὶ μοῦ λέει: «Πάτερ, ἔχασα τὴν ἐπαφὴ μὲ τὰ παιδιά μου, ἔχασα τὰ παιδιά μου». «Πόσα παιδιὰ ἔχεις;», τοῦ λέω. «Δύο, μοῦ λέει. Τὰ μεγάλωσα μὲ τοῦ πουλιοῦ τὸ γάλα. Τί ἤθελαν καὶ δὲν τὸ εἶχαν! Ἀκόμη καὶ αὐτοκίνητο τὰ πῆρα». Ἀπὸ τὴν συζήτηση βγῆκε ὅτι εἶχε καὶ αὐτὸς δικό του αὐτοκίνητο καὶ ἡ γυναίκα του δικό της καὶ τὰ παιδιὰ δικό τους. «Εὐλογημένε, τοῦ λέω, ἐσύ, ἀντὶ νὰ λύσης τὰ προβλήματά σου, τὰ μεγάλωσες. Τώρα θέλεις ἕνα μεγάλο γκαρὰζ γιὰ τὰ αὐτοκίνητα, ἕναν μηχανικὸ νὰ τὸν πληρώνης τετραπλάσια, γιὰ νὰ τὰ διορθώνης, χώρια ποὺ κινδυνεύετε καὶ οἱ τέσσερις κάθε στιγμὴ νὰ σκοτωθῆτε. Ἐνῶ, ἄν εἶχες ἁπλοποιήσει τὴν ζωή σου, θὰ ἦταν ἑνωμένη ἡ οἰκογένειά σου, θὰ καταλάβαινε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ δὲν θὰ εἶχες αὐτὰ  τὰ προβλήματα. Δὲν φταῖνε τὰ παιδιά σου τώρα, ἐσύ φταῖς ποὺ δὲν φρόντισες νὰ δώσης ἄλλη ἀγωγὴ στὰ παιδιά σου». Μία οἰκογένεια, τέσσερα αὐτοκίνητα, ἕνα γκαράζ, ἕναν μηχανικὸ κ.λπ.! Ἄς πάη ὁ ἄλλος λίγο ἀργότερα. Ὅλη αὐτὴ ἡ εὐκολία γεννάει δυσκολίες.
Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου