Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019



Εἰς τὴν Περιτομὴν τοῦ Κυρίου καὶ τὸ νέο ἔτος (α)
Οἱ ἱεροὶ ὕμνοι ποὺ ψάλαμε ἀπόψε μᾶς ἀπεκάλυψαν καὶ τὸ βαθὺ θεολογικὸ νόημα τῆς σημερινῆς ἑορτῆς, τῆς Περιτομῆς τοῦ Κυρίου. Ἔλεγαν: «Συγκαταβαίνων ὁ Σωτὴρ τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων κατεδέξατο σπαργάνων περιβολήν, οὐκ ἐβδελύξατο σαρκὸς τὴν περιτομήν», δὲν ἐπαισχύνθη οὔτε καὶ αὐτὴ τὴν ἴδια τὴν περιτομὴ τῆς σαρκός. Εἶναι ἕνα ἀνεξιχνίαστο μυστήριο αὐτό, αὐτὴ ἡ μεγάλη συγκατάβασις, ἡ ἄκρα ταπείνωσις τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μας, ὁ ὁποῖος κατεδέχθη ὅλη τὴν ἀνθρώπινη ζωὴ νὰ ἀρχίση, ἀλλὰ καὶ αὐτοὺς τοὺς τύπους τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου νὰ ἐκπληρώση καὶ αὐτὴ τὴν περιτομὴ νὰ ὑποστῆ. Γι’ αὐτὸ ὁ ἱερὸς ὑμνωδὸς ἐξίσταται βλέπων τὸν Κύριο, ὄχι μόνο νὰ περιτυλίγεται μὲ τὰ σπάργανα τοῦ βρέφους, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ τὴν περιτομή, τὸ κόψιμο δηλαδὴ τῆς ἁγίας Του σαρκός, νὰ ὑπομένη. Καὶ ὅλα αὐτὰ γιὰ τὴν σωτηρία μας.
Ἦταν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη οἱ Ἰσραηλίτες νὰ περιτέμνωνται· καὶ αὐτὸ ἦταν σημεῖο τῆς Διαθήκης τοῦ Θεοῦ. Ὅτι αὐτὸς ὁ ὁποῖος περιετέμνετο ἀνῆκε στὸν λαὸ τῆς Διαθήκης, στὸν λαὸ ποὺ εἶχε τὶς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ, τὶς ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ. Ἦταν σημεῖο συμφωνίας μεταξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν πιστῶν Ἰσραηλιτῶν. Γι’ αὐτὸ δὲν ἐννοεῖτο Ἰσραηλίτης πιστὸς ποὺ νὰ μὴ ἔχη δεχθῆ τὴν περιτομή. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ περιτομή -ἡ σαρκικὴ περιτομή- ἐνομοθετήθη ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ νὰ προετοιμάση τὸν λαὸ καὶ νὰ τὸν προσανατολίση πρὸς μία ἄλλη περιτομή, ἡ ὁποία θὰ ἦταν καὶ ἡ ἀληθινὴ περιτομή, τὴν περιτομὴ ὄχι πλέον τῆς σαρκός, ἀλλὰ τὴν περιτομὴ τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, τὴν περιτομὴ τῶν παθῶν καὶ τὴν ἔνδυσι μὲ τὸν νέο ἄνθρωπο τῆς Χάριτος. Γι’ αὐτὸ λέγουν ὁ ἀπόστολος Παῦλος καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅτι ἡ περιτομὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἦταν τὸ σύμβολο τῆς ἀληθινῆς περιτομῆς, τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος.
Τώρα ὁ νέος Ἰσραὴλ τῆς Χάριτος πάλι ἔχει ἕνα σημεῖο τῆς Διαθήκης, τῆς Νέας Διαθήκης. Τὸ σημεῖο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἦταν ἡ περιτομή. Τὸ σημεῖο τῆς Νέας Διαθήκης εἶναι τὸ ἅγιο Βάπτισμα. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη περιετέμνοντο τὰ ἀρσενικὰ παιδιά. Τώρα καὶ τὰ θηλυκὰ παιδιά, ὅλοι, ἄνδρες καὶ γυναῖκες δέχονται τὴν νέα περιτομὴ τῆς Χάριτος, τὸ Βάπτισμα τῆς Χάριτος, καὶ γίνονται μέλη τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ νέου Ἰσραήλ, τοῦ Ἰσραὴλ τῆς Χάριτος. Καὶ ἡ περιτομὴ αὐτὴ γίνεται μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα, μὲ τὸ ὁποῖο περιτέμνεται, κόβεται, ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος καὶ ἐγκαινίζεται ὁ νέος ἄνθρωπος. Τότε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἶχαν μόνο περιτομή. Τώρα στὴν Νέα Διαθήκη ἔχουμε καὶ περιτομὴ τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ ἔχουμε καὶ ἐγκαινισμὸ μέσα στὸν ἄνθρωπο τοῦ νέου ἀνθρώπου, τοῦ ἀνθρώπου τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τότε ἔκοβαν, ἀλλὰ δὲν ἐλάμβαναν Πνεῦμα Ἅγιον. Τώρα κόβεται ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ λαμβάνουμε Πνεῦμα Ἅγιο.
Γι’ αὐτὸ αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ περιτομή, τὸ ἅγιο Βάπτισμα τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ νέο σημεῖο τῆς Χάριτος, τὸ σημεῖο τῆς Καινῆς Διαθήκης, ποὺ ἔχουν ὅλοι οἱ σφραγισμένοι Χριστιανοί. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστιανὸς διὰ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος σφραγίζεται μὲ τὸν τύπο τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ, καὶ ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ εἴμεθα, ὅπως λένε οἱ εὐχὲς τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ἐσφραγισμένοι μὲ «τὸν τύπο τοῦ σημείου τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου», δηλαδὴ μὲ τὸν Τίμιο καὶ Ζωοποιὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ. Δὲν εἴμαστε σφραγισμένοι μὲ μία περιτομὴ σαρκική, ἀλλὰ εἴμαστε σφραγισμένοι μὲ ἕνα σφράγισμα πνευματικὸ καὶ αἰώνιο. Μὲ ἕνα σφράγισμα τὸ ὁποῖο δὲν περνάει μὲ τὸ πέρασμα τῆς σαρκός. Ὅταν ὁ Ἰσραηλίτης πέθαινε καὶ ἔλιωνε τὸ σῶμα του, ἔλιωνε καὶ τὸ σφράγισμα τῆς περιτομῆς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Τώρα ὁ Χριστιανὸς καὶ νὰ πεθάνη, ἔχοντας τὸ πνευματικὸ σφράγισμα τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ, αὐτὸ τὸ σφράγισμα εἶναι αἰώνιο καὶ ἀνεξίτηλο ἐπάνω του. Καὶ δὲν τὸ χάνει, ἐκτὸς ἐὰν ὁ ἴδιος ἀρνηθῆ τὴν πίστι καὶ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ πέση στὴν ἀθεΐα ἢ στὶς ἄλλες θρησκεῖες καὶ τὶς αἱρέσεις.
Μᾶς συνοδεύει λοιπὸν ἡ νέα περιβολὴ τῆς Χάριτος τῆς Καινῆς Διαθήκης, τὸ νέο σημεῖο τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸ εἶναι κάτι τὸ ὁποῖο μᾶς γεμίζει μὲ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Θεόν, ὅτι εἴμεθα ὅλοι μὲ τὸ δικό Του ἅγιο σφράγισμα, μὲ τὸ δικό Του ἀνεξίτηλο πνευματικὸ σφράγισμα. Δὲν εἴμαστε ὅπως τὰ Ἔθνη, ὅπως οἱ ἐκτὸς Χριστοῦ ἀσφράγιστοι, καὶ γι’ αὐτὸ ἕρμαια τῶν δαιμόνων. Ὅταν ὁ διάβολος δῆ τὸν ἀσφράγιστο, εὔκολα τὸν κάνει δικό του. Ὅταν ὅμως δῆ τὸν ἐσφραγισμένο μὲ τὸ Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα, δὲν μπορεῖ νὰ τὸν κάνη δικό του, παρὰ μόνον ἂν αὐτὸς δώση τὴν καρδιά του στὸν διάβολο. Δὲν ἔχει ἐξουσία ὁ διάβολος οὔτε ὁ ἀντίχριστος εἰς τοὺς ἐσφραγισμένους ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἀρχιμ. Γεώργιος Καψάνης,
Προηγούμενος Ι. Μ. Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2019



Ὅταν παίζεις μὲ τὸ ἄυλο χρῆμα, 
παίζεις μὲ τὰ φαντάσματα… (β)
Τὸ θελήσαμε, ὅμως, νὰ μείνουμε ἐμβρόντητοι. Τὸ ζητήσαμε νὰ μαγευτοῦμε ἀπὸ τὸ ἀνεξέλεγκτο. Λόγω τῆς ἀνίας της, ἡ Δύση -ἀφοῦ πλέον εἶχε ξεφύγει ἀπὸ τὰ βάσανα- νόμιζε ὅτι θὰ διασκέδαζε μὲ τὸ νὰ παίξει ἀκόμη ἕνα παιγνίδι, μὲ τὸ ἄυλο χρῆμα αὐτὴ τὴ φορά. Τὸ ἄυλο τὴν ξεγέλασε. Ἀλλὰ ὅταν παίζει κανεὶς μὲ τὰ ἄυλα, εἶναι σὰν νὰ παίζει μὲ τὰ φαντάσματα. Καὶ δὲν δικαιοῦται τότε νὰ λέει ὅτι τὸν παραπλάνησαν τὰ φαντάσματα, γιατὶ τὰ τελευταῖα εἶναι γιὰ νὰ κάνουν αὐτὸ ἀκριβῶς. Τὸ καινούργιο καὶ τὸ ἀπρόβλεπτο
Πρὸς τί λοιπὸν τὸ παράπονο; Ὁ κόσμος μας ἐπεθύμησε τὸ καινούργιο ὑπὸ τὸν ὄρο ὅτι δὲν θὰ περιεῖχε τὸ ἀπρόβλεπτο. Ἦταν παράλογο αὐτό, καὶ κάτι χειρότερο: ἀφύσικο. Ἔτσι τὸ πλῆγμα ἦρθε ἀναπόφευκτα. Πρέπει νὰ τὸ σκεφτοῦμε ξανὰ αὐτό, πρέπει νὰ χωνέψουμε τὴν ἀποτυχία μας. Προβάλλει μήπως τὸ αἴτημα ἑνὸς νέου φαταλισμοῦ; Ὄχι ἀναγκαστικά.
Σὲ κάποιους ἴσως ριζώσει, πράγματι, ἕνα αἴσθημα ταπεινωμένης ὑποταγῆς σὲ ὅσα γίνονται ἐρήμην τους. Γιὰ κάποιους ἄλλους ὅμως μπορεῖ νὰ ἔχει ἀκόμη ἕνα νόημα νὰ ἐπαναπροσανατολιστοῦν χωρὶς αὐταπάτες. «Τὸ πεπρωμένο ὁδηγεῖ ὅποιον βούλεται, καὶ ὅποιον δὲν βούλεται, τὸν σέρνει», εἶχε πεῖ ὁ ὑπομονετικὸς Σενέκας.
Ἂς ἀρνηθοῦμε λοιπὸν νὰ συρθοῦμε ἀπὸ τὰ πράγματα κι ἂς προσπαθήσουμε νὰ πορευτοῦμε μέσα σ’ αὐτὸ ποὺ μοιάζει νὰ συντελεῖται τυχαία, ἀπὸ τοὺς ἀνταγωνισμούς, τὴν τρέλα τοῦ κέρδους, τὴ μανία τῆς ἐξουσίας, τὴν παγκόσμια ἀνικανότητα γιὰ σύναψη συμφωνιῶν. Ἡ μόνη θεραπεία γιὰ τὸ ἀπρόβλεπτο εἶναι ἡ τήρηση τῶν ὑποσχέσεων. Κι αὐτὴ ἡ ὑποχρέωση καταργήθηκε διεθνῶς, γελοιοποιήθηκε.
Δὲν μένει ἄλλο, ἑπομένως, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ νὰ συμφιλιωθοῦμε μὲ τὴν ἰδέα ὅτι ὑπάρχει τὸ ἐντελῶς ἀναπάντεχο. Τὸ περιέχουν τὰ πράγματα καὶ οἱ καταστάσεις, τὸ φέρει ὅμως καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος. Κάθε φορὰ ποὺ γεννιέται ἕνα ἀνθρώπινο πλάσμα, ἔρχεται στὸν κόσμο καὶ ἡ δυνατότητα νὰ συμβεῖ τὸ ὁτιδήποτε. Ἡ γέννηση εἶναι ἕνα μοναδικὸ συμβὰν κι ἀνάλογα μοναδικὴ μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ ἡ δράση καθενός. Μποροῦμε νὰ ξαναγεννήσουμε τὸν ἑαυτό μας, νὰ ξαναγίνουμε δραστήριοι εἴτε ἀπὸ ἀπελπισία, εἴτε ἀπὸ πεῖσμα, εἴτε ἐπειδὴ νιώθουμε πὼς αὐτὸ εἶναι τὸ μόνο γόητρο γιὰ ἕναν θνητό. Εὔχομαι νὰ ἰσχύσει τὸ τελευταῖο.
Βασίλης Καραποστόλης

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2019



Ὅταν παίζεις μὲ τὸ ἄυλο χρῆμα, 
παίζεις μὲ τὰ φαντάσματα… (α)
Εἶναι κακομοιριὰ νὰ τρομάζει κανεὶς ὑπερβολικὰ μὲ τὸ ἄγνωστο. Καὶ ὅμως αὐτὸ συμβαίνει σήμερα. Ἡ ἄφιξη τοῦ νέου χρόνου βρίσκει τὴν ἀνθρωπότητα ζαρωμένη σὲ μιὰ γωνιὰ νὰ παρακολουθεῖ μὲ δέος τὰ κύματα τοῦ χρόνου ποὺ ἔρχονται καταπάνω της.
Ὁ κόσμος φοβᾶται αὐτὸ ποὺ γεννιέται, ἀντὶ νὰ τὸ χαιρετίζει ἀνυπόμονα. Εἶναι γιατὶ μέσα στὸ καινούργιο κυριάρχησε τὸ ἀπρόβλεπτο. Τὰ γεγονότα ξέσπασαν ξαφνικὰ καὶ ἀπροειδοποίητα, εἶναι ἀλήθεια αὐτό. Ἦρθε ἡ κρίση, ἦρθε ἡ ἀναστάτωση, ὅλα αὐτὰ ποὺ κάνουν τοὺς πάντες νὰ ὁμολογοῦν: «Δὲν τὸ περιμέναμε». Μὰ τί νὰ περιμένουν; Κανεὶς δὲν περίμενε τίποτε, πολὺ καιρὸ πρὶν ἐνσκήψει ἡ κρίση. Δὲν ὑπῆρχε οὔτε ἀναμονή, οὔτε προσμονή, οὔτε πρόβλεψη. Ἡ ἴδια ἡ ἔννοια τῆς πρόβλεψης εἶχε ἤδη ὑπονομευτεῖ στὶς δυτικὲς κοινωνίες.
Μέχρι πρὶν ἀπὸ μισὸ αἰώνα μὲ βάση κάποιους ὑπολογισμοὺς οἱ ἄνθρωποι ἦταν σὲ θέση νὰ πιθανολογήσουν τὸ τί θὰ συμβεῖ τοὺς ἑπόμενους μῆνες, τὰ ἑπόμενα χρόνια. Οἱ ἐκτιμήσεις αὐτὲς τοὺς βοηθοῦσαν νὰ χαράξουν τὴν πορεία τους, ὅπως τοὺς βοηθοῦσε ἐπίσης καὶ τὸ σῶμα τους, ὁ ὀργανισμός τους μὲ τὶς φυσικές του ἰδιότητες. Τὰ μάτια, τὰ χέρια, κάθε ὄργανο, εἶχαν τὴ δυνατότητα νὰ προσαρμοστοῦν αὐτομάτως σὲ πολλὰ ἀπρόοπτα.
Ὅταν ἔρχεται μία δυνατὴ ριπὴ ἀνέμου, τὰ βλέφαρα κατεβαίνουν καὶ τὸ μάτι μισοκλείνει ἀμέσως γιὰ νὰ ἐμποδίσει νὰ μποῦν ἡ σκόνη καὶ τὰ σκουπιδάκια. Γιὰ πολὺ μεγάλο διάστημα τὸ ἀπρόβλεπτο ἀντιμετωπιζόταν μὲ τὰ ἀνακλαστικὰ τῶν ἀνθρώπων, μὲ τοὺς θεσμούς τους, μὲ τοὺς νόμους καὶ τὰ συμβόλαια. Ὥσπου αὐτὴ ἡ περίοδος τῆς φυσικῆς προσαρμοστικότητας ἔληξε βίαια.
Τὰ δημιουργήματα καὶ ὁ αἰφνιδιασμὸς
Μετὰ τὸν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ἡ Δύση δὲν ἔκανε ἄλλο παρὰ νὰ παράγει, χωρὶς νὰ συνειδητοποιεῖ αὐτὸ ποὺ θὰ τὴν ἐξέπληττε κάποτε δυσάρεστα. Κατασκευάζονταν ἀντικείμενα καὶ μηχανήματα προορισμένα νὰ ἐντυπωσιάσουν, νὰ συνεπάρουν, νὰ αἰχμαλωτίσουν, νὰ ἀνατρέψουν συνήθειες, νὰ καταργήσουν κεκτημένους ρυθμούς, νὰ δείξουν μὲ δυὸ λόγια στὸν ἄνθρωπο-δημιουργό τους ὅτι εἶναι ἀντίγραφα τῆς πιὸ ἐκπληκτικῆς, τῆς πιὸ ἀστάθμητης πλευρᾶς τοῦ πνεύματός του.
Τὸ αὐτοκίνητο ἔπρεπε νὰ τρέχει γρηγορότερα, ὅπως καὶ οἱ σκέψεις, οἱ εἰκόνες στὶς ὀθόνες νὰ ἐναλλάσσονται ἀπότομα, ὅπως οἱ ἐντυπώσεις, οἱ πόρτες νὰ ἀνοίγουν μόνες τους καὶ χωρὶς θόρυβο, ὅπως σὲ κάποια ὄνειρα. Μπροστὰ στὰ κατορθώματά του ὁ κατασκευαστὴς ἔμενε ἄναυδος. Ἡ δική του ἀστάθεια, ἡ δική του μεταβλητότητα, ὅλα τὰ καπρίτσια τῆς διάνοιας καὶ τῆς φαντασίας του, εἶχαν μεταφερθεῖ στὰ ἀντικείμενα ποὺ ἐπρόκειτο νὰ χρησιμοποιήσει.
Μοιραία, τὰ δημιουργήματά του θὰ τὸν αἰφνιδίαζαν. Γιατὶ τὸ πνεῦμα μας μαζὶ μὲ τὸ ἐκπληκτικὸ περιέχει καὶ τὸ παράλογο. Θὰ ἔπρεπε νὰ ἤμασταν ἕτοιμοι, ἀφοῦ τὸ ἀποφασίσαμε, νὰ ἀποδεχθοῦμε ἀκόμη κι αὐτό: νὰ μὴν καταλαβαίνουμε καλὰ τὸ πῶς ἀντὶ τοῦ ἄλφα εἶναι ἐνδεχόμενο νὰ προκύψει τὸ βήτα. Ἡ κρίση εἶναι μία τέτοια κολοσσιαία διάψευση. Τὴν προετοίμασε μέσα στὸν πολιτισμό μας ἡ ἀντικατάσταση τῆς πρόνοιας ἀπὸ τὴν καινοτομία ποὺ ἔγινε αὐτοσκοπὸς καὶ ποὺ κατέληξε νὰ προκαλεῖ περισσότερες νευρικὲς ἐντάσεις παρὰ περιέργειες.
Βασίλης Καραποστόλης

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2019


Ἁγιασμένες μέρες (β)
Ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος γράφει, στὸν Λόγο του γιὰ τὴν Ταπεινοφροσύνη, τὰ παρακάτω ἐξαίσια λόγια: «Θέλω ν’ ἀνοίξω τὸ στόμα μου, ἀδελφοί μου, καὶ νὰ λαλήσω γιὰ τὴν ὑψηλὴ ὑπόθεση τῆς ταπεινοφροσύνης, κ’ εἶμαι γεμάτος φόβο, σὰν ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπο ποὺ ξέρει πὼς θὰ μιλήσει γιὰ τὸν Θεό. Γιατί ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι στολὴ τῆς θεότητας. Γιατί ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, αὐτὴ ντύθηκε, κ’ ἦρθε σὲ συνάφεια μαζί μας μ’ αὐτή, παίρνοντας σῶμα σὰν τὸ δικό μας. Κι ὅποιος τὴ ντύθηκε, ἀληθινὰ ἔγινε ὅμοιος μ’ Ἐκεῖνον, ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὸ ὕψος Του, καὶ ποὺ σκέπασε τὴν ἀρετὴ τῆς μεγαλωσύνης Του καὶ τὴ δόξα Του μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη. Κι αὐτὸ ἔγινε γιὰ νὰ μὴν κατακαεῖ ἡ κτίση ἀπὸ τὴ θωριά Του. Γιατί ἡ κτίση δὲν μποροῦσε νὰ τὸν κοιτάξει, ἂν δὲν ἔπαιρνε ἕνα μέρος ἀπ’ αὐτὴ (τὸ σῶμα), κ’ ἔτσι μίλησε μ’ αὐτή. Σκέπασε τὴ μεγαλωσύνη Του μὲ τὴ σάρκα, καὶ μ’ αὐτὴ ἦρθε σὲ συνάφεια μαζί μας, μὲ τὸ σῶμα ποὺ ἐπῆρε ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ Θεοτόκο Μαρία. Ὥστε, βλέποντάς τον ἐμεῖς πὼς εἶναι ἀπὸ τὸ γένος μας καὶ πὼς μᾶς μιλᾶ σὰν ἄνθρωπος, νὰ μὴν τρομάξουμε ἀπὸ τὴ θωριά Του. Γι’ αὐτό, ὅποιος φορέσει τὴ στολὴ ποὺ φόρεσε ὁ Κτίστης (δηλαδὴ τὴν ταπεινοφροσύνη), τὸν ἴδιον τὸν Χριστὸ ντύθηκε».
Ἡ φάτνη εἶναι ἡ ταπεινὴ καρδιά, ποὺ μοναχὰ σ’ αὐτὴ πηγαίνει καὶ γεννιέται ὁ Χριστός.
Ἡ Ἐκκλησία μας φωτοβολᾶ μέσα στὸ χειμωνιάτικο σκοτάδι, γιορτάζοντας τὴ Γέννηση τοῦ Κυρίου. Ἀπὸ μέσα της ἀκούγεται μία ὑπερκόσμια ὑμνωδία, σὰν ἐκείνη ποὺ ψέλνανε οἱ ἄγγελοι τὴ νύχτα ποὺ γεννήθηκε ὁ Κύριος, «ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων». Ποιὸς λαὸς ἄλλος, παρεκτὸς ἀπό μᾶς, ἔχει αὐτὴ τὴν εὐλογία; Ποιὸ ἄλλο ἔθνος τέρπεται κ’ εὐφραίνεται κι ἁγιάζεται μὲ τέτοια οὐράνια ἀπηχήματα;
Καὶ ποιὰ εἶναι ἡ ἀρχαγγελικὴ σάλπιγγα πού ἀκούγεται σήμερα πού γεννιέται ὁ Χριστός; Εἶναι τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Ποιητοῦ. Κι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἀκούγεται μία ἄλλη γλυκύτατη φωνή, ἡ φωνὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ. Δύο κόρδες τῆς ἴδιας οὐράνιας κιθάρας! Ὁ Κοσμᾶς ἔχει γράψει τὸν Κανόνα τῶν Χριστουγέννων σὲ πιὸ ἁπλὴ ἀρχαία γλώσσα, στὸ πεζό. Ὁ Δαμασκηνὸς ἔχει γράψει τὸν δεύτερο Κανόνα τῆς ἴδιας γιορτῆς σὲ πιὸ ἀρχαία γλώσσα καὶ σὲ στίχο ἰαμβικόν. Ὁ ἐνθουσιασμὸς τοῦ ἑνὸς συνταιριάζεται μὲ τὴ μεγαλοπρέπεια τοῦ ἄλλου.
Λοιπόν, ἂς εὐχαριστήσουμε τὸν Κύριο μὲ χαροποιὰ δάκρυα, κι ἂς ψάλουμε μὲ γλυκόφονα στόματα τὸν ἐπινίκειον ὕμνο:
«Ἔθνη τὰ πρόσθεν τῇ φθορὰ βεβυσμένα,
ὄλεθρον ἄρδην δυσμενοῦς πεφευγότα,
ὑψοῦτε χείρας σὺν κρότοις ἐφυμνίοις,
μόνον σέβοντα Χριστὸν ὡς εὐεργέτην
ἐν τοῖς καθ’ ἡμᾶς συμπαθῶς ἀφιγμένον».
«Ὢ ἔθνη, ποὺ εἴσαστε πρὶν βουτηγμένα στὴ φθορὰ καὶ στὸν θάνατο, καὶ ποὺ ξεφύγατε ὁλότελα ἀπὸ τὴν καταστροφὴ τοῦ πονηροῦ διαβόλου, ὑψώσετε τὰ χέρια σας μὲ χαρὰ καὶ μὲ ἀγαλλίαση, λατρεύοντας μοναχὰ τὸν Χριστό, τὸν εὐεργέτη σας, ποὺ ἦρθε στὸν κόσμο μας ἀπὸ συμπόνεση, γιὰ νὰ μᾶς σώσει».
Φώτης Κόντογλου

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2019



Ἁγιασμένες μέρες (α)
Τὴν πνευματικὴ χαρὰ καὶ τὴν οὐράνια ἀγαλλίαση ποὺ νοιώθει ὁ χριστιανὸς ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα, δὲν μπορεῖ νὰ τὴ νοιώσει, μὲ κανέναν τρόπο, ὅποιος τὰ γιορτάζει μοναχὰ σὰν μία συγκινητικὴ συνήθεια, ποὺ εἶναι δεμένη περισσότερο μὲ τὶς συνηθισμένες χαρὲς τοῦ κόσμου, μὲ τὸν χειμώνα, μὲ τὰ χιόνια, μὲ τὸ ζεστὸ τζάκι.
Μοναχὰ ὁ ὀρθόδοξος χριστιανὸς γιορτάζει τὰ Χριστούγεννα πνευματικά, κι ἀπὸ τὴν ψυχὴ του περνᾶνε ἁγιασμένα αἰσθήματα, καὶ τὴ ζεσταίνουνε μὲ κάποια θέρμη παράδοξη, ποὺ ἔρχεται ἀπὸ ἕναν ἄλλο κόσμο, τὴ θέρμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κατὰ τὸν ἀναβαθμὸ ποὺ λέγει:
«Ἁγίῳ Πνεύματι πάσα ψυχὴ ζωοῦται, καὶ καθάρσει ὑψοῦται, λαμπρύνεται τῇ τριαδικῇ μονάδι, ἱεροκρυφίως».
Ψυχὴ καὶ σῶμα γιορτάζουν μαζί, εὐφραίνουνται μὲ τὴ θεία εὐφροσύνη, ποὺ δὲν τὴν ἀπογεύεται ὅποιος βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸν Χριστό. Ἐνῶ ἡ καρδιὰ τοῦ χριστιανοῦ, αὐτὲς τὶς ἁγιασμένες μέρες, εἶναι γεμάτη ἀπὸ τὴν εὐωδία τῆς ὑμνωδίας, γεμάτη ἀπὸ μία γλυκύτατη πνευματικὴ φωτοχυσία, ποὺ σκεπάζει ὅλη τὴν κτίση, τὰ βουνά, τὴ θάλασσα, τὸν κάθε βράχο, τὸ κάθε δέντρο, τὴν κάθε πέτρα, τὸ κάθε πλάσμα. Ὅλα εἶναι ἁγιασμένα, ὅλα γιορτάζουνε, ὅλα ψέλνουνε, ὅλα εὐφραίνονται, ὅλη ἡ φύση εἶναι «ὡς ἐλαία κατάκαρπος ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ». Κανεὶς δὲν νοιώθει στὴν καρδιὰ του τέτοια χαρά, παρὰ μονάχα ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ καὶ ποὺ ζεῖ τὶς μέρες τῆς ζωῆς του μαζὶ μὲ τὸν Θεό, γιατί κανένας ἄλλος ἀπὸ τὸν Θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ δώσει τέτοια χαρά, τέτοια εἰρήνη, κατὰ τὸν λόγο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο: «Τὴ δική μου τὴν εἰρήνη σᾶς δίνω, δὲν σᾶς δίνω ἐγὼ τὴν εἰρήνη ποὺ δίνει ὁ κόσμος».
Ἡ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ κ’ ἡ εἰρήνη εἶναι ἀλλιώτικη ἀπὸ τὴ χαρὰ κι ἀπὸ τὴν εἰρήνη τούτου τοῦ κόσμου. Γιὰ τοῦτο ὁ ἄνθρωπος ποὺ χαίρεται νὰ πηγαίνει στὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ πιεῖ ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἀθάνατη βρύση τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς καὶ τῆς εἰρήνης, λέγει μαζὶ μὲ τὸν Δαβίδ:
«Ἐξαπόστειλον, Κύριε, τὸ φῶς σου καὶ τὴν ἀλήθειάν σου· αὐτὰ μὲ ὡδήγησαν καὶ ἤγαγόν με εἰς ὄρος ἅγιόν σου καὶ εἰς τὰ σκηνώματά σου· καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς τὸ θυσιαστήριον τοῦ Θεοῦ, πρὸς τὸν Θεὸν τὸν εὐφραίνοντα τὴν νεότητά μου».
Ἂς γιορτάσουμε λοιπὸν κι ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ, ἐν ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ὠδαῖς πνευματικαῖς», καὶ τότε καὶ τ’ ἄλλα «προστεθήσεται ἡμῖν», θὰ μᾶς δοθοῦνε, ἤγουν ἡ χαρὰ τοῦ σπιτιοῦ, τῆς οἰκογένειας, τῆς φύσης, τῆς συναναστροφῆς, τῆς ἁγνῆς διασκέδασης, γιατί ὅλα θὰ τὰ γλυκαίνει ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, καὶ θὰ τὰ ζεσταίνει ἡ θέρμη Ἐκείνου ποὺ εἶναι ὁ ζωοδότης.
Μέγα μάθημα τῆς ταπείνωσης εἶναι γιά μᾶς, ἀδελφοί μου, ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Ποῦ γεννήθηκε; Μέσα σὲ μία φάτνη, σ’ ἕνα παχνὶ νὰ ποῦμε καλύτερα, γιὰ νὰ νοιώσουμε βαθύτερα τὴν ἀνείπωτη συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ, γιατί τ’ ἀρχαῖα λόγια κάνουνε νὰ φαίνουνται στὰ μάτια μας πλούσια καὶ τὰ φτωχὰ πράγματα. Ἡ μητέρα του, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, μακριὰ ἀπὸ τὸ σπίτι της, ξένη σὲ ξένον τόπο, πῆγε καὶ τὸν γέννησε μέσα σ’ ἕνα μαντρί. Τὸ βόδι καὶ τὸ γαϊδούρι τὸν ζεστάνανε μὲ τὴν ἀνασαμιά τους. Τσομπάνηδες τὸν συντροφέψανε. Μαζὶ μὲ τὰ νιογέννητα ἀρνιὰ λογαριάστηκε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ Ἀδάμ. Ποιὸς ἄνθρωπος γεννήθηκε μὲ μεγαλύτερη ταπείνωση;
Φώτης Κόντογλου

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2019



Τά Χριστούγεννα ἑνός ἀγοριοῦ (β)
Μία κυρία ἔτρεξε γρήγορα, τοῦ ἔβαλε στό χέρι ἕνα καπίκι καί τοῦ ἄνοιξε τήν πόρτα γιά νά βγεῖ. Πόσο φοβήθηκε ὁ μικρός! Τό καπίκι τοῦ ἔπεσε τήν ἴδια στιγμή καί κύλησε πάνω στά σκαλοπάτια, γιατί δέν μποροῦσε, βλέπετε, νά κλείσει τά κόκκινα δάχτυλά του καί νά τό σφίξει. Τό ἔβαλε στά πόδια ὁ μικρός κι ἔτρεξε, ὅσο πιό γρήγορα μποροῦσε, χωρίς νά ξέρει πρός τά ποῦ. Πάλι θέλει νά κλάψει, ἀλλά φοβᾶται, καί τρέχει, τρέχει χουχουλιάζοντας τά χεράκια του. Τότε τόν πιάνει μία θλίψη, γιατί ξαφνικά ἔνιωσε τόσο μόνος καί τόσο ἀπαίσια. Ὅμως, ξάφνου, Θεέ καί Κύριε! Τί εἶναι αὐτό πάλι; Ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων στέκεται καί κάτι κοιτάζει: σέ ἕνα παράθυρο, πίσω ἀπό τό τζάμι, τρεῖς κοῦκλες, μικρές, μέ κόκκινα καί πράσινα ρουχαλάκια, καί ἐντελῶς σάν ζωντανές!
Ἕνα γεροντάκι κάθεται καί σάν νά παίζει ἕνα μεγάλο βιολί, δύο ἄλλοι στέκονται ὄρθιοι καί παίζουν μικρότερα βιολιά, καί κουνᾶνε τά κεφάλια τους μέ ρυθμό, κι ἔπειτα κοιτᾶνε ὁ ἕνας τόν ἄλλο καί τά χείλη τούς κουνιοῦνται, μιλᾶνε, πραγματικά μιλᾶνε, μόνο πού λόγω τοῦ τζαμιοῦ δέν ἀκούγονται. Στήν ἀρχή ὁ μικρός σκέφτηκε ὅτι εἶναι ζωντανοί, ἀλλά, μόλις κατάλαβε ὅτι εἶναι κοῦκλες, ἔβαλε τά γέλια. Δέν εἶχε δεῖ ποτέ τέτοιες κοῦκλες καί δέν ἤξερε κἄν ὅτι ὑπάρχουν τέτοιες! Τοῦ ἔρχεται νά κλάψει, ἀλλά εἶναι τόσο ἀστεῖες αὐτές οἱ κοῦκλες.
Ξάφνου τοῦ φάνηκε ὅτι κάποιος πίσω του τόν ἅρπαξε ἀπό τό ρομπάκι του: ἕνα ψηλό κακιωμένο ἀγόρι στάθηκε δίπλα του, τοῦ ἔδωσε μία καρπαζιά, τοῦ πέταξε τό κασκέτο καί τοῦ ἔχωσε μία κλοτσιά. Κυλίστηκε ὁ μικρός στό ἔδαφος, κάποιοι ἔβαλαν τίς φωνές, τά ἔχασε τότε, πετάχτηκε πάνω καί ὅπου φύγει φύγει, μέχρι πού ἔφτασε κάπου, ἄγνωστο ποῦ, σέ μία αὐλή, μία ἄγνωστη αὐλή. Στάθηκε νά πάρει ἀνάσα πίσω ἀπό ἕνα σωρό ξύλων. «Ἐδῶ δέ θά μέ βροῦν, εἶναι κατασκότεινα».
Κάθισε μαζεμένος, χωρίς νά μπορεῖ νά συνέλθει ἀπό τό φόβο, καί τότε ἀπρόσμενα, ἐντελῶς ἀπρόσμενα, ἐνίωσε τόσο εὐχάριστα: τά χεράκια καί τά ποδαράκια τοῦ σταμάτησαν νά πονᾶνε κι αἰσθάνθηκε μία τέτοια ζεστασιά, τέτοια ζεστασιά, σάν νά βρισκόταν δίπλα στή σόμπα. Νάτος, τρεμουλιάζει ὁλόκληρος, ἄχ, μά ναί, μοιάζει νά ἀποκοιμιέται! Τί ὡραῖα νά κοιμόταν ἐδῶ: «Θά κάτσω λίγο καί θά πάω νά δῶ πάλι τίς κοῦκλες», σκέφτηκε ὁ μικρός καί χαμογέλασε, φέρνοντάς τες στό μυαλό του, ἐντελῶς σάν ἀληθινές!… Ἀλλά τότε ἄκουσε τή μητέρα του νά τοῦ τραγουδάει ἕνα νανούρισμα. «Μαμάκα, κοιμᾶμαι, ἄχ, τί ὡραία κοιμᾶμαι ἐδῶ πέρα!»
«Πᾶμε σπίτι μου, στό χριστουγεννιάτικο δέντρο, ἀγοράκι», ψιθύρισε ἀπό πάνω του μία σιγανή φωνή.
Σκέφτηκε ὅτι θά ἦταν ἡ μητέρα του, ἀλλά ὄχι, δέν ἦταν. Ποιός εἶναι αὐτός πού τόν καλεῖ, δέν τόν βλέπει, ὅμως ναί, κάποιος ἔσκυψε πάνω του καί τόν ἀγκαλίασε μέσα στό σκοτάδι, καί ὁ μικρός του ἔτεινε τό χέρι καί… καί τότε, ὤ, τί φῶς! Ὤ, τί ἔλατο εἶναι αὐτό! Μά δέν εἶναι κἄν ἔλατο, τέτοια δέντρα δέν εἶχε ξαναδεῖ ποτέ! Ποῦ βρίσκεται τώρα; Ὅλα λάμπουν, ὅλα ἀκτινοβολοῦν καί γύρω τόσες κοῦκλες, ἀγοράκια καί κοριτσάκια, τόσο λαμπερά, ὅλο στριφογυρνᾶνε γύρω του, πετᾶνε, τόν φιλᾶνε, τόν πιάνουν ἀπό τό χέρι, τόν παίρνουν μαζί τους, ναί, τώρα πετάει κι ὁ ἴδιος, καί βλέπει τή μητέρα του νά τόν κοιτάζει καί νά τοῦ χαμογελάει τόσο χαρούμενη.
«Μαμά! Μαμά! Ἄχ, τί ὡραῖα πού εἶναι ἐδῶ, μαμά!» τῆς φωνάζει ὁ μικρός καί ξαναφιλιέται μέ τά παιδάκια καί θέλει νά τούς μιλήσει ἀμέσως γιά τίς κοῦκλες ἐκεῖνες πίσω ἀπό τό τζάμι. «Ποιά εἶστε ἐσεῖς, ἀγοράκια; Ποιές εἶστε ἐσεῖς, κοριτσάκια;» ρωτάει γελώντας καί ἀγκαλιάζοντάς τα.
«Αὐτό εἶναι τό Δέντρο τοῦ Χριστοῦ», τοῦ ἀπαντᾶνε. «Στό σπίτι τοῦ Χριστοῦ πάντα τή μέρα αὐτή ὑπάρχει ἕνα δέντρο γιά τά μικρά παιδάκια πού δέν ἔχουν δικά τους δέντρα…»
Ἔμαθε τότε ὅτι τά ἀγοράκια καί τά κοριτσάκια ἦταν παιδάκια σάν κι αὐτόν, πού κάποια ξεπάγιασαν μέσα στά καλαθάκια τους, ὅταν τά ἐγκατέλειψαν στά σκαλιά τῶν σπιτιῶν τῶν ἀξιωματούχων τῆς Πετρούπολης, ἄλλα πέθαναν στό βρεφοκομεῖο, κάποια τρίτα ξεψύχισαν πάνω στό στεγνό στῆθος τῆς μητέρας τους (τήν ἐποχή τοῦ λοιμοῦ τῆς Σαμάρας), καί κάποια ἄλλα ἔσκασαν στά βαγόνια τῆς τρίτης θέσης ἀπό τίς ἀναθυμιάσεις, κι ὅλα εἶναι τώρα ἐδῶ, ὅλα εἶναι τώρα ἄγγελοι, κοντά στόν Χριστό, κι Ἐκεῖνος, ἀνάμεσά τους, τούς ἁπλώνει τό χέρι καί τά εὐλογεῖ, ὅπως καί τίς ἁμαρτωλές μητέρες τους…
Ναί, οἱ μητέρες τῶν παιδιῶν στέκονται ἐδῶ δίπλα στήν ἀκρούλα καί κλαῖνε. Ὅλες ἀναγνωρίζουν τό ἀγοράκι τους ἤ τό κοριτσάκι τους, τό πλησιάζουν καί τό φιλᾶνε, τοῦ σκουπίζουν τά δάκρυα μέ τά χέρια τους καί τοῦ ζητᾶνε νά μήν κλαίει, γιατί ἐδῶ εἶναι καλά τώρα…
Κάτω, τό πρωί, οἱ ὁδοκαθαριστές βρῆκαν τό μικρό πτωματάκι τοῦ ξεπαγιασμένου ἀγοριοῦ πίσω ἀπό τά ξύλα. Ἀναζήτησαν καί τή μητέρα του… Ἐκείνη εἶχε πεθάνει νωρίτερα. Συναντήθηκαν κοντά στόν Κύριο καί Θεό, στούς οὐρανούς.
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2019


Τά Χριστούγεννα ἑνός ἀγοριοῦ (α)
Κάπου, κάποτε, ἀκριβῶς παραμονές Χριστουγέννων, συνέβη σέ μία τεράστια πόλη καί μέ τρομερή παγωνιά.
Ἔχω τήν ἐντύπωση, λοιπόν, ὅτι ὑπῆρχε στό ὑπόγειο ἕνα ἀγόρι, ὅμως πολύ μικρό ἀκόμα, ἔξι χρονῶν ἤ μπορεῖ καί μικρότερο. Αὐτό τό ἀγόρι ξύπνησε τό πρωί μέσα σέ ἕνα ὑγρό, κρύο ὑπόγειο. Φοροῦσε κάτι σάν ρομπάκι καί τουρτούριζε. Ἡ ἀνάσα του ἔβγαινε ἀπό τό στόμα του σάν ἄσπρος ἀχνός, κι ἐκεῖνο, καθισμένο πάνω σέ ἕνα σεντούκι στή γωνίτσα, διασκέδαζε παρατηρώντας την νά πετάει καί νά χάνεται.
Ὅμως, ἤθελε τόσο πολύ νά φάει κάτι. Εἶχε πλησιάσει κάμποσες φορές ἀπό τό πρωί τό σανιδένιο κρεβάτι, ὅπου πάνω σέ ἕνα λεπτό σάν φύλλο στρῶμα καί μέ ἕναν μπόγο γιά μαξιλάρι κειτόταν ἡ ἄρρωστη μητέρα του. Πῶς βρέθηκε ἄραγε ἐδῶ; Θά πρέπει νά ἦρθε μέ τό ἀγοράκι της ἀπό κάποια ἄλλη πόλη καί ἀρρώστησε ξαφνικά. Τήν ἰδιοκτήτρια τῶν κρεβατιῶν τήν εἶχαν συλλάβει δύο μέρες πρίν. Οἱ ἔνοικοι σκόρπισαν στά πόστα τους, λόγω γιορτῶν, κι ἕνας ἀκαμάτης πού ἔμεινε κειτόταν ἤδη μεθυσμένος τοῦ θανατά ὁλόκληρα εἰκοσιτετράωρα, χωρίς νά περιμένει κἄν τή γιορτή.
Στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ δωματίου βογκοῦσε μία ὀγδοντάχρονη γριούλα, πού ἔζησε κάποτε, κάπου, σάν γκουβερνάντα, καί τώρα πέθαινε μόνη, βογκώντας, μουρμουρίζοντας καί γκρινιάζοντας στό ἀγόρι, πού ἄρχισε νά φοβᾶται πιά νά πλησιάσει πρός τή γωνιά της. Κάπου σέ μία πεζούλα ἀνακάλυψε κάτι γιά νά πιεῖ, ἀλλά δέ βρῆκε οὔτε μία κόρα ψωμί γιά νά φάει, καί πήγαινε τώρα γιά δέκατη φορά νά ξυπνήσει τή μητέρα του. Τελικά, μέσα στό σκοτάδι ἐνίωσε νά φοβᾶται: εἶχε βραδιάσει ἐδῶ καί ὥρα, ἀλλά κανείς δέν ἄναψε φῶς.
Ψηλαφώντας τό πρόσωπο τῆς μαμᾶς του, παραξενεύτηκε πού ἐκείνη δέν κουνήθηκε καθόλου καί ἦταν τόσο παγωμένη ὅσο κι ὁ τοῖχος. «Πολύ κρύο κάνει ἐδῶ μέσα», σκέφτηκε, στάθηκε λίγο ἀκόμα, ξεχνώντας ἀσυναίσθητα τό χέρι του στόν ὦμο τῆς μακαρίτισσας, μετά χουχούλιασε τά δαχτυλάκια του, γιά νά τά ζεστάνει, καί ξαφνικά, ξετρυπώνοντας ἀπό τό κρεβάτι τό κασκετάκι του, σιγά σιγά, ψηλαφητά, βγῆκε ἀπό τό ὑπόγειο. Θά εἶχε φύγει νωρίτερα, ἀλλά φοβόταν ἐκεῖ πάνω στή σκάλα τό μεγάλο σκυλί πού στεκόταν ὁλημερίς ἔξω ἀπό τήν πόρτα τῶν γειτόνων. Ὅμως, τώρα πιά τό σκυλί δέν ἦταν ἐκεῖ, κι αὐτός βγῆκε γρήγορα στό δρόμο.
Θεέ μου, τί πόλη ἦταν αὐτή! Ποτέ ἄλλοτε δέν εἶχε δεῖ κάτι παρόμοιο. Ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου ἐρχόταν, τίς νύχτες πέφτει μαῦρο σκοτάδι, ἕνας φανοστάτης φωτίζει ὅλο τό δρόμο. Τά ξύλινα, χαμηλούτσικα σπιτάκια κλειδαμπαρώνονται μέ παντζούρια. Ἔξω, μέ τό πού θά πάρει νά σουρουπώνει, δέ θά δεῖς κανέναν —κλείνονται ὅλοι στά σπίτια τους, καί τό μόνο πού ἀκοῦς εἶναι τό οὐρλιαχτό ἀπό ὁλόκληρα κοπάδια σκυλιῶν, ἑκατοντάδες καί χιλιάδες ἀπό αὐτά ἀλυκτοῦν καί γαβγίζουν ὅλη τή νύχτα. Ὡστόσο, ἐκεῖ κάτω ἦταν τόσο ζεστά καί τοῦ ἔδιναν νά φάει, ἐνῶ ἐδῶ, ὤ Θεέ μου, ἄς ἔτρωγε μία στάλα! Καί τί θόρυβος καί φασαρία εἶναι αὐτή, πόσο φῶς καί πόσοι ἄνθρωποι, ἄλογα καί ἅμαξες, καί παγωνιά, παγωνιά! Παγωμένος ἀχνός βγαίνει ἀπό τά καταπονημένα ἄλογα, ἀπό τίς καυτές ἀνάσες τους. Κάτω ἀπό τό λιωμένο χιόνι βροντοκοποῦν πάνω στήν πέτρα τά πέταλά τους, κι ὅλοι σπρώχνονται τόσο καί, ὤ Θεέ μου, πόσο θέλει νά φάει, ἕνα κομματάκι ὁτιδήποτε ἔστω, καί τά δάχτυλα ἄρχισαν ξαφνικά νά πονᾶνε τόσο. Δίπλα του πέρασε τό ὄργανο τῆς τάξης πού ἔστρεψε ἀλλοῦ τό πρόσωπό του, γιά νά μή δεῖ τό μικρό.
Νά κι ἄλλος δρόμος, τόσο πλατύς! Ἐδῶ σίγουρα μποροῦν νά σέ ποδοπατήσουν. Πῶς φωνάζουν ὅλοι, πῶς τρέχουν καί τί φῶτα, τί φῶτα! Ὤ, αὐτό τί εἶναι; Ά, ἕνα μεγάλο τζάμι, καί πίσω ἀπό τό τζάμι ἕνα δωμάτιο, καί στό δωμάτιο ἕνα δέντρο ἴσαμε τό ταβάνι. Εἶναι ἕνα ἔλατο, καί πάνω στό ἔλατο τόσα φωτάκια, τόσα χρυσαφένια χαρτάκια καί μῆλα καί κουκλάκια καί μικρά ἀλογάκια. Πέρα δώθε στό δωμάτιο τρέχουν παιδιά, στολισμένα καί καθαρά, γελοῦν καί παίζουν καί κάτι τρῶνε καί πίνουν. Νά, τό κοριτσάκι ἐκεῖνο ἄρχισε νά χορεύει μέ τό ἀγοράκι, τί ὄμορφη κοπελίτσα! Ὁρίστε κι ἡ μουσική πού ἀκούγεται πίσω ἀπό τό τζάμι.
Κοιτάζει ὁ μικρός καί θαυμάζει, γελάει μάλιστα, τώρα τοῦ πονᾶνε ἤδη καί τά δαχτυλάκια τῶν ποδιῶν, ἐνῶ τῶν χεριῶν ἔγιναν πιά κατακόκκινα, δέν κλείνουν καί πονᾶνε ὅταν τά κουνάει. Ξάφνου τό ἀγόρι θυμήθηκε ὅτι τοῦ πονᾶνε τόσο πολύ τά δάχτυλα, ἔβαλε τά κλάματα καί συνέχισε τό δρόμο του, ἀλλά νά πού πάλι βλέπει, μέσα ἀπό ἕνα ἄλλο τζάμι, ἕνα ἄλλο δωμάτιο κι ἕνα δέντρο, καί στά τραπέζια πάνω γλυκίσματα κάθε εἴδους —ἀμυγδαλωτά, κόκκινα, κίτρινα, καί κάθονται ἐκεῖ τέσσερις πλούσιες κυρίες, πού δίνουν σέ ὅσους μπαίνουν γλυκά, κι ἀνοίγει γιά μία στιγμή ἡ πόρτα καί μπαίνουν ἀπ’ ἔξω κάμποσοι κύριοι. Πλησίασε στά κλεφτά ὁ μικρός, ἄνοιξε τήν πόρτα καί μπῆκε. Ὄχ, τί φωνές ἦταν αὐτές καί τί χειρονομίες!
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2019



Χριστιανισμὸς καὶ ἐξουσία (γ)
Ἀκόµη ὅµως σηµαντικότερο εἶναι τὸ πρόβληµα τοῦ ἐναγκαλισµοῦ τῆς Ἐκκλησίας µὲ τὴν πολιτειακὴ ἐξουσία, ἔστω καὶ ἂν ἡ τελευταία ἐµφανίζεται ὡς ὀρθόδοξη, ὅπως συνέβη σὲ µᾶς ἀπὸ τὸν 19ο αἰώνα. Εἶναι γνωστὰ τὰ προβλήµατα, ποὺ προκάλεσε ὁ ὅρος «ἐπικρατοῦσα θρησκεία» (µεταφορὰ ἀπὸ τὰ Ἑπτάνησα καὶ µετάφραση τῶν δυτικῶν Established Church, Chiesa Dominante). Ἡ βαυαρικὴ ἐπιβολὴ τῆς Πολιτειοκρατίας –ὄχι χωρὶς ἀντίσταση φυσικὰ– ὁδηγεῖ στὸν ἐφοδιασµὸ τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας (ἂς θυµηθοῦµε τὸν ἐντελῶς ἀντορθόδοξο θεσµὸ τῆς «ἀριστίνδην συνόδου», ποὺ ἐµφανίζεται σὲ κάθε ἀνώµαλη περίοδο τοῦ πολιτικοῦ µας βίου), µὲ ἐξουσίες, ἁπλῶς γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τῆς Πολιτείας, ὁπότε στὴν οὐσία λειτουργεῖ ὡς δέσµιά της (πρβλ. τὰ Εὐαγγελικά, τὸ ἀνάθεµα κατὰ τοῦ Βενιζέλου, τὴν ἀποδοχὴ τοῦ νέου ἡµερολογίου κ.λπ.). Ἀκόµη καὶ στὴν περίπτωση τοῦ «χωρισµοῦ» Ἐκκλησίας–Πολιτειας, ὅπως ἐπικράτησε κατὰ τὴ δυτικὴ διατύπωση νὰ λέγεται (τὸ ὀρθόδοξο=Βασιλείας–Ἱερωσύνης) ἡ πολιτειοκρατία µπορεῖ νὰ ἀποβεῖ ἀκόµη σκληρότερη καὶ ἐξουθενωτικότερη, µὲ τὶς ἀνοικτὲς πλέον πιέσεις της πρὸς τὴν ἀνίσχυρη πιὰ Ὀρθοδοξία.
4. Μόνο στὴν περίπτωση τῆς ὀρθὰ (δηλαδὴ κατὰ τοὺς ἱεροὺς καὶ τοὺς πολιτειακοὺς κανόνες) λειτουργούσης συναλληλίας ἤ συµφωνίας (κατὰ τὸ γράµµα καὶ τὸ πνεῦµα τοῦ κρατοῦντος Συντάγµατός µας) ὁ ἐκκλησιαστικὸς χῶρος διακονεῖ τὸ λαὸ καὶ ὄχι τὸ κράτος, συνεργαζόµενος ὅµως µαζί του (ἄρθρο 2 τοῦ Καταστ. Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας). Ἐκκλησία καὶ Πολιτεία στὴν ἑλληνορθόδοξη πολιτισµικὴ παράδοση διακονοῦν τὸν ἴδιο λαό, κάθε πλευρὰ µὲ τὸν δικό της τρόπο. Ἡ συναλληλία ὡς τὸ µόνο σύµφωνο µὲ τὴν παράδοσή µας σύστηµα σχέσεων, ἡ τυχὸν ἀνατροπὴ τοῦ ὁποίου θὰ ἐπιφέρει καταστροφικὲς ρήξεις, συνιστᾶ ἀλληλοπεριχώρηση τῶν δύο πλευρῶν «ἐν τοῖς ἰδίοις αὐτῶν ὅροις τε καὶ λόγοις» (γιὰ νὰ χρησιµοποιήσω µιά χριστολογικὴ ἔκφραση–Μάξιµος Ὁµολογητής). Μὴ λησµονοῦµε, ἐξ ἄλλου, ὅτι ὑπερβάσεις στὴ χρήση τῆς ἐξουσίας στὴ δική µας παράδοση γίνονται κατὰ κανόνα ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς Πολιτείας, ποὺ αὐτονοηµατοδοτεῖται µεταφυσικά. Στὶς περιπτώσεις αὐτὲς συνήθως συντελεῖται καπήλευση τῆς θρησκευτικῆς πίστεως γιὰ τὴν ἐπιβολὴ καισαροπαπισµοῦ ἐν ὀνόµατι τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἐκκλησιαστικὸς χῶρος στὶς περιπτώσεις αὐτὲς ἐφαρµόζει µία διπλὴ στάση, ποὺ καθορίσθηκε προγραµµατικὰ ἀπὸ τὸν Εὐσέβιο Καισαρείας (Αὐλοκόλακα τὸν ἀποκαλοῦν οἱ Γερµανοὶ) καὶ τὸν Μ. Ἀθανάσιο (δ αἰ.) καὶ φθάνει ὥς σήµερα.
Ἡ ἄρση τῆς δυσλειτουργίας δὲν ἐπιτυγχάνεται µὲ εἰσαγόµενες λύσεις, ἀλλὰ µὲ τὴν ἐπανεκκλησιοποίηση (γιὰ τὴ δυτικίζουσα ἀπὸ τὸν 19ο αἰ. Πολιτεία µας: ἀναπαλαίωση) τῶν νοοτροπιῶν. Στὸ πρόβληµα αὐτὸ τί σηµαίνει, ἀλήθεια–, «ἀναζήτηση βάσεων γιὰ µία ἀνανεωµένη εὐρωπαϊκὴ σύνθεση»; Ποιοὶ καθορίζουν τὴ σύνθεση αὐτή; Οἱ εὐρωπαϊκὲς λαότητες ἤ τό ὑπερενισχυµένο τελευταῖα ἀθέατο «διευθυντήριο»; Μία ἐπιβαλλόµενη ἑνιαιοποίηση θὰ ἰσοπεδώσει τὶς πολιτισµικὲς παραδόσεις τῶν µικρῶν λαῶν (ἐθνῶν), ὅπως ἔλεγε ὁ δάσκαλός µου στὴν Κολωνία Berthold Rubin (βυζαντινολόγος). Μὴ λησµονοῦµε δέ, ὅτι, ἂν «πολιτικὰ ἀνήκοµεν εἰς τὴν ∆ύσιν», πνευµατικὰ ἀνήκοµεν στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ καὶ κάθε ἀλλαγὴ δὲν µπορεῖ νὰ γίνει ἐρήµην τῶν ἄλλων Ὀρθοδόξων ἀδελφῶν µας καὶ εἰς βάρος τῆς Πανορθοδόξου ἑνότητας. Τὴ βούλησή του, ἄλλωστε, στὸ πρόβληµα αὐτὸ ἔχει ἐκφράσει ἐπανειληµµένα ὁ λαός µας µὲ τὶς κατὰ καιροὺς σφυγµοµετρήσεις.
Ἡ διατήρηση τοῦ συντάγµατος, ὡς ἔχει, στὰ ἄρθρα 3 καὶ 13, διακρατεῖ µὲν τὴν ἐθνικὴ ταυτότητά µας, ἀλλὰ καὶ λύει τὸ πρόβληµα τῶν ἀληθινῶν (καὶ ὄχι κατασκευαζοµένων) θρησκευτικῶν µειονοτήτων τῆς Χώρας µας. Ἡ παρουσία δὲ τῆς ἑλληνορθόδοξης παραδόσεως στὰ ὅρια τῆς Ἑνωµένης Εὐρώπης, ὡς µόνιµη ὑπόµνηση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ παρελθόντος, θὰ βοηθεῖ τὴν ἀξιολόγηση καὶ ἀξιοποίηση τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας–Πολιτείας καὶ στὸν εὐρωπαϊκὸ χῶρο, στὰ ὅρια τῆς πλουραλιστικῆς ἀντιδόσεως καὶ ὄχι µιᾶς (ἐπιδιωκόµενης ἀπὸ κάποιους) µονοδροµικῆς «µετακενώσεως».
Πρωτ. Γεώργιος Μεταλληνὸς

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2019



Χριστιανισμὸς καὶ ἐξουσία (β)
Ὁ ρόλος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας εἶναι ὄχι τιµωρητικός, ἀλλὰ θεραπευτικὸς (ἀπὸ τὴ νόσο τῆς ἁµαρτίας), προληπτικός, φιλάνθρωπος καὶ διακονητικός. Σὲ τελευταία ἀνάλυση καὶ αὐτὴ ἡ πολιτικὴ ἐξουσία, στὴν αὐθεντικὴ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, ἔχει διακονικό– ὑπηρετικό χαραχτήρα (ὑπουργὸς =διάκονος). Ἡ ἐνεργός, ἐξ ἄλλου, παρουσία τῆς Ἐκκλησίας στὸν κοινωνικὸ χῶρο, κατὰ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση, δὲν συν ιστᾶ ὑπέρβαση ὁρίων, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία δὲν νοεῖται ὡς «ἱερατεῖο», ἀλλὰ ὡς σῶµα καὶ πλήρωµα ζωῆς, ἐνῷ ἡ κοινωνία σύνολη εἶναι ὁ χῶρος τῆς µαρτυρίας τοῦ εὐαγγελισµοῦ της. Καὶ σ᾽ αὐτὸ ἀνταποκρίνεται, ἤδη ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες, ὁ λαός, ποὺ ἀποδέχεται θετικὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ διακονία. Εἶναι σαφὴς ἐδῶ ἡ διαπίστωση τοῦ Στ. Ράνσιµαν, ὅτι στὸ Βυζάντιο καὶ τὸ Μεταβυζάντιο, οὐδέποτε ὑπῆρξε χάσµα ἀνάµεσα στὸ λαὸ καὶ τὸν παπά του.
∆ίκαια, βέβαια, ὁ µακαρίτης καθηγητὴς Σ. Ἀγουρίδης ἔχει ἐπισηµάνει («Ὀρθόδοξη Ἑλληνικὴ Ἐκκλησία καὶ κοινωνία σήµερα») ὅτι πάντα ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος «ἀπὸ τάσεις πρὸς ἀπόκτηση ὑπερ-εξουσιῶν καὶ ἀπὸ ψευδοπνευµατικὲς φαντασιώσεις». Γι᾽ αὐτὸ µαζὶ µὲ τὴν αὐθεντικότητα συµπορεύεται καὶ µία παθολογία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας, ποὺ καταντᾶ κακέκτυπη ἀντιγραφὴ τῆς κοσµικῆς ἐξουσίας. Ἐδῶ ἐντοπίζεται τὸ πρόβληµα τῆς ἐκκοσµικεύσεως καὶ θεσµοποιήσεως τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ συµπορεύονται ἱστορικά. Σὲ κάποιες ἐκφράσεις καὶ πραγµατώσεις του ὁ Χριστιανισµός, στὰ πρόσωπα τῶν φορέων του φυσικά, ἰδεολογικοποιεῖται καὶ θρησκειοποιεῖται. Μὲ τὴν ἐπικράτηση τῆς «µυστηριολογικῆς εὐσεβείας» ὁ ἐπίσκοπος γίνεται ἕνα εἶδος ἀρχιερέα τῆς κρατικῆς θρησκείας, ἡ συγκεντρούµενη δὲ στὰ χέρια τῶν ἐπισκόπων δύναµη γίνεται συχνὰ ἐξουσιαστικὴ καὶ ἀνταγωνιστικὴ πρὸς ἐκείνη τῆς Πολιτείας.
Βέβαια, πρέπει νὰ λεχθεῖ, ὅτι τὸ πρόβληµα ἐδῶ δὲν εἶναι ἡ πολιτικὴ θεσµοποίηση τῆς στρατευοµένης Ἐκκλησίας, ἀλλ᾽ ἡ ἀπώλεια τοῦ σκοποῦ ὑπάρξεώς της. Τότε ἡ προτεραιότητα τῶν ἐπιλογῶν µετατοπίζεται ἀπὸ τὸ ὑπερβατικὸ στὶς ἐνδοκοσµικὲς σκοπιµότητες, γιὰ τὶς ὁποῖες χρησιµοποιεῖται ἡ κοσµικὴ ἐξουσία. Ἡ θεσµοποίηση τῆς ἐκκοσµικεύσεως συνέβη καθολικὰ στὴ ∆ύση καὶ µερικὰ στὴν Ἀνατολή, κυρίως ἀπὸ τὸν 19ο αἰώνα. Στὴν «καθ᾽ ἡµᾶς ἀνατολὴ» οἱ ἱστορικὲς συνθῆκες δὲν ἐπέτρεψαν ποτὲ τὴν κρατικοποίηση τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ᾽ ἀντίθετα τὴν πολιτειοκρατία προτεσταντικοῦ τύπου διὰ τῶν Βαυαρῶν καὶ τοῦ πραξικοπηµατικοῦ αὐτοκεφάλου τοῦ 1833. Ὅπου, µάλιστα, ἡ Ἐκκλησία ὡς ἱεραρχία, ἀποβαίνει ἐξουσιαστικὴ δύναµη, ὅπως στὸν Παπισµό, βρίσκεται συνεχῶς σὲ µιάν ἀντιπαλότητα πρὸς τὴν πολιτικὴ ἐξουσία. Ὀρθὰ δὲ ἐπισηµαίνει ὁ καθηγ. Χρ. Γιανναρᾶς, ὅτι ἡ ἐπιδίωξη ἐπιβολῆς τῶν «χριστιανικῶν ἀρχῶν» γιὰ τὴν ἠθικοποίηση τῆς κοινωνίας εἶναι ἡ πρώτη ἱστορικὰ ἔκφραση ὁλοκληρωτισµοῦ, ποὺ ὁδηγεῖ νοµοτελειακὰ στὴ δογµατοποίηση (προσοχή: αὐτὸ σηµαίνει ἀπόδοση σωτηριολογικοῦ χαραχτήρα) τῆς «Plenitudo Potestatis» καὶ τῆς ἀλάθητης ἡγεσίας. Παρόµοιες τάσεις δὲν λείπουν, βέβαια, καὶ στὴν Ἀνατολή, ἀλλὰ ἔµειναν εὐτυχῶς «τάσεις», ἀπορριπτόµενες ὡς πλάνη καὶ ἀντιχριστιανικότητα. Ὁ µοναχισµός, µάλιστα, ἤδη ἀπὸ τὸν 4° αἰώνα, παραµένει ἰδιαίτερα στὴν Ἀνατολὴ ἔµπρακτη δυναµικὴ διαµαρτυρία στὴν ἐκκοσµίκευση καὶ ἀγώνας µόνιµος γιὰ τὴ συνέχεια τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τρόπου ὑπάρξεως, τῆς διακονικῆς δηλαδὴ µαρτυρίας τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσµο. Οἱ κανόνες, ἐπίσης, τῆς συνοδικῆς παραδόσεως ἀναδιαγράφουν συν εχῶς τὰ ὅρια καὶ τὴν ποιότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς µαρτυρίας, ὥστε κάθε παρέκβαση νὰ κρίνεται αὐτόµατα ὡς ἀντιεκκλησιαστική, δηλαδὴ ἀντιχριστιανική.
3. Ὀξὺ ὅµως εἶναι καὶ τὸ πρόβληµα τῆς ἀντιµετωπίσεως ἐκκλησιαστικά τῆς δαιµονικῆς ἐπάρσεως τῆς κοσµικῆς ἐξουσίας, µὲ τὸν ἀπόλυτό της µάλιστα συχνὰ χαρακτήρα. Ὁ χριστιανὸς ἔχει συνείδηση, ὅτι δὲν εἶναι ἁπλὰ πολίτης τοῦ κόσµου, ἀλλὰ τῆς οὐράνιας βασιλείας. Τὸ «πολίτευµά» του εἶναι «ἐν οὐρανοῖς». Ἡ διαχρονικὴ ἐπιβίωση αὐτῆς τῆς συνειδήσεως διακριβώνεται στὸν Ἅγιο Κοσµᾶ τὸν Αἰτωλὸ (18ος αἰ.) στὴν ἀναφορά του στὴν «διπλὴ πατρίδα» τὴ «γήϊνη καὶ µαταία» ἐδῶ στὴ γῆ καὶ τὴν αἰώνια «ἐν οὐρανοῖς». Ἤδη τὸν β´ αἰ. ὁµολογεῖται (Πρὸς ∆ιόγνητον), ὅτι «οἱ χριστιανοὶ πείθονται τοῖς κειµένοις νόµοις καὶ (=ἀλλὰ) τοῖς ἰδίοις βίοις νικῶσι τοὺς νόµους». Ἡ νοµιµοφροσύνη, συνεπῶς, τοῦ Χριστιανοῦ δὲν εἶναι καρπὸς τῆς ἐπιβολῆς τῆς πολιτειακῆς ἐξουσίας, ἀλλὰ τῆς ἐνοικούσης σ’ αὐτὸν χάριτος. Ὡς πολίτης τῆς οὐράνιας βασιλείας ὁ Χριστιανὸς εἶναι ἐλεύθερος ἀπὸ τὴν κοσµικὴ ἐξουσία, διότι ἡ ὑποταγὴ του σ’ αὐτήν, «ἐν οἷς ἐντολῇ Θεοῦ µὴ ἐµποδίζηται» (Μ. Βασίλειος), εἶναι σχετικὴ καὶ πρόσκαιρη, ὅπως ἀποδεικνύει διαιώνια τὸ µαρτύριο, ὡς ἀντίσταση στὴν πολιτικὴ τυραννία.
Πρωτ. Γεώργιος Μεταλληνὸς

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2019



Χριστιανισμὸς καὶ ἐξουσία (α)
Ἡ στάση τῶν Τριῶν Μάγων ἔναντι τοῦ ἀσεβεστάτου Βασιλέως Ἡρώδου («δεινὸν παιδοκτόνον ἐγκατέλιπον παιζόµενον») θέτει τὸ πρόβληµα τῆς στάσεως τοῦ Χριστιανισµοῦ ὡς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στὴν κάθε µορφὴ Ἐξουσίας.
1. Οἱ σχέσεις ἐξουσίας κάθε µορφῆς εἶναι πάντα κεντρικὸ πρόβληµα τῆς κοινωνίας, στὸ ὁποῖο ἐµπλέκεται ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ πράγµατα ὁ χῶρος τῆς Θρησκείας. Μολονότι ὁ Χριστιανισµὸς στὴν αὐθεντική του ἔκφραση δὲν εἶναι θρήσκευµα –ἁπλὴ δηλαδὴ Ἱστορικὴ πραγµάτωση τοῦ φαινοµένου τῆς θρησκείας, ἀλλὰ «ὁδὸς», τρόπος δηλαδὴ ὑπάρξεως, ποὺ ὁδηγεῖ στὴ «θέωση», ὅπως νοεῖται χριστιανικὰ ἡ σωτηρία, ἡ διαπλοκή του µὲ τὶς δοµὲς τοῦ κόσµου εἰσήγαγε στὴν ὀργάνωσή του καὶ τὴν ἔννοια τῆς ἐξουσίας.
Στὴν Ἐκκλησία, ὡς Σῶµα Χριστοῦ, ἀναγνωρίζεται ὁ θεόσδοτος χαραχτήρας τῆς ἐξουσίας, «ἵνα µὴ ὁ κόσµος εἰς ἀκοσµίαν ἐµπέσῃ», ἐλέγχεται ὅµως συχνὰ ἡ πτωτικὴ κατανόηση καὶ χρήση της. Γι᾽ αὐτὸ ὑπογραµµίζεται ἡ σχετικότητα καὶ ὁ πνευµατικός της χαραχτήρας γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Στὴν Κ.∆. φανερώνεται ἐξ ἄλλου ἡ δαιµονικότητα τῆς ἐξουσίας τοῦ κόσµου (πρβλ. τὸ διάλογο τοῦ Χριστοῦ µὲ τὸν Πιλάτο καὶ προβάλλεται ὁ διακονικὸς καὶ ἀπελευθερωτικὸς χαρακτήρας τῆς «ἐξουσίας» τοῦ Χριστοῦ. Παράλληλα, γίνεται δεκτὸς ὁ πρωτογενὴς χαρακτήρας τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, ὅµως διὰ τοῦ Χριστοῦ καθορίζεται καὶ ἡ στάση ἀπέναντί της µὲ τὸ γνωστὸ λόγιο «ἀπόδοτε τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ», ποὺ δείχνει τὴν ἱεράρχηση τῶν δύο ἐξουσιῶν καὶ τὴ διαφοροποίησή τους, ἀφοῦ, ἂν τὸ νόµιµο ἀνήκει στὸν καίσαρα, ὁ ἄνθρωπος ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἀνήκει ὁλόκληρος στὸ Θεό, ὡς νόµισµα ὄχι αὐτοκρατορικό, ἀλλὰ θεῖο. Ἡ ἀποστολικὴ πράξη –τέλος– ἐγκαινιάζει καὶ τὴ δυνατότητα ἀντιστάσεως (ἤ ἔστω ἀρνήσεως ὑποταγῆς) στὴ δαιµονοποιηµένη ἐξουσία («πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ µᾶλλον ἤ ἀνθρώποις»).
2. Ἡ πατερικὴ ποιµαντικὴ ἀντιµετωπίζει τὸ πρόβληµα τῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας, ἀλλ’ ὡς «ἰατρείου πνευµατικοῦ» –θεραπευτηρίου δηλαδὴ τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως– γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῶν θρησκευτικῶν σχέσεων καὶ τὴ µεταµόρφωση τοῦ ἀνθρώπου σὲ «ναὸ Θεοῦ», κάτι πού διακονεῖ ἡ Ποιµαντικὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Μόνο πατερικὰ ἡ Ἐκκλησία διασῴζει τὸ σκοπό της, ποὺ εἶναι ἡ πρόσληψη σύνολης τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσµου γιὰ τὴ µεταµόρφωσή της σὲ εὐχαριστία καὶ κοινωνία. Ἡ Ἐκκλησία ὡς «σαγήνη» ἤ «ἀγρὸς» προσλαµβάνει ὅλο τὸ φάσµα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς (θεσµούς, ὀργάνωση τῆς κοινωνίας, πολιτική, γιὰ νὰ τὰ «ἐκκλησιοποιήσει», νὰ τὰ νοηµατοδοτήσει ἐν Χριστῷ, ἐκκεντρίζοντάς τα στὸ κυριακὸ σῶµα. Αὐτὸ ἐκφράζει πανηγυρικὰ ὁ µεγάλος ἐκκλησιαστικὸς ποιητὴς Ρωµανὸς ὁ Μελῳδὸς (6ος αἰ.), µεταπλάθοντας τὸ «µαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη» τοῦ Ματθαίου σέ: «µαθητεύσατε ἔθνη καὶ βασιλέας», ποὺ σηµαίνει: «ἐκκλησιοποιήσατε» τὰ ἔθνη µὲ ὅλη τὴν πολιτειακὴ δοµή τους.
Στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶµα ἐνεργοποιεῖται µιά ἰδιότυπη ἐξουσία, διαµορφούµενη στὰ ὅρια τῆς εὐχαριστιακῆς σύναξης καὶ ἀσκούµενη µέσω τοῦ µυστηρίου τῆς ἱερωσύνης. Ἡ «ἱεραρχηµένη πολλαπλότητα», τῆς ἐν Χριστῷ κοινωνίας ἀποτρέπει τὴν ἀπολυτοποίησή της, ἀφοῦ ὅλων τῶν δοµῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώµατος ὑπέρκειται ἡ σύνοδος. (Γι’ αὐτὸ ἀπορρίπτεται ὀρθόδοξα ὁ παπικὸς θεσµός). Ὅπως ἐπεσήµανε δὲ ἤδη ὁ µεγάλος ἱστορικὸς Henry Gregoire, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διετήρησε τὸν δηµοκρατικότερο τρόπο ὑπάρξεως, ἐπιτυγχάνοντας µέσω τοῦ ἐπισκοπικοῦ συστήµατος τὴ µεγαλύτερη δυνατὴ ἀποκέντρωση καὶ µέσω τῆς συνοδικότητας τὴ δυνατότητα συλλογικῆς ἐκφράσεως. Ὅταν σῴζεται ἡ πατερικότητα, ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία παραµένει πνευµατικὴ καὶ αὐτὸ ἐκφράζει ἕνας λόγος τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόµου, γιὰ νὰ ἐλέγξει ἀσφαλῶς ὑπερβάσεις καὶ καταχρήσεις, ὄχι ἀσυνήθεις στὴν πτωτικότητά µας: «Οὐκ ἔστιν (στὴν Ἐκκλησία) ἀρχόντων τύφος, οὐδὲ ἀρχοµένων δουλοπρέπεια, ἀλλ’ ἀρχὴ πνευµατική, τούτῳ µάλιστα πλεονεκτοῦσα, τῷ τὸ πλέον τῶν πόνων, οὐ τῷ τὰς τιµάς πλείους ἐπιζητεῖν». Καὶ αὐτό, διότι «…πρόβατα καὶ ποιµένες πρὸς τὴν ἀνθρωπίνην εἰσὶ διαίρεσιν, πρὸς δὲ τὸν Χριστὸν πάντες πρόβατα». Ὅλο τὸ σῶµα (κληρικοί καί λαϊκοί), δὲν εἴµεθα παρὰ πρόβατα τοῦ µόνου ἀληθινοῦ Ποιµένος, τοῦ Χριστοῦ, καὶ «σύνδουλοι» ἐνώπιόν Του.
Πρωτ. Γεώργιος Μεταλληνὸς

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2019



Ὁ χρόνος, ὁ φθονερὸς γέρων (β)
Γύρω μας τὰ πάντα ἀλλάζουνε, μέρα μὲ τὴν μέρα. Τὰ πρόσωπα παραμορφώνουνται, τὰ κορμιὰ σακατεύουνται, τὰ μάτια θολώνουνε, ὅλα βουλιάζουνε μέσα σ᾿ ἕνα βουβὸ χάος. Ἡ φθορά! Καὶ πιὸ ζωηρὰ μᾶς χτυπᾶ αὐτὸ τὸ ξέφτισμα τοῦ κόσμου καὶ μᾶς κάνει νὰ συλλογισθοῦμε τὴ ματαιότητά μας στὴν ἀρχὴ τοῦ καινούργιου χρόνου.
Οἱ Ρωμαῖοι παριστάνανε τὸν πρῶτο μήνα μὲ τὴ ζωγραφιὰ τοῦ Ἰανοῦ ποὺ εἶχε δυὸ πρόσωπα, ὁποὺ ἤτανε γυρισμένα ἀπὸ τὶς δυὸ μεριές, (κι ἀπ᾿ αὐτό, τὸν βγάλανε Ἰανουάριο). Τὸ ἕνα πρόσωπο ποὺ παρίστανε τὸν περασμένο χρόνο ἤτανε γερασμένο, καὶ τ᾿ ἄλλο ποὺ παρίστανε τὸν καινούργιο χρόνο ἤτανε νεαρό. Οἱ πιὸ πολλοὶ ποὺ μιλᾶνε γιὰ τὴν πρωτοχρονιά, σᾶς δείχνουνε τὸ νεαρὸ πρόσωπο. Ἐγὼ σᾶς δείχνω τὸ γέρικο. Δὲν τὸ κάνω γιὰ νὰ σᾶς κακοκαρδίσω, ἀλλὰ γιατὶ πιστεύω πὼς ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ξεγελιέται, ἀλλὰ ποὺ βλέπει τὴν ἀδυναμία του καὶ τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου, εἶναι κερδισμένος, ἐπειδὴ γίνεται πιὸ χριστιανός, δὲν παραδίνεται στὶς ἡδονὲς ποὺ χαλᾶνε τὴν ψυχή του, λιγοστεύει τὸν ἐγωισμό του, συμπονᾶ τοὺς δυστυχισμένους, ταπεινώνεται, συντρίβεται, ἀποζητᾶ προστασία κι ἁπλώνει τὰ χέρια του στὸν Χριστὸ ποὺ εἶναι ὁ Ἄφθαρτος, ποὺ δίνει τὴν ἀφθαρσία, ὁ Βράχος, ὁ Πρῶτος καὶ ὁ Ἔσχατος, ὁ Ῥυόμενος, χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνες, καὶ ποὺ εἶπε: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή», «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή». «Ἐγὼ εἰμὶ τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἀρχὴ καὶ τέλος», «Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς», «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται».
Ὅποιος λοιπὸν πιστεύει στὸν Χριστὸ δὲν φοβᾶται καὶ δὲν θέλει νὰ ξεγελιέται σὰν τὸ καμηλοπούλι, ποὺ χώνει τὸ κεφάλι του στὸν ἄμμο καὶ θαρρεῖ πὼς δὲν ὑπάρχει ὁ κηνυγὸς ποὺ θέλει νὰ τὸ σκοτώσει, ἐπειδὴ δὲν τὸ βλέπει. Αὐτὸς ἔχει τὸ θάρρος νὰ ἀντικρίζει τὴν ἀλήθεια, γιατὶ «ἡ ἐλπὶς αὐτοῦ ἐστὶν ἀθανασίας πλήρης». Ὁ νοῦς του στέκεται ἀτάραχος μέσα στὴ βουβὴ φουρτούνα τοῦ καιροῦ καὶ στὸ ἀσταμάτητο ρεῦμα του, καὶ φέρνει μπροστά του τὶς μυριάδες τὶς μέρες καὶ τὶς νύχτες ποὺ περάσανε καὶ σβήσανε, ἀπὸ τότε ποὺ βγῆκε ὁ κόσμος ἀπὸ τὸ χάος τῆς ἀνυπαρξίας ὡς τὴ σημερινὴ μέρα, ποὺ καμμιὰ καρδιὰ δὲν τὶς θῦμαται πιά. Ἡ καρδιά του δὲν λιγοψυχᾶ, οὔτε πνίγεται ἡ ψυχή του μέσα στὰ βουβὰ κύματα τῆς φθορᾶς, ἐπειδὴ «ἡ ἐλπὶς αὐτοῦ ἀθανασίας πλήρης». Γιατὶ ὁ Χριστιανὸς πιστεύει πὼς μὲ τὸν Χριστὸ καταργήθηκε ἡ φθορά, καὶ δὲν φοβᾶται τὸ δόντι τοῦ καιροῦ ποὺ τὰ τρώγει ὅλα. Μὲ τὸν Χριστὸ «ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης, τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Οἴδαμεν γάρ, ὅτι πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν». Ναί, ὅλη ἡ κτίση ἀναστενάζει καὶ πονᾶ μαζὶ μὲ τὸν ἄνθρωπο, γιατὶ εἶναι σκλαβωμένη στὴ φθορά. Κανένα πλάσμα δὲν θέλει νὰ πεθάνει, γιατὶ μέσα στὸ κάθε ἕνα εἶναι ριζωμένη ἡ ἀγάπη τῆς μακροζωίας. Καὶ ὅμως, ὅλα λυώνουνε καὶ χάνουνε τὴν ὄψη τους καὶ γίνουνται χῶμα ἀναίσθητο, κι ἀφανίζεται ἡ τόση λεπτότητα κ᾿ ἡ τόση σοφὴ σύστασή τους. Ἡ ρόδα τοῦ καιροῦ τ᾿ ἀλέθει καὶ τὰ κάνει σκόνη, καὶ λιώνει ὡς κι αὐτὴ τὴ θύμησή τους καὶ τούτη ἡ ἄσπλαχνη ρόδα γυρίζει ἀδιάκοπα, μέρα καὶ νύχτα. Κατὰ τὸ ποίημα τοῦ Ἀνδρέα Κάλβου:
Ὁ γέρος φθονερὸς καὶ τῶν ἔργων ἐχθρός καὶ πάσης μνήμης, ἔρχεται. Περιτρέχει τὴν θάλασσαν καὶ τὴν γῆν ὅλην. Ἀπὸ τὴν στάμναν χύνει τὰ ρεύματα τῆς λήθης, καὶ τὰ πάντα ἀφανίζει.
Ὁ Χρόνος δὲν ὑπάρχει, εἶναι ἕνας ἴσκιος τῆς φαντασίας. Ὑπάρχει ὁ θάνατος. Στὸν ἄλλον κόσμο, ποὺ θὰ καταργηθεῖ ὁ θάνατος, οἱ μακάριες ψυχὲς τῶν δικαίων δὲν θὰ νοιώθουνε τὸν χρόνο. Ἄλλα κι ἀπὸ τούτη τὴ ζωὴ δὲν ἔχει πολὺ ἐξουσία ἀπάνω τους, σὰν νὰ μὴν τὸν νοιώθουνε καὶ πολύ, γι᾿ αὐτὸ γράφει ὁ Σολομώντας: «Δίκαιος ἐὰν φθάσῃ τελευτῆσαι, ἐν ἀναπαύσει ἔσται. Γῆρας γὰρ τίμιον οὐ τὸ πολυχρόνιον, οὐδὲ ἀριθμῷ ἐτῶν μεμέτρηται. Πολιὰ δὲ ἔστι φρόνησις ἀνθρώποις, καὶ ἡλικία γήρως βίος ἀκηλίδωτος. Εὐάρεστος τῷ Θεῷ γενόμενος ἠγαπήθη, καὶ ζῶν μεταξὺ ἁμαρτωλῶν μετετέθη. Ἡρπάγη μὴ κακία ἀλλάξῃ σύνεσιν αὐτοῦ ἢ δόλος ἀπατήσῃ ψυχὴν αὐτοῦ. Τελειωθεὶς ἐν ὀλίγῳ ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς. Ἀρεστὴ γὰρ ἦν Κυρίῳ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ· διὰ τοῦτο ἔσπευσεν ἐκ μέσου πονηρίας. Οἱ δὲ λαοὶ ἰδόντες καὶ μὴ νοήσαντες, μηδὲ θέντες ἐν διανοίᾳ τὸ τοιοῦτον, ὅτι χάρις καὶ ἔλεος ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς αὐτοῦ, καὶ ἐπισκοπὴ ἐν τοῖς ὁσίοις αὐτοῦ». «Ὁ δίκαιος ἂν ἔρθει ἡ ὥρα του νὰ τελευτήσει; θά ῾ναι ἀναπαυμένος. Γιατὶ γῆρας τίμιο δὲν εἶναι τὸ νὰ ζήσει κανένας πολὺ κι οὔτε μετριέται μὲ τὰ χρόνια. Ἀλλὰ γεροντικὴ εἶναι ἡ φρονιμάδα στοὺς ἀνθρώπους, κ᾿ ἡ ἡλικία εἶναι ἀψεγάδιαστη ζωή. Ἐπειδὴ εὐαρέστησε στὸν Θεόν, ἀγαπήθηκε, καὶ ἐπειδὴ ζοῦσε ἀνάμεσα σὲ ἁμαρτωλούς, πάρθηκε ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο. Ἁρπάχτηκε, μήπως ἡ κακία ἀλλάξει τὴ φρονιμάδα του, εἴτε μήπως ἡ πονηρία ξεγελάσει τὴν ψυχή του. Πεθαίνοντας μὲ λίγα χρόνια σὰν νά ῾ζησε πολλά. Γιατὶ ἤτανε ἀγαπημένη ἀπὸ τὸν Κύριο ἡ ψυχή του· γιὰ τοῦτο βιάσθηκε νὰ φύγει μέσα ἀπὸ τὴν πονηριά. Μὰ οἱ ἄνθρωποι εἴδανε καὶ δὲν καταλάβανε, πὼς ἡ χάρη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι μαζὶ μὲ τοὺς διαλεχτούς του, κ᾿ ἡ προστασία του μαζὶ μὲ τοὺς ὁσίους του».
Φώτης Κόντογλου

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2019


Ὁ χρόνος, ὁ φθονερὸς γέρων (α)
Ὁ καιρὸς εἶναι ἕνα πρᾶγμα ἄπιαστο καὶ κατὰ βάθος ἀκατανόητο. Τὸ μυαλό μας κ᾿ ἡ καρδιά μας τὸν νοιώθουνε ἀπὸ τὶς ἀλλαγὲς ποὺ γίνονται στὸν κόσμο. Μὰ κάποιες ἀλλαγὲς μπορεῖ νὰ γίνουνε πολὺ γρήγορα, ἀπὸ μιὰ μέρα σὲ ἄλλη, ὅπως ἡ παραμόρφωση τοῦ ἄνθρωπου ποὺ γίνεται ἀπὸ τὴν ἀρρώστεια, ἢ ἕνας ξαφνικὸς θάνατος ποὺ μέσα σὲ μιὰ στιγμὴ κάνει τὸν ἄνθρωπο ἕνα ἀγνώριστο κουφάρι. Τὸν καιρὸ τὸν νοιώθουμε πιὸ δυνατὰ ἀπὸ τὸ πάλιωμα κι ἀπὸ τὸ γῆρας, ποὺ ἀλλάζουνε τὰ νεαρὰ καὶ τὰ ζωντανὰ πλάσματα, κι αὐτὴ τὴν ἀλλαγὴ τὴν καταλαβαίνουμε σκληρά. Τὸν νοιώθουμε κι ἀπὸ τὴν καινούργιεψη τοῦ κόσμου, μὰ πιὸ δυνατὰ τὸν νοιώθουμε ἀπὸ τὴ φθορά· καὶ τὸν νοιώθουμε ἀπ᾿ αὐτὴ πιὸ δυνατά, γιατὶ πονᾶμε, κι ὁ πόνος εἶναι πιὸ βαθὺς ἀπὸ τὴ χαρά.
Γι᾿ αὐτὸ στεκόμαστε περίφοβοι μπροστὰ στὸν καινούργιο χρόνο, μπροστὰ σ᾿ ἕνα τεχνητὸ χώρισμα, ποὺ βάλαμε στὸ πέλαγος τοῦ καιροῦ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, σὰν νὰ μὴν εἶναι ἡ κάθε μέρα ἀρχὴ καινούργιου χρόνου. Σ᾿ αὐτὸν τὸν ἀτελείωτον ὠκεανὸν δὲν ὑπάρχει μήτε νησί, μήτε στεριὰ γιὰ νὰ ἀράξεις. Τὰ ρεύματα σέρνουνε τὸ καράβι σου μέρα-νύχτα καὶ τὸ πᾶνε παραπέρα, εἴτε θέλεις εἴτε δὲν θέλεις, ὣς ποὺ νὰ σὲ πετάξουνε ἀπάνω σὲ μιὰ ξέρα, ἢ νὰ σὲ πᾶνε σ᾿ ἕνα λιμάνι ἀπ᾿ ὅπου δὲν θὰ ξαναβγεῖς πιά.
Ὁ καιρὸς ἄρχισε μὲ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου. Πρὶν νὰ γίνει ὁ κόσμος μπορεῖ νὰ μᾶς φαίνεται πὼς θὰ ὑπῆρχε ὁ καιρός, ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι μιὰ ἀπάτη τοῦ μυαλοῦ μας, γιατὶ ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε τίποτα ποὺ νὰ ἀλλάζει κ᾿ ἔτσι νὰ φαίνεται πῶς περνᾷ ὁ καιρός, πῶς ὑπῆρχε ὁ καιρός; Στὸ τίποτα δὲν ὑπάρχει καιρός. Πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία ἤτανε «σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου». Σκότος κι ἄβυσσος εἶναι ἔννοιες ποὺ φανερώνουνε τὸ τίποτα, τὴν ἀνυπαρξία. Παρακάτω εἶναι γραμμένο, στὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως: «Καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀναμέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀναμέσον τοῦ σκότους. Καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν, καὶ τὸ σκότος ἐκάλεσε νύκτα. Καὶ ἐγένετο ἑσπέρα, καὶ ἐγένετο πρωὶ ἡμέρα μία». Μόλις ἔγινε τὸ φῶς ἄρχισε κι ὁ καιρός, «ἐγένετο πρωῒ ἡμέρα μία».
Ἡ θρησκεία μας αὐτὸν τὸν κόσμο ποὺ βλέπουμε τὸν λέγει «παρόντα αἰῶνα». Σ᾿ αὐτὸν τὸν «αἰῶνα» ὑπάρχει ὁ χρόνος, ἐνῷ στὸν «μέλλοντα αἰῶνα» δὲν θὰ ὑπάρχει, ἀλλὰ θὰ καταργηθεῖ, ἂν καὶ λέγεται «αἰώνας». Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει: «Σοφίαν δὲ λαλοῦμεν ἐν τοῖς τελείοις, σοφίαν δὲ οὐ τοῦ αἰῶνος τούτου, οὐδὲ τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου, τῶν καταργουμένων». Δηλαδή, τοῦτος ὁ κόσμος κι ὅσοι τὸν πιστεύουνε, ἤγουν οἱ σαρκικοὶ ἄνθρωποι, «καταργοῦνται», φθείρονται καὶ ἀπὸ τὸν χρόνο πεθαίνουνε. Ἐνῶ στὸν «μέλλοντα αἰῶνα» οἱ δίκαιοι θὰ γίνουνε ἄφθαρτοι κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία. Ὁ ἴδιος θεόπνευστος ἀπόστολος λέγει τοῦτα τὰ φοβερὰ λόγια, γι᾿ αὐτὴ τὴν ἀλλαγή: «Ἰδού, μυστήριον ὑμῖν λέγω. Πάντες μὲν οὖν κοιμηθησόμεθα, πάντες ἀλλαγησόμεθα, ἐν ἀτόμῳ, ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ, ἐν τῇ ἐσχάτῃ σάλπιγγι». Μιλώντας γιὰ τὴν καταστροφὴ τούτου τοῦ κόσμου, γράφει: «Εἴτε προφητεῖαι καταργηθήσονται, εἴτε γλῶσσαι, παύσονται, εἴτε γνῶσις καταργηθήσεται. Ἐκ μέρους γὰρ γινώσκομεν καὶ ἐκ μέρους προφητεύομεν· ὅταν δὲ ἔλθη τὸ τέλειον, τότε τὸ ἐκ μέρους καταργηθήσεται». Τὸ «τέλειον» θὰ εἶναι ἄφθαρτο, κ᾿ ἡ ἀφθαρσία καταργεῖ τὸν χρόνο. Στὸν «μέλλοντα αἰῶνα» δὲν ὑπάρχει οὔτε γέννα, οὔτε θάνατος.
Γιὰ τοὺς πολλοὺς ἀνθρώπους αὐτὰ εἶναι ἀσύστατες φαντασίες, ποὺ τὶς πιστεύουνε μοναχὰ «οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι». Μὰ αὐτοὶ ποὺ τὰ λένε αὐτὰ εἶναι γιὰ λύπη, κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο: «Ἂν ἐλπίζουμε, λέγει, μοναχὰ σὲ τούτη τὴ ζωή, εἴμαστε οἱ πιὸ ἐλεεινοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους». Γιατὶ μὲ ὅποια ἐλπίδα κι ἂν ξεγελασθοῦμε, καὶ μὲ ὅση ἀδιαφορία κι ἂν ἀρματωθοῦμε, θά ῾ρθει μιὰ μέρα ποὺ θὰ δοῦμε, θέλοντας καὶ μὴ θέλοντας, τὴ φθορὰ ποὺ μᾶς ζώνει σὰν πλημμύρα ἀπὸ παντοῦ, καὶ θὰ τρομάξουμε.
Φώτης Κόντογλου

Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2019



Τί θὰ κερδίσουμε;
Μερικοὶ βασανίζονται ἀπὸ τριῶν εἰδῶν προβλήματα.
Ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ εἶχαν κάποτε. Ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν τώρα καὶ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ περιμένουν ὅτι θὰ ἔχουν.
Οἱ λύπες, βέβαια, θὰ ἔρθουν, ἀλλὰ τί θὰ κερδίσουμε, ἂν βιαστοῦμε καὶ τρέξουμε νὰ τὶς προϋπαντήσουμε; Θὰ ἔχουμε ἀρκετὸ καιρὸ νὰ λυπηθοῦμε, ὅταν ἔρθουν. Στὸ μεταξὺ ἂς ἐλπίζουμε γιὰ καλύτερα πράγματα καὶ ἂς μένουμε σταθεροὶ ὡς τὸ τέλος.
Ἄφησε τὸ παρελθὸν στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, τὸ παρὸν στὴν ἀγάπη Του καὶ τὸ μέλλον στὴν Πρόνοιά Του.
Ἅγιος Ἡσύχιος ὁ Πρεσβύτερος

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2019



Τὸ δεῖπνο τῆς Βασιλείας
Κάποιος ἄνθρωπος προσκάλεσε σὲ δεῖπνο αὐτοὺς ποὺ φαινόντουσαν νὰ εἶναι οἱ πιὸ ἀγαπημένοι φίλοι του γιὰ νὰ περάσουν λίγες ὧρες μέσα στὴ δική του χαρά. Καὶ οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ὁ ἕνας ὕστερα ἀπὸ τὸν ἄλλο περιφρόνησαν τὴν πρόσκλησή του, ὁ καθένας καὶ γιὰ τὸ δικό του λόγο. Ὁ ἕνας εἶχε ἀγοράσει ἕνα κομμάτι γῆς, εἶχε ἐγκατασταθεῖ ἐκεῖ, τὸ κατεῖχε, εἶχε γίνει ὁ ἰδιοκτήτης καὶ δὲν εἶχε πιὰ τὸν καιρὸ νὰ μοιραστεῖ τὴ χαρὰ κάποιου ἄλλου – εἶχε τὴ δική του.
Ἕνας ἄλλος εἶχε ἀγοράσει πέντε ζευγάρια βόδια καὶ εἶχε δουλειά, εἶχε ἔργο σοβαρὸ στὴ ζωή, ἦταν πολὺ ἀπασχολημένος καὶ δὲν μποροῦσε νὰ ξεχαστεῖ στὶς γιορτὲς ἑνὸς ἄλλου, νὰ κάθεται ἀργὸς στὴ χαρὰ κάποιου ἄλλου τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε πάνω στὴ γῆ τὴ δική του δημιουργικὴ ἀπασχόληση.
Κάποιος τρίτος εἶχε παντρευτεῖ, εἶχε βρεῖ τὴν προσωπική του χαρὰ καὶ δὲ γνοιαζόταν γιὰ τὴ γιορτὴ ἑνὸς φίλου.
Ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι γύρισαν τὴν πλάτη στὸ φίλο τους γιατί ὁ καθένας εἶχε βρεῖ καὶ κάτι τὸ ὁποῖο τὸν ἀπορροφοῦσε περισσότερο ἀπὸ τὴ φιλία, περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀγάπη, περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀφοσίωση.
Δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ δική μας ἡ μοῖρα; Ὁ Κύριος μᾶς προσκαλεῖ νὰ μοιραστοῦμε τὴν ἴδια ζωὴ μ’ Ἐκεῖνον, τὴ δική Του ζωή, τὴν αἰώνια, οὐράνια ζωὴ καὶ ἑπομένως καὶ τὴν αἰώνια εὐφροσύνη. Κι ἐμεῖς λέμε: «Ναὶ Κύριε, θὰ ἔλθουμε, θὰ ἔλθουμε ὅμως ὅταν δὲ θὰ ἔχουμε πιὰ τίποτα νὰ κάνουμε πάνω στὴ γῆ· ὅσο ὅμως ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχει μιὰ λωρίδα γῆς στὴν ὁποία εἶναι δυνατὸ νὰ προσκολληθοῦμε ἢ κάτι νὰ κάνουμε ποὺ νὰ μᾶς ἀπορροφᾶ καὶ νὰ μᾶς μεθάει, ὅσο ἔχουμε τὴ δική μας χαρά, μικρὴ ἴσως ἀλλὰ δική μας, δὲν ἐνδιαφερόμαστε γιὰ τὴ δική σου χαρά. Ὅταν θὰ ἔλθει ὁ καιρὸς ποὺ θὰ φύγουν αὐτὰ τὰ τερπνὰ ἴσως νὰ θυμηθοῦμε ὅτι μᾶς ἔχεις προσκαλέσει. Ἴσως, ὅταν τίποτα δὲ θὰ μᾶς ἔχει ἀπομείνει, νὰ ἐκμεταλλευτοῦμε αὐτὸ ποὺ ἀνήκει σὲ κάποιον ἄλλο – τὸ δικό Σου».
Δὲν εἶναι τέτοιος ὀ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ζοῦμε; Ὁ καθένας μας ἔχει δώσει τὴν καρδιά του σὲ κάτι, εἶναι μπλεγμένος καὶ μεθυσμένος μὲ κάποιο πράγμα, ὁ καθένας ἀναζητεῖ τὴ δική του εὐχαρίστηση, ἡ ζωὴ ὅμως περνᾶ καὶ ὁ Κύριος ἔχει ἔλθει πάνω στὴ γῆ γιὰ νὰ μᾶς ἀποκαλύψει τὴ δική Του χαρά. Ἦλθε μέσα στὸν κόσμο αὐτὸ καὶ τὸν ἀγάπησε τόσο ποὺ ἂν μόνο ἤμασταν μαζί Του θὰ ‘τανε ὅλος δικός μας· ὄχι πὼς θὰ τὸν θεωρούσαμε κτῆμα μας μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὁ κτηματίας αἰσθάνεται τὴν ἰδιοκτησία τῆς γῆς ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἕνας καλλιτέχνης βλέπει τὴν ὀμορφιὰ καὶ μπορεῖ νὰ χαίρεται, ἐλεύθερος ἀπὸ τὴν ἀρπακτικότητα.
Ὁ Κύριος ἔχει μπεῖ στὴ ζωὴ καὶ ἐκτελεῖ ἕνα ἔργο στὸ ὁποῖο μᾶς προσκαλεῖ νὰ συμμετάσχουμε. Τὸ ἔργο αὐτὸ εἶναι νὰ μεταμορφώσουμε τὴ ζωή, νὰ μεταμορφώσουμε τὸν κόσμο, νὰ μεταμορφώσουμε τὴ γῆ μας σὲ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Αὐτὸ ὅμως ἀπαιτεῖ μεγαλοψυχία καὶ πλατειὰ ἀγάπη, ἀπαιτεῖ τὴν ἱκανότητα νὰ θεωροῦμε σὰν δική μας φροντίδα ὄχι μόνο τὴ δική μας ἐργασία ἀλλὰ καὶ ἐκείνη τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Γιὰ νὰ γίνει τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ δικό μας ἔργο πρέπει οἱ ψυχές μας νὰ μεγαλώσουν, πρέπει νὰ μποροῦμε νὰ ξεχνᾶμε τὶς δικές μας μικρὲς ὑποθέσεις γιὰ χάρη τοῦ μεγάλου ἔργου τοῦ Θεοῦ. Ἡ κάθε καρδιὰ εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀγάπη γιὰ κάποιον, ὁ Κύριος ὅμως μᾶς λέει: «Ἡ καρδιὰ σας εἶναι πολὺ στενή, ἀνοῖξτε την πλατύτερα, ἀγαπῆστε συμπαθεῖς καὶ ἀσυμπαθεῖς, ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπημένους σας, ἀγαπᾶτε ὅμως καὶ τοὺς ξένους, ἀγαπᾶτε μὲ ἀγάπη δοσμένη χωρὶς ἰδιοτέλεια, ξεχνώντας τοὺς ἑαυτούς σας».
Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ποὺ καὶ ἐμεῖς καὶ οἱ ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι περιγράφονται στὴν παραβολὴ εἴμαστε ἀνίκανοι νὰ κάνουμε. Εἴμαστε ἀνίκανοι νὰ ξεχάσουμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ περιμένουμε μέχρι ποὺ νὰ μᾶς ἐγκαταλείψει ἡ ἐπίγεια χαρὰ πρὶν θυμηθοῦμε τὴ χαρὰ τοῦ οὐρανοῦ. Ἐνῶ θὰ μπορούσαμε ἤδη νὰ ζούσαμε μέσα της, ἡ ζωὴ παρέρχεται κι ἐμεῖς ἀντιπαρερχόμαστε τὴ ζωή.
Ό Κύριος λέει: «ζητεῖτε πρῶτον τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ», δὲν προσθέτει ὅμως ὅτι ὅλα τὰ ὑπόλοιπα τότε θὰ μᾶς ἀφαιρεθοῦν. Λέει ἀντίθετα: «ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν». Εἴμαστε ἀληθινὰ ἀνίκανοι νὰ καταλάβουμε ὅτι ὁ Κύριος ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ μᾶς δώσει ζωή, περίσσεια ζωῆς ὥστε ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξη νὰ μᾶς εἶναι ἀκριβή καὶ ὄχι μόνο μιὰ ἐλάχιστη γωνιά της, ὥστε νὰ ‘ναι δικό μας ὁλόκληρο τὸ δημιουργικὸ ἔργο τοῦ κόσμου κι ὁλόκληρο τὸ πεπρωμένο του, ὄχι ἁπλῶς τὸ κομματάκι ποὺ ἐμεῖς θὰ μπορέσουμε νὰ κατορθώσουμε κατὰ τὴ διάρκεια τῆς σύντομης ἐπίγειας ζωῆς μας; Δὲν μποροῦμε νὰ Τὸν πιστέψουμε ὅτι ἡ ἀγάπη μας ποὺ ἀγκαλιάζει τόσο λίγους ἀνθρώπους μπορεῖ νὰ τοὺς στηρίξει τέλεια μόνο ὅταν ξεχάσουμε τὴν ἰδιοκτησία καὶ θυμηθοῦμε τὴν ἀπεριόριστη ἐλευθερία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ;
Μητροπολίτης Ἀντώνιος τοῦ Σουρὸζ

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2019



Ἡ πνευματικὴ εἰρήνη τῆς καρδιᾶς
Ἡ καρδιά σου, ἀγαπητέ, κτίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μόνο γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτόν, δηλαδὴ γιὰ νὰ ἀγαπᾶται καὶ νὰ κατοικῆται ἀπὸ αὐτόν. Γι᾿ αὐτὸ καθημερινὰ σοῦ φωνάζει νὰ τοῦ τὴν δώσῃς: «Υἱέ, δός μου τὴν καρδιά σου».
Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Θεὸς εἶναι ἡ εἰρήνη ποὺ εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ κάθε νοῦ, πρέπει ἡ καρδιὰ ποὺ πρόκειται νὰ τὸν δεχθῆ, νὰ εἶναι εἰρηνικὴ καὶ ἀτάραχη, ὅπως εἶπε ὁ Δαβίδ: «Ἐγενήθη ὁ τόπος σου ἐν εἰρήνῃ».
Γι᾿ αὐτὸ πρέπει πρῶτα ἀπὸ ὅλα νὰ στερεώσῃς τὴν καρδιά σου σὲ μία εἰρηνικὴ κατάστασι, ὥστε ὅλες οἱ ἐξωτερικές σου ἀρετὲς νὰ γεννιῶνται ἀπὸ τὴν εἰρήνη αὐτὴ καὶ ἀπὸ τὶς ἄλλες ἐσωτερικὲς ἀρετές, ὅπως εἶπε ἐκεῖνος ὁ μέγας ἡσυχαστὴς Ἀρσένιος: «Φρόντισε ὥστε ὅλη σου ἡ ἐσωτερικὴ ἐργασία νὰ εἶναι σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ νικήσῃς τὰ ἐξωτερικὰ πάθη».
Διότι κι ἂν οἱ σωματικὲς σκληραγωγίες καὶ ὅλες οἱ ἀσκήσεις μὲ τὶς ὁποῖες ἀσκεῖται τὸ σῶμα εἶναι ἄξιες ἐπαίνου, ὅταν εἶναι μὲ διάκρισι καὶ μέτριες, ὅπως ἁρμόζει στὸ πρόσωπο ποὺ τὶς κάνει, ὅμως ἐσὺ ποτὲ δὲν θὰ ἀποκτήσῃς καμία ἀληθινὴ ἀρετὴ μόνο διὰ μέσου τῶν ἀρετῶν ποὺ ἀναφέρθηκαν προηγουμένως, παρὰ ματαιότητα καὶ κενοδοξία, ἂν καὶ οἱ ἀσκήσεις αὐτὲς δὲν παίρνουν δύναμι καὶ ζωὴ καὶ δὲν κυβερνοῦνται ἀπὸ τὶς ἐσωτερικὲς καὶ ψυχικὲς ἀρετές.
Ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνας πόλεμος καὶ πειρασμὸς συνεχής, ὅπως εἶπε καὶ ὁ Ἰώβ: «Δὲν εἶναι ἕνα πειρατήριο ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου πάνω στὴ γῆ;». Λοιπὸν ἐξ αἰτίας τοῦ πολέμου αὐτοῦ ἐσὺ πρέπει πάντοτε νὰ εἶσαι ἄγρυπνος καὶ νὰ προσέχῃς πολὺ καὶ νὰ παρατηρῇς τὴν καρδιά σου νὰ εἶναι πάντοτε εἰρηνικὴ καὶ ἀναπαυμένη.
Καὶ ὅταν σηκώνεται ὁποιοδήποτε κῦμα ταραχῆς στὴν ψυχή σου, νὰ παραμένῃς πρόθυμος γιὰ νὰ ἡσυχάζῃς καὶ νὰ εἰρηνεύῃς ἀμέσως τὴν καρδιά σου, μὴ ἀφήνοντάς την νὰ ἀλλάξη πορεία καὶ νὰ καταστραφῆ ἀπὸ τὴν ταραχὴ ἐκείνη.
Γιατὶ ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὅμοια μὲ τὸ βαρίδι τοῦ ὡρολογιοῦ καὶ μὲ τὸ τιμόνι τοῦ καραβιοῦ.
Καὶ ὅπως ὅταν κάποιο βαρίδι τοῦ ὡρολογιοῦ ξεκρεμασθῆ ἀπὸ τὴν θέσι του ἀμέσως κινοῦνται καὶ ὅλοι οἱ τροχοί, καὶ ὅταν τὸ τιμόνι δὲν πάρη καλὴ στροφή, τότε ὅλο τὸ καράβι φεύγει ἀπὸ τὴν κανονική του πορεία, τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν καρδιά: ὅταν μία φορὰ ταραχθῆ, ἀμέσως συγκινοῦνται ὅλα τὰ ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ ὄργανα τοῦ σώματος καὶ ὁ ἴδιος ὁ νοῦς βγαίνει ἀπὸ τὴ σωστή του κίνησι καὶ τὸν ὀρθὸ λόγο του.
Γι᾿ αὐτὸ πρέπει πάντοτε νὰ εἰρηνεύῃς τὴν καρδιά σου, κάθε φορὰ ποὺ τύχει κάποια ἐνόχλησι καὶ σύγχυσι ἐσωτερική, εἴτε τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, εἴτε σὲ κάθε ἄλλον καιρό.
Καὶ νὰ γνωρίζῃς τὸ ἑξῆς· τότε ξέρεις νὰ προσεύχεσαι καλά, ὅταν γνωρίζῃς νὰ ἐργάζεσαι καλὰ καὶ νὰ παραμένῃς εἰρηνικός, διότι καὶ ὁ ἀπόστολος παραγγέλλει νὰ προσευχώμαστε εἰρηνικά, χωρὶς ὀργὴ καὶ διαλογισμοὺς.
Ἔτσι σκέψου ὅτι κάθε ἐργασία σου πρέπει νὰ γίνεται μὲ εἰρήνη, γλυκύτητα καὶ χωρὶς βία.
Μὲ συντομία, ὅλη γενικὰ ἡ ἄσκησις τῆς ζωῆς σου πρέπει νὰ γίνεται γιὰ νὰ ἔχῃς εἰρήνη στὴν καρδιά σου καὶ νὰ μὴ συγχίζεται καὶ στὴ συνέχεια μὲ τὴν εἰρήνη αὐτὴ νὰ ἐκτελῇς ὅλα σου τὰ ἔργα μὲ εἰρήνη καὶ πραότητα, ὅπως ἔχει γραφῇ: «Τέκνο μου μὲ πραότητα νὰ ἐκτελῇς τὰ ἔργα σου», γιὰ νὰ ἀξιωθῇς τοῦ μακαρισμοῦ τῶν πράων ποὺ λέγει: «Μακάριοι ὅσοι φέρονται μὲ πραότητα στοὺς ἄλλους, διότι αὐτοὶ θὰ κληρονομήσουν τὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας»
Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης