Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2017


Τὰ πτερόεντα δῶρα

Ξένος τοῦ κόσμου καὶ τῆς σαρκός, κατῆλθε τὴν παραμονὴν ἀπὸ τὰ ὕψη, συστείλας τὰς πτέρυγας ὅπως τὰς κρύπτῃ, θεῖος ἄγγελος. Ἔφερε δῶρα ἀπὸ τὰ ἄνω βασίλεια διὰ νὰ φιλεύσῃ τοὺς κατοίκους τῆς πρωτευούσης. Ἦτον ὁ καλὸς ἄγγελος τῆς πόλεως.
Ἐκράτει εἰς τὴν χεῖρα ἓν ἄστρον καὶ ἐπὶ τοῦ στέρνου του ἔπαλλε ζωὴ καὶ δύναμις, καὶ ἀπὸ τὸ στόμα του ἐξήρχετο πνοὴ θείας γαλήνης. Τὰ τρία ταῦτα δῶρα ἤθελε νὰ μεταδώσῃ εἰς ὅλους ὅσοι προθύμως τὰ δέχονται.
Εἰσῆλθεν ἐν πρώτοις εἰς ἓν ἀρχοντικὸν μέγαρον. Εἶδεν ἐκεῖ τὸ ψεῦδος καὶ τὴν σεμνοτυφίαν, τὴν ἀνίαν καὶ τὸ ἀνωφελὲς τῆς ζωῆς ζωγραφισμένα εἰς τὰ πρόσωπα τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικός, καὶ ἤκουσε τὰ δύο τεκνία νὰ ψελλίζωσι λέξεις εἰς ἄγνωστον γλῶσσαν. Ὁ Ἄγγελος ἐπῆρε τὰ τρία οὐράνια δῶρά του, καὶ ἔφυγε τρέχων ἐκεῖθεν.
Ἐπῆγεν εἰς τὴν καλύβην πτωχοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἀνὴρ ἔλειπεν ὅλην τὴν ἑσπέραν εἰς τὴν ταβέρναν. Ἡ γυνὴ ἐπροσπάθει ν᾿ ἀποκοιμίσῃ μὲ ὀλίγον ξηρὸν ἄρτον τὰ πέντε τέκνα, βλασφημοῦσα ἅμα τὴν ὥραν ποὺ εἶχεν ὑπανδρευθῆ. Τὰ μεσάνυχτα ἐπέστρεψεν ὁ σύζυγός της· αὐτὴ τὸν ὕβρισε νευρικὴ μὲ φωνὴν ὀξεῖαν, ἐκεῖνος τὴν ἔδειρε μὲ τὴν ράβδον τὴν ὀζώδη, καὶ μετ᾿ ὀλίγον οἱ δύο ἐπλάγιασαν χωρὶς νὰ κάμουν τὴν προσευχήν των, καὶ ἤρχισαν νὰ ροχαλίζουν μὲ βαρεῖς τόνους. Ἔφυγεν ἐκεῖθεν ὁ Ἄγγελος.
Ἀνέβη εἰς μέγα κτίριον πλουσίως φωτισμένον. Ἦσαν ἐκεῖ πολλὰ δωμάτια μὲ τραπέζας, κ᾿ ἐπάνω των ἔκυπτον ἄνθρωποι μετροῦντες ἀδιακόπως χρήματα, παίζοντες μὲ χαρτία. Ὠχροὶ καὶ δυστυχεῖς, ὅλη ἡ ψυχή των ἦτο συγκεντρωμένη εἰς τὴν ἀσχολίαν ταύτην. Ὁ Ἄγγελος ἐκάλυψε τὸ πρόσωπον μὲ τὰς πτέρυγάς του διὰ νὰ μὴ βλέπῃ κ᾿ ἔφυγε δρομαῖος.
Εἰς τὸν δρόμον συνήντησε πολλοὺς ἀνθρώπους, ἄλλους ἐξερχομένους ἀπὸ τὰ καπηλεῖα, οἰνοβαρεῖς, καὶ ἄλλους κατερχομένους ἀπὸ τὰ χαρτοπαίγνια, μεθύοντας χειροτέραν μέθην. Τινὰς εἶδε ν᾿ ἀσχημονοῦν, καὶ τινὰς ἤκουσε νὰ βλασφημοῦν τὸν Ἁι-Βασίλην ὡς πταίστην. Ὁ Ἄγγελος ἐκάλυψε μὲ τὰς πτέρυγας τὰ ὦτα, διὰ νὰ μὴν ἀκούῃ, καὶ ἀντιπαρῆλθεν.
Ὑπέφωσκεν ἤδη ἡ πρωία τῆς πρωτοχρονιᾶς, καὶ ὁ Ἄγγελος διὰ νὰ παρηγορηθῇ, εἰσῆλθεν εἰς μίαν ἐκκλησίαν. Ἀμέσως πλησίον τῆς θύρας εἶδεν ἀνθρώπους νὰ μετροῦν νομίσματα, μόνον πὼς δὲν εἶχον παιγνιόχαρτα εἰς τὰς χεῖρας· καὶ εἰς τὸ βάθος, ἀντίκρυσεν ἕνα ἄνθρωπον χρυσοστόλιστον καὶ μιτροφοροῦντα ὡς Μῆδον σατράπην τῆς ἐποχῆς τοῦ Δαρείου, ποιοῦντα διαφόρους ἀκκισμοὺς καὶ ἐπιτηδευμένας κινήσεις. Δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ ἄλλοι μερικοὶ ἔψαλλον μὲ πεπλασμένας φωνάς: Τὸν Δεσπότην καὶ ἀρχιερέα!
Ὁ Ἄγγελος δὲν εὗρε παρηγορίαν. Ἐπῆρε τὰ πτερόεντα δῶρά του ― τὸ ἄστρον τὸ προωρισμένον νὰ λάμπῃ εἰς τὰς συνειδήσεις, τὴν αὔραν, τὴν ἱκανὴν διὰ νὰ δροσίζῃ τὰς ψυχάς, καὶ τὴν ζωήν, τὴν πλασμένην διὰ νὰ πάλλῃ εἰς τὰς καρδίας, ἐτάνυσε τὰς πτέρυγας, καὶ ἐπανῆλθεν εἰς τὰς οὐρανίας ἁψῖδας.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017


Ἡ Αἰδὼς καὶ ἡ Δίκη
Τὸ σχολεῖο λοιπὸν κατασκευάζει νέους ἐκπαιδευμένους νὰ ψάλλουν τὸ ἴδιο τροπάρι ποὺ τοὺς ἔμαθαν στὴν ἀγωγὴ τοῦ πολίτη γιὰ τὴν ἀνεκτικότητα, σίγουρα πολὺ «ἀνοιχτοὺς» πρὸς τὸν σύγχρονο κόσμο ‑δηλαδὴ ἐντελῶς ὑποταγμένους στὰ ταμποὺ καὶ τὶς προκαταλήψεις τῆς ἐποχῆς τους- ἀλλὰ στὸ ἔλεος τοῦ χειρότερου δυνατοῦ σκοταδισμοῦ, γιατί ἡ κοινὴ λογικὴ καὶ ἡ ἀκρίβεια ἔχουν ἡττηθεῖ.
Ἡ λατρεία τῆς βραχυπρόθεσμης ἀποδοτικότητας, σὲ συνδυασμὸ μὲ μία καθαρὴ περιφρόνηση γιὰ ὅ,τι δὲν ἔχει πρόσφατη ἡμερομηνία, παντρεύει τοὺς ἰδεολόγους τῆς ἀμνησιακῆς προόδου μὲ τοὺς ἀπαίδευτους μάνατζερ. Αὐτὸς ὁ θεσμός, ποὺ κάποτε ἔφερε τὶς ἐλπίδες χειραφέτησης καὶ ἐλευθερίας ἑνὸς ὁλόκληρου ἔθνους, εἶναι τώρα συνυπεύθυνος γιὰ τὶς ἀποτυχίες τῆς κοινωνίας ποὺ ἤθελε νὰ ἀλλάξει, συνυπεύθυνος γιὰ τὴν ὑποταγὴ στὴν τρέχουσα κατάσταση καὶ τὴν ἀναπαραγωγὴ τῆς κοινωνικῆς ἀνισότητας.
Δὲν τίθεται ζήτημα νὰ γυρίσουμε πίσω στὸ παρελθόν. Οἱ οὐμανιστὲς ποὺ διακήρυσσαν τὸ σεβασμό τους πρὸς τὴ γνώση τῆς ἀρχαιότητας δὲν ζητοῦσαν τὴν ἐπαναφορὰ τῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας ἢ τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Ἤθελαν νὰ θεμελιώσουν τὸ μέλλον. Καὶ νὰ τὸ θεμελιώσουν πάνω στὴν πλούσια καὶ πλήρη γνώση τοῦ παρελθόντος.
Τὸ νὰ σκεφτοῦμε μία ἀληθινὰ ἀνθρώπινη κοινωνία ἀπαιτεῖ νὰ στοχαστοῦμε τὶς συνθῆκες μὲ τὶς ὁποῖες οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νὰ συνδεθοῦν μεταξύ τους, στὸν κάθετο ἄξονα τῶν γενεῶν καὶ στὸν ὁριζόντιο μίας πολιτικῆς κοινότητας. Στὸν Πρωταγόρα τοῦ Πλάτωνα βρίσκεται ἕνας μύθος, πού, ὅπως ὅλοι οἱ παλιοὶ μύθοι ποὺ ἐπέζησαν στοὺς αἰῶνες, μπορεῖ νὰ μᾶς διαφωτίσει. Λέει ὅτι στὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι εἶχαν λάβει τὴ φωτιὰ καὶ τὴν τεχνικὴ ἀπὸ τὸν Προμηθέα, ἐνῶ κατεῖχαν τὸ λόγο, τὴ γλώσσα καὶ τὴ λογική, δὲν μποροῦσαν νὰ ζήσουν σὰν ἄνθρωποι. Εἴτε ἐξοντώνονταν ἀπὸ τὰ ζῶα ἢ συγκεντρώνονταν σὲ πόλεις, ἀλλὰ ἐκεῖ ἀλληλοσκοτώνονταν. Ὁ Δίας τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ αὐτὴ τὴν κατάσταση δίνοντάς τους τὴν Αἰδὼ καί τὴ Δίκη, ἀχώριστες μεταξύ τους, ἀφοῦ ἡ μία δημιουργοῦσε τὸ σεβασμὸ γιὰ τὴν ἄλλη.
Ἡ Αἰδώς, ἡ ἀξιοπρέπεια, ποὺ μεταφράζεται καὶ ὡς σεμνότητα, ντροπὴ ἢ τιμή, ἀνάλογα μὲ τὴν περίσταση, εἶναι μία χαμένη ἀρετή, γιατί εἶναι ἀρετὴ συλλογική, ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴ ζωὴ σὲ κοινωνία. Ἡ Αἰδώς εἶναι ἡ ἐνστικτώδης αἴσθηση γιὰ τὸ τί πρέπει νὰ κάνουμε ὥστε νὰ φανοῦμε ἀντάξιοι τοῦ βλέμματος τοῦ ἄλλου. Εἶναι ἡ ἰδέα ὅτι ὁ ἄνθρωπος τρέφεται καὶ ἀπὸ τὸ συλλογικό, τὸ ὁποῖο δὲν τὸν ἀλλοιώνει, ἀλλὰ στερεώνει τὴν ὕπαρξή του. Ἡ ἰδέα ὅτι κάθε ἀνθρώπινη ὁμάδα ὑφίσταται μόνο ἂν λάβει ὑπόψη της καὶ ἀναγνωρίσει συνειδητὰ τὸ χρέος μας πρὸς αὐτὴ τὴ συλλογικότητα, πρὸς αὐτοὺς ποὺ μᾶς περιβάλλουν, αὐτοὺς ποὺ ὑπῆρξαν πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς καὶ αὐτοὺς ποὺ θὰ ἔρθουν μετά. Ἀπίθανα ἀντιδραστικό. Ἀλλὰ καὶ ἀπαραίτητο γιὰ τὴ ζωὴ σὲ κοινωνία, γιὰ κάθε ἀξιοπρεπῆ καὶ δημιουργικὴ ἀνθρώπινη ζωή.
Τὸ νὰ ἐπαναφέρουμε στὴ μόδα τῆς ἐποχῆς μας αὐτὴ τὴν ἀρχαία ἀρετή, τὴν αἰδῶ, νὰ τὴν ξανασκεφτοῦμε σὲ ἕναν σύγχρονο κόσμο ποὺ ἀναγνωρίζει τὴν ἱστορία καὶ τὶς ρίζες του, θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι τὸ πρόγραμμα ἑνὸς νέου ἀνθρωπισμοῦ: μία πρόκληση γιὰ τὸν αἰώνα ποὺ ξεκινᾶ, γιὰ τὸ παρὸν τῶν γενεῶν μας καὶ γιὰ ἐκεῖνες ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν.

Νατάσα Πολονὺ

Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2017


Ὁ εὐλογημένος Συμεὼν ὁ Μικρασιάτης
Τὸ 1922 ἦρθε ἀπὸ τὴν Μικρασία μὲ τοὺς πρόσφυγες ἕνα ὀρφανὸ Ἑλληνόπουλο, ὀνόματι Συμεών. Ἐγκαταστάθηκε στὸν Πειραιᾶ σὲ μιὰ παραγκούλα καὶ ἐκεῖ μεγάλωσε μόνο του. Εἶχε ἕνα καροτσάκι καὶ ἔκανε τὸν ἀχθοφόρο, μεταφέροντας πράγματα στὸ λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ. Γράμματα δὲν ἤξερε οὔτε πολλὰ πράγματα ἀπὸ τὴν πίστη μας. Εἶχε τὴν μακαρία ἁπλότητα καὶ πίστη ἁπλὴ καὶ ἀπερίεργη.
Ὅταν ἦρθε σὲ ἡλικία γάμου νυμφεύθηκε, ἔκανε δυὸ παιδιὰ καὶ μετακόμισε μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴ Νίκαια. Κάθε πρωὶ πήγαινε στὸ λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ γιὰ νὰ βγάλει τὸ ψωμάκι του. Περνοῦσε ὅμως κάθε μέρα τὸ πρωὶ ἀπὸ τὸ ναὸ τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, ἔμπαινε μέσα, στεκόταν μπροστὰ στὸ τέμπλο, ἔβγαζε τὸ καπελάκι του καὶ ἔλεγε:
«Καλημέρα Χριστέ μου, ὁ Συμεὼν εἶμαι. Βοήθησέ με νὰ βγάλω τὸ ψωμάκι μου».
Τὸ βράδυ ποὺ τελείωνε τὴ δουλειά του ξαναπερνοῦσε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, πήγαινε πάλι μπροστὰ στὸ τέμπλο καὶ ἔλεγε:
«Καλησπέρα Χριστέ μου, ὁ Συμεὼν εἶμαι. Σ᾿ εὐχαριστῶ ποὺ μὲ βοήθησες καὶ σήμερα».
Καὶ ἔτσι περνοῦσαν τὰ χρόνια τοῦ εὐλογημένου Συμεών.
Περίπου τὸ ἔτος 1950 ὅλα τὰ μέλη τῆς οἰκογενείας του ἀρρώστησαν ἀπὸ φυματίωση καὶ ἐκοιμήθησαν ἐν Κυρίῳ. Ἔμεινε ὁλομόναχος ὁ Συμεὼν καὶ συνέχισε ἀγόγγυστα τὴ δουλειά του ἀλλὰ καὶ δὲν παρέλειπε νὰ περνᾷ ἀπὸ τὸν ἅγιο Σπυρίδωνα νὰ καλημερίζει καὶ νὰ καλησπερίζει τὸν Χριστό, ζητώντας τὴν βοήθειά Του καὶ εὐχαριστώντας Τον.
Ὅταν γέρασε ὁ Συμεών, ἀρρώστησε. Μπῆκε στὸ Νοσοκομεῖο καὶ νοσηλεύτηκε περίπου γιὰ ἕνα μῆνα. Μιὰ προϊσταμένη ἀπὸ τὴν Πάτρα τὸν ρώτησε κάποτε:
-Παπποῦ, τόσες μέρες ἐδῶ μέσα δὲν ἦρθε κανεὶς νὰ σὲ δεῖ. Δὲν ἔχεις κανένα δικό σου στὸν κόσμο;
-Ἔρχεται, παιδί μου, κάθε πρωὶ καὶ ἀπόγευμα ὁ Χριστὸς καὶ μὲ παρηγορεῖ.
-Καὶ τί σοῦ λέει, παπποῦ;
-«Καλημέρα Συμεών, ὁ Χριστὸς εἶμαι, κάνε ὑπομονή».
Ἡ Προϊσταμένη παραξενεύτηκε καὶ κάλεσε τὸν Πνευματικό της, π. Χριστόδουλο Φάσο, νὰ ἔρθει νὰ δεῖ τὸν Συμεὼν μήπως πλανήθηκε. Ὁ π. Χριστόδουλος τὸν ἐπισκέφθηκε, τοῦ ἔπιασε κουβέντα, τοῦ ἔκανε τὴν ἐρώτηση τῆς Προϊσταμένης καὶ ὁ Συμεὼν τοῦ ἔδωσε τὴν ἴδια ἀπάντηση.
Τὶς ἴδιες ὧρες πρωὶ καὶ βράδυ, ποὺ ὁ Συμεὼν πήγαινε στὸ ναὸ καὶ χαιρετοῦσε τὸν Χριστό, τώρα καὶ ὁ Χριστὸς χαιρετοῦσε τὸν Συμεών. Τὸν ρώτησε ὁ Πνευματικός:
-Μήπως εἶναι φαντασία σου;
-Ὄχι, πάτερ, δὲν εἶμαι φαντασμένος, ὁ Χριστὸς εἶναι.
-Ἦρθε καὶ σήμερα;
-Ἦρθε.
-Καὶ τί σου εἶπε;
-Καλημέρα Συμεών, ὁ Χριστὸς εἶμαι. Κάνε ὑπομονή, σὲ τρεῖς μέρες θὰ σὲ πάρω κοντά μου πρωῒ-πρωΐ.
Ὁ Πνευματικὸς κάθε μέρα πήγαινε στὸ Νοσοκομεῖο, μιλοῦσε μαζί του καὶ ἔμαθε γιὰ τὴν ζωή του. Κατάλαβε ὅτι πρόκειται περὶ εὐλογημένου ἀνθρώπου. Τὴν τρίτη ἡμέρα πρωῒ-πρωῒ πάλι πῆγε νὰ δεῖ τὸν Συμεὼν καὶ νὰ διαπιστώσει ἂν θὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ πρόρρηση ὅτι θὰ πεθάνει. Πράγματι ἐκεῖ ποὺ κουβέντιαζαν, ὁ Συμεὼν φώναξε ξαφνικά: «Ἦρθε ὁ Χριστός», καὶ ἐκοιμήθη τὸν ὕπνο τοῦ δικαίου.
Αἰωνία του ἡ μνήμη. Ἀμήν.

(Ἀπὸ τὸ βιβλίο Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο).

Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017


Προσκυνοῦμέν σου τὴν Γένναν Χριστέ

Μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς ὅλου τοῦ κόσμου θὰ κληθοῦμε ἀπὸ τὴν Ἁγία Ἐκκλησία νὰ προσκυνήσουμε ὡς «παιδίον» εἰς τὰς ἀγκάλας τῆς ἁγίας Μητρός Του Αὐτὸν ποὺ εἶναι «ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος», ὁ «μεγάλης βουλῆς ἄγγελος», ὁ «ἐξουσιαστής», ὁ «ἄρχων τῆς εἰρήνης», ὁ «πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».
Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ συμμετέχουν εἰς αὐτὴν τὴν προσκύνησιν. Ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία: «Οἱ ἄγγελοι (προσφέρουν) τὸν ὕμνον, οἱ οὐρανοὶ τὸν ἀστέρα, οἱ μάγοι τὰ δῶρα, οἱ ποιμένες τὸ θαῦμα, ἡ γῆ τὸ σπήλαιον, ἡ ἔρημος τὴν φάτνην» καὶ τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων «μητέρα Παρθένον», στὸν νηπιάσαντα Κύριο τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. Καὶ τοῦτο, διότι τὸ βρέφος αὐτό, τὸ φαινομενικὰ ἀδύνατο, εἶναι ὁ Παντοκράτωρ, ὁ Λυτρωτής, ὁ Σωτήρ, ὁ Θεάνθρωπος. Θεωροῦντες τὰ πράγματα διὰ τῆς πίστεως γνωρίζομε ὅτι τὸ ἀδύνατο αὐτὸ βρέφος εἶναι ὁ «πρὸ αἰώνων Θεός», ὁ Κύριος τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἱστορίας.
«Μέγα τὸ μυστήριον». Τὸ «μόνον καινὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον», κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό. Δὲν ἔχει προηγούμενο οὔτε μπορεῖ νὰ ἐπαναληφθῇ. Βλέποντες τὴν ἱστορία μὲ τὴν προοπτικὴ αὐτή, μποροῦμε νὰ ἐλπίσουμε ὅτι Αὐτός, ὁ σαρκωθεὶς Θεός, θὰ βοηθήσῃ τὸν λαόν Του νὰ ὑπερβῇ τὴν παροῦσα κρίσι.
Eἶναι πολλὰ τὰ κοινὰ σημεῖα τῆς ἐποχῆς μας μὲ τὴν ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποία ἐγεννήθη ὁ Χριστὸς ἐπὶ «Καίσαρος Αὐγούστου», «ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας». Καὶ τότε ὑπῆρχε μία μορφὴ παγκοσμιοποιήσεως ἀνάλογη μὲ αὐτὴν ποὺ ἐπιχειρεῖται σήμερα. Ἡ φορολογία ἦταν ἀπάνθρωπη. Τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο συνετρίβετο, προκειμένου νὰ ἐπιτευχθοῦν οἱ στόχοι τοῦ Καίσαρος. Εἶναι γνωστοὶ οἱ ἐξανδραποδισμοὶ καὶ τὰ βασανιστήρια ποὺ ὑφίσταντο οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τοὺς τότε δυνάστας. Ἀκόμη εἶναι γνωστὰ τὰ ἔκλυτα ἤθη τῆς τότε κοινωνίας, ἀντίστοιχα πρὸς τὴν φαυλότητα τῶν «θεῶν» ποὺ ἐλάτρευαν οἱ ἄνθρωποι.

Καὶ σήμερα ἡ κρίσις ποὺ ἀντιμετωπίζουμε δὲν εἶναι μόνον οἰκονομικὴ ἀλλὰ καὶ ἠθικὴ καὶ θεολογική. Κρίσις οἰκονομική, διότι ἡ πτωχεία καὶ ἡ ἀνέχεια μαστίζει πολλοὺς ἀδελφούς μας. Κρίσις ἠθική, διότι ὁ πολιτισμός μας ὅλο καὶ περισσότερο ἑδράζεται στὴν φιλαυτία καὶ ὄχι στὴν ἀγάπη.
Κρίσις θεολογική, διότι μεταίρονται ὅρια αἰώνια, τὰ ὁποῖα ἔθεσαν οἱ ἅγιοι Πατέρες, καὶ ἀντικαθίστανται ἀπὸ ξενόφερτες «θεολογίες». Αὐτὲς οἱ «θεολογίες» ἄδειασαν τὶς Ἐκκλησίες τῆς Εὐρώπης καὶ κινδυνεύουν νὰ ἀδειάσουν καὶ τοὺς δικούς μας Ναούς, ὅπως εἶπε Προτεστάντης θεολόγος, διότι καλλιεργοῦν τὸν ὀρθολογισμὸ καὶ τὸν σκεπτικισμό.
Ὅπως στὸν εὑρισκόμενο «ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου» κόσμο τῆς ἐποχῆς ἐκείνης «φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς», ὁ Θεάνθρωπος Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, προσφέροντάς του τὴν λύτρωσι, ἐλπίζουμε ὅτι καὶ στὴν παροῦσα κρίσιμη φάσι τῆς ἱστορίας τοῦ ἔθνους μας ὁ Παντοκράτωρ Κύριος δὲν θὰ μᾶς στερήσῃ τὴν Χάρι Του καὶ τὴν εὐλογία Του καὶ δὲν θὰ ἀφήσῃ νὰ χαθῇ τὸ πολυπαθὲς ἔθνος μας. Ὁ ἅγιος Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ὡς κριτὴς τοῦ κόσμου μπορεῖ νὰ ἐπέμβῃ γιὰ τὴν σωτηρία μας. Μπορεῖ νὰ ἐπέμβῃ καὶ νὰ ἐνεργήσῃ. Σεβόμενος ὅμως τὴν ἐλευθερία μας περιμένει καὶ τὴν δική μας συνέργεια, ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὴν προσευχή μας. Ἐκεῖνος θὰ ἐνεργήσῃ τὴν σωτηρία μας, ἐὰν ἐμεῖς συνεργήσουμε.
Εἶναι πάντοτε ἐπίκαιροι οἱ λόγοι τοῦ μεγάλου Σέρβου Ἱεράρχου, ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, ὁ ὁποῖος τὸ 1929 ἔγραφε: «Μέχρι πότε θὰ διαρκέσει ἡ κρίση; Ὅσο τὸ πνεῦμα τῶν ἀνθρώπων παραμείνει δίχως ἀλλαγή. Ὥσπου οἱ ὑπερήφανοι ὑπαίτιοι αὐτῆς τῆς κρίσης νὰ παραιτηθοῦν μπροστὰ στὸν Παντοδύναμο. Ὥσπου οἱ ἄνθρωποι καὶ οἱ λαοὶ νὰ θυμηθοῦν, τὴν ἀκαταλαβίστικη λέξη “κρίση”, νὰ τὴ μεταφράζουν στὴ γλώσσα τους, ὥστε μὲ ἀναστεναγμὸ καὶ μετάνοια νὰ φωνάξουν: “ἡ Θεία δίκη”!».
Ὅλος ὁ λαὸς καλούμεθα σὲ μετάνοια καὶ προσευχή, γιὰ νὰ ἐπέμβῃ ὁ Θεός, ὅπως ἔγινε στὴν Νινευΐ. Ἀλλ᾿ ἐὰν δὲν μετανοοῦν καὶ δὲν προσεύχωνται οἱ πολλοί, τοὐλάχιστον ἂς μετανοοῦμε καὶ ἂς προσευχώμεθα οἱ ὀλίγοι πιστοί, καὶ ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ μᾶς σώσῃ, ὅπως θὰ ἔσωζε τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμμορα, ἐὰν ὑπῆρχαν ἔστω καὶ δέκα δίκαιοι.
Πιστεύουμε ὅτι, ἂν ἔτσι ἐνεργήσουμε, ὁ Φιλάνθρωπος Κύριος, ὄχι μόνο θὰ μᾶς βοηθήσῃ νὰ ὑπερβοῦμε τὴν παροῦσα κρίσι, ἀλλὰ θὰ ἐξαγάγῃ ἀπὸ τὴν πικρίαν τῆς δοκιμασίας αὐτῆς καρποὺς γλυκεῖς καὶ σωτηρίους, ὅπως χαρακτηριστικὰ λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: «Καὶ τοῖς γενομένοις κακοῖς ἀγαθοπρεπῶς κέχρηται πρὸς διόρθωσιν ἡμῶν ὁ Θεός».
Προσκυνοῦμε τὸ Θεῖον Βρέφος μὲ πίστι καὶ ἐλπίδα, ὅτι θὰ ἐπιβλέψῃ εὐμενῶς εἰς τὸν λαόν Του. Εὐλογημένα καὶ Ἅγια Χριστούγεννα!
Ἀρχιμ. Γεώργιος Καψάνης

Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2017


Χριστὸς γεννᾶται
Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε· Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε· Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε. Ἄσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ καί, ἵν᾿ ἀμφότερα συνελὼν εἴπω, Εὐφραινέσθωσαν οἱ οὐρανοί, καὶ ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ, διὰ τὸν ἐπουράνιον, εἶτα ἐπίγειον.
Κἀγὼ βοήσομαι τῆς ἡμέρας τὴν δύναμιν: Ὁ ἄσαρκος σαρκοῦται. Ὁ Λόγος παχύνεται. Ὁ ἀόρατος ὁρᾶται. Ὁ ἀναφὴς ψηλαφᾶται. Ὁ ἄχρονος ἄρχεται. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ Υἱὸς ἀνθρώπου γίνεται, «Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας».
Ἓν ἐκ δύο τῶν ἐναντίων, σαρκὸς καὶ Πνεύματος· ὧν τὸ μὲν ἐθέωσε, τὸ δὲ ἐθεώθη. Ὢ τῆς καινῆς μίξεως! ὢ τῆς παραδόξου κράσεως! ὁ ὢν γίνεται καὶ ὁ ἄκτιστος κτίζεται καὶ ὁ ἀχώρητος χωρεῖται, διὰ μέσης ψυχῆς νοερᾶς μεσιτευούσης Θεότητι καὶ σαρκὸς παχύτητι. Καὶ ὁ πλουτίζων πτωχεύει· πτωχεύει γὰρ τὴν ἐμὴν σάρκαν, ἵν᾿ ἐγὼ πλουτήσω τὴν αὐτοῦ Θεότητα. Καὶ ὁ πλήρης κενοῦται· κενοῦται γὰρ τῆς ἑαυτοῦ δόξης ἐπὶ μικρόν, ἵν᾿ ἐγὼ τῆς ἐκείνου μεταλάβω πληρώσεως. Τίς ὁ πλοῦτος τῆς ἀγαθότητος; Τί τὸ περὶ ἐμὲ τοῦτο μυστήριον; Μετέλαβον τῆς εἰκόνος καὶ οὐκ ἐφύλαξα· μεταλαμβάνει τῆς ἐμῆς σαρκός, ἵνα καὶ τὴν εἰκόνα σώσῃ καὶ τὴν σάρκα ἀθανατίσῃ. Δευτέραν κοινωνεῖ κοινωνίαν, πολὺ τῆς προτέρας παραδοξοτέραν· τότε μὲν τοῦ κρείττονος μετέδωκε, νῦν δὲ μεταλαμβάνει τοῦ χείρονος. Τοῦτο τοῦ προτέρου θεοειδέστερον· τοῦτο τοῖς νοῦν ἔχουσιν ὑψηλότερον.

Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

Περὶ τῆς Ἑλληνικῆς φιλοσοφίας
Ἀληθῶς ἡ Ἑλληνικὴ φιλοσοφία ἦτο συναίτιον αἴτιον καὶ συνεργὸς καὶ αἰτία καταλήξεως τῆς ἀληθείας, οὐχὶ δὲ αὐτὴ ἡ ἀλήθεια, ἥτις ἠδύνατο νὰ θεωρηθῇ τὸ τέρμα τῶν ἐνεργειῶν τῆς ἀνθρωπότητος καὶ τὸ τέλος καὶ ὁ σκοπὸς τῆς δράσεως αὐτῆς. Ἐν τῇ καρδίᾳ τοῦ ἀνθρώπου ἐναπελείπετο πάντοτε τι κενόν, ὅπερ ἡ φιλοσοφία ἠδυνάτει νὰ πληρώση· ἡ φιλοσοφία οὐ μόνον δὲν ἐγίνετο πληρωτικὴ τοῦ κενοῦ της καρδίας, ἀλλὰ μᾶλλον ἐμεγέθυνε αὐτὸ ἀνευρίσκουσα μὲν τὸν Θεὸν ἐν τοῖς δημιουργήμασι καὶ ἀναπτύσσουσα ἐν τῇ καρδίᾳ τὸν πρὸς αὐτὸν ἔρωτα, ἀδυνατοῦσα ὅμως νὰ προσπελάση αὐτῷ καὶ ἐγκολπωθῆ αὐτόν· ἡ φιλοσοφία, λέγει ὁ Κλήμης, ἔβλεπε τὴν εἰκόνα τῆς ἀληθείας ὡς ἐν ἐσόπτρῳ ὡς φαντασία καθορᾶται ἐν τοῖς ὕδασιν, καὶ διὰ διαφανῶν καὶ διαυγῶν σωμάτων· ἡ ἀνθρωπότης ὅμως ἤθελε νὰ ἴδῃ καθαρῶς, ἐπεζήτει τὴν μετὰ τοῦ θείου ἕνωσιν· ἡ δὲ φιλοσοφία ἠννόει μὲν τὸν Θεὸν ἐκ τῶν θείων αὐτοῦ ἰδιοτήτων, συνησθάνετο τὸ ἄπειρον αὐτοῦ μεγαλεῖον, ἀλλ᾿ ἔβλεπεν αὐτὸν ὡς ἐν εἰκόνι, ἠδυνάτει δὲ νὰ ἑνώση τὸν ἄνθρωπόν μετὰ τοῦ θείου. Ἡ διὰ τῆς φιλοσοφίας νόησις τῶν θείων ἰδιοτήτων ἐδίδαξεν τὸν ἄνθρωπον τὰς ἠθικὰς ἀρετὰς ὅπως δι᾿ αὐτῶν ἀφομοιωθῆ πρὸς τὸ θεῖον· ἀλλ᾿ ἡ διδασκαλία μόνη ἠδυνάτει νὰ ἀνυψώση τὸν ἄνθρωπον μέχρι τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ πρὸς ὃν ἐπεθύμει νὰ φθάση ἵνα ἴδῃ αὐτὸν πρόσωπον πρὸς πρόσωπον· ἠδυνάτει, διότι ἠδυνάτει νὰ ἄρη τὸ μεσότειχον τὸ ἀνεγερθὲν ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων· ἠδυνάτει, διότι ἠδυνάτει νὰ διαπλάση τὸν ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας διαφθαρέντα ἄνθρωπον στερουμένη θείας διαπλαστικῆς δυνάμεως· ἠδυνάτει, διότι ἐστερεῖτο θείου κύρους· ἠδυνάτει, διότι ἐστερεῖτο πίστεως πληροφορούσης μυστικῶς τὴν καρδίαν πρὸς ἀποδοχὴν τῆς διδασκαλίας ἄνευ ἐπιφυλάξεως· ἠδυνάτει, διότι ἐστερεῖτο ἐλπίδος ἀϊδίου, ἀμειώτου, καθαρᾶς παντὸς φόβου, πάσης μεταμελείας, ἐλπίδος ἐχούσης ἐν ἑαυτῇ τὸ πλήρωμα τῆς εὐδαιμονίας· ἠδυνάτει, διότι ἐστερεῖτο δυνάμεως πρὸς ἀνακούφισιν τῶν καρδιῶν τῆς πασχούσης ἀνθρωπότητος· ἠδυνάτει, διότι ἐστερεῖτο τῆς ἰσχύος τῆς Χριστιανικῆς ἀγάπης τῆς ἀμειβομένης ὑπὸ τῆς θείας ἀγάπης τῆς δαψιλευούσης τὴν εὐδαιμονίαν καὶ μακαριότητα· ἠδυνάτει, διότι ἐστερεῖτο πίστεως πληροφορούσης τὴν καρδίαν τῶν ὀπαδῶν αὐτῆς περὶ τῆς ἀπολύτου ἀληθείας τῶν ἑαυτῆς ἀρχῶν· ἠδυνάτει, διότι ἐστερεῖτο θείας δυνάμεως ἑλκούσης τὴν ἀνθρωπότητα εἰς ἑαυτήν· ἠδυνάτει, διότι ἐστερεῖτο δυνάμεως πειθούσης ἔν τε τοῖς λόγοις καὶ τοῖς ἔργοις· ἠδυνάτει, διότι ἐστερεῖτο τῆς μεγαλουργοῦ δυνάμεως τῆς ἐκθαμβούσης καὶ καταπληττούσης· ἠδυνάτει, διότι ἐστερεῖτο τῶν ἐκ τῶν ἄνωθεν μαρτυρίων πρὸς πίστωσιν τῆς ἀληθείας τῶν ἑαυτῆς λόγων· ἠδυνάτει, διότι ἐστερεῖτο θείων χαρισμάτων δαψιλευομένων τοῖς ὀπαδοῖς ὑπὸ τοῦ οὐρανοῦ· ἠδυνάτει, διότι ἐστερεῖτο τῶν καρπῶν τῆς χάριτος τοῦ ἁγίου Πνεύματος· ἠδυνάτει, διότι ἐστερεῖτο ἁγιασμοῦ καὶ τῆς μεταδοτικῆς τούτου δυνάμεως· ἠδυνάτει τέλος, διότι ἐστερεῖτο θείας ἀποκαλύψεως καὶ θρησκευτικοῦ κύρους ἐπαναπαύοντος τὰς καρδίας τῶν ὀπαδῶν αὐτῆς. Τούτων δὲ ἁπάντων ἐδέετο ἡ ἀνθρωπότης ὅπως πεισθῆ, ὅπως βαδίση τὴν εὐθεῖαν ὁδόν, ἀποστῇ τῆς πλάνης, ἀναπλασθῆ, καὶ τύχῃ τῆς μακαριότητος· ἡ ἔνδεια αὕτη τῆς φιλοσοφίας καθίστα αὐτὴν ἀνίσχυρον ἵνα ἀποβῇ ὁ σκοπὸς καὶ τὸ τέλος τοῦ πνευματικοῦ του ἀνθρώπου βίου· ἐντεῦθεν ἡ πεποίθησις ἡμῶν ὅτι ἡ φιλοσοφία ἐγένετο παιδαγωγὸς εἰς τὸν Χριστιανισμὸν ἐν ᾧ εὑρίσκετο τὸ πλήρωμα τῶν ἐλλείψεων τῆς φιλοσοφίας, καὶ ἡ τελεία ἱκανοποίησις τῶν πόθων τῆς καρδίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ οὐχὶ σκοπὸς καὶ τελικὸν ὅριον.
Ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ φιλοσοφία δὲν ἠδύνατο νὰ εἶναι ὁ σκοπὸς καὶ τελικὸν ὅριον τοῦ πνευματικοῦ βίου τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸ πλήρωμα τῶν πόθων τῆς καρδίας αὐτοῦ δείκνυται καὶ ἐκ τῆς ἀδυναμίας ὅπως λύση καὶ τὰ ἑξῆς τρία σπουδαιότατα ζητήματα τὰ ἀπασχολήσαντα ἀπ᾿ αἰώνων τὸ πνεῦμα τῆς ἀνθρωπότητος, καὶ πείση αὐτὴν ἀδιστάκτως περὶ τῆς ἀληθείας τῶν ἑαυτῆς λόγων. Ἡ ἀνθρωπότης ἐπεθύμει νὰ γνωρίση καὶ πιστεύση τὸν ἀληθῆ Θεόν, διότι ἠσθάνετο τὴν ἀνάγκην νὰ προσπελάση αὐτῷ· ἐπεθύμει νὰ γνωρίση καὶ πεισθῆ περὶ τῆς ἀξίας ἑαυτοῦ καὶ τῆς σχέσεως αὐτοῦ πρὸς τὸ θεῖον· καὶ τρίτον ἐπεθύμει νὰ γνωρίση τὰ περὶ τῆς αἰωνιότητός του. Ἡ φιλοσοφία ἠδύνατο νὰ ἀγάγῃ τοὺς φιλοσοφοῦντας πρὸς τὴν ἀλήθειαν ὡς καὶ νὰ φανερώση αὐτοῖς τὴν εἰκόνα τῆς ἀληθείας ὡς ἐν ἐσόπτρῳ καὶ διὰ σωμάτων διαυγῶν καὶ διαφανῶν, ἀλλ᾿ ἠδυνάτει διδάσκουσα περὶ αὐτῶν νὰ πείση, καὶ ἄρη τὸ βάρος τὸ ἐπιβαρῦνον τὰς καρδίας τῶν ἀνθρώπων· πρὸς τὰ ζητήματα ταῦτα συνεδέετο ἅπας ὁ ἠθικὸς καὶ πνευματικὸς βίος τοῦ ἀνθρώπου, πᾶσα ἡ ἐν τῷ βίῳ αὐτοῦ δρᾶσις. Ὁ ἄνθρωπος ἐπεθύμει νὰ πληροφορηθῇ καὶ βεβαιωθῇ ὅπως κανονίσῃ τὸν ἠθικὸν αὐτοῦ βίον· διότι οὐδεὶς ἐπὶ ἀβεβαίων καὶ σαλευομένων ἀρχῶν, ἀρχῶν μάλιστα στερουμένων θείου κύρους οἰκοδομεῖ στεῤῥῶς τὸν ἑαυτοῦ ἠθικὸν βίον· ἡ φιλοσοφία ἐδίδαξεν ὑγιεῖς θεωρίας, ἀλλ᾿ οὐδεὶς ἐπείσθη νὰ κανονίσῃ τὸν ἑαυτοῦ βίον πρὸς τὰς καλὰς θεωρίας διὰ τὴν ἔλλειψιν θείου κύρους καὶ ἐνδομύχου πληροφορίας· o ἄνθρωπος ἐπεζήτει πληροφορίας ἐζήτει τὴν ἀπόδειξιν τῆς ἀληθείας τῆς διδασκαλίας τῆς φιλοσοφίας· ἡ δὲ ἀπόδειξις ἔλειπεν. Ἡ ἀπαίτησις αὕτη, ἀπαίτησις τοῦ πνεύματος καὶ τῆς καρδίας τοῦ ἀνθρώπου, οὖσα τὸ προοίμιον τῆς συγκαταθέσεως τῆς καρδίας καὶ τοῦ νοῦ πρὸς ἄσκησιν ἠθικοῦ βίου, οὐχὶ δὲ καὶ τὸ μέσον πρὸς κατόρθωσιν, διότι ἀπητοῦντο πάντα, ὅσα ἀνωτέρω ἐδείξαμεν, ὑπῆρξεν ὁ σκόπελος πρὸς ὃν εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς ἅμα ἀναγομένη πλησίστιος καὶ ἐναυάγει προσαράσσουσα ἡ φιλοσοφία. Ἡ ὑπὸ τῆς ἱστορίας μαρτυρουμένη ἀδυναμία καὶ ἀνικανότης πρὸς ἠθικοποίησιν τῆς ἀνθρωπότητος καὶ πρὸς ἱκανοποίησιν τῶν ἀκορέστων πόθων τῆς καρδίας καὶ τῶν ἀπαιτήσεων τοῦ νοῦ, δεικνύει τὸ ἀνεπαρκές της φιλοσοφίας πρὸς τὸ μέγα ἔργον τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς διαπλάσεως τῆς ἀνθρωπότητος. Ἡ ἀνθρωπότης ἐζήτει θείαν ἀποκάλυψιν ὅπως μάθη τὴν ἀλήθειαν καὶ βεβαιωθῆ καὶ πεισθῆ· ἡ ἀνθρωπότης ἐδεῖτο θείου διαπλάστου· ἡ δὲ φιλοσοφία ἐστερεῖτο τούτων. Ἡ ἀνθρωπότης εὖρεν ταῦτα ἐν τῷ χριστιανισμῷ πρὸς ὃν ἐποδηγέτει ἡ Ἑλληνικὴ φιλοσοφία· αὕτη ἡ ἐμὴ περὶ τοῦ ζητήματος τούτου ταπεινὴ γνώμη.
Ἐν Ἀθήναις τῇ 17 Ἰουνίου 1896.

Ὁ Πενταπόλεως Νεκτάριος

Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2017


Ἀνατολὴ
Γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια ἀνατολίτικα,
λυπητερά,
πῶς ἡ ψυχή μου σέρνεται μαζί σας!
Εἶναι χυμένη ἀπὸ τὴ μουσική σας
καὶ πάει μὲ τὰ δικά σας τὰ φτερά.
Σᾶς γέννησε καὶ μέσα σας μιλάει
καὶ βογγάει καὶ βαριὰ μοσκοβολάει
μία μάννα· καίει τὸ λάγνο της φιλί,
κ᾿ εἶναι τῆς Μοίρας λάτρισσα καὶ τρέμει,
ψυχὴ ὅλη σάρκα, σκλάβα σὲ χαρέμι,
ἡ λαγγεμένη Ἀνατολή.
Μέσα σας κλαίει τὸ μαῦρο φτωχολόι,
κι ὅλο σας, κ᾿ η χαρά σας, μοιρολόι
πικρὸ κι ἀργό.
Μαῦρος, φτωχὸς καὶ σκλάβος καὶ ἀκαμάτης,
στενόκαρδος, ἀδούλευτος, διαβάτης
μ᾿ ἐσᾶς κ᾿ ἐγώ.
Στὸ γιαλὸ ποὺ τοῦ φύγαν τὰ καΐκια,
καὶ τοῦ μείναν τὰ κρίνα καὶ τὰ φύκια,
στ᾿ ὄνειρο τοῦ πελάου καὶ τ᾿ οὐρανοῦ,
ἄνεργη τὴ ζωὴ νὰ ζοῦσα κ᾿ ἔρμη,
βουβός, χωρὶς καμιᾶς φροντίδας θέρμη,
μὲ τόσο νοῦ,
ὅσος φτάνει σὰ δέντρο γιὰ νὰ στέκει
καὶ καπνιστὴς μὲ τὸν καπνὸ νὰ πλέκω
δαχτυλιδάκια γαλανά·
καὶ κάποτε τὸ στόμα νὰ σαλεύω
κι ἀπάνω του νὰ ξαναζωντανεύει
τὸν καημὸ ποὺ βαριὰ σᾶς τυραννᾷ.
Κι ὅλο ἀρχίζει, γυρίζει, δὲν τελειώνει,
καὶ μία φυλὴ ζῇ μέσα σας καὶ λιώνει.
Καὶ μία ζωὴ δεμένη σπαρταρᾷ,
γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια ἀνατολίτικα,
λυπητερά.

Κωστὴς Παλαμᾶς

Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2017

Ὅτι μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεὸς
Χρηστὸν ἀγαθόν τε καὶ ταπεινόν, ἀγάπης ταμεῖον, καὶ ἐλέους τὸν θησαυρόν, κρουνὸν τῆς σοφίας, ἐκφάντορα Πατέρων, τιμῶμεν ἐπαξίως, τὸν Ἐπιφάνιον.
Συνεπληρώθησαν εἴκοσι καὶ ὀκτὼ ἔτη ἀπὸ τῆς εἰς Κύριον ἐκδημίας τοῦ ἀειμνήστου καὶ πολυσεβάστου Γέροντός μας π. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, τοῦ χρηστοῦ, ἀγαθοῦ τε καὶ ταπεινοῦ, ἀγάπης ταμείου, καὶ ἐλέους θησαυροῦ, κρουνοῦ τῆς σοφίας, τοῦ ἐκφάντορος τῶν Ἁγίων Πατέρων, τοῦ ἀνυψωθέντος εἰς μέτρα τῶν Πατέρων, τοῦ πνευματικοῦ ἡμῶν Πατρός, Διδασκάλου καὶ Γέροντος, τοῦ ὁποίου σήμερον τελοῦμεν τὸ ἱερὸν μνημόσυνον.
Εἰς τὰς ἡμέρας μας πολὺς γίνεται λόγος διὰ τὰς σχέσεις ἡμῶν τῶν Ὀρθοδόξων μετὰ τῶν αἱρετικῶν προτεσταντῶν καὶ παπικῶν. Ἡ θαυμαστὴ καὶ αὐθεντικὴ πατερικὴ πέννα τοῦ Γέροντος διασφαλίζει εἰς τοὺς εἰς αὐτὸν προστρέχοντας τὰς ὀρθοδόξους, ἁγιοπνευματικὰς καὶ κρυσταλλίνους θέσεις, αἱ ὁποῖαι καθορίζονται ὑπὸ τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Δεῦτε, ἀδελφοί, ἐκ τῶν κειμένων τοῦ π. Ἐπιφανίου νὰ λάβωμεν τὰς ὀρθοδόξους καὶ σωστικὰς θέσεις καὶ ἀπαντήσεις.
α) Περὶ τῶν Προτεσταντῶν. Εἶναι ἀνεπίτρεπτος ἡ συμμετοχή μας εἰς τὸ «Παγκόσμιον Συμβούλιον τῶν Ἐκκλησιῶν».
Ἔγραφε πρὸς ἅπασαν τὴν Σεπτὴν Ἱεραρχίαν τῷ 1958 περὶ τῶν Προτεσταντῶν καὶ περὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Συμβουλίου αὐτῶν ὁ σοφὸς Γέροντάς μας: «Ἀντετάχθημεν, (εἰς τὴν συμμετοχὴν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος), διότι ἐπιστεύομεν ὅτι οὐδὲν καλὸν ἔμελλεν ἐκ τῆς τοιαύτης συμμετοχῆς νὰ προκύψη, μᾶλλον δὲ βλάβη διὰ τὴν ἡμετέραν Ἐκκλησίαν. Δὲν ἠδυνάμεθα νὰ ἐννοήσωμεν ποῖος ἦτο ὁ ἀποχρῶν λόγος τῆς τοιαύτης συμμετοχῆς. Μήπως ἡ προπαρασκευὴ τοῦ ἐδάφους καὶ ἡ δημιουργία προϋποθέσεων, ἔστω καὶ ἐλαχίστων, πρὸς μελλοντικὴν ἕνωσιν; Ἀλλὰ θὰ ἦτο τουλάχιστον φαιδρὰ μία τοιαύτη δικαιολογία. Πῶς εἶνε δυνατὸν νὰ ὑπάρξη καὶ ἡ πλέον ἀμυδρὰ ἐλπὶς ἑνώσεως, ὅταν ὁ Προτεσταντισμὸς δὲν δύναται νὰ κατορθώση τὴν ἰδίαν ἕνωσιν, κατατετμημένος εἰς Ὁμολογίας μικρὸν ὑπολειπομένας τοῦ ἀριθμοῦ διακόσια;… ὅταν αἱ Ὁμολογίαι αὐταὶ σὺν τῇ παρόδῳ τοῦ χρόνου οὐ μόνον δὲν μειοῦνται, ἀλλ’ ἀπεναντίας αὐξάνονται καὶ πληθύνονται; Ἐὰν ποτὲ πνεύση ἐν τῷ δυστήνῳ  Προτεσταντισμῷ πνεῦμα Ἑνότητος, τότε φυσικὸν εἶναι ἡ Ἑνότης νὰ ἐκδηλωθῆ καὶ νὰ συντελεσθῆ πρῶτον ἐν τοῖς ἰδίοις αὐτοῦ κόλποις καὶ εἶτα νὰ ζητήση ἐπεκτάσεις. Ἐὰν λοιπὸν ἴδωμεν ποτὲ τὸν Προτεσταντισμὸν ὁμονοοῦντα καὶ συντασσόμενον εἰς μίαν ὁμολογίαν, τότε θὰ ἔχη λόγον πᾶσα πρὸς ἕνωσιν κατατείνουσα ἐνέργεια ἡμῶν. Διότι ἡ μεταξὺ αὐτοῦ ἑνότης θὰ ἀποτελῆ ἀμάχητον τεκμήριον ἐκτιμήσεως τῆς εἰλικρινείας τῶν πρὸς Ἕνωσιν μετ’ ἄλλων Χριστιανικῶν Ὁμολογιῶν προθέσεων αὐτοῦ. Μέχρι τῆς ἡμέρας ἐκείνης ὅμως ἐπιβάλλεται μία μόνη ἀπάντησις εἰς τὰς περὶ ἑνώσεως δῆθεν ἐπιθυμίας καὶ διακηρύξεις τοῦ μυριοκεφάλου Προτεσταντισμοῦ: «Ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν». Τὸ περισσὸν τούτου ἐκ τοῦ πονηροῦ ἐστιν…».
Εἰς τὸ αὐτὸ ἄρθρον ἔγραφεν ὁ Γέροντας: «…ὅτι μία πρότασις τῶν ἡμετέρων κατὰ τὸ Συνέδριον τοῦ Ἄμστερνταμ, ὅπως προστεθῆ εἰς τὴν δογματικὴν βάσιν τοῦ «Οἰκουμενικοῦ Συμβουλίου» ἡ πίστις καὶ εἰς τὸν «Θεὸν Πατέρα», ὡς καὶ ἑτέρα πρότασις κατὰ τὸ Συνέδριον τοῦ Ἔβανστον, ὅπως τὸ κύριον θέμα «ὁ σταυρωθεὶς Κύριος ἐλπὶς τοῦ κόσμου» συμπληρωθῆ διὰ τῆς φράσεως «καὶ ἀναστὰς», προτάσεις, λέγομεν, τοιαῦται, ἀπερρίφθησαν, ὑπὸ τοῦ Συνεδρίου!… Καὶ κατόπιν τούτου, οἱ ἡμέτεροι ἀντιπρόσωποι ἠδυνήθησαν νὰ μείνωσιν ἐντὸς αὐτοῦ…». Τέλος ὁ Γέροντας ἔγραφε τοὺς λόγους τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου: «ὃς ἂν μεθοδεύῃ τὰ λόγια του Κυρίου πρὸς τὰς ἰδίας ἐπιθυμίας καὶ λέγῃ μήτε ἀνάστασιν μήτε κρίσιν (εἶναι) οὗτος πρωτότοκός ἐστι τοῦ Σατανᾶ!» Καὶ μετὰ τῶν πρωτοτόκων τοῦ Σατανᾶ δὲν δύναται βεβαίως νὰ ἔχη σχέσιν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία.
β ) Περὶ τῶν Παπικῶν. Τί ἐκ τῶν δύο συνέβη; Ἔγραφεν ὁ ἀείμνηστος Γέροντάς μας πρὸς τὸν Πατριάρχην κυρὸν Ἀθηναγόραν, τῷ 1965: «Παναγιώτατε, ἀλληλογραφεῖτε μετὰ τοῦ Πάπα ἐν πάσῃ ἐκκλησιαστικῇ τάξει, ὡς ἐὰν ἐζῶμεν εἰς τὸν Ε΄ μ.Χ. αἰῶνα… Καλεῖτε αὐτὸν «Πρῶτον Ἐπίσκοπον τῆς Χριστιανωσύνης» καὶ Ὑμᾶς Αὐτὸν δεύτερον… Συμπροσεύχεσθε μετ’ ἀντιπροσώπων αὐτοῦ καὶ φέρεσθε πρὸς αὐτοὺς σχεδὸν ὅπως καὶ πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους… Τί ἐκ τῶν δύο συνέβη; Ὁ Πάπας προσεχώρησεν εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν ἤ Ὑμεῖς εἰς τὸν Παπισμόν; Ἐὰν τὸ πρῶτον, ἀναγγείλατε τοῦτο, ἵνα πάντες φαιδρῶς πανηγυρίσωμεν καὶ μετ’ ἀλλήλων χορεύσωμεν. Ἐὰν τὸ δεύτερον, ὁμιλήσατε μετ’ εἰλικρίνειας καὶ εὐθύτητος, ἵνα βεβαιωθῶμεν ὅτι, μετὰ τῆς παλαιᾶς, ἀπώλετο καὶ ἡ νέα Ρώμη καὶ κατεπόθη ὑπὸ τῆς αἱρέσεως. Ἐὰν δὲ οὐδὲν ἐκ τούτων συνέβη, ἀλλὰ καὶ Ὑμεῖς καὶ ὁ Πάπας μένετε ἐν τοῖς οἰκείοις ἕκαστος ὅροις, πῶς ἑρμηνεύονται αἱ προεκτεθεῖσαι ἐνέργειαι Ὑμῶν; Πῶς εἶνε δυνατὸν ὁ αἱρετικὸς Πάπας νὰ εἶνε ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος τῆς Χριστιανωσύνης καὶ Ὑμεῖς ὁ δεύτερος; Πότε ἡ Ἐκκλησία ἡμῶν συνηρίθμησεν ὁμοῦ μετὰ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων τοὺς ἐπισκόπους τῶν αἱρετικῶν; Δογματικῆς καὶ κανονικῆς ἀκριβείας γλῶσσαν ὁμιλεῖτε ἤ εὐελίκτου διπλωματικῆς ὑποκρισίας;».
Εἰς δὲ τὴν τοποθέτησιν ὅτι χρειαζόμεθα τὴν συμμαχίαν τοῦ Βατικανοῦ πρὸς ἀντιμετώπισιν τῶν τουρκικῶν βρυχηθμῶν χαρακτηριστικῶς τονίζει ὁ Γέροντάς μας π. Ἐπιφάνιος: «Παναγιώτατε· ἄδεται ὅτι ἐνεργεῖτε ὡς ἐνεργεῖτε, ἵνα προσεταιριζόμενος τὸ πανίσχυρον κοσμικῶς Βατικανόν, ἀντιτάξητε τὴν ἐκ τῆς συμμαχίας αὐτοῦ αἴγλην καὶ δύναμιν πρὸς τοὺς τουρκικοὺς βρυχηθμοὺς καὶ δυνηθῆτε οὕτω νὰ στηρίξητε τὸν δεινῶς ἀπειλούμενον καὶ κλονιζόμενον Θρόνον τῆς πάλαι ποτὲ Βασιλευούσης. Ἐὰν ταῦτα ἔχωνται ἀληθείας, καὶ πλανᾶσθε καὶ ματαιοπονεῖτε. Ἔχομεν τὴν συμμαχίαν τοῦ Θεοῦ, Παναγιώτατε, ναὶ ἤ οὔ; Ἐὰν ναί, τότε «εἷς διώξεται χιλίους καὶ δύο μετακινήσουσι μυριάδας»· τότε «κἄν κύματα διεγείρηται, κἄν πελάγη», κἄν τουρκικῶν θηρίων θυμός, ἀράχνης δι’ ἡμᾶς ἔσονται εὐτελέστερα· τότε «ἐξανθήσει καὶ ὑλοχαρήσει καὶ ἀγαλλιάσεται τὰ ἔρημα τοῦ Ἰορδάνου» καὶ «ἀλεῖται ὡς ἔλαφος ὁ χωλός, τρανὴ δὲ ἔσται γλῶσσα μογιλάλων»· τότε… ὦ τότε «γνῶτε Ἔθνη καὶ ἡττᾶσθε ὅτι μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός»!… Ἐὰν ὄχι, τότε πρὸς τί «πεποίθαμεν ἐπ’ ἄρχοντας, ἐπὶ υἱοὺς ἀνθρώπων οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία;».
Τέλος τονίζει ὅτι «οὐδεὶς Ὀρθόδοξος εὔχεται τὴν μετακίνησιν ἤ τὸν θάνατον τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου. Μὴ γένοιτο! Ἀλλὰ καὶ οὐδεὶς θὰ θυσιάση χάριν αὐτοῦ ἰῶτα ἕν ἤ μίαν κεραίαν ἐκ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Ἀγωνίσασθε ὑπὲρ αὐτοῦ πάσῃ δυνάμει. Ὄχι ἁπλῶς ἔχετε δικαίωμα, ἀλλ’ ὀφείλετε νὰ στηρίξητε αὐτόν, τὸ καθ’ Ὑμᾶς. Θυσιάσατε χάριν αὐτοῦ ὁ,τιδήποτε: Χρήματα, κτήματα, τιμὰς, δόξαν, πολύτιμα κειμήλια, Διακόνους, Πρεσβυτέρους, Ἐπισκόπους· ἀκόμη καὶ τὸν Πατριάρχην Ἀθηναγόραν! Ἕν μόνον κρατήσατε, ἕν φυλάξατε, ἑνὸς φείσασθε, ἕν μὴ θυσιάσητε: Τὴν ὀρθόδοξον Πίστιν! Ὁ Οἰκουμενικὸς Θρόνος ἔχει ἀξίαν καὶ χρησιμότητα μόνον καὶ μόνον, ὅταν ἐκπέμπῃ ἀπανταχοῦ τῆς γῆς τὸ γλυκὺ καὶ ἀνέσπερον τῆς Ὀρθοδοξίας Φῶς. Οἱ Φάροι εἶνε χρήσιμοι, ἐὰν καὶ ἐφ’ ὅσον φωτίζωσι τοὺς ναυτιλλομένους, ἵνα ἀποφεύγωσι τοὺς σκοπέλους. Ὅταν τὸ φῶς αὐτῶν σβεσθῇ, τότε δὲν εἶνε μόνον ἄχρηστοι ἀλλὰ καὶ ἐπιβλαβεῖς, διότι μεταβάλλονται καὶ αὐτοὶ εἰς σκοπέλους…»
Ἀδελφοί μου!
Ἡ ἐναγώνιος ἔκκλησις πρὸς τὸν τότε Πατριάρχην: «Παναγιώτατε, μὴ θέλετε νὰ δημιουργήσητε ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ σχίσματα καὶ διαιρέσεις. Πειρᾶσθε νὰ ἑνώσητε τὰ διεστῶτα καὶ τὸ μόνον ὅπερ θὰ κατορθώσετε, θὰ εἶνε νὰ διασπάσητε τὰ ἡνωμένα καὶ νὰ δημιουργήσητε ρήγματα εἰς ἐδάφη ἕως σήμερον στερεὰ καὶ συμπαγῆ», αὕτη ἡ ἐναγώνιος ἔκκλησις εἴθε νὰ κατευθύνῃ ἅπαντας πρὸς διαφύλαξιν τῆς ἀμωμήτου πίστεώς μας καὶ τῆς Ἑνότητος τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν, πρεσβείαις τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ εὐχαῖς τοῦ μακαριστοῦ Γέροντός μας π. Ἐπιφανίου. Ἀμήν.

Ἀρχιμ. Νικόδημος Ἀεράκης

Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017

Ὁ Χριστιανὸς εἶναι πραγματικὰ ἄνθρωπος
Πολλὲς φορὲς τὴν ἡμέρα ἔρχεται ὁ Χριστὸς καὶ σοῦ χτυπάει, ἀλλὰ ἐσὺ ἔχεις δουλειές...
Ἐκεῖνος ποὺ ταράζεται δὲ σκέφτεται λογικά, ὀρθά. Κάνε ὑπομονὴ καὶ θὰ βραβευτεῖς μὲ στέφανο.
Θέλω νὰ εἶστε ἤρεμες γιὰ νὰ συναντιόμαστε. Ἅμα εἶστε κουρασμένες δὲ λειτουργοῦν οἱ ἀσύρματοι.
Τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ μὴ φεύγει ἀπὸ τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά σας.
Ὁ Κύριος νὰ σᾶς ἐνισχύει, νὰ κρατήσετε σταθερὰ τὴ σημαία τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ἐγκράτειας.
Ὁ Χριστιανὸς εἶναι πραγματικὰ ἄνθρωπος. Ξέρει ὅλους τοὺς τρόπους τῆς εὐγένειας.
Ὅταν ἡ καρδιά μας δὲν ἔχει τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Χριστὸ δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε τίποτα. Εἴμαστε σὰν πλοῖα ποὺ δὲν ἔχουν φωτιά, βενζίνη στὴ μηχανή τους.
Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἁπλοποιεῖται, θεοποιεῖται. Γίνεται ἄκακος, ταπεινός, πράος, ἐλεύθερος, γίνεται... γίνεται...
Αὐτὰ ποὺ ἀκοῦμε (πολέμους, σεισμούς, καταστροφές) εἶναι βροντὲς καὶ θὰ ἔρθει καὶ ἡ βροχή... Πρέπει λοιπὸν νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι πρὸς ἀπολογία καὶ μαρτύριο.
Νὰ γίνετε ἄνθρωποι ἄξιοί της ἄνω Ἱερουσαλήμ.
Ἡ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἐκπέμπει ἀκτίνες. Πρέπει ὅμως ὁ ἄλλος νὰ ἔχει καλὸ δέκτη γιὰ νὰ τὸ καταλάβει.
Πρέπει νὰ ἔχουμε στὸν οὐρανὸ τὰ βλέμματά μας. Τότε δὲ θὰ μᾶς κλονίζει τίποτε.
Παρακαλῶ τὸν Θεὸ νὰ σᾶς ἁγιάσει, νὰ σᾶς ὁδηγήσει στὸν Παράδεισο. Αὐτὴν τὴν προίκα παρακαλῶ νὰ σᾶς δώσει ὁ Κύριος.
Οἱ καρδιές σας εἶναι νέες καὶ θέλουν ν᾿ ἀγαποῦν. Πρέπει λοιπὸν νὰ ὑπάρχει στὴν καρδιά μας μόνο ὁ Χριστός μας, ὁ Νυμφίος σας. Θέλει μόνο Αὐτὸν ν᾿ ἀγαπᾶτε.
Στὴν Θεία Λειτουργία γιὰ νὰ ἔρθει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ ἔχεις συγκέντρωση, εἰρήνη καὶ νὰ μὴ σκέφτεσαι τίποτα.
Εἶμαι φτωχὸς πατέρας, ἀλλὰ πατρικὴ ἀγάπη ἔχω πολλὴ γιὰ σᾶς.
Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἀγαπάει τὸ Θεό, τόσο ἔχει ἀγάπη καὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Τοὺς ἀγαπάει σὰν εἰκόνες Θεοῦ, μὲ σεβασμό, λεπτότητα καὶ ἁγιασμό.

Γέρων Ἀμφιλόχιος Μακρῆς

Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2017


Ἄγγελος Θεοῦ Παντοκράτορος εἶναι ὁ Ἱερεύς
...Ἔχεις δίκαιον νὰ φοβῆσαι νὰ εἰσέλθῃς εἰς τὴν Ἱερωσύνην. Τὸν φόβον αὐτὸν τὸν εἶχον ὅλοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες, δι᾿ αὐτὸ καὶ πολλοὶ ἔφευγον τὴν ἱερωσύνην ταπεινούμενοι, στοχαζόμενοι ἀφ᾿ ἑνὸς τὸ ὕψος τῆς ἱερωσύνης, τὴν καθαρότητα καὶ τὴν ἁγιότητα τὴν ὁποίαν ὀφείλει νὰ ἔχῃ ὁ ἱερεύς, ἀφ᾿ ἑτέρου τὰς εὐθύνας τὰς ὁποίας ἀναλαμβάνει ἀπὸ τὴν στιγμὴν κατὰ τὴν ὁποίαν λαμβάνει τὸ χάρισμα τῆς Ἱερωσύνης. Πολλοὶ δὲ ἐκ τῶν Ἁγίων καὶ ἐκρύπτοντο διὰ νὰ ἀποφύγουν τὴν ἱερωσύνην καὶ τότε ἐδέχοντο, ὅταν ὁ Κύριος τοὺς ἀπεκάλυπτε, ἢ ὅλος ὁ δῆμος τοὺς πρότεινε ὡς ἀξίους, δι᾿ αὐτὸ καὶ ἐπεκράτησε κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους τό, ἢ θεόκλητος ἢ δημόκλητος.
Ἀλλὰ κατὰ τοὺς σημερινοὺς χρόνους, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἐπικρατεῖ ἡ δαιμονόκλητος (δαιμονοπρόβλητος) ἢ ὑπερηφανοεαυτοπρόβλητος, ὃ ἐστὶ πολλούς, αἰσχρούς, φαύλους, ἀσεβεῖς, ἁμαρτωλούς, ἀναξίους, τοὺς προτείνει, τοὺς προβάλλει ὁ διάβολος εἰς ἱερωσύνην καὶ ἀρχιερωσύνην, πολλοὶ δὲ μόνοι τους προτείνουν ἑαυτοὺς ἐξ ἑωσφορικῆς ὑπερηφανείας καὶ οἰήσεως κατεχόμενοι, μὴ στοχαζόμενοι οἱ ἄφρονες, ὅτι ὁ ἱερεύς, ὁ λειτουργὸς τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ ὀφείλει νὰ εἶναι σώματι καὶ ψυχῇ καθαρότερος καὶ λαμπρότερος τῶν ἡλιακῶν ἀκτινῶν, καὶ ἀνώτερος καὶ ὑψηλώτερος καὶ ἁγιώτερος πάντων τῶν ἀνθρώπων. Ἄγγελος Θεοῦ Παντοκράτορος εἶναι ὁ Ἱερεύς, ἀλλὰ στοχαζόμενοι οἱ ματαιόφρονες, οἱ γηϊνόφρονες, οἱ κουφοὶ καὶ ἐπηρμένοι, ὅτι θὰ αὐξήσῃ ἡ τιμή των, ἡ δόξα των, καὶ οἱ ἄνθρωποι θὰ τοὺς φιλοῦν τὸ χέρι παντοῦ, θὰ τοὺς θαυμάζουν, ὅταν θὰ λειτουργοῦν ἐνδεδυμένοι χρυσοΰφαντα ἱερά, θὰ αὐξήσουν τὰ ὑλικὰ συμφέροντά των, ... καὶ ἀφοῦ θησαυρίσουν ἐπὶ τῆς γῆς, τότε θὰ εἰποῦν εἰς τὴν ψυχήν των, ὡς ὁ ἄφρων του Εὐαγγελίου· «ψυχὴ ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά, φάγε, πίε, εὐφραίνου, ἀναπαύου».
Αὐτὰ στοχαζόμενοι καὶ διανοούμενοι ἐν ἑαυτοῖς, οἱ δαιμονόκλητοι καὶ ὑπερηφανοαυτόκλητοι, κινοῦν πάντα λίθον, τρέχουν ἄνω κάτω, βάζουν μεσίτας, πρωθυπουργούς, ὑπουργούς, βουλευτάς, πολιτικούς, μητροπολίτας κ.λπ., διὰ νὰ λάβουν τὴν Ἱερωσύνην καὶ Ἀρχιερωσύνην. Καὶ ὅταν τὴν λάβουν, ἐπειδὴ ἀναξίως τὴν ἔλαβον, τοὺς ἐγκαταλείπει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ γίνονται σκότος ἀντὶ φωτὸς καὶ μεταδίδουν εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ἀντὶ φωτὸς σκότος καὶ γίνονται αἰτία νὰ βλασφημῆται τὸ ὄνομα τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ. Ἡ σημερινὴ ἀθλιωτάτη καὶ οἰκτροτάτη κατάστασις τῆς κοινωνίας ὀφείλεται ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον εἰς τοὺς ἀναξίους ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς, διότι ὅταν τὸ φῶς γίνῃ σκότος, τὸ σκότος πόσον; Διὰ τοὺς τοιούτους ἐσκοτισμένους καὶ τετυφλωμένους ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς λέγει ὁ σοφὸς Νεῖλος· «Ῥαδίως ἡ τῶν ποιμένων καὶ προεστώτων ἀσέβεια καὶ ἀμέλεια ἀπόλυσι τοὺς ποιμαινομένους», καὶ ὁ θεῖος Χρυσόστομος λέγει· «Οὐ πάντας χειροτονεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, (ἐννοῶν τοὺς ἀναξίους) ἀλλὰ διὰ πάντων ἐνεργεῖ», ἐννοῶν ὅτι τὰ Μυστήρια τελοῦνται καὶ ὑπὸ ἀναξίων, ὄχι διὰ τὴν ἀναξιότητά των, ἀλλὰ διὰ τὸν ἁγιασμὸν καὶ τὴν σωτηρίαν τῶν πιστῶν. Τελειοῦν δὲ αὐτὰ ὄχι οἱ ἀνάξιοι, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον...
Ὁ νῦν Μακαριώτατος Θεόκλητος εἰς τὰς χειροτονίας ποὺ κάμνει εἶναι προσεκτικὸς καὶ διακριτικός. Ἐφ᾿ ὅσον σὲ προτείνει ὁ Μακαριώτατος δὲν εἶσαι αὐτόκλητος, ἔχεις δὲ καὶ συναίσθησιν καὶ φόβον διὰ τὸ ὕψιστον ἀξίωμα τῆς Ἱερωσύνης καὶ τὰς εὐθύνας, καὶ ἐπειδὴ ζητᾷς τὴν γνώμην μου, ἡ γνώμη μου καὶ συμβουλή μου εἶναι: Ἐάν, ὡς ἄνθρωπος, δὲν ἐμόλυνες τὸν ἑαυτόν σου μὲ θανάσιμον τινὰ ἁμαρτίαν σαρκικὴν καὶ λοιπάς, νὰ κάμῃς ὑπακοὴν καὶ νὰ δεχθῇς τὴν Ἱερωσύνην· καὶ ἐάν, ὡς ἄνθρωπος, ἔχῃς τινὰς ἀτελείας καὶ ἀδυναμίας, ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου, ἡ τὰ ἀσθενῆ θεραπεύουσα καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα, θὰ τὰ ἀναπληρώσῃ· ὅταν δὲ τὴν διακονίαν σου ἐκπληρώσῃς μὲ ἐπιμέλειαν, μὲ προθυμίαν, μὲ ζῆλον καὶ μὲ πίστιν, τότε θὰ λάβῃς τὸν ἐν οὐρανοῖς ἁμαράντινον στέφανον, τὸν ὁποῖον θὰ σοὶ ἀποδώσῃ ὁ δίκαιος Κριτὴς εἰς τὴν ἡμέραν τῆς ἀνταποδόσεως...

Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος

Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2017

Νὰ ἤμουν παππούς
«Ἂχ ἔλεγε ὁ Κοκός,
παπποὺς νὰ ἤμουν τώρα,
νὰ κάνω τὸ σοφό,
νὰ βήχω νὰ ρουφῶ
ταμπάκο ὅλη τὴν ὥρα.
Ἄσπρα νὰ ἔχω γένια,
ποτὲ νὰ μὴ διαβάζω,
σχολειὸ νὰ μὴν πηγαίνω,
στὸ σπίτι μου νὰ μένω
κι ὅλο νὰ νυστάζω.
Νὰ παίζω κάθε μέρα
μὲ κάποιο κομπολόγι,
νὰ μὴ μοῦ λένε γιὰ δουλειά,
καὶ νὰ φορῶ γυαλιά,
καὶ νἄχω καὶ ρολόγι.
Νὰ λέω παραμύθια
ἐπάνω ἀπὸ τὸ στρῶμα,
κι ὅλοι τους στὴ μιλιά μου,
νὰ στέκουνε μπροστά μου
μ᾿ ὀρθάνοιχτο τὸ στόμα.
Νὰ μοῦ φιλοῦν τὸ χέρι,
εὐχὲς πολλὲς νὰ δίνω
καὶ πάντα καθιστὸς
καὶ σ᾿ ὅλους σεβαστός,
νὰ τρώγω καὶ νὰ πίνω.
Νἄχω καὶ μιὰ μαγκούρα,
νὰ κάνω τὸν κακό
κι ἄμα θυμὸς μὲ πάρει
ν᾿ ἀρχίζω στὸ στειλιάρι
καὶ τὸν τρελλὸ-Κοκό».
Ἐτοῦτα κι ἄλλα λέει
μὲ γνώση παιδική,
γιατὶ ὁ Κοκὸς δὲν ξέρει
πὼς θέλουν κι ὅλοι οἱ γέροι
νὰ γίνουνε Κοκοί...

Γεώργιος Σουρῆς

Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2017


Τί νὰ σοῦ ἀνταποδώσω, Κύριε;
Φιλάνθρωπε Κύριε, πῶς δὲν λησμόνησες τὸν ἁμαρτωλὸ δοῦλο Σου, ἀλλὰ γεμάτος ἔλεος μὲ εἶδες ἀπὸ τὴ δόξα Σου καὶ μοῦ ἐμφανίστηκες μὲ ἀκατάληπτο τρόπο; Ἐγὼ πάντα Σὲ πρόσβαλλα καὶ Σὲ ἔθλιβα. Ἐσὺ ὅμως, Κύριε, γιὰ τὴ μικρή μου μετάνοια μοῦ ἔδωσες νὰ γνωρίσω τὴ μεγάλη Σου ἀγάπη καὶ τὴν ἄμετρη ἀγαθότητά Σου. Τὸ ἱλαρὸ καὶ πράο βλέμμα Σου ἔθελξε τὴν ψυχή μου. Τί νὰ σοῦ ἀνταποδώσω, Κύριε, ἢ ποιὸν ὕμνο νὰ Σοῦ προσφέρω; Ἐσὺ δίνεις τὴ χάρη Σου, γιὰ νὰ φλέγεται ἀδιάλειπτα ἡ ψυχὴ ἀπὸ ἀγάπη - καὶ δὲν βρίσκει πιὰ ἀνάπαυση οὔτε νύχτα οὔτε μέρα ἀπὸ τὴ θεϊκὴ ἀγάπη. Ἡ μνήμη Σου θερμαίνει τὴν ψυχή μου καὶ τίποτε στὴ γῆ δὲν τὴν ἀναπαύει ἐκτὸς ἀπὸ Ἐσένα. Γι᾿ αὐτὸ Σὲ ζητῶ μὲ δάκρυα καὶ πάλι Σὲ «χάνω» καὶ πάλι ποθεῖ ὁ νοῦς μου τὴ γλυκύτητά Σου, ἀλλὰ Ἐσὺ δὲν ἐμφανίζεις τὸ Πρόσωπό Σου, ποὺ ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή μου νύχτα καὶ ἡμέρα. Σὺ μὲ ἔπλασες, σὺ μὲ φώτισες μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα, σὺ συγχωρεῖς τὰ ἁμαρτήματά μου καὶ μοῦ δίνεις τὴ χάρη νὰ κοινωνῶ τὸ τίμιο Σῶμα καὶ Αἷμα σου. Δῶσε μου τὴ δύναμη νὰ μένω πάντα κοντά σου. Κύριε, δῶσε μου τὴ μετάνοια τοῦ Ἀδὰμ καὶ τὴν ἁγία ταπείνωσή σου. Ἀμήν.

Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης

Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2017


Ἡ ἀληθὴς ὑγιεία
Δὲν εἶναι κατὰ φύσιν ζῆν μόνον τὸ νὰ χορτοφαγῇ τις (ὅπως δὲν εἶναι τὸ νὰ κάμνῃ «ἀερόλουτρα» καὶ «ἡλιόλουτρα» καὶ νὰ καθιστᾷ ὑποχρεωτικὸν τὸν γάμον)· ἀλλ᾿ εἶναι κατὰ φύσιν ζῆν καὶ νὰ σαρκοφαγῇ καὶ ὠμοφαγῇ, καὶ τὸ νὰ διαρπάζῃ καὶ καταδυναστεύῃ, δυνάμει τῆς σωματικῆς ρώμης καὶ πρὸς κορεσμὸν τῶν σαρκικῶν ὀρέξεων, καὶ τὸ ν᾿ ἀπάγῃ καὶ βιάζῃ τὴν ἑκάστοτε ἀρέσκουσαν αὑτῷ γυναῖκα, καὶ νὰ γίνεται «πόσις», ἤτοι αὐθέντης καὶ νὰ ποιῇ αὐτὴν «δάμαρτα» αὐτοῦ, ἤτοι δαμασμένην καὶ ὑποτεταγμένην δούλην. Ὡσαύτως κατὰ φύσιν ζῆν εἶναι καὶ τὸ νὰ ὑπείκῃ τις καὶ νὰ θητεύῃ καὶ δουλεύῃ, δι᾿ ἔλλειψιν σωματικῆς ρώμης ἀρκούσης πρὸς κορεσμὸν ὅλων τῶν ὀρέξεων. Ἀλλὰ κατὰ φύσιν ζῆν εἶναι καὶ τὸ νὰ φονεύῃ τις μὲ γυμνὴν χεῖρα, ἢ διὰ ξύλων καὶ λίθων, πᾶν τὸ ἀντιπῖπτον, ζῷον ἢ ἄνθρωπον. Ἑνὶ λόγῳ κατὰ φύσιν ζῆν εἶναι ἡ ἐπάνοδος εἰς τὴν ἀγρίαν κατάστασιν.
Ἀλλὰ κατὰ τὸ πρέπον ζῆν εἶναι τὸ ζῆν, ὄχι μόνον κατὰ φύσιν, ἀλλὰ κατὰ τὸν ὀρθὸν λόγον καὶ πρὸ πάντων κατὰ τὸν θεῖον νόμον, δι᾿ οὗ εὐλογεῖται μὲν ἡ φύσις, κυροῦται δὲ ὁ ὀρθὸς λόγος. «Καὶ δώσω ὑμῖν καρδίαν καινήν, καὶ πνεῦμα καινὸν δώσω ὑμῖν. Καὶ ἀφελῶ ὑμῶν τὰς καρδίας τὰς λιθίνας καὶ δώσω ὑμῖν καρδίας σαρκίνας! Καὶ τὸν νόμον Μου ἐγγράψω ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν».
Λοιπόν, ὁ ὀρθὸς λόγος διδάσκει, μετὰ τῆς φυσιολογίας, ὅτι εἷς κριὸς ἢ τράγος ἀρκεῖ νὰ γονιμοποιήσῃ δεκάδας ἀμνάδων ἢ αἰγῶν. Ἄρα τὰ ἄρρενα πλεονάζουσιν, εἰς τὰ θρέμματα ταῦτα, καὶ διὰ τοῦτο, ἐξ ἀνάγκης πρέπει νὰ θύωνται. Δὲν ὑπάρχει καμμία σκληρότης εἰς τοῦτο, ὁποίαν φαντάζονται, ἐκ νοσηροῦ ἢ ὑποκριτικοῦ αἰσθήματος, οἱ ἔκφυλοι τοῦ νεωτέρου πολιτισμοῦ, οἱ λατρεύοντες τὸ κυνάριόν των, καὶ περιφρονοῦντες ὅλην τὴν ἀνθρωπότητα. Σκληρότης εἶναι τὸ νὰ βασανίζωνται τὰ ζῷα, ἄνευ ἀνάγκης, καὶ δημοσίᾳ μάλιστα, ἀδιαφορούσης τῆς ἐξουσίας, ἀπὸ ἀγωγιάτες, καροτσέρηδες,  ζῳεμπόρους καὶ ἄλλους. Ἡ δὲ σφαγὴ πρέπει νὰ ἐκτελῆται μὲ πᾶσαν τὴν πρέπουσαν εὐσπλαγχνίαν, τὴν ἠπιότητα καὶ λογικότητα.
Πάλιν, ὁ ὀρθὸς λόγος διδάσκει, μετὰ τῆς πολιτικῆς οἰκονομίας, ὅτι, ἐὰν ἐχορτοφάγει ὅλη ἡ ἀνθρωπότης, ὅπως χορτοφαγοῦσι τὰ θρέμματα αὐτά, καὶ ἔμενον ταῦτα αὐξανόμενα ἐπὶ χρόνους καὶ χρόνους, χωρὶς νὰ θύωνται, ἐντὸς ὀλίγου θὰ ἐξέλειπε πᾶσα βλάστησις καὶ φυτεία καὶ πᾶς καρπός, καὶ δὲν θὰ ἔμενε πλέον χόρτον, ὅσον θὰ ἤρκει διὰ νὰ φάγωσιν ὅλοι οἱ ἀνισόρροποι καὶ οἱ ξενομανεῖς καὶ οἱ ἔκφυλοι, καὶ οἱ ἀγυρτεύοντες καὶ ἀερολουόμενοι καὶ ἀερολογοῦντες, ἄτομα ἢ σύλλογοι, καὶ εἶτα ὁ λοιπὸς ἀνεύθυνος κόσμος· καὶ τότε ὡς εἰκὸς αἱ μυριοπληθεῖς ἐκεῖναι ἀγέλαι τῶν προβάτων καὶ ἐρίφων θὰ ἐμαίνοντο ἐκ πείνης καὶ ὀργασμοῦ, καὶ θὰ ἐλύσσων, καὶ θὰ ἔτρωγον πρῶτον τὸν κ. Δρακούλην, εἶτα τὸν κ. Γ. Φιλάρετον, καὶ κατόπιν τὴν λοιπὴν ἀνθρωπότητα. Καὶ τότε, εὐτύχημα θὰ ἦτον ἂν θὰ εὑρίσκοντο ἀρκετοὶ ἄνθρωποι, διὰ νὰ ἱδρύσωσι συλλόγους «πρὸς καταπολέμησιν τῆς χορτοφαγίας»!
Κύκλῳ οἱ ἀσεβεῖς περιπατοῦσιν. Ὅλα τὰ παλαιά, τὰ ἀπὸ 15 αἰώνων λελυμένα δογματικῶς καὶ ἠθικῶς ζητήματα, εὑρίσκονται ἑκάστοτε ἄνθρωποι, νοσοῦντες ἐξ ἐλαφρότητος καὶ ρεκλαμομανίας, διὰ νὰ τ᾿ ἀνακαινίζουν καὶ τ᾿ ἀνακατώνουν. Ἡ κρεοφαγία εἶναι φυσική, ἀλλὰ πρέπει νὰ εἶναι μετρία, αὐτὸ λέγει ἡ θρησκεία μας. Ὅσον ὀλιγώτερον κρέας φάγῃ τις εἰς τὴν ζωήν του, τόσον καλύτερα. Ἐκτὸς ἂν ἔχῃ εὐχήν, τουτέστιν ἔχῃ γίνει κοινοβιάτης ἢ ἀσκητὴς εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, καὶ θέλει νὰ ἐγκρατεύεται ὅλην τὴν ζωήν του ἀπὸ κρέατα, ὅπως ἀπὸ οἶνον καὶ ἀπὸ γυναῖκα. Ἀλλὰ τοῦτο πρέπει νὰ πράττῃ ἄνευ βδελυγμίας, ὅπως λέγει ὁ κανὼν τῆς Ἐκκλησίας, ἄλλως ὑπόκειται εἰς τὸ ἀνάθεμα. «Εἴτις ἀπέχεται οἴνου καὶ κρεῶν καὶ γυναικός, μὴ δι᾿ ἐγκράτειαν, ἀλλὰ διὰ βδελυγμίαν, ἀνάθεμα ἔστω».
Αὐτὴν τὴν βδελυγμίαν εἰσάγουν τώρα οἱ νεωτερίζοντες, καὶ πρέπει νὰ προσέξουν, διότι θὰ λάβουν ἀφορμὴν νὰ μετανοήσουν. Τὰ Τετραδοπαράσκευα καὶ αἱ Τεσσαρακοσταὶ ἀρκοῦν διὰ τὴν ἀποχὴν ἀπὸ τοῦ κρέατος καὶ τῶν ἄλλων λιπαρῶν βρωμάτων, καὶ εἶναι ὑποχρεωτικαὶ δι᾿ ὅλους τοὺς χριστιανούς. Μὴ πλανᾶσθε.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

(1907)

Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2017


Ἡ πνευματική γνώση
Πνευματική γνώση εἶναι πίστη, εἶναι ἐμπειρία, εἶναι θεῖος φωτισμός, εἶναι Θεία χάρις καί Θεογνωσία. Ἡ πνευματική αὐτή γνώση δέν εἶναι ἀπόρροια τῆς λογικῆς τοῦ μυαλοῦ μας. Δέν κατέχεται μόνον ἀπό τούς εὐφυεῖς, ἀπό τούς μορφωμένους, ἀπό τούς ἐπιστήμονες. Δέν ἀπαιτεῖ σύνθετη σκέψη, πολύπλοκες ἀναλύσεις καί συλλογισμούς. Ἡ πνευματική γνώση εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ πού προσφέρεται σέ ὅλους, μορφωμένους καί ἀγράμματους, γνωστικούς καί ἀδαεῖς, ἔξυπνους καί ἁπλοϊκούς, σέ ὅλους ὅσοι ἔχουν ἁπλή, ταπεινή καί καθαρή καρδιά. Ἡ πίστη εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ στούς ἁπλούς καί ταπεινούς ἀνθρώπους, καί ὄχι ἀποτέλεσμα λογικῆς ἐπεξεργασίας.
Ἡ πνευματική γνώση δέν σπουδάζεται στά πανεπιστήμια καί τά σπουδαστήρια τοῦ κόσμου, δέν ἀναγνωρίζεται μέ διπλώματα καί μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδῶν, δέν ἀποτελεῖ ἀντικείμενο ἐπιστημονικῶν ἐρευνῶν. Ἡ πνευματική γνώση εἶναι ὑπόθεση τῆς καρδιᾶς, εἶναι φωτισμένος νοῦς, εἶναι μετοχή στήν ἀγάπη, τή χάρη καί τή δόξα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ Ἀποκάλυψη τῆς Ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας καί στόν κόσμο ὁλόκληρο. Ἐργαστήριο τῆς πνευματικῆς γνώσεως εἶναι ἡ πίστη καί ἡ ἐλπίδα. Ἡ ἐμπιστοσύνη στό Θεό καί ἡ αὐτοεγκατάλειψή μας στήν ἄπειρη ἀγάπη καί πρόνοιά Του. Εἶναι ἡ καθημερινή ἄσκηση καί τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ ἐξάσκηση τῆς ἀγάπης διά τῆς φιλανθρωπίας καί τῆς ἐλεημοσύνης ἐνεργούμενης. Εἶναι ἡ φιλαδελφία, ἡ καλοσύνη καί ἡ ἱλαρότητα.
Ὁ ὀρθολογισμός, περνώντας ἀπό ὅλες τίς πτώσεις τῆς ὑπερηφάνειας, μᾶς ὁδηγεῖ τελικά στήν αὐτοδικαίωση, γιατί μᾶς πείθει ὅτι ἔχουμε δίκιο. Καί ἐφ’ ὅσον οἱ σκέψεις μας, τά λόγιά μας καί οἱ πράξεις μας εἶναι λογικές, ἄρα εἶναι ὀρθές καί δίκαιες. Ἔχουμε λοιπόν δίκιο, ἄρα καί δικαίωμα νά τό ἐπιβάλλουμε ὡς γνώμη, ὡς ἐπιθυμία καί ὡς συμπεριφορά. Ἀπό τό σημεῖο αὐτό ξεκινᾶ μία ἀτελεύτητη πορεία πρός τήν μηδέποτε ἐπιτυγχανομένη – γιατί εἶναι καί ἀκόρεστη – αὐτοδικαίωσή μας, πού μᾶς παρασύρει σέ μία ἁλυσίδα διαρκῶς μεγαλύτερων καί βαρύτερων ἁμαρτημάτων.
Ὁ Φαρισαῖος τῆς παραβολῆς εἶναι ὁ ἀντιπροσωπευτικότερος τύπος τοῦ αὐτοδικαιούμενου ἀνθρώπου. Καυχᾶται γιά τίς ἀρετές του, θεωρεῖ τόν ἑαυτό του δίκαιο καί συγχρόνως ἐξουθενώνει τόν τελώνη, βλέποντας τόν ἁμαρτωλό, κατώτερό του. Ὁ αὐτοδικαιούμενος γίνεται ὁ ἴδιος κριτής τοῦ ἑαυτοῦ του καί τοῦ ἀπονέμει τόν τίτλο τοῦ δικαίου, πιστεύοντας ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὑποχρεωμένος νά τόν ἀνταμείψει.
Ὁ αὐτοδικαιούμενος ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος πού πάσχει ἀπό ψυχολογικά προβλήματα, ἐπειδή ἀπωθεῖ τήν ἐνοχή του. Γίνεται ἔτσι νευρικός, διαταραγμένος ἀνικανοποίητος, ἀπαιτητικός, ἀνυπόμονος, ἀνυπάκουος, αὐθάδης, ἐριστικός. Ἀκολουθώντας τό παράδειγμα τοῦ Ἑωσφόρου, δέν θέλει νά ζητήσει συγχώρηση καί νά ὁμολογήσει τίς ἁμαρτίες του. Ἐπαναλαμβάνει ὡς ἐπωδό τά λόγια του μηδενιστῆ Ἀλμπέρτ Καμύ: «Εἶχα δίκιο, ἔχω ὁπωσδήποτε δίκιο, θά ἔχω πάντα δίκιο», καί ὀρθώνει μόνος του ἀνυπέρβλητο φράγμα στήν ἄβυσσο τοῦ Θείου ἐλέους.
Ὁ ὀρθολογισμός εἶναι συμπυκνωμένη ὑπερηφάνεια, ἀλαζονεία, αὐτοδικαίωση, αὐτάρκεια καί αὐτονομία. Γι’ αὐτό καί ἀλλοτριώνει τόν ἄνθρωπο, τόν ἀπομονώνει καί τόν ἀπομακρύνει ἀπό τό Θεό καί ἀπό τούς συνανθρώπούς του. Ὁ ὀρθολογιστής καθίσταται ἔτσι στοιχεῖο διαλυτικό τῆς φιλίας, τοῦ γάμου, τῆς οἰκογένειας, τοῦ κοινοβίου καί τῆς κοινωνίας.
Τελικά ὁ ὀρθολογιστής, παρά τή λαμπρότητα τῶν ἐπιτευγμάτων του, καταλήγει νά εἶναι ὁ κουρασμένος, ὁ κενός, ὁ ἀνικανοποίητος, ὁ ἀπογοητευμένος σύγχρονος ἄνθρωπος. Αὐτός πού βιώνει καθημερινά τό δράμα τῆς ὑπαρξιακῆς ἀγωνίας του, τῆς ἀνασφάλειάς του καί τοῦ ἀδιεξόδου, στό ὁποῖο τόν παγιδεύει ἡ λογική του καί ἡ αὐτοπεποίθησή του στίς ὁποῖες τόσο στηρίχτηκε.
Θά πρέπει λοιπόν νά βγοῦμε ἀπό τά ὅρια τῆς πεπερασμένης ἀνθρώπινης λογικῆς καί νά μποῦμε στήν ἀπεραντοσύνη, στόν πλοῦτο καί τήν εὐλογία τῆς λογικῆς του Θεοῦ.
Ἀρχιμανδρίτης Ἀθανάσιος

Καθηγούμενος Ἱ. Μ. Μεγάλου Μετεώρου

Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017


Ὅταν ὁ ἄνθρωπος νικήσει τὸν ἑαυτό του
Ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἐπαινεῖ τὸν πλησίον του καὶ κατακρίνει τὸν ἑαυτό του, φθάνει σὲ μέτρα ἁγιότητος. Ἂν ζητᾶς ἐσὺ ἀπὸ τὸν ἄλλονε, ἐπειδὴ σὲ λύπησε, νὰ σοῦ βάλει μετάνοια, δὲν εἶσαι καλά, δὲν εἶσαι ἐντάξει, δὲν βαδίζεις στὸ δρόμο τῆς καλογερικῆς.
Φθάσαμε, πατέρες, σ᾿ ἕνα τέτοιο σημεῖο, ποὺ μπορῶ νὰ πῶ ὅτι, ὅταν ἤμασταν κοσμικοί, ἤμασταν καλύτεροι. Τώρα δὲν σηκώνουμε λόγο, δὲν σηκώνουμε λόγο.
Τὰ πατερικὰ βιβλία λένε ὅτι ὁ ἀββὰς Νισθερὼ ἀπέκτησε φήμη ἁγίου ἀνδρός. Καὶ πῆγε ἄλλος καὶ τοῦ λέει: «Τί ἀρετὴ ἔκανες, πάτερ, κι ἔφθασες σ᾿ αὐτὰ τὰ μέτρα;» Λέει: «Ἀφότου μπῆκα στὸ μοναστήρι, εἶπα, ἐγὼ καὶ τὸ γαϊδούρι ἕνα εἴμαστε. Ὅσο μιλάει τὸ γαϊδούρι, ὅταν τὸ δέρνεις, τόσο θὰ μιλήσω κι ἐγώ». Αὐτὸ ἦταν τὸ θεμέλιο, ὅτι καὶ νὰ τὸν δείρουνε, «εὐλόγησον». Τώρα ἐμεῖς φθάσαμε στὸ σημεῖο, δὲν σηκώνουμε λόγο.
Ὁ ἄνθρωπος, ἐφόσον ζεῖ, πρέπει πάντοτε νὰ ἀγωνίζεται. Καὶ ὁ πρῶτος ἀγώνας εἶναι νὰ νικήσει τὸν ἑαυτό του. Ὁ πρῶτος καὶ ὁ κυριότερος ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ὁ διάβολος, ὄχι. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος εἰς τὸν ἑαυτό του ἐπίβουλος. Καὶ τοῦτο διότι δὲν ἀκούει τὸν ἄλλον, ἀκούει τί τὸν λέει ὁ λογισμός του. Ἐνῶ ἔχουμε τόσους ἁγίους Πατέρες νὰ τοὺς μιμηθοῦμε διαβάζοντας τὰ συγγράματά τους, ἐντούτοις ὅμως τὸ ἐγὼ μᾶς κυριεύει πολλὲς φορές. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος νικήσει τὸν ἑαυτό του, εἶναι ὁ μεγαλύτερος μεγαλομάρτυρας καὶ τροπαιοφόρος καὶ νικηφόρος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ!

Γέρων Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης

Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2017

Γέρων Ἀμβρόσιος Λάζαρης
Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Λαζαράτα τῆς Λευκάδος τὸ 1914. Τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Σπυρίδων Λάζαρης. Ὁ πατέρας του ἦταν δάσκαλος καὶ ἡ οἰκογένειά του πολύτεκνη. Ἀπὸ μικρὸς ὁ ἴδιος χαρακτηριζόταν γιὰ τὴν ἠρεμία τοῦ χαρακτήρα του καὶ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὴν Ἐκκλησία. Δὲν μπόρεσε νὰ μορφωθεῖ γιατί ὁ πατέρας του ἔλειπε στὸν πόλεμο καὶ ὁ ἴδιος βοηθοῦσε τὴ μητέρα του στὶς ἀγροτικὲς δουλειὲς τοῦ σπιτιοῦ.
Ὅταν ἐκπλήρωσε τὴ στρατιωτική του θητεία, θέλησε νὰ πάει στὸ Ἅγιο Ὄρος, ἀλλὰ δὲν ἤξερε τὸν τρόπο. Μὲ τὴν καθοδήγηση, ὅμως, ἑνὸς νέου ἔφτασε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κουτλουμουσίου. Ἐκεῖ ὁ συνοδὸς του τοῦ εἶπε: «Ἐδῶ, θὰ μείνεις, Σπύρο. θὰ γίνεις μοναχός, θὰ κάνεις ὑπομονὴ καὶ ὑπακοὴ στὸ γέροντα» κι ἀμέσως ἐξαφανίστηκε. Ὁ Σπύρος κατάλαβε ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ ἄγγελο Κυρίου, παρέμεινε στὸ μοναστήρι καὶ σὲ ἡλικία 25 ἐτῶν ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Χαρίτων.
Ἕνα βράδυ ὁ ἡγούμενος λέει στὸ μοναχὸ Χαρίτωνα νὰ διαβάσει τὴν Ἐνάτη. Ἐκεῖνος, καθὼς ἦταν ἀγράμματος, προσπάθησε νὰ διαβάσει, ἀλλὰ εἶχε μεγάλη δυσκολία. Ὁ ἡγούμενος ἀγανάκτησε καὶ τὸν ἔδιωξε λέγοντάς του ἐπιτιμητικὰ νὰ πάει στὸ κελλί του. Τὸ ἴδιο βράδυ, ἐνῶ προσευχόταν, ἐμφανίστηκε ἡ Παναγία καὶ τὸν βοήθησε νὰ μάθει τὸ ψαλτήρι ἀπὸ μνήμης.
Ἕνα καλοκαίρι ἐργαζόταν στὸν κῆπο τῆς Μονῆς. Βλέποντας μία συκιὰ καὶ ἐπειδὴ πεινοῦσε, ἀνέβηκε στὸ δένδρο, γιὰ νὰ φάει σύκα. Στὸ Ἅγιο Ὅρος οἱ μοναχοὶ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τρῶνε τίποτε ἐκτὸς τραπέζης, γιατί θεωρεῖται λαθροφαγία. Ἔφαγε μερικὰ σύκα, ἀλλὰ γλίστρησε καὶ ἔπεσε ἀπὸ τὸ δέντρο. Ἂν καὶ εἶχε πέσει ἀπὸ τὸ πρωί, οἱ ἄλλοι μοναχοὶ ἀφοῦ τὸν ἀναζήτησαν, τὸν βρῆκαν μόνο τὸ ἀπόγευμα στὸ περιβόλι πεσμένο κάτω νὰ πονάει πολύ. Τὸν ἔβαλαν πάνω σὲ μία πόρτα καὶ τέσσερα ἄτομα μαζὶ – καθὼς ἦταν σωματώδης – τὸν μετέφεραν στὸ κελλί του. Ὅπως διηγεῖται ὁ ἴδιος: «Ἐνῶ βρισκόμουν στὸ κρεβάτι καὶ πονοῦσα, ἀπέναντι ἔβλεπα τὸ παρεκκλήσι τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων καὶ τοὺς παρακαλοῦσα νὰ μὲ βοηθήσουν. Ἐμφανίζονται τότε δύο γιατροὶ μὲ λευκὲς μπλοῦζες καὶ προσπάθησαν νὰ βάλουν τὸ πόδι μου στὴν θέση του. «-Τράβα Κοσμᾶ», ἔλεγε ὁ ἕνας. «-Κράτα ἀπὸ ἐδῶ Δαμιανέ», ἔλεγε ὁ ἄλλος. Καὶ σὲ πέντε λεπτὰ οἱ πόνοι ἐξαφανίστηκαν καὶ ἔγινα καλά»!
Στὸ μοναστήρι βρίσκονταν τότε πέντε νέοι μοναχοὶ καὶ ἕνας ἡλικιωμένος γέροντας. Κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς σκέφτηκαν ὅτι θὰ ἦταν καλὸ νὰ ἀλλάξουν τὸν γέροντα. Τὸ ἔμαθε ὁ γέροντας καὶ ζήτησε τὴν ἀπομάκρυνσή τους. Μὲ τὴ συνοδεία τῆς ἀστυνομίας ὁ μοναχὸς Χαρίτων ἐκδιώχθηκε στὴ Μονὴ Χιλανδαρίου. Ἐκεῖ εἶχε πάρα πολλὲς δυσκολίες καὶ πέρασε ἀρρώστιες, ποὺ τὸν ἀνάγκασαν νὰ ἔρθει στὸν κόσμο. Πῆγε, λοιπόν, στὸν Γέροντα Πορφύριο, ὁ ὁποῖος τὸν συμβούλευσε νὰ πάει στὴν ἐρειπωμένη Μονὴ Δαδίου στὴ Φθιώτιδα. Ἐκεῖ βρῆκε μόνο ἀρουραίους, φίδια καὶ ἄγρια ζῶα. Ὁ Γέροντας Πορφύριος τοῦ ὑπέδειξε: «Κάθισε ἐδῶ, κάνε ὑπομονὴ καὶ ὑπακοὴ καὶ ὁ Θεὸς θὰ σὲ βοηθήσει».
Ἀμέσως ἐπιδόθηκε στὴν ἀνασύσταση τῆς Μονῆς, ἡ ὁποία ἔγινε στὴ συνέχεια γυναικεία. Ὁ τότε Μητροπολίτης Φθιώτιδος Ἀμβρόσιος ἐξετίμησε τὸν γέροντα καὶ τὸν ἔκανε ἱερομόναχο, δίνοντάς του, μάλιστα, τὸ δικό του ὄνομα.
Κάποτε χτύπησε τὸ πόδι του, πῆγε στὸ νοσοκομεῖο, ὅπου τοῦ ἔβαλαν πλατίνα στὸ γοφό. Πονοῦσε, ὅμως, πολύ. Ὁ τότε Μητροπολίτης Ἑλβετίας Δαμασκηνὸς τὸν πῆρε στὴν Ἑλβετία νὰ τὸν δοῦνε ἐκεῖ οἱ γιατροί. Ἐκεῖ διαπιστώθηκε ὅτι στὴν πρώτη ἐπέμβαση, τοῦ ἔβαλαν 1 ἑκατοστὸ πλατίνα μεγαλύτερη μὲ ἀποτέλεσμα νὰ χρειαστεῖ νέο χειρουργεῖο, γιὰ νὰ μειώσουν τὴν πλατίνα. Ὅταν ἔγινε αὐτὸ καὶ ἑτοιμαζόταν γιὰ ἐξιτήριο, τοῦ ζητήθηκαν γενικὲς ἐξετάσεις, τὶς ὁποῖες ἔκανε. Τότε, βρέθηκε στὸν ἀριστερό του νεφρὸ πέτρα μεγάλη ὅσο ἕνα πορτοκάλι καὶ ἔτσι παρέμεινε γιὰ νέα ἐγχείριση.
Διηγεῖται ὁ Γέροντας: «Ἐνῶ ἤμουν μόνος στὸ δωμάτιο, ἐμφανίστηκε ἕνας μοναχός. Βγήκαμε, λοιπόν, μαζὶ στὸ μπαλκόνι καὶ καθίσαμε γιὰ νὰ μιλήσουμε. Κάπου 15 λεπτὰ μιλούσαμε καὶ τοῦ εἶπα γιὰ τὰ χειρουργεῖα καὶ γιὰ τὸν λίθο στὸ νεφρό. Τότε ὁ μοναχός μοῦ εἶπε: «Εἶμαι ὁ Ἅγιος Νεκτάριος καὶ ἦρθα νὰ σὲ δῶ. Ἤμουν καὶ ἐγὼ φιλάσθενος καὶ παρέδωσα τὴν ψυχή μου στὸ «Ἀρεταίειο» νοσοκομεῖο. Ἄντεξα τὶς συκοφαντίες καὶ τὴν ἀσθένεια, κάνοντας ὑπομονή. Ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε χάρη μεγάλη γιὰ τὴν ὑπομονὴ ποὺ ἔκανα». Μετὰ μὲ ἄγγιξε καὶ ἔφυγε. Ὅταν ἔφυγε ὁ Ἅγιος Νεκτάριος μοῦ ἦρθε διάθεση οὔρησης καὶ οὔρησα σὲ ἕνα μικρὸ λεκανάκι. Τότε βγῆκε μαζὶ μὲ τὰ οὖρα καὶ μία πέτρα σὲ μέγεθος μικροῦ πορτοκαλιοῦ. Τότε μὲ μία χαρτοπετσέτα τὴν πῆρα καὶ τὴν ἔβαλα στὸ συρτάρι τοῦ κομοδίνου.
Τὴν ἑπομένη θὰ γινόταν ἡ ἐγχείριση. Ἔρχεται ὁ Ἑλβετὸς γιατρὸς καὶ μοῦ λέει: «Ἑτοιμάσου γιὰ τὸ χειρουργεῖο». Ἐγὼ τοῦ ἀπάντησα ὅτι δὲν χρειάζομαι χειρουργεῖο. Ἄνοιξα τὸ συρτάρι καὶ τοῦ ἔδειξα τὴν πέτρα. Ὅταν τὴν εἶδε ὁ γιατρός, εἶπε: «Ἐσεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ἔχετε ζωντανὴ πίστη, ἐμεῖς τὴν νοθεύσαμε». Τὸ χειρουργεῖο δὲν ἔγινε καὶ ἡ πέτρα παρέμεινε στὸ γραφεῖο τοῦ Ἑλβετοῦ γιατροῦ, γιὰ χρόνια πολλά».
Τοῦ ἄρεζε ἡ ἡσυχία καὶ ἡ ἀφάνεια, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἀπέκτησε μεγάλη συνοδεία ἀπὸ μοναχές. Μάλιστα, οὔτε στὸ χωριό, στὸ Δαδί, τὸν ἤξεραν καλὰ καλά. Καὶ ἐκεῖ δὲν κατέβαινε παρὰ σπάνια. Ἦταν στὸ Μοναστήρι, ἔκανε πρακτικὲς ἐργασίες, ἦταν ὁ ἐφημέριος τῆς Μονῆς καὶ ἀσχολήθηκε πολὺ μὲ τὴν εὐχή. Εἶχε ὅμως μεγάλη χάρη. Ἔλεγε χαρακτηριστικά: «Ἐγὼ ἀγράμματος ἄνθρωπος εἶμαι καὶ ἔρχονται ἐδῶ τόσοι ἄνθρωποι μορφωμένοι, καθηγητὲς πανεπιστημίου, καὶ ἀνοίγει ὁ νοῦς μου καὶ τοὺς λέω τόσα πράγματα, ποὺ ἀπορῶ πῶς τὰ λέω».
Κοιμήθηκε τὴν ἴδια μέρα, ἀκριβῶς 15 χρόνια μετά, ποὺ κοιμήθηκε ὁ Γέροντας Πορφύριος, στὶς 2 Δεκεμβρίου 2006, σὲ ἡλικία 92 ἐτῶν.