Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2017

Γέρων Ἀμβρόσιος Λάζαρης
Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Λαζαράτα τῆς Λευκάδος τὸ 1914. Τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Σπυρίδων Λάζαρης. Ὁ πατέρας του ἦταν δάσκαλος καὶ ἡ οἰκογένειά του πολύτεκνη. Ἀπὸ μικρὸς ὁ ἴδιος χαρακτηριζόταν γιὰ τὴν ἠρεμία τοῦ χαρακτήρα του καὶ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὴν Ἐκκλησία. Δὲν μπόρεσε νὰ μορφωθεῖ γιατί ὁ πατέρας του ἔλειπε στὸν πόλεμο καὶ ὁ ἴδιος βοηθοῦσε τὴ μητέρα του στὶς ἀγροτικὲς δουλειὲς τοῦ σπιτιοῦ.
Ὅταν ἐκπλήρωσε τὴ στρατιωτική του θητεία, θέλησε νὰ πάει στὸ Ἅγιο Ὄρος, ἀλλὰ δὲν ἤξερε τὸν τρόπο. Μὲ τὴν καθοδήγηση, ὅμως, ἑνὸς νέου ἔφτασε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κουτλουμουσίου. Ἐκεῖ ὁ συνοδὸς του τοῦ εἶπε: «Ἐδῶ, θὰ μείνεις, Σπύρο. θὰ γίνεις μοναχός, θὰ κάνεις ὑπομονὴ καὶ ὑπακοὴ στὸ γέροντα» κι ἀμέσως ἐξαφανίστηκε. Ὁ Σπύρος κατάλαβε ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ ἄγγελο Κυρίου, παρέμεινε στὸ μοναστήρι καὶ σὲ ἡλικία 25 ἐτῶν ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Χαρίτων.
Ἕνα βράδυ ὁ ἡγούμενος λέει στὸ μοναχὸ Χαρίτωνα νὰ διαβάσει τὴν Ἐνάτη. Ἐκεῖνος, καθὼς ἦταν ἀγράμματος, προσπάθησε νὰ διαβάσει, ἀλλὰ εἶχε μεγάλη δυσκολία. Ὁ ἡγούμενος ἀγανάκτησε καὶ τὸν ἔδιωξε λέγοντάς του ἐπιτιμητικὰ νὰ πάει στὸ κελλί του. Τὸ ἴδιο βράδυ, ἐνῶ προσευχόταν, ἐμφανίστηκε ἡ Παναγία καὶ τὸν βοήθησε νὰ μάθει τὸ ψαλτήρι ἀπὸ μνήμης.
Ἕνα καλοκαίρι ἐργαζόταν στὸν κῆπο τῆς Μονῆς. Βλέποντας μία συκιὰ καὶ ἐπειδὴ πεινοῦσε, ἀνέβηκε στὸ δένδρο, γιὰ νὰ φάει σύκα. Στὸ Ἅγιο Ὅρος οἱ μοναχοὶ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τρῶνε τίποτε ἐκτὸς τραπέζης, γιατί θεωρεῖται λαθροφαγία. Ἔφαγε μερικὰ σύκα, ἀλλὰ γλίστρησε καὶ ἔπεσε ἀπὸ τὸ δέντρο. Ἂν καὶ εἶχε πέσει ἀπὸ τὸ πρωί, οἱ ἄλλοι μοναχοὶ ἀφοῦ τὸν ἀναζήτησαν, τὸν βρῆκαν μόνο τὸ ἀπόγευμα στὸ περιβόλι πεσμένο κάτω νὰ πονάει πολύ. Τὸν ἔβαλαν πάνω σὲ μία πόρτα καὶ τέσσερα ἄτομα μαζὶ – καθὼς ἦταν σωματώδης – τὸν μετέφεραν στὸ κελλί του. Ὅπως διηγεῖται ὁ ἴδιος: «Ἐνῶ βρισκόμουν στὸ κρεβάτι καὶ πονοῦσα, ἀπέναντι ἔβλεπα τὸ παρεκκλήσι τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων καὶ τοὺς παρακαλοῦσα νὰ μὲ βοηθήσουν. Ἐμφανίζονται τότε δύο γιατροὶ μὲ λευκὲς μπλοῦζες καὶ προσπάθησαν νὰ βάλουν τὸ πόδι μου στὴν θέση του. «-Τράβα Κοσμᾶ», ἔλεγε ὁ ἕνας. «-Κράτα ἀπὸ ἐδῶ Δαμιανέ», ἔλεγε ὁ ἄλλος. Καὶ σὲ πέντε λεπτὰ οἱ πόνοι ἐξαφανίστηκαν καὶ ἔγινα καλά»!
Στὸ μοναστήρι βρίσκονταν τότε πέντε νέοι μοναχοὶ καὶ ἕνας ἡλικιωμένος γέροντας. Κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς σκέφτηκαν ὅτι θὰ ἦταν καλὸ νὰ ἀλλάξουν τὸν γέροντα. Τὸ ἔμαθε ὁ γέροντας καὶ ζήτησε τὴν ἀπομάκρυνσή τους. Μὲ τὴ συνοδεία τῆς ἀστυνομίας ὁ μοναχὸς Χαρίτων ἐκδιώχθηκε στὴ Μονὴ Χιλανδαρίου. Ἐκεῖ εἶχε πάρα πολλὲς δυσκολίες καὶ πέρασε ἀρρώστιες, ποὺ τὸν ἀνάγκασαν νὰ ἔρθει στὸν κόσμο. Πῆγε, λοιπόν, στὸν Γέροντα Πορφύριο, ὁ ὁποῖος τὸν συμβούλευσε νὰ πάει στὴν ἐρειπωμένη Μονὴ Δαδίου στὴ Φθιώτιδα. Ἐκεῖ βρῆκε μόνο ἀρουραίους, φίδια καὶ ἄγρια ζῶα. Ὁ Γέροντας Πορφύριος τοῦ ὑπέδειξε: «Κάθισε ἐδῶ, κάνε ὑπομονὴ καὶ ὑπακοὴ καὶ ὁ Θεὸς θὰ σὲ βοηθήσει».
Ἀμέσως ἐπιδόθηκε στὴν ἀνασύσταση τῆς Μονῆς, ἡ ὁποία ἔγινε στὴ συνέχεια γυναικεία. Ὁ τότε Μητροπολίτης Φθιώτιδος Ἀμβρόσιος ἐξετίμησε τὸν γέροντα καὶ τὸν ἔκανε ἱερομόναχο, δίνοντάς του, μάλιστα, τὸ δικό του ὄνομα.
Κάποτε χτύπησε τὸ πόδι του, πῆγε στὸ νοσοκομεῖο, ὅπου τοῦ ἔβαλαν πλατίνα στὸ γοφό. Πονοῦσε, ὅμως, πολύ. Ὁ τότε Μητροπολίτης Ἑλβετίας Δαμασκηνὸς τὸν πῆρε στὴν Ἑλβετία νὰ τὸν δοῦνε ἐκεῖ οἱ γιατροί. Ἐκεῖ διαπιστώθηκε ὅτι στὴν πρώτη ἐπέμβαση, τοῦ ἔβαλαν 1 ἑκατοστὸ πλατίνα μεγαλύτερη μὲ ἀποτέλεσμα νὰ χρειαστεῖ νέο χειρουργεῖο, γιὰ νὰ μειώσουν τὴν πλατίνα. Ὅταν ἔγινε αὐτὸ καὶ ἑτοιμαζόταν γιὰ ἐξιτήριο, τοῦ ζητήθηκαν γενικὲς ἐξετάσεις, τὶς ὁποῖες ἔκανε. Τότε, βρέθηκε στὸν ἀριστερό του νεφρὸ πέτρα μεγάλη ὅσο ἕνα πορτοκάλι καὶ ἔτσι παρέμεινε γιὰ νέα ἐγχείριση.
Διηγεῖται ὁ Γέροντας: «Ἐνῶ ἤμουν μόνος στὸ δωμάτιο, ἐμφανίστηκε ἕνας μοναχός. Βγήκαμε, λοιπόν, μαζὶ στὸ μπαλκόνι καὶ καθίσαμε γιὰ νὰ μιλήσουμε. Κάπου 15 λεπτὰ μιλούσαμε καὶ τοῦ εἶπα γιὰ τὰ χειρουργεῖα καὶ γιὰ τὸν λίθο στὸ νεφρό. Τότε ὁ μοναχός μοῦ εἶπε: «Εἶμαι ὁ Ἅγιος Νεκτάριος καὶ ἦρθα νὰ σὲ δῶ. Ἤμουν καὶ ἐγὼ φιλάσθενος καὶ παρέδωσα τὴν ψυχή μου στὸ «Ἀρεταίειο» νοσοκομεῖο. Ἄντεξα τὶς συκοφαντίες καὶ τὴν ἀσθένεια, κάνοντας ὑπομονή. Ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε χάρη μεγάλη γιὰ τὴν ὑπομονὴ ποὺ ἔκανα». Μετὰ μὲ ἄγγιξε καὶ ἔφυγε. Ὅταν ἔφυγε ὁ Ἅγιος Νεκτάριος μοῦ ἦρθε διάθεση οὔρησης καὶ οὔρησα σὲ ἕνα μικρὸ λεκανάκι. Τότε βγῆκε μαζὶ μὲ τὰ οὖρα καὶ μία πέτρα σὲ μέγεθος μικροῦ πορτοκαλιοῦ. Τότε μὲ μία χαρτοπετσέτα τὴν πῆρα καὶ τὴν ἔβαλα στὸ συρτάρι τοῦ κομοδίνου.
Τὴν ἑπομένη θὰ γινόταν ἡ ἐγχείριση. Ἔρχεται ὁ Ἑλβετὸς γιατρὸς καὶ μοῦ λέει: «Ἑτοιμάσου γιὰ τὸ χειρουργεῖο». Ἐγὼ τοῦ ἀπάντησα ὅτι δὲν χρειάζομαι χειρουργεῖο. Ἄνοιξα τὸ συρτάρι καὶ τοῦ ἔδειξα τὴν πέτρα. Ὅταν τὴν εἶδε ὁ γιατρός, εἶπε: «Ἐσεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ἔχετε ζωντανὴ πίστη, ἐμεῖς τὴν νοθεύσαμε». Τὸ χειρουργεῖο δὲν ἔγινε καὶ ἡ πέτρα παρέμεινε στὸ γραφεῖο τοῦ Ἑλβετοῦ γιατροῦ, γιὰ χρόνια πολλά».
Τοῦ ἄρεζε ἡ ἡσυχία καὶ ἡ ἀφάνεια, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἀπέκτησε μεγάλη συνοδεία ἀπὸ μοναχές. Μάλιστα, οὔτε στὸ χωριό, στὸ Δαδί, τὸν ἤξεραν καλὰ καλά. Καὶ ἐκεῖ δὲν κατέβαινε παρὰ σπάνια. Ἦταν στὸ Μοναστήρι, ἔκανε πρακτικὲς ἐργασίες, ἦταν ὁ ἐφημέριος τῆς Μονῆς καὶ ἀσχολήθηκε πολὺ μὲ τὴν εὐχή. Εἶχε ὅμως μεγάλη χάρη. Ἔλεγε χαρακτηριστικά: «Ἐγὼ ἀγράμματος ἄνθρωπος εἶμαι καὶ ἔρχονται ἐδῶ τόσοι ἄνθρωποι μορφωμένοι, καθηγητὲς πανεπιστημίου, καὶ ἀνοίγει ὁ νοῦς μου καὶ τοὺς λέω τόσα πράγματα, ποὺ ἀπορῶ πῶς τὰ λέω».
Κοιμήθηκε τὴν ἴδια μέρα, ἀκριβῶς 15 χρόνια μετά, ποὺ κοιμήθηκε ὁ Γέροντας Πορφύριος, στὶς 2 Δεκεμβρίου 2006, σὲ ἡλικία 92 ἐτῶν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου