Δευτέρα 30 Απριλίου 2018



Δὲν ὑπάρχει πιὰ λόγος
Πῆγε κάποτε στὸν Ἀββᾶ Φήλικα ἕνας ἀδελφός, ἔχοντας μαζί του καὶ μερικοὺς κοσμικούς. Παρακάλεσε λοιπὸν τὸν Ἀββᾶ νὰ τοὺς πεῖ ὠφέλιμο λόγο. Ὁ γέροντας ὅμως σώπαινε. Ὁ ἀδελφὸς συνέχισε νὰ τὸν παρακαλεῖ ὥρα πολλή, ὁπότε ἐκεῖνος τοὺς εἶπε:
- Θέλετε ν᾿ ἀκούσετε ψυχωφελῆ λόγο;
- Ναί, Ἀββᾶ, ἀποκρίθηκαν.
- Δὲν ὑπάρχει πιὰ λόγος, εἶπε ὁ γέροντας. Γιατὶ ὅταν οἱ ἀδελφοὶ ρωτοῦσαν τοὺς γέροντες καὶ ἔκαναν ὅσα ἐκεῖνοι τοὺς συμβούλευαν, ὁ Θεὸς ἔδινε λόγο, γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν ἐκεῖνοι ποὺ ρωτοῦσαν. Τώρα ὅμως, ἐπειδὴ ρωτᾶνε ἀλλὰ δὲν ἐφαρμόζουν ὅσα ἀκοῦνε, πῆρε ὁ Θεὸς τὴ χάρη τοῦ λόγου ἀπὸ τοὺς γέροντες. Δὲν βρίσκουν πιὰ τί νὰ ποῦν, γιατὶ δὲν ὑπάρχει ἐργάτης τῆς ἀρετῆς.
Ὅταν τὸν ἄκουσαν οἱ ἐπισκέπτες, ἀναστέναξαν καὶ εἶπαν:
- Προσευχήσου γιὰ μᾶς, Ἀββᾶ.

Σάββατο 28 Απριλίου 2018



Φύσα ἀγεράκι
Φύσα ἀγεράκι γλυκὰ στὸ πανί μου,
γλύστρα βαρκούλα στὰ κρύα νερά.
Νύχτωσε, καὶ μὲ προσμένει ἡ καλή μου.
Φύσα ἀγεράκι, καὶ δός μου φτερά.
Φεύγουν τ᾿ ἀστέρια ζευγάρι ζευγάρι
στὸ ζαφειρένιο βαθὺν οὐρανὸ
καὶ ντροπαλὸ τ᾿ ἀσημένιο φεγγάρι
ἀπὸ τὸ μαῦρο προβάλλει βουνό.
Σώπασ᾿ ὁ γρύλλος, τ᾿ ἀηδόνι λουφάζει,
μόνο ἡ καλή μου γιὰ μὲ ἀγρυπνεῖ
καὶ ἡ καρδιά της σιγὰ μὲ φωνάζει
καὶ ἡ ψυχή της γιὰ μένα πονεῖ.
Πέτα, βαρκούλα μου, φύσα ἀγεράκι,
φτάσαμε, φάνηκ᾿ ἡ ἀκρογιαλιά.
Φάνηκε, νάτο, τὸ ἄσπρο νησάκι
καὶ ἡ γλυκειὰ θὰ φανεῖ ἀγκαλιά.
Ἄγγελος Βλάχος

Παρασκευή 27 Απριλίου 2018


Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι κοινότης, σῶμα, ἀδελφότης
- Ἐρ.: Ἂν κανεὶς πιστεύει στὸν Χριστό, διαβάζει τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ δὲν θέλει νὰ ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία, δὲν εἶναι καλὸς χριστιανός;
Ἀπ.: Ὄχι! Χριστιανισμὸς δὲν σημαίνει νὰ πιστεύουμε θεωρητικὰ μερικὰ πράγματα, ἀλλὰ νὰ ζοῦμε μέσα στὴν Ἐκκλησία. Παραθέτουμε ὅσα πολὺ ὡραῖα γράφει σχετικὰ ὁ Φλορόφσκυ: «Ὁ Χριστιανισμὸς ἐξ ἀρχῆς ὑπῆρχεν ὡς συγκεκροτημένη πραγματικότης, ὡς κοινότης. Τὸ νὰ εἶναι κανεὶς Χριστιανὸς ἐσήμαινεν ἀκριβῶς τὸ νὰ ἀνήκῃ εἰς τὴν κοινότητα. Κανεὶς δὲν ἠμποροῦσε νὰ εἶναι Χριστιανὸς ἀπὸ μόνος του, ὡς ἀπομονωμένον ἄτομον, ἀλλὰ μόνον μαζὶ μὲ τοὺς "ἀδελφούς", εἰς συνάφειαν μὲ αὐτούς. Unus Christianus - nullus Chtistianus. Ἡ προσωπικὴ πεποίθηση ἤ ἀκόμη ἕνας κανὼν ζωῆς δὲν καθιστοῦν τὸ ἄτομον Χριστιανόν. Ἡ χριστιανικὴ ὕπαρξις προϋποθέτει ἐν-σωμάτωσιν, συμμετοχὴν εἰς τὴν κοινότητα.
Αὐτὸ πρέπει εὐθὺς ἀμέσως νὰ προσδιορισθῆ: εἰς τὴν ἀποστολικὴν κοινότητα, δηλαδὴ εἰς μίαν κοινωνίαν μὲ τοὺς Δώδεκα καὶ τὸ μήνυμά των. Ἡ χριστιανικὴ "κοινότης" συνεκλήθη καὶ συνετάγη ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν Ἰησοῦν κατὰ τὰς ἡμέρας τῆς ἐν σαρκὶ ζωῆς του, καὶ ἀπὸ αὐτὸν τῆς ἐδόθη ἕνας, ἔστω καὶ προσωρινός, καταστατικὸς χάρτης διὰ τῆς ἐκλογῆς καὶ τοῦ διορισμοῦ τῶν Δώδεκα, ποὺ τοὺς ἔδωσε τὴν ὀνομασίαν, ἤ μᾶλλον τὸν τίτλον τῶν "Ἀποστόλων", διότι ἡ "ἀποστολὴ" τῶν Δώδεκα δὲν ἦταν μόνον μία ἁπλὴ ἀποστολή, ἀλλ' ἀκριβῶς μία ἐντολὴ ποὺ δι' αὐτὴν περιεβλήθησαν μὲ "ἐξουσίαν" . Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ὡς διορισμένοι "μάρτυρες" τοῦ Κυρίου μόνον οἱ Δώδεκα ἐδικαιοῦντο νὰ ἐξασφαλίζουν τὴν συνοχὴν τόσον τοῦ χριστιανικοῦ μηνύματος, ὅσον καὶ τῆς ζωῆς τῆς κοινότητος. Ἡ κοινωνία, ἑπομένως, μὲ τοὺς Ἀποστόλους ἀπετέλει βασικὸν σημεῖον τῆς πρώτης "Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ" εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ.
Χριστιανισμὸς σημαίνει "κοινὴ ζωή". Οἱ Χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ θεωροῦν ἀλλήλους ὡς "ἀδελφοὺς" (αὐτό, ἄλλωστε, ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα ὀνόματά τους), ὡς μέλῃ ἑνὸς σώματος, στενὰ συνδεδεμένα. Ἑπομένως ἡ ἐλεημοσύνη ἔπρεπε νὰ εἶναι τὸ πρῶτον σημεῖον, ἡ πρώτη ἀπόδειξις καὶ τεκμήριον αὐτῆς τῆς συναδελφώσεως. Δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι κοινότης, σῶμα, ἀδελφότης, "κοινωνία"».
Μητροπολίτης Γόρτυνος Ἱερεμίας

Τετάρτη 25 Απριλίου 2018


Ἡ Ἀνάσταση δὲν χωρᾶ στὰ βιβλία τῆς γνώσης µας
Ἡ πίστη τοῦ χριστιανοῦ δοκιμάζεται μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ σὰν τὸ χρυσάφι στὸ χωνευτήρι. Ἀπ ̓ ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ πλέον ἀπίστευτο πράγμα, ὁλότελα ἀπαράδεκτο ἀπὸ τὸ λογικό μας, ἀληθινὸ μαρτύριο γιὰ δαῦτο. Μὰ ἴσια-ἴσια, ἐπειδὴ εἶναι ἕνα πράγμα ὁλότελα ἀπίστευτο, γιὰ τοῦτο χρειάζεται ὁλόκληρη ἡ πίστη μας γιὰ νὰ τὸ πιστέψουμε. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι λέμε συχνὰ πὼς ἔχουμε πίστη, ἀλλὰ τὴν ἔχουμε μονάχα γιὰ ὅσα εἶναι πιστευτὰ ἀπ ̓ τὸ μυαλό μας. Ἀλλὰ τότε, δὲν χρειάζεται ἡ πίστη, ἀφοῦ φτάνει ἡ λογική. Ἡ πίστη χρειάζεται γιὰ τὰ ἀπίστευτα.
Οἱ πολλοὶ ἄνθρωποι εἶναι ἄπιστοι. Οἱ ἴδιοι οἱ µαθητάδες τοῦ Χριστοῦ δὲν δίνανε πίστη στὰ λόγια τοῦ δασκάλου τους ὅποτε τοὺς ἔλεγε πὼς θ᾿ ἀναστηθῆ, µ᾿ ὅλο τὸ σεβασµὸ καὶ τὴν ἀφοσίωση ποὺ εἶχαν σ᾿ Αὐτὸν καὶ τὴν ἐµπιστοσύνη στὰ λόγια του. Καὶ σὰν πήγανε οἱ Μυροφόρες τὴν αὐγὴ στὸ µνῆµα τοῦ Χριστοῦ, κ᾿ εἴδανε τοὺς δυὸ ἀγγέλους ποὺ τὶς µιλήσανε, λέγοντας σ᾿ αὐτὲς πὼς ἀναστήθηκε, τρέξανε νὰ ποῦνε τὴ χαροποιὰ εἴδηση στοὺς µαθητές, ἐκεῖνοι δὲν πιστέψανε τὰ λόγια τους, ἔχοντας τὴν ἰδέα πὼς ἤτανε φαντασίες: «Καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος (τρέλα) τὰ ῥήµατα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς»...
Βλέπεις καταπάνω σὲ πόση ἀπιστία ἀγωνίσθηκε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός; Καὶ στοὺς ἴδιους τοὺς µαθητάδες του. Εἶδες µὲ πόση µακροθυµία τὰ ὑπόµεινε ὅλα; ...Καὶ µ᾿ ὅλα αὐτὰ, ἴσαµε σήµερα οἱ περισσότεροι ἀπὸ µᾶς εἴµαστε χωρισµένοι ἀπὸ τὸν Χριστὸ µ᾿ ἕνα τοῖχο παγωµένον, τὸν τοῖχο τῆς ἀπιστίας. Ἐκεῖνος ἀνοίγει τὴν ἀγκάλη του καὶ µᾶς καλεῖ κ᾿ ἐµεῖς τὸν ἀρνιόµαστε. Μᾶς δείχνει τὰ τρυπηµένα χέρια του καὶ τὰ πόδια του, κ᾿ ἐµεῖς λέµε πὼς δὲν τὰ βλέπουµε. Ἐµεῖς ψάχνουµε νὰ βροῦµε στηρίγµατα στὴν ἀπιστία µας γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουµε τὸν ἐγωϊσµό µας, ποὺ τὸν λέµε Φιλοσοφία καὶ Ἐπιστήµη. Ἡ λέξη Ἀνάσταση δὲν χωρᾶ µέσα στὰ βιβλία τῆς γνώσης µας... Γιατὶ «ἡ γνώση τούτου τοῦ κόσµου, δὲ µπορεῖ νὰ γνωρίσει ἄλλο τίποτα, παρεκτὸς ἀπὸ ἕνα πλῆθος λογισµούς, ὄχι ὅµως ἐκεῖνο ποὺ γνωρίζεται µὲ τὴν ἁπλότητα τῆς διάνοιας».
Ναί, ἐκείνους ποὺ ἔχουνε αὐτὴ τὴν εὐλογηµένη ἁπλότητα τῆς διάνοιας, τοὺς µακάρισε ὁ Κύριος, λέγοντας: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύµατι, ὅτι αὐτῶν ἐστι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται». Καὶ στὸν Θωµᾶ, ποὺ γύρευε νὰ τὸν ψηλαφήσῃ γιὰ νὰ πιστέψῃ, εἶπε: «Γιατὶ µὲ εἶδες Θωµᾶ, γιὰ τοῦτο πίστεψες; Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν εἴδανε καὶ πιστέψανε».
Ἂς παρακαλέσουµε τὸν Κύριο νὰ µᾶς δώσει αὐτὴ τὴν πλούσια φτώχεια, καὶ τὴν καθαρὴ καρδιά, ὥστε νὰ τὸν δοῦµε ν᾿ ἀναστήνεται γιὰ νὰ ἀναστηθοῦµε κ᾿ ἐµεῖς µαζί του.
Αὐτὴ ἡ ἀνηξεριὰ (ἡ ἄγνοια) εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴ γνώση: «Αὕτη ἐστὶν ἡ ἄγνοια ἡ ὑπερτέρα τῆς γνώσεως». Καλότυχοι καὶ τρισκαλότυχοι ἐκεῖνοι ποὺ τὴν ἔχουνε.
Φώτης Κόντογλου

Τρίτη 24 Απριλίου 2018


Ἡ μόνη ἀληθινή Ἐκκλησία
Σάν μέλος καί ἱερεύς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πιστεύω ὅτι ἡ Ἐκκλησία, μέσα στήν ὁποία βαπτίσθηκα καί ἀνατράφηκα, εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία, ἡ μόνη ἀληθινή Ἐκκλησία. Καί τό πιστεύω αὐτό γιά πολλούς λόγους : Ἕνεκα τῆς προσωπικῆς πεποιθήσεως καί ἕνεκα τῆς ἐσωτάτης βεβαιώσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού πνέει στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, καί ἕνεκα τῶν ὅσων εἶναι δυνατόν νά γνωρίζω ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί ἀπό τήν καθολική (ὀρθόδοξη) παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶμαι ὑποχρεωμένος, λοιπόν, νά θεωρῶ ὅλες τίς ὑπόλοιπες χριστιανικές «ἐκκλησίες» ὡς ἐλαττωματικές καί σέ πολλές περιπτώσεις μπορῶ νά προσδιορίσω αὐτές τίς ἐλλείψεις τῶν ἄλλων «ἐκκλησιῶν» μέ ἀπόλυτη ἀκρίβεια. Γι'αὐτό, λοιπόν, ἡ ἕνωσις τῶν Χριστιανῶν, γιά μένα, σημαίνει ἀκριβῶς τήν παγκόσμια ἐπιστροφή στήν Ὀρθοδοξία.
Δέν ἔχω καμμία ἀπολύτως ὁμολογιακή πεποίθηση˙ ἡ πεποίθησίς μου ἀνήκει ἀποκλειστικά στήν Una Sancta, στή «Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν, Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν», τήν Ὀρθοδοξίαν.
Πρωτ. Γεώργιος Φλωρόφσκυ

Δευτέρα 23 Απριλίου 2018



Κάντε αὐτὰ ποὺ θὰ σᾶς πῶ
 Ὁ ἀββᾶς Βενιαμὶν πεθαίνοντας εἶπε στὰ πνευματικά του παιδιά:
«Κάντε αὐτὰ ποὺ θὰ σᾶς πῶ καὶ θὰ μπορέσετε νὰ σωθεῖτε: Νὰ εἶστε πάντοτε χαρούμενοι, νὰ προσεύχεστε ἀδιάκοπα καὶ νὰ εὐχαριστεῖτε τὸν Θεὸ γιὰ τὸ κάθε τί».

Κυριακή 22 Απριλίου 2018



Μὲ φρεσκοπλυμένο μάγουλο ἀπ᾿ τὴ βροχὴ
Σὰν νὰ ξάνοιξε ὁ καιρός. Παίρνω σιγὰ σιγὰ τὸν ἀνήφορο, κεῖνον μὲ τὶς φαγωμένες, ἀνώμαλες πλάκες ποὺ μ᾿ ἀρέσει. Περπατῶ βλέποντας χρόνους πολλοὺς πίσω ἀπὸ τὸ κάλυμμα τῆς συνήθειας. Ξέρω μὲ κάθε λεπτομέρεια πῶς καὶ γιατί χτίστηκε τὸ τοιχάκι τῆς ἐκκλησίας ἔτσι σὲ τόσο ἀνισόπεδο ἔδαφος. Ἀναγνωρίζω τὴν ἀρχικὴ μορφὴ ποὺ πρέπει νὰ εἶχε τὸ σπίτι μὲ τὶς τρεῖς κολόνες. Ἀποδίδω τὴ δέουσα βαρύτητα στὴ σημασία ποὺ ἔχει ἕνας τενεκὲς μὲ ἡλιοτρόποπια στὸ κεφαλόσκαλο μιᾶς ἐσωτερικῆς αὐλῆς. Συνελόντι εἰπεῖν, ἔχω γίνει ἕνας μικρὸς Παυσανίας τῶν αἰσθήσεων καὶ τῶν ἀναλογιῶν τους στὸ πνεῦμα, ποὺ πιότερο ἀπὸ τὰ μνημεῖα ἔνδιαφερεται γιὰ κάτι δαφνῶνες,ἀπ᾿ αὐτοὺς μὲ τὰ δυνατὰ πράσινα πού, μόνον νὰ τὰ θωρεῖς, σοῦ στιλβώνουν μάτι μαζὶ καὶ ψυχή. Καὶ ποὺ τοῦ ἀρέσει γράφοντας -πρέπει νὰ τὸ προσθέσω κι αὐτὸ -νὰ μὴν ξύνει ἁπλῶς τὸ χαρτὶ ἀλλὰ νὰ σκάβει καὶ ν᾿ ἀνακαλύπτει συνεχῶς τὴν Ἑλλάδα ποὺ προϋπάρχει μέσα του καὶ πού, ἂν ἀνταποκρίνεται στὴν πραγματικότητα, ὀλίγον ἐνδιαφέρει. Ἔχει τὸν καιρὸ ν᾿ ἀκολουθήσει ἡ πραγματικότητα. Προηγουμένως, εἶναι ἀνάγκη νὰ πλασθεῖ ἀπ᾿ τὴ σκέψη. Μιὰ σκέψη πού, ἂν τὴ σπάσεις, ἡ χούφτα σου θὰ γεμίσει ἀπὸ σπόρια συγκινήσεων, εὐαισθησιῶν, ἀνατάσεων, δακρύων.
Φτάνω τώρα στὸ μαντρότοιχο ἀπ᾿ ὅπου ξεπροβέλνουν τὰ κεφάλια τους, λὲς καὶ σηκώνονται στὶς μύτες τῶν ποδιῶν τους, οἱ μανταρινιές, οἱ πορτοκαλιές, οἱ νεραντζιές. Λάμπουν καὶ γυαλίζουν, μὲ φρεσκοπλυμένο μάγουλο ἀπ᾿ τὴ βροχή. Παράξενό μου φαίνεται κάθε φορᾷ ποὺ τὸ συλλογίζομαι ὅτι δὲ γνώριζαν οἱ Ἴωνες τὰ ἑσπεριδοειδῆ -τόσο πολύ, πιστεύω, ἡ σκέψη τοὺς ἀναδίδει τὴ σπιρτάδα τῶν κίτρων. Ἰδοὺ ἕνας ἀκόμη «κατ᾿ ἀναλογίαν» συσχετισμός, ποὺ κάνει τοὺς περισσότερους νὰ ὑψώνουν τὰ χέρια μπροστὰ σὲ κάθε ρήση ποιητικὴ ποὺ δὲν εἶναι γνώσεις ἀπὸ κρέας ὠμὸ ἀλλὰ αἴνιγμα σπινθηροβόλο, μὲ τὴ λύση του μεταποιημένη σ᾿ εὐωδιά. Σ᾿ αὐτὸ τὸ κεφάλαιο εἶμαι πολὺ εὐαίσθητος. Ἡ ροπή μου καταντᾷ διαστροφή. Κι ὅμως, πουθενὰ δὲ βρίσκω αἰσθητοποιημένη μὲ τόση ἐνάργεια, τὴν ἔννοια τῆς ἀθῳότητας ὅσο στὰ μυριστικὰ χόρτα. Ὅπως τῆς καθαρότητας καὶ τῆς διαφάνειας σὲ μιὰ λαμπερὴ νεροσταγόνα, ἢ τοῦ καθαρμοῦ καὶ τῆς ψυχικῆς ἀσηψίας στὸν ἀσβέστη. Χωρὶς τὶς ἠθικὲς προεκτάσεις ποὺ ἔλαβαν ἐν συνεχείᾳ, θὰ μοῦ ἦταν ἀδύνατο νὰ κατοχυρώσω τὴ «λιγοσύνη»σὰν κεφάλαιο πολύτιμο γιὰ τὸ σύνολο, ποὺ νὰ τὸ μεταφέρω κατόπιν, μὲ τὴν ἴδια ἰσχύ, στὸ ἄτομο. Ἄλλοι ἂς ἀναλώνονται κι ἂς περιορίζονται σὲ αὐτὰ ποὺ ὑπάρχουν. Πού, βέβαια, εἶναι τὰ περισσότερά τους δεινὰ καὶ τὰ καταγγέλνουν. Ἂς ὑπάρχει κι ἕνας ποὺ νὰ διατηρεῖ τὸ δικαίωμα νὰ προσβλέπει σὲ αὐτὰ ποὺ δὲν ὑπάρχουν, ἀλλὰ θὰ ἔπρεπε καὶ θὰ μποροῦσαν νὰ ὑπάρχουν. Ὁ κόσμος τῶν φυτῶν μὲ γοήτευσε. Ἀείποτε μ᾿ ἐξέπληξε. Περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν ἄστρων κατάφερνε νὰ μοῦ ὑποβάλλει τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς. Ἀποπνέει ἕνα εἶδος ἁγιοσύνης, ποὺ δοκίμασα νὰ τὸ ἐκφράσω, ἀκόμη καὶ μὲ ἀνορθόδοξα μέσα, ὅταν αἰσθάνθηκα νὰ εἶμαι ἀρκετὰ καθαρὸς στὴν ψυχὴ γιὰ νὰ τὸ ἀποπεφαθῶ. Μετατρέποντας τὸ φυτὸ ἀπὸ οὐδέτερο σὲ θηλυκό, καὶ θεωρώντας το σὰν κόρη, περίπου, ἁγία ἢ θεά, ζωγράφισα, χωρὶς νὰ εἶμαι ζωγράφος, καὶ μάλιστα σὲ πολλὲς παραλλαγές, μιὰ θεὰ Φυτώ, ποὺ τῆς ἔβαλα βυσσινιὰ δυνατὰ καὶ χρυσὰ καὶ φωτοστέφανο στὸ κεφάλι, μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ μπορεῖ δίπλα μου νὰ ἐνσαρκώνει κεῖνον τὸν ἀέρα ποὺ ἔρχεται σὰν ἀπὸ θαῦμα μεσ᾿ ἀπ᾿ τὰ ἔγκατα τῆς γῆς καὶ νὰ ὑποκαταστήσει ὅσα καὶ σὰν εἰδωλολάτρες καὶ σὰν χριστιανοὶ διακονήσαμε στὸ βωμὸ τοῦ Ποσειδῶνα καὶ τῆς Παρθένου.
Ὀδυσσέας Ἐλύτης

Σάββατο 21 Απριλίου 2018


Τὸν ἑαυτό σου πρόσεχε
Ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος βυθίζοντας κάποια φορὰ βαθιὰ τὴ σκέψη του στοῦ Θεοῦ τὴν κρίση ζήτησε νὰ μάθει:
«Κύριε, εἶπε, πῶς μερικοὶ ζοῦν λίγα χρόνια καὶ πεθαίνουν, ἐνῷ ἄλλοι φτάνουν στὰ βαθιὰ γεράματα; Γιατὶ κάποιοι ζοῦν μέσα στὴ φτώχεια καὶ ἄλλοι πλουτίζουν; Καὶ πῶς συμβαίνει ἄδικοι νὰ πλουτίζουν καὶ δίκαιοι ἄνθρωποι νά᾿ναι φτωχοί;»
Ἄκουσε τότε μιὰ φωνὴ νὰ τοῦ λέει:
«Ἀντώνιε, τὸν ἑαυτό σου πρόσεχε. Αὐτὰ εἶναι κρίματα Θεοῦ καὶ δὲν σοῦ συμφέρει νὰ τὰ μάθεις».

Δευτέρα 16 Απριλίου 2018



Τὸ γράμμα στὴν Ἀμερικὴ
Πᾶσαν φορὰν ὅταν ἔφθανα στὴν πατρίδα μου, ἀνὰ πᾶν τρίτον ἢ τέταρτον ἔτος, μὲ συνήντα καὶ μοῦ προσέφερε γενναίως τὰ ξένια ὁ Μπεφάνης ὁ Γιαλένιος. Ὄχι ὅμως γενναιότερον ἀπὸ ἕνα δεύτερον θεῖόν μου, τὸν καπετὰν Γεωργὸν τὸν Ἀγαγᾶν, ὅστις ἐθυσίασέ ποτε ὁλόκληρον χῆνα καὶ ἤνοιξε μέγα βυτίον ροδίτου οἴνου, κεφαλοκρούστου, πρὸς τιμήν μου. Τὴν θυσίαν ταύτην ἔκαμεν εἰσάπαξ, δι᾿ ὅλας τὰς ἑκάστοτε ἀφίξεις μου, τάς τε παρελθούσας καὶ τὰς μελλούσας, διὰ νὰ μὴ ἔχω πλέον ἀπαιτήσεις.
Ὁ περὶ οὗ ὁ λόγος Μπεφάνης ἦτο παλαιὸς φίλος μου. Ἄλλοτε, στὴν νεότητά του, εἶχε μαγαζὶ εἰς τὴν ἀγοράν. Ἦτο «ἐμπορορράπτης». Ὅταν ἤθελες νὰ ψωνίσῃς, καὶ εἶχες ν᾿ ἀλλάξῃς νόμισμα, ἂν ἐπαρουσίαζες μισὴ ρηγίνα, ἴσην μὲ 5.90, σοῦ τὴν ἄλλαζε διὰ σωστήν· σοῦ ἐκρατοῦσε 20 λεπτὰ διὰ τὰς βελόνας, τὴν κουβαρίστραν καὶ τὶς κλωστές, καὶ σοῦ ἔδιδε 5.60 ρέστα. Ἂν ἦτο ἥμισυ Γαλλικοῦ ταλλήρου, σοῦ ἔδιδε 5.40. Εἰς ὀλίγον καιρὸν τὸ ἔκλεισεν. Εὐτυχῶς εἶχε προφθάσει νὰ νυμφευθῇ, κ᾿ ἐπῆρε καλὴν προῖκα. Κατόπιν ἀπέκτησε δύο υἱούς, ὕστερον ἐχήρευσεν· ἐνυμφεύθη ἐκ δευτέρου καὶ πάλιν ἐπῆρε κτήματα ὡς προῖκα. Ἐγέννησε πάλιν τέκνα, κ᾿ ἐγήρασε συζῶν μὲ τὴν δευτέραν γυναῖκά του.
Κατ᾿ αὐτοὺς τοὺς χρόνους, ὅταν μὲ συνήντα ἐπανελθόντα ἀρτίως εἰς τὸ χωρίον, ἀφοῦ μὲ ἔκαμε τὴν συνήθη δεξίωσιν, εἶτα, συνήθως κατὰ τὴν δευτέραν συνάντησίν μας, ἤρχιζε πάντοτε μίαν καὶ τὴν αὐτὴν ὁμιλίαν, καὶ ὑπέβαλλε μίαν ἀπαράλλακτον πρότασιν.
― Ξέρεις ὅτι τὰ δυὸ παιδιά μου, ὁ Γιωργὴς κι ὁ Παυλάκης, εἶναι ἀπὸ χρόνια στὴν Ἀμερική, καὶ δὲν μοῦ γράφουν τί γίνονται. Πρόκειται νὰ κάμουμ᾿ ἕνα γράμμα, σὺ ξέρεις ποῦ θὰ τὸ στείλουμε, στὸν Πρόξενο τῆς Ἑλλάδος, ἢ στὴν ἀστυνομία τῆς Ἀμερικῆς. Θὰ μοῦ τὸ γράψῃς Γαλλικά, Ἐγγλέζικα, Σπανιόλικα, ἐσὺ ξέρεις σὲ ποιὰ γλῶσσα.
Ἐγὼ δὲν ἤξερα τίποτε ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ τὰ ξέρεις-ξέρεις ποὺ μοῦ ἀπέδιδε. Ἀλλ᾿ ὅπως κυβερνᾶται, ἢ μᾶλλον ὅπως φέρεται ὁ κόσμος, μὲ τὴν ψευδομανίαν, μὲ τὴν τυφλὴν πρόληψιν, μὲ τὴν κωφὴν φήμην, εἶχε διαδοθῆ καὶ πιστευθῆ εἰς τὸ χωρίον ὅτι τάχα ἐγὼ ἤξευρα πολλὲς γλῶσσες.
«Ὅλες μὲ τὰ γράμματά τους καὶ τὶς μιλιὲς φαρσί».
Κ᾿ ἐγὼ πράγματι δὲν ἤξευρα οὔτε μισὴν γλῶσσαν νὰ μιλήσω, εἶχα δὲ ἐκμελετήσει κατ᾿ ἰδίαν ὅ,τι ἐκ τῶν ξένων γλωσσῶν εἶχα μάθει, χάριν φιλολογικῆς ἀπολαύσεως, εἶτα ἐξ ἀνάγκης καὶ πρὸς βιοπορισμόν, καὶ εἰργαζόμην ὡς μεταφραστὴς εἰς τὰς ἐφημερίδας, οὐδέποτε ὡς κουριέρης εἰς τὰ ξενοδοχεῖα ―ἀλλ᾿ οὔτε εἶχον ἀνατραφῆ μὲ γκουβερνάνταν― διὰ νὰ ὁμιλῶ ξένας γλώσσας.
Εὐτυχῶς ὁ Μπεφάνης, συνήθως τὴν Κυριακήν, ἔλεγε μίαν ἡμέραν νὰ κάμῃ αὐτό, τὸ ἐξανάλεγε μάλιστα πολλὲς φορὲς ἐντὸς τῆς αὐτῆς ἡμέρας, κατόπιν τὴν ἄλλην ἡμέραν, δὲν εἶχε πλέον κέφι, δὲν ἤθελε νὰ ἐνθυμηθῇ ὅ,τι εἶπε τὴν προτεραίαν, ἴσως διότι τοῦ ἐφαίνετο ἀνιαρόν, κ᾿ ἐκάθητο ἐν ἡσυχίᾳ διὰ νὰ χωνέψῃ, ἐπειδὴ ἦτον «ἀποκαής», καθὼς λέγουν.
Τὴν Τρίτην ἐπήγαινε στὸν ἐλαιῶνα, ὅπου εἶχεν ἐργάτας νὰ ποτίζουν τὰ δένδρα, τὴν Πέμπτην στὸ ἀμπέλι, ὅπου εἶχεν ἀργολόγι ἢ θειάφισμα, κτλ. Τὸ Σάββατον τὸ βράδυ, ὅταν ἐπέστρεφεν ἀπὸ τὸ χωράφι, ἦτο πολὺ κουρασμένος, καὶ τὴν Κυριακὴν ἀπολείτουργα εἶχε συνεδρίασιν, καθότι ἦτο δημοτικὸς σύμβουλος. Τὸ ἀπόγευμα ἔπαιζε κοντσίνα ἢ πρέφα, καὶ τὸ βράδυ ἂν τὸν συνήντων, παρουσίᾳ καὶ ἄλλων πολλῶν, ἡ ὁμιλία θὰ ἦτο μακρὰ καὶ θορυβώδης, καὶ δὲν ὑπῆρχε πλέον καιρὸς καὶ χῶρος διὰ νὰ μοῦ ξαναπῇ ὅ,τι ἅπαξ μοῦ εἶχεν εἴπει.
Μετὰ τρία ἔτη πάλιν, ὅταν ἐπανῆλθα εἰς τὴν μικρὰν νῆσον, μ᾿ ἐδεξιώθη ὁ Μπεφάνης, κ᾿ ἤρχισε νὰ μοῦ λέγῃ:
― Οὔτε γράμμα οὔτ᾿ ἐνθύμηση, μὲ ξέχασαν κεῖνα τὰ παιδιά. Ἔχουν ἑφτὰ χρόνια ποὺ λείπουν, τέσσερα ἔχουν νὰ μᾶς γράψουν. Νὰ πιάσῃς νὰ μοῦ συντάξῃς ἕνα γράμμα, ἀγγλικό, φραντσέζικο, πορτουγέζικο, ἐσὺ ξέρεις τί γλῶσσα περνᾷ σ᾿ ἐκεῖνο τὸ μέρος ποὺ εἶν᾿ αὐτὰ τὰ παιδιά· στὸ Μπουὲνς-Ἄυρς, στὸ Μεξικό, ἢ στὴ Βρασιλία. Νὰ γράψουμε στὸν Πρόξενό μας ἐκεῖ, γιατὶ μπορεῖ νὰ μὴ ξέρῃ ρωμέικα, ἴσως νὰ εἶναι ντόπιος ἀποκεῖ. Θέλετε πάλι νὰ τὸ στείλουμε στὸν διευθυντὴ τῆς ἀστυνομίας; ἐσὺ ξέρεις. Νὰ μοῦ τὸ σκαρώσῃς καλά, νὰ τὸ κουρδίσῃς, καὶ νὰ τὸ στείλουμε. Πότε λὲς νὰ τὸ κάμουμε;
―Ὅποτε θέλῃς.
― Καλά, ἔχουμε καιρό.
Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι ἡ κακὴ καὶ ἀστεία φήμη πολλὰ μὲ εἶχεν ἐνοχλήσει. Γυναῖκες, γέροντες τῆς ἀγορᾶς, θαλασσινοὶ καὶ χερσαῖοι ἄνδρες, ὅπου μ᾿ εὕρισκαν, μ᾿ ἐφορτώνοντο νὰ τοὺς κάμω τὴ «σύσταση», νὰ τοὺς γράψω δηλαδὴ τὴν ἀδρέσσα ἢ τὸ πανώγραμμα ἀγγλιστὶ διὰ τὰς διαφόρους Πολιτείας καὶ πόλεις τῆς Βορείου Ἀμερικῆς. Ὑπομονή ! Ἀλλ᾿ ἤρχοντο στὴν πτωχικὴν πατρικήν μου οἰκίαν καὶ μ᾿ ἐπολιορκοῦσαν. Ἄλλος πατριώτης εἶχεν ἀποθάνει σ᾿ ἐκεῖνα τὰ μέρη, ἢ εἶχε πνιγῆ σ᾿ ἐκεῖνα τὰ πέλαγα, κ᾿ ἐστέλλοντο ἔγγραφα δικαστικὰ ἑτερόγλωσσα, καὶ μοῦ τὰ ἔφεραν διὰ νὰ τὰ μεταφράσω. Ἄλλος ἦτον ἀγράμματος, παραπλανημένος εἰς μακρινήν τινα πόλιν, κ᾿ ἔβαλλεν Ἀμερικανὸν φίλον του νὰ τοῦ κάμῃ γράμμα πρὸς τοὺς οἰκείους, ἀγγλιστί. Ἄλλος εἶχε γεννηθῆ ἐκ πατρὸς πατριώτου μου εἰς τὴν Αὐστραλίαν ἢ τὴν Καλκούταν καὶ δὲν ἤξευρε ἑλληνικά· ἄλλος εἶχε ξεχάσει τὴν γλῶσσαν σαράντα χρόνια ποὺ ἔλειπε, κ᾿ ἔγραφεν ἀγγλιστί. Ἄλλος εἶχε νυμφευθῆ Ἀμερικανίδα, καὶ αὐτὴ θέλουσα νὰ φανῇ εἰρωνικῶς φιλόφρων πρὸς τὴν ἀγνώριστον πενθεράν της ―εὐτυχῶς δι᾿ ἀμφοτέρας δὲν ἦτο ἐλπὶς νὰ γνωρισθῶσι ποτέ― ἔγραφεν ἀγγλιστί. Ὅλ᾿ αὐτὰ ὤφειλα νὰ τὰ μεταφράσω. Θεέ μου! Καὶ ἦσαν τόσοι καὶ τόσοι στὸ χωρίον, σχολάρχαι, καθηγηταί, μισθοφόροι ἐπιστήμονες μὲ διπλώματα, μορφωμένοι εὐπρόσωποι, καλλωπισμένοι. Καὶ τόσοι ἄλλοι ξενιτευμένοι ἐπανέκαμπτον ἀνὰ πᾶν ἔτος ἐξ Ἀμερικῆς, καὶ κανεὶς δὲν ἦτο ἱκανὸς νὰ διαβάσῃ σωστὰ ἕνα γράμμα. Ὤ! τί βάσανον.
Εἶναι ἀληθὲς ὅτι σχεδὸν καμμία καὶ κανεὶς ποτὲ δὲν ἐστοχάσθη ὅτι αὐτὸ ἦτον κόπος, καὶ ἂν ὤφειλε νὰ δώσῃ ἀντάλλαγμα διὰ τὸν κόπον. Πλὴν ἀξιοπρεπέστερον δι᾿ ἐμὲ θὰ ἦτο νὰ μὴ ἐδεχόμην ποτὲ ἀμοιβήν, ἀπείρως ὅμως εὐκτότερον νὰ μ᾿ ἄφηναν εἰς τὴν ἡσυχίαν μου, εἰς τὴν ὀλιγάρκειάν μου. Εἶχα ἐγὼ ἐργασίας νὰ κάμω, κ᾿ ἐβιαζόμην νὰ τὰς ἀφήσω, διὰ νὰ κάμω τὰς ἀλλοτρίας. Εἶχα ἐγκαταλίπει τὰς ἰδίας μου ὑποθέσεις, παραιτηθεὶς πρὸ πολλοῦ πᾶν δικαίωμα κληρονομίας, ἰδιοκτησίας, κτλ., κ᾿ ἔπρεπε νὰ φροντίζω διὰ τὰς ὑποθέσεις τῶν ἄλλων. Ὑπῆρξαν καὶ ἄνθρωποι ἐλθόντες νὰ μὲ συμβουλευθῶσι διὰ δικαστικὰς ὑποθέσεις. Καὶ ὅταν ὡμολόγησα ὅτι δὲν ἐννοοῦσα σκρὰ ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα, σείοντες τὰς κεφαλὰς ἔλεγον πρὸς ἑαυτούς: Καὶ τί γράμματα ξέρει λοιπόν;
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Κυριακή 15 Απριλίου 2018


Ὁ Ῥωμηός
Στὸν καφενὲ ἀπ᾿ ἔξω σὰν μπέης ξαπλωμένος,
τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ,
καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος,
κανέναν δὲν κοιτάζω, κανέναν δὲν ψηφῶ.
Σὲ μία καρέκλα τὅνα ποδάρι μου τεντώνω,
τὸ ἄλλο σὲ μίαν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖ
ἀφήνω τὸ καπέλο, καὶ ἀρχινῶ μὲ τόνο
τοὺς ὑπουργοὺς νὰ βρίζω καὶ τὴν πολιτική.
Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί οὐρανὸς ! τί φύσις !
ἀχνίζει ἐμπροστά μου ὁ καϊμακλῆς καφές,
κι ἐγὼ κατεμπνευσμένος γιὰ ὅλα φέρνω κρίσεις,
καὶ μόνος μου τὶς βρίσκω μεγάλες καὶ σοφές.
Βρίζω Ἐγγλέζους, Ρώσους, καὶ ὅποιους ἄλλους θέλω,
καὶ στρίβω τὸ μουστάκι μ᾿ ἀγέρωχο πολύ,
καὶ μέσα στὸ θυμό μου κατὰ διαόλου στέλλω
τὸν ἴδιον ἑαυτό μου, καὶ γίνομαι σκυλί.
Φέρνω τὸν νοῦν στὸν Διάκο καὶ εἰς τὸν Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος τὰ γένια μου μαδῶ,
τὸν Ἕλληνα εἰς ὅλα ἀνώτερο τὸν βρίσκω,
κι ἀπάνω στὴν καρέκλα χαρούμενος πηδῶ.
Τὴν φίλη μας Εὐρώπη μὲ πέντε φασκελώνω,
ἀπάνω στὸ τραπέζι τὸν γρόθο μου κτυπῶ...
Ἐχύθη ὁ καφές μου, τὰ ροῦχα μου λερώνω,
κι ὅσες βλαστήμιες ξέρω ἀρχίζω νὰ τὶς πῶ.
Στὸν καφετζῆ ξεσπάω... φωτιὰ κι ἐκεῖνος παίρνει.
Ἀμέσως ἄνω κάτω τοῦ κάνω τὸν μπουφέ,
τὸν βρίζω καὶ μὲ βρίζει, τὸν δέρνω καὶ μὲ δέρνει,
καὶ τέλος... δὲν πληρώνω δεκάρα τὸν καφέ.
Γεώργιος Σουρῆς

Πέμπτη 12 Απριλίου 2018



Οἱ φωτεινὲς ἀνταύγειες τῆς πασχαλινῆς χαρᾶς
«Ἱνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν.» (Ρωμ. 6:4)
Ὁ ἀναστάσιμος θρίαμβος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ κατὰ τῆς ἀδικίας, τῆς βίας, καὶ γενικότερα κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου, ἡ ὁλοκλήρωση τοῦ ἔργου Του ἐπὶ τῆς γῆς, πρὸς ἀνακαίνιση τοῦ σύμπαντος κόσμου, γεμίζουν μὲ ἀγαλλίαση καὶ πάλι τὶς καρδιές μας. Ὁ Χριστός, ὁ «Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου», ὄχι μόνον ὑπέστη τὸν φρικτὸ θάνατο πάνω στὸν Σταυρό, ἀλλὰ τὴν τρίτη ἡμέρα ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν, «διὰ τῆς ἐνδόξου δυνάμεως τοῦ πατρὸς» καὶ παραμένει γιὰ πάντα ὁ Ἀναστὰς Κύριος. Ἡ Ἀνάσταση σφραγίζει τὴν μεγαλειώδη μοναδικότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δισεκατομμύρια ἀνθρώπων πέρασαν· πολλοὶ κατέπληξαν μὲ τὴν εὐφυΐα καὶ τὴ δύναμή τους καὶ ἐνθουσίασαν τὰ πλήθη. Τελικὰ ὅμως, ὅλοι νικήθηκαν ἀπὸ τὸν θάνατο. Ὁ Ἰησοῦς, μὲ τὴν ἑκούσια θυσία καὶ τὴν Ἀνάστασή Του, καταπάτησε τὸν θάνατο καὶ κατήργησε τὴν ἐξουσία του. Ἡ Ἐκκλησία, τὸ μυστικὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ζεῖ καὶ κινεῖται διαχρονικὰ μέσα στὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεώς Του. Ἰδιαίτερα οἱ Ὀρθόδοξοι πανηγυρίζουμε καὶ χαιρόμαστε μὲ ἔντονο τρόπο τὸ Πάσχα.
Κατὰ τὴν ὁλόλαμπρη αὐτὴ ἑορτή, δὲν ἀναλογιζόμεθα ἁπλῶς ἕνα συγκλονιστικὸ ἱστορικὸ γεγονός, ἀλλὰ καλούμεθα νὰ προχωρήσουμε καὶ σὲ μία ἀνανέωση τῆς πνευματικῆς μας πορείας. Νὰ πορευθοῦμε σὲ μία νέα ἀνακαινισμένη ζωή, «ἵνα... ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν». Ἡ ἑορτὴ τοῦ Πάσχα μᾶς προσκαλεῖ νὰ συνειδητοποιήσουμε τὸ βαθύτερο νόημα τοῦ βαπτίσματός μας. Τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ Μ. Σαββάτου διευκρινίζει: «Ὅσοι ἐβαπτίσθημεν εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν, εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν· συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν.» (Ρωμ. 6:3-4).
Ὁ Ἀναστὰς Χριστὸς μᾶς καλεῖ σὲ μία συνεχῆ ἀνανέωση «εἴ τις ἐν Χριστῷ καινὴ κτίσις·» (Β΄ Κορ. 5:17). Μᾶς καλεῖ νὰ ἀνανεώσουμε τὴν προσωπική μας σχέση μαζί Του. Ἡ συνεχὴς πνευματικὴ ἀνακαίνιση εἶναι καθοριστικὸ στοιχεῖο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Καλούμεθα νὰ ἀνανεώσουμε τὴν ἐμπιστοσύνη μας στὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ, στὴν Πρόνοια καὶ στὸ λυτρωτικὸ σχέδιό Του· νὰ ἐνισχύσουμε τὴν ἀγωνιστικότητά μας γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς δικαιοσύνης, γιὰ τὴν ἐνδυνάμωση τῆς ἀλληλεγγύης καὶ τῆς ἀγάπης. Μᾶς καλεῖ νὰ ἀνανεώσουμε τὴ βεβαιότητα ὅτι ἡ ἐλπίδα τελικὰ θὰ διαλύσει τὴν ἀπόγνωση, ἡ ζωὴ θὰ νικήσει τὸν θάνατο.
Ἡ πολυδύναμη αὐτὴ ἀνανέωση συντελεῖται μέσα σὲ πασχαλινὴ εὐφροσύνη, μὲ τὴν ἤρεμη χαρὰ ποὺ ἀκτινοβολεῖ ἡ Ἀνάσταση μέσα μας καὶ γύρω μας. Οἱ πιστοί, οἱ βαπτισμένοι στὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὴν αἰσθανόμαστε βαθύτερα. Ὅσο δυναμώνει ἡ βεβαιότητά μας στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, τόσο ἡ πασχαλινὴ ἀνακαίνιση καὶ ἀγαλλίαση γίνονται ἐντονότερες. Ἀλλὰ ἡ ἀκτινοβολία τῆς ἀναστάσιμης εὐφροσύνης διαχέεται πολὺ εὐρύτερα. Ὅπως τὰ φωτόνια ξεκινοῦν ἀπὸ τὸ ἡλιακὸ φῶς καὶ φτάνουν στὶς πιὸ ἀπόμακρες σκοτεινὲς πτυχὲς τῆς κτίσεως, ἔτσι καὶ οἱ φωτεινὲς ἀνταύγειες τῆς πασχαλινῆς χαρᾶς ἀγγίζουν μυστικὰ ἀκόμη καὶ ὅσους στέκουν μακριὰ ἢ ταλαντεύονται μεταξὺ πίστεως καὶ ὀλιγοπιστίας.
Ἡ πασχαλινὴ εὐφροσύνη χαρίζεται γιὰ νὰ τὴ μοιραζόμαστε στὴ συνέχεια καὶ μὲ τοὺς ἄλλους. Τὸ πασχαλινὸ ἔθιμο ἐπιβάλλει μόλις ἀνάβει ἡ λαμπάδα μας νὰ μεταδίδουμε τὴ φλόγα της καὶ σὲ ἄλλους. Ἔτσι συμβολίζεται καὶ τὸ χρέος τῶν πιστῶν νὰ μεταδίδουν, ὅπως οἱ Ἀπόστολοι, τὴ χαρμόσυνη εἴδηση τῆς Ἀναστάσεως. Ὁ Ἀναστὰς Κύριος διαβεβαίωσε: «ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς», καὶ συμπλήρωσε, «πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη…». Ὑπάρχει μία συνέπεια, ἕνα «οὖν» (λοιπόν): Δὲν μπορεῖτε νὰ περιορίζεστε στὴν προσωπική σας σωτηρία καὶ ἀγαλλίαση, ἀλλὰ ὀφείλετε νὰ μεταφέρετε τὴ Χαρούμενη Εἴδηση σὲ ὅσους τὴν ἀγνοοῦν. Αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ κλειστεῖ καὶ νὰ κρατηθεῖ σὲ μία μόνο κοινότητα. Προορίζεται γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ τοὺς λαούς, γιὰ τὴν ἀνανέωση ὁλόκληρης τῆς οἰκουμένης.
Καὶ μία ἀκόμη ἀναγκαία ἐπισήμανση: Τὸ Πάσχα δὲν εἶναι μία ἑορτὴ περιορισμένη σὲ μία μόνον ἡμέρα ἢ σὲ μία μόνον περίοδο τοῦ χρόνου. Ἡ ἀκτινοβολία της διαχέεται σὲ ὅλο τὸ ἔτος. Κάθε Κυριακή, σύμφωνα μὲ τὴν Ὀρθόδοξη λατρευτικὴ παράδοση, οἱ ὕμνοι, οἱ σκέψεις, ἡ καρδιὰ μας γεμίζουν καὶ πάλι ἀπὸ τὸ ἄγγελμα τῆς Ἀναστάσεως. Ἡ ἀναστάσιμη πνοὴ καὶ τὸ ἀναστάσιμο ἦθος σφραγίζουν τὴ χριστιανικὴ ζωή. Ἡ ἀναστάσιμη ἐλπίδα νοηματοδοτεῖ τὴν πορεία μας. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι κατεξοχὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως.
Ἂς ἑορτάσουμε, λοιπόν, ὅσο γίνεται πιὸ συνειδητὰ τὴν ὁλόλαμπρη ἑορτὴ τοῦ Πάσχα. Καὶ ἂς δεηθοῦμε στὸν Ἀναστάντα Κύριό μας νὰ ἀνακαινίζει τὴ ζωὴ μας μέσα στὴ δική Του ἀλήθεια. Νὰ ἀνανεώνει τὴν ἀντοχή μας στὶς ποικίλες δυσκολίες τῆς ἐποχῆς μας. Νὰ ἀνακαινίζει τὴν ἀντίστασή μας στὴν παρακμή. Νὰ ἀνανεώνει τὸν ἐνθουσιασμό μας γιὰ δημιουργικὲς πρωτοβουλίες. Ἂς ζοῦμε τὴν καθημερινότητά μας μὲ πασχαλινὴ εὐφροσύνη, ἡ ὁποία δὲν ἀγνοεῖ τὴ σκληρὴ πραγματικότητα τῆς ζωῆς, ἀλλὰ τὴν ὑπερβαίνει καὶ τὴ μεταμορφώνει μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ δύναμη τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ. Ἀνανέωση, λοιπόν, μὲ πασχαλινὴ εὐφροσύνη ἂς γίνει πόθος καὶ μέριμνά μας. Χριστὸς Ἀνέστη!
Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας Ἀναστάσιος

Τετάρτη 11 Απριλίου 2018



Ἡ θεσπέσια ὑμνολογία τοῦ Πάσχα
Τὸ Ἅγιο Πάσχα εἶναι ἡ κορυφαία ἑορτὴ τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία μᾶς πληροφορεῖ πώς, μαζὶ μὲ τὴν ἐβδομαδιαία ἑορτὴ τῆς Κυριακῆς, ἡ ἑορτὴ τοῦ Πάσχα εἶναι ἡ ἀρχαιότερη χριστιανικὴ ἑορτή. Κατ’ αὐτὴ ἐορτάζεται τὸ μέγα γεγονός τῆς ἐκ τῶν νεκρῶν ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ νίκη Του κατὰ τοῦ Ἅδη καὶ τοῦ θανάτου, ἡ ἀπαρχὴ τῆς ἡμῶν ἀναστάσεως καὶ ὁ θρίαμβος τῆς ζωῆς!
Τὸ χαρμόσυνο αὐτὸ γεγονὸς φρόντισε ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία ἀνὰ τοὺς αἰῶνες νὰ τὸ ἑορτάζει μὲ ξεχωριστὴ λαμπρότητα. Μεγάλοι ποιητὲς ὑμνογράφοι καὶ μελῳδοὶ συνέθεσαν γιὰ τὴ μεγάλη αὐτὴ ἑορτή, ὕμνους ἄφθαστου μεγαλείου καὶ ποιητικῆς ἀξίας. Ἀπὸ τοὺς γνωστοὺς ὑμνογράφους τοῦ Πάσχα ξεχωρίζουμε τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸ Δαμασκηνὸ καὶ τὸν Ρωμανὸ τὸν Μελῳδό. Ὁ μὲν Ἰωάννης συνέθεσε τὸν κανόνα τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ὄρθρου καὶ ὁ Ρωμανὸς τὸ κοντάκιο τῆς ἑορτῆς.
Ὁ πιὸ ἀγαπητὸς ἀναστάσιμος ὕμνος εἶναι ἀναμφίβολα τὸ «Χριστὸς ἀνέστη, ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος». Πρόκειται γιὰ τὸν θριαμβευτικὸ παιάνα τῆς πιὸ μεγάλης νίκης ὅλων τῶν ἐποχῶν. Ποτὲ δὲν ἔχουν ἀποδοθεῖ τόσο πυκνὰ νοήματα, ποὺ γιὰ νὰ ἀναλυθοῦν θὰ γράφονταν ἕνα ὁλόκληρο βιβλίο, σὲ ἕνα τόσο μικρὸ ὕμνο!
Ὁ κανόνας τῆς ἐξαίσιας ἑορτῆς ἀποτελεῖ πραγματικὰ ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα ἀριστουργήματα τῆς παγκοσμίου λογοτεχνίας, ὅλων τῶν ἐποχῶν. Ὁ μεγαλύτερος ποιητὴς καὶ μελῳδὸς τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς (η΄ αἰών.), συνέθεσε αὐτὸ τὸ ὑπέροχο ποίημα σαφῶς κάτω ἀπὸ θεία ἔμπνευση. Ἡ ἀξία του ἔγκειται ἀφ’ ἑνὸς μὲν στὴν καταπληκτικῆ λογοτεχνικῆ τοῦ σύνθεση, στὸν πλοῦτο καὶ τὸ σπάνιο λεξιλόγιο, στὶς ζωηρὲς εἰκόνες, στὴν πλοκὴ τῶν γεγονότων, καὶ ἀφ’ ἑτέρου στὰ σπουδαιότατα θεολογικὰ μηνύματα ποὺ ὑπάρχουν σ’ αὐτόν. Εἶναι γνωστὸ πὼς ὁ μεγάλος ποιητὴς χρησιμοποίησε ὡς βάση τῶν τροπαρίων τοῦ ἀναστάσιμου κανόνα ἀποσπάσματα ἀπὸ τοὺς πανηγυρικοὺς λόγους τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ, τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ποιητῆ τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ ὁποίου ἀκόμα καὶ τὰ πεζὰ κείμενα εἶναι ἀπὸ μόνα τους καταπληκτικὰ ποιήματα!
Ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν α΄ Ὠδὴ ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος παραλληλίζει τὸ Χριστιανικὸ μὲ τὸ Ἰουδαϊκὸ Πάσχα. Ὅπως οἱ Ἰσραηλίτες μὲ τὴ θαυμαστὴ ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ πέρασαν ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῆς Αἰγύπτου στὴν ἐλευθερία, ἔτσι καὶ ἐμεῖς μὲ τὴν ἁγία Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ περάσαμε ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῆς νοητῆς Αἰγύπτου, τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς φθορᾶς στὴ λύτρωση καὶ τὴ θέωση. Καλεῖται λοιπὸν ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα νὰ ἑορτάσει λαμπρὰ τὸ μεγάλο καὶ σωτήριο αὐτὸ γεγονός. «Ἀναστάσεως ἡμέρα λαμπρινθῶμεν λαοί, Πάσχα Κυρίου Πάσχα, ἐκ γὰρ θανάτου πρὸς ζωὴν καὶ ἐκ γῆς πρὸς οὐρανὸν Χριστὸς ὁ Θεός, ἡμᾶς διεβίβασεν, ἐπινίκιον ᾄδοντας».
Στὸ δεύτερο καὶ τρίτο τροπάριο καλοῦνται οἱ πιστοὶ νὰ καθαρίσουν τὶς αἰσθήσεις γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ δοῦν τὸ ἐκθαμβωτικὸ ἀναστάσιμο φῶς. Καλοῦνται ἐπίσης οἱ οὐρανοί, ἡ γῆ, ὅλος ὁ ὁρατὸς καὶ ὁ ἀόρατος κόσμος νὰ ἑορτάσει τὸ εὐφρόσυνο γεγονὸς τῆς Ἐγέρσεως τοῦ Κυρίου.
Στὸν εἱρμὸ τῆς γ΄ Ὠδῆς ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος προτρέπει τοὺς πιστούς, ὅπως οἱ Ἰσραηλίτες ἤπιαν νερὸ ἀπὸ τὴν ἄγονη πέτρα, νὰ κοινωνήσουν ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ἀφθαρσίας, "πόμα καινόν" ποὺ εἶναι ὁ Ἀναστὰς Χριστός. Τὸ δεύτερο τροπάριο εἶναι ἴσως τὸ πιὸ πομπῶδες καὶ θριαμβευτικὸ ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα, « Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανὸς τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια, ἐορταζέτω γοῦν πᾶσα κτίσις τὴν ἔγερσιν Χριστοῦ, ἐν ᾗ ἐστερέωται».
Ἡ Ὑπακοή, ποίημα ἀγνώστου ποιητῆ, παρουσιάζει ἀριστοτεχνικὰ τὸ γεγονὸς τῆς ἐπισκέψεως τῶν μυροφόρων γυναικῶν στὸ τάφο τοῦ Κυρίου καὶ τὸν περίφημο διάλογο αὐτῶν μὲ τὸν ἄγγελο τῆς Ἀναστάσεως.
Στὴν γ΄ Ὠδὴ ὁ ποιητὴς ἀνατρέχει στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, στὸν προφήτη Ἀββακούμ, ὁ ὁποῖος προεῖδε τὴν ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Ἐπίσης στὸ δεύτερο καὶ τὸ τρίτο τροπάριο τῆς ἴδιας Ὠδῆς ἀναφέρεται σὲ προτυπώσεις τῆς ἀναστάσεως στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ «ἐνιαύσιος ἀμνός» ὁ «βροτὸς ἀμνός», ὁ «ἄμωμος καὶ ἄγευστος κηλίδος» τοῦ ἑβραϊκοῦ πάσχα. Προτρέπονται ἐπίσης οἱ πιστοὶ νὰ σκιρτήσουν ἀπὸ χαρά, ὅπως «Ὁ θεοπάτωρ Δαυὶδ πρὸ τῆς σκιώδους κιβωτοῦ», διότι «ἀνέστη Χριστὸς ὡς παντοδύναμος».
Στὴν ε΄ Ὠδή μᾶς προτρέπει νὰ μιμηθοῦμε τὶς ἅγιες μυροφόρες καὶ ὅπως ἐκεῖνες, «Ὀρθρίσωμεν ὄρθρου βαθέως καὶ ἀντὶ μύρου τὸν ὕμνον προσοίσομεν τῷ Δεσπότῃ», ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης καὶ ἀνατέλλει χάριν κάθε ζωῆς. Στὸ γ΄ τροπάριο τῆς ἴδιας Ὠδῆς προτρέπει τοὺς πιστοὺς νὰ προσέλθουν «λαμπαδηφόροι» γιὰ νὰ συνεορτάσουν «ταὶς φιλεόρτοις τάξεσι» τὸ σωτήριο Πάσχα τοῦ Θεοῦ.
Στὴν στ΄ Ὠδὴ ὁ ἱερὸς ποιητὴς ἀναφέρεται στὴ θαυμαστὴ προτύπωση τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου στὸ πρόσωπο καὶ τὰ παθήματα τοῦ προφήτη Ἰωνᾶ. Στὸ δεύτερο τροπάριο παραλληλίζεται ἡ θαυμαστὴ μετὰ τόκον παρθενία τῆς Θεοτόκου μὲ τὴ θαυμαστὴ ἔγερση τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὸν τάφο χωρὶς νὰ ἀφήσει ἴχνη. «Φυλάξας τὰ σήμαντρα σῶα Χριστέ, ἐξηγέρθης τοῦ τάφου, ὁ τὰς κλεὶς τῆς παρθένου μὴ λυμηνάμενος ἐν τῷ τόκῳ σου…».
Ὑπέροχο εἶναι πραγματικὰ καὶ τὸ κοντάκιο τῆς ἑορτῆς, ποίημα τοῦ μεγάλου ποιητῆ τῶν κοντακίων Ρωμανοῦ τοῦ Μελῳδοῦ (στ΄ αἰών.). «Εἰ καὶ ἐν τάφῳ κατῆλθες ἀθάνατε…» καὶ ὁ οἶκος «Τὸν πρὸ ἡλίου Ἥλιον…» Σὲ αὐτὰ ὑμνεῖται ἡ μεγάλη νίκη τοῦ Χριστοῦ κατὰ τοῦ Ἅδη καὶ τὸ μεγάλο θάρρος τῶν ἁγίων μυροφόρων γυναικῶν, οἱ ὁποῖες πῆγαν στὸν ζωήβρυτο τάφο τοῦ Χριστοῦ καὶ εἶχαν τὴν ξεχωριστὴ τιμὴ νὰ δοῦν πρῶτες τὸν Κύριο ἀναστάντα.
Ἡ ζ΄ καὶ η΄ Ὠδὴ γ΄, ὅπως εἶναι γνωστό, ἀναφέρονται στὸ πάθος καὶ τὴ θαυμαστὴ διάσωση τῶν ἁγίων τριῶν Παίδων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, Οἱ εὐλογημένοι ἐκεῖνοι Παῖδες εἶναι ξεκάθαρη προτύπωση τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Πάθους καὶ τῆς Ἀναστάσεώς Του. Αὐτὸς ποὺ ἔσωσε τοὺς ἀδίκως παθόντας Παῖδες ἀπὸ τὴν κάμινο τοῦ πυρὸς τῆς καιομένης «γενόμενος ἄνθρωπος, πάσχει ὡς θνητὸς καὶ διὰ πάθους τὸ θνητὸν ἀφθαρσίας ἐνδύει εὐπρέπειαν». Τὸ δεύτερο τροπάριο τῆς ζ΄ Ὠδῆς εἶναι μιὰ καταπληκτικὴ νικητήρια ὠδή, «Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, ᾄδου τὴν καθαίρεσιν…». Ὑμνεῖται ἡ ἧττα τοῦ μεγαλυτέρου καὶ μέχρι τότε ἀνίκητου ἐχθροῦ τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ θανάτου, ποὺ εἶναι προϊὸν τῆς ἁμαρτίας. Στὸν εἱρμό της η΄ Ὠδὴς ἐξαίρεται ἡ ἁγία ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, ὡς «Κλητὴ καὶ ἁγία ἡμέρα…βασιλὶς καὶ κυρία, ἑορτῶν ἑορτὴ καὶ πανήγυρις ἐστὶ πανηγύρεων, ἐν ᾗ εὐλογοῦμεν Χριστὸν εἰς τοὺς αἰῶνας».
Ἡ θ΄ Ὠδὴ τοῦ περιφήμου αὐτοῦ κανόνα εἶναι τὸ ποιητικότερο μέρος του. Ὅπως εἶναι γνωστὸ ἡ θ΄ Ὠδὴ τῶν κανόνων εἶναι ἀφιερωμένη στὴ Θεοτόκο. Σ’ αὐτὴ ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος ἐπιστράτευσε ὅλο τὸ ποιητικὸ τοῦ ταλέντο καὶ συνέθεσε, ὑπὸ θεία ἔμπνευση φυσικά, τροπάρια ἄφθαστου μεγαλείου. Μὲ ἄκρατο λυρισμὸ ἀποκαλεῖ τὴν θεοδόχο Παρθένο νοητὴ «Νέα Ἱερουσαλήμ» καὶ «Σιὼν» καὶ τὴν προτρέπει νὰ φωταγωγηθεῖ, νὰ χορέψει καὶ νὰ χαρεῖ γιὰ τὴν ἔγερση τοῦ θείου τόκου Της. Στὸ δεύτερο τροπάριο ἐξαίρεται ἡ θεία καὶ φίλη γλυκύτατη ὑπόσχεση, πού μας ἔχει δώσει ὁ Ἀναστὰς Χριστὸς καὶ εἶναι γιὰ μᾶς «ἄγκυρα ἐλπίδος», ὅτι θὰ εἴμαστε ἐνωμένοι μὲ Αὐτὸν στοὺς ἀτέρμονες αἰῶνες. Ἐπίσης στὸ τρίτο τροπάριο ὑμνεῖται τὸ ἅγιο Πάσχα καὶ ὀνομάζεται μέγα καὶ ἱερότατο καὶ δέεται ὁ ποιητὴς στὴν Σοφία καὶ τὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ, τὸν Ἀναστάντα Κύριο, νὰ μᾶς ἀξιώσει νὰ μετάσχουμε «ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας» Του.
Καταπληκτικὰ καὶ ποιητικὰ ἀριστουργήματα εἶναι ἐπίσης καὶ τὰ τέσσερα στιχηρὰ τῶν αἴνων, «Πάσχα ἱερὸν ἡμῖν σήμερον ἀναδέδεικται…», «Δεῦτε ἀπὸ θέας, γυναῖκες εὐαγγελίστριαι…», «Αἱ μυροφόραι γυναῖκες ὄρθρου βαθέως…» καὶ «Πάσχα τὸ τερπνόν…». Σὲ αὐτὰ ὑμνεῖται τὸ μέγα γεγονὸς τῆς ἀναστάσεως, καθὼς ἐπίσης καὶ ὁ πρωταγωνιστής του ὁ Ἀναστὰς Κύριος. Τὰ ἱερὰ πρόσωπα τῶν ἁγίων μυροφόρων καθίστανται οἱ ἀψευδεῖς καὶ ἐνθουσιώδεις εὐαγγελίστριές της πιὸ εὐφρόσυνης ἀγγελίας ὅλων τῶν ἐποχῶν, «τῆς ἀναστάσεως Χριστοῦ».
Τέλος στὸ θεσπέσιο δοξαστικὸ τῶν αἴνων «Ἀναστάσεως ἡμέρα καὶ λαμπρινθῶμεν τῇ πανηγύρει…» καλούμαστε ὅλοι νὰ ἀφήσουμε τὴν κακία καὶ «ἀλλήλους περιπτυξώμεθα. Εἴπωμεν ἀδελφοί, καὶ τοῖς μισοῦσιν ἡμᾶς, συγχωρήσωμεν πάντα τῇ ἀναστάσει», γιὰ νὰ μπορέσουμε ἔτσι, μὲ ἕνα στόμα, νὰ ψάλλουμε ἄπειρες φορὲς καὶ μὲ δάκρυα χαρὰς στὰ μάτια, τὸ νικητήριο παιάνα μας, «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοὶς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος».
Λάμπρος Σκόντζος

Τρίτη 10 Απριλίου 2018



Πάσχα Ρωμέϊκο
Ὁ μπαρμπα-Πύπης, ὁ γηραιὸς φίλος μου, εἶχεν ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ καπέλα, διαφόρων χρωμάτων, σχημάτων καὶ μεγεθῶν, ὅλα ἐκ παλαιοῦ χρόνου καὶ ὅλα κατακαίνουργια, τὰ ὁποῖα ἐφόρει ἐκ περιτροπῆς μετὰ τοῦ εὐπρεποῦς μαύρου ἱματίου του κατὰ τὰς μεγάλας ἑορτὰς τοῦ ἐνιαυτοῦ, ὁπόταν ἔκαμνε δύο ἢ τρεῖς περιπάτους ἀπὸ τῆς μιᾶς πλατείας εἰς τὴν ἄλλην, διὰ τῆς ὁδοῦ Σταδίου. Ὁσάκις ἐφόρει τὸν καθημερινὸν κοῦκόν του, μὲ τὸ σάλι του διπλωμένον εἰς ὀκτὼ ἢ δεκαὲξ δίπλας ἐπὶ τοῦ ὤμου, συνήθιζε νὰ κάθηται ἐπί τινας ὥρας εἰς τὸ γειτονικὸν παντοπωλεῖον, ὑποπίνων συνήθως μετὰ τῶν φίλων, καὶ ἦτο στωμύλος καὶ διηγεῖτο πολλὰ κ᾽ ἐμειδία πρὸς αὐτούς.
Ὅταν ἐμειδία ὁ μπαρμπα-Πύπης, δὲν ἐμειδίων μόνον αἱ γωνίαι τῶν χειλέων, αἱ παρειαὶ καὶ τὰ οὖλα τῶν ὀδόντων του, ἀλλ᾽ ἐμειδίων οἱ ἱλαροὶ καὶ ἥμεροι ὀφθαλμοί του, ἐμειδία στίλβουσα ἡ σιμὴ καὶ πεπλατυσμένη ρίς του, ὁ μύσταξ του ὁ εὐθυσμένος μὲ λεβάνταν καὶ ὡς διὰ κολλητοῦ κηροῦ λελεπτυσμένος, καὶ τὸ ὑπογένειόν του τὸ λευκὸν καὶ ἐπιμελῶς διατηρούμενον, καὶ σχεδὸν ὁ κοῦκός του ὁ στακτερός, ὁ λοξὸς κ᾽ ἐπικλινὴς πρὸς τὸ οὖς, ὅλα παρ᾽ αὐτῷ ἐμειδίων. Εἶχε γνωρίσει πρόσωπα καὶ πράγματα ἐν Κερκύρᾳ, ὅλα τὰ περιέγραφε μετὰ χάριτος εἰς τοὺς φίλους του. Δὲν ἔπαυσε ποτὲ νὰ σεμνύνεται διὰ τὴν προτίμησιν τὴν ὁποίαν εἶχε δείξει ἀείποτε διὰ τὴν Κέρκυραν ὁ βασιλεύς, καὶ ἔζησεν ἀρκετὰ διὰ νὰ ὑπερηφανευθῇ ἐπὶ τῇ ἐκλογῇ, ἣν ἔκαμε τῆς αὐτῆς νήσου πρὸς διατριβὴν ἡ ἑφτακρατόρισσα τῆς Ἀούστριας. Ἐνθυμεῖτο ἀμυδρῶς τὸν Μουστοξύδην, μὰ δόττο, δοττίσσιμο κὲ ταλέντο! Εἶχε γνωρίσει καλῶς τὸν Μάντζαρον, μὰ γαλαντουόμο! τὸν Κερκύρας Ἀθανάσιον (μὰ μπράβο!), τὸν Σερπιέρρο (κὲ γρὰν φιλόζοφο!). Τὸ τελευταῖον ὄνομα ἔδιδεν εἰς τὸν ἀοίδιμον Βράιλαν, διὰ τὸν τίτλον ὃν τοῦ εἶχον ἀπονείμει, φαίνεται, οἱ Ἄγγλοι (Sir Pierro = Sir Peter).
Εἶχε γνωρίσει ἐπίσης τὸν Σόλωμο (κὲ ποέτα!) τοῦ ὁποίου ἀπεμνημόνευε καὶ στίχους τινάς, ἀπαγγέλλων αὐτοὺς κατὰ τὸ ἑξῆς ὑπόδειγμα.
Ὡ σ ὰ ν τὴ σπίθα κρουμμένη στὴ στάχτη
ποῦ ἐκρουβόταν γιὰ μᾶς λευτεριά;
Εἰσὲ πᾶσα μέρη πετιέται κι ἀνάφτει,
καὶ σκορπιέται σὲ κάθε μεριά.
Ὁ μπαρμπα-Πύπης ἔλειπεν ὑπὲρ τὰ εἴκοσι ἔτη ἐκ τοῦ τόπου τῆς γεννήσεώς του. Εἶχε γυρίσει κόσμον κ᾽ ἔκαμεν ἐργασίας πολλάς. Ἔστειλέ ποτε καὶ εἰς τὴν Παγκόσμιον ἔκταση, διότι ἦτο σχεδὸν ἀρχιτέκτων, καὶ εἶχε μάλιστα καὶ μίαν ἰνβεντσιόνε. Ἐμίσει τοὺς πονηροὺς καὶ τοὺς ἰδιοτελεῖς, ἐξετίμα τὸν ἀνθρωπισμὸν καὶ τὴν τιμιότητα. Ἀπετροπιάζετο τοὺς φαύλους.
«Ἰλ τραδιτόρε νὸν ἂ κομπασσιόν, ὁ ἀπατεώνας δὲν ἔχει λύπηση». Ἐνίοτε πάλιν ἐμαλάττετο κ᾽ ἐδείκνυε συγκατάβασιν εἰς τὰς ἀνθρωπίνας ἀτελείας. «Οὐδ᾽ ἡ γῆς ἀναμάρτητος, ἄγκε λὰ τέρρα νὸν ἒ ἰμπεκκάμπιλε». Καὶ ὕστερον, ἀφοῦ οὐδ᾽ ἡ γῆ εἶναι, πῶς θὰ εἶναι ὁ Πάπας; Ὅταν τοῦ παρετήρει τις ὅτι ὁ Πάπας δὲν ἐψηφίσθη ἰμπεκκάμπιλε, ἀλλὰ ἰνφαλλίμπιλε, δὲν ἤθελε ν᾽ ἀναγνωρίσῃ τὴν διαφοράν.
Δὲν ἦτο ἄμοιρος καὶ θρησκευτικῶν συναισθημάτων. Τὰς δύο ἢ τρεῖς προσευχάς, ἃς ἤξευρε, τὰς ἤξευρεν ἑλληνιστί. «Τὰ πατερμά του τὰ ἤξερε ρωμέικα». Ἔλεγεν: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος, Κύριος Σαβαὼθ… ὡς ἐνάντιος, ὑψίστοις». Ὅταν μὲ ἠρώτησε δὶς ἢ τρὶς τί σημαίνει τοῦτο τὸ ὡς ἐνάντιος προσεπάθησα νὰ διορθώσω καὶ ἐξηγήσω τὸ πρᾶγμα. Ἀλλὰ μετὰ δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας ὑποτροπιάζων πάλιν ἔλεγεν: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος… ὡς ἐνάντιος ὑψίστοις!»
Ἓν μόνον εἶχεν ἐλάττωμα, ὅτι ἐμίσει ἀδιαλλάκτως πᾶν ὅ,τι ἐκ προκαταλήψεως ἐμίσει καὶ χωρὶς ν᾽ ἀνέχηται ἀντίθετον γνώμην ἢ ἐπιχείρημα. Πολιτικῶς κατεφέρετο πολὺ κατὰ τῶν Ἄγγλων, θρησκευτικῶς δὲ κατὰ τῶν δυτικῶν. Δὲν ἤθελε ν᾽ ἀκούσῃ τὸ ὄνομα τοῦ Πάπα, καὶ ἦτο ἀμείλικτος κατήγορος τοῦ ρωμαϊκοῦ κλήρου.
* * *
Τὴν ἑσπέραν τοῦ Μεγάλου Σαββάτου τοῦ ἔτους 188… περὶ ὥραν ἐνάτην, γερόντιόν τι εὐπρεπῶς ἐνδεδυμένον, καθόσον ἠδύνατο νὰ διακρίνῃ τις εἰς τὸ σκότος, κατήρχετο τὴν ἀπ᾽ Ἀθηνῶν εἰς Πειραιᾶ ἄγουσαν, τὴν ἁμαξιτήν. Δὲν εἶχεν ἀνατείλει ἀκόμη ἡ σελήνη, καὶ ὁ ὁδοιπόρος ἐδίσταζε ν᾽ ἀναβῇ ὑψηλότερον, ζητῶν δρόμον μεταξὺ τῶν χωραφίων. Ἐφαίνετο μὴ γνωρίζων καλῶς τὸν τόπον. Ὁ γέρων θὰ ἦτο ἴσως πτωχός, δὲν θὰ εἶχε 50 λεπτὰ διὰ νὰ πληρώσῃ τὸ εἰσιτήριον τοῦ σιδηροδρόμου, ἢ θὰ τὰ εἶχε κ᾽ ἔκαμνεν οἰκονομίαν.
Ἀλλ᾽ ὄχι δὲν ἦτο πτωχός, δὲν ἦτο οὔτε πλούσιος, εἶχε διὰ νὰ ζήσῃ. Ἦτο εὐλαβής, καὶ εἶχε τάξιμο νὰ καταβαίνῃ κατ᾽ ἔτος τὸ Πάσχα πεζὸς εἰς τὸν Πειραιᾶ, ν᾽ ἀκούῃ τὴν Ἀνάστασιν εἰς τὸν Ἅγιον Σπυρίδωνα καὶ ὄχι εἰς ἄλλην ἐκκλησίαν, νὰ λειτουργῆται ἐκεῖ, καὶ μετὰ τὴν ἀπόλυσιν, ν᾽ ἀναβαίνῃ πάλιν πεζὸς εἰς τὰς Ἀθήνας.
Ἦτο ὁ μπαρμπα-Πύπης, ὁ γηραιὸς φίλος μου, καὶ κατέβαινεν εἰς Πειραιᾶ διὰ ν᾽ ἀκούσῃ τὸ Χριστὸς ἀνέστη εἰς τὸν ναὸν τοῦ ὁμωνύμου καὶ προστάτου του, διὰ νὰ κάμῃ Πάσχα ρωμέικο κ᾽ εὐφρανθῇ ἡ ψυχή του.
Καὶ ὅμως ἦτο… δυτικός.
Ὁ μπαρμπα-Πύπης ἦτο Ἰταλοκερκυραῖος ἁπλοϊκός, Ἑλληνίδος μητρός, Ἕλλην τὴν καρδίαν, καὶ ὑφίστατο ἄκων ἴσως, ὡς καὶ τόσοι ἄλλοι, τὸ ἄπειρον μεγαλεῖον καὶ τὴν ἄφατον γλυκύτητα τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἑλληνικῆς. Ἐκαυχᾶτο ὅτι ὁ πατήρ του, ὅστις ἦτο στρατιώτης τοῦ Ναπολέοντος Α´, «εἶχε μεταλάβει ρωμέικα», ὅταν ἐκινδύνευσε ν᾽ ἀποθάνῃ, ἐκβιάσας μάλιστα πρὸς τοῦτο, διά τινων συστρατιωτῶν του, τὸν ἱερέα τὸν ἀγαθόν. Καὶ ὅμως ὅταν, κατόπιν τούτων, φυσικῶς τοῦ ἔλεγέ τις: «Διατί δὲν βαπτίζεσαι, μπαρμπα-Πύπη», ἡ ἀπάντησίς του ἦτο ὅτι ἅπαξ ἐβαπτίσθη, καὶ ὅτι εὑρέθη ἐκεῖ.
Φαίνεται ὅτι οἱ Πάπαι τῆς Ρώμης μὲ τὴν συνήθη ἐπιτηδείαν πολιτικήν των, εἶχον ἀναγνωρίσει εἰς τοὺς ρωμαιοκαθολικοὺς τῶν Ἰονίων νήσων τινὰ τῶν εἰς τοὺς Οὐνίτας ἀπονεμομένων προνομίων, ἐπιτρέψαντες αὐτοῖς νὰ συνεορτάζωσι μετὰ τῶν ὀρθοδόξων ὅλας τὰς ἑορτάς. Ἀρκεῖ νὰ προσκυνήσῃ τις τὴν ἐμβάδα τοῦ ποντίφηκος, τὰ λοιπὰ εἶναι ἀδιάφορα.
Ὁ μπαρμπα-Πύπης ἔτρεφε μεγίστην εὐλάβειαν πρὸς τὸν πολιοῦχον ἅγιον τῆς πατρίδος του καὶ πρὸς τὸ σεπτὸν αὐτοῦ λείψανον. Ἐπίστευεν εἰς τὸ θαῦμα τὸ γενόμενον κατὰ τῶν Βενετῶν, τολμησάντων ποτὲ νὰ ἱδρύσωσιν ἴδιον θυσιαστήριον ἐν αὐτῷ τῷ ὀρθοδόξῳ ναῷ (Il santo Spiridion ha fatto questo caso), ὅτε ὁ ἅγιος ἐπιφανεὶς νύκτωρ ἐν σχήματι μοναχοῦ κρατῶν δαυλὸν ἀναμμένον ἔκαυσεν ἐνώπιον τῶν ἀπολιθωθέντων ἐκ τοῦ τρόμου φρουρῶν τὸ ἀρτιπαγὲς ἀλτάρε. Ἀφοῦ εὑρίσκετο μακρὰν τῆς Κερκύρας, ὁ μπαρμπα-Πύπης ποτὲ δὲν θὰ ἔστεργε νὰ ἑορτάσῃ τὸ Πάσχα μαζὶ μὲ τσοὺ φράγκους.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Κυριακή 8 Απριλίου 2018



Ἡ ἡμέρα τῆς Λαμπρῆς
Χριστὸς ἀνέστη! Νέοι, γέροι, καὶ κόρες,
ὅλοι, μικροί, μεγάλοι, ἑτοιμαστῆτε·
μέσα στὲς ἐκκλησίες τὲς δαφνοφόρες
μὲ τὸ φῶς τῆς χαρᾶς συμμαζωχτῆτε·
ἀνοίξετε ἀγκαλιὲς εἰρηνοφόρες
ὀμπροστὰ στοὺς ἁγίους, καὶ φιληθῆτε·
φιληθῆτε γλυκὰ χείλη μὲ χείλη,
πέστε· Χριστὸς ἀνέστη, ἐχθροὶ καὶ φίλοι.
Διονύσιος Σολωμός

Σάββατο 7 Απριλίου 2018



Πάσχα, τὸ μέγα καὶ ἱερὸ
Ἂν εἶσαι Σίμων Κυρηναῖος, σήκωσε τὸ σταυρὸ καὶ ἀκολούθησέ Τον. Ἂν σταυρωθεῖς μαζί Του ὡς λῃστής, γνώρισε τὸ Θεὸ σὰν εὐγνώμων δοῦλος. Ἂν κι᾿ Ἑκεῖνος λογιάσθηκε μὲ τοὺς ἀνόμους γιὰ χάρη σου καὶ τὴν ἁμαρτία σου, γίνε σὺ ἔννομος γιὰ χάρη Ἐκείνου. Προσκύνησε αὐτὸν ποὺ κρεμάσθηκε στὸ σταυρὸ γιὰ σένα, ἔστω κι ἂν κρέμεσαι κι ἐσύ. Κέρδισε κάτι κι ἀπ᾿ τὴν κακία. Ἀγόρασε τὴ σωτηρία μὲ τὸ θάνατο. Μπὲς μὲ τὸν Ἰησοῦ στὸν Παράδεισο, ὥστε νὰ μάθεις ἀπὸ τί ἔχεις ξεπέσει. Δὲς τὶς ἐκεῖ ὀμορφιές. Ἄσε τὸ λῃστὴ ποὺ γογγύζει, νὰ πεθάνει ἔξω μαζὶ μὲ τὴ βλασφημία του. Κι ἂν εἶσαι Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, ζήτησε τὸ σῶμα ἀπ᾿ τὸ σταυρωτή. Ἂς γίνει δικό σου αὐτὸ ποὺ καθάρισε τὸν κόσμο. Κι ἂν εἶσαι Νικόδημος, ὁ νυκτερινὸς θεοσεβής, ἐνταφίασέ τον μὲ μύρα. Κι ἂν εἶσαι κάποια Μαρία, ἢ ἡ ἄλλη Μαρία, ἢ ἡ Σαλώμη, ἢ ἡ Ἰωάννα, δάκρυσε πρωῒ-πρωΐ. Δὲς πρώτη τὴν πέτρα σηκωμένη, ἴσως δὲ καὶ τοὺς ἀγγέλους κι αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν Ἰησοῦ. Πὲς κάτι, ἄκουσε τὴ φωνή. Ἂν ἀκούσεις «Μὴ μ᾿ ἀγγίζεις», στάσου μακριά, σεβάσου τὸ Λόγο, ἀλλὰ μὴ λυπηθεῖς. Διότι ξέρει σὲ ποιοὺς θὰ φανερωθεῖ πρῶτα. Καθιέρωσε τὴν Ἀνάσταση. Βοήθησε τὴν Εὔα, πού ῾πεσε πρώτη, καὶ πρώτη νὰ χαιρετήσει τὸ Χριστὸ καὶ νὰ τὸ ἀνακοινώσει στοὺς μαθητές. Γίνε Πέτρος ἢ Ἰωάννης. Σπεῦσε στὸν τάφο, τρέχοντας μαζὶ ἢ προπορευόμενος, συναγωνιζόμενος τὸν καλὸ συναγωνισμό. Κι ἂν σὲ προλάβει στὴν ταχύτητα, νίκησε μὲ τὸ ζῆλο σου, ὄχι παρασκύβοντας στὸ μνημεῖο, ἀλλὰ μπαίνοντας μέσα. Κι ἂν σὰν Θωμᾶς χωρισθεῖς ἀπ᾿ τοὺς συγκεντρωμένους μαθητές, στοὺς ὁποίους ἐμφανίζεται ὁ Χριστός, ὅταν τὸν δεῖς, μὴν ἀπιστήσεις. Κι ἂν ἀπιστήσεις, πίστεψε σ᾿ αὐτοὺς ποὺ στὸ λένε. Κι ἂν οὔτε καὶ σ᾿ αὐτοὺς πιστέψεις, δεῖξε ἐμπιστοσύνη στὰ σημάδια τῶν καρφιῶν. Ἂν κατεβαίνει στὸν Ἅδη, κατέβα μαζί Του. Γνώρισε καὶ τὰ ἐκεῖ μυστήρια τοῦ Χριστοῦ, ποιὸ εἶναι τὸ σχέδιο τῆς διπλῆς καταβάσεως, ποιὸς εἶναι ὁ λόγος της: ἁπλῶς σῴζει τοὺς πάντες μὲ τὴν ἐμφάνισή Του, ἣ κι ἐκεῖ ἀκόμα αὐτοὺς ποὺ τὸν πιστεύουν; [...]
Τώρα δὲ εἴμαστε ἀναγκασμένοι ν᾿ ἀνακεφαλαιώσουμε τὸ λόγο ὡς ἑξῆς: Δημιουργηθήκαμε, γιὰ νὰ εὐεργετηθοῦμε. Εὐεργετηθήκαμε, ἐπειδὴ δημιουργηθήκαμε. Μᾶς δόθηκε ὁ Παράδεισος, γιὰ νὰ εὐτυχήσουμε. Λάβαμε ἐντολή, γιὰ νὰ εὐδοκιμήσουμε μὲ τὴ διαφύλαξή της, ὄχι γιατί ὁ Θεὸς ἀγνοοῦσε αὐτὸ ποὺ θὰ γινόταν, ἀλλὰ γιατί νομοθετοῦσε τὸ αὐτεξούσιο. Ἀπατηθήκαμε, γιατὶ μᾶς φθόνησαν. Ξεπέσαμε, γιατί παραβήκαμε τὴν ἐντολή. Εἴμαστε ἀναγκασμένοι σὲ νηστεία, γιατὶ δὲ νηστεύσαμε, καθὼς ἐξουσιασθήκαμε ἀπ᾿ τὸ δένδρο τῆς γνώσης. Γιατὶ ἦταν παλιὰ ἡ ἐντολὴ καὶ σύγχρονη μέ μᾶς, σὰν κάποια διαπαιδαγώγηση τῆς ψυχῆς καὶ σωφρονισμὸ ἀπ᾿ τὶς ἀπολαύσεις. Τὴν ἐλάβαμε εὔλογα, γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε μὲ τὴν τήρησή της αὐτὸ ποὺ χάσαμε μὲ τὴ μὴ διαφύλαξή της. Χρειασθήκαμε Θεὸ ποὺ σαρκώθηκε καὶ πέθανε, γιὰ νὰ ζήσουμε. Νεκρωθήκαμε μαζί Του, γιὰ νὰ καθαρισθοῦμε. Ἀναστηθήκαμε μαζί Του, ἐπειδὴ μαζί Του καὶ νεκρωθήκαμε. Συνδοξασθήκαμε, ἐπειδὴ συναναστηθήκαμε.
Εἶναι πολλὰ μὲν λοιπὸν τὰ θαύματα τῆς τότε ἐποχῆς: Θεὸς ποὺ σταυρώνεται, ἥλιος ποὺ σκοτίζεται καὶ πάλι ἀνατέλλει (γιατὶ ἔπρεπε καὶ τὰ κτίσματα νὰ συμπάσχουν μὲ τὸν Κτίστη). Καταπέτασμα ποὺ σχίζεται, αἷμα καὶ νερὸ ποὺ χύνεται ἀπ᾿ τὴν πλευρὰ (τὸ μὲν αἷμα, γιατί ἦταν ἄνθρωπος, τὸ δὲ νερὸ γιατὶ ἦταν πάνω ἀπ᾿ τὸν ἄνθρωπο). Γῆ, ποὺ σείεται, πέτρες ποὺ σχίζονται γιὰ χάρη τῆς πέτρας (ποὺ εἶναι ὁ Χριστός), νεκροὶ ποὺ ἀνασταίνονται, ὡς ἐπιβεβαίωση τῆς τελευταίας καὶ κοινῆς ἀναστάσεως. Τὰ σημεῖα δὲ στὸν τάφο, τὰ μετὰ τὸν τάφο, ποιὸς θὰ μποροῦσε ἐπάξια νὰ τὰ ὑμνήσει; Τίποτε ἄλλωστε δὲν ὑπάρχει σὰν τὸ θαῦμα τῆς σωτηρίας μου: λίγες σταγόνες αἵματος ἀναπλάθουν τὸν κόσμο ὅλο καὶ γίνονται σὰν χυμὸς γάλακτος γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ συνδέουν καὶ συνάγουν ἐμᾶς σὲ μία ἑνότητα.
Ἀλλ᾿ ὦ Πάσχα, τὸ μέγα καὶ ἱερό, ποὺ καθαρίζεις τὸν κόσμο ὅλο! Γιατὶ θὰ σοῦ μιλήσω σὰν κάτι ἔμψυχο. Ὦ Λόγε Θεοῦ καὶ φῶς καὶ ζωὴ καὶ σοφία καὶ δύναμη! Γιατὶ χαίρομαι μ᾿ ὅλα σου τὰ ὀνόματα! Ὢ γέννημα κι ὁρμὴ καὶ σφραγῖδα τοῦ μεγάλου νοῦ! Ὦ Λόγε ποὺ νοεῖσαι κι ἄνθρωπε ποὺ φαίνεσαι, ὁ ὁποῖος φέρεις τὰ πάντα προσδεδεμένα στὸ λόγο τῆς δυνάμεώς σου! Τώρα μὲν ἂς δεχθεῖς τὸ λόγο αὐτό, ὄχι ὡς ἀπαρχή, ἀλλ᾿ ὡς συμπλήρωση ἴσως τῆς δικῆς μας καρποφορίας, εὐχαριστία τὸ ἴδιο κι ἱκεσία, γιὰ νὰ μὴν κακοπάθουμε ἐμεῖς τίποτε περισσότερο πέρα ἀπ᾿ τοὺς ἀναγκαίους κόπους κι ἱεροὺς πόνους γιὰ τὶς ἐντολές σου, μὲ τοὺς ὁποίους ζήσαμε μέχρι τώρα. Κι ἂς σταματήσεις τὴν ἐναντίον μας τυραννία τοῦ σώματος (βλέπεις. Κύριε, πόσο μεγάλη εἶναι καὶ πόσο μᾶς λυγίζει), ἢ τὴν κρίση σου, ἂν θέλαμε νὰ καθαρισθοῦμε ἀπὸ σένα. Ἂν δὲ τερματίσουμε ἄξια μὲ τὸν πόθο μας καὶ γίνουμε δεκτοὶ στὶς οὐράνιες σκηνές, ἀμέσως κι ἐδῶ θὰ σοῦ προσφέρουμε θυσίες δεκτὲς στὸ ἅγιό σου θυσιαστήριο. Πατέρα καὶ Λόγε καὶ Πνεῦμα ἅγιο. Γιατὶ σὲ σένα ἁρμόζει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ ἐξουσία στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

Παρασκευή 6 Απριλίου 2018



Τῇ Ἁγίᾳ καὶ Μεγάλῃ Παρασκευῇ
Πῶς ἔκαμεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, καὶ πῶς ἔκαμεν ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεόν! Ὁ Θεὸς μέσα εἰς τὸν παράδεισον τῆς τρυφῆς ἔλαβε χῶμα ἀπὸ τῆς γῆς, τὸ ἔπλασε μὲ τὰς χεῖράς του, τὸ ἐμψύχωσε μὲ τὴν πνόην του, τὸ ἐτίμησε μὲ τὴν εἰκόνα του, καὶ ἐποίησε τὸν ἄνθρωπον. Ὁ ἄνθρωπος ἐπάνω εἰς τὸ ὄρος τοῦ Γολγοθᾶ ἐκατάστησε τὸν Θεὸν χωρὶς μορφήν, χωρὶς πνοήν, ὅλον αἷμα, ὅλον πληγάς, προσηλωμένον εἰς ἕνα ξύλον. Βλέπω ἐκεῖ ἕνα Ἀδάμ, καθὼς τὸν ἔπλασε ὁ Θεός, ἔμψυχον εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἐστεφανωμένον δόξῃ καὶ τιμῇ, αὐτεξούσιον βασιλέα πάντων τῶν ὑπὸ σελήνην κτισμάτων, εἰς τὴν ἀπόλαυσιν ὅλης τῆς ἐπιγείου μακαριότητος. Βλέπω ἐδῶ ἕνα Ἰησοῦν Χριστόν, καθὼς τὸν ἀκατάστησεν ὁ ἄνθρωπος, χωρὶς κάλλος, χωρὶς εἶδος ἀνθρώπου, ἐστεφανωμένον μὲ ἀκάνθας, κατάδικον, ἄτιμον, ἐν μέσῳ δύο ληστῶν, εἰς τὴν ἀγωνίαν τοῦ πλέον ἐπωδύνου θανάτου. Συγκρίνω τὴν μίαν μὲ τὴν ἄλλην εἰκόνα, τοῦ Ἀδὰμ εἰς τὸν παράδεισον, τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν Σταυρόν, καὶ στοχάζομαι τί ὡραῖον πλάσμα ἔκαμαν τὸν ἄνθρωπον τὰ πλουσιόδωρα χέρια τοῦ Θεοῦ· καὶ τί ἐλεεινὸν θέαμα ἔκαμαν τὸν Θεὸν τὰ παράνομα χέρια τῶν ἀνθρώπων! Γνωρίζω ἐκεῖ εἰς τὴν πλάσιν τοῦ ἀνθρώπου ἕνα ἔργον, μὲ τὸ ὁποῖον ἐστεφάνωσεν ὅλα του τὰ ἔργα ὁ Θεός· καὶ γνωρίζω ἐδῶ εἰς τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ μίαν ἀνομίαν, μὲ τὴν ὁποίαν ἐπλήρωσεν ὅλας του τὰς ἀνομίας ὁ ἄνθρωπος. Ξανοίγω ἐκεῖ μίαν ἄπειρον ἀγάπην τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπον· ἐδῶ μίαν ἄπειρον ἀχαριστίαν τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεόν· καὶ δὲν ἠξεύρω ἢ τί περισσότερον νὰ θαυμάσω ἢ τί περισσότερον νὰ ἐλέγξω. Τοῦτο ἠξεύρω, πὼς ἐξίσου πρέπει νὰ κλαύσω καὶ τὸν Θεόν, ὅπου τόσα ἔπαθε, καὶ τὸν ἄνθρωπον, ὅπου τόσα ἐτόλμησε. Ἐγὼ δὲν ξεχωρίζω τὸν ἕνα ἀπὸ τὸν ἄλλον εἰς τὴν ὑπόθεσιν τῶν δακρύων μου. Διατί, ὅταν θρηνῶ τὰ πάθη, ἐγὼ ἀπεικάζω τὴν ἀφορμὴν τῶν παθῶν· ὅταν μετρῶ τὰς πληγάς, ἐγὼ εὑρίσκω τὰ χέρια ὅπου τὰς ἄνοιξαν· ὅταν θεωρῶ Ἐκεῖνον, ὅπου ἐσταυρώθη, θεωρῶ καὶ ἐκεῖνον, ὅπου τὸν ἐσταύρωσε· καὶ εἰς τὸν θάνατον ἑνὸς ἀδικοφονευμένου Θεοῦ, ἐγὼ ξανοίγω ἄνθρωπον τὸν φονέα.
Τοῦτο εἶναι, ἀνάμεσα εἰς τὰ ἄλλα, τὸ μεγαλύτερον πάθος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τοῦτο εἶναι, ὅπου τοῦ πλήττει τὴν κεφαλὴν περισσότερον ἀπὸ τὸν ἀκάνθινον στέφανον. Τοῦτο, ὅπου τοῦ κεντᾶ τὴν πλευρὰν περισσότερον ἀπὸ τὴν λόγχην. Τοῦτο, ὁποῦ τὸν βασανίζει περισσότερον ἀπὸ τὴν προσήλωσιν. Τοῦτο, ὁποῦ τοῦ πικραίνει τὰ χείλη περισσότερον ἀπὸ τὴν χολήν. Τοῦτο, ὁποῦ τοῦ βαρεῖ περισσότερον ἀπὸ τὸν σταυρόν. Τοῦτο, ὁποῦ τὸν νεκρώνει γληγορώτερον ἀπὸ τὸν θάνατον: Νὰ βλέπῃ αἰτίαν τοῦ πάθους του καὶ τοῦ θανάτου του ἕνα ἄνθρωπον, τὸ πλάσμα τῶν χειρῶν Του. Καὶ τοῦτο ἔπρεπε νὰ εἶναι ὅλη ἡ ἀφορμὴ τῶν δακρύων μας, πὼς ἡμεῖς ἐσταυρώσαμεν, ἡμεῖς ἐθανατώσαμεν τὸν Θεόν μας. Ἀνίσως καὶ τοιούτου πάθους ἄλλος ἤθελ᾽ ἦτον ἡ ἀφορή, ἡμεῖς μ᾽ ὅλον τοῦτο ἔπρεπε πολλὰ νὰ πονέσωμεν, διατὶ ἄλλος τόσα δὲν ἔπαθε· ἀλλὰ νὰ εἴμασθεν ἡμεῖς ἀφορμή, πρέπει καὶ νὰ πονέσωμεν, καὶ νὰ ἐντραπῶμεν· πρέπει νὰ κλαύσωμεν καὶ τὸ πάθος του καὶ τὴν ἀχαριστίαν μας· πρέπει νὰ χύσωμεν διπλᾶ τὰ δάκρυα, διὰ νὰ εἶναι δάκρυα συμπαθείας καὶ συντριβῆς· καὶ τέτοιας λογῆς, νὰ θρηνήσωμεν καὶ τὸν Χριστὸν καὶ τὸν ἑαυτόν μας.
Ὅμως ἐγὼ δὲν ἀνέβηκα σήμερον μὲ τοιοῦτον σκοπὸν ἐπάνω εἰς τοῦτον τὸν ἱερὸν ἄμβωνα. Ἐγὼ ἠξεύρω πὼς οἱ χριστιανοί, ὅπου τώρα καίουσι τὰ πάθη, ἀναμένουσι μόλον τοῦτο πότε νὰ ἀναστηθῇ ὁ Ἐσταυρωμένος, διὰ νὰ Τὸν βάλωσι πάλιν εἰς τὸν Σταυρόν· καὶ διὰ τοῦτο ἐγὼ δὲν ἦλθα νὰ παρακινήσω εἰς θρῆνον τοὺς χριστιανούς. Ἐγὼ δὲν ψηφῶ δάκρυα προσωρινά, ὁποῦ δὲν γεννῶνται ἀπὸ τὴν καρδίαν, ὁποῦ δὲν εἶναι τέκνα τῆς κατανύξεως· ἂς κρατοῦσι τὰ δάκρυά τους οἱ χριστιανοί, διὰ νὰ κλαίωσιν ἢ τὴν ζημίαν τοῦ πράγματος ἢ τὸν θάνατον τῶν συγγενῶν ἢ τὸ καλὸν τοῦ πλησίον· δὲν χρειάζεται ἀπὸ τέτοια δάκρυα ὁ Ἰησοῦς μου. Εἶναι καὶ ἄλλοι ὅπου Τὸν λυποῦνται, ἂν δὲν Τὸν λυποῦνται οἱ χριστιανοί, Τὸν λυπεῖται ὁ οὐρανός, καὶ σκεπάζει μὲ βαθύτατον σκότος τὸ γαληνόμορφον πρόσωπον· Τὸν λυπεῖται ὁ ἥλιος, καὶ κρύπτει εἰς ἔκλειψιν τὰς ἀκτῖνας· Τὸν λυπεῖται ἡ γῆ, καὶ σείεται ἀπὸ κλώνον καὶ ἀνοίγει τὰ μνημεῖα καὶ σχίζει ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ· Τὸν λυποῦνται καὶ αὐτοί, ὅπου τὸν ἐσταύρωσαν· ὅθεν στρέφονται τύπτοντες ἑαυτῶν τὰ στήθη.
Ἐγὼ ἦλθα, ὄχι διὰ νὰ σᾶς κάμω νὰ κλαύσετε, ἦλθα διὰ νὰ σᾶς κάμω ἁπλῶς νὰ καταλάβετε, τί εἶναι τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ, εἰς τοῦτα τὰ τρία κεφάλαια.
Πρῶτον, τί εἶναι ἐκεῖνος, ὅπου ἔπαθε·
Δεύτερον, τί ἔπαθε.
Τρίτον, διὰ ποῖον ἔπαθε.
Θέλετε ἀκούσει εἰς Ἐκεῖνον, ὅπου ἔπαθε, μίαν ἄκραν συγκατάβασιν· εἰς ἐκεῖνα, ὅπου ἔπαθε, μίαν ἀγάπην. Καὶ ἀνίσως εἰς τόσην συγκατάβασιν δὲν θέλετε θαυμάσει· εἰς τόσην ὑπομονὴν δὲν θέλετε συμπονέσει· εἰς τόσην ἀγάπην δὲν θέλετε εὐχαριστήση· τότε – ναὶ – θέλω εἰπεῖ πὼς ἡ καρδία σας εἶναι πέτρα σκληροτέρα ἀπὸ ἐκείνας, ὅπου ἐσχίσθησαν εἰς τὸν θάνατον τοῦ Χριστοῦ.
Δεῦτε λοιπὸν ἀναβῶμεν εἰς τὸ ὄρος Κυρίου, ἐπάνω εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ Γολγοθᾶ, εἰς τὴν θεωρίαν τοῦ φρικώδους θεάματος· καὶ εἰς τόσον σκότος, ὁποῦ σκεπάζει τῆς οἰκουμένης τὸ πρόσωπον, ἂς προβάλῃ, διὰ νὰ μᾶς δείξη τὴν ὁδὸν τοῦ ζωοδόχου Σταυροῦ τὸ σεβάσμιον ξύλον.
Ποῦ εἶσαι; Πρόβαλε, ξύλον θεομακάριστον, ὅπου, ποτισμένον μὲ τὸ ζωηρὸν αἷμα Θεοῦ ἐσταυρωμένου, μᾶς ἐβλάστησες τὴν ζωήν. Τράπεζα πολύτιμε, ἐπάνω εἰς τὴν ὁποίαν ἐπληρώθη σήμερον ἡ ἐξαγορὰ τῆς ἀνθρωπίνου σωτηρίας. Θρόνε ὑπέρτιμε, ὅπου ἐκάθισε καὶ ἐβασίλευσε κατὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ νεὸς βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. Κλῖμαξ ἐπουράνιε, ὅθεν ὁ ἀρχηγὸς τῆς σωτηρίας ἡμῶν μᾶς ἔδειξε τὴν ἀνάβασιν εἰς τὸν παράδεισον. Στύλε φωτοειδέστατε, ὅπου ὁδηγεῖς τὸν περιούσιον λαὸν εἰς τὴν μακαρίαν γῆν τῆς θείας ἐπαγγελίας. Σταυρὲ ἁγιώτατε, τῆς Ἐκκλησίας μας τὸ στήριγμα, τῆς πίστεώς μας τὸ καύχημα! μίαν φορὰν ξύλον ἀτιμίας καὶ θάνατου, τώρα ξύλον δόξης καὶ ζωῆς! ὄργανον βασανιστήριον τῶν παθῶν τοῦ Σωτῆρος καὶ ὄργανον τρισόλβιον τῆς σωτηρίας μας! Γένοιτο εἰς τὴν σημερινὴν θλιβερὰν διήγησιν ὅπου ἔχω νὰ κάνω, καθὼς ὅλος ἐπροσηλώθη εἰς ἐσὲ ὁ Ἰησοῦς μας, ἔτσι ὅλη νὰ προσηλωθῇ εἰς ἐσὲ ἡ καρδία μας!
Ἠλίας Μηνιάτης

Πέμπτη 5 Απριλίου 2018



Σημαίνει ὁ Θεός, σημαίνει ἡ γῆ, σημαίνουν τὰ Οὐράνια
Σήμερα μαῦρος Οὐρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα ὅλοι θλίβουνται καὶ τὰ βουνὰ λυποῦνται,
σήμερα ἔβαλαν βουλὴ οἱ ἄνομοι Ὁβραῖοι,
οἱ ἄνομοι καὶ τὰ σκυλιὰ κι᾿ οἱ τρισκαταραμένοι
γιὰ νὰ σταυρώσουν τὸ Χριστό, τὸν Ἀφέντη Βασιλέα.
Ὁ Κύριος ἠθέλησε νὰ μπεῖ σὲ περιβόλι
νὰ λάβει δεῖπνον μυστικὸν γιὰ νὰ τὸν λάβουν ὅλοι.
Κι᾿ ἡ Παναγιὰ ἡ Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
τὰς προσευχάς της ἔκανε γιὰ τὸ μονογενῆ της.
Φωνὴ τοὺς ἦρθ᾿ ἐξ Οὐρανοῦ ἀπ᾿ Ἀρχαγγέλου στόμα:
-Φτάνουν κυρά μου οἱ προσευχές, φτάνουν κι᾿ οἱ μετάνοιες,
τὸ γυιό σου τὸν ἐπιάσανε καὶ στὸ φονιᾶ τὸν πᾶνε
καὶ στοῦ Πιλάτου τὴν αὐλὴ ἐκεῖ τὸν τὸν τυραγνᾶνε.
-Χαλκιᾶ-χαλκιᾶ, φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια.
Καὶ κεῖνος ὁ παράνομος βαρεῖ καὶ φτιάχνει πέντε.
-Σὺ Φαραέ, ποὺ τά ῾φτιασες πρέπει νὰ μᾶς διδάξεις.
-Βάλε τὰ δυὸ στὰ χέρια του καὶ τ᾿ ἄλλα δυὸ στὰ πόδια,
τὸ πέμπτο τὸ φαρμακερὸ βάλε το στὴν καρδιά του,
νὰ στάξει αἷμα καὶ νερὸ νὰ λιγωθεῖ ἡ καρδιά του.
Κι᾿ ἡ Παναγιὰ σὰν τἄκουσε ἔπεσε καὶ λιγώθη,
σταμνὶ νερὸ τῆς ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο
γιὰ νὰ τῆς ἔρθ᾿ ὁ λογισμός, γιὰ νὰ τῆς ἔρθει ὁ νοῦς της.
Κι᾿ ὅταν τῆς ἦρθ᾿ ὁ λογισμός, κι᾿ ὅταν τῆς ἦρθ᾿ ὁ νοῦς της,
ζητᾶ μαχαίρι νὰ σφαγεῖ, ζητᾶ φωτιὰ νὰ πέσει,
ζητᾶ γκρεμὸ νὰ γκρεμιστεῖ γιὰ τὸ μονογενῆ της.
-Μὴν σφάζεσαι, Μανούλα μου, δὲν σφάζονται οἱ μανάδες
Μὴν καίγεσαι, Μανούλα μου, δὲν καίγονται οἱ μανάδες.
Λάβε, κυρά μ᾿ ὑπομονή, λάβε, κυρά μ᾿ ἀνέση.
-Καὶ πῶς νὰ λάβω ὑπομονὴ καὶ πῶς νὰ λάβω ἀνέση,
ποὺ ἔχω γυιὸ μονογενῆ καὶ κεῖνον Σταυρωμένον.
Κι᾿ ἡ Μάρθα κι᾿ ἡ Μαγδαληνὴ καὶ τοῦ Λαζάρου ἡ μάνα
καὶ τοῦ Ἰακώβου ἡ ἀδερφή, κι᾿ οἱ τέσσερες ἀντάμα,
ἐπῆραν τὸ στρατί-στρατί, στρατὶ τὸ μονοπάτι
καὶ τὸ στρατὶ τοὺς ἔβγαλε μέσ᾿ στοῦ ληστῆ τὴν πόρτα.
-Ἄνοιξε πόρτα τοῦ ληστῆ καὶ πόρτα τοῦ Πιλάτου.
Κι᾿ ἡ πόρτα ἀπὸ τὸ φόβο της ἀνοίγει μοναχή της.
Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δὲν γνωρίζει,
τηράει δεξιώτερα βλέπει τὸν Ἅϊγιάννη,
Ἅγιε μου Γιάννη Πρόδρομε καὶ βαπτιστῆ τοῦ γυιοῦ μου,
μὴν εἶδες τὸν ὑγιόκα μου καὶ τὸν διδάσκαλόν σου;
-Δὲν ἔχω στόμα νὰ σοῦ πῶ, γλώσσα νὰ σοῦ μιλήσω,
δὲν ἔχω χεροπάλαμα γιὰ νὰ σοῦ τόνε δείξω.
Βλέπεις Ἐκεῖνον τὸ γυμνό, τὸν παραπονεμένο,
ὁποὺ φορεῖ πουκάμισο στὸ αἷμα βουτηγμένο,
ὁποὺ φορεῖ στὴν κεφαλὴ ἀγκάθινο στεφάνι;
Αὐτὸς εἶναι ὁ ὑγιόκας σου καὶ μὲ διδάσκαλός μου!
Κι᾿ ἡ Παναγιὰ πλησίασε γλυκὰ τὸν ἀγκαλιάζει.
-Δὲ μοῦ μιλᾶς παιδάκι μου, δὲ μοῦ μιλᾶς παιδί μου;
-Τί νὰ σοῦ πῶ, Μανούλα μου, ποὺ διάφορο δὲν ἔχεις·
μόνο τὸ μέγα-Σάββατο κατὰ τὸ μεσονύχτι,
ποὺ θὰ λαλήσει ὁ πετεινὸς καὶ σημάνουν οἱ καμπάνες,
τότε καὶ σύ, Μανούλα μου, θἄχεις χαρὰ μεγάλη!
Σημαίνει ὁ Θεός, σημαίνει ἡ γῆ, σημαίνουν τὰ Οὐράνια,
σημαίνει κι᾿ ἡ Ἁγιὰ Σοφιὰ μὲ τὶς πολλὲς καμπάνες.
Ὅποιος τ᾿ ἀκούει σώζεται κι᾿ ὅποιος τὸ λέει ἁγιάζει,
κι᾿ ὅποιος τὸ καλοφουγκραστεῖ Παράδεισο θὰ λάβει,
Παράδεισο καὶ λίβανο μὲς ἀπ᾿ τὸν Ἅγιο Τάφο.