Τρίτη 10 Απριλίου 2018



Πάσχα Ρωμέϊκο
Ὁ μπαρμπα-Πύπης, ὁ γηραιὸς φίλος μου, εἶχεν ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ καπέλα, διαφόρων χρωμάτων, σχημάτων καὶ μεγεθῶν, ὅλα ἐκ παλαιοῦ χρόνου καὶ ὅλα κατακαίνουργια, τὰ ὁποῖα ἐφόρει ἐκ περιτροπῆς μετὰ τοῦ εὐπρεποῦς μαύρου ἱματίου του κατὰ τὰς μεγάλας ἑορτὰς τοῦ ἐνιαυτοῦ, ὁπόταν ἔκαμνε δύο ἢ τρεῖς περιπάτους ἀπὸ τῆς μιᾶς πλατείας εἰς τὴν ἄλλην, διὰ τῆς ὁδοῦ Σταδίου. Ὁσάκις ἐφόρει τὸν καθημερινὸν κοῦκόν του, μὲ τὸ σάλι του διπλωμένον εἰς ὀκτὼ ἢ δεκαὲξ δίπλας ἐπὶ τοῦ ὤμου, συνήθιζε νὰ κάθηται ἐπί τινας ὥρας εἰς τὸ γειτονικὸν παντοπωλεῖον, ὑποπίνων συνήθως μετὰ τῶν φίλων, καὶ ἦτο στωμύλος καὶ διηγεῖτο πολλὰ κ᾽ ἐμειδία πρὸς αὐτούς.
Ὅταν ἐμειδία ὁ μπαρμπα-Πύπης, δὲν ἐμειδίων μόνον αἱ γωνίαι τῶν χειλέων, αἱ παρειαὶ καὶ τὰ οὖλα τῶν ὀδόντων του, ἀλλ᾽ ἐμειδίων οἱ ἱλαροὶ καὶ ἥμεροι ὀφθαλμοί του, ἐμειδία στίλβουσα ἡ σιμὴ καὶ πεπλατυσμένη ρίς του, ὁ μύσταξ του ὁ εὐθυσμένος μὲ λεβάνταν καὶ ὡς διὰ κολλητοῦ κηροῦ λελεπτυσμένος, καὶ τὸ ὑπογένειόν του τὸ λευκὸν καὶ ἐπιμελῶς διατηρούμενον, καὶ σχεδὸν ὁ κοῦκός του ὁ στακτερός, ὁ λοξὸς κ᾽ ἐπικλινὴς πρὸς τὸ οὖς, ὅλα παρ᾽ αὐτῷ ἐμειδίων. Εἶχε γνωρίσει πρόσωπα καὶ πράγματα ἐν Κερκύρᾳ, ὅλα τὰ περιέγραφε μετὰ χάριτος εἰς τοὺς φίλους του. Δὲν ἔπαυσε ποτὲ νὰ σεμνύνεται διὰ τὴν προτίμησιν τὴν ὁποίαν εἶχε δείξει ἀείποτε διὰ τὴν Κέρκυραν ὁ βασιλεύς, καὶ ἔζησεν ἀρκετὰ διὰ νὰ ὑπερηφανευθῇ ἐπὶ τῇ ἐκλογῇ, ἣν ἔκαμε τῆς αὐτῆς νήσου πρὸς διατριβὴν ἡ ἑφτακρατόρισσα τῆς Ἀούστριας. Ἐνθυμεῖτο ἀμυδρῶς τὸν Μουστοξύδην, μὰ δόττο, δοττίσσιμο κὲ ταλέντο! Εἶχε γνωρίσει καλῶς τὸν Μάντζαρον, μὰ γαλαντουόμο! τὸν Κερκύρας Ἀθανάσιον (μὰ μπράβο!), τὸν Σερπιέρρο (κὲ γρὰν φιλόζοφο!). Τὸ τελευταῖον ὄνομα ἔδιδεν εἰς τὸν ἀοίδιμον Βράιλαν, διὰ τὸν τίτλον ὃν τοῦ εἶχον ἀπονείμει, φαίνεται, οἱ Ἄγγλοι (Sir Pierro = Sir Peter).
Εἶχε γνωρίσει ἐπίσης τὸν Σόλωμο (κὲ ποέτα!) τοῦ ὁποίου ἀπεμνημόνευε καὶ στίχους τινάς, ἀπαγγέλλων αὐτοὺς κατὰ τὸ ἑξῆς ὑπόδειγμα.
Ὡ σ ὰ ν τὴ σπίθα κρουμμένη στὴ στάχτη
ποῦ ἐκρουβόταν γιὰ μᾶς λευτεριά;
Εἰσὲ πᾶσα μέρη πετιέται κι ἀνάφτει,
καὶ σκορπιέται σὲ κάθε μεριά.
Ὁ μπαρμπα-Πύπης ἔλειπεν ὑπὲρ τὰ εἴκοσι ἔτη ἐκ τοῦ τόπου τῆς γεννήσεώς του. Εἶχε γυρίσει κόσμον κ᾽ ἔκαμεν ἐργασίας πολλάς. Ἔστειλέ ποτε καὶ εἰς τὴν Παγκόσμιον ἔκταση, διότι ἦτο σχεδὸν ἀρχιτέκτων, καὶ εἶχε μάλιστα καὶ μίαν ἰνβεντσιόνε. Ἐμίσει τοὺς πονηροὺς καὶ τοὺς ἰδιοτελεῖς, ἐξετίμα τὸν ἀνθρωπισμὸν καὶ τὴν τιμιότητα. Ἀπετροπιάζετο τοὺς φαύλους.
«Ἰλ τραδιτόρε νὸν ἂ κομπασσιόν, ὁ ἀπατεώνας δὲν ἔχει λύπηση». Ἐνίοτε πάλιν ἐμαλάττετο κ᾽ ἐδείκνυε συγκατάβασιν εἰς τὰς ἀνθρωπίνας ἀτελείας. «Οὐδ᾽ ἡ γῆς ἀναμάρτητος, ἄγκε λὰ τέρρα νὸν ἒ ἰμπεκκάμπιλε». Καὶ ὕστερον, ἀφοῦ οὐδ᾽ ἡ γῆ εἶναι, πῶς θὰ εἶναι ὁ Πάπας; Ὅταν τοῦ παρετήρει τις ὅτι ὁ Πάπας δὲν ἐψηφίσθη ἰμπεκκάμπιλε, ἀλλὰ ἰνφαλλίμπιλε, δὲν ἤθελε ν᾽ ἀναγνωρίσῃ τὴν διαφοράν.
Δὲν ἦτο ἄμοιρος καὶ θρησκευτικῶν συναισθημάτων. Τὰς δύο ἢ τρεῖς προσευχάς, ἃς ἤξευρε, τὰς ἤξευρεν ἑλληνιστί. «Τὰ πατερμά του τὰ ἤξερε ρωμέικα». Ἔλεγεν: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος, Κύριος Σαβαὼθ… ὡς ἐνάντιος, ὑψίστοις». Ὅταν μὲ ἠρώτησε δὶς ἢ τρὶς τί σημαίνει τοῦτο τὸ ὡς ἐνάντιος προσεπάθησα νὰ διορθώσω καὶ ἐξηγήσω τὸ πρᾶγμα. Ἀλλὰ μετὰ δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας ὑποτροπιάζων πάλιν ἔλεγεν: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος… ὡς ἐνάντιος ὑψίστοις!»
Ἓν μόνον εἶχεν ἐλάττωμα, ὅτι ἐμίσει ἀδιαλλάκτως πᾶν ὅ,τι ἐκ προκαταλήψεως ἐμίσει καὶ χωρὶς ν᾽ ἀνέχηται ἀντίθετον γνώμην ἢ ἐπιχείρημα. Πολιτικῶς κατεφέρετο πολὺ κατὰ τῶν Ἄγγλων, θρησκευτικῶς δὲ κατὰ τῶν δυτικῶν. Δὲν ἤθελε ν᾽ ἀκούσῃ τὸ ὄνομα τοῦ Πάπα, καὶ ἦτο ἀμείλικτος κατήγορος τοῦ ρωμαϊκοῦ κλήρου.
* * *
Τὴν ἑσπέραν τοῦ Μεγάλου Σαββάτου τοῦ ἔτους 188… περὶ ὥραν ἐνάτην, γερόντιόν τι εὐπρεπῶς ἐνδεδυμένον, καθόσον ἠδύνατο νὰ διακρίνῃ τις εἰς τὸ σκότος, κατήρχετο τὴν ἀπ᾽ Ἀθηνῶν εἰς Πειραιᾶ ἄγουσαν, τὴν ἁμαξιτήν. Δὲν εἶχεν ἀνατείλει ἀκόμη ἡ σελήνη, καὶ ὁ ὁδοιπόρος ἐδίσταζε ν᾽ ἀναβῇ ὑψηλότερον, ζητῶν δρόμον μεταξὺ τῶν χωραφίων. Ἐφαίνετο μὴ γνωρίζων καλῶς τὸν τόπον. Ὁ γέρων θὰ ἦτο ἴσως πτωχός, δὲν θὰ εἶχε 50 λεπτὰ διὰ νὰ πληρώσῃ τὸ εἰσιτήριον τοῦ σιδηροδρόμου, ἢ θὰ τὰ εἶχε κ᾽ ἔκαμνεν οἰκονομίαν.
Ἀλλ᾽ ὄχι δὲν ἦτο πτωχός, δὲν ἦτο οὔτε πλούσιος, εἶχε διὰ νὰ ζήσῃ. Ἦτο εὐλαβής, καὶ εἶχε τάξιμο νὰ καταβαίνῃ κατ᾽ ἔτος τὸ Πάσχα πεζὸς εἰς τὸν Πειραιᾶ, ν᾽ ἀκούῃ τὴν Ἀνάστασιν εἰς τὸν Ἅγιον Σπυρίδωνα καὶ ὄχι εἰς ἄλλην ἐκκλησίαν, νὰ λειτουργῆται ἐκεῖ, καὶ μετὰ τὴν ἀπόλυσιν, ν᾽ ἀναβαίνῃ πάλιν πεζὸς εἰς τὰς Ἀθήνας.
Ἦτο ὁ μπαρμπα-Πύπης, ὁ γηραιὸς φίλος μου, καὶ κατέβαινεν εἰς Πειραιᾶ διὰ ν᾽ ἀκούσῃ τὸ Χριστὸς ἀνέστη εἰς τὸν ναὸν τοῦ ὁμωνύμου καὶ προστάτου του, διὰ νὰ κάμῃ Πάσχα ρωμέικο κ᾽ εὐφρανθῇ ἡ ψυχή του.
Καὶ ὅμως ἦτο… δυτικός.
Ὁ μπαρμπα-Πύπης ἦτο Ἰταλοκερκυραῖος ἁπλοϊκός, Ἑλληνίδος μητρός, Ἕλλην τὴν καρδίαν, καὶ ὑφίστατο ἄκων ἴσως, ὡς καὶ τόσοι ἄλλοι, τὸ ἄπειρον μεγαλεῖον καὶ τὴν ἄφατον γλυκύτητα τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἑλληνικῆς. Ἐκαυχᾶτο ὅτι ὁ πατήρ του, ὅστις ἦτο στρατιώτης τοῦ Ναπολέοντος Α´, «εἶχε μεταλάβει ρωμέικα», ὅταν ἐκινδύνευσε ν᾽ ἀποθάνῃ, ἐκβιάσας μάλιστα πρὸς τοῦτο, διά τινων συστρατιωτῶν του, τὸν ἱερέα τὸν ἀγαθόν. Καὶ ὅμως ὅταν, κατόπιν τούτων, φυσικῶς τοῦ ἔλεγέ τις: «Διατί δὲν βαπτίζεσαι, μπαρμπα-Πύπη», ἡ ἀπάντησίς του ἦτο ὅτι ἅπαξ ἐβαπτίσθη, καὶ ὅτι εὑρέθη ἐκεῖ.
Φαίνεται ὅτι οἱ Πάπαι τῆς Ρώμης μὲ τὴν συνήθη ἐπιτηδείαν πολιτικήν των, εἶχον ἀναγνωρίσει εἰς τοὺς ρωμαιοκαθολικοὺς τῶν Ἰονίων νήσων τινὰ τῶν εἰς τοὺς Οὐνίτας ἀπονεμομένων προνομίων, ἐπιτρέψαντες αὐτοῖς νὰ συνεορτάζωσι μετὰ τῶν ὀρθοδόξων ὅλας τὰς ἑορτάς. Ἀρκεῖ νὰ προσκυνήσῃ τις τὴν ἐμβάδα τοῦ ποντίφηκος, τὰ λοιπὰ εἶναι ἀδιάφορα.
Ὁ μπαρμπα-Πύπης ἔτρεφε μεγίστην εὐλάβειαν πρὸς τὸν πολιοῦχον ἅγιον τῆς πατρίδος του καὶ πρὸς τὸ σεπτὸν αὐτοῦ λείψανον. Ἐπίστευεν εἰς τὸ θαῦμα τὸ γενόμενον κατὰ τῶν Βενετῶν, τολμησάντων ποτὲ νὰ ἱδρύσωσιν ἴδιον θυσιαστήριον ἐν αὐτῷ τῷ ὀρθοδόξῳ ναῷ (Il santo Spiridion ha fatto questo caso), ὅτε ὁ ἅγιος ἐπιφανεὶς νύκτωρ ἐν σχήματι μοναχοῦ κρατῶν δαυλὸν ἀναμμένον ἔκαυσεν ἐνώπιον τῶν ἀπολιθωθέντων ἐκ τοῦ τρόμου φρουρῶν τὸ ἀρτιπαγὲς ἀλτάρε. Ἀφοῦ εὑρίσκετο μακρὰν τῆς Κερκύρας, ὁ μπαρμπα-Πύπης ποτὲ δὲν θὰ ἔστεργε νὰ ἑορτάσῃ τὸ Πάσχα μαζὶ μὲ τσοὺ φράγκους.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου