Δευτέρα 30 Ιουλίου 2018


Ὅταν ὁ ἄνθρωπος νικήσει τὸν ἑαυτό του
Ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἐπαινεῖ τὸν πλησίον του καὶ κατακρίνει τὸν ἑαυτό του, φθάνει σὲ μέτρα ἁγιότητος. Ἂν ζητᾶς ἐσὺ ἀπὸ τὸν ἄλλονε, ἐπειδὴ σὲ λύπησε, νὰ σοῦ βάλει μετάνοια, δὲν εἶσαι καλά, δὲν εἶσαι ἐντάξει, δὲν βαδίζεις στὸ δρόμο τῆς καλογερικῆς.
Φθάσαμε, πατέρες, σ᾿ ἕνα τέτοιο σημεῖο, ποὺ μπορῶ νὰ πῶ ὅτι, ὅταν ἤμασταν κοσμικοί, ἤμασταν καλύτεροι. Τώρα δὲν σηκώνουμε λόγο, δὲν σηκώνουμε λόγο.
Τὰ πατερικὰ βιβλία λένε ὅτι ὁ ἀββὰς Νισθερὼ ἀπέκτησε φήμη ἁγίου ἀνδρός. Καὶ πῆγε ἄλλος καὶ τοῦ λέει: «Τί ἀρετὴ ἔκανες, πάτερ, κι ἔφθασες σ᾿ αὐτὰ τὰ μέτρα;» Λέει: «Ἀφότου μπῆκα στὸ μοναστήρι, εἶπα, ἐγὼ καὶ τὸ γαϊδούρι ἕνα εἴμαστε. Ὅσο μιλάει τὸ γαϊδούρι, ὅταν τὸ δέρνεις, τόσο θὰ μιλήσω κι ἐγώ». Αὐτὸ ἦταν τὸ θεμέλιο, ὅτι καὶ νὰ τὸν δείρουνε, «εὐλόγησον». Τώρα ἐμεῖς φθάσαμε στὸ σημεῖο, δὲν σηκώνουμε λόγο.
Ὁ ἄνθρωπος, ἐφόσον ζεῖ, πρέπει πάντοτε νὰ ἀγωνίζεται. Καὶ ὁ πρῶτος ἀγώνας εἶναι νὰ νικήσει τὸν ἑαυτό του. Ὁ πρῶτος καὶ ὁ κυριότερος ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ὁ διάβολος, ὄχι. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος εἰς τὸν ἑαυτό του ἐπίβουλος. Καὶ τοῦτο διότι δὲν ἀκούει τὸν ἄλλον, ἀκούει τί τὸν λέει ὁ λογισμός του. Ἐνῶ ἔχουμε τόσους ἁγίους Πατέρες νὰ τοὺς μιμηθοῦμε διαβάζοντας τὰ συγγράματά τους, ἐντούτοις ὅμως τὸ ἐγὼ μᾶς κυριεύει πολλὲς φορές. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος νικήσει τὸν ἑαυτό του, εἶναι ὁ μεγαλύτερος μεγαλομάρτυρας καὶ τροπαιοφόρος καὶ νικηφόρος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ!
Γέρων Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης

Παρασκευή 27 Ιουλίου 2018



Μὲ ἱδρώτα καὶ κόπο πῆραν τὴν Χάρη
-Ὅταν, Γέροντα, λέω: «Τόσο μπορῶ νὰ δουλέψω, αὐτὴ εἶναι ἡ ἀντοχή μου», ἀπὸ φιλαυτία τὸ λέω;
-Ὅσο κάθεται κανείς, τόσο χαλαρώνει· ὅσο δουλεύει, τόσο δυναμώνει. Ἐκτὸς ποὺ διώχνει τὴν μούχλα μὲ τὴν δουλειά, βοηθιέται καὶ πνευματικά.
Ὁ σκοπὸς εἶναι νὰ φθάση νὰ χαίρεται ὁ ἄνθρωπος περισσότερο ἀπὸ τὴν κακοπάθεια παρὰ ἀπὸ τὴν καλοπέραση. Ἂν ξέρατε πῶς ζοῦν μερικὰ γεροντάκια ἐκεῖ στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἀλλὰ καὶ τί χαρὰ νιώθουν!
Νά, ἕνα γεροντάκι, ποὺ ἔμενε μόνο του ἕνα χιλιόμετρο πιὸ πέρα ἀπὸ τὸ Καλύβι μου, τί αὐταπάρνηση εἶχε! Τὸ Καλύβι του ἦταν ψηλά, σὲ ἕνα πολὺ ἀπότομο μέρος, καὶ τὸ καημένο ἀρκουδώντας κατέβαινε ἀπὸ τὸ μονοπάτι γιὰ νὰ πάη σὲ ἕνα ἄλλο γεροντάκι πιὸ κάτω, ὅταν χρειαζόταν κάτι. Ἤθελαν νὰ τὸ πάρουν στὸ γηροκομεῖο, ἀλλὰ δὲν δεχόταν, καὶ ὅλοι μετὰ ἔλεγαν: «αὐτὸς εἶναι πλανεμένος», γιατί καθόταν μόνος του ἐκεῖ.
Μιὰ μέρα ποὺ ἦρθε στὸ Καλύβι, μοῦ εἶπε γιὰ ποιὸν λόγο δὲν ἤθελε νὰ φύγη: Ὅταν ζοῦσε ὁ Γέροντάς του, τὸ Καλύβι τους δὲν εἶχε ναὸ καὶ ἐκεῖνος παρακαλοῦσε τὸν Γέροντά του νὰ κάνουν ναό. «Ἂς κάνουμε ναό, τοῦ εἶπε τελικὰ ὁ Γέροντάς του, ἀλλὰ μετὰ δὲν πρέπει ποτὲ νὰ φύγης ἀπὸ ‘δῶ, γιατί θὰ μένη στὸ Ἱερὸ ὁ Φύλακας Ἄγγελος καὶ δὲν κάνει νὰ τὸν ἀφήσης μόνον». Τότε αὐτὸς τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ μείνη γιὰ πάντα στὸ Καλύβι, καὶ ἔτσι ἔκαναν τὸν ναό. Τελευταία εἶχε γκρεμισθῆ καὶ τὸ Κελλί του καὶ ἔμενε μέσα στὴν ἐκκλησία· κοιμόταν σὲ ἕνα στασίδι. Τέτοια αὐταπάρνηση!
Εἶχα φροντίση νὰ ἔχη μερικὰ ροῦχα, γιὰ νὰ ἀλλάζη τουλάχιστον, γιατί ὑπέφερε ἀπὸ τὰ ἔντερα καὶ εἶχε κοψίματα. Μία μέρα ἔστειλα ἕναν γνωστὸ γιατρὸ νὰ πάη νὰ τὸν δῆ. Πῆγε μὲ ἕναν ἄλλον, χτυποῦν, ξαναχτυποῦν, τίποτε. Ὅταν ἄνοιξαν, τὸν βρῆκαν πεθαμένο στὸ στασίδι ποὺ ἔμενε, σκεπασμένο μὲ μιὰ κουβέρτα. Ἐκεῖ ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ!
Ἡ σκληρότητα στὴν ζωή μας γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ φέρνει στὴν καρδιὰ τὴν τρυφεράδα τοῦ Χριστοῦ. Οἱ θεῖες ἡδονὲς γεννιοῦνται ἀπὸ τὶς σωματικὲς ὀδύνες. Οἱ Πατέρες ἔδωσαν αἷμα καὶ ἔλαβαν πνεῦμα. Μὲ ἱδρώτα καὶ κόπο πῆραν τὴν Χάρη. Πέταξαν τὸν ἑαυτό τους καὶ τὸν βρῆκαν στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.
Πολὺ μὲ συγκίνησε τὸ συναξάρι τῶν Ἁγίων Ἀσκητῶν τοῦ Σινᾶ. Πέντε χιλιάδες ἀσκητὲς ἔζησαν στὸ Σινᾶ καὶ πόσοι ἄλλοι στὸ Ἅγιον Ὅρος! Χίλια χρόνια πόσοι Πατέρες ἁγίασαν! Ἀλλὰ καὶ οἱ Ὁμολογητὲς καὶ οἱ Μάρτυρες τί τράβηξαν! Καὶ ἐμεῖς γκρινιάζουμε γιὰ τὴν παραμικρὴ ταλαιπωρία. Ζητᾶμε νὰ ἀποκτήσουμε χωρὶς κόπο τὴν ἁγιότητα. Σπανίζει ἡ αὐταπάρνηση. Οὔτε ἐμεῖς οἱ μοναχοὶ δὲν καταλάβαμε ὅτι «τὰ καλὰ κόποις κτῶνται» καὶ ἔχουμε τὴν ἐπιείκεια στὸν ἑαυτό μας· δικαιολογοῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ βρίσκουμε ἐλαφρυντικὰ γιὰ τὸ καθετί. Ἀπὸ ‘κεῖ ξεκινάει τὸ κακό. Καὶ ὁ διάβολος βρίσκει δικαιολογίες γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὰ χρόνια περνᾶνε.
Γι’ αὐτὸ νὰ μὴν ξεχνιώμαστε· νὰ θυμώμαστε καὶ λίγο ὅτι ὑπάρχει καὶ θάνατος. Μιὰ ποὺ θὰ πεθάνουμε, νὰ μὴν προσέχουμε καὶ τόσο πολὺ τὸ σῶμα· ὄχι νὰ μὴν προσέχουμε καὶ νὰ παθαίνουμε ζημιές, ἀλλὰ νὰ μὴν προσκυνοῦμε τὴν ἀνάπαυση.
Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Πέμπτη 26 Ιουλίου 2018


Χελιδὼν καὶ κόραξ
Χελιδὼν καὶ κόραξ περὶ κάλλους ἀλλήλοις ἐμάχοντο καί φησιν ὁ κόραξ τῇ χελιδόνι:
«Τὸ σὸν κάλλος ἐν μόνῳ τῷ ἔαρι καταφαίνεται, ἐν δὲ τῷ τοῦ χειμῶνος καιρῷ οὐ δύναται πρὸς τὸ ψύχος ἀντισχεῖν. Τὸ δὲ ἐμὸν σῶμα καὶ τῷ κρύει τοῦ χειμῶνος καὶ τῷ καύσωνι τοῦ θέρους γενναίως ἀνθίσταται».
Οὗτος δηλοῖ ὅτι ὑγεῖα καὶ ἰσχὺς σώματος κρείττων κάλλους καὶ ὡραιότητος πέφυκε

Τὸ χελιδόνι καὶ ὁ κόρακας λογομαχοῦσαν γιὰ τὰ κάλλη τους.
Λέει λοιπὸν ὁ κόρακας στὸ χελιδόνι:
«Ἡ ὀμορφιά σου κρατάει ὅσο κι ἡ Ἄνοιξη. Τὴν παγωνιὰ δὲν τὴν ἀντέχει. Ὅμως τὸ δικό μου σῶμα καὶ τὸ κρύο τοῦ Χειμώνα ὑποφέρει καὶ τη ζέστη τοῦ Καλοκαιριοῦ».
Ὁ μύθος λέει πὼς ἡ ὑγεία καὶ ἡ ἀντοχή, ἀξίζουν περισσότερο ἀπὸ τὰ κάλλη ὅλου τοῦ κόσμου.
Αἰσώπου Μῦθοι

Τετάρτη 25 Ιουλίου 2018



Μήπως εἰς κενὸν τρέχῃ
Ὅπως οἱ κατὰ σάρκα γονεῖς ἔχουν ἰδιαίτερη φυσικὴ ἀγάπη στὰ παιδιά τους, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς ἔχει φυσικὸ σύνδεσμο μὲ τοὺς λόγους του. Καὶ ὅπως ὅσοι γονεῖς ἀγαποῦν παθολογικὰ τὰ παιδιά τους, τὰ θεωροῦν πὼς εἶναι τὰ πιὸ ἱκανὰ καὶ τὰ πιὸ ὡραῖα, ἀκόμα κι ἂν εἶναι σὲ ὅλα τὰ πιὸ καταγέλαστα, ἔτσι καὶ στὸν ἄφρονα νοῦ οἱ λόγοι του, ἀκόμα κι ἂν εἶναι οἱ χειρότεροι ἀπ᾿ ὅλους, τοῦ φαίνονται φρονιμότατοι.
Στὸν σοφὸ ὅμως νοῦ δὲν φαίνονται ἔτσι οἱ λόγοι του, ἀπεναντίας, ὅταν νομίσει ὅτι εἶναι ἀντικειμενικοὶ καὶ καλοί, τότε προπαντὸς δὲν πιστεύει στὴν κρίση του, ἀλλὰ βάζει ἄλλους σοφοὺς νὰ κρίνουν τοὺς λόγους καὶ τοὺς λογισμούς του, «μήπως εἰς κενὸν τρέχῃ ἢ ἔδραμε», καὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς βεβαιώνεται.
Ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητὴς

Κυριακή 22 Ιουλίου 2018



Ἂν δὲν μοῦ ‘δινες ποίηση Κύριε
Ἂν δὲ μοῦ ‘δινες τὴν ποίηση, Κύριε,
δὲ θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
Αὐτὰ τὰ χωράφια δὲ θἆταν δικά μου.
Ἐνῷ τώρα εὐτύχησα νἄχω μηλιές,
νὰ πετάξουνε κλώνους οἱ πέτρες μου,
νὰ γιομίσουν οἱ φοῦχτες μου ἥλιο,
ἡ ἔρημός μου λαό,
τὰ περιβόλια μου ἀηδόνια.
Λοιπόν; Πῶς σοῦ φαίνονται; Εἶδες
τὰ στάχυα μου, Κύριε; Εἶδες τ᾿ ἀμπέλια μου;
Εἶδες τί ὄμορφα ποὺ πέφτει τὸ φῶς
στὶς γαλήνιες κοιλάδες μου;
Κι᾿ ἔχω ἀκόμη καιρό!
Δὲν ξεχέρσωσα ὅλο τὸ χῶρο μου, Κύριε.
Μ᾿ ἀνασκάφτει ὁ πόνος μου κι᾿ ὁ κλῆρος μου μεγαλώνει.
Ἀσωτεύω τὸ γέλιο μου σὰν ψωμὶ ποὺ μοιράζεται.
Ὅμως,
δὲν ξοδεύω τὸν ἥλιο σου ἄδικα.
Δὲν πετῶ οὔτε ψίχουλο ἀπ᾿ ὅ,τι μοῦ δίνεις.
Γιατί σκέφτομαι τὴν ἐρμιὰ καὶ τὶς κατεβασιὲς τοῦ χειμῶνα.
Γιατί θἄρθει τὸ βράδυ μου. Γιατί φτάνει ὅπου νἆναι
τὸ βράδυ μου, Κύριε, καὶ πρέπει
νἄχω κάμει πρὶν φύγω τὴν καλύβα μου ἐκκλησιὰ
γιὰ τοὺς τσοπάνηδες τῆς ἀγάπης.
Νικηφόρος Βρεττάκος

Παρασκευή 20 Ιουλίου 2018


Kοίταξέ με καὶ πράξε κατὰ τὸ ἔλεός Σου
Κύριε, δὲν ξέρω τί νὰ ζητιανέψω ἀπὸ Ἐσένα.
Μόνον Ἐσὺ γνωρίζεις τί μοῦ χρειάζεται.
Σὺ μὲ ἀγαπᾶς περισσότερο ἀπὸ ὅσο ἐγὼ ξέρω νὰ ἀγαπῶ τὸν ἑαυτό μου.
Κύριέ μου, δῶσε στὸ δοῦλο Σου ἐκεῖνο ποὺ οὔτε νὰ ζητήσω δὲν μπορῶ.
Δὲν τολμῶ νὰ σοῦ ζητιανέψω οὔτε ἀπαλλαγὴ ἀπὸ πάθη, οὔτε ἀρετές, οὔτε ἀπόλαυση χάριτος.
Στέκομαι μόνο μπροστά Σου μὲ τὴν καρδιά μου ἀνοιχτὴ ἀπέναντί Σου.
Σὺ βλέπεις τὶς ἀνάγκες ποὺ ἐγὼ δὲν βλέπω, κοίταξέ με καὶ πράξε κατὰ τὸ ἔλεός Σου.
Χτύπησε καὶ θεράπευσε, ρίξε με καὶ ἀνύψωσέ με.
Πάλλομαι καὶ σιωπῶ μπροστὰ στὴν ἅγια θέλησή Σου καὶ μπροστὰ στὶς κρίσεις Σου γιὰ μένα.
Προσφέρω τὸν ἑαυτό μου ὡς θυσία πρὸς Ἐσένα.
Δὲν ὑπάρχει μέσα μου ἄλλη ἐπιθυμία παρὰ μόνο νὰ ἐκπληρώσω τὸ θέλημά Σου.
Μάθε με νὰ προσεύχομαι. Ἔλα Ἐσὺ ὁ Ἴδιος μέσα μου νὰ προσεύχεσαι. Ἀμήν.
Ἅγιος Φιλάρετος Μόσχας

Τετάρτη 18 Ιουλίου 2018


Τί θέλεις νὰ σοῦ κάνω;
Ἕνας ἀπὸ τοὺς πατέρες τῆς ἐρήμου ἔκανε τὴν ἑξῆς παραστατικὴ διδασκαλία στοὺς νεώτερους μοναχούς:
-Ὑπόθεσε, ἀδελφέ μου, ὅτι αὐτὴν τὴ στιγμὴ παίρνω τὸ πρόσωπο τοῦ δίκαιου Κριτοῦ καὶ ἀνεβαίνω στὸ δικαστικὸ βῆμα καὶ σὲ ρωτῶ:
-Τί θέλεις νὰ σοῦ κάνω; Ἄν μοῦ πεῖς "ἐλέησέ με", σοῦ ἀποκρίνομαι "ἐλέησε κι ἐσὺ τὸν ἀδελφό σου".
Ἂν πάλι μοῦ πεῖς "συγχώρεσέ με", σοῦ ἀπαντῶ "συγχώρεσε κι ἐσὺ τὰ σφάλματα τοῦ πλησίον σου".
Μήπως εἶναι ἄδικος ὁ Κριτής; Μὴ γένοιτο!
Ἀδελφέ, στὸ χέρι σου εἶναι νὰ κερδίσεις τὴ συμπάθεια τοῦ Κριτοῦ, ἀρκεῖ νὰ ἔχεις μάθει νὰ συγχωρεῖς.

Τρίτη 17 Ιουλίου 2018



Ἡ στιγμὴ
Ἂν σκεφτόμασταν ὅτι ὁ ἄνθρωπος δίπλα στὸν ὁποῖο βρισκόμαστε τώρα, ποὺ τὸν ἔχουμε μπροστά μας καὶ τοῦ μιλᾶμε, μπορεῖ σὲ ἕνα λεπτὸ νὰ ἔχει φύγει διὰ παντός, ἂν σκεφτόμασταν ὅτι τὰ λόγια ποὺ μόλις εἰπώθηκαν ἦταν καὶ τὰ τελευταῖα, ὅτι ἡ κίνηση ποὺ ἔγινε δὲν ἦταν ἀληθινή, ὅτι τὸ καλὸ ποὺ θὰ μποροῦσα νὰ τοῦ εἶχα κάνει δὲν τὸ ἔκανα καὶ ὅτι αὐτὸ ποὺ κατέστρεψα δὲν ἔπρεπε νὰ τὸ εἶχα καταστρέψει, τότε τὸν κάθε ἄνθρωπο ποὺ συναντᾶμε θὰ τὸν ἀντιμετωπίζαμε μὲ προσοχή, μὲ προσήλωση καὶ μὲ βάθος.
Μὲ ἕνα βάθος ποὺ θὰ ἔδινε καὶ στὴ δική μας ζωὴ βάθος. Δὲν φερόμαστε ὅμως μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο, γιατὶ πιστεύουμε ὅτι θὰ ὑπάρχει χρόνος.
Ἀλλὰ χρόνος δὲν ὑπάρχει, γιατὶ ἡ παροῦσα στιγμὴ καθίσταται ἀνεπίστρεπτο παρελθὸν καὶ ἡ ἑπόμενη στιγμὴ δὲν θὰ ἔρθει ποτὲ πρὸς τὸ μέρος μας. Δὲν διαθέτουμε τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν παροῦσα στιγμή. Τὸν χρόνο ἑνὸς πεταρίσματος τοῦ ματιοῦ. Τὴ στιγμή. Τίποτα ἄλλο.
Μητροπολίτης Ἀντώνιος τοῦ Σουρὸζ

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2018



Ἐπιστολαὶ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη
Ἐν Πειραιεῖ τῇ 22 Ὀκτωβρίου 1869.
Σεβαστέ μοι πάτερ!
Ἔλαβον τὴν ἐπιστολὴν ὑμῶν καὶ τὰ χρήματα. Εἴχετε δίκαιον ἀλλὰ δὲν κατώρθωσα νὰ εἰσέλθω εἰς τὸ Βʹ Γυμνάσιον, καὶ τὸ πρῶτον εἶναι κυκεών.
Ἤδη κατετάχθην εἰς τὸ τοῦ Πειραιῶς. Ὤ, ἡσυχάσατε, εἶναι τὸ αὐτό. Ἐνοικίασα δωμάτιον διὰ δρ. 8, ἀλλὰ θὰ ἐλαττώσω, θὰ περικόψω τὰ ἔξοδά μου, θὰ κάμω ὅσην δυνηθῶ οἰκονομίαν, μὴν παροργίζεσθε. Ἡ βραδύτης τῆς ἀποφάσεώς μου προῆλθεν ἐκ τοῦ ὅτι εἶχον μᾶλλον σκοπὸν νὰ ἐπανέλθω εἰς Χαλκίδα, ὅτε ἔλαβον τὴν μνησθεῖσαν σοβαρὰν ἐπιστολήν Σας. Ἄλλως τε τὸ Γυμνάσιον τοῦ Πειραιῶς εἶναι ἤδη ὑπὲρ πᾶν ἄλλο καλῶς κατηρτισμένον· τὸ προσωπικόν του συνίσταται ἐξ ἀπομάχων Γυμνασιαρχῶν, οἷον τοῦ ἰδικοῦ μου (ἐν Χαλκίδι) Σταθάκη, τοῦ Κουπιτώρη, ἕως χθὲς Γυμνασιάρχου Πατρῶν, οἵτινες εἶναι ἤδη ἁπλοῖ Καθηγηταί. Φαντασθῆτε ἐὰν εἶχον δίκαιον οἱ κύριοι φίλοι παραγγέλλοντες ὑμῖν ὅτι φοβοῦμαι τὰ μαθήματα.
Ἔχω ἀνάγκην χρημάτων. Τοῦ λοιποῦ θὰ τακτοποιηθῶ.
Σᾶς ἀσπάζομαι ὁ υἱός Σας
Ἀλέξανδρος

Κυριακή 15 Ιουλίου 2018


Δὲν γνωρίζω
Ἐπισκέφθηκαν κάποτε Γέροντες τὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο, μαζί τους ἦταν καὶ ὁ ἀββᾶς Ἰωσήφ.
Θέλοντας ὁ Γέροντας νὰ τοὺς δοκιμάσει, τοὺς εἶπε ἕνα ρητὸ ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ ἄρχισε ἀπὸ τοὺς νεώτερους νὰ τοὺς ρωτάει ποιὸ εἶναι τὸ νόημά του.
Ὁ καθένας ἔλεγε ὅπως τὸ καταλάβαινε, καὶ ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντοῦσε:
«Δὲν τὸ βρῆκες».
Τελευταῖο ἀπ᾿ ὅλους ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ἰωσήφ:
«Ἐσὺ τί νομίζεις ὅτι σημαίνει ὁ λόγος αὐτός;»
«Δὲν γνωρίζω» ἀπάντησε ἐκεῖνος.
Λέει τότε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος:
«Ὁπωσδήποτε ὁ ἀββᾶς Ἰωσὴφ βρῆκε τὸν δρόμο, γιατὶ εἶπε: δὲν γνωρίζω».

Σάββατο 14 Ιουλίου 2018


Γιατί δὲν ἐκκλησιάζεσαι;
Παρ᾿ ὅλα αὐτά, λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἔρχονται στὴν ἐκκλησία. Τί θλιβερό! Στοὺς χοροὺς καὶ στὶς διασκεδάσεις τρέχουμε πρόθυμα. Τὶς ἀνοησίες τῶν τραγουδιστῶν τὶς ἀκοῦμε μὲ εὐχαρίστηση. Τὶς αἰσχρολογίες τῶν ἠθοποιῶν τὶς ἀπολαμβάνουμε γιὰ ὦρες, δίχως νὰ βαριόμαστε. Καὶ μόνο ὅταν μιλάει ὁ Θεός, χασμουριόμαστε, ξυνόμαστε καὶ ζαλιζόμαστε. Μὰ καὶ στὰ ἱπποδρόμια, μολονότι δὲν ὑπάρχει στέγη γιὰ νὰ προστατεύει τοὺς θεατὲς ἀπὸ τὴ βροχή, τρέχουν οἱ περισσότεροι σὰν μανιακοί, ἀκόμα κι ὅταν βρέχει ραγδαῖα, ἀκόμα κι ὅταν ὁ ἄνεμος σηκώνει τὰ πάντα. Δὲν λογαριάζουν οὔτε τὴν κακοκαιρία οὔτε τὸ κρύο οὔτε τὴν ἀπόσταση. Τίποτα δὲν τοὺς κρατάει στὰ σπίτια τους. Ὅταν, ὅμως, πρόκειται νὰ πᾶνε στὴν ἐκκλησία, τότε καὶ τὸ ψιλόβροχο τοὺς γίνεται ἐμπόδιο. Κι ἂν τοὺς ρωτήσεις, ποιὸς εἶναι ὁ Ἀμὼς ἢ ὁ Ὀβδιού, πόσοι εἶναι οἱ προφῆτες ἢ οἱ ἀπόστολοι, δὲν μποροῦν ν᾿ ἀνοίξουν τὸ στόμα τους. Γιὰ τ᾿ ἄλογα, ὅμως, τοὺς τραγουδιστὲς καὶ τοὺς ἠθοποιοὺς μποροῦν νὰ σὲ πληροφορήσουν μὲ κάθε λεπτομέρεια. Εἶναι κατάσταση αὐτή;
Γιορτάζουμε μνῆμες ἁγίων, καὶ σχεδὸν κανένας δὲν παρουσιάζεται στὸ ναό. Φαίνεται πὼς ἡ ἀπόσταση παρασύρει τοὺς χριστιανοὺς στὴν ἀμέλεια· ἢ μᾶλλον ὄχι ἡ ἀπόσταση, ἀλλὰ ἡ ἀμέλεια μόνο τοὺς ἐμποδίζει. Γιατί, ὅπως τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ ἐμποδίσει αὐτὸν ποὺ ἔχει ἀγαθὴ προαίρεση καὶ ζῆλο νὰ κάνει κάτι, ἔτσι καὶ τὸν ἀμελῆ, τὸν ρᾴθυμο καὶ ἀναβλητικὸ ὅλα μποροῦν νὰ τὸν ἐμποδίσουν.
Οἱ μάρτυρες ἔχυσαν τὸ αἷμα τους γιὰ τὴν Ἀλήθεια, κι ἐσὺ λογαριάζεις μία τόσο μικρὴ ἀπόσταση; Ἐκεῖνοι θυσίασαν τὴ ζωή τους γιὰ τὸν Χριστό, κι ἐσὺ δὲν θέλεις οὔτε λίγο νὰ κοπιάσεις; Ὁ Κύριος πέθανε γιὰ χάρη σου, κι ἐσὺ Τὸν περιφρονεῖς; Γιορτάζουμε μνῆμες ἁγίων, κι ἐσὺ βαριέσαι νὰ ἔρθεις στὸ ναό, προτιμώντας νὰ κάθεσαι στὸ σπίτι σου; Καὶ ὅμως, πρέπει νὰ ἔρθεις, γιὰ νὰ δεῖς τὸ διάβολο νὰ νικιέται, τὸν ἅγιο νὰ νικάει, τὸν Θεὸ νὰ δοξάζεται καὶ τὴν Ἐκκλησία νὰ θριαμβεύει.
«Μὰ εἶμαι ἁμαρτωλός», λές, «καὶ δὲν τολμῶ ν᾿ ἀντικρύσω τὸν ἅγιο». Ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἶσαι ἁμαρτωλός, ἔλα ἐδῶ, γιὰ νὰ γίνεις δίκαιος. Ἢ μήπως δὲν γνωρίζεις, ὅτι καὶ αὐτοὶ ποὺ στέκονται μπροστὰ στὸ ἱερὸ θυσιαστήριο, ἔχουν διαπράξει ἁμαρτίες; Γι᾿ αὐτὸ οἰκονόμησε ὁ Θεὸς νὰ ὑποφέρουν καὶ οἱ ἱερεῖς ἀπὸ κάποια πάθη, ὥστε νὰ κατανοοῦν τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία καὶ νὰ συγχωροῦν τοὺς ἄλλους.
«Ἀφοῦ, ὅμως, δὲν τήρησα ὅσα ἄκουσα στὴν ἐκκλησία», θὰ μοῦ πεῖ κάποιος, «πῶς μπορῶ νὰ ἔρθω πάλι;». Ἔλα νὰ ξανακούσεις τὸν θεῖο λόγο. Καὶ προσπάθησε τώρα νὰ τὸν ἐφαρμόσεις. Ἂν βάλεις φάρμακο πάνω στὸ τραῦμα σου καὶ δὲν τὸ ἐπουλώσει τὴν ἴδια μέρα, δὲν θὰ ξαναβάλεις καὶ τὴν ἑπόμενη; Ἂν ὁ ξυλοκόπος, ποὺ θέλει νὰ κόψει μία βελανιδιά, δὲν κατορθώσει νὰ τὴ ρίξει μὲ τὴν πρώτη τσεκουριά, δὲν τὴ χτυπάει καὶ δεύτερη καὶ πέμπτη καὶ δέκατη φορά; Κάνε κι ἐσὺ τὸ ἴδιο.
Ἀλλά, θὰ μοῦ πεῖς, σ᾿ ἐμποδίζουν νὰ ἐκκλησιαστεῖς ἡ φτώχεια καὶ ἡ ἀνάγκη νὰ ἐργαστεῖς. Ὅμως δὲν εἶναι εὔλογη καὶ τούτη ἡ πρόφαση. Ἑφτὰ μέρες ἔχει ἡ ἑβδομάδα. Αὐτὲς τὶς ἑφτὰ μέρες τὶς μοιράστηκε ὁ Θεὸς μαζί μας. Καὶ σ᾿ ἐμᾶς ἔδωσε ἕξι, ἐνῷ γιὰ τὸν ἑαυτό Του ἄφησε μία. Αὐτὴ τὴ μοναδικὴ μέρα, λοιπόν, δὲν δέχεσαι νὰ σταματήσεις τὶς ἐργασίες;
Καὶ γιατί λέω γιὰ ὁλόκληρη μέρα; Ἐκεῖνο ποὺ ἔκανε στὴν περίπτωση τῆς ἐλεημοσύνης ἡ χήρα του Εὐαγγελίου, τὸ ἴδιο κάνε κι ἐσὺ στὴ διάρκεια αὐτῆς τῆς μιᾶς μέρας. Ἔδωσε ἐκείνη δυὸ λεπτὰ καὶ πῆρε πολλὴ χάρη ἀπὸ τὸ Θεό. Δάνεισε κι ἐσὺ δυὸ ὧρες στὸ Θεό, πηγαίνοντας στὴν ἐκκλησία, καὶ θὰ φέρεις στὸ σπίτι σου κέρδη ἀμέτρητων ἡμερῶν. Ἂν ὅμως δὲν δέχεσαι νὰ κάνεις κάτι τέτοιο, σκέψου μήπως μ᾿ αὐτή σου τὴ στάση χάσεις κόπους πολλῶν ἐτῶν. Γιατὶ ὁ Θεός, ὅταν περιφρονεῖται, γνωρίζει νὰ σκορπίζει τὰ χρήματα ποὺ συγκεντρώνεις μὲ τὴν ἐργασία τῆς Κυριακῆς.
Μὰ κι ἂν ἀκόμα ἔβρισκες ὁλόκληρο θησαυροφυλάκιο γεμάτο ἀπὸ χρυσάφι καὶ ἐξ αἰτίας του ἀπουσίαζες ἀπὸ τὸ ναό, θὰ ἦταν πολὺ μεγαλύτερη ἡ ζημιά σου· καὶ τόσο μεγαλύτερη, ὅσο ἀνώτερα εἶναι τὰ πνευματικὰ ἀπὸ τὰ ὑλικά. Γιατί τὰ ὑλικὰ πράγματα, κι ἂν ἀκόμα εἶναι πολλὰ καὶ τρέχουν ἄφθονα ἀπὸ παντοῦ, δὲν τὰ παίρνουμε στὴν ἄλλη ζωή, δὲν μεταφέρονται μαζί μας στὸν οὐρανό, δὲν παρουσιάζονται στὸ φοβερὸ ἐκεῖνο βῆμα τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ πολλὲς φορές, καὶ πρὶν ἀκόμα πεθάνουμε, μᾶς ἐγκαταλείπουν. Ἀντίθετα, ὁ πνευματικὸς θησαυρὸς ποὺ ἀποκτοῦμε στὴν ἐκκλησία, εἶναι κτῆμα ἀναφαίρετο καὶ μᾶς ἀκολουθεῖ παντοῦ.
«Ναί, ἀλλὰ μπορῶ», λέει κάποιος ἄλλος, «νὰ προσευχηθῶ καὶ στὸ σπίτι μου». Ἀπατᾷς τὸν ἑαυτό σου, ἄνθρωπε. Βεβαίως, εἶναι δυνατὸν νὰ προσευχηθεῖς καὶ στὸ σπίτι σου· εἶναι ἀδύνατον ὅμως νὰ προσευχηθεῖς ἔτσι ὅπως προσεύχεσαι στὴν ἐκκλησία, ὅπου ὑπάρχει τὸ πλῆθος τῶν πατέρων καὶ ὅπου ὁμόφωνη κραυγὴ ἱκεσίας ἀναπέμπεται στὸν Θεό. Δὲν σὲ ἀκούει τόσο πολὺ ὁ Κύριος ὅταν Τὸν παρακαλεῖς μόνος σου, ὅσο ὅταν Τὸν παρακαλεῖς ἑνωμένος μὲ τοὺς ἀδελφούς σου. Γιατὶ στὴν ἐκκλησία ὑπάρχουν περισσότερες πνευματικὲς προϋποθέσεις ἀπ᾿ ὅσες στὸ σπίτι. Ὑπάρχουν ἡ ὁμόνοια, ἡ συμφωνία τῶν πιστῶν, ὁ σύνδεσμος τῆς ἀγάπης, οἱ εὐχὲς τῶν ἱερέων. Γι᾿ αὐτό, ἄλλωστε, οἱ ἱερεῖς προΐστανται τῶν ἀκολουθιῶν· γιὰ νὰ ἐνισχύονται μὲ τὶς δυνατότερες εὐχές τους οἱ ἀσθενέστερες εὐχὲς τοῦ λαοῦ, κι ἔτσι ὅλες μαζὶ ν᾿ ἀνεβαίνουν στὸν οὐρανό.
Ὅταν προσευχόμαστε ὁ καθένας χωριστά, εἴμαστε ἀνίσχυροι· ὅταν ὅμως συγκεντρωνόμαστε ὅλοι μαζί, τότε γινόμαστε πιὸ δυνατοὶ καὶ ἑλκύουμε σὲ μεγαλύτερο βαθμὸ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ. Κάποτε ὁ ἀπόστολος Πέτρος βρισκόταν ἁλυσοδεμένος στὴ φυλακή. Ἔγινε ὅμως θερμὴ προσευχὴ ἀπὸ τοὺς συναγμένους πιστούς, κι ἀμέσως ἐλευθερώθηκε. Τί θὰ μποροῦσε, ἑπομένως, νὰ εἶναι πιὸ δυνατὸ ἀπὸ τὴν κοινὴ προσευχή, ποὺ ὠφέλησε κι αὐτοὺς ἀκόμα τοὺς στύλους τῆς Ἐκκλησίας;
Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος

Παρασκευή 13 Ιουλίου 2018



Ὁ ἀνυπόμονος
Μόλις τ᾿ αὐγά της ζέστανε ἡ κλώσσα
καὶ τὰ μικρὰ ἑτοιμάστηκε νὰ βγάλει,
ἕνα πουλάκι ἐσήκωσε κεφάλι
μὲς τὸ τσόφλι μιλώντας τέτοια γλώσσα:
«Ὡς πότε ἐδῶ θὰ μ᾿ ἔχουνε κλεισμένο;
καθόλου δὲν μπορῶ νὰ περιμένω!
Πῶς; Ἔτσι τὸν καιρό μου ἐδῶ θὰ χάνω;
Ἐγὼ ἔχω κατορθώματα νὰ κάνω!
Κόκορας βέβαια θἆμαι δίχως ἄλλο,
λοφίο ψηλό, χρυσὰ φτερὰ θὰ βγάλω.
Τὴ μέρα καὶ τὴ νύχτα θὰ στολίσω,
θὰ φέρνω τὴν αὐγή, μόλις λαλήσω
στὸ φράχτη, στὴν αὐλή, σὲ κάθε μέρος
στρατεύματα τὶς κότες θὰ ὁδηγῶ».
Καὶ τοὖπε τότε ὁ κόκορας ὁ γέρος:
«Στάσου νὰ βγεῖς παιδάκι μου ἀπ᾿ τὸ αὐγό!»
Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2018


Ἂν ἔφερνε καλὸ λογισμὸ
- Γέροντα, πῶς γίνεται τὸ ἴδιο πράγμα νὰ τὸ βλέπουν διαφορετικὰ δύο ἄνθρωποι;
- Ὅλα τὰ μάτια βλέπουν τὸ ἴδιο καθαρά; Γιὰ νὰ δῆ κανείς καθαρά, πρέπει νὰ ἔχη τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του ὑγιέστατα, γιατί τότε ἔχει τὴν ἐσωτερικὴ καθαρότητα.
- Γιατί, Γέροντα, μερικές φορές, τὸ ἴδιο περιστατικὸ ἕνας τὸ θεωρεῖ εὐλογία καὶ ἄλλος δυστυχία;
- Καθένας τὸ ἑρμηνεύει ἀνάλογα μὲ τὸν…λογισμό του. Τὸ κάθε πράγμα μπορεῖς νὰ τὸ δῆς ἀπὸ τὴν καλή του πλευρὰ ἢ ἀπὸ τὴν κακή του πλευρά. Εἶχα ἀκούσει τὸ ἑξῆς περιστατικό: Σὲ ἕνα μοναστήρι ποὺ βρισκόταν σὲ κατοικημένη περιοχὴ εἶχαν τυπικὸ νὰ κάνουν ἑσπερινὸ καὶ ὄρθρο τὰ μεσάνυχτα καὶ πήγαιναν καὶ κοσμικοί, γιατὶ τὸ μοναστήρι ἦταν περιτριγυρισμένο ἀπὸ σπίτια ποὺ σιγὰ-σιγὰ εἶχαν χτισθῆ ἐκεῖ κοντά. Μιὰ φορὰ ἕνας ἀρχάριος νέος μοναχὸς ξέχασε τὸ κελλὶ του ἀνοιχτὸ καὶ μπῆκε μέσα μιὰ γυναίκα. Ὅταν τὸ ἔμαθε, στενοχώρια, κακό! Ὤ, μολύνθηκε τὸ κελλί! Τρομερό, χάθηκε ὁ κόσμος! Παίρνει οἰνόπνευμα, ρίχνει στὸ πάτωμα καὶ βάζει φωτιά, γιὰ νὰ τὸ ἀπολυμάνη! Παραλίγο νὰ κάψη τὸ μοναστήρι. Τὸ πάτωμα τοῦ κελλιοῦ του τὸ ἔκαψε, τόν λογισμό του ὅμως δὲν τὸν ἔκαψε. Ἐκεῖνον ἔπρεπε νὰ κάψη, γιατὶ τὸ κακὸ στὸν λογισμό του βρισκόταν. Ἂν ἔφερνε καλὸ λογισμὸ καὶ ἔλεγε ὅτι ἡ γυναίκα μπῆκε στὸ κελλὶ ἀπὸ
εὐλάβεια, για νὰ ὠφεληθῆ, γιὰ νὰ πάρη χάρη καὶ νὰ ἀγωνισθῆ καὶ αὐτὴ στὸ σπίτι της, θὰ ἀλλοιωνόταν πνευματικὰ καὶ θὰ δόξαζε τὸν Θεό.
Ἀπὸ τὴν ποιότητα τῶν λογισμῶν ἑνὸς ἀνθρώπου φαίνεται ἡ πνευματική του κατάσταση. Οἱ ἄνθρωποι κρίνουν τὰ πράγματα ἀνάλογα μὲ τὸ περιεχόμενο ποὺ ἔχουν μέσα τους. Ἂν δὲν ἔχουν πνευματικὸ περιεχόμενο, βγάζουν λάθος συμπεράσματα καὶ ἀδικοῦν τὸν ἄλλον. Ἄν λ.χ. δῆ κάποιον ἀργὰ τὸ βράδυ ἔξω ἕνας ποὺ κάνει ἐλεημοσύνες τὴν νύχτα, γιὰ νὰ μὴν τὸν βλέπουν, ποτὲ δὲν θὰ βάλη κακὸ λογισμό. Ἄν τὸν δῆ ὅμως κάποιος ποὺ ξενυχτάει στὴν ἁμαρτία, θὰ πῆ: τὸ τέρας, ποιὸς ξέρει ποῦ ξενυχτοῦσε, γιατὶ τέτοιες ἐμπειρίες ἔχει. Ἤ, ἄν ἀκούγωνται τὴν νύχτα ἀπὸ τὸν ἐπάνω ὄροφο ντοὺκ-ντούκ, ἕνας ποὺ ἔχει καλοὺς λογισμοὺς θὰ πῆ: «μετάνοιες κάνει», ἐνῶ ἕνας ποὺ δὲν ἔχει καλοὺς λογισμοὺς θὰ πῆ: «ὅλη τὴν νύχτα χορεύει». Ἂν ἀκούγεται μελωδία, ὁ ἕνας θὰ πῆ: «τί ὡραῖες ψαλμωδίες», ἐνῶ ὁ ἄλλος θὰ πῆ: «τί τραγούδια εἶναι αὐτά;».
Θυμάστε πῶς ἀντιμετώπισαν τὸν Χριστὸ οἱ δύο ληστὲς ποὺ εἶχαν σταυρωθῆ μαζί Του; Καὶ οἱ δύο ἔβλεπαν τὸν Χριστὸ ἐπάνω στὸν Σταυρό, τὴν γῆ νὰ σείεται κ.λπ. Τί λογισμὸ ὅμως ἔβαλε ὁ ἕνας καὶ τί ὁ ἄλλος! Ὁ ἕνας, ὁ ἐξ εὐωνύμων, βλασφημοῦσε καὶ ἔλεγε: Εἰ σὺ εἰ ὁ Χριστός, σῶσον σεαυτὸν καὶ ἡμᾶς. Ὁ ἄλλος, ὁ ἐκ δεξιῶν, ἔλεγε: Ἡμεῖς μὲν ἄξια ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν οὗτος δὲ οὐδὲν ἄτοπον ἔπραξε. Ὁ ἕνας σώθηκε, ὁ ἄλλος κολάσθηκε.
Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Τετάρτη 11 Ιουλίου 2018



Ἐὰν δὲν μπορεῖς
Καὶ ἐὰν δὲν μπορεῖς νὰ νηστεύσεις δυὸ ἡμέρας, νήστευσον τουλάχιστον ἕως τὸ ἑσπέρας, καὶ ἐὰν δὲν ἠμπορεῖς πάλιν ἕως τὸ ἑσπέρας, φυλάττου τουλάχιστον ἐκ τοῦ χορτασμοῦ τῆς κοιλίας, καὶ ἐὰν δὲν ὑπάρχεις ἅγιος κατὰ τὴν καρδίαν, γίνε καθαρὸς κατὰ τὸ σῶμα.
Καὶ ἐὰν δὲν πενθεῖ ἡ καρδία σου, ἂς πενθεῖ τὸ πρόσωπόν σου, καὶ ἐὰν δὲν ἠμπορεῖς νὰ ἐλεήσεις, ὁμίλει τουλάχιστον ὡς ἁμαρτωλός. Καὶ ἐὰν δὲν ὑπάρχεις εἰρηνοποιὸς, μὴ γίνου τουλάχιστον φιλοτάραχος. Καὶ ἐὰν δὲν ὑπάρχεις ἱκανὸς καὶ ἔμπειρος, γίνου ἄοκνος κατὰ τὸ φρόνημα.
Καὶ ἐὰν δὲν ὑπάρχεις νικητὴς, μὴ ὑψηλοφρόνει κατὰ τῶν πταιόντων καὶ ὑπευθύνων. Καὶ ἐὰν δὲν δύνασαι νὰ φράξεις τὸ στόμα τοῦ καταλαλοῦντος κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, φύλαξον τουλάχιστον τὸ σὸν καὶ μὴ συμφωνήσεις μετ᾿ αὐτοῦ.
Ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος

Δευτέρα 9 Ιουλίου 2018



Ἡ κεντρική λέξη τοῦ χριστιανισμοῦ: «Μετάνοια»
Ἔχω τὴν αἴσθηση ὅτι εἴμαστε σὲ μιὰ φάση κάμψεως. Δὲν τίθεται θέμα. Δὲν θὰ ἔλεγα παρακμῆς, ἀλλά κάμψεως. Ξέρω ὅτι πολλές φορές ἴσως παρουσιάζεται πολύ πιό ἔντονη αὐτή ἡ φάση τῆς παρακμῆς. Ἀλλά, νομίζω ὅτι ἐκεῖνο τό ὁποῖο πρέπει νά μᾶς ἀπασχολήσει δέν εἶναι ὅτι εἴμαστε ἄρρωστοι, ἀλλά ποιά εἶναι ἡ θεραπεία. Ὅλοι περνάμε κάποια ἀρρώστια. Τό θέμα εἶναι σωστά νά τήν προσδιορίσουμε, νά γίνει ἡ σωστή διάγνωση καί ὅταν ἔχουμε καρκίνο, νά μήν παίρνουμε φάρμακα γιά τή γρίπη. Ὅταν εἶναι κάτι πολύ σοβαρό, θά πάρουμε τά ἀνάλογα φάρμακα. Καί νομίζω αὐτό τό ὁποῖο, τό βλέπω ὅτι ἔχει λείψει ἐδῶ, εἶναι ἡ σοβαρή αὐτοκριτική. Ἡ ἴδια ἡ λέξη χρησιμοποιεῖται πολλές φορές ὡς ἐπίθεση ἐναντίον τῶν ἄλλων.
«Κάποιοι ἄλλοι πρέπει νά κάνουν αὐτοκριτική, ἄς ποῦμε οἱ πολιτικοί, οἱ οἰκονομικοί παράγοντες». Προφανῶς πρέπει νά κάνουν αὐτοί. Ἀλλά, ὅλος ὁ λαός πρέπει νά κάνει αὐτοκριτική. Καί αὐτός εἶναι ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας, νά τόν βοηθήσει νά κάνει αὐτή τήν αὐτοκριτική. Δηλαδή, φταίει πάντα κάποιος ξένος, τόν ὀνομάζουμε ἔτσι ἤ ἀλλιῶς, μπορεῖ νά εἶναι Γερμανός, μπορεῖ νά εἶναι Ἀμερικανός, μπορεῖ νά εἶναι Τοῦρκος. Μά, ἐπιτέλους, φταῖμε ἐμεῖς. Αὐτή τήν αὐτοκριτική ἔχω τήν ἐντύπωση ὅτι δέν τήν ἔχουμε κάνει. Καί δέν εἶναι εὔκολo νά τήν κάνουμε. Δηλαδή λέμε «διαφθορά». Ἡ διαφθορά πῶς ὀνομάζεται; Εἶναι μιά πλανωμένη, πῶς νά τήν πῶ; Σάν ἕνα φάντασμα, σάν ἕνα σύννεφο. Ἔχει ὀνόματα ἡ διαφθορά. Σημαίνει ψέμα, σημαίνει πλεονεξία, σημαίνει ἐγωκεντρισμός. Αὐτά τά πράγματα εἶναι μόνο στούς πολιτικούς καί στούς οἰκονομικούς παράγοντες; Καί στά μέσα ἐνημερώσεως; Δέν εἶναι στά περισσότερα σπίτια; Δηλαδή τό «σπόρ» πού λέγεται «φοροδιαφυγή» εἶναι γιά ὁρισμένους μόνο; Ὅλη αὐτή ἡ εὐκολία μέ τήν ὁποία δηλώνουμε ὅτι ὁ πατέρας μας πρέπει νά πάρει σύνταξη καί ὁ πατέρας μας ἔχει πεθάνει, δέν εἶναι παρακμή; Θέλω νά πῶ ὅτι πρέπει νά μάθουμε νά βλέπουμε τήν πραγματικότητα ὅπως εἶναι. Καί ὑπάρχει μία ἄλλη λέξη πού εἶναι ἐπίσης ἐντελῶς ἐκκλησιαστική καί δέν ἠχεῖ πολύ καλά, ἀλλά εἶναι ἡ κεντρική λέξη τοῦ χριστιανισμοῦ: «Μετάνοια». Ἄν δέν ἀποφασίσουμε πραγματικά νά διορθώσουμε αὐτό τό ὁποῖο γίνεται, πῶς θά ὑπάρξει ἡ ἀλλαγή; Πῶς θά πάρουμε τή θέση πού ἔχουμε μέσα στήν Εὐρώπη καί στόν παγκόσμιο χῶρο;
Καί ἀπό αὐτῆς τῆς πλευρᾶς, ἐπαναλαμβάνω καί πάλι, μή φανταστεῖτε ὅτι ἐγώ μιλῶ γιά τήν αὐτοκριτική τῶν ἄλλων, μιλῶ γιά τήν αὐτοκριτική τή δική μας, τῶν θρησκευτικῶν λεγομένων, τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀνθρώπων. Ἐπιμένω τόν τελευταῖο καιρό καί ἔχω καταντήσει λίγο σάν ἐκείνους πού ἀποστηθίζουν τούς στίχους, νά ἐπαναλαμβάνω αὐτόν τόν στίχο πού εἶναι στήν Παλαιά Διαθήκη, στίς Παροιμίες. «Ἀληθεύειν καί ποιεῖν δίκαια», παρότι εἶναι μιά μετάφραση 22 αἰῶνες πρίν, ὅλες αὐτές οἱ λέξεις εἶναι πολύ σαφεῖς καί στή σημερινή πραγματικότητα «ἀληθεύειν καί ποιεῖν δίκαια ἀρεστά τῶ Θεῶ μᾶλλον ἤ θυσιῶν αἷμα»: «Τό νά εἶναι κανείς ἀληθινός καί δίκαιος, αὐτό ἀρέσει στόν Θεό πολύ περισσότερο ἀπό τά αἵματα τῶν θυσιῶν».
Θά ἔλεγα, μεταφράζοντας στή σημερινή πραγματικότητα, ἀπό τίς πολλές μετάνοιες, ἀπό τά πολλά κεριά, ἀπό τίς πολλές ἄλλες ἐξωτερικές ἐκφράσεις θρησκευτικότητας. Ἄν δέν καλλιεργήσουμε αὐτό τό πνεῦμα τῆς ἀλήθειας πού δέν εἶναι εὔκολο, καί τῆς Δικαιοσύνης πού δέν εἶναι εὔκολο, δέν ἔχουμε τή δυνατότητα νά βοηθήσουμε τόν λαό σέ μιά ἀληθινή ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Καί αὐτό νομίζω πρέπει νά τό κάνουμε. Ἐγώ τουλάχιστον στήν Ἀλβανία αὐτό τονίζω στούς ὀρθόδοξους. Τό νά εἶσαι ὀρθόδοξος, δέν σημαίνει ἁπλῶς ὅτι κάνεις τόν σταυρό σου ἔτσι, ἐνῶ οἱ ἄλλοι τόν κάνουν ἀλλιῶς ἤ ἄλλοι δέν τόν κάνουν καθόλου, ἀλλά εἶναι ὅτι μέ τή ζωή σου προσπαθεῖς νά εἶσαι ἄνθρωπος τῆς ἀλήθειας, ἄνθρωπος τῆς δικαιοσύνης. Αὐτό φέρνει τήν ἀλλαγή. Καί δόξα τῶ Θεῶ ὑπάρχουν πάρα πολλοί ἄνθρωποι ἐδῶ πού ζοῦν αὐτό τό πράγμα. Δέν εἶναι οἱ ἐπώνυμοι, αὐτοί πού παρουσιάζονται, εἶναι οἱ ἁπλοί ἄνθρωποι πολλοί, οἱ ὁποῖοι ἀκτινοβολοῦν αὐτή τήν πραγματικότητα μέ ἀθόρυβο τρόπο ἀλλά πολύ οὐσιαστικό. Λοιπόν, ἐγώ δέν ἀνησυχῶ, δέν ξέρω, ἔχω μιά αἰσιοδοξία γιά τό μέλλον, ἀλλά τήν θέτω ὑπό τίς προϋποθέσεις αὐτές, ὅτι θά γίνουμε πραγματικά ὀρθόδοξοι δηλαδή.
Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας Ἀναστάσιος

Κυριακή 8 Ιουλίου 2018


Δέν γνωρίζεται μέ τήν ἐπιστήμη
῎Ας εἶναι δοξασμένος ὁ Κύριος καί ἡ μεγάλη Του εὐσπλαγχνία πού δίνει σ᾿ ἀνθρώπους ἁμαρτωλούς τή χάρη τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Πλούσιοι καί βασιλιάδες δέν γνωρίζουν τόν Κύριο, ἀλλά ἐμεῖς οἱ φτωχοί μοναχοί καί βοσκοί γνωρίζομε τόν Κύριο μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα.
Γιά νά γνωρίση κανείς τόν Κύριο δέν χρειάζεται νά εἶναι πλούσιος ἤ ἐπιστήμονας, ἀλλά χρειάζεται νά εἶναι ὑπάκουος, ἐγκρατής, νά ἔχη πνεῦμα ταπεινό καί ν᾿ ἀγαπᾶ τόν πλησίον. ῾Ο Κύριος θ᾿ ἀγαπήση μιά τέτοια ψυχή, θά τῆς φανερώση ὁ ῎Ιδιος τόν ῾Εαυτό Του καί θά τήν διδάξη τή θεία ἀγάπη καί ταπείνωση καί θά τῆς δώση κάθε τι ὠφέλιμο γιά νά βρῆ ἀνάπαυση κοντά στόν Θεό.
῞Οσα κι ἄν μάθουμε, εἶναι πάρα ταῦτα ἀδύνατο νά γνωρίσωμε τόν Κύριο, ἄν δέν ζήσωμε σύμφωνα μέ τίς ἐντολές Του. Γιατί ὁ Κύριος δέν γνωρίζεται μέ τήν ἐπιστήμη, ἀλλά μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα. Πολλοί φιλόσοφοι καί ἐπιστήμονες ἔφτασαν μέχρι τήν πίστη στήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά δέν ἐγνώρισαν τόν Θεό. Κι ἐμεῖς οἱ μοναχοί μελετοῦμε μέρα καί νύχτα τόν νόμο τοῦ Κυρίου, ἀλλά δέν ἐγνώρισαν ὅλοι τόν Θεό – ἀπέχομε πολύ ἀπ᾿ αὐτό – παρότι ὅλοι πιστεύουν.
῎Αλλο νά πιστεύης πώς ὑπάρχει Θεός κι ἄλλο νά γνωρίζης τόν Θεό.
Νά τό μυστήριο.῾Υπάρχουν ψυχές πού γνώρισαν τόν Κύριο.ὑπάρχουν ψυχές πού δέν Τόν γνώρισαν, ἀλλά πιστεύουν.ὑπάρχουν ὅμως καί ἄλλες, πού οὔτε Τόν γνώρισαν οὔτε πιστεύουν – κι ἀνάμεσά τους ὑπάρχουν ἀκόμα ἐπιστήμονες καί διανοούμενοι.
῾Η ἀπιστία προέρχεται ἀπό τήν ὑπερηφάνεια. ῾Ο ὑπερήφανος ἰσχυρίζεται πώς θά γνωρίση τά πάντα μέ τό νοῦ του καί τήν ἐπιστήμη, ἀλλά ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ παραμένει ἀνέφικτη γι᾿ αὐτόν, γιατί ὁ Θεός γνωρίζεται μόνο μέ ἀποκάλυψη τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. ῾Ο Κύριος ἀποκαλύπτεται στίς ταπεινές ψυχές. Σ᾿ αὐτές δείχνει ὁ Κύριος τά ἔργα Του, πού εἶναι ἀκατάληπτα γιά τό νοῦ μας. Μέ τό φυσικό μας νοῦ μποροῦμε νά γνωρίσωμε μόνο τά γήϊνα πράγματα, κι αὐτά μερικῶς, ἐνῶ ὁ Θεός καί ὅλα τά οὐράνια γνωρίζονται μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα.
Μερικοί μοχθοῦν ὅλη τή ζωή τους γιά νά μάθουν τί ὑπάρχει στόν ἥλιο ἤ στή σελήνη ἤ κάτι παρόμοιο, ἀλλ᾿ αὐτά δέν ὠφελοῦν τήν ψυχή. ῎Αν ὅμως προσπαθούσαμε νά γνωρίσωμε τί ὑπάρχει μέσα στήν ἀνθρώπινη καρδιά, τότε θά βλέπαμε στήν ψυχή τοῦ ἁγίου τήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν καί στήν ψυχή τοῦ ἁμαρτωλοῦ σκοτάδι καί κόλαση. Κι εἶναι ὠφέλιμο νά τό ξέρωμε, γιατί θά εἴμαστε αἰώνια εἴτε στή Βασιλεία εἴτε στή κόλαση.
Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης

Παρασκευή 6 Ιουλίου 2018



Ἂν μ᾿ ἐπισκεφθεῖ τώρα ὁ Θεός, τί γίνεται;
Ἕνας γέροντας εἶπε:
- Σὲ κάθε ἔργο ποὺ πρόκειται νὰ κάνεις, λέγε πάντα: «Ἂν μ᾿ ἐπισκεφθεῖ τώρα δὰ ὁ Θεός, τί γίνεται;»
Καὶ πρόσεξε τί θὰ σοῦ ἀποκριθεῖ ὁ λογισμός. Ἂν σὲ κατακρίνει, σταμάτησε ἀμέσως καὶ ματαίωσε τὸ ἔργο ποὺ ἔπιασες. Καταπιάσου μὲ ἄλλο, ποὺ θὰ τὸ τελειώσεις μὲ σιγουριά. Γιατὶ ὁ πνευματικὸς ἐργάτης πρέπει νὰ εἶναι κάθε ὥρα ἕτοιμος νὰ τραβήξει τὸ δρόμο του πρὸς τὴν αἰωνιότητα. Εἴτε λοιπὸν κάθεσαι στὸ ἐργόχειρο εἴτε βαδίζεις στὸ δρόμο εἴτε τρῷς, τοῦτο λέγε πάντα μέσα σου:
«Ἂν αὐτὴ τὴ στιγμὴ μὲ καλέσει ὁ Θεός, τί γίνεται;» Βλέπε ὕστερα τί ἀπάντηση σοῦ δίνει ἡ συνείδησή σου καὶ κάνε χωρὶς χρονοτριβὴ ὅ,τι σοῦ λέει. Θέλοντας πάλι νὰ μάθεις ἂν ἐλεήθηκες, ξαναρώτησε τὴ συνείδησή σου. Καὶ μὴ σταματήσεις νὰ ρωτᾷς, ὥσπου νὰ πληροφορηθεῖ ἡ καρδιά σου καὶ νὰ σοῦ πεῖ ἡ συνείδησή σου: «Πιστεύουμε ὅτι ὁπωσδήποτε ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ θὰ μᾶς ἐλεήσει».
Πρόσεχε ὅμως, μήπως ἡ καρδιά σου λέει αὐτὸ τὸ λόγο μὲ δισταγμό.
Γιατὶ κι ἂν ἀκόμα ἔχει ἐπιφυλακτικότητα ἴσαμε μία τρίχα, τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι μακριὰ ἀπὸ σένα.

Πέμπτη 5 Ιουλίου 2018



Ὁ ἀληθινὰ λογικὸς
Οἱ ἄνθρωποι καταχρηστικὰ λέγονται λογικοί. Δὲν εἶναι λογικοὶ ὅσοι ἔμαθαν ἁπλῶς τὰ λόγια καὶ τὰ βιβλία τῶν ἀρχαίων σοφῶν, ἀλλ᾿ ὅσοι ἔχουν τὴ λογικὴ ψυχὴ καὶ μποροῦν νὰ διακρίνουν ποιὸ εἶναι τὸ καλὸ καὶ ποιὸ τὸ κακὸ καὶ ἀποφεύγουν τὰ πονηρὰ καὶ βλαβερὰ στὴν ψυχή, τὰ δὲ ἀγαθὰ καὶ ψυχωφελῆ, τὰ ἀποκτοῦν πρόθυμα μὲ τὴ μελέτη καὶ τὰ ἐφαρμόζουν μὲ πολλὴ εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεό. Αὐτοὶ μόνοι πρέπει νὰ λέγονται ἀληθινὰ λογικοὶ ἄνθρωποι.
Ὁ ἀληθινὰ λογικὸς ἄνθρωπος ἕνα μόνο ζῆλο ἔχει: νὰ πείθεται καὶ νὰ ἀρέσει στὸ Θεὸ τῶν ὅλων.
Σ᾿ αὐτὸ καὶ μόνον πρέπει νὰ ἐκπαιδεύει τὴν ψυχή του, ὥστε ν᾿ ἀρέσει στὸ Θεό, εὐχαριστώντας γιὰ τὴν τόσο μεγάλη Του πρόνοια καὶ ρύθμιση τῶν ὅλων, ὁτιδήποτε κι᾿ ἂν τοῦ τύχη στὴ ζωή του.
Γιατὶ εἶναι ἄτοπο, τοὺς μὲν Ἰατρούς, ποὺ μᾶς δίδουν καὶ πικρὰ καὶ δυσάρεστα φάρμακα, νὰ τοὺς εὐχαριστοῦμε γιὰ τὴν ὑγεία τοῦ σώματός μας, πρὸς τὸν Θεὸν δὲ νὰ εἴμαστε ἀχάριστοι, γιὰ τὰ πράγματα ποὺ μᾶς φαίνονται δυσάρεστα καὶ δύσκολα καὶ νὰ μὴν γνωρίζομε, ὅτι ὅλα γίνονται ὅπως πρέπει καὶ πρὸς τὸ συμφέρον μας κατὰ τὴν Πρόνοιά Του.
Ἡ γνώσις τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ πίστη στὸ Θεό, εἶναι ἡ σωτηρία καὶ ἡ τελειότης τῆς ψυχῆς.
Μέγας Ἀντώνιος

Τετάρτη 4 Ιουλίου 2018


Τὸ κουκούλωμα
Τέλος, μετὰ πολλὰς πλάνας, καὶ πολλὰς περιπετείας, καὶ πάθη, ἐνοικοκυρεύθη καὶ ἀποκατεστάθη ὁ κὺρ Κοσμᾶς ὁ Πουργιάκος εἰς τὸν κόσμον αὐτόν. Καὶ ἦτο καιρὸς πράγματι. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴν ποὺ εἶχε τὸ καφενεῖον τῆς νυκτὸς εἰς ἕνα δρόμον κοντὰ στὴν Παλαιὰν Ἀγοράν, ἕως τὸν καιρὸν ὁποὺ ἐξηκολούθει νὰ κάμνῃ τὸν ὠτίατρον ἀκόμη μετὰ χρόνους πολλοὺς εἰς τοὺς πελάτας του, ὁ μύσταξ του ἐξηκολούθει ἀκόμη νὰ εἶναι βαθέος καστανοῦ χρώματος. Εἶχε γυρίσει ὅλας τὰς συνοικίας τῆς πόλεως, μεταφέρων τὸ στραταρχεῖόν του ―τὸ ἰατρεῖόν του καὶ τὸν ναργιλέ του― ἀκολουθούμενος πάντοτε ἀπὸ τὴν πολυάριθμον παρέαν του ― ἀπὸ μπακάλικον εἰς μπακάλικον καὶ ἀπὸ ταβέρναν εἰς ταβέρναν.
Ὁ μικρὸς κομψὸς ναργιλές του, δουλεύων μὲ τουμπεκὶ ἰδιαίτερον, καίων μὲ κάρβουνα κομιζόμενα ἑκάστοτε ἀπὸ τὸ πλησιέστερον καφενεῖον ―ὁμοῦ μὲ καφέδες, λουκούμια καὶ λεμονάδες δι᾿ ὅλην τὴν παρέαν― θὰ ἠδύνατό τις νὰ εἴπῃ ὅτι εἶχε διατηρηθῆ ἄσβεστος ἐπὶ τόσα ἔτη τώρα, ἀκοίμητος καὶ ἀναλλοίωτος, ὅπως ἡ ἀειθαλὴς νεότης τοῦ καπνιστοῦ. Ποτὲ δὲν ἐκάθισεν ὁ Κοσμᾶς εἰς τράπεζαν, εἰς τὰς διαφόρους ταβέρνας ὅπου εἱστιᾶτο πάντοτε, χωρὶς νὰ ἔχῃ συντροφιὰν ἀπὸ τρεῖς ἕως πέντε, ἐνίοτε μέχρις ὀκτώ, φίλους του. Τὰ τεράστια γιουβέτσια ἤρχοντο πάντοτε ἀχνιστὰ ἀπὸ τὸν φοῦρνον, καὶ οἱ φουρνάρηδες δὲν εὐκαιροῦσαν ποτὲ ἀπὸ τὰς ἀλλεπαλλήλους παραγγελίας του.
Ὁ στενώτερος κύκλος ἀπετελεῖτο ἀπὸ τὸν Ἀλέκον τὸν Δρῖνον, ἀπὸ τὸν Ἀντώνην τὸν Λιγδερόν, καὶ ἀπὸ τὸν Τάσον τὸν Ἀσπρομάτην. Αὐτοὶ καὶ ὁ Πολυζωγάκης, ὁ ἀστεῖος τῆς συναναστροφῆς, ἀπετέλουν τὴν αὐλὴν τοῦ Κοσμᾶ. Ὁ Πολυζωγάκης ὡμοίαζε μὲ τοὺς Φράγκους ἱππότας τοῦ μεσαιῶνος. Ὅπως ἐκεῖνοι δὲν ἐχόρταιναν ποτὲ τὰς ἡδονὰς οὔτε τοὺς πολέμους, οὕτω καὶ ὁ Πολυζωγάκης ὅλην τὴν ἡμέραν εἰργάζετο ἀκούραστος ―ἐμβάλωνε παπούτσια― καὶ τὸ βράδυ ἐξεφάντωνεν. Ἔπινεν, ἐχόρευεν, ἐπήδα, πρὸς τέρψιν ὅλης τῆς παρέας.
Ποτὲ δὲν ὑπῆρξε τόσον ἀνοιχτόκαρδος ἄνθρωπος, φύσει ἐπικούρειος γεννημένος, ὅσον ὁ κὺρ Κοσμᾶς. Διὰ τίποτε δὲν τὸν ἔμελε. Τὸν καιρὸν ὁποὺ εἶχεν ἐκεῖ εἰς τὴν παλαιὰν συνοικίαν τὸ νυκτερινὸν καφενεῖον ἐξενυχτοῦσε πάντοτε μὲ τοὺς φίλους πελάτας του, μοιράζων ἐπ᾿ ἴσοις τὰς ὥρας μεταξὺ τοῦ καφενείου καὶ τοῦ πατσατζίδικου, καὶ ὑπαιθριάζων πολλὰς ὥρας ὑπὸ τὴν λεύκαν τῆς μικρᾶς πλατείας. Ἐκεῖ ἐτρώγοντο συνήθως τὰ μοσχοχτάποδα, καὶ ἄλλοι νυκτερινοὶ μεζέδες, ἐν συντροφίᾳ μὲ τὸν Τζώρτζην τὸν Βλάχον, τὸν Λύσανδρον Παπαδιονύσην, καὶ τὸν Κλήμεντα τὸν Σακελλάριον. Συνήθως ὁ Κλήμης ἔτρωγε πρῶτα κρέας μὲ μελιτζάνες, κατόπιν καπαμὰ μὲ μυρωδικὰ καὶ κόκκινην σάλτσαν, καὶ τελευταῖα δύο μοσχοχτάποδα τηγανητά.
Συχνὰ εἰς τὰ δεῖπνα τὰ ὑπαίθρια ἐλάμβανε μέρος καὶ ὁ Παναγὴς ὁ Τζιμιχούρης. Οὗτος ἀνῆκεν εἰς ἱστορικὴν οἰκογένειαν. Ὁ μακαρίτης ἀδελφός του ὁ Μιχάλης, ἀφοῦ εἶχε κερδίσει πολλὰ στοιχήματα, κατορθώσας νὰ φάγῃ τὴν μίαν φορὰν ἕνα ταψὶ μπακλαβᾶ, τὴν ἄλλην 14 ζευγάρια σαρδέλες τοῦ λίπους, ἀνὰ δύο τὴν μπουκιὰν ―ἄλλοτε πάλιν ἕνδεκα ὀκάδας ξηρὰ σῦκα― τέλος, ἔχασεν ἕν, τὸ τελευταῖον, καὶ ἀπέθανεν ἐκ δυσπεψίας, μὴ προφθάσας ν᾿ ἀποφάγῃ ἐννέα ὀκάδας κεράσια μετὰ τῶν πυρήνων, ὅπως εἶχε στοιχηματίσει.
Ὁ Παναγὴς ἔφερε μαζί του, εἰς τὰ νυκτερινὰ ὑπὸ τὴν λεύκαν δεῖπνα, πότε 6 ἕως 7 δωδεκάδας χαψιά, πλέοντα ἐντὸς βαθείας πιατέλας μὲ ἑκατὸν δράμια λάδι καὶ ἀνάλογον τριανταφυλλόξιδο, καὶ ὁλάκερους σκεμπέδες παραγεμιστούς, σκληροὺς ὡς πέτρα. Ἀλλὰ τὸ μᾶλλον εὐνοούμενον φαγητόν του ἦτο τὸ ἑξῆς: ὁλόκληρον χοιρίδιον παραγεμιστόν, μὲ πολλοὺς σκόμβρους ἀντὶ σαλάτας, καὶ ὡς ἐπιδόρπιον χέλι ψητὸν μετὰ φύλλων δάφνης στὴν σούβλα. Αὐτὰ τὰ τρία, ὁμοῦ τρωγόμενα, ἀπετέλουν τὸ ἰδεῶδες τῆς γαστρονομίας… Κατόπιν ὅλοι ὁμοῦ ἐμβαρκαρίζοντο κ᾿ ἔπλεον εἰς ὀνειρώδη ποταμὸν ρητινίτου, ὑπὸ τὴν αὔραν τῶν θροούντων φύλλων.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δευτέρα 2 Ιουλίου 2018



Πρὸς τοὺς νέους
Ὅσα, λοιπόν, λόγια ὁδηγοῦν πρὸς τὸ καλό, πρέπει νὰ τὰ ἀφομοιώνουμε, ὅπως εἴπαμε παραπάνω. Ἀλλὰ καὶ σπουδαῖες πράξεις τῶν ἀρχαίων σώθηκαν στὴ μνήμη ὡς τὶς ἡμέρες μας ἢ καταγραμμένες στὶς σελίδες τῶν ποιητῶν καὶ τῶν πεζογράφων. Ἂς μὴ παραμελήσουμε καὶ τὴ δική τους ὠφέλεια. Κάποτε, λόγου χάρη, ἕνας χυδαῖος ἄνθρωπος ἔβριζε τὸν Περικλῆ, ἐνῷ ὁ μεγάλος πολιτικὸς δὲν ἔδινε καμιὰ σημασία. Ὅλη τὴν ἡμέρα ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος περιέλουζε μὲ βρισιὲς τὸν Περικλῆ, ἀλλ᾿ αὐτὸς ἔμενε ἀδιάφορος. Ὅταν, λοιπόν, ἔπεσε τὸ βράδυ καὶ σκοτείνιασε κι ἐκεῖνος ἀποκαμωμένος ἀπομακρυνόταν, ὁ Περικλῆς, πιστὸς στὴν ἄσκηση τῆς φιλοσοφίας, πρόσταξε νὰ τοῦ φωτίσουν τὸ δρόμο ποὺ περπατοῦσε. Μιὰ ἄλλη φορά, πάλι, ἕνας ἄνθρωπος ὀργισμένος ἐναντίον τοῦ Εὐκλείδη, τοῦ φιλοσόφου ἀπὸ τὰ Μέγαρα, τὸν ἀπείλησε, καὶ μάλιστα μὲ ὅρκο, ὅτι θὰ τὸν σκότωνε. Ἀλλὰ κι ὁ Εὐκλείδης τοῦ ὁρκίσθηκε ὅτι θὰ τὸν ἱκανοποιοῦσε καὶ θὰ τὸν ἔβγαζε ἀπὸ τὴν ὀργή του. Τί σπουδαῖο θὰ ἦταν ἂν ὅσοι παρασύρονται στὸ πάθος τοῦ θυμοῦ ἔφερναν στὸν νοῦ τους τέτοια περιστατικά! Διότι δὲν πρέπει νὰ πιστεύουμε στὴν τραγῳδία, ποὺ διδάσκει ὅτι ἡ ὀργὴ ὁπωσδήποτε ἀρματώνει τὸ χέρι ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ μας καὶ νὰ ἐρεθιζόμαστε ἀπ᾿ αὐτή. Κι ἂν αὐτὸ εἶναι δύσκολο, πρέπει νὰ χρησιμοποιοῦμε τὴ λογικὴ ἐναντίον της καὶ νὰ τῆς κόβουμε τὰ φτερά.
Ἂς γυρίσουμε πάλι στὰ παραδείγματα σπουδαίων πράξεων. Ὅρμησε κάποιος ἐναντίον τοῦ φιλοσόφου Σωκράτη καὶ τὸν χτυποῦσε ἀλύπητα στὸ πρόσωπο. Ἀλλὰ ἐκεῖνος δὲν ἔφερε ἀντίσταση. Ἄφησε τὸν μεθυσμένο νὰ χορτάσει τὴν ὀργή του, ἕως ὅτου ἡ ὄψη του εἶχε μελανιάσει καὶ πρησθεῖ ἀπὸ τὰ χτυπήματα. Ὅταν τὸ ξύλο σταμάτησε καμιὰ φορά, ὁ Σωκράτης ἔκανε μονάχα αὐτό: ἔγραψε στὸ μέτωπό του «ὁ τάδε τό ῾κανε», ὅπως ἐπιγράφουν στοὺς ἀνδριάντες τὸ ὄνομα τοῦ γλύπτη. Ἦταν ἡ μόνη του ἐκδίκηση. Τὰ παραδείγματα αὐτὰ ἔχουν σχεδὸν τὴν ἴδια ἐπιδίωξη μὲ τὴν Ἁγία Γραφή μας. Γι᾿ αὐτὸ εἶπα ὅτι εἶναι γιὰ τὴν ἡλικία σας πολὺ ἀξιομίμητα. Λόγου χάρη, τὸ τελευταῖο περιστατικό, ἐκεῖνο τοῦ Σωκράτη, μοιάζει μὲ ὅ,τι παραγγέλλει ὁ Κύριος: ἂν σὲ χτυπήσει κανεὶς στὸ ἕνα μάγουλο, στρέψε του καὶ τὸ ἄλλο, ἀντὶ νὰ ὑπερασπίσεις τὸν ἑαυτό σου. Ὅσο γιὰ τὰ περιστατικὰ τοῦ Περικλῆ ἢ τοῦ Εὐκλείδη, θυμίζουν τὴν ἐντολὴ νὰ ὑπομένουμε ὅποιους μᾶς κάνουν κακὸ καὶ νὰ βαστᾶμε μὲ πραότητα τὴν ὀργή τους, νὰ μὴν καταριόμαστε ἀλλὰ νὰ ἀπαντᾶμε μὲ εὐχὲς στοὺς ἐχθρούς μας.
Ὅποιος προγυμνασθεῖ στὰ ἀρχαῖα ἐκεῖνα παραδείγματα, δὲν θὰ δυσπιστήσει στὶς ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου σὰν ἀκατόρθωτες. Δὲν θὰ λησμονήσω καὶ τὴν πράξη τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ποὺ ἀφοῦ ἔπιασε αἰχμάλωτες τὶς πανέμορφες, ὅπως λέγεται, κόρες τοῦ Δαρείου, δὲν καταδέχθηκε οὔτε νὰ τὶς κοιτάξῃ, θαρρώντας ντροπὴ γιὰ τὸν νικητὴ ἀνδρῶν νὰ νικηθεῖ ἀπὸ γυναῖκες. Αὐτὸ συμπίπτει μὲ τὸ εὐαγγελικό: ὅποιος ρίξει βλέμμα ἐπιθυμίας σὲ γυναίκα, ἔστω κι ἂν δὲν κάνει μοιχεία στὴν πράξη, μὲ τὸ νὰ δεχθεῖ ὅμως τὴ μοιχεία στὴν ψυχή του, εἶναι ἔνοχος. Ὅσο γιὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Κλεινία, μαθητῆ τοῦ φιλοσόφου καὶ μαθηματικοῦ Πυθαγόρα, εἶναι δύσκολο νὰ παραδεχθοῦμε ὅτι τυχαίως συμπίπτει μὲ αὐτὴ τοῦ φιλοσόφου καὶ μαθηματικοῦ Πυθαγόρα. Τί ἔκανε ὁ Κλεινίας; Ἂν ὁρκιζόταν, θὰ γλίτωνε πρόστιμο τριῶν ταλάντων. Ἀλλὰ προτίμησε νὰ πληρώσει αὐτὸ τὸ ὑπέρογκο ποσὸ γιὰ νὰ μὴ πάρει ὅρκο, ἔστω κι ἂν ὁ ὅρκος θὰ ἦταν ἀληθινός. Κι αὐτὸ τὸ ἔκανε, ἴσως διότι ἄκουσε τὴν ἐντολή, ποὺ ἀπαγορεύει τὸν ὅρκο.
Μέγας Βασίλειος