Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2020



Οἱ πέτρες
Πέτρες! Τί εἶναι οἱ πέτρες; Πέτρες! Δηλαδή, τίποτα! Ποιὸς δίνει σημασία σ᾿ αὐτές; Ποιὸς χάνει τὸν καιρό του μὲ τὶς πέτρες; Δὲν ἀξίζει τὸν κόπο μηδὲ νὰ μιλήσει κανένας γι᾿ αὐτές. Εἶναι τὰ πιὸ καταφρονεμένα πράγματα τῆς πλάσης.
Ὡστόσο, μοῦ φαίνεται, πὼς αὐτὲς οἱ τιποτένιες πέτρες θ᾿ ἀπομείνουνε μονάχα, ὅποτε χαλάσει ὁ κόσμος καὶ λείψει κάθε ζωὴ ἀπάνω στὴ γῆ. Αὐτὲς εἶναι ἡ πρώτη σύσταση τοῦ κόσμου, κι αὐτὲς θά ῾ναι τὸ τελευταῖο ἀπομεινάρι του. Δὲν κουνιοῦνται ἀπὸ τὸν τόπο τους, δὲν μιλᾶνε. Μὰ θαρρῶ πὼς ἀκοῦνε καὶ πὼς βλέπουνε. Μᾶς βλέπουνε ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους κι ὅσα κάνουμε, ἀκοῦνε ὅσα λέμε ἐμεῖς οἱ λιγόζωοι, οἱ ψευτο-κανωμένοι, καὶ μᾶς ἐλεεινολογᾶνε γιὰ τὴν ἀνοησία μας, πὼς τάχα θὰ κυριέψουμε τὸν κόσμο! Οἱ πέτρες ποὺ πατοῦσε ἀπάνω τους ὁ Ἀχιλλέας κι ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος θὰ κρυφογελούσανε μὲ τὴ ματαιοδοξία τους, γιατὶ ξέρανε πὼς θὰ σβήσουνε πολὺ γρήγορα, σὰν καπνός, κι αὐτοί, κι οἱ αὐτοκρατορίες τους, κ᾿ οἱ δόξες τους, σὲ καιρὸ ποὺ αὐτὲς θὰ στεκόντανε ἀκατάλυτες, ὅπως καὶ θὰ βρίσκουνται ὡς τὰ σήμερα σὲ κάποια μεριά. Ἀπὸ τότε τὶς πατήσανε χιλιάδες ἄνθρωποι, δίχως νὰ τὶς δώσουνε καμμιὰ προσοχή, κι ὅλοι τους γινήκανε κουρνιαχτός, σὰν νὰ μὴν ᾔρθανε ποτὲς στὸν κόσμο.
Πολλὲς φορὲς κάθουμαι καὶ κοιτάζω τὶς πέτρες ποὺ τυχαίνει νὰ βρίσκουνται μπροστά μου, καὶ μοῦ φαίνεται πὼς μὲ κοιτάζουνε καὶ κεῖνες μὲ κάποια μυστηριώδη μάτια ποὺ δὲν φαίνονται, καὶ πὼς κρυφοκουβεντιάζουνε μεταξύ τους καὶ πὼς κρυφογελοῦνε γιὰ τὴν κουταμάρα μας νὰ φανταζόμαστε μεγάλα καὶ τρανὰ πράγματα, νὰ βγάζουμε ὁ ἕνας τ᾿ ἀλλουνοῦ τὰ μάτια καὶ νὰ τὶς στοιβιάζουμε, αὐτὲς τὶς πέτρες ποὺ μᾶς περιγελᾶνε, τὴ μιὰ ἀπάνω στὴν ἄλλη, ἢ νὰ τὶς πελεκᾶμε γιὰ νὰ κάνουμε ἀγάλματα καὶ ταφόπετρες, γιὰ νὰ τὶς βάλουμε ἀπάνω στὴν κοιλιά μας ἅμα πεθάνουμε! Ἀνατριχιάζω ὧρες-ὧρες, γιατὶ νοιώθω καθαρὰ τὰ γέλια ποὺ κάνουνε κρυφὰ οἱ πέτρες γιὰ τὴν κουταμάρα μας.
Ἀπὸ μικρὸς ἀγαποῦσα νὰ μαζεύω βότσαλα στὴν ἀκροθαλασσιά. Αὐτὴ τὴν ἀγάπη τὴν ἔχω ἀκόμα. Πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες ἕνα βράδυ, βρέθηκα κοντὰ στὴν ἀγαπημένη μου τὴ θάλασσα, σὲ μιὰ βορεινὴ ἀκρογιαλιά. Ὁ ἥλιος ἔγερνε στὸ βασίλεμα. Φυσοῦσε λίγο βοριαδάκι, καὶ τὰ κύματα ἔρχονταν ἥμερα ἀπὸ τὸ πέλαγο κι ἀφρίζανε ἀπάνω στὰ χαλίκια. Ἔγινα ἄλλος ἄνθρωπος ἄμα ἄκουσα τὸ ροχαλητὸ τοῦ νεροῦ, ποὺ μὲ νανούρισε ἀπὸ τὴν κούνια μου. Πῆρα τὸ γιαλό-γιαλό, καὶ τράβηξα κατὰ κεῖ ποὺ ἔβγαινε ἕνας κάβος κ᾿ ἔκλεινε ὁ κόρφος.
Ἀντίκρυ θαμποφαινόντανε, μέσα στὴ ἄχνα της θάλασσας, τὰ βουνὰ τῆς Εὔβοιας. Κατὰ τὸν γραῖγο, ξεχώριζε καθαρὰ ἡ στεριά, μ᾿ ἕναν ἄλλο κάβο, πέρα ἀπὸ τὸν Μαραθῶνα. Παραμέσα στὴ στεριά, βορεινότερα ἀπὸ κεῖ ποὺ στεκόμουνα, μαυρίζανε τὰ ἄγρια μυτερὰ βουνά, ποὺ ξεπετιοῦνται ἀπὸ τὴν Πεντέλη σὰν δυναμάρια. Ὅσο ἥμερο εἶναι αὐτὸ τὸ βουνὸ ἀπὸ τὴν ἄλλη μπάντα, ποὺ κοιτάζει κατὰ τὴν Ἀθήνα, τόσο ἄγριο καὶ θυμωμένο εἶναι ἀπὸ τούτη τὴ μεριά, ἀπὸ τὰ βορεινά, σὰν νὰ φοβερίζει τὸ μπουγάζι ποὺ ἔβγαλε τοὺς Πέρσες γιὰ νὰ τὸ πατήσουν, πρὶν ἀπὸ χιλιάδες χρόνια.
Περπατοῦσα, λοιπόν, γιαλὸ-γιαλὸ καὶ μάζευα πέτρες. Εἶχε χρωματιστὰ χαλίκια λογῆς-λογῆς, μὰ ἡ θάλασσα τὰ ξέπλυνε κι ἀνάβανε τὰ γλυκὰ χρώματα ποὺ εἴχανε. Τὰ κύματα ἀφρίζανε δίπλα μου, βγάζοντας τὴ μυστικὴ βουή τους, ποὺ εἶναι ἡ αἰώνια ἀνασαμιὰ τῆς θάλασσας, κι ἐγὼ ἔσκυβα κάθε τόσο κι ἔπαιρνα ἕνα χρωματιστὸ λιθάρι, κι ἀφοῦ τὸ κοίταζα καλά, τὸ ἔχωνα στὴν τσέπη μου, σὰ νά ῾τανε κανένα ρουμπίνι ἢ ζουμπρούτι. Κάθε τόσο, κάθιζα χάμω καὶ κοίταζα, μιὰ κατὰ τὰ πέλαγο, μιὰ τὸν θησαυρὸ ποὺ πατοῦσα, τὶς δροσερόχρωμες κεῖνες πέτρες ποὺ στολίζανε τὸ σύνορο τῆς θάλασσας. Ὅπως μὲ χώριζε ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς πολιτείας κι ἀπὸ τὶς ἔγνοιες της τὸ βογγητὸ τῆς θάλασσας, γεμίζοντας τ᾿ αὐτιά μου μὲ τὰ μυστικὸ καὶ βαρὺ ἴσο του, τὸ ἴδιο καὶ τὰ χαλίκια μὲ κάνανε νὰ ξεχάσω κάθε τι πολύπλοκο καὶ μάταιο ποὺ κάνει ὁ ἄνθρωπος.
Μάζεψα κάμποσα βότσαλα καὶ τὰ πῆγα σ᾿ ἕνα μέρος καὶ τὰ φύλαξα. Ὕστερα ξαναγύρισα καὶ μάζεψα κι ἄλλα. Τί ἔμορφα κ᾿ ἐκφραστικὰ χρώματα ποὺ εἴχανε τὰ χαλίκια! «Οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλλετο ὡς ἓν τούτων». Τί παράξενα κόκκινα, κεραμιδιά, βυσσινιά, τριανταφυλλιά, σταχτιὰ λογιῶν-λογιῶν, κίτρινα, ἀσπροκίτρινα, πορτοκαλλιά, μελιά, πρασινογάλαζα, λαδιά, μαῦρα, πρασινόμαυρα!
Ἐκεῖ ποὺ περπατοῦσα, ἔφερνα στὸν νοῦ μου τὰ μικρά μου χρόνια, κι ὅσα ἔγραψα τὸν καιρὸ ποὺ ζοῦσα μοναχὸς στὸ νησί μου; «Μάζευα ὅ,τι εὕρισκα στὴν ἀκροθαλασσιά, ἕναν κόσμο κοχύλια καὶ τσόφλια, εἴτε χρωματιστὲς πέτρες. Ὅλα αὐτὰ τὰ στόλιζα ἐκεῖ μέσα. Μοῦ ῾καναν μιὰ βαθειὰ ἐντύπωση, ὅσο τίποτα στὸν κόσμο... Ἔστεκα ὧρες καὶ τὰ κοίταζα, σηκωνόμουν κ᾿ ἔβλεπα ἀπὸ τὸ παραθυράκι τὰ βουνὰ καὶ τὴ θάλασσα». Κι ἀλλοῦ ἔγραφα: «Μιὰ ἄσπρη πέτρα ἀπάνω στὸν ἄμμο, ἕνα κομμάτι ξύλο ποὺ κείτεται στ᾿ ἀκρογιάλι, τραβοῦν τὴν προσοχή μου. Τὰ πιὸ ἀσήμαντα πράγματα, ἐδῶ μοῦ φαίνονται γεμάτα ἀπὸ ἐνδιαφέρον... Βλέπω τὰ πράγματα ἴσια, χωρὶς ἡ ἐντύπωση νὰ βλαφτεῖ ἀπ᾿ ὅ,τι ἔμαθα νὰ καταλαβαίνω ὡς τώρα, λέγοντας αὐτὰ τὰ δυὸ λόγια: Νερὰ καὶ γῆς. Ἐδῶ κἂν δὲν ὑπάρχουν πλέον ὀνόματα, παρὰ τὰ ἴδια τὰ πράγματα πέφτουν ἀπάνω στὴν ψυχή μου ἀπ᾿ τὸ βάρος τους, ἄγρια κι ἀδιάφορα...».
Καὶ ὅμως, πόσο ἀγαπημένες μοῦ εἶναι αὐτὲς οἱ πέτρες ποὺ μάζεψα! Κείτουνται ἐκεῖ χάμω, σωρός, καὶ κανένας δὲν τὶς βλέπει, κανένας δὲν καταδέχεται νὰ τὶς δεῖ. Κ᾿ ἐγώ, σὰν νὰ εἶμαι ὁ μόνος πό ῾χει μάτια γιὰ νὰ δεῖ τὴ μυστηριώδη ἐμορφιά τους.
Σάν γύρισα στὸ σπίτι μου, τὶς ἔβαλα μέσα σ᾿ ἕνα τάσι, μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες ποὺ εἶχα μαζέψει ἄλλη φορά, κι ἔχυσα μέσα νερὸ γιὰ νὰ μὴν ξεραθοῦνε καὶ ξεθωριάσουν.
«Ἄχ! Τίποτα μέσα στὴν κάμαρα δὲν ἤτανε τόσο ἔμορφο, σὰν καὶ κεῖνες τὶς πέτρες, μήτε οἱ ζωγραφιές, μήτε τὰ κανάτια, μήτε τὸ παλιὸ κιλίμι ποὺ εἶναι στρωμένο χάμω. Ἀληθινὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ εἶναι εἰπωμένα ὄχι μονάχα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ γιὰ ὅλα τὰ κτίσματα: «Ὁ ταπεινῶν ἑαυτόν, ὑψωθήσεται».
Φώτης Κόντογλου

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2020



Ἡ γνήσια ἑλληνικὴ τέχνη (β)
Τὰ χωριάτικα σπίτια, τὰ παλιά, ὄχι αὐτὰ ποὺ χτίζουνε τώρα οἱ χωριάτες, πιθηκίζοντας τὴν Ἀθήνα, κοίταξε πόσο σύμφωνα εἶναι μὲ τὴ φύση. Ἐνῷ ὅσα κάνουνε τώρα κάποιοι ξιππασμένοι χωριάτες, τὰ μοντέρνα, μὲ τὸ στερεότυπο κρύο σχέδιο, μὲ τὰ στερεότυπα χρώματα, μὲ τὶς εὐρωπαϊκὲς σιδεριὲς μὲ τὰ «ἄρ-τιφισιέλ», κοίταξε κι ὁμολόγησε τί φωναχτὴ παραφωνία εἶναι μέσα στὴν ἁπλὴ καὶ ταπεινὴ ἁρμονία ποὺ κάνουνε τ᾿ ἄλλα τὰ σπίτια τοῦ χωρίου. Ἡ τέχνη εἶναι σωστὴ κι ἀληθινή, ὅταν ἐκεῖνος ποὺ τὴν κάνει ἔχει καὶ γερὸ ἔνστικτο, ὅπως οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι τῶν χωριῶν, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ κάνει ὅ,τι κάνει μὲ ξερὴ γνώση, καὶ κείνη δανεικὴ καὶ συμβατική, ὅπως ἡ ἀρχιτεκτονική, ἡ ζωγραφικὴ κ᾿ ἡ μουσικὴ ποὺ διδάσκονται σήμερα στὶς διάφορες σχολές, δὲν ἔχει καθόλου αὐτὴ τὴν αἴσθηση ποὺ χρειάζεται γιὰ νὰ εἶναι σὲ ἁρμονία αὐτὸ ποὺ κάνει μὲ τὰ γύρω τοῦ φυσικὰ φαινόμενα. Γιὰ τοῦτο ἡ παράδοση σ᾿ ἕναν τόπο εἶναι ὁ μοναχὸς ἀληθινὸς δρόμος γιὰ τὶς τέχνες, καὶ γενικὰ γιὰ κάθε ἔκφραση τῆς ζωῆς, τὰ δὲ ἄλλα εἶναι «ξύλα, πλίνθοι καὶ κέραμοι, ἀτάκτως ἐρριμμένα», χωρὶς κανέναν δεσμό, οὔτε μεταξύ τους, οὔτε μὲ τὸν τόπο, χωρὶς καμμιὰ δικαίωση.
Κοιτάξετε πόσο πολύπλοκα καὶ μπερδεμένα κατα-φορτωμένα, μὲ ἀνόητες σαβοῦρες εἶναι τὰ κτίρια τῆς γοτθικῆς τέχνης, τῆς ἰταλικῆς Ἀναγέννησης, καὶ τ᾿ ἄλλα ποὺ κάναμε στὶς λατινικὲς καὶ στὶς ἀγγλοσαξονικὲς χῶρες. Ἀπελπισία! Μπιχλιμπίδια καὶ στριφογυρίσματα. Τὸ ἴδιο καὶ στὴν Ἀνατολή, στὴν Ἰνδία καὶ στὴν Κίνα: Παγόδες σὰν λαβύρινθοι, βραχνὰς ἀληθινός!
Οἱ δυτικοί, ἀπὸ τὸ ἀνόητο παραφόρτωμα ποὺ κάνανε στὰ χτίριά τους, μὲ κορνίζες, μὲ πάστες, μὲ λογῆς λογῆς ἀνάγλυφα, ποὺ φτάξανε πιὰ στὶς τοῦρτες τῆς Νότιας Ἀμερικῆς, πήρανε σήμερα βόλτα καὶ φτάξανε μονομιᾶς στὴν ἄλλη ἄκρη, στὸ μοντέρνο στὸν Λε-Κορμπυζιέ, δηλαδὴ στὸ ξεγύμνωμα, στὴν πουριτανικὴ αἰσθητική, στὸ σκέτο κασσόνι.
Τὰ ἴδια γίνουνται καὶ στὶς ἄλλες τέχνες. Ἡ δική μας ζωγραφική, δηλαδὴ ἡ βυζαντινή, εἶναι ἁπλὴ καὶ λιτὴ στὴν ὄψη, καθαρισμένη ἀπὸ τὰ μάταια κι ἀνώφελα στολίδια τῆς προοπτικῆς καὶ τῆς ἀνατομίας, καθαρὴ σὰν κρούσταλλο, κι ἀπὸ μέσα γεμάτη πνευματικὸ βάθος, χωρὶς ἐπιτήδεψη ποὺ θέλει, νὰ ξεγελάσει τὸ μάτι (trompe d᾿ oeil), δηλαδὴ πράγματα σαλντιμπαγκικά, κατώτερα ἀπὸ τοὺς σκοποὺς ποὺ πρέπει νά ῾χει ἡ τέχνη. Ἡ ζωγραφικὴ σὲ ἄλλες χῶρες στάθηκε κολλημένη μόνο στὸ φαινόμενο, παραφορτωμένη μὲ ἀδιαφόρετα πράγματα, μὲ προοπτικές, μὲ ἀνατομίες, μὲ σκηνοθεσίες θεατρικές, μὲ φωτισμοὺς ἐπιτηδευμένους καὶ ψεύτικους, παραγεμισμένη μὲ ἕνα σωρὸ ἀνόητα ἐφευρήματα, μὲ ταβάνια πλουμισμένα, ποὺ δείχνουνε τάχα βάθος στὸ διάστημα, χωρὶς καμμιὰ ἁπλότητα, μπερδεμένη καὶ πατικωμένη, ὅπως π.χ. εἶναι τὰ ἔργα τοῦ Μιχαὴλ Ἀγγέλου, μ᾿ ἕνα σωρὸ μπεχλιβάνηδες, τοῦ Τισιάνου, τοῦ Βερονέζε, προπάντων τοῦ Τιντορέττο, μὲ χιλιάδες πρόσωπα, σὲ σημεῖο νὰ μὴ βλέπεις τίποτα, τὰ ἔργα τοῦ Ροῦμπενς, ποὺ εἶναι σὰν κρεοπωλεῖο γεμάτο σάρκες καὶ μάταιες ἐπιδείξεις. Ἀκόμα κ᾿ οἱ πιὸ παλιοὶ τεχνῖτες τους εἶναι γεμάτοι ἀπὸ ἀνόητη ματαιότητα καὶ στὰ θρησκευτικὰ ἔργα, ὅπως π.χ. «ἡ προσκύνηση τῶν Μάγων» τοῦ Τζεντίλε ντὰ Φαμπριάνο καὶ τοῦ Μπενότσο Γκότσολι, ποὺ παριστάνουνε ἕναν στρατὸν ὁλόκληρον ἀπὸ «ἱππότες» ντυμένους καρναβαλίστικα, ἄλλους καβαλάρηδες κι ἄλλους πεζούς, μὲ καμῆλες φορτωμένες, μὲ λυκόσκυλα, μὲ γεράκια τοῦ κυνηγίου, μὲ ἐλάφια, μὲ χρυσὰ κι ἀργυρὰ ροῦχα μὲ ἀραπάδες, μὲ σαρίκια, μὲ ρόμπες λογιῶν λογιῶν, μὲ βάζα, μὲ κουτιά, μὲ ὅ,τι φαντασθεῖ κανένας· κι ὅλοι αὐτοὶ πᾶνε νὰ προσκυνήσουνε, τάχα, «τὸ θεῖον βρέφος», ποὺ δὲν φαίνεται καθόλου μέσα σ᾿ ἐκεῖνον τὸν κυκεῶνα! Ἐνῷ οἱ δικοί μας ζωγράφοι ζωγραφίζουνε τοὺς τρεῖς Μάγους, ἁπλὰ καὶ καθαρά, μάλιστα μικρόσωμους, καὶ δίνουνε τὰ δῶρα τους στὴν Παναγιά, ποὺ κρατᾷ τὸν νιογέννητο Χριστό, ταπεινά, ἁπλά, ὅπως εἶναι γραμμένα καὶ στὸ Εὐαγγέλιο, χωρὶς αὐτὲς τὶς παράτες καὶ τὶς φιέστες στοῦ κασίδη τὸ κεφάλι. Βάθος δὲ πνευματικὸ κανένα δὲν ὑπάρχει στοὺς δυτικούς, μοναχὰ βουὴ καὶ σαματᾶς: Ὄπερα!
Κ᾿ ἡ μουσική μας εἶναι καὶ κείνη ἁπλή, σεμνή, καθαρή, καὶ κάνει πιὸ ἐκφραστικὰ τὰ λόγια ἑνὸς τραγουδιοῦ, καὶ τὰ ὄργανα ποὺ τὴν παίζουνε εἶναι ἁπλὰ καὶ λιγοστά: ἡ λύρα ποὺ ἔπαιζε ὁ Τέρπανδρος, τὸ σαντούρι ποὺ ἔπαιζε ὁ Ὅμηρος, ἡ φλογέρα ποὺ ἔπαιζε ὁ Εὔμαιος. Κ᾿ ἡ ψαλμῳδία μας εἶναι ἁπλή, παθητικὴ καὶ πνευματική, χωρὶς κανένα ὄργανο.
Σὲ ἄλλες χῶρες ἡ μουσικὴ γίνηκε ἐπιστήμη βαρεῖα. Ἕνα τιποτένιο «μοτίβο» γίνεται περίπλοκο καὶ φοβερὸ «ἔργο», βαρὺ καὶ καταθλιπτικό, σὰν τὰ κτίρια τους, σὰν τὶς ζωγραφιές τους, σὰν τὰ δράματά τους. Καὶ τὰ ὄργανα ποὺ παίζουνε αὐτὴ τὴ μουσικὴ εἶναι ἀκαταμέτρητα, ὁλόκληρες φάλαγγες, ποὺ τὸ τίποτα τὸ κάνουμε βροντὴ τοῦ οὐρανοῦ! Αὐτὰ ξιππάζουνε τοὺς ματαιόδοξους, ποὺ παίρνουνε τὸ πλῆθος γιὰ πλοῦτο, καὶ δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ζητήσουνε τὸ «τιμιώτατον», ποὺ βρίσκεται μοναχὰ μέσα στὴν ἁπλότητα.
Προσπάθησα νὰ σοῦ δώσω νὰ νοιώσεις τὴν «πλούσια φτώχεια», ποὺ ὑπάρχει στὰ δικά μας πράγματα, δηλαδὴ τὴν ἁπλὴ ὄψη τῆς φύσης μας καὶ τῆς τέχνης μας, ποὺ κρύβει ὅμως μυστικοὺς θησαυρούς. Ὅπου ὑπάρχει τυμπανοκρουσία καὶ μεγάλη φασαρία καὶ σκηνοθεσία, νὰ ξέρεις πὼς δὲν ὑπάρχει παραμέσα τίποτε ἄλλο ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ ἀκοῦς καὶ βλέπεις. Ἄν, λοιπόν, ἔνοιωσες κάτι ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ εἴπαμε, τώρα ποὺ τελειώνεις τὸ διάβασμα θὰ καταλάβεις καλύτερα τὴν ἐμορφιὰ καὶ τὴν ἀλήθεια, ποὺ ἔχουνε τὰ λόγια ποὺ διάβασες στὴν ἀρχή: «Τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια».
Φώτης Κόντογλου

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2020



Ἡ γνήσια ἑλληνικὴ τέχνη (α)
«Ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια». Αὐτὰ τὰ θαυμάσια λόγια εἶναι παρμένα ἀπὸ τὸ τροπάρι τοῦ ἁγίου Νικολάου καὶ λένε πὼς αὐτὸς ὁ ἅγιος ἀπέκτησε μὲ τὴν ταπείνωση τὰ ὑψηλά, δηλαδὴ ἀξιώθηκε νὰ πάρει μεγάλα πνευματικὰ χαρίσματα μὲ τὴν ταπείνωση, καὶ μὲ τὴ φτώχεια πλούτισε τὴν ψυχή του μὲ οὐράνιους θησαυρούς.
Ἀλλὰ αὐτὰ τὰ λόγια εἶναι καὶ γενικὰ σύμβολα γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, ποὺ εἶναι ἡ θρησκευτικὴ ἔκφρασή της. Τὸ «τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια» εἶναι παρόμοιο μὲ τὸ ἀρχαῖο ρητὸ «καλλιτεχνοῦμεν μετ᾿ εὐτελείας», ποὺ ἐξηγεῖ τὴν ἁπλότητα, τὴν λιτότητα ποὺ ὑπάρχει στὴν τέχνη μας, καὶ γενικὰ σὲ ὅλα μας.
Πρῶτα-πρῶτα, ἡ φύση μας εἶναι «τῇ πτωχείᾳ πλουσία», δηλαδὴ φαίνεται ἀπ᾿ ἔξω φτωχή, μὰ στὸ βάθος εἶναι πλούσια. Ἕνα μάτι ποὺ βλέπει μοναχὰ ἐξωτερικὰ καὶ ξώπετσα, δὲ μπορεῖ νὰ νοιώσει τὸ πνευματικὸ βάθος ποὺ ὑπάρχει πίσω ἀπὸ τὰ φαινόμενα. Ἡ ἑλληνικὴ φύση εἶναι ἁπλὴ καὶ λεπτή: Βουνὰ ποὺ εἶναι σπανὰ τὰ περισσότερα, δίχως δέντρα ἢ μὲ λιγοστὰ δεντράκια, μικρὰ λαγκάδια, ἀνάμεσα στὶς πλαγιές, ξεροπόταμα μὲ δάφνες, λυγαριὲς καὶ λίγες ταπεινὲς ἰτιές, κάμποι κίτρινοι, δίχως πολλὲς πρασινάδες, ἀμπέλια κατάχλωρα, ἀκροθαλασσιὲς ἥμερες, νησιὰ πολλὰ καὶ ξέρες, βράχοι σκουριασμένοι. Παντοῦ λίγη βλάστηση, λίγος σκοῖνος, μὰ τὰ λιγοστὰ δέντρα καὶ τὰ πολλὰ ἀγριόκλαρα εἶναι ἐκφραστικὰ στὸν ὑπέρτατο βαθμό, λὲς κ᾿ εἶναι ζωντανὰ πλάσματα, μὲ ψυχὴ καὶ μὲ μιλιά. Ἕνα δέντρο ποὺ στέκεται στὴν ἔρημη πλαγιὰ ἀπομοναχιασμένο, ἢ ἕνα ἄλλο καμπουριασμένο ἀπάνω ἀπὸ μία βρύση ἡ δίπλα σ᾿ ἕνα ρημοκκλήσι, θαρρεῖς πὼς εἶναι ζωντανοὶ ἄνθρωποι. Σ᾿ ἄλλο μέρος φαίνουνται ἀπὸ μακρυὰ δυὸ τρία δέντρα μαζωμένα, μὲ διάφορα σχήματα, καὶ θαρρεῖς πὼς κουβεντιάζουνε μεταξύ τους, ἀγναντεύοντας κάτω τὸν κάμπο ἢ τὸ γαλανὸ πέλαγο. Ἀλλοῦ πάλι βλέπεις περισσότερα δέντρα, ἕνα κοπάδι καὶ σοῦ φαίνουνται κι αὐτὰ σὰν ζωντανά. Δὲν εἶναι σὰν ἐκεῖνα ποὺ βλέπει κανένας σὲ ἄλλες χώρες, ἀκαταμέτρητα, πυκνά, ἀπαράλλαχτα τό ῾να μὲ τ᾿ ἄλλο, στοιβαγμένα τό ῾να κοντὰ στ᾿ ἄλλο μέσα στὰ δάση, σὰν νεκρά, σὰν νὰ βγήκανε ἀπὸ κανένα ἐργοστάσιο, ὅπως τὰ σπιρτόξυλα μέσα στὸ κουτί, χωρὶς φυσιογνωμία ἰδιαίτερη, χωρὶς ἔκφραση, δίχως μυρουδιά. Όπως ὁ ἄνθρωπος χάνει τὸν ἑαυτό του μέσα σ᾿ ἕνα πλῆθος ἀκαταμέτρητα, ἔτσι καὶ τὸ δέντρο ἢ ὅ,τι ἄλλο φυσικὸ κτίσμα, χάνεται μέσα στὸ ἀκαταμέτρητα διάστημα. Ἡ φύση σ᾿ αὐτὲς τὶς χῶρες εἶναι ἀκόμα σὰν χάος, ποὺ βαραίνει σὰν βραχνὰς τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου.
Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ μὲ τὰ μεγάλα βουνὰ ποὺ ὑπάρχουνε στὶς ξένες χῶρες, ποὺ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὰ μέτρα τοῦ ἀνθρώπου, κ᾿ ἡ ματιά του δὲν μπορεῖ νὰ τὰ περιλάβει, οὔτε ἡ ψυχή του νὰ τὰ νοιώσει, κρυμμένα μέσα σὲ πυκνὲς ἀντάρες. Ἐνῷ τὰ δικά μας τὰ βουνά, θαρρεῖς πὼς εἶναι καμωμένα γιὰ τὸν ἄνθρωπο, λίγο πολὺ στὰ μέτρα του. Ἔχουνε κάποια ἐκφραστικὰ σχέδια, ὅπως προβάλλουνε τό ῾να πίσ᾿ ἀπὸ τ᾿ ἄλλο, ἥσυχα, ξαπλωμένα στὸν ἥλιο, ἢ γερμένα γιὰ νὰ ξεκουραστοῦνε κατὰ τὸ βασίλεμα, σὰν τὰ βόδια ποὺ κείτουνται στὸ χωράφι, ἀναχαράζοντας εἰρηνικά, θαρρεῖς πὼς εἶναι ἄνθρωποι, σὰν τσομπαναρέοι, σὰν τσελιγκάδες. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ θαυμάσια τραγούδια μας τὰ τραγουδήσανε, σὰν νὰ εἶναι κάποια ζωντανὰ πλάσματα:
Ὁ Ὄλυμπος κι ὁ Κίσσαβος τὰ δυὸ βουνὰ μαλώνουν
γυρίζ᾿ ὁ γέρο Ὄλυμπος καὶ λέγει τοῦ Κισσάβου...
Ἔχετε γεια ψηλὰ βουνὰ
καὶ δροσερὲς βρυσοῦλες,
κι ἐσεῖς Τζουμέρκα κι Ἄγραφα,
παλληκαριῶν λημέρια.
Στὴ φύση μας ὅλα εἶναι ἁπλά, καθαρά, λιγοστά, ὄχι πλῆθος ποὺ κουράζει τὸ μυαλό. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ αἰσθήματά μας εἶναι τὰ ἴδια, ἁπλά, ὅσο εἴμαστε εἰλικρινεῖς μὲ τὸν ἑαυτό μας καὶ δὲν θέλουμε νὰ κάνουμε τὸν Εὐρωπαῖο.
Αὐτή, λοιπόν, ἡ ἁπλότητα ποὺ ὑπάρχει στὴ φύση μας καὶ στὴν ψυχή μας, εἶναι ἡ πλούσια φτώχεια ποὺ εἴπαμε. Ἡ ἁπλότητα φαίνεται γιὰ φτώχεια στὸ μάτι καὶ στὴν ψυχὴ τοῦ ρηχοῦ ἀνθρώπου. Καὶ πλοῦτος νομίζεται τὸ πλῆθος. Ὁ ἀρχαῖος εἶπε τὸ ρητό: «Οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ᾿ ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ».
Ἐρχόμαστε τώρα στὴν τέχνη. Ἡ τέχνη μας εἶναι κι αὐτὴ σὰν τὴ φύση μας, ἁπλὴ ἀπ᾿ ἔξω καὶ πλούσια ἀπὸ μέσα. Τὰ ἀρχαῖα χτίρια ξεκουράζουνε μὲ τὴν ἁπλότητά τους. Οἱ κολόνες, τὰ ἀετώματα, οἱ μετόπες, ὅλα εἶναι ἁπλούστατα. Δυὸ τρεῖς κολόνες στέκουνται ἀπάνω σ᾿ ἕναν ψηλὸν κάβο, κ᾿ εἶναι τόσο ἁρμονικὲς μὲ τὴν τοποθεσία, ποὺ θαρρεῖ κανένας πὼς καὶ τὰ δυό, τὸ φυσικὸ καὶ τὸ τεχνητό, τὰ ἔκανε τὸ ἴδιο χέρι, τὸ ἴδιο αἴσθημα!
Οἱ βυζαντινὲς ἐκκλησίες μὲ τὸν τροῦλο θαρρεῖς πὼς εἶναι μικρὰ βουναλάκια ἀπάνω στὰ μεγάλα. Τὰ μικρὰ ρημοκκλήσια μὲ τὴν καμαρωτὴ σκεπή, μὲ τὸ ἀνεπιτήδευτο χτίσιμο, στέκουνται ἀπάνω στὶς ράχες ἢ στὶς πλαγιές, μ᾿ ἕνα δυὸ δεντράκια γιὰ συντροφιά, κ᾿ εἶναι τόσο ταιριαστὰ μὲ τὴ γύρω τοποθεσία, ποὺ τὰ χαίρεσαι, ὅπως χαίρεσαι ἕναν ἔμορφο βράχο, ἕνα νησάκι, ἕναν κάβο.
Φώτης Κόντογλου

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2020



Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος
Σήμερα, 27 τοῦ μηνὸς Ἰανουαρίου, ἑορτάζομε τὴν ἱερὴ μνήμη τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου. Πρέπει νὰ ξερωμε ὅτι ὁ Ἅγιος κοιμήθηκε στὶς 14 Σεπτεμβρίου, ἀλλὰ γιὰ τὴ μεγάλη ἑορτὴ τῆς ὑψώσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ, ἡ μνήμη του μετατίθεται στὶς 13 Νοεμβρίου. Ἡ σημερινὴ δεύτερη ἑορτὴ τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Ἱεράρχη γίνεται σὲ ἀνάμνηση τῆς ἀνακομιδῆς τῶν λειψάνων του στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὸν τόπο τῆς ἐξορίας, ὅπου ἀπέθανε. Αὐτὴ ἡ ἀνακομιδὴ ἔγινε τριάντα χρόνια μετὰ τὸ θάνατό του, ἀπὸ τὸ διάκονο καὶ διάδοχο τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, ἀρχιεπίσκοπο Πρόκλο στὰ 438 ἔτη μετὰ τὸ Χριστό, ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν Θεοδόσιος ὁ Μικρός.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἶναι ἀπὸ τοὺς μεγάλους Ἱεράρχες καὶ οἰκουμενικοὺς Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας. Γεννήθηκε στὴν Ἀντιόχεια τὸ 344 μετὰ τὸ Χριστό. Ὁ πατέρας του, ἀνώτατος ἀξιωματικός τοῦ στρατοῦ, ὠνομαζότανε Σεκοῦνδος καὶ ἡ μητέρα του Ἀνθοῦσα. Ὠρφάνεψε ἀπὸ πατέρα πολὺ μικρός, καὶ ἡ μητέρα του, σὲ ἡλικία 23 ἐτῶν, δὲν ἔκαμε δεύτερο γάμο, ἀλλὰ ἔμεινε χήρα, γιὰ νὰ ἀφοσιωθῆ στὴν ἀνατροφὴ τοῦ παιδιοῦ της. Ἡ Ἀνθοῦσα ἦταν μία ἀληθινὴ χριστιανὴ μητέρα, ποὺ ἔμεινε τὸ ὄνομά της στὴν Ἐκκλησία. Ὁ περίφημος στὴν ἐποχὴ του ρήτορας Λιβάνιος, διδάσκαλος τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, εἶπε μία μέρα γιὰ τὴν Ἀνθοῦσα· «Βαβαί, οἷαι παρὰ τοῖς χριστιανοῖς γυναῖκες εἰσιν!». Τί θαυμάσιες, ποὺ εἶναι οἱ γυναῖκες τῶν χριστιανῶν!
Στὰ 370, δηλαδὴ σὲ ἡλικία 26 ἐτῶν, ὁ ἅγιος Ἰωάννης βαπτίσθηκε, στὰ 381 χειροτονήθηκε διάκονος, καὶ στὰ 386 πρεσβύτερος. Εἶχε τέτοια ἐπίδοση στὶς σπουδές του, ὥστε ὁ διδάσκαλός του Λιβάνιος, ὅταν τὸν ρώτησαν ποιὸν θὰ ἄφηνε διάδοχό του, εἶπε· «Τὸν Ἰωάννην, εἰ μὴ τοῦτον χριστιανοὶ ἐσύλησαν»· τὸν Ἰωάννη, ἂν δὲν τὸν εἶχαν κλέψει οἱ χριστιανοί. Στὴν ἀρχὴ ὁ ἅγιος Ἰωάννης, γιὰ νὰ μὴν ἀφήση τὴ χήρα μητέρα του, ἐργάσθηκε ὡς συνήγορος στὰ δικαστήρια, κι ὅταν ἐκείνη πέθανε, ἔγινε μοναχὸς κι ἔφυγε στὴν ἔρημο, ὅπου ἔζησε ἀσκητικὰ τέσσερα χρόνια. Ὅταν χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, ἔμεινε στὴν Ἀντιόχεια ἕνδεκα χρόνια, κοντὰ στὸν ἐπίσκοπο Φλαβιανό, ποὺ τὸν ὑπηρέτησε πιστὰ καὶ τοῦ συμπαραστάθηκε μὲ ἀφοσίωση. Εὐνοημένος ἀπὸ τὸ Θεὸ ἦταν ὁ γέροντας Φλαβιανός, ἔχοντας κοντὰ του τὸν πρεσβύτερο Ἰωάννη.
Ἡ φήμη τοῦ ἁγίου Ἰωάννη εἶχε ξεπεράσει τὰ ὅρια τῆς Ἀντιόχειας κι εἶχε διαδοθῆ παντοῦ. Γιατί ἦταν προικισμένος ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ ἐξαίρετα χαρίσματα, τὰ ὁποῖα καλλιέργησε καὶ αὔξησε μὲ λαμπρὲς σπουδές. Τὸ μεγάλο χάρισμα τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου καὶ τὸ κύριο γνώρισμά του ἦταν ἡ εὐγλωττία του. Ἡ χάρη καὶ ἡ δύναμη τῶν λόγων του εἶναι πραγματικὰ δῶρο οὐράνιο, καθὼς τὸ λέγει καὶ ὁ ἱερὸς ὕμνος· «Ἐκ τῶν οὐρανῶν ἐδέξω τὴν θείαν χάριν». Στὴν Ἀντιόχεια, ὡς συνήγορος πρῶτα καὶ ὡς διάκονος ὕστερα καὶ πρεσβύτερος, ἔγινε γνωστὸς σὲ ὅλους γιὰ τὴ ρητορική του δεινότητα. Περίφημοι εἶναι οἱ εἰκοσιένας λόγοι του «Εἰς ἀνδριάντας», ποὺ εἶπε τότε, σὲ μία πολὺ κρίσιμη πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ στιγμή, στὴν ὁποία βρέθηκε ἡ πόλη τῆς Ἀντιόχειας.
Τὸ 398, ὅταν χήρεψε ὁ πατριαρχικὸς θρόνος, κρυφὰ τὸν πῆραν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια, γιὰ νὰ μὴν τὸ μάθη ὁ λαός, καὶ τὸν πῆγαν στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐξελέγη καὶ χειροτονήθηκε Ἀρχιεπίσκοπος. Ἐκεῖ ἔμεινε ἕξη χρόνια κι ἐργάσθηκε μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις, διδάσκοντας τὸ λαὸ καὶ ποιμαίνοντας τὴν Ἐκκλησία. Ἀλλὰ ὁ ἅγιος Ἰωάννης δὲν ἦταν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ συμβιβάζονται μὲ τὸ κακό, κι εἶχε νὰ παλέψη τότε μὲ πολλὰ κακά, ἐκκλησιαστικὰ καὶ πολιτικά. Δυστυχῶς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι πάντα ἐκεῖνοι ποὺ πρέπει νὰ εἶναι· καὶ οἱ ἄνθρωποι πάλι τῆς Πολιτείας, μὲ διάφορες προφάσεις ἐπεμβαίνουν στὰ ἐκκλησιαστικά, καὶ τότε ἡ Ἐκκλησία καὶ οἱ καλοὶ ποιμένες πληρώνουν ξένες ἁμαρτίες. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τὸ 404 καθαιρέθηκε κι ἐξωρίστηκε στὴν Ἀρμενία, ὅπου καὶ πέθανε τὸ 407.
Ἀλλὰ γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τοὺς Ἁγίους τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχουν καμμιὰ σημασία οἱ χρονολογίες. Ἡ Ἐκκλησία ζῆ στὸν αἰώνα καὶ οἱ Ἅγιοι εἶναι πάντα μαζί μας. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης, λίγα χρόνια μετὰ τὸ θάνατό του, ὠνομάσθηκε Χρυσόστομος. Ἑρμήνεψε σχεδὸν ὅλη τὴ θεία Γραφή, καὶ τὰ ἔργα ποὺ ἀφῆκε στὴν Ἐκκλησία εἶναι ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους πνευματικοὺς θησαυροὺς τοῦ κόσμου. Εἶναι ὁ μεγάλος Ἱεράρχης, ὁ οἰκουμενικὸς Διδάσκαλος καὶ ὁ Μάρτυρας τῆς Ἐκκλησίας. Ἔδωκε ὅλο τὸν ἑαυτό του στὴν Ἐκκλησία καὶ συγκρούσθηκε μὲ τὸ κακό, ὅπου κι ἂν τὸ βρῆκε μπροστά του. Καθαιρεμένος κι ἐξόριστος, ἄρρωστος καὶ σωματικὰ ἐξαντλημένος, πέθανε, μᾶλλον δὲ κοιμήθηκε σ’ ἕνα χωριὸ τῆς Ἀρμενίας, μὲ τὰ τελευταῖα αὐτὰ λόγια στὸ στόμα του· «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν». Ἀμήν.
Μητρ. Σερβίων καὶ Κοζάνης Διονύσιος Ψαριανός

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2020



Γρηγορεῖτε καί προσεύχεσθε
-Τί σημαίνει τό «γρηγορεῖτε καί προσεύχεσθε ἵνα μή εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν;»
«Νά προσεύχεσαι, λέγει, νά μήν εἰσέλθεις σέ πειρασμούς τῆς πίστης σου. Νά προσεύχεσαι νά μήν εἰσέλθεις στόν πειρασμό τοῦ δαίμονα τῆς βλασφημίας καί τῆς ὑπερηφάνειας μέ τήν οἴηση τοῦ νοῦ σου. Νά προσεύχεσαι νά μήν εἰσέλθεις, κατά παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, στούς φανερούς πειρασμούς τῶν αἰσθήσεων, πού ὁ διάβολος ξέρει πῶς νά σοῦ δημιουργεῖ ὅταν τό ἐπιτρέπει ὁ Θεός λόγω τῶν ἀνόητων λογισμῶν πού καλλιεργεῖς. Νά προσεύχεσαι νά μήν εἰσέλθεις στούς πειρασμούς τῆς ψυχῆς μέσα ἀπό ἀμφιβολίες καί προκλήσεις, μέ τίς ὁποῖες ἡ ψυχή σύρεται βίαια σέ μεγάλη σύγκρουση. Ἀκόμα καί ἔτσι, ἑτοιμάσου νά δεχτεῖς ὁλόψυχα σωματικούς πειρασμούς. Νά τούς διαπλεύσεις μέ ὅλα σου τά μέλη καί νά γεμίσεις τά μάτια σου μέ δάκρυα, ἔτσι ὥστε ὁ ἄγγελος πού σέ φυλάει νά μή σέ ἐγκαταλείψει. Ἐπειδή χωρίς δοκιμασίες δέν φαίνεται ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ καί δέν μπορεῖς νά ἀποκτήσεις παρρησία μπροστά στόν Θεό, οὔτε νά μάθεις τή σοφία τοῦ Πνεύματος, οὔτε μπορεῖ νά ἑδραιωθεῖ μέσα σου ὁ θεῖος πόθος.
Πρίν ἀπό τούς πειρασμούς ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται στόν Θεό σάν νά εἶναι ξένος, ἀλλά ὅταν εἰσέρχεται στούς πειρασμούς γιά χάρη τῆς ἀγάπης του καί δέν ἀφήνεται νά ἐκτραπεῖ, τότε ἄμεσα ἔχει, οὕτως εἰπεῖν, τόν Θεό ὡς χρεώστη του καί ὁ Θεός τόν ὑπολογίζει ὡς ἀληθινό φίλο, διότι γιά χάρη τοῦ θελήματός Του πολέμησε ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ του καί τόν νίκησε. Αὐτό σημαίνει «προσεύχεσθε ἵνα μή εἰσέλθετε εἰς πειρασμόν». Καί πάλι, νά προσεύχεσαι νά μήν εἰσέλθεις στό φοβερό πειρασμό τοῦ διαβόλου γιά τήν ἀλαζονεία σου, ἀλλά ἐπειδή ἀγαπᾶς τόν Θεό, ὥστε ἡ δύναμή Του νά σοῦ εἶναι ἀρωγός, καί διά μέσου σου νά συντρίψει τούς ἐχθρούς Του. Νά προσεύχεσαι νά μήν εἰσέλθεις σέ τέτοιες δοκιμασίες ἐξαιτίας τῆς ἀφροσύνης τῶν λογισμῶν καί τῶν ἔργων σου, ἀλλά ἀντίθετα γιά νά δοκιμαστεῖ ἡ ἀγάπη σου πρός τόν Θεό καί γιά νά δοξαστεῖ ἡ δύναμή Του στήν ὑπομονή σου».
Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2020


Ἐπίγνωση τῆς αἰώνιας ἀξίας
Εἶναι τόσο πολύτιμο γιὰ μένα νὰ βλέπω τὴν πίστη σου στὴν ἐποχή μας, ὅταν ἡ καθίζηση ὅλου σχεδὸν τοῦ κόσμου παίρνει ὁλοένα καὶ μεγαλύτερες διαστάσεις, μὲ διαρκῶς αὐξανόμενο δυναμισμό. Τί νὰ σοῦ πῶ; Ἐκπλήσσομαι βαθιὰ μὲ τὴν ἔκπτωση τῶν συγχρόνων ἀνθρώπων ἀπὸ τὴν ἐπίγνωση τῆς αἰώνιας ἀξίας τους, ἀπὸ τὴ συνείδηση ὅτι εἴμαστε τέκνα τοῦ ἄναρχου Πατρός, εἰκόνα τοῦ Ἀπολύτου Εἶναι Του.
Τὸν τελευταῖο καιρὸ ἐνισχύεται μέσα μου ἡ σκέψη ὅτι κάθε ἄνθρωπος, ὅσο κι ἂν εἶναι «μορφωμένος» κατὰ τὰ μέτρα ἢ τὴν ἀντίληψη τοῦ κόσμου αὐτοῦ, κάθε ἄνθρωπος ποὺ δὲν συλλαμβάνει τὴν αἴσθηση τῆς συγγένειάς του μὲ τὸν Θεὸ εἶναι στὴν πραγματικότητα μόνο «ὑπάνθρωπος». Ὅταν οἱ «ὑπάνθρωποι» αὐτοὶ συλλάβουν μέσα τοὺς τὴν πνοὴ τοῦ Αἰώνιου Θεοῦ, τότε γίνονται γνήσια τέκνα τοῦ Ἀδάμ, υἱοὶ ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἐν Χριστῷ τέκνα Θεοῦ. Τὴ δωρεὰ αὐτὴ τῆς υἱοθεσίας ἂς ἐξαποστείλει ὁ Κύριος σὲ σένα, σὲ ὅλους ποὺ εἶναι μαζί σου, σὲ κάθε ἄλλον ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς προσεύχομαι, ὅταν τελῶ τὴ θεία Λειτουργία στὴν ἠρεμία τοῦ ναοῦ μας…
Ἅγιος Σωφρόνιος Σαχάρωφ

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2020



Γι’ αὐτὸ καὶ συνέβη ὅλο αὐτὸ
Πρὶν ἀπὸ μισὸ αἰώνα περίπου, ἐνῶ ἤμουν ἀκόμα παιδί, θυμᾶμαι ὅτι ἄκουγα ἀρκετοὺς ἡλικιωμένους νὰ δίνουν τὴν ἀκόλουθη ἐξήγηση γιὰ τὶς μεγάλες καταστροφὲς ποὺ εἶχαν πλήξει τὴ Ρωσία: Οἱ ἄνθρωποι ξέχασαν τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ συνέβη ὅλο αὐτό.
Ἀπὸ τότε ἔχω περάσει σχεδὸν πενήντα χρόνια ποὺ ἐργάζομαι γιὰ τὴν ἱστορία τῆς Ἐπανάστασής μας. Ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια ἔχω διαβάσει ἑκατοντάδες βιβλία, ἔχω συγκεντρώσει ἑκατοντάδες προσωπικὲς μαρτυρίες, καὶ ἔχω ἤδη συνεισφέρει ὀκτὼ τόμους δικούς μου στὴν προσπάθεια τῆς ἐκκαθάρισης ἀπὸ τὰ συντρίμμια ποὺ ἄφησε πίσω ἡ ἀναταραχή. Ἀλλὰ ἄν μοῦ ζητοῦσαν σήμερα νὰ διατυπώσω ὅσο πιὸ συνοπτικὰ γίνεται τὴν κύρια αἰτία τῆς καταστροφικῆς ἐπανάστασης ποὺ κατάπιε περίπου ἑξήντα ἑκατομμύρια τοῦ λαοῦ μας, δὲν θὰ μποροῦσα νὰ τὸ θέσω μὲ μεγαλύτερη ἀκρίβεια παρὰ ἀπὸ τὸ νὰ ἐπαναλάβω: Οἱ ἄνθρωποι ξέχασαν τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ συνέβη ὅλο αὐτό.
Ἀλέξανδρος Σολζενίτσυν

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2020



Κι ὁ Θεὸς βοηθὸς
Ὅ­ταν σηκώσαμεν τήν σημαίαν ἐναντίον τῆς τυραγνίας, ξέραμεν ὅτι εἶναι πολλοί αὐ­τεῖνοι καί μαχητικοί κι’ ἔχουν καί κανόνια κι’ ὅλα τά μέσα. Ἐμεῖς σέ οὕλα εἴ­μαστε ἀδύνατοι. Ὅμως ὁ Θεός φυλάγει καί τούς ἀδύνατους, κι’ ἄν πεθάνωμεν πεθαίνομεν διά τήν Πατρίδα μας, διά τήν Θρησκείαν μας καί πολεμοῦμεν ὅσο μποροῦμε ἐναντίον τῆς τυραγνίας κι ὁ Θεός βοηθός… Χωρίς ἀρετή καί πό­νο εἰς τήν πατρίδα καί πίστη εἰς τήν θρησκεία τους ἔθνη δέν ὑπάρχουν.
Στρατηγὸς Μακρυγιάννης

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2020


Κριτὲς
Χρωστᾶμε σὲ ὅσους πέρασαν, 
θὰ ‘ρθοῦνε, θὰ περάσουν,
Κριτὲς θὰ μᾶς δικάσουν 
οἱ ἀγέννητοι, οἱ νεκροί.
Κωστὴς Παλαμᾶς

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2020



Ὁμιλία γιὰ τὴν εὐγνωμοσύνη (β)
Καὶ ἄν πᾶμε λίγο πιὸ πέρα, δὲν ὑπάρχουμε ἁπλῶς- εἴμαστε ζωντανοὶ μὲ τὴν ἀναπνοὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς κάνει ὅμοιούς Του, ἱκανοὺς νὰ Τὸν γνωρίζουμε! Καὶ ἀποκαλύφθηκε σ’ ἐμᾶς μὲ τόσους πολλοὺς τρόπους, ἀλλὰ ἐν τέλει στὴν Ἐνσάρκωση Του: ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ ἐμᾶς γιὰ νὰ δοῦμε πόσο ἔχουμε ἀγαπηθεῖ ἀπὸ Ἐκεῖνον, πόσο σπουδαῖοι εἴμαστε στὰ μάτια Του, καὶ πόσο πραγματικὰ σπουδαῖοι εἴμαστε ἐν δυνάμει στὴν ἀνθρώπινή μας φύση. Κοινωνοῦντες τὸν Χριστὸ μποροῦμε νὰ γίνουμε ὅλοι υἱοὶ καὶ θυγατέρες τοῦ Ζῶντος Θεοῦ, μέτοχοι τῆς Θεϊκῆς φύσεως. Καὶ γιὰ νὰ τὸ ἐπιτύχει αὐτὸ ὁ Χριστὸς μᾶς πρόσφερε τὴ ζωή Του, τὴ διδασκαλία Του, τὸν θάνατο Του, τὴν συγχώρεση ποὺ ἔδωσε σ’ ἐκείνους ποὺ Τὸν σταύρωσαν: «Ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τὶ ποιοῦσι!» Αὐτὸ μᾶς ἀφορᾶ συνεχῶς, μέρα μὲ τὴν μέρα, ἀπὸ τὴν Ἀνάστασή Του καὶ τὴ διακήρυξη τῆς ἀνθρώπινης δόξας μας, ἀφοῦ κάθησε στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ, λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἄν θέλεις νὰ ξέρεις πόσο σπουδαῖος εἶναι ὁ ἄνθρωπος, κοίταξε στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ – θὰ δεῖς τὸν Ἄνθρωπο καθισμένο στὰ δεξιὰ τῆς δόξης!
Δὲν εἶναι σ’ μᾶς ἀρκετὸ νὰ εἴμαστε εὐγνώμονες ἐνώπιον ὁποιασδήποτε ἄλλης δωρεᾶς ποὺ μᾶς παραχωρήθηκε: ἡ ἀγάπη τῶν πιὸ κοντινῶν μας προσώπων καὶ ἄλλων ποὺ νοιάζονται, ἡ ἀσφάλεια τῆς ζωῆς, τῆς τροφῆς, τοῦ ἀέρα, ἡ ὑγεία. Ἀλλὰ ὅλοι μας τὰ θεωροῦμε δεδομένα· δὲν εἴμαστε «πτωχοὶ τῷ πνεύματι» – θεωροῦμε σὰν νὰ μᾶς τὰ ὡφείλουν· γιατὶ νὰ εἴμαστε εὐγνώμονες ποὺ μᾶς δίνεται ὅ,τι δικαιούμαστε; Γιατὶ δὲν μᾶς δίνει ὁ Θεὸς ὅ,τι ἔχει ὑποχρέωση νὰ μᾶς δώσει; Αὐτὴ εἶναι ἡ στάση μας, δὲν τὸ διατυπώνουμε τόσο ὡμά, ἀλλὰ ζοῦμε ἔτσι!
Ὁ Σαμαρείτης δὲν ἔκανε τὸ ἴδιο· δὲν εἶχε κανένα δικαίωμα νὰ μοιραστεῖ κάτι ποὺ ἦταν δικαίωμα τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραήλ- καὶ τοῦ δόθηκε! Καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη του ἦταν φλεγόμενη, λάμπουσα!
Δὲν μποροῦμε νὰ μάθουμε κάτι ἀπ’ αὐτόν; Κι ἐπίσης, δὲν μποροῦμε νὰ συνειδητοποιήσουμε πόσο ὑπέροχο θὰ ἦταν ἄν ἀπὸ εὐγνωμοσύνη ζούσαμε κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπο ὥστε νὰ δώσουμε χαρὰ στὸν Κύριο, τὴ χαρὰ ὄτι δὲν μᾶς δημιούργησε μάταια, ὅτι δὲν πιστεύει μάταια σ’ μᾶς, ὅτι δὲν μᾶς ἐμπιστεύτηκε μάταια, ὅτι ἡ ἀγάπη ποὺ λάβαμε εἶναι τώρα σαρκωμένη, ὄχι μόνο συναισθηματικά, ἀλλὰ στὴν πράξη!
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι εἶναι μεγαλύτερη χαρὰ νὰ δίνεις ἀπὸ τὸ νὰ παίρνεις· εἶναι αὐτὴ ἡ στάση μας; Ἄν εἴμαστε ἀληθινὰ εὐγνώμονες γιὰ τὰ χαρίσματα ποὺ εἶναι δικά μας- πόσο γενναιόδωρα, μὲ πόση χαρὰ θὰ προσφέραμε στὸν καθένα γύρω μας μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη ἀγάπης ποὺ θὰ ἦταν τὸ μερίδιο μας στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἄν συνειδητοποιήσαμε ὅτι ὅλα ποὺ ἔχουμε στὴν ψυχή, στὸ σῶμα, σὲ καταστάσεις τῆς ζωῆς συμβαίνουν ἐπειδὴ ὁ Θεὸς μᾶς ἔστειλε στὸν κόσμο σὰν ἀγγελιοφόρους Του νὰ φέρουμε τὴν θεϊκὴ παρουσία μὲ τίμημα ἄν χρειαστεῖ τὴ ζωή μας- πόσο εὐγνώμονες θὰ εἴμασταν καὶ πῶς θὰ ζούσαμε ἔτσι ποὺ ὁ Θεὸς ποὺ θὰ κοίταζε τὸν καθένα ἀπὸ ἐμᾶς, θὰ ἔλεγε: νὰ ἕνας μαθητής μου ποὺ κατανόησε τὸ θέλημα μου καὶ ζεῖ σύμφωνα μ’ αὐτὸ!
Ἄς προβληματιστοῦμε· ἄς μάθουμε νὰ ζοῦμε μ’ εὐγνωμοσύνη, μὲ τὴ χαρὰ ὅτι ἀγαπηθήκαμε μέσα ἀπὸ τὴν κοινωνία μας μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ γνωρίζοντας ὅτι πρόκειται γιὰ μιὰ πράξη εὐγνωμοσύνης, χαρισμένης γενναιοδωρίας, δὲν ἔχουμε δικαιώματα καὶ ὅμως κατέχουμε τὰ πάντα. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἶπε τοῦτο: Δὲν ἔχω τίποτα καὶ ὅλα τὰ κατέχω. Ὁ καθένας μας θὰ μποροῡσε νὰ εἶναι τόσο πλούσιος μέσα στὴν ἀπόλυτη πτωχεία, πλούσιος ἀπὸ τὴν ἀγάπη, τὴ δύναμη καὶ τὸν πλοῦτο τοῦ Θεοῦ.
Ἄς προβληματιστοῦμε καὶ ἄς προσφέρουμε στὸν Θεό, μὲ μιὰ πράξη εὐγνωμοσύνης ὄχι μόνο στὰ λόγια, ποὺ ἀμυδρὰ νοιώσαμε, ἀλλὰ ἔμπρακτα στὴ ζωή μας: ἄς τοῦ δώσουμε τὴ χαρὰ καὶ τὴ βεβαιότητα ὅτι δὲν μᾶς δημιούργησε μάταια, δὲν ἔζησε καὶ δὲν πέθανε μάταια γιὰ ἐμᾶς, ὅτι εἴμαστε ἀληθινοὶ μαθητές Του ποὺ ἔχουμε καταλάβει καὶ θέλουμε νὰ ζήσουμε τὸ Εὐαγγέλιό Του. Ἀμήν.
Μητροπολίτης Ἀντώνιος τοῦ Σουρὸζ

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2020



Ὁμιλία γιὰ τὴν εὐγνωμοσύνη (α)
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
Δέκα λεπροὶ ἦρθαν στὸν Κύριο· δέκα ἄνθρωποι ποὺ ἦταν τελετουργικὰ ἀκάθαρτοι καὶ γι’ αὐτὸ εἶχαν ἀπορριφθεῖ ἀπὸ τὴν κοινότητα τους, ἀδυνατοῦσαν νὰ παραβρεθοῦν στὴν κοινὴ λατρεία στὸ Ναό, ἀδυνατοῦσαν νὰ πλησιάσουν τὶς κατοικίες τῶν ἀνθρώπων ἐπειδὴ ἡ ἀρρώστεια τους μποροῦσε νὰ μεταδοθεῖ στοὺς ἄλλους: θὰ μποροῦσαν νὰ μολυνθοῦν, νὰ ἀρρωστήσουν θανατηφόρα.
Ἦρθαν στὸν Κύριο καὶ στάθηκαν μακρυὰ ἐπειδὴ γνώριζαν ὅτι δὲν εἶχαν δικαίωμα νὰ πλησιάσουν, νὰ Τὸν ἀγγίξουν καθὼς ἔκανε ἡ αἱμορροούσα καὶ θεραπεύτηκε. Ἀπὸ μακρυὰ κραύγασαν γιὰ ἔλεος, καὶ ὁ Κύριος τοὺς θεράπευσε· τοὺς ἔστειλε στοὺς ἱερεῖς γιὰ νὰ καθαριστοῦν τυπικά. Δέκα πῆγαν καὶ οἱ ἐννέα δὲν γύρισαν πίσω ποτέ. Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ἀνακαλύπτοντας καθ’ ὁδὸν ὅτι θεραπεύτηκε, ἄφησε κάθε ἄλλο ἐνδιαφέρον ἐκτὸς ἀπὸ τὴν εὐγνωμοσύνη σ’ Ἐκεῖνον ποὺ τὸν κατέστησε ὑγιῆ ψυχικὰ καὶ σωματικά. Ἐπέστρεψε καὶ εὐχαρίστησε τὸν Κύριο, καὶ τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς λέει ὅτι ἦταν Σαμαρείτης, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἀνῆκε στὴν Ἑβραϊκὴ κοινότητα, ἕνας ἄνθρωπος δίχως δικαιώματα στὸν λαὸ τοῦ Ἰσραήλ, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἦταν μόνο ξένος ἀλλὰ ἀπορριπτέος.
Γιατὶ – ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς τὸν ρωτᾶ – γιατὶ συμβαίνει καὶ οἱ ἐννέα ἀπ’ αὐτοὺς δὲν σκέφτηκαν νὰ ἐπιστρέψουν; Ἐπειδὴ ἔνοιωσαν ὅτι τὴ στιγμὴ ποὺ καθαρίστηκαν ἐπανῆλθαν πλήρεις ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ τοῦ Ἱσραὴλ· δὲν χρειάζονταν τίποτα περισσότερο, εἶχαν τὰ πάντα.
Ὁ Σαμαρείτης ἤξερε ὅτι καθαρίστηκε, ὅτι θεραπεύτηκε, ἀποκαταστάθηκε δίχως νὰ ἔχει κανένα δικαίωμα στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ σὲ τούτη τὴ πράξη τοῦ Χριστοῦ. Δὲν εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ εὐγνωμοσύνη ἀνθίζει στὶς καρδιές μας πιὸ δυνατὰ ὅταν αὐτὸ ποὺ δεχόμαστε δὲν τὸ ἀξίζουμε, ὅταν εἶναι ἕνα θαῦμα θεϊκῆς καὶ ἀνθρώπινης ἀγάπης; Ὅταν νομίζουμε ὅτι ἀξίζουμε κάτι καὶ τὸ δεχόμαστε, τὸ δεχόμαστε σὰν νὰ μᾶς ὀφείλεται· αὐτὸ ἔκαναν καὶ οἱ ἐννέα Ἑβραῖοι. Ἀλλὰ ὁ Σαμαρείτης ἤξερε ὅτι δὲν εἶχε δικαίωμα στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, στὸ θαῦμα τῆς θεραπείας, καὶ ἡ καρδιά του γέμισε μ’ εὐγνωμοσύνη.
Αὐτὸ δὲν ἰσχύει καὶ σ’ ἐμᾶς; Πράγματι! Πράγματι ἔχει νὰ κάνει μ’ ἐμᾶς δυστυχῶς, ἐπειδὴ ὅλοι μας νοιώθουμε ὅτι ἔχουμε δικαίωματα: δικαίωμα στὸ ἀνθρώπινο ἐνδιαφέρον, δικαίωμα στὴν ἀγάπη, σὲ ὅ,τι μπορεῖ νὰ μᾶς δώσει ἡ γῆ καὶ οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις, δικαίωμα στὴν φροντίδα τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν πρὸς ἐμᾶς ἀγάπη. Καὶ γι’ αὐτὸ, ὅταν δεχόμαστε ἕνα δῶρο εἴμαστε ἐξωτερικὰ εὐγνώμονες, λέμε ἕνα ἐπιπόλαιο «εὐχαριστῶ»· ἀλλὰ αὐτὸ δὲν μεταμορφώνει τὴ σχέση μας, εἴτε πρὸς τὸν Θεό, εἴτε πρὸς ἐκείνους ποὺ ὑπῆρξαν ἐλεήμονες πρὸς ἐμᾶς. Τὸ δεχόμαστε ὅπως μᾶς ἁρμόζει καὶ εἴμαστε εὐγνώμονες σ’ ἐκείνους ποὺ ἔπαιξαν καθοριστικὸ ρόλο στὸ νὰ μᾶς ἀποδοθεῖ αὐτὸ ποὺ «ἁπλῶς» εἴχαμε δικαίωμα νὰ ἔχουμε.
Ὁ πρῶτος Μακαρισμὸς μᾶς μιλάει ἐν προκειμένῳ ξεκάθαρα: Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, διότι σ’αὐτοὺς ἀνήκει ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ποιοὶ εἶναι «οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι;» Δὲν εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι ἁπλῶς πτωχοί· ἡ φτώχεια δὲν προκαλεῖ τὶς μεγάλες ἀρετὲς ἀπὸ μόνη της· «πτωχοὶ τῷ πνεύματι», εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ στὴν καρδιὰ καὶ στὸ μυαλό, μ’ ὅλο τους τὸ εἶναι, γνωρίζουν ὅτι δὲν κατέχουν τίποτα ποὺ δὲν εἶναι δῶρο καὶ δὲν ἀξίζουν τίποτα ἀπ’ ὅ,τι μᾶς δίνεται δωρεάν. Ἄς τὸ σκεφτοῦμε λίγο αὐτὸ.
Δὲν ἀποκτήσαμε ὑπόσταση ἀπὸ δική μας θέληση· ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε ὕπαρξη, ὄχι μ’ ἐντολή, ἀλλὰ μὲ μιὰ πράξη ἰσχύος. Ἀπὸ μιὰ πράξη ἀγάπης, ἐπειδή μᾶς ἀγάπησε τόσο ὥστε μᾶς ἔδωσε ὑπόσταση. Μὲ αὐτὴν τὴν πράξη μᾶς λέει: Σᾶς ἀγαπῶ! Δίχως ἐσᾶς ὁ κόσμος ποὺ δημιούργησα δὲν θὰ ἦταν ὁλοκληρωμένος στὰ μάτια μου· ἀλλὰ ἔχω πίστη ὅτι δὲν θὰ προδώσετε τὴν ἐμπιστοσύνη μου. Ἐλπίζω στὸ καλὸ ποὺ ὑπάρχει μέσα σας. Ἡ ἀγάπη μου δὲν θὰ λαθέψει ποτέ, ἡ πίστη καὶ ἡ ἐλπίδα μου σ’ ἐσᾶς θὰ παραμείνουν ἀκλόνητες – ἀνταποκριθῆτε σ’ αὐτὲς. Τὸ θαῦμα εἶναι ὅτι, ὅσο λίγο κι ἄν πιστεύουμε στὸν Θεό, Ἐκεῖνος πιστεύει σ’ ἐμᾶς. Αὐτὸ δὲν εἶναι θαῦμα; Καὶ ὑπάρχουμε μόνο ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς πίστης τοῦ Θεοῦ σ’ ἐμᾶς, ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς ἐλπίδας καὶ τῆς ἀγάπης ποὺ μᾶς περιέβαλε.
Μητροπολίτης Ἀντώνιος τοῦ Σουρὸζ

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2020


Πηλὸς
Πηλὸς εἴμεθα, ἄγνοιαν ἔχομεν. Ὁ πηλὸς τὸν πηλὸν κλέπτει. Ὁ πηλὸς τὸν πηλὸν ὑβρίζει. Ὁ πηλὸς τὸν πηλὸν συκοφαντεῖ. Ὁ πηλὸς τοῦ πηλοῦ ἐπαίρεται. Ὁ πηλὸς τὸν πηλὸν πλουτεῖ. Ὁ πηλὸς τοῦ πηλοῦ ἄρχει. Ὁ πηλὸς τὸν πηλὸν δέρει. Ὁ πηλὸς τὸν πηλὸν φυλακίζει. Καὶ ἐν γένει ὁ πηλὸς τοῦ πηλοῦ θεωρεῖται σοφότερος, δυνατότερος, πλουσιότερος, εὐγενέστερος, τιμιότερος, πλουτῶν ἀνοησίαν καὶ ἄγνοιαν τῆς ἰδίας ὑπάρξεως, τοῦ πόθεν καὶ τοῦ ποὺ εὑρέθη, πῶς ἐγεννήθη, τὶς ὁ προορισμός του, ποῦ καταλήγει, τί τὸ μετὰ ταῦτα.
Ὅλα, λοιπόν, αὐτά, ἐπειδή τὰ κατεβρόχθισεν ἡ λήθη καὶ ἄγνοια καὶ γέγονε χάος ἀναισθησίας, διὰ τοῦτο ὀδυνόμεθα ἐδῶ καὶ εἰς τὴν ἄλλην ζωήν, ὅσοι ἀμετανόητοι. Καὶ ὡς ἐκ τούτου πρέπει ὅποιος βλέπει καλύτερα καὶ εἶναι ὀλίγον ξεσκοτισμένος νὰ συγχωρεῖ καὶ νὰ συμπαθεῖ τὸν ὁμόψυχον καὶ ὁμόπαθον πλησίον ἀδελφόν.
Γέρων Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστὴς

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2020


Νὰ γευθοῦν τὴν ἀγάπη Σου
Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ εὔχονται γιὰ τοὺς ἐχθρούς τους ἢ γιὰ τοὺς ἐχθρούς τῆς Ἐκκλησίας τὴν ἀπώλεια καὶ τὰ βάσανα στὴ φωτιὰ τῆς κολάσεως. Σκέφτονται ἔτσι, γιατί δὲν ἐδιδάχθηκαν ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὅποιος τὴν ἐδιδάχθηκε πραγματικὰ, αὐτὸς χύνει δάκρυα γιὰ ὅλο τὸν κόσμο.
Λέγεις ὅτι εἶναι κακοῦργος κι ἂς καεῖ στὴ φωτιὰ τοῦ Ἅδη. Σ’ ἐρωτῶ ὅμως: ἂν ὁ Θεὸς δώσει σ’ ἐσένα μία καλὴ θέση στὸν παράδεισο καὶ δεῖς πεταμένο στὶς φλόγες ἐκεῖνον γιὰ τὸν ὁποῖο τὰ εὐχόσουν αὐτὰ, ἄραγε δὲν θὰ λυπηθεῖς τότε γι’ αὐτὸν, ὅποιος κι ἂν ἦταν, ἔστω καὶ ἐχθρός τῆς Ἐκκλησίας;
Κύριε, ὅλοι οἱ λαοὶ εἶναι ἔργο τῶν χειρῶν Σου. Ἀπομάκρυνέ τους ἀπὸ τὴν ἔχθρα καὶ τὸ μίσος καὶ δῶσε τους μετάνοια, γιὰ νὰ γνωρίσουν ὅλοι τὴν ἀγάπη Σου.
Κύριε, σκόρπισε τὴ χάρη Σου στὴ γῆ. Δῶσε σ’ ὅλους τοὺς λαοὺς τῆς γῆς νὰ γευθοῦν τὴν ἀγάπη Σου, νὰ μάθουν πὼς Σὺ μᾶς ἀγαπᾶς σὰν μητέρα κι ἀκόμη περισσότερο. Γιατί μπορεῖ κι ἡ μητέρα νὰ ξεχάσει τὸ παιδὶ της, ἀλλὰ Σὺ ποτὲ, γιατί ἀγαπᾶς ἀπείρως τὸ πλάσμα Σου καὶ ἡ ἀγάπη δὲν μπορεῖ νὰ λησμονήσει.
Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης

Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2020


Θὰ δοξασθοῦμε κατὰ τὸ μέτρο τῆς ἀγάπης μας
Πολλοὶ ἄνθρωποι δὲν γνωρίζουν τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας. Μπῆκαν στὸ σκοτάδι καὶ δὲν βλέπουν τὸ Φῶς τῆς Ἀλήθειας. Ἐκεῖνος, ὅμως, ἦταν, εἶναι καὶ θὰ εἶναι ἐλεήμων καὶ καλεῖ ἀπὸ εὐσπλαχνία ὅλους κοντά Του: «Ἐλᾶτε σ’ Ἐμένα ὅλοι οἱ “κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι”, γνωρίστε Με καὶ ἐγὼ θὰ δώσω σὲ σᾶς τὴν ἀνάπαυση καὶ τὴν ἐλευθερία».
Νὰ ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία –ὅταν βρισκόμαστε ἐν τῷ Θεῷ. Κι ἐγὼ δὲν τὸ γνώριζα αὐτὸ προηγουμένως. Ὥς τὴν ἡλικία τῶν εἰκοσιεπτὰ ἐτῶν πίστευα μόνο ὅτι ὁ Θεὸς ὑπάρχει, ἀλλὰ δὲν Τὸν γνώριζα. Ἀφότου, ὅμως, Τὸν γνώρισα ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, ἡ ψυχή μου ὁρμᾶ μὲ πάθος πρὸς Αὐτὸν καὶ Τὸν ζητῶ διακαῶς ἡμέρα καὶ νύχτα.
Ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Σὲ αὐτὸ ἔγκειται ἡ ἐλευθερία: στὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τὸν πλησίον. Ἐδῶ βρίσκεται καὶ ἡ ἐλευθερία καὶ ἡ ἰσότητα. Στὴν κοσμικὴ τάξη εἶναι ἀδύνατον νὰ ὑπάρξει ἰσότητα –αὐτό, ὅμως, δὲν ἔχει σημασία γιὰ τὴν ψυχή. Δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ καθένας βασιλιὰς ἢ ἄρχοντας, πατριάρχης, ἢ ἡγούμενος, ἢ διοικητής. Μπορεῖς, ὅμως, ὅπου καὶ νὰ ἀνήκεις, νὰ ἀγαπᾶς τὸν Θεὸ καὶ εἶσαι εὐάρεστος σὲ Αὐτὸν- καὶ αὐτὸ εἶναι σπουδαῖο.
Καὶ ὅσοι ἀγαποῦν περισσότερο τὸν Θεὸ στὴ γῆ, θὰ ἔχουν μεγαλύτερη δόξα στὴ Βασιλεία καὶ θὰ εἶναι πιὸ κοντὰ στὸν Κύριο. Ὁ καθένας θὰ δοξασθεῖ κατὰ τὸ μέτρο τῆς ἀγάπης του.
Ἡ γλυκύτητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μεταμορφώνει ἐντελῶς τὸν ἄνθρωπο, καὶ τὸν διδάσκει νὰ ἀγαπᾶ ἀπόλυτα τὸν Θεό. Πεπληρωμένη μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἡ ψυχὴ δὲν ἐγγίζει τὸν κόσμο, παρότι ζεῖ στὴ γῆ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους.
Ἔμαθα ὅτι ἡ ἀγάπη ποικίλλει ὡς πρὸς τὴν ἔντασή της. Ὅποιος φοβᾶται τὸν Θεό, φοβᾶται νὰ Τὸν λυπήσει μὲ κάτι· αὐτὸς εἶναι ὁ πρῶτος βαθμός. Ὅποιος ἔχει τὸ νοῦ του καθαρὸ ἀπὸ ἐμπαθεῖς λογισμούς, αὐτὸς εἶναι ὁ δεύτερος βαθμός, μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν πρῶτο. Ὅποιος αἰσθητὰ ἔχει τὴ χάρη στὴ ψυχή του, αὐτὸς εἶναι ὁ τρίτος βαθμὸς τῆς ἀγάπης, ἀκόμη μεγαλύτερος.
Ἡ τέταρτη βαθμίδα, ἡ τελεία ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό, εἶναι ὅταν ἔχει κάποιος τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα. Τὰ σώματα τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν ἁγιάζουν καὶ μετὰ τὸ θάνατό τους γίνονται ἅγια λείψανα. Αὐτὸ γίνεται μὲ τὰ σώματα τῶν ἁγίων μαρτύρων, τῶν προφητῶν, τῶν ὁσίων ἀνδρῶν.
Ὅποιος βρίσκεται σὲ αὐτὸ τὸ μέτρο, δὲν προσβάλλεται ἀπὸ τὴν σαρκικὴ ἐπιθυμία, καὶ θὰ μποροῦσε νὰ κοιμηθεῖ μὲ νέα γυναίκα, χωρὶς καμμιὰ ἐπιθυμία γι’ αὐτήν. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἰσχυρότερη ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῆς γυναίκας, πρὸς τὴν ὁποία ἑλκύονται ὅλοι, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὸ πλήρωμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, γιατί ἡ γλυκύτητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μεταμορφώνει ἐντελῶς τὸν ἄνθρωπο, καὶ τὸν διδάσκει νὰ ἀγαπᾶ ἀπόλυτα τὸν Θεό. Πεπληρωμένη μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἡ ψυχὴ δὲν ἐγγίζει τὸν κόσμο, παρότι ζεῖ στὴ γῆ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Ἡ ψυχὴ λησμονεῖ ὅλα τὰ ἐπίγεια ἀπὸ τὴ μεγάλη ἀγάπη της γιὰ τὸν Θεό.
Ἡ δυστυχία μας ἔγκειται στὸ ὅτι δὲν στεκόμαστε ἀκλόνητοι, ἐξαιτίας τῆς ὑπερηφάνειάς μας, στὴ χάρη αὐτή, καὶ ἡ χάρη μᾶς ἐγκαταλείπει, καὶ τότε ἡ ψυχὴ τὴν ἀναζητεῖ μὲ θρήνους καὶ ὀδυρμοὺς καὶ λέει: «Διψᾶ ἡ ψυχή μου τὸν Κύριο».
Ἅγιος Σωφρόνιος Σαχάρωφ

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2020



Εἴχαμε τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὸν χάσαμε
– Γέροντα, μπορεῖ νὰ γίνει κάτι, ὥστε νὰ ἀρθεῖ ὁ νόμος γιὰ τὶς ἐκτρώσεις;
Μπορεῖ, ἀλλὰ χρειάζεται νὰ κινηθεῖ ἡ Πολιτεία, ἡ Ἐκκλησία κλπ., ὥστε νὰ ἐνημερωθεῖ ὁ κόσμος γιὰ τὶς συνέπειες ποὺ θὰ ἔχει ἡ ὑπογεννητικότητα. Οἱ Ἱερεῖς νὰ ἐξηγήσουν στὸν κόσμο ὅτι ὁ νόμος γιὰ τὶς ἐκτρώσεις εἶναι ἀντίθετος πρὸς τὶς ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου. Οι γιατροὶ πάλι ἀπὸ τὴν δική τους πλευρὰ νὰ μιλήσουν γιὰ τοὺς κινδύνους ποὺ διατρέχει ἡ γυναίκα ποὺ κάνει ἔκτρωση.
Βλέπεις, οἱ Εὐρωπαῖοι εἶχαν τὴν εὐγένεια καὶ τὴν ἄφησαν κληρονομιὰ καὶ στὰ παιδιά τους. Ἐμεῖς εἴχαμε τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὸν χάσαμε καὶ δὲν τὸν ἀφήσαμε κληρονομιὰ στὴν ἑπόμενη γενιά, γι’ αὐτὸ τώρα νομιμοποιοῦμε τὶς ἐκτρώσεις, τὸν πολιτικὸ γάμο…
Ὅταν παραβαίνει ἕνας ἄνθρωπος μία ἐντολὴ τοῦ Εὐαγγελίου, εὐθύνεται μόνον αὐτός. Ὅταν ὅμως κάτι ποὺ ἀντίκειται στὶς ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου γίνεται ἀπὸ τὸ κράτος νόμος, τότε ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ σὲ ὅλο τὸ ἔθνος, γιὰ νὰ παιδαγωγηθεῖ.
Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2020



Μὲ τὴν καινούργια μέρα του
Θέλω νὰ πῶ ὅτι κάθε νύχτα ἔπρεπε νὰ τὰ παίζω ὅλα, καὶ μάλιστα χωρὶς νὰ ’ναι κανεὶς στὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ τραπεζιοῦ
- κανείς; ἀστεῖοι ποὺ εἴμαστε – ἀντίκρυ μου ἐκεῖ, κάθε νύχτα, στέκεται ὁ Θεός,
ἐγὼ προσπαθῶ νὰ τοῦ ξεφύγω, ἐφευρίσκω πανουργίες, θανάσιμα ἁμαρτήματα, κάνω ἀποτρόπαιες σκέψεις, ἀλλὰ Ἐκεῖνος μὲ διεκδικεῖ ὁλόκληρο, λυσσάω ποὺ δὲν μπορῶ νὰ βρῶ μιὰ ὑπεκφυγή, μιὰ διέξοδο...
...Ὥσπου ἀρχίζει νὰ ξημερώνει. Ἀνοίγω τότε τὸ παράθυρο καὶ ἄθελά μου χαμογελῶ. Ὁ Θεός, γιὰ μιὰ ἀκόμα φορά, μὲ κέρδιζε μὲ τὴν καινούργια μέρα του.
Τάσος Λειβαδίτης

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2020


Περὶ οἰκουμενισμοῦ
Οἰκουμενιστὲς εἶναι οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι πιστεύουν ὅτι καὶ ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ὁ παπισμὸς καὶ οἱ προτεστάντες, ὅλοι ἔχουν μέρη τῆς ἀληθείας. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ἕνα εἶδος καθρέφτη, ὁ ὁποῖος ἔσπασε καὶ ἔχει γίνει διάφορα κομμάτια. Κι ἕνα κομμάτι ἢ δύο ἢ τρία ἔχουν οἱ καθολικοί, ἄλλα τόσα οἱ προτεστάντες. Πρέπει ὅλα αὐτὰ τὰ κομμάτια νὰ τὰ μαζέψουμε, γιὰ νὰ ἀπαρτίσουμε πάλι τὸν καθρέφτη.
Αὐτὸς εἶναι οἱ οἰκουμενισμός. Ἕνα εἶδος συγκρητισμοῦ (ἀνάμειξη διαφορετικῶν στοιχείων). Εἶναι ἕνα εἶδος αἱρέσεως ὁ οἰκουμενισμός. Θὰ ἔλεγα βαρυτάτης αἱρέσεως. Ἐμεῖς πιστεύουμε ὅτι ἡ ἀλήθεια δὲν θρυμματίστηκε ποτέ. Ἡ ἀλήθεια σῴζεται ἀκεραία στὴν Ἐκκλησία… Ἡ ἀλήθεια εἶναι στὴν Ἐκκλησία καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὑπάρχει πλάνη. Σπέρματα ἀληθείας μπορεῖ νά ὑπάρχουν, ἀλλὰ ὄχι ἡ ἀλήθεια καθολική, ὁλόκληρη, ἀκεραία.
Ἀρχιμ. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος

Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2020



Ὁ χρόνος, ὁ φθονερὸς γέρων (β)
Οἱ Ρωμαῖοι παριστάνανε τὸν πρῶτο μήνα μὲ τὴ ζωγραφιὰ τοῦ Ἰανοῦ ποὺ εἶχε δυὸ πρόσωπα, ὁποὺ ἤτανε γυρισμένα ἀπὸ τὶς δυὸ μεριές, (κι ἀπ᾿ αὐτό, τὸν βγάλανε Ἰανουάριο). Τὸ ἕνα πρόσωπο ποὺ παρίστανε τὸν περασμένο χρόνο ἤτανε γερασμένο, καὶ τ᾿ ἄλλο ποὺ παρίστανε τὸν καινούργιο χρόνο ἤτανε νεαρό. Οἱ πιὸ πολλοὶ ποὺ μιλᾶνε γιὰ τὴν πρωτοχρονιά, σᾶς δείχνουνε τὸ νεαρὸ πρόσωπο. Ἐγὼ σᾶς δείχνω τὸ γέρικο. Δὲν τὸ κάνω γιὰ νὰ σᾶς κακοκαρδίσω, ἀλλὰ γιατὶ πιστεύω πὼς ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ξεγελιέται, ἀλλὰ ποὺ βλέπει τὴν ἀδυναμία του καὶ τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου, εἶναι κερδισμένος, ἐπειδὴ γίνεται πιὸ χριστιανός, δὲν παραδίνεται στὶς ἡδονὲς ποὺ χαλᾶνε τὴν ψυχή του, λιγοστεύει τὸν ἐγωισμό του, συμπονᾶ τοὺς δυστυχισμένους, ταπεινώνεται, συντρίβεται, ἀποζητᾶ προστασία κι ἁπλώνει τὰ χέρια του στὸν Χριστὸ ποὺ εἶναι ὁ Ἄφθαρτος, ποὺ δίνει τὴν ἀφθαρσία, ὁ Βράχος, ὁ Πρῶτος καὶ ὁ Ἔσχατος, ὁ Ῥυόμενος, χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνες, καὶ ποὺ εἶπε: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή», «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή». «Ἐγὼ εἰμὶ τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἀρχὴ καὶ τέλος», «Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς», «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται».
Ὅποιος λοιπὸν πιστεύει στὸν Χριστὸ δὲν φοβᾶται καὶ δὲν θέλει νὰ ξεγελιέται σὰν τὸ καμηλοπούλι, ποὺ χώνει τὸ κεφάλι του στὸν ἄμμο καὶ θαρρεῖ πὼς δὲν ὑπάρχει ὁ κυνηγὸς ποὺ θέλει νὰ τὸ σκοτώσει, ἐπειδὴ δὲν τὸ βλέπει. Αὐτὸς ἔχει τὸ θάρρος νὰ ἀντικρίζει τὴν ἀλήθεια, γιατὶ «ἡ ἐλπὶς αὐτοῦ ἐστὶν ἀθανασίας πλήρης». Ὁ νοῦς του στέκεται ἀτάραχος μέσα στὴ βουβὴ φουρτούνα τοῦ καιροῦ καὶ στὸ ἀσταμάτητο ρεῦμα του, καὶ φέρνει μπροστά του τὶς μυριάδες τὶς μέρες καὶ τὶς νύχτες ποὺ περάσανε καὶ σβήσανε, ἀπὸ τότε ποὺ βγῆκε ὁ κόσμος ἀπὸ τὸ χάος τῆς ἀνυπαρξίας ὡς τὴ σημερινὴ μέρα, ποὺ καμμιὰ καρδιὰ δὲν τὶς θῦμαται πιά. Ἡ καρδιά του δὲν λιγοψυχᾶ, οὔτε πνίγεται ἡ ψυχή του μέσα στὰ βουβὰ κύματα τῆς φθορᾶς, ἐπειδὴ «ἡ ἐλπὶς αὐτοῦ ἀθανασίας πλήρης». Γιατὶ ὁ Χριστιανὸς πιστεύει πὼς μὲ τὸν Χριστὸ καταργήθηκε ἡ φθορά, καὶ δὲν φοβᾶται τὸ δόντι τοῦ καιροῦ ποὺ τὰ τρώγει ὅλα. Μὲ τὸν Χριστὸ «ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης, τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Οἴδαμεν γάρ, ὅτι πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν». Ναί, ὅλη ἡ κτίση ἀναστενάζει καὶ πονᾶ μαζὶ μὲ τὸν ἄνθρωπο, γιατὶ εἶναι σκλαβωμένη στὴ φθορά. Κανένα πλάσμα δὲν θέλει νὰ πεθάνει, γιατὶ μέσα στὸ κάθε ἕνα εἶναι ριζωμένη ἡ ἀγάπη τῆς μακροζωίας. Καὶ ὅμως, ὅλα λυώνουνε καὶ χάνουνε τὴν ὄψη τους καὶ γίνουνται χῶμα ἀναίσθητο, κι ἀφανίζεται ἡ τόση λεπτότητα κ᾿ ἡ τόση σοφὴ σύστασή τους. Ἡ ρόδα τοῦ καιροῦ τ᾿ ἀλέθει καὶ τὰ κάνει σκόνη, καὶ λιώνει ὡς κι αὐτὴ τὴ θύμησή τους καὶ τούτη ἡ ἄσπλαχνη ρόδα γυρίζει ἀδιάκοπα, μέρα καὶ νύχτα. Κατὰ τὸ ποίημα τοῦ Ἀνδρέα Κάλβου:
Ὁ γέρος φθονερὸς καὶ τῶν ἔργων ἐχθρός καὶ πάσης μνήμης, ἔρχεται. Περιτρέχει τὴν θάλασσαν καὶ τὴν γῆν ὅλην. Ἀπὸ τὴν στάμναν χύνει τὰ ρεύματα τῆς λήθης, καὶ τὰ πάντα ἀφανίζει.
Ὁ Χρόνος δὲν ὑπάρχει, εἶναι ἕνας ἴσκιος τῆς φαντασίας. Ὑπάρχει ὁ θάνατος. Στὸν ἄλλον κόσμο, ποὺ θὰ καταργηθεῖ ὁ θάνατος, οἱ μακάριες ψυχὲς τῶν δικαίων δὲν θὰ νοιώθουνε τὸν χρόνο. Ἄλλα κι ἀπὸ τούτη τὴ ζωὴ δὲν ἔχει πολὺ ἐξουσία ἀπάνω τους, σὰν νὰ μὴν τὸν νοιώθουνε καὶ πολύ, γι᾿ αὐτὸ γράφει ὁ Σολομώντας: «Δίκαιος ἐὰν φθάσῃ τελευτῆσαι, ἐν ἀναπαύσει ἔσται. Γῆρας γὰρ τίμιον οὐ τὸ πολυχρόνιον, οὐδὲ ἀριθμῷ ἐτῶν μεμέτρηται. Πολιὰ δὲ ἔστι φρόνησις ἀνθρώποις, καὶ ἡλικία γήρως βίος ἀκηλίδωτος. Εὐάρεστος τῷ Θεῷ γενόμενος ἠγαπήθη, καὶ ζῶν μεταξὺ ἁμαρτωλῶν μετετέθη. Ἡρπάγη μὴ κακία ἀλλάξῃ σύνεσιν αὐτοῦ ἢ δόλος ἀπατήσῃ ψυχὴν αὐτοῦ. Τελειωθεὶς ἐν ὀλίγῳ ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς. Ἀρεστὴ γὰρ ἦν Κυρίῳ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ· διὰ τοῦτο ἔσπευσεν ἐκ μέσου πονηρίας. Οἱ δὲ λαοὶ ἰδόντες καὶ μὴ νοήσαντες, μηδὲ θέντες ἐν διανοίᾳ τὸ τοιοῦτον, ὅτι χάρις καὶ ἔλεος ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς αὐτοῦ, καὶ ἐπισκοπὴ ἐν τοῖς ὁσίοις αὐτοῦ». «Ὁ δίκαιος ἂν ἔρθει ἡ ὥρα του νὰ τελευτήσει; θά ῾ναι ἀναπαυμένος. Γιατὶ γῆρας τίμιο δὲν εἶναι τὸ νὰ ζήσει κανένας πολὺ κι οὔτε μετριέται μὲ τὰ χρόνια. Ἀλλὰ γεροντικὴ εἶναι ἡ φρονιμάδα στοὺς ἀνθρώπους, κ᾿ ἡ ἡλικία εἶναι ἀψεγάδιαστη ζωή. Ἐπειδὴ εὐαρέστησε στὸν Θεόν, ἀγαπήθηκε, καὶ ἐπειδὴ ζοῦσε ἀνάμεσα σὲ ἁμαρτωλούς, πάρθηκε ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο. Ἁρπάχτηκε, μήπως ἡ κακία ἀλλάξει τὴ φρονιμάδα του, εἴτε μήπως ἡ πονηρία ξεγελάσει τὴν ψυχή του. Πεθαίνοντας μὲ λίγα χρόνια σὰν νά ῾ζησε πολλά. Γιατὶ ἤτανε ἀγαπημένη ἀπὸ τὸν Κύριο ἡ ψυχή του· γιὰ τοῦτο βιάσθηκε νὰ φύγει μέσα ἀπὸ τὴν πονηριά. Μὰ οἱ ἄνθρωποι εἴδανε καὶ δὲν καταλάβανε, πὼς ἡ χάρη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι μαζὶ μὲ τοὺς διαλεχτούς του, κ᾿ ἡ προστασία του μαζὶ μὲ τοὺς ὁσίους του».
Φώτης Κόντογλου

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2020



Ὁ χρόνος, ὁ φθονερὸς γέρων (α)
Ὁ καιρὸς εἶναι ἕνα πρᾶγμα ἄπιαστο καὶ κατὰ βάθος ἀκατανόητο. Τὸ μυαλό μας κ᾿ ἡ καρδιά μας τὸν νοιώθουνε ἀπὸ τὶς ἀλλαγὲς ποὺ γίνονται στὸν κόσμο. Μὰ κάποιες ἀλλαγὲς μπορεῖ νὰ γίνουνε πολὺ γρήγορα, ἀπὸ μιὰ μέρα σὲ ἄλλη, ὅπως ἡ παραμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ γίνεται ἀπὸ τὴν ἀρρώστεια, ἢ ἕνας ξαφνικὸς θάνατος ποὺ μέσα σὲ μιὰ στιγμὴ κάνει τὸν ἄνθρωπο ἕνα ἀγνώριστο κουφάρι. Τὸν καιρὸ τὸν νοιώθουμε πιὸ δυνατὰ ἀπὸ τὸ πάλιωμα κι ἀπὸ τὸ γῆρας, ποὺ ἀλλάζουνε τὰ νεαρὰ καὶ τὰ ζωντανὰ πλάσματα, κι αὐτὴ τὴν ἀλλαγὴ τὴν καταλαβαίνουμε σκληρά. Τὸν νοιώθουμε κι ἀπὸ τὴν καινούργιεψη τοῦ κόσμου, μὰ πιὸ δυνατὰ τὸν νοιώθουμε ἀπὸ τὴ φθορά· καὶ τὸν νοιώθουμε ἀπ᾿ αὐτὴ πιὸ δυνατά, γιατὶ πονᾶμε, κι ὁ πόνος εἶναι πιὸ βαθὺς ἀπὸ τὴ χαρά.
Γι᾿ αὐτὸ στεκόμαστε περίφοβοι μπροστὰ στὸν καινούργιο χρόνο, μπροστὰ σ᾿ ἕνα τεχνητὸ χώρισμα, ποὺ βάλαμε στὸ πέλαγος τοῦ καιροῦ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, σὰν νὰ μὴν εἶναι ἡ κάθε μέρα ἀρχὴ καινούργιου χρόνου. Σ᾿ αὐτὸν τὸν ἀτελείωτον ὠκεανὸν δὲν ὑπάρχει μήτε νησί, μήτε στεριὰ γιὰ νὰ ἀράξεις. Τὰ ρεύματα σέρνουνε τὸ καράβι σου μέρα-νύχτα καὶ τὸ πᾶνε παραπέρα, εἴτε θέλεις εἴτε δὲν θέλεις, ὣς ποὺ νὰ σὲ πετάξουνε ἀπάνω σὲ μιὰ ξέρα, ἢ νὰ σὲ πᾶνε σ᾿ ἕνα λιμάνι ἀπ᾿ ὅπου δὲν θὰ ξαναβγεῖς πιά.
Ὁ καιρὸς ἄρχισε μὲ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου. Πρὶν νὰ γίνει ὁ κόσμος μπορεῖ νὰ μᾶς φαίνεται πὼς θὰ ὑπῆρχε ὁ καιρός, ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι μιὰ ἀπάτη τοῦ μυαλοῦ μας, γιατὶ ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε τίποτα ποὺ νὰ ἀλλάζει κ᾿ ἔτσι νὰ φαίνεται πῶς περνᾷ ὁ καιρός, πῶς ὑπῆρχε ὁ καιρός; Στὸ τίποτα δὲν ὑπάρχει καιρός. Πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία ἤτανε «σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου». Σκότος κι ἄβυσσος εἶναι ἔννοιες ποὺ φανερώνουνε τὸ τίποτα, τὴν ἀνυπαρξία. Παρακάτω εἶναι γραμμένο, στὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως: «Καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀναμέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀναμέσον τοῦ σκότους. Καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν, καὶ τὸ σκότος ἐκάλεσε νύκτα. Καὶ ἐγένετο ἑσπέρα, καὶ ἐγένετο πρωὶ ἡμέρα μία». Μόλις ἔγινε τὸ φῶς ἄρχισε κι ὁ καιρός, «ἐγένετο πρωῒ ἡμέρα μία».
Ἡ θρησκεία μας αὐτὸν τὸν κόσμο ποὺ βλέπουμε τὸν λέγει «παρόντα αἰῶνα». Σ᾿ αὐτὸν τὸν «αἰῶνα» ὑπάρχει ὁ χρόνος, ἐνῷ στὸν «μέλλοντα αἰῶνα» δὲν θὰ ὑπάρχει, ἀλλὰ θὰ καταργηθεῖ, ἂν καὶ λέγεται «αἰώνας». Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει: «Σοφίαν δὲ λαλοῦμεν ἐν τοῖς τελείοις, σοφίαν δὲ οὐ τοῦ αἰῶνος τούτου, οὐδὲ τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου, τῶν καταργουμένων». Δηλαδή, τοῦτος ὁ κόσμος κι ὅσοι τὸν πιστεύουνε, ἤγουν οἱ σαρκικοὶ ἄνθρωποι, «καταργοῦνται», φθείρονται καὶ ἀπὸ τὸν χρόνο πεθαίνουνε. Ἐνῶ στὸν «μέλλοντα αἰῶνα» οἱ δίκαιοι θὰ γίνουνε ἄφθαρτοι κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία. Ὁ ἴδιος θεόπνευστος ἀπόστολος λέγει τοῦτα τὰ φοβερὰ λόγια, γι᾿ αὐτὴ τὴν ἀλλαγή: «Ἰδού, μυστήριον ὑμῖν λέγω. Πάντες μὲν οὖν κοιμηθησόμεθα, πάντες ἀλλαγησόμεθα, ἐν ἀτόμῳ, ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ, ἐν τῇ ἐσχάτῃ σάλπιγγι». Μιλώντας γιὰ τὴν καταστροφὴ τούτου τοῦ κόσμου, γράφει: «Εἴτε προφητεῖαι καταργηθήσονται, εἴτε γλῶσσαι, παύσονται, εἴτε γνῶσις καταργηθήσεται. Ἐκ μέρους γὰρ γινώσκομεν καὶ ἐκ μέρους προφητεύομεν· ὅταν δὲ ἔλθη τὸ τέλειον, τότε τὸ ἐκ μέρους καταργηθήσεται». Τὸ «τέλειον» θὰ εἶναι ἄφθαρτο, κ᾿ ἡ ἀφθαρσία καταργεῖ τὸν χρόνο. Στὸν «μέλλοντα αἰῶνα» δὲν ὑπάρχει οὔτε γέννα, οὔτε θάνατος.
Γιὰ τοὺς πολλοὺς ἀνθρώπους αὐτὰ εἶναι ἀσύστατες φαντασίες, ποὺ τὶς πιστεύουνε μοναχὰ «οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι». Μὰ αὐτοὶ ποὺ τὰ λένε αὐτὰ εἶναι γιὰ λύπη, κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο: «Ἂν ἐλπίζουμε, λέγει, μοναχὰ σὲ τούτη τὴ ζωή, εἴμαστε οἱ πιὸ ἐλεεινοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους». Γιατὶ μὲ ὅποια ἐλπίδα κι ἂν ξεγελασθοῦμε, καὶ μὲ ὅση ἀδιαφορία κι ἂν ἀρματωθοῦμε, θά ῾ρθει μιὰ μέρα ποὺ θὰ δοῦμε, θέλοντας καὶ μὴ θέλοντας, τὴ φθορὰ ποὺ μᾶς ζώνει σὰν πλημμύρα ἀπὸ παντοῦ, καὶ θὰ τρομάξουμε.
Γύρω μας τὰ πάντα ἀλλάζουνε, μέρα μὲ τὴν μέρα. Τὰ πρόσωπα παραμορφώνουνται, τὰ κορμιὰ σακατεύουνται, τὰ μάτια θολώνουνε, ὅλα βουλιάζουνε μέσα σ᾿ ἕνα βουβὸ χάος. Ἡ φθορά! Καὶ πιὸ ζωηρὰ μᾶς χτυπᾶ αὐτὸ τὸ ξέφτισμα τοῦ κόσμου καὶ μᾶς κάνει νὰ συλλογισθοῦμε τὴ ματαιότητά μας στὴν ἀρχὴ τοῦ καινούργιου χρόνου.
Φώτης Κόντογλου