Δευτέρα 31 Ιουλίου 2023

 


Ἐπιστολὴ τοῦ Φ. Σέρραρντ στὸν Γ. Σεφέρη (β)

Ὁ Ντοστογιέφσκι ὀνομάζει κόλαση τὸν πόνο ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀδυναμία μας νὰ ἀγαπήσουμε. Θὰ πρόσθετα, ἐπίσης, ὅτι κόλαση εἶναι ὁ πόνος ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀδυναμία μας νὰ δεχθοῦμε ἀγάπη. Κάποιος ἀπὸ τοὺς Ὀρθόδοξους ἁγίους λέει ὅτι ἀποτελεῖ ἀνοσιούργημα ἡ σκέψη καὶ μόνο ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀγαπᾶ τοὺς ἁμαρτωλούς, ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γίνεται αἰσθητὴ μὲ διαφορετικοὺς τρόπους: γίνεται αἰσθητὴ ὡς βάσανο μὲν ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τὴν ἀρνοῦνται, ὡς χαρὰ δὲ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τὴ δέχονται.

Θὰ ἔλεγα, λοιπόν, καταρχάς, ὅτι ἡ κόλαση δὲν εἶναι ἕνας τόπος καὶ δὲν εἶναι αἰώνια (μὲ τὴν ἔννοια μίας ἀδιάκοπης συνέχειας χωρὶς τέλος). Καὶ θὰ ἰσχυριζόμουν περαιτέρω ὅτι εἶναι κάτι ποὺ τελεῖται καὶ ἐκτυλίσσεται στὸ ἐσωτερικὸ ἑνὸς ἀνθρώπου, ὑποκειμενικὰ καὶ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν παρουσία ἢ τὴ στέρηση τῆς ζωῆς, μὲ τὴν παρουσία ἢ τὴ στέρηση τῆς χαρᾶς.

Ἀναφορικά, ὡστόσο, μὲ τὸ τί συμβαίνει κατὰ τὴν Κρίση (εἴτε κατὰ τὴν προσωπικὴ κρίση τοῦ καθενὸς ἀπὸ ἐμᾶς εἴτε κατὰ τὴν ἔσχατη Κρίση), αὐτὸ εἶναι ἕνα ἐντελῶς διαφορετικὸ θέμα. Ἀλλὰ ὁ θάνατος γιὰ τὸν καθέναν προσωπικὰ δὲν θὰ ἔπρεπε, μοῦ φαίνεται, νὰ ἐπηρεάζει πραγματικά, μὲ τρόπο διαφοροποιημένο, τὴν κρίση: κάποιος βρίσκεται ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται, «στὴν κόλαση» (μὲ τὴν παραπάνω ἔννοια), φερειπεῖν, ἢ ὄχι στὴν κόλαση, πάντως μὲ τὴν ἐνδιάθετη ἱκανότητα πάντοτε, ἂν βρίσκεται «στὴν κόλαση», νὰ ἐλευθερωθεῖ, μὲ τὴν ἐνδιάθετη ἱκανότητα νὰ ἀγαπήσει καὶ νὰ δεχθεῖ ἀγάπη: ὅλα ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸν κάθε ἕναν ἀπὸ ἐμᾶς προσωπικὰ –ἢ ὅπως οἱ Ὀρθόδοξοι Πατέρες λένε: «Ὁ Θεὸς μᾶς δημιούργησε χωρὶς τὴ βοήθειά μας, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει χωρὶς τὴ βοήθειά μας»–καὶ θὰ προσθέταμε εὔλογα ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ σώσουμε τὸν ἑαυτό μας χωρὶς τὸν Θεό.

Πραγματικά, μέσα ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη ὀπτική, κάθε ζωὴ ποὺ δὲν εἶναι τέλεια, ἀκέραιη, ὁλοκληρωμένη, εἶναι σὲ κάποιον βαθμὸ «κόλαση»· ἀλλὰ ἐπίσης καμία ζωὴ –ὅσο ἀτελής, μερική, ἀνολοκλήρωτη καὶ ἂν εἶναι– δὲν στερεῖται τὴν ἱκανότητα ἢ τὴ δυνατότητα νὰ γίνει τέλεια, ἀκέραιη καὶ ὁλοκληρωμένη. Ἡ αἰτία ποὺ μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων δὲν συναντᾶται ἡ ἔννοια τοῦ καθαρτηρίου καὶ ἀγνοεῖται ἡ ρωμαιοκαθολικὴ διάκριση μεταξὺ κολάσεως καὶ καθαρτηρίου, δὲν εἶναι ὅτι αὐτοὶ πιστεύουν, ὅπως λανθασμένα νομίζεται ἐνίοτε, πὼς οἱ ψυχὲς βρίσκονται εἴτε στὸν παράδεισο εἴτε σὲ κατάσταση αἰώνιας καταδίκης καὶ χωρὶς τὴν παραμικρὴ εὐκαιρία νὰ μεταβοῦν στὸν παράδεισο· ὀφείλεται στὴν πίστη τους ὅτι ἀκόμα καὶ ἡ ψυχὴ ποὺ βρίσκεται στὴν πιὸ βαθιὰ κόλαση ἐξακολουθεῖ νὰ ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ ἐξέλθει ἀπὸ αὐτήν, νὰ μετανοήσει (νὰ ἀλλάξει νοῦ/ζωή): ἀκόμα καὶ ὁ διάβολος δὲν στερεῖται, ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη, τὴ δυνατότητα τῆς μετανοίας.

Κοντολογίς, δὲν ὑπάρχει χῶρος στὴν ὀρθόδοξη σκέψη (κυρίως σὲ αὐτὴν) γιὰ τὴν ἰδέα τῆς κολάσεως στὴν ὁποία κάποιος καταδικάζεται γιὰ πάντα, ὅπως ἐπίσης δὲν ὑπάρχει χῶρος γιὰ τὴν ἰδέα μίας κολάσεως διακριτῆς ἀπὸ τὸ καθαρτήριο, καθότι ὁ ἐξαγνισμὸς καὶ ἡ ἀπολύτρωση εἶναι διαδικασία στὴν ὁποία ὅλοι, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν προσωπική τους κατάσταση, μποροῦν νὰ συμμετέχουν: ἀρκεῖ μόνο νὰ τὸ θέλουν.

Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ ἀδιάλειπτη καὶ ἐπίμονη Ὀρθόδοξη προσευχὴ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους –ὅλους τοὺς κεκοιμημένους, ἁγίους ἢ «ἁμαρτωλούς»: διότι δὲν ὑπάρχει κανένα ὅριο στὴν τελείωση ποὺ μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ ἀπὸ ἕναν ἅγιο καὶ κανένας περιορισμός, ἐπίσης, στὴν ἱκανότητα ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ νὰ γίνει τέλειος.

Οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, ὡστόσο, κάνουν τὴ διάκριση μεταξὺ κολάσεως καὶ καθαρτηρίου καὶ ἔχουν παγιδευτεῖ σὲ τούτη τὴ σφαλερὴ ἔννοια τῆς κολάσεως ὡς τιμωρίας καὶ πόνου χωρὶς καμία ἐλπίδα ἢ δυνατότητα ἀπολύτρωσης. Καὶ ἐπειδὴ ἡ ἀντίληψή τους αὐτὴ δὲν συνάδει μὲ τὴν ἰδέα τῆς ἄπειρης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἀναγκάζονται νὰ προβαίνουν σὲ τέτοιες εὑρηματικές, πλὴν ὅμως ἀνούσιες, διατυπώσεις, ὅπως ἐκείνη, παραδείγματος χάριν, γιὰ τὴν κόλαση ποὺ «ὑπάρχει ἀλλὰ δὲν βρίσκεται κανένας μέσα σὲ αὐτήν». Ἀναγκάζονται νὰ τὸ κάνουν αὐτό, γιατί ἔχουν καταρχὰς διαμορφώσει λανθασμένη ἰδέα –ἕνα εἶδος χρονικῆς καὶ χωροταξικῆς ἰδέας– τῆς κολάσεως.

Νομίζω ὅτι ὅσα εἶπα εἶναι ἀρκετὰ γιὰ τὸ ἑσπερινὸ κήρυγμά μου τῆς Τετάρτης! Ἂν δὲν μιλοῦσες σοβαρὰ ὅταν ἐξέφραζες τὸ ἐρώτημά σου, μὴ δώσεις σημασία. Ἴσως δὲν χρειάζεται νὰ δώσεις σημασία σὲ καμία περίπτωση.

Ἔκανα, ὅπως βλέπεις, κάμποσες ἀλλαγὲς στὸν Πρόλογο, καὶ ἐλπίζω ὅτι ἔχω ἐξαλείψει τὰ σημεῖα γιὰ τὰ ὁποῖα εἶχες ὁρισμένες ἀμφιβολίες. Ἔστειλα μία λίστα μὲ τὶς ἀλλαγὲς στὸν Κίλι καὶ ἐλπίζω ὅτι θὰ τὶς ἀποδεχθεῖ. Πιστεύω ὅτι μᾶλλον θὰ τὸ κάνει. Ἡ αἴσθησή μου εἶναι –καὶ μέχρι τώρα ἦταν– ὅτι ὅσο περισσότερα μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀφαιρέσει τόσο καλύτερα.

Γειὰ χαρὰ

Φίλιππος

Παρακαλῶ συγχώρεσε μὲ ποὺ ἔγραψα ὅλα τοῦτα στὰ ἀγγλικά. Ἀμφιβάλλω ἂν τὰ ἑλληνικά μου θὰ μὲ βοηθοῦσαν νὰ ἀντεπεξέλθω στὶς ὑψηλὲς ἀπαιτήσεις τῶν θεολογικῶν νοημάτων!

Φίλιππος Σέρραρντ

Κυριακή 30 Ιουλίου 2023

 


Παπαδιαμάντης: Ἡ μεταφυσική τῆς πενίας (γ)

Ἡ πενία, σὰν ὑπόσταση πνευματική, ἔχει προϋπόθεση τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἁπλότητα τῆς καρδιᾶς. Στὰ «Τραγούδια τοῦ Θεοῦ», γράφει ὁ Παπαδιαμάντης: «Μὲ εἶχε καλέσει ὁ γενναῖος φίλος μου, ὁ κυρ Στέφανος Μ. εἰς τὴν οἰκίαν του τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα, διὰ νὰ συμφάγωμεν τὴν ὥρα τοῦ προγεύματος, ἀπὸ συγκατάβασιν καὶ εὐσπλαχνίαν, διὰ νὰ κάμω κι ἐγὼ μετὰ τόσα χρόνια Πάσχα, οἰκιακόν, ὡς ἔρημος καὶ ξένος στὰ ξένα».

Ὁ φίλος του ὁ Στέφανος ἤτανε ἕνας ἁμαξᾶς. Ὅταν ὁ Παπαδιαμάντης δέχεται τὴν πρόσκληση γιὰ τὸ Πασχαλινὸ γεῦμα, ἤτανε πιὰ γνωστός, ἀναγνωρισμένος, φημισμένος καὶ τιμημένος. Ἕνας ἄλλος, ποὺ δὲν θὰ ’χε οὔτε τὸ δέκατο τῆς φήμης του, δὲν θὰ καταδεχότανε νὰ περάσει τὸ Πάσχα στὸ σπίτι ἑνοῦ φτωχοῦ κι ἄσημου ἁμαξᾶ, ἤ τὴν ὥρα τοῦ μεγάλου γιορτασμοῦ του, νὰ κρυφτεῖ στὸ σπίτι ἑνοῦ ταπεινοῦ μανάβη, τοῦ Νικόλα τοῦ Μπούκη. Ὁ Παπαδιαμάντης ὅμως, ποὺ δὲν λογάριαζε τὴ φτώχεια ντροπή, ποὺ τιμοῦσε τοὺς φτωχοὺς αὐτοὺς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔψελνε μαζί τους καὶ μοιραζότανε τὸ ψωμί τους, στεκότανε κοντά τους κι ἀποτραβιότανε ὅσο ἤτανε γινούμενο πιὸ πολὺ ἀπ’ τοὺς ὑλικὰ καὶ διανοητικὰ πλουσίους…

Γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη, περιοχὴ τῆς ντροπῆς ἤτανε ὁ πλοῦτος, καὶ περιβόλι τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγιᾶς τὰ καλυβόσπιτα τῶν πτωχῶν. Σ’ αὐτὰ ἀναγάλιαζε, σ’ αὐτὰ ἀναπαυότανε ἡ ψυχή του καὶ γαλήνευε ὁ νοῦς του. Γιὰ τοῦτο λογαριάζει τιμὴ του τὴν πασχαλινὴ πρόσκληση τοῦ Στέφανου τοῦ ἁμαξᾶ, κι ὄχι μονάχα τοῦτο, ἀλλὰ λογαριάζει τὸν ἑαυτό του πολὺ πιὸ ἀνάξιο ἀπ’ τοὺς ταπεινοὺς τούτους ἀνθρώπους καὶ δέχεται πὼς ἀπὸ συγκατάβαση κι εὐσπλαχνία τὸν καλέσανε. Τούτη ἡ φράση φανερώνει τὴν ἀπίθανη μετριοφροσύνη τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ τὴν ἐγκάρδια ἀλληλεγγύη του μὲ τοὺς φτωχούς, ποὺ εἴχανε φόβο Θεοῦ, πίστη κι ἀνυπόκριτη ἀγάπη. Δίπλα στοὺς σταύλους τῶν ἀλόγων ἔκανε Πασκαλιά, ὅπως μέσα σὲ σταῦλο ἀλόγων γεννήθηκε ὁ μεγάλος φορέας τῆς πενίας, ὁ Χριστός. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι μὲ τὶς γυναῖκες τους, μὲ τ’ ἀπονήρευτα παιδιά τους, παρακολουθούσανε τὶς ἀτελείωτες λειτουργίες τοῦ παπα-Νικόλα τοῦ Πλανᾶ στὸν Ἅγιο Ἐλισσαῖο καὶ τὶς ψαλμωδίες τοῦ Παπαδιαμάντη, κι αὐτοὶ οἱ λίγοι, μὰ διαλεκτοί, νοιώθανε μυστικοὶ κι ἐπιστήθιοι φίλοι τοῦ Χριστοῦ, ἅμα ἀκούγανε τὸν Παπαδιαμάντη νὰ ψέλνει τὸ «Φίλε μυστικέ τοῦ Χριστοῦ ἐπιστήθιε», κι ἀναγαλιάζανε ὅταν τὸν ἀκούγανε πάλι νὰ ψέλνει τὸ «Ἀγαλλιάσθω τοῦ δρυμοῦ ξύλα σύμπαντα»!….

Κωστὴς Μπαστιᾶς

Σάββατο 29 Ιουλίου 2023



Μὲ τὸν τρόπο τοῦ Γ. Σ.
Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει
Στὸ Πήλιο μέσα στὶς καστανιὲς τὸ πουκάμισο τοῦ Κενταύρου
γλιστροῦσε μέσα στὰ φύλλα γιὰ νὰ τυλιχτεῖ στὸ κορμί μου
καθὼς ἀνέβαινα τὴν ἀνηφόρα κι ἡ θάλασσα μ᾿ ἀκολουθοῦσε
ἀνεβαίνοντας κι αὐτὴ σὰν τὸν ὑδράργυρο θερμομέτρου
ὡς ποὺ νὰ βροῦμε τὰ νερὰ τοῦ βουνοῦ.
Στὴ Σαντορίνη ἀγγίζοντας νησιὰ ποὺ βουλιάζαν
ἀκούγοντας νὰ παίζει ἕνα σουραύλι κάπου στὶς ἀλαφρόπετρες
μοῦ κάρφωσε τὸ χέρι στὴν κουπαστὴ
μιὰ σαΐτα τιναγμένη ξαφνικὰ
ἀπὸ τὰ πέρατα μιᾶς νιότης βασιλεμένης.
Στὶς Μυκῆνες σήκωσα τὶς μεγάλες πέτρες καὶ τοὺς θησαυροὺς τῶν Ἀτρειδῶν
καὶ πλάγιασα μαζί τους στὸ ξενοδοχεῖο τῆς «Ὡραίας Ἑλένης τοῦ Μενελάου»
χάθηκαν μόνο τὴν αὐγὴ ποὺ λάλησε ἡ Κασσάντρα
μ᾿ ἕναν κόκορα κρεμασμένο στὸ μαῦρο λαιμό της.
Στὶς Σπέτσες στὸν Πόρο καὶ στὴ Μύκονο
μὲ χτίκιασαν οἱ βαρκαρόλες.
Τί θέλουν ὅλοι αὐτοὶ ποὺ λένε
πὼς βρίσκουνται στὴν Ἀθήνα ἢ στὸν Πειραιά;
Ὁ ἕνας ἔρχεται ἀπὸ Σαλαμίνα καὶ ρωτάει τὸν ἄλλο μήπως «ἔρχεται ἐξ Ὁμονοίας»
«Ὄχι, ἔρχομαι ἐκ Συντάγματος» ἀπαντᾶ κι εἶν᾿ εὐχαριστημένος
«βρῆκα τὸ Γιάννη καὶ μὲ κέρασε ἕνα παγωτό».
Στὸ μεταξὺ ἡ Ἑλλάδα ταξιδεύει
δὲν ξέρουμε τὴν πίκρα τοῦ λιμανιοῦ σὰν ταξιδεύουν ὅλα τὰ καράβια
περιγελᾶμε ἐκείνους ποὺ τὴ νιώθουν.
Παράξενος κόσμος ποὺ λέει πὼς βρίσκεται στὴν Ἀττικὴ
καὶ δὲ βρίσκεται πουθενὰ
ἀγοράζουν κουφέτα γιὰ νὰ παντρευτοῦνε
κρατοῦν «σωσίτριχα» φωτογραφίζουνται
ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶδα σήμερα καθισμένος σ᾿ ἕνα φόντο μὲ πιτσούνια καὶ μὲ λουλούδια
δέχουνταν τὸ χέρι τοῦ γέρο φωτογράφου νὰ τοῦ στρώνει τὶς ρυτίδες
ποὺ εἶχαν ἀφήσει στὸ πρόσωπό του
ὅλα τὰ πετεινὰ τ᾿ οὐρανοῦ.
Στὸ μεταξὺ ἡ Ἑλλάδα ταξιδεύει ὁλοένα ταξιδεύει
κι ἂν «ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς»
εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θέλησαν νὰ πιάσουν τὸ μεγάλο καράβι μὲ τὸ κολύμπι
ἐκεῖνοι ποὺ βαρέθηκαν νὰ περιμένουν τὰ καράβια ποὺ δὲν μποροῦν νὰ κινήσουν
τὴν ΕΛΣΗ τὴ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ τὸν ΑΜΒΡΑΚΙΚΟ.
Σφυρίζουν τὰ καράβια τώρα ποὺ βραδιάζει στὸν Πειραιὰ
σφυρίζουν ὁλοένα σφυρίζουν μὰ δὲν κουνιέται κανένας ἀργάτης
καμμιὰ ἁλυσίδα δὲν ἔλαμψε βρεμένη στὸ στερνὸ φῶς ποὺ βασιλεύει
ὁ καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μὲς στ᾿ ἄσπρα καὶ στὰ χρυσά.
Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει
παραπετάσματα βουνῶν ἀρχιπέλαγα γυμνοὶ γρανίτες...
τὸ καράβι ποὺ ταξιδεύει τὸ λένε ΑΓΩΝΙΑ 937.
Α/Π Αὐλίς, περιμένοντας νὰ ξεκινήσει. Καλοκαίρι 1936
Γιῶργος Σεφέρης

Παρασκευή 28 Ιουλίου 2023

 


Στὴν Ἁγι-Ἀναστασά

…Ἀλλ᾽ ὁ διάλογος οὗτος διεκόπη ὑπὸ τῆς φωνῆς τοῦ ἱερέως, ὅστις ἐν τῷ μεταξὺ ἀπεδύθη τὰ ἄμφια, κ᾽ ἔκραξεν εἰς τὸ ποίμνιόν του.

«Εἶστ᾽ ἕτοιμοι; Πᾶμε!» Δύο τῶν αἰπόλων ἔσπευσαν νὰ φορτώσωσι τὰ ἱερά, ὡς καὶ τὰ καλάθια τῶν ποιμενίδων τὰ περικλείοντα ἑορτάσιμά τινα ἐφόδια, εἰς πέντε ἢ ἓξ ὀνάρια, ὁ ἱερεὺς ἐπέβη εἰς τὸ ἕβδομον, καὶ οἱ ἄλλοι πεζοί, οἱ μὲν κρατοῦντες τὰς λαμπάδας των ἀναμμένας, μὲ τὴν ἀριστεράν, προσπαθοῦντες, μὲ τὴν δεξιάν, νὰ σκεπάσωσι τὴν λαμπὴν ἀπὸ τῆς πνοῆς τῆς ἀπογείου αὔρας, οἱ δὲ ἀνάψαντες μικρὰ φαναράκια, χρήσιμα εἰς τοὺς αἰπόλους διὰ τοὺς νυκτερινοὺς ἐπαυλισμοὺς καὶ τοὺς ἀμολγοὺς τῶν αἰγῶν των, ἐξεκίνησαν κατερχόμενοι πρὸς βορρᾶν, εἶτα ἐστράφησαν ἀνατολικώτερον, βαίνοντες διὰ κακοτοπιᾶς ἐφ᾽ ἧς δὲν θ᾽ ἀντεῖχον ἄλλοι πόδες παρὰ τοὺς ἰδικούς των, ἐλαφρὰ πατοῦντες μὲ τὰ τσαρούχια τὰ περιβάλλοντα τοὺς εὐκινήτους πόδας των, βιάζοντες τὰ γαϊδουράκια νὰ τρέχωσι, σύροντες μᾶλλον αὐτὰ εἰς τὸν δρόμον, τοποθετούμενοι ἐξ ἀριστερῶν ὡς ἔμψυχα δίκρανα, πρὸς ὑποστήριξιν τῶν φορτωμένων ὑποζυγίων εἰς τὰ κρημνωδέστερα μέρη. Δύο ἢ τρεῖς αὐτῶν, μὲ τὰς κάπας των, ἤρχοντο τελευταῖοι, μετὰ συριγμῶν καὶ ἀκατανοήτων μονοσυλλάβων, ἄγοντες τὰ αἰπόλιά των, μὲ τὰ μικρὰ ἐρίφια διὰ χαριεστάτων σκιρτημάτων τρέχοντα παρὰ τὰς μητέρας των, βελάζοντα ἐρωτηματικῶς, εἰς ἃ αἱ αἶγες ἀπήντων ἀορίστως, μὴ ἔχουσαι πῶς νὰ ἐξηγήσωσι τὴν ἀσυνήθη νυκτοπορίαν.

Ἡ σελήνη εἶχεν ἀνατείλει πρὸ τοῦ μεσονυκτίου, καὶ ὁ δίσκος της, ὑπέρυθρος ὀλίγον, πότε ἐφαίνετο ὄπισθεν τῶν κορυφῶν ὑψηλῶν δένδρων, πότε ἐκρύπτετο, κατὰ τοὺς ἑλιγμοὺς τῆς πορείας, ὄπισθεν τοῦ βουνοῦ. Καὶ οἱ θάμνοι ἐσείοντο πανταχοῦ ὅθεν διέβαινεν ἡ πομπή, καὶ τὰ ἔντομα ἐξεγείροντο παράωρα ἐκ τοῦ ὕπνου των, καί τινα μυιγάρια ἐξορμῶντα ἐπέτων φαιδρῶς περὶ τὰς ἀνημμένας λαμπάδας, ὑποβοΐζοντα, καίοντα τὰς μικκύλας πτέρυγάς των ἢ καταστρέφοντα μετὰ τελευταίου βόμβου τὴν ἐφήμερον ὕπαρξίν των εἰς τὴν πρόσψαυσιν τῆς φλογός. Καὶ τὰ νυκτοπούλια ἔφευγον φοβισμένα ἀπὸ σχοῖνον εἰς κόμαρον, ἀπὸ αἱμασιὰν εἰς δένδρον, προσθέτοντα τὸν ἐλαφρὸν θροῦν τῶν πτερύγων των εἰς τὸ ἁβρὸν ἐναρμόνιον φύσημα τῆς αὔρας τῆς ὀρθρίας. Καὶ ἡ ἀγραμπελιὰ ἡ χιονανθής, ἡ λευκάζουσα καὶ μυροβολοῦσα εἰς τοὺς φράκτας, λευχείμων μυροφόρος ἑορτάζουσα τὴν Ἀνάστασιν, καὶ ὁ κισσὸς καὶ τὸ ἁγιόκλημα, πλόκαμοι τῆς Ἀνοίξεως ἐξαπλούσης τὴν μυροβόλον κόμην της ἀνὰ τοὺς ἀγρούς, διέχυνον ζωηροτέραν ἐν τῇ νυκτὶ τὴν εὐωδίαν των εἰς τὸν ἀέρα. Καὶ ἡ ἀργυρᾶ ἀμμόκονις τῶν ἄστρων ὠλιγόστευεν ἐπάνω, καθ᾽ ὅσον ὑψοῦτο ἡ σελήνη, καὶ ἡ ἀηδὼν ἠκούετο μινυρίζουσα βαθιὰ εἰς τὸν μυχὸν τοῦ δάσους, καὶ ὁ γκιώνης μὴ δυνάμενος νὰ διαγωνισθῇ πρὸς τὴν λιγυρὰν ἀδελφήν του, ἔπαυσε πρὸς καιρὸν τὸ θρηνῶδες ᾆσμά του.

Εἶχαν κατέλθει ἤδη πολὺ βαθιά, κάτω εἰς τὸ ρεῦμα, καὶ ἀντικρύ των ἔβλεπον μακρὰν τὸ πέλαγος, κυανῆν ὀθόνην, ἀμυδρῶς ἐπαργυρουμένην ἀπὸ τὰς ἀκτῖνας τῆς σελήνης. Ἠκούσθη δὲ μετ᾽ ὀλίγον βαθὺς παφλασμὸς ὡς χειμάρρου καταφερομένου μετὰ δούπου ἀπὸ τῶν βράχων, κρότος συνεχής, ἰσχυρός, μονότονος. Ἦτο τὸ ρεῦμα τῆς Παναγίας τῆς Δομάν, ἀπὸ τῶν ὑδάτων τοῦ ὁποίου εἴκοσι νερόμυλοι ὑδρεύοντο τὸ πάλαι καὶ πολλαὶ ἑκατοντάδες στρέμματα κήπων μὲ κλιμακωτὰς αἱμασιὰς ἐπιαίνοντο ἀπὸ τὸ δροσερὸν νᾶμά του. Ἐκεῖ ἀντικρύ, προέκυπτεν ἐπ᾽ ἄκρας τῆς θαλάσσης τὸ παλαιὸν φρούριον, τὸ ὁποῖον ἦτό ποτε κατοικία ἀνθρώπων, πρὶν γίνῃ γλαυκῶν φωλεὰ καὶ λάρων ὁρμητήριον. Εἰς τὸ ἀκένωτον ρεῦμα τῆς Παναγίας τῆς Δομὰν ὠφείλετο ἡ εὐδοκίμησις πάσης φυτείας καὶ πάσης βλαστήσεως κατὰ τοὺς παλαιοὺς ἐκείνους χρόνους.

Ἦτο ἤδη ὣς δύο μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ὅταν ὁ παπ᾽ Ἀγγελὴς καὶ οἱ αἰπόλοι του ἔφθασαν εἰς τὴν Παναγίαν τὴν Δομάν. Τὸ μικρὸν ἐξωκκλήσιον ἦτο κτισμένον ὑπὸ συστάδα πελωρίων δένδρων, περιβαλλόμενον γραφικῶς ὑπ᾽ αὐτῶν, σκεπαζόμενον φιλοστόργως ἀπὸ τοὺς κλῶνάς των. Ὁ ναΐσκος ἦτο πενιχρός, ἀλλὰ διετηρεῖτο καὶ ἦτο λειτουργήσιμος. Ἦτο δὲ ἓν τῶν ὀλίγων ναϊδίων, ὅσα ἐσώζοντο ὄρθια ἀπὸ τῆς παλαιᾶς ἐποχῆς. Γείτονες αὐτοῦ, χαμηλότερα πρὸς τὴν θάλασσαν, ἦσαν τὸ πάλαι, ἐντὸς τῆς κοιλάδος τῆς συνεχομένης μεταξὺ δύο ἀκτῶν, πάμπολλοι ναΐσκοι ἕως τέσσαρες δωδεκάδες. Οἱ πλεῖστοι ἦσαν σήμερον ἐρείπια. Ἡ Παναγία τοῦ Δομάν, ἁπλῆ ἀναπαράστασις τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς τοῦ Βυζαντίου καὶ περιβαλλομένη ὡς μὲ στέφανον ἀπὸ τὸν ἀειθαλῆ κόσμον τῶν πελωρίων δένδρων της, ἵστατο ἀκόμη ὀρθή, κ᾽ ἐφαίνετο λέγουσα πρὸς τοὺς ἀδελφούς της, ὅσοι εἶχαν γονατίσει, καταβληθέντες ἀπὸ τὸν κάματον τῆς διὰ τόσων αἰώνων πορείας: «Παρηγορηθῆτε, σᾶς ἀντιπροσωπεύω ἐγώ!»

Ἡ εὐσεβὴς τάσις τοῦ λαοῦ, ζητοῦντος, διὰ τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἐξωκκλησίων ἀνὰ τὰ ὄρη καὶ τὰς κοιλάδας, νὰ παρηγορηθῇ διὰ τὴν στέρησιν τῶν τόσων τὸ πάλαι ἱερῶν καὶ βωμῶν του, λησμονοῦντος τοὺς παλαιοὺς θεούς του χάριν τῶν νέων ἁγίων του, κατίσχυσε τῆς αὐστηροτέρας καὶ δογματικωτέρας θεωρίας, καθ᾽ ἣν ἀπηγορεύοντο εἰς τοὺς χριστιανοὺς οἱ ἀγροτικοί ναοί. Ἀκριβέστεροι δέ τινες ἑρμηνεῖς τοῦ γράμματος, ἱερομόναχοι καὶ ἀσκητικοὶ ἄνδρες, ἠρνοῦντο καὶ νὰ λειτουργῶσιν εἰς ἐξωκκλήσια. Ἀλλὰ τὸ αἴσθημα εἶναι ἀνώτερον τῆς θεωρίας, καὶ ὁ λαός, δουλεύων, τυραννούμενος, πενόμενος, ἀγροδίαιτος, διασπειρόμενος κατὰ κώμας καὶ χωρία, μὴ ἔχων πόρους νὰ κτίσῃ μεγάλας καὶ λαμπρὰς ἐκκλησίας, ἔκτισε πολλὰς καὶ πενιχράς. Ὁ δὲ Σωτήρ, συγκαταβατικώτερος τῶν ἐπισήμων ἐπὶ γῆς διερμηνευτῶν του, «μνημονεύων τῶν ἐπὶ γῆς διατριβῶν», καθὼς εἶπεν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἐνθυμούμενος τὴν πενιχρὰν προσφορὰν τῆς χήρας, ἐδέχετο καὶ τοῦ πένητος λαοῦ του τὸν εὐσεβῆ φόρον, καθὼς ἐδέχθη ἐκείνης τὰ δύο λεπτά.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Πέμπτη 27 Ιουλίου 2023

 


Τὰ πάντα μέσα μου καὶ γύρω μου

Τὰ πάντα μέσα μου καὶ γύρω μου, καὶ τὰ μικρὰ καὶ τὰ μεγάλα, τὰ περασμένα καὶ τὰ ἄπειρα, καὶ τὰ ἁπλὰ καὶ τὰ αἰνιγματώδη, καὶ τὰ σκοτεινὰ καὶ τὰ φωτεινά, καὶ τὸ ὁρατὸ καὶ τὸ ἀόρατο, καὶ τὸ θνητὸ καὶ τὸ ἀθάνατο, καὶ τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό, τὸ πᾶν καὶ τὰ πάντα σὲ ὅλους τους κόσμους ποὺ γνωρίζω καὶ αἰσθάνομαι, μὲ ὑποκινοῦν σὲ μιὰ κραυγὴ καὶ μιὰ προσευχή:

-Κύριε ἐλέησον!

Ὅσιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς

Τετάρτη 26 Ιουλίου 2023

 


Δοκιμάστε καί θά ἰδεῖτε πόση χαρά θά πάρετε

Ὅσο συχνότερα λέει ὁ χριστιανός τή νοερά προσευχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν», τόσο περισσότερο λαμβάνει τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἰρήνη στήν ψυχή, φωτισμό στό νοῦ του καί δύναμη νά ἀντιμετωπίσει τόν ἀγώνα τῆς ζωῆς.

Αὐτήν τήν προσευχή δέν μπορεῖ νά τήν πεῖ κανείς ἄν δέν ἔχει τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διότι λέγει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ὅτι «οὐδεὶς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν, εἰ μὴ Πνεύματι Ἁγίῳ».

Δηλαδή κανείς ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά πεῖ τόν Ἰησοῦν Χριστόν, Κύριον καί Θεόν, παρά μόνον ἐάν ἔχει τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐλάβαμε κατά τό Ἅγιο Βάπτισμά μας.

Ὅλοι οἱ βαπτισμένοι χριστιανοί εἶναι πνευματοφόροι, ἀλλά τήν χάρη μποροῦν νά τήν ἔχουν μέσα τους θαμμένη καί ἀνενέργητη ἤ ζωντανή, νά τούς ἁγιάζει καί νά τούς χαριτώνει.

Ἕνας ἄνθρωπος πού δέν προσεύχεται, πού δέν ζεῖ στήν Ἐκκλησία, πού δέν ἐξομολογεῖται, πού δέν κοινωνεῖ, πού δέν τηρεῖ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, καί εἶναι βαπτισμένος, ἔχει τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα του ἀλλά ἀνενέργητη.

Δέν λειτουργεῖ ἡ χάρις.

Μόλις αὐτός ἀρχίσει νά προσεύχεται, νά ἐξομολογεῖται, νά κοινωνεῖ, νά κάνει τά ἔργα τοῦ Θεοῦ, τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἀρχίζει ἡ χάρις νά ἐνεργεῖ, καί ὁ ἄνθρωπος φωτίζεται, ἁγιάζεται, καθαρίζεται καί σώζεται.

Ἡ νοερά προσευχή, τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν», πολύ μᾶς βοηθάει γιά νά μπορέσουμε καί μεῖς νά ἔχουμε μέσα μας τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνεργό καί νά τήν αἰσθανόμεθα.

Τό πρωί πού σηκωνόμαστε, μαζί μέ τίς ἑωθινές προσευχές, τό «Βασιλεῦ Οὐράνιε… Παναγία Τριάς… Πάτερ ἡμῶν», νά λέμε ἀρκετές φορές τή νοερά προσευχή αὐτή κάνοντας καί τό Σταυρό μας:

«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν».

Τήν ἡμέρα ὅσο μποροῦμε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν».

Ὅταν κάποιος πειρασμός, κάποια κακή σκέψη ἔρχεται στό νοῦ μας: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν», γιά νά φεύγει αὐτή ἡ κακή σκέψη.

Ὅταν ἔχουμε κάποια στενοχώρια, κάποια ἀπελπισία, κάποια δυσκολία, μόλις ποῦμε τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…» μέ ταπείνωση, μέ πίστη, ἔρχεται εἰρήνη στήν ψυχή.

Μόλις στήν οἰκογένεια πάει νά γίνει ἕνα σκάνδαλο, μιά διαίρεση, μιά ἀκαταστασία: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς», «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, φώτισε τά παιδιά μας», «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, εἰρήνευσέ μας», καί ἔρχεται χάρις, εὐλογία καί εἰρήνη.

Ὅσους χριστιανούς συμβουλεύσαμε νά λένε αὐτήν τήν προσευχή, καί ἰδίως ὅταν μέσα στήν οἰκογένειά τους ὑπάρχουν δυσκολίες, ὅλοι μᾶς εἶπαν ὅτι μέ τήν προσευχή αὐτή ἡ οἰκογένεια εἰρηνεύει, τά παιδιά φωτίζονται, ὁ κόσμος γίνεται καλύτερος καί ἔρχεται πιό κοντά στό Χριστό.

Τώρα πού φεύγετε ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, κρατῆστε, ἄν θέλετε, σάν ἕνα πολύτιμο ἐφόδιο αὐτό, νά προσπαθεῖτε ὅσο πιό συχνά μπορεῖτε νά λέτε τή νοερά προσευχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν».

Δέν χρειάζεται νά εἶναι κανείς κλεισμένος στό δωμάτιό του ἤ μέσα σέ μιά Ἐκκλησία.

Καί στό αὐτοκίνητο πού ὁδηγεῖ, καί στό δρόμο πού περπατάει, καί δουλειές ἄλλες πού κάνει, μπορεῖ νά ἔχει τόν νοῦν του στό Θεό καί νά προσεύχεται: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν».

Ὑπάρχει μάλιστα καί ἕνα πολύ ὡραῖο βιβλίο πού σᾶς συνιστῶ νά διαβάσετε, λέγεται «Οἱ Περιπέτειες ἑνός Προσκυνητοῦ», πού περιγράφει τή ζωή ἑνός Ρώσου προσκυνητοῦ, ὁ ὁποῖος τόν περασμένο αἰώνα, ἔχοντας πολύ πόθο Θεοῦ μέσα στήν καρδιά του, ἤθελε νά μάθει τή μέθοδο τῆς προσευχῆς αὐτῆς.

Ταξίδευσε σέ διάφορα μέρη καί βρῆκε ἁγίους Γέροντες καί ἀσκητές οἱ ὁποῖοι τοῦ ἐδίδαξαν αὐτήν τήν ἀρετή.

Ἄν διαβάσετε αὐτό τό βιβλίο, θά δεῖτε καί σεῖς πῶς πρέπει νά λέγεται ἡ προσευχή, καί μάλιστα ὄχι ἁπλῶς μέ τό στόμα ἀλλά μέ τό νοῦ καί τήν καρδιά.

Διότι ὅταν ἡ προσευχή εἶναι στήν καρδιά, τότε εἶναι πιό καθαρή, γνήσια, ἀληθινή, καί τότε φέρνει καί πολύ εἰρήνη στήν ψυχή.

Ἄν θέλετε, δοκιμάστε καί θά ἰδεῖτε, πόση εἰρήνη θά ἔλθει στήν ψυχή σας καί πόση χαρά θά πάρετε.

Ὅλοι μπορεῖτε, μικροί καί μεγάλοι, νά μάθετε αὐτήν τή νοερά προσευχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν».

Μέσα στήν Ἐκκλησία μας ἔχουμε ὅπλα γιά νά εἴμαστε εὐτυχισμένοι, ἀλλά δέν τά χρησιμοποιοῦμε, γι’ αὐτό καί δέν ἔχουμε χαρά στή ζωή μας.

Ἐάν ὅμως ἔχουμε τή νοερά προσευχή, θά ἔχουμε ἀληθινή χαρά.

Εὔχομαι καλό ταξίδι καί ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ νά εἶναι πάντα μαζί σας.

Ἀρχιμανδρίτου Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου τῆς Ι. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου

(Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία σέ προσκυνητάς, 1983)

Τρίτη 25 Ιουλίου 2023


Ἡ ἀπώλεια τῆς ντροπῆς
Ἡ ντροπὴ δὲν ὑπάρχει πλέον. Αὐτὸ τὸ συναίσθημα ποὺ μᾶς ὑπαγορεύει νὰ νιώθουμε μία ταραχὴ ἢ ἕνα αἴσθημα ἀναξιοπρέπειας μπροστὰ στὶς συνέπειες μίας φράσης μας ἢ μίας ἐνέργειάς μας, ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ νὰ σκύβουμε τὸ κεφάλι, νὰ χαμηλώνουμε τὰ μάτια, νὰ ἀποφεύγουμε τὸ βλέμμα τοῦ ἄλλου, νὰ εἴμαστε ταπεινωμένοι καὶ φοβισμένοι, φαίνεται ὅτι ἔχει χαθεῖ. Σήμερα ἡ ντροπή, ἀλλὰ καὶ ἡ δίδυμη ἀδελφή της, ἡ σεμνότητα, δὲν ἀποτελεῖ πλέον ἕνα φρένο στὸ θρίαμβο τῆς ἐπιδειξιομανίας, στὴν ἡδονοβλεψία, τόσο μεταξὺ τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων ὅσο καὶ μεταξὺ τῶν ἡγετικῶν τάξεων. Ἡ ἀπώλεια ἀξίας τῆς ντροπῆς σχετίζεται καὶ μὲ ἕνα ἄλλο μοναδικὸ φαινόμενο: τὴν ἐξιδανίκευση τοῦ κοινότοπου καὶ τοῦ ἀσήμαντου.
Τὸ ἐντυπωσιασμένο βλέμμα τῶν πολλῶν δὲν στρέφεται πλέον πρὸς πρόσωπα ἠθικὰ ἢ διανοητικὰ σπουδαῖα, ἀλλὰ σὲ ἀνθρώπους μέτριους, ἀνώνυμους, ἀπολύτως ὅμοιους μὲ τὸν ἄνθρωπο τοῦ δρόμου ἢ μὲ τὴ γυναίκα τῆς διπλανῆς πόρτας. Πρόκειται γιὰ ἕνα φαινόμενο ποὺ παράγεται ἀπὸ τὴν τηλεόραση, ἀπὸ ὁρισμένα προγράμματα μὲ μεγάλη ἀκροαματικότητα, ὅπως ὁ «Μεγάλος Ἀδελφός». Ὁ Γκίντερ Ἀντερς, ὁ γερμανὸς φιλόσοφος ποὺ μετανάστευσε στὴν Ἀμερικὴ κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ναζισμοῦ, ἔγραψε ὅτι θὰ μᾶς ὑποκλαπεῖ δόλια «ἡ ἐμπειρία καὶ ἡ ἱκανότητα νὰ παίρνουμε θέση». Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ συμβεῖ αὐτό; Ἐξαιτίας τῆς τηλεοπτικῆς εἰκόνας ἔχουμε μπροστά μας ἕναν πολὺ εὐρὺ ὁρίζοντα «σὲ ἄμεση αἰσθητὴ θέα, ἀλλὰ μόνον μέσα ἀπὸ τὶς εἰκόνες του». Συναντᾶμε τὴν πραγματικότητα «ὑπὸ τὴ μορφὴ τῆς φαινομενικότητας καὶ τῆς φαντασίωσης», ὄχι τὸν «κόσμο» ἀλλὰ «ἕνα καταναλωτικὸ ἀντικείμενο ποὺ μᾶς τὸ προμηθεύουν κατ’ οἶκον».
Ὁ Ἀντερς ἐξηγεῖ: «Ὅποιος ἔχει καταναλώσει μέσα στὸ καλὰ θερμαινόμενο δωμάτιό του μία ἔκρηξη ἀτομικῆς βόμβας μὲ τὴ μορφὴ μίας εἰκόνας ποὺ τοῦ τὴν προσφέρουν κατ’ οἶκον, αὐτὸς ἤδη θὰ συνδέσει ὅλα ὅσα θὰ τύχει νὰ ἀκούσει γιὰ τὴν ἀτομικὴ βόμβα μὲ αὐτὸ τὸ μικροσκοπικῶν διαστάσεων οἰκιακὸ γεγονὸς καὶ ἔτσι θὰ χάσει τὴν ἱκανότητα νὰ κατανοήσει τὸ ἴδιο πράγμα καὶ νὰ πάρει σωστὴ θέση ἀπέναντί του».
Σὲ αὐτὸ τὸ χωρίο ὁ Ἀντερς ἑστιάζει σὲ ἕνα πρόβλημα ποὺ μᾶς ἀγγίζει ἄμεσα καὶ ποὺ ἐπηρεάζει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο διαμορφώνονται καὶ ἐκδηλώνονται τὰ συναισθήματά μας, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἡ ντροπή. Ἡ ἐμπειρία ποὺ ἀποκτᾶμε εἶναι ἐκείνη τῆς ἔγκρισης ποὺ ὑποκαθιστᾶ τὴ συναίνεση, δηλαδὴ τοῦ ἀνεπιφύλακτου ναί, ποὺ ἀποσυνδέεται ἀπὸ κάθε περιεχόμενο.
Βρίσκεται σὲ ἐξέλιξη μία ἀσυγκράτητη διαδικασία ὁμογενοποίησης ποὺ βασίζεται στὴ δημοκρατία τῆς κατανάλωσης, τῆς ὁποίας ἡ ἀκροαματικότητα εἶναι τὸ σύστημα ἀξιολόγησης ἀλλὰ καὶ ὁ ἀπώτερος σκοπός: θέαμα εἶναι ὅλα αὐτὰ ποὺ χειροκροτοῦμε, ὅσο καὶ ἂν εἶναι ἀκόμα ἀληθινὸ ὅτι δὲν εἶναι ὅλα θέαμα στὸν σύγχρονο κόσμο. Σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο ἡ ντροπὴ τείνει νὰ χαθεῖ, ὡς ἕνα συναίσθημα ποὺ χαρακτήριζε ἄλλες ἐποχὲς τῆς ἀνθρωπότητας, στὶς ὁποῖες ἡ ἀνάγκη νὰ μᾶς βλέπουν καὶ νὰ βλέπουμε τὰ πάντα, παντοῦ καὶ πάντοτε, δὲν ἦταν τόσο σημαντικὴ ὅσο εἶναι σήμερα.
Σήμερα ἡ δυνατότητα νὰ βλέπουμε καὶ νὰ μᾶς βλέπουν ἀναγορεύεται σὲ ἀπώτερο σκοπὸ τῆς ὕπαρξης τῶν ἀτόμων. Ἡ ντροπὴ ἔχει γίνει ταμπού. Ἢ καλύτερα ἔχει μετατραπεῖ σὲ ντροπὴ νὰ μὴν εἴμαστε ἐπιτυχημένοι, νὰ μὴν μᾶς παρατηροῦν, νὰ μὴν μᾶς προσέχουν… ἡ τρομερὴ ντροπὴ νὰ εἴμαστε ὁ «κανένας», νὰ μὴν εἴμαστε ἀξιοπρόσεκτοι. Ἕνας ψυχολόγος ἔγραψε ὅτι ἡ σύγχρονη ντροπή μας ἔγκειται στὸ συναίσθημα τῆς ἀποτυχίας τῆς ἐπίδειξής μας. Ντρεπόμαστε νὰ ντραποῦμε ἐπειδὴ αὐτὸ συγκεντρώνει τὴν προσοχὴ ὅλων στὸ μοναδικὸ πράγμα ποὺ θέλουμε νὰ κρύψουμε: στὴν ἀποτυχία μας.
Ὁ Ζὰν Μποντριγιὰρ μᾶς εἶχε προειδοποιήσει μιλώντας γιὰ τὸ «τέλειο ἔγκλημα», ποὺ διαιωνίζεται ἀπὸ τὸ θρίαμβο τῆς τηλεόρασης: ἂν ὅλα εἶναι ἐκτεθειμένα σὲ θέα, αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτα πλέον γιὰ νὰ δοῦμε. Ἡ ἴδια ἡ πραγματικότητα φαίνεται νὰ χάνεται μέσα στὴν ὁλικὴ διαφάνεια. Σύμφωνα μὲ τὴν ψυχαναλύτρια Ἄννα Μαρία Παντόλφι, εἶναι πιθανὸ ἡ ἐπιδειξιομανία καὶ ἡ ἡδονοβλεψία, ποὺ κυριαρχοῦν ἀκαταμάχητες, νὰ εἶναι στὴν πραγματικότητα ἡ ἔνδειξη μίας διαδεδομένης ἔλλειψης ταυτότητας, δηλαδὴ ἑνὸς εὔθραυστου καὶ φτωχικοῦ ναρκισσισμοῦ, «σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο τὸ νὰ μᾶς βλέπουν καὶ νὰ εἴμαστε γνωστοί, ὅποιο καὶ ἂν εἶναι τὸ τίμημα ποὺ πληρώνουμε γι’ αὐτό, φαίνεται νὰ εἶναι τὸ μοναδικὸ φάρμακο ἀπέναντι στὸν κίνδυνο νὰ νιώθουμε ὅτι δὲν ἔχουμε καμιὰν ἀξία».
Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν ντροπή, δὲν εἶναι πλέον ἀληθινό, ὅπως ἦταν στὸ παρελθόν, ὅτι αὐτὸ τὸ συναίσθημα ἀποτελεῖ σὲ κάθε περίπτωση μίαν ἀξία. Ἡ ντροπὴ ἦταν αὐτὸ ποὺ διέκρινε τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη ἀπὸ τὰ ζῶα. Ἡ ντροπὴ τῆς σύγχρονης κοινωνίας εἶναι, ὅπως ἔχει λεχθεῖ, μία «ἐπιδερμικὴ ντροπή» (Ἀγκνες Χέλερ) ἤ, ὅπως λένε οἱ ψυχολόγοι, μία «ἀμοραλιστικὴ ντροπή». Δὲν εἶναι μία ἀληθινὴ ντροπὴ ἀλλὰ μία ἐπιφανειακὴ ντροπή, ποὺ συνδέεται ἀκριβῶς μὲ τὴν ἠθική της ἐπιτυχίας, μὲ τὸν πιὸ βαθὺ κομφορμισμό, ὁ ὁποῖος, παρὰ τὰ τόσα λόγια ποὺ ξοδεύει γιὰ νὰ ἐξυψώσει τὸ ἄτομο, τὸ τυποποιεῖ ὅλο καὶ περισσότερο. Ὅπως μᾶς ἐξηγοῦν οἱ ψυχολόγοι, ἡ «ἠθικὴ ντροπὴ» προϋποθέτει τὴ στενὴ σύνδεση αἰσθήματος ἐνοχῆς καὶ ντροπῆς. Ἡ ἀμοραλιστικὴ ντροπὴ ἀντίθετα δὲν συνδέεται πλέον μὲ κάποιον κανόνα ἀλλὰ μόνο μὲ μοντέλα κατανάλωσης, μὲ κοινωνικὲς ἐτικέτες, μὲ προσωπικὴ ἐξουσία ἢ μὲ τὴν ἔκβαση τοῦ σεξουαλικοῦ ἀνταγωνισμοῦ γιὰ τὴν κατάκτηση μίας γυναίκας ἢ ἑνὸς ἄνδρα.
Μάρκο Μπελπολίτι

Δευτέρα 24 Ιουλίου 2023


Ἡ παιδική ἡλικία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης
Τήν ἀταξία αὐτή τοῦ ἁγ. Γρηγορίου μᾶς τή διηγεῖται ὁ ἴδιος. Καί τή διηγεῖται σέ ὁμιλία του μέ ἀφορμή τή μνήμη τῶν Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, ὄχι μόνο ἐπειδή ἡ παιδική του ἀταξία συνδέεται μέ τήν ἐπέτειο αὐτή, ἀλλά καί μέ τόν σκοπό νά τιμήσει τούς Μάρτυρες καί νά οἰκοδομήσει τό πολυάριθμο ἀκροατήριό του.
Ἡ ἀταξία του συνδέεται ἄμεσα μέ τή μητέρα του Ἐμμέλια. Τό μικρό ἱστορικό ἔχει ὡς ἑξῆς: ἡ μητέρα τοῦ Γρηγορίου προερχόταν ἀπό οἰκογένεια πού συνδύαζε τήν εὐσέβεια, τήν κοινωνική προβολή καί τή μεγάλη κτηματική περιουσία, ἕνα μέρος τῆς ὁποίας βρισκόταν στήν Ἀρμενία. Ἡ ζωή της ἦταν ἀφιερωμένη στήν ἐπιτέλεση ἀγαθοεργῶν σκοπῶν, τούς ὁποίους πολλαπλασίασε μετά τόν θάνατο τοῦ συζύγου της.
Ἕνας ἀπό τούς ἀγαθοεργούς σκοπούς της ἦταν καί ἡ φροντίδα της γιά τήν τιμή τῆς μνήμης τῶν Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, πού θανατώθηκαν τό 320 στή Σεβάστεια τῆς Ἀρμενίας. Συγκεκριμένα ἡ Ἐμμέλια φρόντισε νά συγκεντρώσει τά ὀστᾶ τῶν μαρτύρων σέ εἰδική θήκη (λάρνακα), νά τήν τοποθετήσει σέ ἕναν ναΐσκο (σηκό), καί νά ἐγκαινιάσει «τήν ἐπί τοῖς λειψάνοις πανήγυριν τήν πρώτην».
Ὁ χρόνος πού ἔγινε τό πανηγύρι πρέπει, σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, νά τοποθετηθεῖ λίγα ἔτη μετά τό 345, δηλαδή 25-30 περίπου χρόνια μετά τήν ἐκδημία τῶν Τεσσαράκοντα Μαρτύρων. Τό συμπέρασμα αὐτό συνάγεται ἀπό δύο ἐνδεχομένης ἀξίας στοιχεῖα. Τό πρῶτο συνδέεται μέ τό γεγονός ὅτι δέν ἀναφέρεται σύμπραξη τοῦ συζύγου τῆς Ἐμμελίας στό ἱερό αὐτό ἔργο. Θυμίζουμε ὅτι ὁ σύζυγος πρέπει νά πέθανε λίγο μετά τό 345. Τό δεύτερο στοιχεῖο στηρίζεται στήν ὁμολογία τοῦ ἰδίου τοῦ ἁγ. Γρηγορίου ὅτι, τότε πού συνέβη ἡ πρώτη «πανήγυρις», ὅπου καί διέπραξε τή σχετική ἀταξία, ἦταν «ἔτι νέος». Ἐπειδή στόν θάνατο τοῦ πατέρα του ὁ ἅγ. Γρηγόριος ἦταν λίγο μεγαλύτερος ἀπό 10 ἐτῶν, μποροῦμε νά ὑποθέσουμε ὅτι ἡ ἡλικία τοῦ Γρηγορίου στά ἐγκαίνια τῆς τιμῆς τῶν λειψάνων τῶν Τεσσαράκοντα Μαρτύρων θά ἦταν γύρω στά 15 χρόνια.
Καιρός νά δοῦμε τώρα τό σχετικό περιστατικό, σύμφωνα μέ τή μαρτυρία τοῦ ἁγ. Γρηγορίου. Ἀπό τά λεγόμενά του συνάγεται ὅτι ἡ μητέρα του εἶχε τήν εὐθύνη γιά τή διοργάνωση τῆς γιορτῆς. Μέ τήν εὐκαιρία αὐτή συνέστησε στόν νεαρό Γρηγόριο νά ἔρθει μαζί της, γιά νά παρακολουθήσει ὅσα θά διαδραματιστοῦν. Φαίνεται ὅτι ὁ Γρηγόριος στεκόταν κάπως μακρυά ἀπό τέτοιες ἐκδηλώσεις, ἀκόμη κι ἄν ἐπρόκειτο νά μετάσχει ἀνεπίσημα, μαζί μέ τόν κοινό λαό. Ἄπειρος ἀπό τέτοια πράγματα, τοῦ κακοφάνηκε ἡ πρόταση τῆς μητέρας του, πολύ δέ περισσότερο ἐπειδή ἔπρεπε νά γίνουν ὅλα γρήγορα. Γκρίνιαξε μάλιστα στή μητέρα του, πού ὄχι μόνο δέν ἀνέβαλε τό πανηγύρι γι’ ἀργότερα ἀλλά, παρά τίς τόσες φροντίδες γιά τήν ὀργάνωση, τό μετέφερε πιό νωρίς.
Τελικά ὅμως, καί παρά τή γκρίνια του, πῆρε τόν δρόμο γιά τόν τόπο πού θά γινόταν ἡ τελετή. Ὅταν ἔφτασε στόν προορισμό του, εἶχε ἤδη ἀρχίσει ἡ ὁλονυκτία, πού γινόταν στόν κῆπο, δηλαδή ἐκεῖ πού βρίσκονταν τά λείψανα τῶν μαρτύρων. Ὁ νεαρός Γρηγόριος, ἀντί νά παρακολουθήσει τήν ἱερή ἀκολουθία, μπῆκε στό παρακείμενο σπίτι, διάλεξε ἕνα δωμάτιο καί ἔπεσε νά κοιμηθεῖ. Γρήγορα τόν πῆρε ὁ ὕπνος. Τότε εἶδε τό ἑξῆς ὄνειρο: Ἤθελε δῆθεν νά μπεῖ στόν κῆπο, ὅπου τελεῖτο ἡ ὁλονυκτία. Προχώρησε πρός τήν εἴσοδο τοῦ κήπου, ἀλλά ἡ εἴσοδος εἶχε καταληφθεῖ ἀπό ἕνα πλῆθος στρατιωτῶν. Στήν προσπάθειά του νά περάσει μέσα οἱ στρατιῶτες σηκώθηκαν, πρόβαλαν ἀπειλητικά τά ραβδιά τους καί τοῦ ἐμπόδισαν τήν εἴσοδο. Κινδύνεψε μάλιστα νά χτυπηθεῖ, ἄν δέν μεσολαβοῦσε κάποιος ἀπό τούς στρατιῶτες, πού φαινόταν πιό φιλάνθρωπος.
Τή στιγμή ἐκείνη ξύπνησε. Ξαφνιασμένος ἀπό τό ὄνειρο ἀναλογίστηκε αὐθόρμητα τή συμπεριφορά πού ἔδειξε στή μητέρα του. Ταυτόχρονα πῆρε τό μήνυμα πού τοῦ ἔδωσαν οἱ στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι δέν ἦσαν ἄλλοι παρά οἱ Τεσσαράκοντα Μάρτυρες, καί φοβήθηκε. Τότε ξέσπασε σέ λυγμούς γιά τήν προηγούμενη συμπεριφορά του. Ἀμέσως κατέβηκε κάτω στόν κῆπο καί ἔχυσε πικρά δάκρυα πάνω στή θήκη τῶν λειψάνων, ἐνῶ συγχρόνως παρακαλοῦσε τόν Θεό νά τόν συγχωρήσει καί ζητοῦσε ἀπό τούς ἁγίους στρατιῶτες νά τοῦ δώσουν «ἀμνηστία».
Ἠλίας Βουλγαράκης

Κυριακή 23 Ιουλίου 2023

Ἡ ζωή ὡς προσμονὴ
Μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο συνεχοῦς ἀπώλειας δυνάμεων, μὲ σειρὲς χημειοθεραπειῶν ποὺ τοῦ προκαλοῦσαν ναυτία καὶ τὸν ἐξασθένιζαν ὅλο καὶ περισσότερο, ὁ π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν ἔγραψε ἕνα κείμενο γιὰ τὸ ραδιόφωνο στὰ μέσα Νοεμβρίου 1983 γιὰ νὰ μεταδοθεῖ τὴν ἡμέρα τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου, στὶς 2 Φεβρουαρίου. Κοιμήθηκε εἰρηνικὰ στὶς 13 Δεκεμβρίου 1983.
«Τί ἐντυπωσιακὴ καὶ ὄμορφη εἰκόνα, ὁ ἡλικιωμένος ἄντρας νὰ κρατᾶ στὰ χέρια του τὸ παιδί, καὶ πόσο παράξενα εἶναι τὰ λόγια του: «ὅτι εἶδον ὁ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν Σου…» Ἀναλογιζόμενοι αὐτὰ τὰ λόγια ἀρχίζουμε νὰ ἐκτιμοῦμε τὸ βάθος αὐτοῦ τοῦ περιστατικοῦ καὶ τὴ σχέση του μέ μᾶς, μὲ μένα, μὲ τὴν πίστη μας. 
Ὑπάρχει τίποτα πιὸ χαρμόσυνο ἀπὸ ἕνα ἀντάμωμα, μία «ὑπαπαντὴ» μὲ κάποιον ποὺ ἀγαπᾶς; Εἰλικρινὰ τὸ νὰ ζεῖς σημαίνει νὰ προσμένεις, νὰ προσβλέπεις στὴ συνάντηση. Ἡ ὑπερβατικὴ καὶ ὄμορφη προσμονὴ τοῦ Συμεὼν αὐτὸ δὲ συμβολίζει; Ἄραγε δὲ συμβολίζει τὴν προσδοκία ἡ μακρόχρονη ζωή του, αὐτὸς ὁ προβεβηκὼς σὲ ἡλικία ἄντρας, ὁ ὁποῖος περνᾶ ὅλη του τὴ ζωὴ περιμένοντας τὸ φῶς ποὺ φωτίζει ὅλους καὶ τὴ χαρὰ ποὺ τὰ πάντα πληροῖ; Καὶ πόσο ἀπρόσμενα, πόσο ὑπερβολικὰ καλὰ ἔρχονται τὸ ἀπὸ καιρὸ ἀναμενόμενο φῶς καὶ ἡ χαρὰ στὸν ὑπέργηρο Συμεὼν μέσω ἑνὸς παιδιοῦ! 
Φανταστεῖτε τὸν γέροντα τὴν ὥρα ποὺ μὲ τρεμάμενα χέρια παίρνει τρυφερὰ καὶ προσεχτικὰ στὴν ἀγκαλιὰ του τὸ σαράντα ἡμερῶν βρέφος καὶ μὲ τὸ βλέμμα του προσηλωμένο στὴ μικρὴ ὕπαρξη ἀναφωνεῖ: «Τώρα μπορεῖς νὰ μὲ ἀπολύσεις ἐν εἰρήνῃ, γιατί εἶδα, κράτησα στὰ χέρια μου, ἀγκάλιασα αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ νόημα τῆς ζωῆς». Ὁ Συμεὼν περίμενε. Περίμενε σὲ ὅλη του τὴ ζωή, καὶ σίγουρα αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀναλογιζόταν, προσευχόταν, ἐμβάθυνε ὅσο περίμενε, ἔτσι ὥστε ὅλη του ἡ ζωὴ νὰ εἶναι μία διαρκής «παραμονή», ἡ προηγούμενη ἑνὸς χαρμόσυνου συναπαντήματος.
Δὲν εἶναι καιρὸς νὰ ἀναρωτηθεῖ ὁ καθένας μας, ἐγὼ τί περιμένω; Τί μοῦ ὑπενθυμίζει ὅλο καὶ πιὸ ἐπίμονα ἡ καρδιά μου; Μεταμορφώνεται βαθμιαία σὲ προσμονὴ ἡ δική μου ζωή, καθὼς προσβλέπω στὴ συνάντηση μὲ τὸ οὐσιῶδες; Αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα θέτει ἡ Ὑπαπαντή. Ἐδῶ, σ’ αὐτὴ τὴ γιορτή, ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ φανερώνεται ὡς ἡ ἀσύγκριτη ὀμορφιὰ μιᾶς ψυχῆς ποὺ ὡριμάζει, ποὺ ἀπελευθερώνεται ὅλο καὶ περισσότερο, ποὺ βαθαίνει καὶ καθαρίζεται ἀπ’ ὅ,τι εἶναι δευτερεῦον, ἀνούσιο καὶ τυχαῖο. 
Ἀκόμη καὶ τὰ γεράματα καὶ ὁ θάνατος, ὁ ἐπίγειος προορισμὸς στὸν ὁποῖο ἔχουμε ὅλοι μερίδιο, τόσο ἁπλὰ καὶ πειστικὰ φανερώνονται ἐδῶ ὡς πλησίασμα ἐκείνης τῆς μίας στιγμῆς, κατὰ τὴν ὁποία μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά, γεμάτος ἀπὸ εὐγνωμοσύνη, λέω: «ἐπίτρεψέ μου τώρα νὰ ἀποχωρήσω». Ἔχω δεῖ τὸ φῶς ποὺ διαπερνᾶ τὸν κόσμο. Ἔχω δεῖ τὸ παιδίον, ποὺ δίνει στὸν κόσμο τόση θεία ἀγάπη καὶ πού μοῦ προσφέρει τὸν ἑαυτό του. Δὲν ὑπάρχει τίποτα ποὺ νὰ φοβίζει, τίποτα ἄγνωστο, τὰ πάντα τώρα εἶναι εἰρήνη, εὐχαριστία καὶ ἀγάπη. Αὐτὸ εἶναι ποὺ φέρνει ἡ Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου. Γιορτάζει τὴ συνάντηση τῆς ψυχῆς μὲ τὴν Ἀγάπη, τὴ συνάντηση μὲ τὸν Ἕναν πού μοῦ ἔδωσε τὴ ζωὴ καὶ μοῦ ἔδωσε τὴ δύναμη νὰ τὴ μεταμορφώσω σὲ προσμονή». 

Πρωτ. Ἀλέξανδρος Σμέμαν

Σάββατο 22 Ιουλίου 2023



Ἀληθινή γιορτή εἶναι ἡ ἐσωτερική χαρά
Ἦρθαν οἱ ἅγιες ἑορτές. Καί τίς χαιρόμαστε. Καί τίς ἀπολαμβάνομε ὅσο πιό καλά μποροῦμε. Καί μέσα μας, καί καμμιά φορά καί φωναχτά μεταξύ μας, τό λέμε:
-Ὤ, νά ἦταν ὅλος ὁ χρόνος μιά γιορτή!
Τό λέμε. Καί νομίζομε, πώς εἴμαστε πολύ ἀπαιτητικοί.
-Μακάρι! Ἀλλά δέν γίνονται αὐτά.
Ἔτσι μᾶς φαίνεται. Καί μεταξύ μας συμφωνοῦμε. Ἀλλά δέν συμφωνεῖ μαζί μας ἕνας πολύ μεγάλος καί σοφώτατος ἅγιος, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Λέγει:
Ἄν θέλετε, μπορεῖτε νά ἔχετε ἑορτή ὁλοχρονίς. Ναί, μπορεῖτε νά ἔχετε ἑορτή ὄχι γιά κάποιες ὧρες καί στιγμές, ἀλλά συνεχῶς καί ὁλοχρονίς.
Μᾶς τό λέγει ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος: «Ἑορτάζωμεν», μᾶς λέγει! Καί ἐμεῖς ἀποροῦμε: Τί λές, Παῦλε; Τί νά γιόρταζαν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι, οἱ παραλῆπτες τῆς ἐπιστολῆς Σου; Τί γιορτές νά ἔκαναν, ἀφοῦ ἀκόμη δέν εἶχαν θεσπισθῆ; Καί ποῦ καί πῶς νά τίς ἑόρταζαν, ἀφοῦ ζοῦσαν, μιά χουφτίτσα Χριστιανοί, μέσα σέ μιά θάλασσα εἰδωλολατρῶν;
Ἄλλο ἤθελε ὁ Παῦλος, νά τούς εἰπεῖ. Kαί νά μᾶς εἰπεῖ. Τί;
Ἀληθινή γιορτή δέν εἶναι οἱ κάποιες ἡμέρες. Ἀληθινή γιορτή δέν εἶναι τό ὅποιο γλέντι.
Ἀληθινή γιορτή εἶναι ἡ ἐσωτερική χαρά. Καί ἀληθινή χαρά μᾶς δίνει μόνο ἡ καθαρή συνείδηση.
Ὅποιος ἔχει καθαρή συνείδηση, ἔχει ὁλοχρονίς γιορτή.
Δηλαδή; Τί σημαίνει αὐτό;
Μερικοί ἔρχεσθε στήν Ἐκκλησία «ἀργά καί πού»!
Γιά νά τό καταλάβετε, αὐτό πού σᾶς λέγω, χρειάζεται νά βάλετε λίγη προσοχή.
Τί μᾶς λέγει ἡ σημερινή ἑορτή;
Ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε πολλά ἀγαθά. Ἦρθαν στιγμές πού γέμισε ἡ γῆ μέ ἀγγέλους καί μέ τά τραγούδια τους.
Καί μόνο;
Ἔγινε καί κάτι πιό μεγάλο.
Ἄνθρωποι ἀπό τήν γῆ ἀνέβηκαν στόν οὐρανό! Μιμήθηκαν καί ἔφτασαν στίς ἀρετές τούς ἁγίους ἀγγέλους.
Ζοῦσαν στήν γῆ. Μέ σάρκα καί μέ αἷμα. Ὅπως καί ἐμεῖς. Καί διατηροῦσαν, καί εἶχαν, ὅλα αὐτά τά γνωστά «σύν καί πλήν», πού ἔχει ἡ φύση μας. Καί παρ᾿ ὅλα αὐτά, ἔγιναν ἄγγελοι. Αὐτοί ἔγιναν. Γιατί τό θέλησαν. Γιατί τό ἔκαμαν φιλοτιμία τους.
Ἁπλά καί μόνο, γιατί τό θέλησαν, νά ἔχουν καθαρή συνείδηση καί νά ζοῦν μέ καθαρή συνείδηση.
Ἔχει ἤ δέν ἔχει ὁλοχρονίς γιορτή, ὅποιος ζεῖ ἔτσι;
Μήπως ἐμεῖς, δέν παίρνομε τό θάρρος νά ἰδοῦμε τά πράγματα σωστά;
Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος

Παρασκευή 21 Ιουλίου 2023


Ὁ κάλαμος καὶ τὰ καλάμια
Μιλώντας κάποτε γιά τόν Καρυωτάκη, ὁ κριτικός λογοτεχνίας Ἡρακλῆς Ἀποστολίδης εἶπε τά ἑξῆς:
«Ἡ βαθύτερη ἀρρώστεια τοῦ Καρυωτάκη εἶναι ἡ ἀρρώστεια τῶν περισσοτέρων ἀπό τούς λογίους μας. Ἀπό ἐγωκεντρισμό πάσχουν ὅλοι. Τούς φοβίζει φοβερά ὁ θάνατος! Καί δέν θέλουν νά καταλάβουν, πώς ὁ κόσμος θά ἐξακολουθήσει τόν δρόμο του καί χωρίς αὐτούς· ὁ κόσμος θά ὑπάρχει καί ὕστερα ἀπό αὐτούς. Τήν ἀπρόσωπη συμβολή στήν ζωή δέν θέλουν οὔτε νά τήν ἀκούσουν. Καί ὅμως ἡ ζωή χρωστᾶ -νομίζω– τά ἴδια, ἄν μή περισσότερα, στήν ἀπρόσωπη αὐτή συμβολή τῶν ἀγνώστων, στήν ἀνώνυμη ἀνθρωπότητα, ὅσα καί στίς προσωπικότητες...».
Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Ἀποστολίδης μᾶς λέει ὅτι τό σοβαρότερο πρόβλημα τῶν περισσοτέρων λο­γίων καί «σοφῶν τοῦ αἰῶνος τούτου» εἶναι ὅτι «ἔχουν καβαλήσει τό καλάμι». Ἔχουν τήν ψευδαίσθηση ὅτι αὐτοί στηρίζουν τόν κόσμο μέ τήν σοφία τους καί μέ τήν ἐξυπνάδα τους! Καί ὅτι, χωρίς αὐτούς, ὁ κόσμος θά κατρακυλήσει σέ κατήφορο καί σέ σκοτάδι! Καί ὅλη τους ἡ ἔγνοια εἶναι, πῶς θά καταφέρουν νά μή ξεχαστῆ τό ὄνομά τους!
Στίς 30 Ἰουνίου εἶναι ἡ γιορτή τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Τιμᾶμε καί γιορτάζουμε δώδεκα ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι στήν πλειονότητά τους ἦταν ἀμόρφωτοι ψαράδες. Ἦταν ἄνθρωποι, πού ποτέ δέν τούς πέρασε ἀπό τό μυαλό νά ...σώσουν τόν κόσμο! Ποτέ δέν «καβάλησαν τό καλάμι» τοῦ κοινωνικοῦ ἀναμορφωτῆ καί τοῦ σωτήρα τῆς οἰκουμένης! Καί ποτέ δέν σκέφθηκαν νά ἀφήσουν «μεγάλο» ὄνομα μέσα στήν ἱστορία!
Καί ὅμως. Μέ τόν δικό τους «κάλαμο» (μέ τήν γραφίδα τους), δηλαδή μέ ὅσα ἔγραψαν στά ἅγια Εὐαγγέλια, ἀναστάτωσαν ὅλους τούς φιλοσόφους καί τούς ρήτορες τοῦ κόσμου! «Ἁλιέων ὁ κάλαμος, φιλοσόφων τό φρύαγμα καί ρητόρων τά ρεύματα διετάραξε...». Διότι ἐκήρυξαν τό Εὐαγγέλιο τοῦ Σταυροῦ, πού γιά τούς ψευτοφιλοσοφοῦντες εἶναι «σκάνδαλο» καί «μωρία»! Γιά τούς δῆθεν «λογικούς» φιλοσόφους, ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ φαντάζει σάν ἡ μεγαλύτερη ἀνοησία...
- Τί τό σπουδαῖο ἔκαναν αὐτοί οἱ φτωχοί καί ἀγράμματοι, γιά νά ἀξιωθοῦν μιᾶς τόσο μεγάλης τιμῆς; Πῶς ἔγιναν τόσο μεγάλες προσωπικότητες, χωρίς ποτέ νά ἐπιδιώξουν ἀνθρώπινες δόξες;
Στό ἐρώτημα αὐτό ἀπαντάει μέ δυό λέξεις ἕνα ἐπίσης ὡραῖο τροπάριο τῆς γιορτῆς τους: Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, λέει, ἔβαλαν στόχο τους νά γίνουν «χωρητικά δοχεῖα τοῦ Φωτός». Αὐτό ἦταν τό κατόρθωμά τους. Αὐτός ἦταν ὁ κόπος τους. Αὐτό ἦταν τό ἄθλημά τους! Εἶδαν τό Φῶς. Τό ἔβαλαν μέσα τους. Καί τό κράτησαν.
Καί αὐτό εἶναι τό πιό ἀξιέπαινο ἄθλημα, διότι, γιά νά γίνει κάποιος «χωρητικό δοχεῖο τοῦ Φωτός τοῦ Χριστοῦ», χρειάζεται νά ἀδειάσει τό ἐγώ του ἀπό τήν ἰδέα ὅτι τά ξέρει ὅλα·νά καθαρίσει τήν καρδιά του ἀπό κάθε βρωμιά ἁμαρτίας καί αἰσχρότητας· νά πάψει νά ἀπαιτεῖ ἀπό ὅλους ἀγάπες καί τιμές· νά ξεκαβαλικέψει τό «καλάμι» ὅτι δικαιοῦται νά κρίνει τούς πάντες καί τά πάντα· καί νά ἀναζητεῖ παντοῦ καί πάντοτε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό μόνο ἅγιο καί σωτήριο.
Σ’ αὐτά τά ἀθλήματα οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι πῆραν «ἄριστα». Πῆραν «μετάλλιο χρυσό». Μέ τό «σπαθί» τους. Καί μέ τόν ἱδρῶτα τους.
Καί, ὅσο αὐτοί δέν ἐπεδίωξαν ποτέ ἀνθρώπινες τιμές, τόσο ὁ Θεός τούς δόξασε! Καί χωρίς νά τό ἔχουν ποτέ ὀνειρευτῆ, ἔγιναν οἱ δώδεκα στῦλοι πού κρατᾶνε ὁλόκληρο τό τεῖχος τῆς Νέας Ἱερουσαλήμ, δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ! Ἔγιναν τά ἀσάλευτα θεμέλια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο!
Ἀρχιμ. Βαρνάβας Λαμπρόπουλος

Πέμπτη 20 Ιουλίου 2023


Μεγάλη δύναμη
Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ νὰ εἶναι μὲ ὅλους σας, καὶ ἂς ἑτοιμασθοῦν οἱ ψυχές σας γιὰ τὴν ἔνδοξη μετάβαση στὸν ἄλλο κόσμο μὲ τὴν πλήρη ἐλπίδα, μὲ τὴν ἀδίστακτη πίστη στὴν ἀνάστασή μας. Ὁρίστε, σκεφτόμουν νὰ τελειώσω τὸ γράμμα, ἀλλὰ τὸ συνεχίζω ἀκόμη λίγο, χωρὶς ἰδιαίτερο φόβο νὰ σᾶς ἐπιβαρύνω ὑπερβολικὰ μὲ τὶς σκέψεις μου.
Σκέφτομαι, εἶμαι βέβαιος, ὅτι στὴν πράξη τῆς δημιουργίας θεῶν κατ’ εἰκόνα τοῦ Ἀνάρχου Πατρὸς ὑπάρχουν τρεῖς περίοδοι. Πρώτη εἶναι ἡ γέννηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τοὺς κατὰ σάρκα γονεῖς του. Δεύτερη, ἡ γέννηση στὴν κολυμβήθρα τοῦ βαπτίσματος καὶ στὴ συνέχεια ἡ ἀνατροφὴ στὴν πίστη. Τρίτη, ἄκρως σπουδαία, εἶναι ὁ ἀγώνας τοῦ ἴδιου του ἀνθρώπου νὰ ἀφομοιώσει τὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ προσδιορισθεῖ στὸ ἐπίπεδο τῆς αἰωνιότητας, σύμφωνα μὲ τὴ θεωρία μας γιὰ τὸν Αἰώνιο Πατέρα μας. Ἡ τελευταία αὐτὴ φάση μᾶς ὑποχρεώνει ὅλους νὰ ἀναφερόμαστε μὲ μέγιστη προσοχὴ στὰ σπουδαιότερα γεγονότα τῆς θείας ἀποκαλύψεως. Ἔτσι, ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ μεγάλη δύναμη ποὺ καταρτίζει τὸν ἴδιο. Ἀπὸ τὴν πίστη του στὴν ἀληθινὴ δυνατότητα νὰ πραγματωθεῖ στὸ εἶναι μας τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν υἱοθεσία μας, ἐξαρτᾶται ὁ αἰώνιος προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου.
Νὰ δώσει σὲ ὅλους σας ὁ Κύριος τὴν πίστη αὐτή.
Ἅγιος Σωφρόνιος Σαχάρωφ

Τετάρτη 19 Ιουλίου 2023



Τί πλέον θέλεις;
Ἐγὼ πατήρ, ἐγὼ ἀδελφός, ἐγὼ Νυμφίος, ἐγὼ οἰκία, ἐγὼ τροφεύς, ἐγὼ ἱμάτιον, ἐγὼ ῥίζα, ἐγὼ θεμέλιος. Πᾶν ὅπερ ἂν θέλῃς ἐγώ. Μηδενὸς ἐν χρείᾳ καταστῇς. Ἐγὼ δουλεύσω. Ἦλθον γὰρ διακονῆσαι, οὐ διακονηθῆναι. Ἐγὼ καὶ φίλος καὶ ξένος καὶ κεφαλὴ καὶ ἀδελφὸς καὶ μήτηρ. Πάντα ἐγώ· μόνον οἰκείως ἔχε πρὸς ἐμέ. Ἐγὼ πένης διὰ σέ, καὶ ἀλήτης διὰ σέ, ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ διὰ σέ, ἐπὶ τάφου διὰ σέ, ἄνω ὑπὲρ σοῦ ἐντυγχάνω τῷ Πατρί, κάτω ὑπὲρ σοῦ πρεσβευτὴς παραγέγονα παρὰ τοῦ Πατρός. Πάντα μοι σὺ καὶ ἀδελφὸς καὶ συγκληρονόμος καὶ φίλος καὶ μέλος. Τί πλέον θέλεις; τί τόν φιλοῦντα ἀποστρέφῃ; τί τῷ κόσμῳ κάμνεις; τί εἰς πίθον ἀντλεῖς τετρημένον; Τοῦτο γάρ ἐστιν εἰς τὸν παρόντα βίον πονεῖσθαι. Τί εἰς πῦρ ξαίνεις; τί τῷ ἀέρι πυκτεύεις;
Ἐγὼ εἶμαι πατέρας, ἐγὼ ἀδελφός, ἐγὼ νυμφίος, ἐγὼ οἰκία, ἐγὼ τροφή, ἐγὼ ἔνδυμα, ἐγὼ ρίζα, ἐγὼ θεμέλιον, κάθε τι τὸ ὁποῖον θέλεις ἐγώ· νὰ μὴν ἔχεις ἀνάγκην ἀπὸ τίποτε. Ἐγὼ καὶ θὰ σὲ ὑπηρετήσω· διότι ἦλθα νὰ ὑπηρετήσω, ὄχι νὰ ὑπηρετηθῶ. Ἐγὼ εἶμαι καὶ φίλος, καὶ μέλος τοῦ σώματος καὶ κεφαλὴ καὶ ἀδελφός, καὶ ἀδελφὴ καὶ μητέρα, ὅλα ἐγώ· ἀρκεῖ νὰ διάκεισαι φιλικὰ πρὸς ἐμέ. Ἐγὼ ἔγινα πτωχὸς διὰ σέ· ἔγινα καὶ ἐπαίτης διὰ σέ· ἀνέβηκα ἐπάνω εἰς τὸν Σταυρὸν διὰ σέ· ἐτάφην διὰ σέ· εἰς τὸν οὐρανὸν ἄνω διὰ σὲ παρακαλῶ τὸν Πατέρα· κάτω εἰς τὴν γῆν ἐστάλην ἀπὸ τὸν Πατέρα ὡς μεσολαβητὴς διὰ σέ. Ὅλα δι᾿ ἐμὲ εἶσαι σύ· καὶ ἀδελφὸς καὶ συγκληρονόμος καὶ φίλος καὶ μέλος τοῦ σώματος. Τί περισσότερον θέλεις; Διατὶ ἀποστρέφεσαι αὐτὸν ποὺ σὲ ἀγαπᾷ; Διατὶ κοπιάζεις διὰ τὸν κόσμο; Διατὶ ἀντλεῖς νερὸ μὲ τρυπημένο πιθάρι; Διότι αὐτὸ σημαίνει νὰ καταπονῆσαι εἰς τὴν ζωὴν αὐτήν. Διατὶ λαναρίζεις τὴν φωτιά; Διατὶ πυγμαχεῖς εἰς τὸν ἀέρα;
Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος

Τρίτη 18 Ιουλίου 2023

Γαντζωμένοι σὰν τὰ στρείδια
Στὰ Σεπτεμβριανὰ ὅλες οἱ ἐκκλησίες τῆς Πόλεως καὶ τῶν ὁμόρων Μητροπόλεων ὑπέστησαν δηώσεις, καταστροφὲς καὶ ἱεροσυλίες ἀφάνταστες. Μία, ὅμως, ἐγλύτωσε. Ποιά; Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι στὸ Φερίκιοϊ.
Τὸ τί θὰ συνέβαινε ἐκείνη τὴν φοβερὴ ἀποφράδα νύχτα, στοὺς λεγάμενους (στοὺς τούρκους δηλαδή) ἦταν γνωστὸ ἀπὸ ἡμερῶν πολλῶν. Ἔγινε θέμα συζητήσεως στοὺς θαμῶνες τοῦ ἀπέναντι τοῦ ἱεροῦ ναοῦ καφενείου. Ψιλοκουβεντιάζουν οἱ τοῦρκοι μεταξύ τους. Ἄλλοι ὑπέρ, ἄλλοι κατά. Κάποιος ἐπεμβαίνει.
—Πρέπει νὰ προστατέψουμε τὴν ρωμαίϊκη ἐκκλησία, διότι σ’ αὐτήν, τὸ ξέρετε ὅλοι, εἶναι ἕνας παπὰς ποὺ μᾶς βοηθάει στὶς ἀνάγκες μας, στὶς ἀρρώστιες μας, στὴν ἀνέχειά μας.
—Πάψε, ρέ! Παραμύθια! λένε οἱ φωνασκοῦντες ἀντιτιθέμενοι.
—Θὰ σᾶς τὸ ἀποδείξω! Ἀμέσως κιόλας. Δὲν ἔχω οὔτε μία λίρα πάνω μου, ψάξτε με! Θὰ πάω στὸ σπίτι τοῦ παπᾶ καὶ θὰ σᾶς φέρω 500 λίρες!
Πάει, λοιπόν, καὶ χτυπάει τὴν πόρτα. Ζητάει τὰ χρήματα παρακαλώντας, λέγοντας πὼς ἔχει μεγάλη ἀνάγκη, ἄρρωστη γυναίκα καὶ ἄλλα τέτοια. Ὁ παπὰς ἀπαντᾶ:
—Βρὲ παιδί μου, δὲν ἔχω τόσα χρήματα πάνω μου, καὶ μάλιστα τέτοια ὥρα. Θὰ ζητήσω καὶ ἀπὸ τὶς ἀδελφές μου, ὅμως. Περίμενε!
Συγκεντρώνει τὸ ποσὸν καὶ τοῦ τὸ δίδει. Τότε ὁ τοῦρκος τρέχει στὸ καφενεῖο καὶ κρατώντας τὰ χρήματα στὰ χέρια του ψηλὰ καὶ δείχνοντάς τα φωνάζει στοὺς ὁμοφύλους του:
—Βλέπετε, ὅλοι; Αὐτὸς εἶναι ὁ παπάς!
Ἔτσι, λοιπόν, ἐκεῖνο τὸ φρικτὸ βράδυ τοῦ 1955, ὅλοι οἱ τοῦρκοι γείτονες περικύκλωσαν τὴν ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ ὅταν ἄρχισαν νὰ ἔρχονται οἱ παρακρατικοὶ τραμποῦκοι καὶ ὁ μαινόμενος ὄχλος μὲ ρόπαλα καὶ μαχαίρια, βρῆκαν τοὺς ὁμοθρήσκους τους νὰ προασπίζονται ἀποφασισμένοι τὸν ἱερὸ ναό· «Θὰ περάσετε πάνω ἀπ’ τὰ πτώματά μας καὶ ὕστερα θὰ πειράξετε τὸν ναὸ καὶ τὸν παπά»!
Τὸ ὄνομα τοῦ ἐφημερίου; Δημήτριος Παπαδόπουλος. «Ἄνους», κατὰ τὸν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα. Ταπεινὸς καὶ ἀπέριττος, εὐλαβὴς καὶ ἀφανής. Ποιός Δημήτριος; Ὁ κατόπιν Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Δημήτριος! Ἀπὸ τοὺς καλυτέρους Πατριάρχας τοῦ 20οῦ αἰῶνος!
Ἂς εἶναι αὐτὰ τὰ ὀλίγα, ταπεινὸ μνημόσυνο γι’ αὐτὸν τὸν ὑπέροχο Πατριάρχη!
Αὐτοὶ οἱ πρεσβύτεροι ἀξίζουν τὸν θαυμασμό μας. Χωρὶς ποίμνιο, χωρὶς «τυχερά», χωρὶς κρατικὴ ἐνίσχυσι, χωρὶς καμμιὰ ἐξουσία (σημειωτέον πὼς ἡ κρατικὴ ἐξουσία ἐκεῖ δὲν ἀναγνωρίζει καθόλου τοὺς κληρικοὺς παρὰ μόνον τοὺς ἐφοροεπιτρόπους τῶν βακουφιῶν, οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ἐπίσκοποι εἶναι ὡς μὴ ὑπάρχοντες), γαντζωμένοι σὰν τὰ στρείδια στὸν βράχο τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, χτυποῦν καμπάνα καὶ μ’ αὐτὴν διαλαλοῦν ὅτι ὑπάρχουν, ὅτι ἡ Ρωμηοσύνη ζῆ καὶ θὰ ζῆ ἕως ὅτου ἔλθη ὁ Εὐλογημένος. Ἀμήν.

Ἀρχιμανδρίτης Δοσίθεος Κανέλλος

Δευτέρα 17 Ιουλίου 2023



Ζητῶ νὰ ἔχετε ὁμόνοιαν ἀναμεταξύ σας
Σήμερα ξαναγεννιέται ἡ πατρίδα κι᾿ ἀναστένεται, ὁποῦ ἦταν τόσον καιρὸ χαμένη καὶ σβυσμένη. Σήμερα ἀναστένονται οἱ ἀγωνισταί, πολιτικοί, θρησκευτικοὶ καὶ στρατιωτικοί, ὅτι ἦρθε ὁ Βασιλέας μας, ὁποῦ ἀποχτήσαμεν μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ. Δόξα νά ῾χη τὸ πανάγαθό σου ὄνομα, Κύριε, παντοδύναμε, πολυέλεγε, πολυέσπλαχνε! Τὰ 1833 Γεναρίου 18 ἄραξε εἰς τ᾿ Ἀνάπλι. Τῆς 20 τοῦ μηνὸς ἦρθε εἰς τὸ σπίτι μου ὁ γκενερὰλ Ἁγιντὲκ κ᾿ ἔμεινε ὡς παλιὸς φίλος μου καὶ μοῦ εἶπε τῆς ἀρετὲς ὁποῦ ῾χει ὁ Βασιλέας καὶ θὰ σωθοῦνε τὰ δεινά μας, ὅτι θ᾿ ἀνθίσουνε οἱ ἀγῶνες κάθε πατριώτη κι᾿ ἀγωνιστῆ. Εἰς τῆς 25 ἐβῆκε ὁ Βασιλέας μὲ μεγάλη παράταξη. Τὸν δεχτήκαμεν· πῆγε εἰς τὴν ἐκκλησία κι᾿ ἀπὸ ῾κεῖ εἰς τὸ Σαράγι. Στάθηκε εἰς τὸν θρόνον· γυροβολιὰ εἰς τὸ δεξιόν του ὁ Ἀρμασμπέρης καὶ εἰς τὸ ἀριστερὸν οἱ ἄλλοι, τὰ μέλη τῆς Ἀντιβασιλείας κι᾿ ὅλοι οἱ σημαντικοὶ Ἕλληνες. Λέγει ὁ Βασιλέας σὲ ὅλους· «Ἕλληνες! Σὲ τούτη τὴν τρυφερή μου ἡλικίαν ἔφυγα ἀπὸ τῆς μητρός μου καὶ πατρός μου τῆς ἀγκάλες καὶ ἦρθα ν᾿ ἀγωνιστῶ μ᾿ ἐσᾶς τοὺς γενναίους Ἕλληνες. Δὲν ἐπιθυμῶ ἄλλο τίποτας ἀπὸ σᾶς· ὁμόνοιαν ἀναμεταξύ σας καὶ ὑποταγὴ – καὶ θέλω σας εὐτυχήσῃ». Δὲν τὸ ῾καμεν κανένας τὴν ἀπάντησιν. Τότε τοῦ λέγω ἐγὼ· «Θεία χάρη θέλησε νὰ μᾶς δυναμώση καὶ νὰ μᾶς σώση ἀπὸ τὴν τυραγνίαν τοῦ Σουλτάνου καὶ σήμερα ἀξιωθήκαμεν ν᾿ ἀπολάψωμεν τὸν Βασιλέα μας. Ἐμεῖς ἔχομεν χρέος νὰ σὲ ἀκοῦμεν καὶ νὰ σὲ φυλάμεν μὲ τὴν ζωή μας, καὶ ἡ Μεγαλειότη σου βάλε τὴν δικαιοσύνη σου εἰς τὰ δεινά μας. Ζήτω ὁ Βασιλέας καὶ οἱ εὐεργέτες μας Δύναμες!» Καὶ φύγαμεν. Τότε τὰ μέλη τῆς Ἀντιβασιλείας κι᾿ ὁ Βασιλέας ρώτησαν τὸν Ἁγιντὲκ ποιὸς ἦταν ἐκεῖνος ὁποῦ ἀπάντησε εἰς τὸν λόγον του. Καὶ εἶπε τ᾿ ὄνομά μου καὶ μίλησε ὡς φίλος μου εἰς τὴν Μεγαλειότη του κι᾿ Ἀντιβασιλείαν. Ἔρχεται εἰς τὸ σπίτι μου ὁ γκενερὰλ Ἁγιντὲκ καὶ μοῦ λέγει ὅλα αὐτά· καὶ μοῦ λέγει· «Εἶμαι ἀποστελμένος ἀπὸ τὸν Βασιλέα – τί χάρη ζητᾶς νὰ σοῦ δοθῆ;» Μπαυαρέζικη χοντροκομμένη δολερὴ πολιτική! Μία αὐτείνη. Ὅταν πρωτοῆρθε εἰς τὸ σπίτι μου ὁ φίλος μου γκενερὰλ Ἁγιντὲκ μὲ ρώτησε νὰ μάθῃ τί κάνω. «Τώρα, τοῦ λέγω, ὁ ἀγώνας τελείωσε καὶ δουλειὰ δὲν ἔχω. Παιδιὰ μαστορεύω καὶ φκειάνω· ἔχω καμπόσα καὶ τὸ σακκὶ εἶναι γιομάτο καὶ γλήγορα θ᾿ ἀδειάση. Μοῦ λέγει, νὰ μοῦ δώσης τὸ παιδὶ νὰ τὸ βαφτίσω ἐγώ. – Τοῦ λέγω, σὰν γεννηθῆ εἶναι δικό σου». Πρῶτα γενήκαμεν μ᾿ αὐτὸν κουμπάροι καὶ δεύτερα μὲ ρωτάγει τί χάρη ζητῶ ἀπὸ τὸν Βασιλέα. Τοῦ λέγω· «Καμμίαν χάρη ἀτομικὴ δὲν θέλω· ὅτι διὰ τῆς θυσίες τῶν ἀγωνιστῶν – ὁ Θεὸς τοὺς βράβεψε· καὶ γενικῶς οἱ ἀγῶνες τῶν Ἑλλήνων ἄνθισαν κι᾿ ὅλον τὸν καρπὸ τοῦ ἀγώνα μας θὰ τὸν χαροῦμεν μαζί. Ὅτι μαζὶ ἀγωνιστήκαμεν καὶ τὰ βραβεῖα μαζὶ πρέπει νὰ τ᾿ ἀπολάψωμεν». Μὲ βιάζει νὰ εἰπῶ τί καλὸ ζητῶ ἐγώ. Τοῦ εἶπα τί ζητῶ κ᾿ ἐγὼ· «Ζητῶ νὰ ἔχετε ὁμόνοιαν ἀναμεταξύ σας ἐσεῖς οἱ μεγάλοι καὶ σοφοὶ ἄντρες τῆς Μπαυαρίας, ὁποῦ ἀξιωθήκαμεν νὰ μᾶς κυβερνήσετε ὅσο νὰ ἠλικιωθῆ ὁ Βασιλέας μας νὰ μᾶς κυβερνήσῃ· ἐσεῖς νά ῾χετε ἀρετὴ κι᾿ ἀπὸ αὐτείνη νὰ δώσετε καὶ τοῦ Βασιλέως· κι᾿ ὅταν θὰ κολλήσῃ εἰς τὸν θρόνον νὰ ῾βρη τὸν ἴδιον δρόμον. Καὶ μίαν ἄλλη χάρη θέλω· δι᾿ ἀγωνιστᾶς ὁποῦ θὰ θελήσετε ν᾿ ἀνταμείψετε νὰ σᾶς φκειάσω κ᾿ ἐγὼ ἕναν κατάλογον, καὶ διὰ ὅσους θὰ σημειώσω δίνω ἐγγύγηση μὲ τὴν ζωή μου εἰς τὴν ῾λικρίνειάν τους – νὰ βάλετε τίμιους ἀνθρώπους νὰ σᾶς βοηθήσουν ῾λικρινώς, ν᾿ ἀλαφρωθοῦνε τὰ δεινά μας». Μὲ μεγάλη εὐκαρίστηση δέχτη αὐτὸ ἡ Γενναιότη τοῦ κ᾿ ἔφυγε. Τὸν ἔφκειασα τὸν κατάλογον καὶ τὸν ἔδωσα, παρουσιάζοντας καὶ εἰς τοὺς ἄλλους τοὺς συντρόφους του.
Ἔκαμαν ἕνα μπάλλο οἱ πολίτες τ᾿ Ἀναπλιοῦ· συνεισφέραμεν ὅλοι καὶ προσκαλέσαμεν τὸν Βασιλέα κι᾿ Ἀντιβασιλεία, Ἀντιπρέσβες καὶ Ναυάρχους κι᾿ ἄλλους σημαντικοὺς ξένους. Οἱ πολίτες εἶχαν μὲ τί τάξη νὰ γένωνται ὅλα εἰς τὸ μπάλλο καὶ νὰ γένῃ κ᾿ ἕνας χορὸς Ἑλληνικὸς καὶ νὰ τὸν πρωτοσύρω ἐγώ. Μπῆκα καὶ τὸν πρωτόσυρα. Τότε μ᾿ ἔπιασαν πολλοὶ ἀπὸ τὸ χέρι καὶ μὲ συχαργιάστηκαν. Μὲ πιάνει κι᾿ ὁ γκενερὰλ Ἁγιντὲκ καὶ μοῦ λέγει ὅτ᾿ εἶμαι τὸ πρῶτο τάμα. Τὴν αὐγὴ μὲ πῆρε εἰς τὸ κονάκι του καὶ μοῦ λέγει· «Τὸ παιδί σου θὰ τὸ βαφτίσῃ ὁ ἴδιος ὁ Βασιλέας» – μου τὸ ζήτησε κι᾿ ὁ μόνος εἶμαι εἰς τὴν βασιλικὴ εὔνοιαν καὶ τῆς Ὑψηλῆς Ἀντιβασιλείας. Μὲ διόρισαν πρώτον ταματάρχη – θὰ γένουν δέκα τάματα κι᾿ ὁ πρῶτος νὰ εἶμαι ἐγώ, νά ῾χω ὑποταματάρχηδες τὸν Γιαννάκη Κότζικα, γαμπρὸ τοῦ Τρικούπη, καὶ τὸν Θανασούλα, ἀνιψιὸ τοῦ Βαλτηνοῦ, καὶ λοχαγοὺς τὸν Κλήμακα, τὸν Σκουρτανιώτη, τὸν Μπερμπίλη, τὸν Τρακοκομνᾶ. Ὁ Θανασούλας λοχαγὸς – τὸν κάνουν ὑποταματάρχη, οἱ τέσσεροι ταματάρχηδες – τοὺς κάμαν λοχαγούς. Ἐγὼ χιλίαρχος – μὲ κάνουν ταματάρχη. Μοῦ εἶπαν θὰ μοῦ δώσουν πρὸς τιμή μου καὶ τὴν σημαία τοῦ Καραϊσκάκη καὶ τρουμπέτες καὶ τὰ ἑξῆς. Ὁ Δῆμο Λιούλιας ὑποταματάρχης – ταματάρχης χωρὶς θυσίες κι᾿ ἀγῶνες. Τὸν Βελέντζα – ἦταν ταματάρχης, τὸν κάνουν ὑποταματάρχη εἰς τὴν ὁδηγία τοῦ Λιούλια, ὅτ᾿ εἶναι συγγενὴς τοῦ Μπότζαρη. Τὸν Νάση Νίκα, συγγενῆ τοῦ Μπότζαρη, ταματάρχη. Ὁ Ντεληγιώργης, φρούραρχος τοῦ Μισολογγιοῦ εἰς τὸν πόλεμον, ὑποταματάρχης ἀπὸ κάτου τὸν Κουτζονίκα. Κι᾿ ἄλλα τέτοια στραβὰ πλῆθος.
Διὰ νὰ γνωρίσω τί τρέχει καὶ μὲ τί δικαιοσύνη θ᾿ ἀρμενίσωμεν ἔκανα τὸν κουτὸ κ᾿ ἔδειχνα κι᾿ ἀφοσίωσιν πολλή. Τοῦ λέγω τοῦ Ἀϊντέκ· «Τούτους τοὺς ἄλλους τοὺς τρανοὺς τί θὰ τοὺς κάμετε; – Θὰ τοὺς δώσουμεν ἕνα κόκκαλο ξερὸ καὶ νὰ τραβοῦνε ὅσο νὰ τελειώσουνε αὐτεῖνοι καὶ τὰ δόντια τους». (Πολλὰ καλὰ θὰ τοὺς κάμετε· δικαιοσύνη, ἔλεγα μόνος μου, κ᾿ ἐσεῖς καντάρια ἔχετε καὶ κρίμα ῾στὴν πατρίδα κ᾿ ἐμᾶς μαζί). Τότε τοῦ λέγω· «Ἐγὼ κι᾿ ἁπλὸ στρατιώτη νὰ μὲ βάλετε στρέγω διὰ τὴν ἀγάπη τῆς πατρίδας μου. Ὅμως ἐδῶ δουλεύει ἀδικία· καὶ δὲν εἶναι δικές σας γνῶσες αὐτές, εἶναι ἀλλουνών· καὶ δὲν θὰ πάμεν καλά». Ἐγὼ τὸ εἶπα ἀπαθής. Ὁ φίλος μου ὁ Ἀϊντὲκ ἐπειράχτη καὶ μὸ ῾κρινε μὲ πολὺ φαρμάκι· «Ὅ,τι σας λένε αὐτὸ θὰ κάμετε καὶ γνῶμες δὲν μπορεῖτε νὰ δώσετε, ὅτι ἡ Μπαυαρία ἔχει τριάντα χιλιάδες μπαγεννέτα καὶ φέρνει ἐδῶ καὶ σᾶς ὑποτάζει. Τότε βρέθηκα εἰς θέση δεινή· νὰ μὴν μιλήσω δὲν μποροῦσα, ὅτι ἀδικιώνταν οἱ ἀγωνισταὶ καὶ βραβεύονταν οἱ κόλακες. Τοῦ λέγω· «Δυστυχία μας τῶν καϊμένων!» Κακὰ καὶ ψυχρὰ θὰ πάμεν. Ἐγώ σου μίλησα ἀλλοιῶς κι᾿ ἐσύ μου ἀπαντεῖς διαφορετικὰ μὲ «μπαγεννέτα». Σᾶς λέγω ὡς φίλος νὰ πασκίσετε καὶ τὸν Βασιλέα κ᾿ ἐσᾶς ν᾿ ἀγαποῦμεν κι᾿ ὄχι νὰ σᾶς φοβώμαστε. Ὅτι τὸν κιοτὴ χίλιες φορὲς νὰ τὸν ἔβρης κιοτὴ καὶ νὰ τὸν χτυπᾶς, πάγει καλά· μιὰ νὰ σὲ χτυπήσῃ, δὲν σὲ φοβᾶται πλέον. Κι᾿ αὐτείνη ἡ πατρίδα δὲν λευτερώθη μὲ παραμύθια, λευτερώθη μ᾿ αἵματα καὶ θυσίες· κι᾿ ἀπὸ αὐτὰ ἔγινε βασίλειον – κι᾿ ὄχι νὰ βραβεύωνται ὁλοένα οἱ κόλακες, κ᾿ οἱ ἀγωνισταὶ ν᾿ ἀδικιῶνται. Ὅτι ὅταν σκοτώνονταν οἱ ἀγωνισταί, αὐτεῖνοι κοιμώνταν. Κι᾿ ὅσο ἀγαπῶ τὴν πατρίδα μου δὲν ἀγαπῶ ἄλλο τίποτας. Νὰ ῾ρθῆ ἕνας νὰ μοῦ εἰπῆ ὅτι θὰ πάγη ὀμπρὸς ἡ πατρίδα, στρέγομαι νὰ μοῦ βγάλη καὶ τὰ δυό μου μάτια. Ὅτι ἂν εἶμαι στραβός, καὶ ἡ πατρίδα μου εἶναι καλά, μὲ θρέφει· ἂν εἶναι ἡ πατρίδα μου ἀχαμνά, δέκα μάτια νά ῾χω, στραβὸς θὰ νὰ εἶμαι. Ὅτι ῾σ αὐτείνη θὰ ζήσω, δὲν ἔχω σκοπὸν νὰ πάγω ἀλλοῦ. – Μοῦ λέγει, τὸν Βασιλέα δὲν τὸν ἀγαπᾶς; – Ὄχι, τοῦ λέγω· δὲν ξέρω ψέματα. Ὅταν χαθῆ ἡ πατρίδα μου, οὔτε αὐτὸς μ᾿ ἔχει ὑπήκογόν του, οὔτε ἐγὼ βασιλέα. Καὶ δι᾿ αὐτὸ χρειάζεται δικαιοσύνη ἀπὸ σᾶς, κι᾿ ὄχι φοβέρτες μὲ μπαγεννέτες.
Τὴν ἄλλη ἡμέρα ἔστειλε ὁ Ἀϊντὲκ τὸν διερμηνέα του νὰ μοῦ μιλήσῃ νὰ πάγω νὰ τὸν ἀνταμώσω εἰς τὸ σπίτι του. Ὁ διερμηνέας ἦταν ἕνας Σέρβος ἀγωνιστής, Ἕλληνας. Ἔρχεται, μοῦ κάνει μίαν μετάνοια, ἄλλη καὶ σκύβει νὰ μοῦ φιλήσῃ τὸ ποδάρι. Ἐγώ, ὡς διερμηνέας ἑνοῦ Ἀντιβασιλέως, ἐσηκώθηκα· τοῦ λέγω· «Τ᾿ εἶναι τὸ «ἀφέντη» καὶ ἡ κατηγόρια ὁποῦ μοῦ κάνεις; – Μοῦ λέγει, δὲν σοῦ κάνω τίποτας κατηγόρια· τιμὴ θέλω νὰ σοῦ κάνω. Ἐσὺ ξέρεις, ὅσοι μιλοῦνε μὲ τὸν γκενερὰλ Ἁγιντὲκ – εἶναι ἄνθρωποι ὁποῦ δὲν γνωρίζει τὴν γλώσσα μας καὶ παραστέκομαι ἐγώ. Ἀδελφέ, τὰ ὅσα ἄκουσα ἀπὸ πολιτικοὺς καὶ στρατιωτικοὺς καὶ θρησκευτικοὺς ὁποῦ μιλοῦν – εἶναι ὅλοι θερία· δὲν λένε τὰ συνφέροντα τῆς πατρίδος, ἀλλὰ καθένας ἔχει τὴν ῾διοτέλειάν του καὶ κατηγορεῖ ἕνας τὸν ἄλλον. Καὶ τὰ λόγια ὁποῦ ἄκουσα ἀπὸ ῾σένα εἶναι νὰ σοῦ φιλήσω τὸ ποδάρι. Καὶ μοῦ λέγει, ἡ πατρὶς δὲν θὰ πάγη ὀμπρός, ὅτ᾿ οἱ μπερμπάντες εἶναι πολλοί. Ἄκουσα ἐγὼ τὰ λόγια τους ὁλουνῶν καὶ θ᾿ ἀναχωρήσω ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα. Κι᾿ αὐτὸ προσμέναμεν οἱ ἀγωνισταί;» Τὸν περικάλεσα νὰ μείνη καὶ νὰ μιλῆ κι᾿ αὐτὸς τοῦ Ἁγιντέκ. Σὲ τρεῖς τέσσερες μῆνες, ἀκούγοντας τέτοιους πατριωτισμούς, πάγει κρυφίως εἰς τὴν δουλειά του, ἔφυγε ἀπὸ ῾δω.
Στρατηγὸς Μακρυγιάννης