Σάββατο 15 Ιουλίου 2023

 

Ὁ «διάλογος μὲ τὶς μὴ χριστιανικὲς θρησκεῖες»

Ἡ ἐποχή μας εἶναι μία πνευματικὰ ἀνισόρροπη ἐποχή, στὴν ὁποία πολλοὶ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ βρίσκονται «κυμαινόμενοι καὶ παρασυρόμενοι ἀπὸ κάθε ἄνεμο τῆς διδασκαλίας, μέσα στὴ δολιότητα τῶν ἀνθρώπων, μέσα στὴν πανουργία τους πρὸς τὸν σκοπὸ τῆς μεθοδικῆς παραπλάνησης» (Ἐφεσ. 4:14). Φαίνεται πραγματικὰ νὰ ἔχει ἔρθει ὁ καιρὸς ὅπου οἱ ἄνθρωποι «δὲν θὰ ἀνέχονται τὴν ὑγιῆ διδασκαλία, ἀλλὰ θὰ συσσωρεύσουν δασκάλους σύμφωνα μὲ τὶς δικές τους ἐπιθυμίες, ἐπειδὴ θὰ αἰσθάνονται γαργαλισμὸ στ’ αὐτιά τους, καὶ ἀπὸ μὲν τὴν ἀλήθεια θὰ ἀποστρέψουν τὴν ἀκοή τους, θὰ τραποῦν δὲ πρὸς τοὺς μύθους.» (Β’ Τιμοθ. 4:3-4).

Διαβάζει κανεὶς μὲ κατάπληξη γιὰ τὶς τελευταῖες πράξεις καὶ διακηρύξεις τοῦ Οἰκουμενιστικοῦ κινήματος. Στὸ πιὸ λεπτὸ ἐπίπεδο, Ὀρθόδοξοι θεολόγοι ποὺ ἀντιπροσωπεύουν τὴν ἀμερικανικὴ διαρκῆ Συνδιάσκεψη Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων καὶ ἄλλα ἐπίσημα Ὀρθόδοξα Σώματα διεξάγουν «διαλόγους» μὲ Ρωμαιοκαθολικοὺς καὶ Προτεστάντες κι ἐκδίδουν «κοινὰ ἀνακοινωθέντα» μὲ θέματα ὅπως ἡ Θεία Εὐχαριστία, ἡ πνευματικότητα, καὶ τὰ παρόμοια – χωρὶς κἄν νὰ πληροφοροῦν τοὺς ἑτεροδόξους ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στὴν ὁποία ὅλοι εἶναι προσκεκλημένοι, ὅτι μόνο τὰ δικά της Μυστήρια εἶναι χορηγοὶ χάριτος, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη πνευματικότητα μπορεῖ νὰ γίνει κατανοητὴ μόνο ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τὴν ξέρουν ἐμπειρικὰ μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅτι ὅλοι αὐτοὶ οἱ «διάλογοι» εἶναι μία συμβατικὴ καρικατούρα τῆς γνήσιας χριστιανικῆς συνομιλίας – μίας συνομιλίας ποὺ ἔχει σκοπὸ τὴ σωτηρία ψυχῶν. Πράγματι, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους ποὺ συμμετέχουν σ’ αὐτοὺς τοὺς «διαλόγους» ξέρουν ἢ ὑποπτεύονται ὅτι δὲν ὑπάρχει χῶρος γιὰ Ὀρθόδοξη μαρτυρία, ὅτι ἡ ἴδια ἡ ἀτμόσφαιρα τοῦ οἰκουμενιστικοῦ «φιλελευθερισμοῦ» ἀκυρώνει ὁποιαδήποτε ἀλήθεια μπορεῖ νὰ εἰπωθεῖ σ’ αὐτούς· ἀλλὰ σωπαίνουν, γιατί τὸ «πνεῦμα τῶν καιρῶν» σήμερα εἶναι συχνὰ δυνατότερο ἀπὸ τὴ φωνὴ τῆς Ὀρθόδοξης συνείδησης.

Σὲ πιὸ ἐκλαϊκευμένο ἐπίπεδο, ὀργανώνονται οἰκουμενιστικὲς «συνδιασκέψεις» καὶ «συζήτηση», συχνὰ μὲ ἕναν «Ὀρθόδοξο ὁμιλητὴ» ἢ ἀκόμα μὲ τὴν τέλεση μίας «Ὀρθόδοξης Λειτουργίας». Ἡ προσέγγιση σ’ αὐτὲς τὶς «συνδιασκέψεις» εἶναι συχνὰ τόσο ἐρασιτεχνική, καὶ ἡ γενικὴ στάση σὲ αὐτὰ ἔχει τέτοια ἔλλειψη σοβαρότητας, ποὺ ἀντὶ νὰ προάγουν τὴν «ἑνότητα» ποὺ ἐπιθυμοῦν αὐτοὶ ποὺ τὶς προωθοῦν, οὐσιαστικὰ χρησιμεύουν στὸ νὰ ἀποδεικνύουν τὴν ὕπαρξη μίας ἀδιάβατης ἀβύσσου μεταξύ της ἀληθινῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς οἰκουμενιστικῆς νοοτροπίας.

Στὸ ἐπίπεδο τῆς δράσης, οἱ οἰκουμενιστὲς ἀκτιβιστὲς ἐπωφελοῦνται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι διανοούμενοι καὶ θεολόγοι εἶναι διστακτικοὶ καὶ δίχως ρίζες στὴν Ὀρθόδοξη θεολογία, καὶ χρησιμοποιοῦν τὰ ἴδια τους τὰ λόγια σχετικὰ μὲ τὴ «θεμελιώδη συμφωνία» πάνω σὲ μυστηριακὰ καὶ δογματικὰ σημεῖα ὡς δικαιολογία γιὰ ἐπιδεικτικὰ οἰκουμενιστικὲς πράξεις, μὴ ἐξαιρουμένης τῆς μετάδοσης τῆς Θείας Κοινωνίας σὲ αἱρετικούς. Καὶ αὐτὴ ἡ κατάσταση σύγχυσης δίνει μὲ τὴ σειρά της μία εὐκαιρία γιὰ οἰκουμενιστὲς ἰδεολόγους στὸ πιὸ ἐκλαϊκευμένο πεδίο, νὰ ἐκφέρουν κενὲς διακηρύξεις ποὺ ὑποβιβάζουν βασικὰ θεολογικὰ θέματα στὸ ἐπίπεδο φτηνῆς κωμωδίας, ὅπως ὅταν ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἐπιτρέπει στὸν ἑαυτό του νὰ πεῖ: «Σᾶς ρωτᾶ ποτὲ ἡ γυναίκα σας πόσο ἁλάτι πρέπει νὰ βάλει στὸ φαγητό; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἔχει τὸ ἀλάθητο. Ἀφῆστε τὸν Πάπα νὰ τὸ ἔχει ἐπίσης, ἂν θέλει».

Ὁ πληροφορημένος καὶ συνειδητὸς Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς μπορεῖ νὰ ρωτήσει: Ποῦ θὰ τελειώσουν ὅλα αὐτά; Δὲν ὑπάρχει ὅριο στὴν προδοσία, τὴ νόθευση καὶ τὴν αὐτοκαταστροφὴ τῆς Ὀρθοδοξίας;

Δὲν ἔχει ἀκόμα παρατηρηθεῖ πολὺ προσεκτικὰ ποῦ ὁδηγοῦν ὅλα αὐτά, ἀλλὰ λογικὰ τὸ μονοπάτι εἶναι ξεκάθαρο. Ἡ ἰδεολογία πίσω ἀπὸ τὸν οἰκουμενισμό, ἡ ὁποία ἔχει ἐμπνεύσει οἰκουμενιστικὲς πράξεις καὶ διακηρύξεις ὅπως οἱ παραπάνω, εἶναι ἤδη μία καλὰ προσδιορισμένη αἵρεση: Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δὲν ὑπάρχει, κανεὶς δὲν κατέχει τὴν ἀλήθεια, ἡ Ἐκκλησία οἰκοδομεῖται μόλις τώρα. Ἀλλὰ δὲν χρειάζεται πολλὴ σκέψη γιὰ νὰ δοῦμε ὅτι ἡ αὐτοκαταστροφὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ταυτόχρονα ἡ αὐτοκαταστροφὴ τοῦ ἴδιου του Χριστιανισμοῦ· ὅτι ἂν καμμιὰ ἐκκλησία δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τότε οὔτε ὁ συνδυασμὸς ὅλων τῶν αἱρέσεων θὰ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ὄχι μὲ τὴν ἔννοια μὲ τὴν ὁποία τὴν ἵδρυσε ὁ Χριστός. Καὶ ἂν ὅλα τὰ «χριστιανικὰ» σώματα εἶναι συνδεδεμένα μεταξύ τους, τότε ὅλα μαζὶ εἶναι σχετικὰ μὲ ἄλλα «θρησκευτικὰ» σώματα, καὶ ὁ «χριστιανικὸς» οἰκουμενισμὸς μπορεῖ νὰ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα μόνο μία συγκρητιστικὴ παγκόσμια θρησκεία.

Αὐτὸς εἶναι πραγματικὰ ὁ ἀνυπόκριτος σκοπὸς τῆς μασονικῆς ἰδεολογίας, ἡ ὁποία ἔχει ἐμπνεύσει τὸ οἰκουμενιστικὸ κίνημα, καὶ αὐτὴ ἡ ἰδεολογία διακατέχει τώρα τόσο πολὺ αὐτοὺς ποὺ συμμετέχουν στὸ οἰκουμενιστικὸ κίνημα ὥστε ὁ «διάλογος» καὶ ἡ τελικὴ ἕνωση μὲ τὶς μὴ χριστιανικὲς θρησκεῖες ἔχουν φτάσει νὰ εἶναι τὸ λογικὸ ἑπόμενο βῆμα γιὰ τὸ νοθευμένο Χριστιανισμὸ τοῦ σήμερα.

π. Σεραφεὶμ Ρόουζ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου