Δευτέρα 31 Ιουλίου 2017


Ὁ ἥλιος ἐπαντρεύτηκε
Ὁ ἥλιος ἐπαντρεύτηκε 
καὶ πῆρε τὸ φεγγάρι,
ἐκάλεσε καὶ στὴ χαρὰ
συμπέθερους τ’ ἀστέρια.
Τὰ σύννεφα τοὺς ἔστρωσε 
στρώματα γιὰ νὰ κάτσουν,
τοὺς ἔβαλαν φαῒ νὰ φᾶν’
τὸ μόσχο καὶ τὰ ἄνθια.
Κρασὶ τοὺς ἔδωκε νὰ πιοῦν, 
θάλασσες καὶ ποτάμια.
Κι ἀπ’ ὅλα τ’ ἄστρα τ’ οὐρανοῦ, 
ὁ Αὐγερινὸς ἐφάνη:
Φέρνει τὸν ὕπνο ζωντανὸ 
στὰ νιόγαμπρα πεσκέσι,
φέρνει καὶ στοὺς συμπέθερους
λυχνάρι γιὰ νὰ φέξει,
νὰ φύγουν γιὰ τὰ σπίτια τους,
τὰ νιόγαμπρα νυστάζουν,
θέλουν νὰ πᾶν’ νὰ κοιμηθοῦν,

θέλουν νὰ ἡσυχάσουν.

Κυριακή 30 Ιουλίου 2017


Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος
Συνέβη τὸ Πάσχα τοῦ 1935, στὸ ἁγιορείτικο μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Παύλου. Μετὰ τὸν ἑσπερινὸ τῆς Ἀγάπης συνηθίζεται νὰ συνάζονται ὅλοι οἱ πατέρες στὸ ἀρχονταρίκι καὶ νὰ ἀνταλλάσσουν εὐχὲς μὲ τὸν ἡγούμενο καὶ μεταξύ τους. Ὁ νεόκουρος μοναχὸς π. Θωμᾶς, μὴ γνωρίζοντας τὴν τάξη, πῆγε μὲ τοὺς γεροντότερους μοναχοὺς μπροστὰ μπροστά. Ὁ ἡγούμενος τὸν εἶδε καὶ τὸν παρατήρησε. Ὁ π. Θωμᾶς εἶπε τὸ «εὐλόγησον». Τότε ὁ καθηγούμενος π. Σεραφεὶμ γύρισε καὶ εἶπε στὸν π. Θωμᾶ: «Πάτερ Θωμᾶ, πήγαινε, σὲ παρακαλῶ, κάτω στὸ ὀστεοφυλάκιο νὰ πεῖς στὰ ὀστᾶ τῶν κεκοιμημένων πατέρων τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη» καὶ ἔλα μετὰ πάλι ἐδῶ».
Ὁ π. Θωμᾶς, ὁ ἁπλός, ὁ ταπεινός, ὁ πρόθυμος ἐργάτης τῆς ὑπακοῆς, χωρὶς νὰ σκεφτεῖ καθόλου, ἔτρεξε στὸ ὀστεοφυλάκιο καὶ εἶπε μεγαλόφωνα: «Πατέρες καὶ ἀδελφοί, ὁ ἡγούμενος μὲ ἔστειλε νὰ σᾶς πῶ τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη». Καὶ τότε συνέβη τὸ ὑπέρλογο γεγονός. Ὅλα τὰ ὀστᾶ σκίρτησαν, ἔτριξαν, χόρεψαν, ἀναπήδησαν! Ἕνα κρανίο, μάλιστα, σηκώθηκε ἕως ἕνα μέτρο ψηλὰ καὶ ἀπάντησε στὸν χαιρετισμὸ τοῦ γέροντα: «Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος». Ἀμέσως ἔγινε καὶ πάλι νεκρικὴ σιγή. Ὁ π. Θωμᾶς ἐπέστρεψε  πίσω σὲ περίπου δέκα λεπτά, καθὼς τὸ κοιμητήριο καὶ τὸ ὀστεοφυλάκιο τῆς Μονῆς βρίσκεται κοντὰ στὸ ἀρχονταρίκι. 
Μόλις τὸν εἶδε ὁ  ἡγούμενος, τὸν ρώτησε ἂν εἶπε τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη» στοὺς κεκοιμημένους. Ἐκεῖνος ἀπάντησε καταφατικά. Τότε ὁ ἡγούμενος ξαναρώτησε: «Καὶ σοῦ ἀπάντησαν;» Χαρούμενος ὁ ἁπλούστατος π. Θωμᾶς εἶπε ὅτι τοῦ ἀπάντησαν οἱ νεκροὶ τὸ «Ἀληθῶς Ἀνέστη», διηγήθηκε ὅλο τὸ συμβὰν στὸν ἡγούμενο καὶ ἐκεῖνος ἔκπληκτος τὸν ρώτησε ξανὰ καὶ ξανὰ γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει ὅτι δὲν ἄκουσε λάθος. Ὁ εὐλογημένος π. Θωμᾶς νόμιζε πὼς αὐτὸ ἦταν τὸ τυπικὸ ποὺ συμβαίνει κάθε χρόνο στὸ μοναστήρι καὶ δὲν τοῦ φάνηκε κάτι ἰδιαίτερο!

Τὸ περιστατικὸ ἔχει καταγράψει ὁ πολιὸς καὶ σεβαστὸς ἁγιορείτης, ἐπίσκοπος Ροδοστόλου π. Χρυσόστομος, ἀπὸ παλαιοὺς ἁγιοπαυλίτες οἱ ὁποῖοι ἦσαν παρόντες στὸ συμβάν. 

Σάββατο 29 Ιουλίου 2017


Πιάνουν ν' ἀνθίσουν τὰ κλαριὰ
Πιάνουν ν' ἀνθίσουν τὰ κλαριὰ κι ὁ πάγος δὲν τ' ἀφήνει,
θέλω κι ἐγὼ νὰ σ' ἀρνηθῶ κι ὁ πόνος δὲν μ' ἀφήνει.
Σύρε νὰ πεῖς τῆς μάνας σου, νὰ μὴ μὲ καταριέται,
τὶ θὰ τὴν κάνω πεθερά, τὶ θὰ τὴν κάνω μάνα,
στὴν κόρη της τὴ δεύτερη, σ' ἐσὲ τὴ μαυρομάτα,
πού 'χεις τὰ ματοτσίνορα σὰν φράγκικο δοξάρι.
Τὸ χέρι σου τὸ παχουλό, τ' ἄσπρο καὶ τὸ δροσάτο,
νὰ τὸ εἶχα γιὰ προσκέφαλο σ' ἕνα μαρμαροβούνι,
νὰ σὲ χορτάσω φίλημα, στὰ μάτια καὶ στὰ φρύδια.
Χαμήλωσε τὸ φέσι σου καὶ σκέπασε τὰ φρύδια,
νὰ μὴ φανοῦνε τὰ φιλιά, νὰ μὴ σὲ καταλάβουν

καὶ σὲ ζηλέψουν τὰ πουλιά, τῆς ἄνοιξης τ' ἀηδόνια.

Παρασκευή 28 Ιουλίου 2017


Καλημέρα σας καὶ χρόνια πολλά!
Ἐμπῆκε στὸ τραῖνο ἀπὸ τὸν σταθμὸ τοῦ Θησείου. Ἄνθρωπος τοῦ λαοῦ, μεσόκοπος, παρεπίδημος ἴσως, ποιός ξέρει ἀπὸ ποίαν μακρυνὴν ἐπαρχίαν, φέρνοντας μαζή του, μέσα στὸ ἀθηναϊκὸν περιβάλλον, τὸν ἀέρα -ἕναν ἀέρα ἁπλότητος καὶ ἐγκαρδιότητος- ἄλλων τόπων. Ροδοκόκκινος, καλοθρεμμένος, πρόσχαρος, μὲ ὕφος ἀνθρώπου καλοζωισμένου καὶ ἔχοντος τὴν καλλιτέραν ἰδέαν περὶ τοῦ κόσμου καὶ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Ἕνα φλογῶδες γαρύφαλλο, περασμένο σὲ μία κουμπότρυπα τοῦ γελέκου του -σακκάκι μ' αὐτὴ τὴ ζέστη δὲν ὑπῆρχε-, ἐπρόσθετε κάποιον τόνον λαϊκῆς γκαλαντερὶ στὸν γηραλέον, ποὺ ἔφερεν ὑπερήφανα τὰ χρόνια του, χωρὶς νὰ φαίνεται ὅτι προσέχει στὸ βάρος των.
-Καλημέρα σας! εἶπε μεγαλοφώνως, χαιρετώντας ἀπὸ τὴν πόρτα τοὺς ἄλλους ἐπιβάτας. Καὶ χρόνια πολλά!
Κανένας δὲν τοῦ ἀνταπέδωσε τὸν ἀπροσδόκητον χαιρετισμόν. Βλέμματα περίεργα ὑψώθησαν, μειδιάματα ἐχαράχθησαν, κάποιοι ψιθυρισμοὶ ἀντηλλάγησαν καὶ ὁ κύκλος τῆς ἀδιαφορίας ἔκλεισε πάλιν γύρω του, ἐνῶ ὁ περίεργος νεοφερμένος καταλάμβανε τὴν θέσιν του, ξαφνιασμένος κάπως ἀπὸ τὴν ἀνεξήγητην γι' αὐτὸν ὑποδοχὴν τῶν εὐγενῶν καὶ καλοντυμένων ἀνθρώπων.
-Χάθηκε μία καλημέρα; μουρμούρισε σὲ λιγάκι μ' ἕναν ἐλαφρὸν ἀναστεναγμὸν καὶ χωρὶς κακίαν, ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος. Ἂς εἴσαστε καλά...
Σὲ κάποιο βλέμμα ἐπιβάτου, ποὺ ἔπεσεν ἐπάνω του, ἐμάντευε κανεὶς τὴν ὁμαδικὴν ἀπάντησιν ὅλων τῶν ἄλλων πρὸς τὸν σχετλιασμὸν τοῦ ἀφελοῦς:
-Εἴχαμε ἀνάγκη ἀπὸ τὴν καλημέρα σου, χριστιανέ μου; Καὶ ἀπὸ τὰ «χρόνια πολλά σου»; Ποῦ σὲ εἴδαμε, ποῦ σὲ ξέρουμε; Μήπως σὲ εἴδαμε καὶ χθές; Μήπως θὰ σὲ ξαναϊδοῦμε κι' αὔριο; Ἀπὸ ποῦ κι' ὡς ποῦ αὐτὴ ἡ οἰκειότης; Στὸ σπίτι σου μπῆκες ἐδῶ μέσα ἢ στὸ σπίτι τοῦ ξαδέρφου σου; Ἐδῶ εἶνε σιδηρόδρομος. Οἱ ἄνθρωποι μπαίνουν καὶ κάθονται. Οἱ χαιρετοῦρες καὶ τὰ «χρόνια πολλὰ» εἶνε περιττά. Μποροῦνε νὰ λείπουν χριστιανέ μου. Ἀλλὰ ποῦ νὰ μάθης νὰ φέρνεσαι, κακομοίρη.
Τὸ πρωτόκολλον ὅμως τῆς καλῆς συμπεριφορᾶς τοῦ ἁπλοϊκοῦ ἀνθρώπου εἶχεν ἐντελῶς διαφορετικοὺς κανόνας:
-Γιατί δηλαδὴ κύριοι; Ἔκανα λάθος λοιπὸν ποὺ σᾶς εἶπα τὴν καλημέρα καὶ τὰ «χρόνια πολλά», ἡμέρα ποὺ εἶνε σήμερα τῆς Παναγίας; Ἔπρεπε νὰ μπῶ σὰν τὸ γαϊδούρι ἐδωμέσα; Μέσα στὸ ἴδιο μέρος βρεθήκαμε ὅλοι μας, δίπλα καθόμαστε, παρέα κάνουμε, χριστιανοὶ εἴμαστε ὅλοι, τὴν ἴδια Παναγία προσκυνοῦμε. Τί μὲ κυττᾶτε; Ἔτσι τὤχετε ἐσεῖς ἐδῶ στὴν Ἀθήνα; Αὐτὴ εἶνε ἡ εὐγένειά σας; Μὲ συμπαθᾶτε χριστιανοί μου.
Δύο ἀντίθετα πρωτόκολλα εἶχαν συγκρουσθῆ. Τὸ ἕνα τῆς ψυχρᾶς τυπικότητας καὶ τῆς στεγνῆς ἐθιμοτυπίας. Τὸ ἄλλο τῆς ἀφελοῦς ἐγκαρδιότητας καὶ τῶν ἀδελφικῶν τρόπων. Μπορεῖ ν' ἀκολουθοῦμεν τὸ πρῶτον. Ἀλλὰ θὰ ἦτο λάθος μας νὰ μὴ συγκινούμεθα ἀπὸ τὸ δεύτερον.
Παῦλος Νιρβάνας (Χρονογράφημα στὴν «Ἑστία», Αὔγουστος 1929)

Πέμπτη 27 Ιουλίου 2017

Ὁ 100χρονος ἡγούμενος καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ
Ὁ ἡγούμενος τῆς ἁγιορειτικῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος ἀπάντησε πρόσφατα σὲ κάποιες ἐρωτήσεις σχετικὰ μὲ τὴν τραγικὴ κατάσταση στὴν Οὐκρανία καὶ γιὰ τὸ πῶς μπορεῖ νὰ ἐπανέλθει ἡ εἰρήνη στὴν χώρα.
«Νὰ ζεῖς σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, νὰ προσεύχεσαι καὶ νὰ βοηθᾶς τοὺς ἀνθρώπους, νὰ μὴν τοὺς ξεχωρίζεις σέ «δικούς μας» καὶ «δικούς σας». Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ 100χρονου ἡγουμένου τῆς ρωσικῆς (οὐκρανικῆς) ἁγιορείτικης Μονῆς τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, ἀρχιμανδρίτου Ἱερεμία, σὲ ἐρώτηση τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ζαπορόζιε καὶ Μελιτουπόλεως κ. Λουκᾶ.
«Οἱ Οὐκρανοὶ προσκυνητὲς ρωτοῦν πολλὲς φορές: Τί συμβαίνει; Πότε θὰ ἔχουμε εἰρήνη; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλή: Ἡ τυπικὴ σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία, οἱ κατηγορίες καὶ οἱ συκοφαντίες ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ἀποσχιστικὲς τάσεις, ἡ λατρεία τῶν ἀνέσεων, τῶν χρημάτων καὶ τῶν διασκεδάσεων εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἀναστάτωσης στὴν χώρα, ποὺ ἐπέτρεψε ὁ Θεός.
Συχνὰ οἱ ἄνθρωποι περιμένουν ἀπὸ ἐμᾶς προφητεῖες, ἡ προφητεία μας ὅμως δίδεται γιὰ μετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ στὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι γιὰ νὰ ὀργανώσουμε τὴν προσωπική μας πνευματικὴ ζωὴ ἢ γιὰ νὰ μὴν ἀνησυχοῦμε. Οἱ ἄνθρωποι θέλουν νὰ ὠφεληθοῦν ἀπὸ τοὺς λόγους τῶν ἁγιορειτῶν πατέρων, γιὰ νὰ συμβεῖ ὅμως αὐτὸ πρέπει νὰ ἔχουν νοῦ καθαρὸ καὶ νὰ μποροῦν νὰ ἑρμηνεύσουν τὰ γεγονότα ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. Αὐτὸ προϋποθέτει τὴν ὕπαρξη μιᾶς πνευματικῆς ἁπλότητας, ἀγάπης καὶ προσευχῆς, τὰ ὁποία φέρνουν μία διάκριση, καὶ ὄχι τὸ νὰ «βυθίζεσαι» στὴν πληθώρα τῶν εἰδήσεων τοῦ Τύπου. 
Γιὰ νὰ εἰρηνεύσουμε ὅσο πιὸ γρήγορα γίνεται, εἶναι οὐσιῶδες νὰ ζοῦμε μὲ εὐλάβεια καὶ μὲ ἐπιείκεια πρὸς τοὺς ἄλλους καὶ νὰ ἀκολουθοῦμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. Πρέπει νὰ προσέχουμε τὴν πνευματική μας ζωὴ καὶ νὰ ἀκολουθοῦμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ὅμως εἶναι ἀδύνατο χωρὶς εἰλικρινὴ μετάνοια, χωρὶς συνεχὴ συμμετοχὴ στὶς ἀκολουθίες, χωρὶς τὴν μετάληψη τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς προσευχή, χωρὶς ἀγάπη γιὰ τὴν Ἐκκλησία, χωρὶς σεβασμὸ γιὰ τὸν πλησίον μας. Δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ χωρίζονται σὲ «ἐμεῖς» καὶ «ἐσεῖς», σὲ «πατριῶτες» καὶ «σχισματικούς», σὲ αὐτοὺς ποὺ μιλοῦν ρωσικὰ καὶ σὲ αὐτοὺς ποὺ μιλοῦν οὐκρανικά, ἐπειδὴ εἴμαστε ὅλοι ἑνωμένοι μὲ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Ἀνοῖξτε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ θὰ δεῖτε τὰ πάντα ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Σᾶς φαίνεται πὼς ὁ Θεὸς μᾶς ξέχασε, Ἐκεῖνος ὅμως μᾶς ἀγαπάει καὶ θέλει τὴν σωτηρία μας. Δὲν μπορεῖ ὅμως νὰ μᾶς σώσει χωρὶς τὴν θέλησή μας καὶ τὴν ἐνεργὴ συμμετοχή μας.

Ἁμαρτάνοντας καὶ μένοντας ἀδιόρθωτοι, ἐναντιωνόμαστε στὴν σωτηρία μας. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὁ Θεὸς ἐφαρμόζει θεραπεῖες πικρὲς καὶ ἐπώδυνες», εἶπε ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἱερεμίας.

Τετάρτη 26 Ιουλίου 2017


Ἡ Ἀνάστασις εἰς τὸ χωρίον
Τὴν πρωίαν τοῦ Μ. Σαββάτου ἐσήμανεν ὁ κώδων τὴν λειτουργίαν. Μεταξὺ τοῦ ἱερέως, τοῦ φιλοτίμου χωρικοῦ κὺρ Γιάννη, καὶ τοῦ φιλοξενουμένου ὑπ᾿ αὐτοῦ, εἶχε συμφωνηθῆ ὅτι ἡ λειτουργία θὰ ἐγίνετο βραδύτερον, κατὰ τὴν ὀγδόην ὥραν, ἀλλ᾿ ἐναντίον τῆς συμφωνίας ἔγινε ταχύτερον μάλιστα καὶ τῆς ἑβδόμης. Ἐπωφελούμενος ὁ ἀγαθὸς χωρικὸς κὺρ Γιάννης τὸ φίλυπνον καὶ ὀκνηρὸν τοῦ ξένου του, ἐσκέφθη νὰ τὸν ἀφήσῃ νὰ κοιμηθῇ μέχρι τῆς ὀγδόης, καὶ ἀπελθὼν εἰς τὸν ναὸν ἀνέγνω μὲν αὐτὸς τὰς Προφητείας, συνέψαλε δὲ μετὰ τοῦ ἱερέως καὶ τὸ «Ἀνάστα ὁ Θεός», καὶ ὁ ξένος του ἔμεινε κοιμώμενος νήδυμον.
Ἡ νυκτερινὴ ἀκολουθία διὰ τὴν Ἀνάστασιν ἔμελλε νὰ σημάνῃ ἐνωρίς, τὴν δεκάτην ὥραν, τοῦτο δὲ διὰ νὰ λάβωσιν εἴδησιν καὶ οἱ πόρρω κατοικοῦντες ποιμένες καὶ βοσκοί, νὰ προλάβωσι τὴν Ἀνάστασιν. Ὁ Εὐλογητὸς δὲν θὰ ἐλέγετο ἀμέσως, ἀλλὰ τὴν ἑνδεκάτην ὥραν, ἡ δὲ πρώτη κροῦσις τοῦ κώδωνος ἦτο ἁπλῶς μήνυμα πρὸς τοὺς «τηλοῦ τῶν ἀγρῶν οἰκοῦντας», βοσκοὺς καὶ κολλήγους. Ἀλλ᾿ ὁ εὐλαβὴς ἱερεύς, ὅστις δὲν ἐνόει νὰ παραλίπῃ ἐκ τοῦ Τυπικοῦ οὐδὲ κεραίαν, εἰσελθὼν μόνος εἰς τὸν ναὸν ἀπὸ τῆς ὀγδόης καὶ ἡμισείας, ἔμεινεν ἀναγινώσκων τὰς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Μόλις ὅμως ἀντήχησεν ἡ πρώτη τοῦ κώδωνος δόνησις, καὶ ὁ φιλόξενος ἀγρονόμος κὺρ Γιάννης, λαβὼν τὴν ὑπερμεγέθη λαμπάδα του, ἣν εἶχε παραγγείλει ἐξ Ἀθηνῶν, ὅλην ἐκ καθαροῦ κηροῦ, λησμονήσας τὰς ἑσπερινὰς συνθήκας, καθ᾿ ἃς ὁ πρῶτος κώδων θὰ ἦτο διὰ τοὺς ἀπωτέρω οἰκοῦντας ἀγροδιαίτους πιστούς, ἔσπευσε νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Τὸ παράδειγμά του ἐμιμήθησαν καὶ ἄλλοι τῶν συγχωρικῶν, καὶ τότε ὁ ἀγαθὸς ἐφημέριος ἠναγκάσθη νὰ βάλῃ Εὐλογητὸν πρὸ τῆς ὥρας. Ἐψάλησαν ὅμως ἀργὰ τὰ τροπάρια τοῦ Κανόνος «Κύματι θαλάσσης», ἐψάλησαν τριπλᾶ καὶ τετραπλᾶ, καὶ οὕτω τὴν δωδεκάτην ὥραν τοῦ μεσονυκτίου ἀκριβῶς ἐτελέσθη ἡ Ἀνάστασις.

Ἀλλ᾿ ὅσον καὶ ἂν φεύγῃ τις τὰς Ἀθήνας καὶ τὴν τύρβην των, ὅσον ἀμιγῶς καὶ ἂν ἐπιθυμῇ νὰ ἑορτάσῃ τὰς ἡμέρας ταύτας, τὸ φάσμα τοῦ νεωτέρου πολιτισμοῦ τὸν ἀκολουθεῖ παντοῦ βῆμα πρὸς βῆμα, τὰ προϊόντα τῶν νεωτέρων ἐφευρέσεων τὸν καταδιώκουσιν, ἀδύνατον δὲ νὰ μείνῃ τις ἥσυχος οὐδὲ στιγμήν. Βεγγαλικὰ φῶτα καὶ ἄλλα βέβηλα πράγματα ἐκάησαν προκλητικῶς ἔξω τοῦ ναοῦ, εὐθὺς ὡς ἐξήλθομεν νὰ κάμωμεν Ἀνάστασιν, ὁ δὲ ἀνεκτικώτατος ἱερεὺς δὲν ἐνόμισεν φρόνιμον νὰ τὰ ἀπαγορεύσῃ. Ὁ καπνὸς αὐτῶν συνεφύρθη ἀνευλαβῶς μὲ τὴν ἱερὰν εὐωδίαν τοῦ θυμιάματος, ὁ κρότος τῶν πυραύλων ἀνεμίγη μὲ τὸν ἦχον τοῦ κώδωνος. Τέλος ἐπανήλθομεν εἰς τὸν ναόν, καὶ ἤρξατο ψαλλόμενον τὸ «Ἀναστάσεως ἡμέρα, λαμπρυνθῶμεν λαοί». Οἱ καλοὶ χωρικοὶ μετὰ μεγίστης εὐλαβείας ἠκροῶντο τὰ ἱερὰ ᾄσματα, ὁ δὲ ἀξιόλογος ποιμὴν Ν. Σκοῦφος, προσενεγκὼν εὐσεβῶς ἀνήρτησεν ἐπὶ τοῦ δεξιοῦ μανουαλίου, ἐνώπιον τῆς εἰκόνος τοῦ δεσπότου Χριστοῦ, τσαντίλαν νωποῦ τυροῦ, ἄλλο πασχάλιον ἔθιμον τῶν ἀγροτῶν τῆς Ἑλλάδος. Μεγίστη τάξις καὶ θρησκευτικὴ προσήλωσις ἐπεκράτει καθ᾿ ὅλην τὴν ἀκολουθίαν. Μόνον δύο ἢ τρεῖς κύριοι καὶ ἄλλαι τόσαι κυρίαι εὑρίσκοντο ἀπ᾿ ἀρχῆς ἐν τῷ ναῷ, ἀλλὰ μετὰ τὴν Ἀνάστασιν ἀπῆλθον νὰ κοιμηθῶσι, καλῶς πράξαντες, διότι τὸ παρεκκλήσιον ἦτο στενόχωρον, καὶ ἀποχωρήσαντες ἀφῆκαν τόπον διὰ τοὺς λοιπούς.
Μεταξὺ τῶν ἄλλων ἐκκλησιαζομένων διέπρεπεν ὁ ἀξιοσέβαστος μπαρμπα-Τσάμης, ἀπόστρατος ἐνωμοτάρχης τῆς χωροφυλακῆς, διακριθεὶς εἰς τὴν καταδίωξιν τῆς λῃστείας, καὶ δυνάμενος νὰ διηγηθῇ ἐν εἴδει ἐποποιίας ὅλην τὴν μακρὰν ἱστορίαν τῶν κατορθωμάτων της. Ὁμοίως ὁ Νικόλας, ὅστις διέπρεψεν εἰς ὅλας τὰς ἐπαναστάσεις τῆς Θεσσαλίας καὶ τῆς Κρήτης, καὶ ἠξεύρει ἐκ στήθους ὅλην τὴν ἱστορίαν τούτων, καὶ ὁ Ἀντώνης, ὁ ἐπιλεγόμενος βουλγαρομάστιξ, ὅστις εἶναι ἱστορία μόνος του.
Γενομένου τοῦ ἀσπασμοῦ, ἤρξατο ἡ λειτουργία μέχρι τῆς 2ας ὥρας πρὸς ὄρθρον. Ὅτε ἐλάβομεν τὸ ἀντίδωρον καὶ ἐξηρχόμεθα ἐκ τοῦ ναοῦ, ἄλλο γνήσιον ἑλληνικὸν ἔθιμον ἐφείλκυσε τὴν προσοχήν μου περὶ τὴν θύραν τῆς ἐκκλησίας. Εἷς τῶν χωρικῶν, ὅστις ἐκτελεῖ χρέη ἐπιτρόπου ἐν τῷ παρεκκλησίῳ, διένειμεν εἰς τοὺς ἐξερχομένους ᾠὰ κόκκινα, προσφωνῶν ἑνὶ ἑκάστῳ τὸ Χριστὸς Ἀνέστη. Ἔλαβον τὸ δοθέν μοι ᾠόν, καὶ ἐγκαρδίως ηὐχήθην εἰς τὸν ἀγαθὸν χωρικὸν πᾶν καταθύμιον. Τότε ἕκαστος τῶν χωρικῶν, φέρων ἀνημμένην τὴν λαμπάδα, ἀπῆλθεν οἴκαδε.
Τὸ κατ᾿ ἐμέ, ἀφοῦ ἐπεσκέφθην διὰ βραχέων τὸν φιλόξενον χωρικὸν κὺρ Γιάννην, μετέβην εἰς τὸ μικρὸν μαγαζίον τοῦ χωρίου, καὶ ἐκεῖ ἀπήλαυσα ἐπὶ μακρὸν χρόνον τὴν ἡδονὴν τῆς συνδιαλέξεως μετὰ τῶν χωρικῶν, ἀνθρώπων μὲ ἀνοικτὴν καρδίαν. Εἷς αὐτῶν εἶχε φέρει ἐκ τῆς οἰκίας του σούπαν καὶ βραστόν, τυρὸν καὶ αὐγὰ κόκκινα, καὶ ἐγεύθημεν ὁμοῦ τὸ πασχάλιον. Ἐν τῷ μεταξὺ εἶχεν ἀρχίσει νὰ γλυκοχαράζῃ, καὶ ἐπειδὴ δὲν ἐνύσταζον, ἐσκέφθην ὅτι τὸ καλύτερον ἦτο νὰ περιμείνω τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου, καὶ τὴν διάβασιν τῆς ἁμαξοστοιχίας τοῦ σιδηροδρόμου Λαυρίου. Παρῆλθον δὲ ἀνεπαισθήτως αἱ ὧραι ἐν τῷ μέσῳ τῆς φαιδρᾶς συνδιαλέξεως, τοῦ Χριστὸς Ἀνέστη, τῆς συγκρούσεως τῶν ποτηρίων, τῆς μαρμαρυγῆς τοῦ ρητινίτου, καὶ τοῦ ἐαρινοῦ τῶν στρουθίων κελαδήματος.
Μεταβαίνων εἰς τὸν σταθμόν, μίαν ὥραν μετὰ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου, συνήντησα δύο ἢ τρεῖς ὁμίλους ἑορταζόντων, καὶ οἱ ὀβελοὶ τῶν ἀμνῶν περιεστρέφοντο ἤδη ἐπὶ τοῦ πυρός. Ἀλλὰ μοὶ ἔκαμαν ἐντύπωσιν δύο ὡραῖοι νέοι Λιδωρικιῶται, οἵτινες ἔψηνον τὸ ἀρνίον κατὰ τὸν τελειότερον ἐκ τῶν γνωστῶν καὶ παραδεδεγμένων τρόπων. Οἱ πρόσθιοι πόδες τοῦ ἀμνοῦ δὲν ἐφαίνοντο, χωμένοι ἐντὸς τῆς σαρκός, τὸ ἔντερον περιέβαλλεν ἑπτάκις ἢ ὀκτάκις ὡς ζώνη ἔξωθεν τὸν ἀμνόν, οἱ νεφροί, χωρὶς ν᾿ ἀποσπασθῶσιν ἐκ τῶν σπλάγχνων, εὑρίσκοντο ἑκατέρωθεν προσκεκολλημένοι ἔξωθεν ἐπὶ τοῦ ἰσχίου. Τὴν πυρὰν δὲν εἶχον ἀνάψει μὲ κλήματα, ἀλλὰ μὲ κορμὸν ἀγρίου δένδρου. Μοὶ εἶπον ὅτι τὰ κλήματα εἶναι ὁ εὐκολώτερος τρόπος, ἀλλὰ «διὰ τοὺς ἀτζαμῆδες».
Τοὺς ἠρώτησα ἂν ἀληθεύῃ, ὅτι οἱ παλαιοὶ κλέπται ἤξευρον μίαν ἄλλην τέχνην, νὰ ψήνωσι τὸ ἀρνίον χωρὶς νὰ φαίνεται οὐδαμόθεν καπνός. Μοὶ ἀπήντησαν μειδιῶντες, ὅτι τοῦτο δὲν ἀληθεύει, ἢ τοὐλάχιστον δὲν ἐφαρμόζεται σήμερον, διότι δὲν εἶναι ἀνάγκη, ὑποθέτω, ἀλλὰ τὸ μόνον σωστὸν εἶναι, ὅτι ἔσκαπτον λάκκον, ἔθετον ἐντὸς τὸ ἀρνίον «μὲς στὸ ἴδιο τὸ ἀρνιακό», τὸ ἔχωνον, ἤναπτον πῦρ ἄνωθεν «ὅσο νὰ τυφλοκαίγῃ» καὶ οὕτω τὸ ἀρνίον ἀντὶ νὰ ψηθῇ ἔβραζεν, ἤρκει νὰ μὴ εἰσήρχετο ἀὴρ μηδαμόθεν. Τοὺς εὐχαρίστησα διὰ τὰς πληροφορίας ταύτας, ὡς καὶ διὰ τὸ σπληνάντερον καὶ τὴν πλόσκαν, δι᾿ ὧν μ᾿ ἐτίμησαν, ἐσύριξεν ἡ ἀτμάμαξα, ἔφθασε τὸ τραῖνον καὶ ἐπεβιβάσθην διὰ τὸ Ἄστυ.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δευτέρα 24 Ιουλίου 2017


Δῶστε σ’ αὐτοὺς τὸ φαγητὸ
(Μαρτυρία τοῦ ἐπικεφαλῆς τοῦ Διεθνοῦς Ἐρυθροῦ Σταυροῦ, Σουηδοῦ Στοῦρε Λίννερ, κατὰ τὴν περίοδο τῆς Κατοχῆς, ἀπὸ τὸ αὐτοβιογραφικό του ἔργο «Ἡ Ὀδύσσειά μου»)
Παντρευτήκαμε στὶς 14 Ἰουνίου. Ο Emil Sandstrom, πρόεδρος τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπιτροπῆς, διοργάνωσε μία δεξίωση γιὰ τὴν περίσταση. Ἀργὰ τὸ βράδυ μὲ πλησίασε καὶ μὲ τράβηξε στὴν ἄκρη, σὲ μία γωνία, μακριὰ ἀπὸ τὰ γέλια καὶ τὶς φωνές, νὰ μιλήσουμε ἰδιαιτέρως.
Μοῦ ἔδειξε ἕνα τηλεγράφημα ποὺ μόλις εἶχε λάβει: Οἱ Γερμανοὶ ἔσφαζαν ἐπὶ τρεῖς μέρες τοὺς κατοίκους τοῦ Διστόμου, κοντὰ στοὺς Δελφούς, καὶ στὴ συνέχεια ἔκαψαν τὸ χωριό. Ἂν ὑπῆρχαν ἐπιζῶντες, θὰ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ ἄμεση βοήθεια. Τὸ Δίστομο ἦταν ἐντὸς τῆς περιοχῆς εὐθύνης μου γιὰ τὴν προμήθεια τροφίμων καὶ φαρμάκων. Πέρασα τὸ τηλεγράφημα στὴν Κλειώ, τὴν σύζυγό μου, νὰ τὸ διαβάσει. Ἐκείνη ἔκλεισε τὰ μάτια καὶ ἀμέσως ἀναχώρησε διακριτικὰ ἀπὸ τὴ γιορτή.
Περίπου μία ὥρα ἀργότερα ἤμασταν στὸν δρόμο μας μέσα στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας. Χρειάστηκαν ἀρκετὲς ἀγωνιώδεις ὧρες γιὰ νὰ ταξιδέψουμε ἀνάμεσα στοὺς λεηλατημένους δρόμους καὶ νὰ περάσουμε ἀρκετὰ ὁδοφράγματα. Ἦταν ξημερώματα ὅταν φτάσαμε τελικὰ στὸν κεντρικὸ δρόμο ποὺ ὁδηγοῦσε στὸ Δίστομο.
Ὄρνια ἀνέβαιναν ἀργὰ καὶ διστακτικὰ σὲ χαμηλὸ ὕψος ἀπὸ τὶς πλευρὲς τοῦ δρόμου, ὅταν ἄκουσαν νὰ ἐρχόμαστε. Κατὰ μῆκος τοῦ δρόμου ἀνθρώπινα σώματα κρέμονταν ἀπὸ κάθε δέντρο, τρυπημένα μὲ τὶς ξιφολόγχες – μερικοὶ ἦταν ἀκόμα ζωντανοί. Αὐτοὶ ἦταν οἱ χωρικοὶ ποὺ τιμωρήθηκαν μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἐπειδὴ ἦταν ὕποπτοι γιὰ τὴν παροχὴ βοήθειας στοὺς ἀντάρτες τῆς περιοχῆς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν στήσει ἐνέδρα σὲ μία μονάδα SS. Ἡ μυρωδιὰ ἦταν ἀνυπόφορη.

Στὸ χωριὸ τὰ τελευταῖα ἀπομεινάρια τῶν σπιτιῶν ἀκόμα καίγονταν. Ἑκατοντάδες νεκρὰ σώματα ἀνθρώπων ὅλων τῶν ἡλικιῶν, ἀπὸ ἡλικιωμένους μέχρι νεογέννητα, ἦταν σκορπισμένα γύρω στὸ χῶμα. Ἀρκετὲς γυναῖκες θανατώθηκαν μὲ ξιφολόγχες, μὲ τὶς μῆτρες τους στὸ χῶμα καὶ τὰ στήθη τους κομμένα. Ἄλλοι ἦταν στραγγαλισμένοι μὲ τὰ ἔντερά τους τυλιγμένα γύρω ἀπὸ τὸν λαιμό τους. Φαινόταν σὰν κανεὶς νὰ μὴν εἶχε ἐπιζήσει …
Ὅμως, ἐκεῖ! Ἕνας γέρος στὸ τέλος τοῦ χωριοῦ! Εἶχε ὡς ἐκ θαύματος ἐπιζήσει τῆς σφαγῆς. Ἦταν σοκαρισμένος ἀπὸ τὸν τρόμο γύρω του, μὲ ἕνα ἄδειο βλέμμα, καὶ μία ἔκφραση ἀπορίας. Κατεβήκαμε στὴ μέση τῆς καταστροφῆς καὶ φωνάξαμε στὰ ἑλληνικά: «Ἐρυθρὸς Σταυρός! Ἐρυθρὸς Σταυρός! Ἤρθαμε γιὰ νὰ βοηθήσουμε!»
Ἀπὸ κάποια ἀπόσταση μία ἀκόμη γυναίκα πλησίασε μὲ δισταγμό. Μᾶς εἶπε ὅτι μόνο μία χούφτα χωρικοὶ κατάφεραν νὰ διαφύγουν πρὶν ἀρχίσει ἡ ἐπίθεση. Μαζί της ἀρχίσαμε τὴν ἀναζήτησή τους. Εἴχαμε προχωρήσει ἀρκετὰ στὸ ψάξιμο, ὅταν ἡ ἴδια συνειδητοποίησε ὅτι εἶχε πυροβοληθεῖ στὸ χέρι. Ἀμέσως ἠ Κλειὼ ἔπεσε πάνω της καὶ τὴν χειρούργησε. Κατὰ τ’ ἄλλα, ἦταν τὸ ταξίδι τοῦ μέλιτός μας!
Ὄχι πολὺ καιρὸ μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν τρομακτικὴ σφαγή, ἡ σύνδεσή μας μὲ τὸ Δίστομο, θὰ ὁλοκληρωθεῖ μὲ αὐτὸν τὸν ἀξιοσημείωτο ἐπίλογο.
Ὅταν οἱ γερμανικὲς δυνάμεις κατοχῆς ἀναγκάστηκαν νὰ φύγουν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, τὰ πράγματα δὲν πῆγαν ὅπως τὰ περίμεναν. Μία γερμανικὴ μονάδα αἰχμαλωτίστηκε ἀπὸ ἀντάρτες ἀκριβῶς στὴν ἴδια περιοχή, στὸ Δίστομο. Σκέφτηκα ὅτι αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ ἐκληφθεῖ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ὡς εὐκαιρία γιὰ μία αἱματηρὴ ἐκδίκηση, ἰδιαίτερα ἐὰν ληφθεῖ ὑπόψη ὅτι γιὰ ἕνα ἀρκετὰ μεγάλο διάστημα ἡ περιοχὴ εἶχε ἀποκοπεῖ ἀπὸ κάθε προμήθεια τροφίμων.
Φορτώσαμε μὲ τὰ ἀπαραίτητα τρόφιμα μερικὰ φορτηγά, εἰδοποιήσαμε στὸ Δίστομο γιὰ τὴν προγραμματισμένη μας ἄφιξη, καὶ βρεθήκαμε στὸν ἴδιο δρόμο, γιὰ ἄλλη μία φορά, ἡ Κλειὼ κι ἐγώ.
Ὅταν φτάσαμε στὰ περίχωρα τοῦ χωριοῦ, μᾶς συνάντησε μία ἐπιτροπὴ μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν ἡλικιωμένο ἱερέα. Ἦταν μία μορφὴ πατριάρχη τοῦ παλιοῦ καιροῦ, μὲ μακριά, κυματιστή, λευκὴ γενειάδα. Δίπλα του ὁ καπετάνιος τῶν ἀνταρτῶν, πλήρως ὁπλισμένος. Ὁ ἱερέας μίλησε πρῶτος καὶ μᾶς εὐχαρίστησε γιὰ λογαριασμὸ ὅλων γιὰ τὶς προμήθειες τροφίμων. Στὴ συνέχεια πρόσθεσε: «Πεθαίνουμε ὅλοι ἀπὸ τὴν πείνα ἐδῶ, καὶ ἐμεῖς καὶ οἱ Γερμανοὶ κρατούμενοι. Τώρα, ἂν εἴμαστε ἐμεῖς πεινασμένοι, εἴμαστε τουλάχιστον στὸν τόπο μας. Οἱ Γερμανοὶ δὲν ἔχουν χάσει μόνο τὸν πόλεμο, εἶναι ἐπίσης μακριὰ ἀπὸ τὴ χώρα τους. Δῶστε σ’ αὐτοὺς τὸ φαγητὸ ποὺ ἔχετε μαζί σας, ἔχουν πολὺ δρόμο μπροστά τους».
Στὸ ἄκουσμα αὐτῆς τῆς φράσης, ἡ Κλειὼ γύρισε τὰ μάτια της σὲ μένα. Ὑποπτευόμουν τί ἤθελε νὰ μοῦ πεῖ μὲ αὐτὸ τὸ βλέμμα, ἀλλὰ δὲν μποροῦσα νὰ δῶ καθαρὰ πιά. Στεκόμουν ἁπλὰ βουρκωμένος...
Sture Linner, Min Odysse, Stockholm, Norstedt, 1982

Κυριακή 23 Ιουλίου 2017








Ἡ σκληρότητα ποὺ φέρνει τὴν τρυφεράδα
- Ὅταν, Γέροντα, λέω: «Τόσο μπορῶ νὰ δουλέψω, αὐτὴ εἶναι ἡ ἀντοχή μου», ἀπὸ φιλαυτία τὸ λέω;
- Ὅσο κάθεται κανείς, τόσο χαλαρώνει· ὅσο δουλεύει, τόσο δυναμώνει. Ἐκτὸς ποὺ διώχνει τὴν μούχλα μὲ τὴν δουλειά, βοηθιέται καὶ πνευματικά.
Ὁ σκοπὸς εἶναι νὰ φθάση νὰ χαίρεται ὁ ἄνθρωπος περισσότερο ἀπὸ τὴν κακοπάθεια παρὰ ἀπὸ τὴν καλοπέραση. Ἂν ξέρατε πῶς ζοῦν μερικὰ γεροντάκια ἐκεῖ στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀλλὰ καὶ τί χαρὰ νιώθουν!
Νά, ἕνα γεροντάκι, ποὺ ἔμενε μόνο του ἕνα χιλιόμετρο πιὸ πέρα ἀπὸ τὸ Καλύβι μου, τί αὐταπάρνηση εἶχε! Τὸ Καλύβι του ἦταν ψηλά, σὲ ἕνα πολὺ ἀπότομο μέρος, καὶ τὸ καημένο ἀρκουδώντας κατέβαινε ἀπὸ τὸ μονοπάτι γιὰ νὰ πάη σὲ ἕνα ἄλλο γεροντάκι πιὸ κάτω, ὅταν χρειαζόταν κάτι.
Ἤθελαν νὰ τὸ πάρουν στὸ γηροκομεῖο, ἀλλὰ δὲν δεχόταν, καὶ ὅλοι μετὰ ἔλεγαν: «αὐτὸς εἶναι πλανεμένος», γιατὶ καθόταν μόνος του ἐκεῖ.
Μιὰ μέρα ποὺ ἦρθε στὸ Καλύβι, μοῦ εἶπε γιὰ ποιὸν λόγο δὲν ἤθελε νὰ φύγη:
Ὅταν ζοῦσε ὁ Γέροντάς του, τὸ Καλύβι τους δὲν εἶχε ναὸ καὶ ἐκεῖνος παρακαλοῦσε τὸν Γέροντά του νὰ κάνουν ναό.
«Ἂς κάνουμε ναό, τοῦ εἶπε τελικὰ ὁ Γέροντάς του, ἀλλὰ μετὰ δὲν πρέπει ποτὲ νὰ φύγης ἀπὸ ‘δῶ, γιατί θὰ μένη στὸ Ἱερὸ ὁ Φύλακας Ἄγγελος καὶ δὲν κάνει νὰ τὸν ἀφήσης μόνον».
Τότε αὐτὸς τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ μείνη γιὰ πάντα στὸ Καλύβι, καὶ ἔτσι ἔκαναν τὸν ναό. Τελευταῖα εἶχε γκρεμισθεῖ καὶ τὸ Κελλί του καὶ ἔμενε μέσα στὴν ἐκκλησία· κοιμόταν σὲ ἕνα στασίδι. Τέτοια αὐταπάρνηση! 
Εἶχα φροντίσει νὰ ἔχη μερικὰ ροῦχα, γιὰ νὰ ἀλλάζη τουλάχιστον, γιατί ὑπέφερε ἀπὸ τὰ ἔντερα καὶ εἶχε κοψίματα. Μιὰ μέρα ἔστειλα ἕναν γνωστὸ γιατρὸ νὰ πάη νὰ τὸν δῆ.
Πῆγε μὲ ἕναν ἄλλον, χτυποῦν, ξαναχτυποῦν, τίποτε. Ὅταν ἄνοιξαν, τὸν βρῆκαν πεθαμένο στὸ στασίδι ποὺ ἔμενε, σκεπασμένο μὲ μιὰ κουβέρτα. Ἐκεῖ ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ!
Ἡ σκληρότητα στὴν ζωή μας γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ φέρνει στὴν καρδιὰ τὴν τρυφεράδα τοῦ Χριστοῦ. Οἱ θεῖες ἡδονὲς γεννιοῦνται ἀπὸ τὶς σωματικὲς ὀδύνες.
Οἱ Πατέρες ἔδωσαν αἷμα καὶ ἔλαβαν πνεῦμα. Μὲ ἱδρώτα καὶ κόπο πῆραν τὴν Χάρη. Πέταξαν τὸν ἑαυτό τους καὶ τὸν βρῆκαν στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.
Πολὺ μὲ συγκίνησε τὸ συναξάρι τῶν Ἁγίων Ἀσκητῶν τοῦ Σινᾶ. Πέντε χιλιάδες ἀσκητὲς ἔζησαν στὸ Σινᾶ καὶ πόσοι ἄλλοι στὸ Ἅγιον Ὅρος! Χίλια χρόνια πόσοι Πατέρες ἁγίασαν! Ἀλλὰ καὶ οἱ Ὁμολογητὲς καὶ οἱ Μάρτυρες τί τράβηξαν!
Καὶ ἐμεῖς γκρινιάζουμε γιὰ τὴν παραμικρὴ ταλαιπωρία. Ζητᾶμε νὰ ἀποκτήσουμε χωρὶς κόπο τὴν ἁγιότητα. Σπανίζει ἡ αὐταπάρνηση.
Οὔτε ἐμεῖς οἱ μοναχοὶ δὲν καταλάβαμε ὅτι «τὰ καλὰ κόποις κτῶνται» καὶ ἔχουμε τὴν ἐπιείκεια στὸν ἑαυτό μας· δικαιολογοῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ βρίσκουμε ἐλαφρυντικὰ γιὰ τὸ καθετί.
Ἀπὸ ‘κεῖ ξεκινάει τὸ κακό. Καὶ ὁ διάβολος βρίσκει δικαιολογίες γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὰ χρόνια περνᾶνε.
Γι’ αὐτὸ νὰ μὴν ξεχνιώμαστε· νὰ θυμώμαστε καὶ λίγο ὅτι ὑπάρχει καὶ θάνατος.
Μιὰ ποὺ θὰ πεθάνουμε, νὰ μὴν προσέχουμε καὶ τόσο πολὺ τὸ σῶμα· ὄχι νὰ μὴν προσέχουμε καὶ νὰ παθαίνουμε ζημιές, ἀλλὰ νὰ μὴν προσκυνοῦμε τὴν ἀνάπαυση.
Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Σάββατο 22 Ιουλίου 2017

Ἐγκράτεια καὶ νηστεία
11.9.88, Μονὴ Βατοπαιδίου
Σεμνοπρεπεστάτη Μ., ἡ Χάρις τοῦ Χριστοῦ μας μετὰ τοῦ πνεύματός σου.
Πῆρα τὸ γράμμα σου καὶ διάβασα τὸ περιεχόμενο μὲ προσοχή. Ἀξιέπαινα εἶναι ὄχι τὰ θέματα καθ’ ἑαυτὰ ποὺ προβάλλετε ὅσο ἡ καλή σας θέληση καὶ ἀπόφαση γιὰ ἀκριβεστέρα ἐν Χριστῷ ζωὴ καὶ περὶ τούτου πάντοτε εὔχομαι ἀτελείωτη προκοπή.
Πάντοτε, εὐλαβεστάτη, τὸ θέμα τῆς τροφῆς, ὡς τὸ ἀναγκαιότερό μας καθῆκον καὶ στοιχεῖο, ὅλους ἀπασχολεῖ καὶ νὰ μὴν πῶ ὅτι αἰχμαλωτίζει χάριν καὶ τῆς ἰδιαιτέρας χλιδῆς ποὺ χαρακτηρίζει τὴν δική μας γενεά. Τώρα, ἰδίως ἀπότομα, νὰ περικόψουμε ἕνα ἀπὸ τὰ κυριότερα εἴδη φαγητῶν δὲν εἶναι οὔτε ἐπωφελὲς οὔτε ἀξιέπαινο… μὲ τὴν πρόφαση ὅτι ἴσως μᾶς αἰχμαλώτισε πέραν τοῦ δέοντος. Καὶ οἱ Πατέρες αὐτὸ δὲν ἐπαινοῦν οὔτε συνιστοῦν ἀλλὰ κατὰ τὴν γνώμη μου ἡ μεσαία λύση εἶναι ἡ πιὸ σωστή. Ποιά; Νὰ μετριάσω μὲ τὴν χρήση, ὥστε ἡ ὑγεία νὰ εἶναι σταθερὴ καὶ κανένας ντόρος νὰ μὴ γίνεται ὅτι ἡ Μ. δῆθεν δὲν κρεοφαγεῖ ποὺ εἶναι ἄσκοπος ἀγώνας τύφου καὶ οἰήσεως. Τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὰ γλυκὰ γιατί καὶ αὐτὰ στὸ μέτρο τῆς χρείας εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ὁμαλότητα καὶ ἰσορροπία τῆς ζωῆς.
Ἄλλωστε ἡ ἐγκράτεια σὰν ἀπαραίτητος κανόνας τῆς ζωῆς μόνο ἔτσι ἐφαρμόζεται καὶ γίνεται μετὰ ἡ ἀφορμὴ τῆς σωφροσύνης καὶ τῆς ὁμαλότητος στὴν ζωή. Ὁλόκληρος ὁ ψυχοσωματικὸς τρόπος καὶ ὅρος τῆς ζωῆς μας ἀπὸ τὴν συμμετρία αὐτὴν τῆς γενικῆς ἐγκρατείας τῆς διαίτης συνίσταται καὶ ὅλη ἡ ἰσορροπία τῆς κατ’ ἄμφω ὑγείας σώματος καὶ ψυχῆς ἀπὸ ἐδῶ πηγάζει.
Τότε καὶ ὁ ταραγμένος ὕπνος ἰσορροπεῖ καὶ οἱ κακὲς σκέψεις καὶ προσβολὲς χάνονται καὶ ἡ αὔξηση τοῦ ζήλου καὶ τῆς προθυμίας γεννᾶται.
Ἔτσι, λοιπόν, νὰ κάμεις χωρὶς ἄλλες ὑπερβολὲς καὶ ἂν κάποτε δὲν τὰ καταφέρεις νὰ μὴν ἀπογοητευτεῖς ἀλλὰ νὰ ἀρχίσεις πάλι καὶ πάλι, καὶ Χάριτι Χριστοῦ θὰ κερδίσεις ὁπωσδήποτε.
Εἶσθε κοινωνικὸς ἄνθρωπος καὶ σὲ δύσκολους καὶ ἀνθυγιεινοὺς καιροὺς καὶ δὲν μπορεῖτε νὰ ζεῖτε μὲ μοναστικὰ προγράμματα ποὺ καὶ οἱ ἴδιοι οἱ μοναχοὶ σήμερα δὲν μποροῦν νὰ φυλάξουν.
Μὲ πολλὲς εὐχὲς καὶ στοργὴ ἐν Χριστῷ
Ταπεινὸς Γ. Ἰωσὴφ μ.

Γέρων Ἰωσὴφ Βατοπαιδινὸς

Παρασκευή 21 Ιουλίου 2017


Ἡ μέθοδος θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου
Οἱ παρατηρήσεις τῆς ψυχολογίας γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἀξιόλογες, διότι περιγράφουν ὅτι πέρα απὸ τὴν λογικὴ ὑπάρχει καὶ κάτι ἄλλο βαθύτερο. Ὅμως, οἱ ψυχολογικὲς ἀναλύσεις εἶναι παιδικὲς σὲ σχέση μὲ τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Καίτοι οἱ παρατηρήσεις τῆς ψυχολογίας εἶναι ἀξιόλογες, ἐν τούτοις ἡ μέθοδος θεραπείας ποὺ προσφέρει εἶναι πολὺ ἄσχημη. Ἡ ψυχανάλυση δὲν θεραπεύει τὸν ἄνθρωπο, μᾶλλον τὸν συγχύζει περισσότερο.
***
Πρέπει νὰ κάνουμε διάκριση μεταξὺ νευρολογίας καὶ ψυχολογίας. Οἱ νευρολόγοι προσφέρουν πολλὰ στὴν ὑγεία τοῦ σώματος, διότι δίνουν μερικὰ φάρμακα καὶ ἰσορροποῦν κοινωνικὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἀλλὰ καὶ αυτοὶ δὲν θεραπεύουν, ἁπλῶς κατευνάζουν τὴν ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν θεραπεία τῶν λογισμῶν. Ἀπὸ τὴν θεραπεία τῶν λογισμῶν γίνεται ἡ ἀλλαγὴ τοῦ σώματος. Ἔτσι, ναὶ μὲν οἱ νευρολόγοι μὲ τὰ φάρμακα ἰσορροποῦν τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ δὲν τὸν θεραπεύουν.
***
Τόσα χρόνια στὸ Μοναστήρι μας ἐδῶ στὴν Ἀγγλία δὲν συνάντησα κάποιον ποὺ νὰ θεραπεύθηκε μὲ τὴν ψυχανάλυση, καίτοι εἶναι ἀνεπτυγμένη στις δυτικὲς κοινωνίες. Ὅμως, πρέπει νὰ εἴμαστε δίκαιοι, ὅτι δηλαδὴ οἱ νευρολόγοι -ἰατροί, ποὺ δίνουν φάρμακα στοὺς ἀσθενεῖς, εἶναι πιὸ ταπεινοὶ ἀπὸ τοὺς ψυχαναλυτὲς καὶ βοηθοῦν τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἰσορροπήσουν κοινωνικά. Ἐπίσης, βοηθοῦν καὶ τοὺς ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ὑπάρχουν προβλήματα νευρολογικῆς φύσεως, ἀπὸ διαφόρους λόγους.
***

Τὸ πνευματικὸ πρόβλημα, δηλαδὴ ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό, ἔχει συνέπειες καὶ στὸ σῶμα. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου εὔκολα προσανατολίζεται πρὸς τὴν νέα κατεύθυνση μὲ τὴν μετάνοια, τὸ σῶμα ὅμως, ὅταν ἔχη βλαφθῆ, ἀργεῖ νὰ συντονισθῆ στὴν νέα κατάσταση. Ἐδῶ ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ: «τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σὰρξ ἀσθενής». Σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση, τὸ σῶμα, ποὺ ἔχει ταλαιπωρηθῆ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, μπορεῖ νὰ βοηθηθῆ μὲ τὰ φάρμακα, ἀλλὰ ἡ τελικὴ θεραπεία θὰ προέλθη ἀπὸ τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς, μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ.
***
Δυστυχῶς, αὐτοὶ ποὺ συγχέουν τὴν πνευματικὴ ζωὴ μὲ τὴν ψυχανάλυση ἔχουν θέσεις μέσα στὴν κοινωνία καὶ ἡ γνώμη τους ἀκούγεται περισσότερο.
***
Στὸν ψυχολογικὰ ἄρρωστο ἄνθρωπο δὲν ἀσθενεῖ ἀπλῶς τὸ λεγόμενο ὑποσυνείδητο, ἀλλὰ ὁ νοῦς, ποὺ εἶναι ὁ ὀφθαλμὸς τῆς ψυχῆς.
***
Ὅταν ἀκολουθοῦμε τὴν πνευματικὴ ζωή, δὲν μᾶς χρειάζεται ἡ ψυχανάλυση. Σὲ κληρονομικὰ προβλήματα βοηθᾶ ἡ νευρολογία.
***
Ἡ ψυχολογία τῶν ψυχιάτρων ἔχει μιὰ ἄλλη αἴσθηση, σαφῶς διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία, δηλαδὴ ἡ ἀνθρωπολογία τους εἶναι διαφορετική.
***
Οἱ ψυχολόγοι ἐρευνοῦν τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν ἄνθρωπο, δηλαδὴ μὲ ἀνθρώπινες δυνατότητες. Ἀλλὰ ἔτσι οἱ ἄνθρωποι, βλέποντας τὴν ἐσωτερική τους ἀκαθαρσία, ἀπελπίζονται. Ἀντίθετα, ὅταν βλέπουμε τὴν ἐσωτερική μας ἀκαθαρσία μέσα στὸ πνεῦμα τῆς κατανύξεως εἶναι διαφορετικά, γιατὶ δημιουργεῖται προσευχὴ μὲ ἐλπίδα στὸν Χριστό.
***
Ὑπάρχει διαφορὰ μεταξὺ ψυχολογίας καὶ ἐν Χριστῷ ζωῆς. Η ψυχολογία ἐπιδιώκει νὰ ἀπαλλάξη τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ συμπλέγματα ἐνοχῆς, ἐνῶ στὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ βιώνουμε τὴν ὀδύνη, τὸν πόνο λόγῳ τῆς ἀπομακρύνσεως απὸ τὸν Θεὸ καὶ δὲν σταματοῦμε τὴν μετάνοια ἕως ὅτου μεταμορφωθῆ αὐτὴ ἡ ὀδύνη.
***
Λυπᾶμαι γιὰ τοὺς Πνευματικοὺς Πατέρες ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι δὲν ἀρκεῖ ἡ πνευματικὴ ζωή, ἀλλὰ χρειάζεται καὶ ἡ ψυχολογία.
***
Ἡ διαφορὰ μεταξὺ ψυχολογικοῦ καὶ πνευματικοῦ γεγονότος εἶναι διαφορὰ μεταξὺ ἀνθρωπίνου καὶ θείου. Τὰ πάντα στὴν πνευματικὴ ζωὴ εἶναι καρπὸς ἀνθρωπίνης συνεργείας καὶ θείας Χάριτος.
Γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ

Πέμπτη 20 Ιουλίου 2017


Ἀπόκρισις περὶ ἀναξίων ἀρχόντων
Ἐρώτησις: Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι οἱ ἐξουσίες τοῦ κόσμου ἔχουν ταχθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό. Πρέπει λοιπὸν νὰ δεχθοῦμε ὅτι κάθε ἄρχοντας ἤ βασιλεὺς ἤ ἐπίσκοπος προχειρίζεται στὸ ἀξίωμα αὐτὸ ἀπὸ τὸν Θεό;
Ἀπόκρισις: Ὁ Θεὸς λέει στὸν Νόμο: «Θὰ σᾶς δώσω ἄρχοντας σύμφωνα μὲ τὶς καρδιές σας». Εἶναι λοιπὸν φανερὸ ὅτι οἱ μὲν ἄρχοντες καὶ οἱ βασιλεῖς ποὺ εἶναι ἄξιοι αὐτῆς τῆς τιμῆς προχειρίζονται στὸ ἀξίωμα αὐτὸ ἀπὸ τὸν Θεό. Οἱ ἄλλοι πάλι ποὺ εἶναι ἀνάξιοι προχειρίζονται κατὰ παραχώρησιν ἤ καὶ κατὰ βούλησιν τοῦ Θεοῦ σὲ ἀνάξιο λαὸ ἐξ αἰτίας αὐτῆς ἀκριβῶς τῆς ἀναξιότητός των. Καὶ ἄκουσε σχετικὰ μερικὲς διηγήσεις.
Ὅταν εἶχε γίνει βασιλεὺς ὁ Φωκᾶς ὁ τύραννος καὶ ἄρχισε ἐκεῖνες τὶς αἱματοχυσίες μὲ τὸν Βονόσο τὸν δήμιο, ὑπῆρχε κάποιος μοναχὸς στὴν Κωνσταντινούπολι, ἅγιος ἄνθρωπος, ποὺ ἔχοντας πολλὴ παρρησία πρὸς τὸν Θεό, σὰν νὰ δικαζόταν μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἔλεγε μὲ ἁπλότητα: «Κύριε, γιατί ἔκανες τέτοιον βασιλέα;» Καὶ τότε, ἀφοῦ τὸ ἔλεγε αὐτὸ γιὰ ἀρκετὲς ἡμέρες, τοῦ ἦλθε φωνὴ ἐκ Θεοῦ ποὺ ἔλεγε: «Διότι δὲν βρῆκα ἄλλον χειρότερο».
Ὑπῆρχε καὶ κάποια ἄλλη πόλις στὴν περιοχὴ τῆς Θηβαΐδος ποὺ ἦταν γεμάτη παρανομία, τῆς ὁποίας οἱ πολίτες διέπρατταν πολλὰ μιαρὰ καὶ ἄτοπα πράγματα. Σ' αὐτὴν λοιπὸν κάποιος ἄνθρωπος τοῦ ἱπποδρόμου διεφθαρμένος στὸ ἔπακρον ἀπέκτησε ξαφνικὰ κάποια ψευδοκατάνυξι καὶ πῆγε καὶ ἐκάρη μοναχὸς καὶ ντύθηκε τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Ἀλλ' ὅμως καθόλου δὲν σταμάτησε τὶς πονηρὲς πράξεις του. Συνέβη λοιπὸν νὰ πεθάνη ὁ ἐπίσκοπος τῆς πόλεως αὐτῆς. Τότε παρουσιάσθηκε σὲ κάποιον ἅγιο ἄνθρωπο ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ λέει: «Πήγαινε καὶ προετοίμασε τὴν πόλι, γιὰ νὰ χειροτονήσουν ἐπίσκοπο τὸν πρώην ἄνθρωπο τοῦ ἱπποδρόμου». Πῆγε λοιπὸν αὐτὸς καὶ ἔκανε ὅ,τι τοῦ παρηγγέλθη. Ἀφοῦ λοιπὸν χειροτονήθηκε ὁ προαναφερθεὶς πρώην ἤ μᾶλλον ἔτι φαυλόβιος, ἄρχισε μὲ τὸν νοῦ του νὰ φαντάζεται ὅτι κάτι εἶναι καὶ νὰ ὑψηλοφρονῆ. Τότε τοῦ παρουσιάσθηκε ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ λέει: «Γιατί ὑψηλοφρονεῖς, ἄθλιε; Σοῦ λέω ἀλήθεια ὅτι δὲν ἔγινες ἐπίσκοπος, ἐπειδὴ ἤσουν ἄξιος γιὰ ἱερωσύνη, ἀλλὰ γιατὶ αὐτῆς τῆς πόλεως τέτοιος ἐπίσκοπος τῆς ἄξιζε».
Γι' αὐτὸ λοιπόν, ἄν ποτὲ δῆς κάποιον ἀνάξιο καὶ πονηρὸ βασιλέα ἤ ἄρχοντα ἤ ἐπίσκοπο, μὴν ἀπορήσης, μήτε νὰ κατηγορήσης τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ μᾶλλον μάθε ἀπ' αὐτὸ καὶ πίστευε ὅτι παραδιδόμεθα σὲ τέτοιους τυράννους ἐξ αἰτίας τῶν ἀνομιῶν μας, κι ὅμως πάλι δὲν ἀφήνουμε τὰ κακά μας ἔργα.

Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης

Τρίτη 18 Ιουλίου 2017


Εἰς τὸν θάνατον Ἀλέξη Λεβιδιώτη
Τρεῖς περδικοῦλες κάθουνται στόν Νούδημο στή βρύση.
Ἡ μιά τηράει τό Σταχτερό, ἡ ἄλλ’ τό μοναστῆρι
κι ἡ τρίτη ἡ καλύτερη μοιρολογᾶ καί κρένει: 
Πολλή τουρκιά μᾶς πλάκωσε στοῦ Λεβιδιοῦ τόν κάμπο.
Ἦρθαν ἐπάνου στή Βοπρειά, στή Βρύση, τόν Νενίνο.
Πήρανε σκλάβους περισσούς, γυναῖκες μέ τούς ἄντρες.
Πήρανε στάνες πρόβατα καί βρικολιά γελάδια.
Κι’ Ἀλέξης ὁπού τ' ἄκουσε πολύ τοῦ βαρυφάνη
καί τοῦ σεΐζη μίλησε καί τοῦ τσαούζη λέει:
Σεΐζη σέλωσ’ τ' ἄλογο καί βάλ’ του και τό γκέμι.
Καί σύ τζαούση Νικολό μάζω τά παληκάρια
γλήγορα γιά νά πιάσουμε στή Βρύση, στόν Νενίνο.
Μᾶς ἦρθαν Τοῦρκοι περισσοί πεζούρα καί καβάλα.
Μᾶς σκλάβωσαν τ’ ἀδέρφια μας, πῆραν τά πράμματά μας.
Καί τότε ξεκινήσανε ν’ ἀπό τό μοναστῆρι
καί βιαστικά κατέβηκαν στοῦ Λεβιδιοῦ τόν κάμπο
καί καταπιάστ’ ὁ πόλεμος μές στοῦ Βλαντᾶ ‘πού κάτου.
Πολλά γιουρούσια κάμανε ν’ οἱ Τοῦρκοι στούς Ρωμαίους
καί βάσταξαν τόν πόλεμον ὡς τό μεσημεράκι.
Κι’ Ἀλέξης μ’ ἄλλους δεκοχτώ χωρίζει ἀπ’τούς ἄλλους.
Τραβάει πέρ’ ἀπ’ τήν Μπαλιά ὅλο τό καταράχι
γιά νά τούς πιάσει ἀπό μπροστά ποὔταν στενός ὁ τόπος.
Μπροστά καρτέρι τοὔχανε στῆς Κώσταινας τή λάκκα
Ἀσκέρι ταχτικού στρατοῦ ὅλο στραβαραπάδες
καί τά ταμποῦρλα βάρεσαν. Στή μέση τούς ἐβάλαν.
Πολλά ντουφέκια τοὔριξαν κ’ ἐννιά τόν ἐβαρέσαν.
Καί λαβωμένος πού ἤτανε τἄρματα δέν τά ρίχνει
παρά σκοτώνει ἀλύπητα ὥσπου τόνε σκοτῶσαν.

Δευτέρα 17 Ιουλίου 2017


Αἱ Ἀθῆναι ὡς Ἀνατολικὴ πόλις
Πέραν τῆς συνοικίας τοῦ Ἁγίου Φιλίππου εἶναι ἡ Παναγία ἡ Βλασαροῦ, οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, καὶ ἀνατολικώτερον, ἄνωθεν τῆς Πύλης τῆς Ἀγορᾶς, τὸ Ριζόκαστρο. Ἡ συνοικία αὕτη μοῦ εἶναι γνωστὴ καὶ προσφιλής. Ἐνθυμοῦμαι μίαν παλαιὰν οἰκίαν, μὲ μεγάλην αὐλήν, μὲ ἔξοχον μεγαλοπρεπῆ θέαν πρὸς τὸν Ἐλαιῶνα, τὴν Πεντέλην καὶ τὸν Πάρνηθα.
Ἐκεῖ ἤκουα, τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, τακτικὰ πᾶσαν νύκτα κιθάραν καὶ ᾆσμα καὶ μανδολῖνον. Ἡ πατινάδα ἤρχετο κάθε βράδυ, περὶ τὴν ὥραν τοῦ μεσονυκτίου, καὶ ἔστεκε μισὴν ὥραν ἔξω τῆς αὐλῆς, σιμὰ εἰς τὴν βρύσιν, κάτωθεν τοῦ παραθύρου μὲ τὸ σιδηροῦν κιγκλίδωμα, καὶ ἔψαλλε ρωμαντικὰ τραγούδια. Ἐπάνω εἰς τὸ παραθυράκι, αἱ γάστραι μὲ τὰ βασιλικά, μὲ τοὺς μενεξέδες, καὶ μὲ πολλῶν λογιῶν φραγκολούλουδα, τῶν ὁποίων δὲν ἠξεύρω τὰ ὀνόματα, ἐφαίνοντο ὅτι ἐσείοντο ἴσως ἀπὸ τὴν νυκτερινὴν αὔραν, ὁποὺ ἔπνεεν εἰς τὸ ὕψωμα ἐκεῖνο.
Δὲν ἦσαν αἱ γάστραι ὁποὺ ἐσείοντο, ἦσαν δύο ὡραῖαι ξανθαί, κασταναὶ κεφαλαί, μὲ ἀναδεδεμένας τὰς κόμας, μὲ ἡδυπαθεῖς τακεροὺς ὀφθαλμούς. Δὲν ἠδύναντο νὰ κοιμηθῶσιν ἐνωρίς, καὶ εἶχον τὴν περιέργειαν νὰ ἐξέρχωνται διὰ ν᾿ ἀκούσωσι τὴν πατινάδαν. Ἤκουες μειλιχίους ψιθυρισμοὺς ν᾿ ἀναμειγνύωνται μὲ τὴν νυκτερινὴν αὔραν, καὶ ὅλα αὐτά, ἡ μελῳδία τῶν ᾀσμάτων, τῆς κιθάρας οἱ φθόγγοι, τὸ φύσημα τῆς αὔρας, οἱ ψιθυρισμοὶ εἰς τὸ σκότος, καὶ τῶν ἀνθέων τὸ ἄρωμα, ἀπετέλουν κρᾶμά τι ἡδυπαθές, ἀπερίγραπτον, ἄρρητον, τὸ ὁποῖον μόνον ἡ τουρκικὴ λέξις γκιουζὲλ θὰ ἠδύνατο κατὰ προσέγγισιν νὰ ἐκφράσῃ.
Ὁ κόσμος καὶ τὸ ᾆσμα καὶ ἡ ἀπόλαυσις αὐτὴ μὲ ἀπεκοίμιζον ὡραῖα, κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν χρόνον. Ἔκτοτε εὐτυχίαν λογίζομαι ν᾿ ἀκούω μουσικὴν καὶ ᾆσμα κατὰ τὰς ὥρας τοῦ ὕπνου ἢ τῆς ἀυπνίας. Δὲν ἦτο ἀδικαιολόγητον τὸ παράπονον τὸ ὁποῖον ἤκουσα τελευταῖον παρά τινος τάξεως πολιτῶν κατὰ τοῦ ἀστυνόμου των, ὅτι ἤθελε νὰ ἐμποδίσῃ τὰ βιολιὰ καὶ τὰ τραγούδια, κατὰ τὰς ἑσπέρας τῶν Κυριακῶν καὶ ἑορτῶν, καὶ μάλιστα καθ᾿ ὃν χρόνον εἶχον μορφωθῆ καλοὶ τραγουδισταὶ καὶ ὀργανοπαῖκται μεταξὺ τῆς νεολαίας. Διὰ τοὺς δευτέρους ἦτο καὶ ὑλικὴ ζημία. Ἦτο διωγμὸς καθ᾿ ἑνὸς κλάδου τῆς βιομηχανίας.
Δὲν ἄφηναν τοὺς καλοὺς νέους ἐλευθέρους νὰ διασκεδάζουν τὸν ἑαυτόν τους καὶ τοὺς ἄλλους; Δὲν διασκεδάζουν δωρεὰν καὶ οἱ ἴδιοι; Θὰ εἴπῃ τις ὅτι ἐκήδοντο τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς τάξεως. Ἀλλὰ τότε ἔπρεπε ν᾿ ἀπαγορεύουν τὸν οἶνον καὶ ὄχι τὰ βιολιά. Ὅπου βιολιά, δὲν γίνονται συνήθως καυγάδες. Ὁ θόρυβος τῆς μουσικῆς ἐμποδίζει τοὺς ἀνθρώπους νὰ λογομαχήσουν. Ἡ ἡδύτης τῆς μελῳδίας, καὶ ἀφοῦ σιγήσουν ἀκόμη τὰ ὄργανα, ἀπελαύνει τὰ ἐχθρικὰ αἰσθήματα.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Κυριακή 16 Ιουλίου 2017

Ἡγεμὼν ἐκ Δυτικῆς Λιβύης
Ἄρεσε γενικῶς στὴν Ἀλεξάνδρεια,
τὲς δέκα μέρες ποὺ διέμεινεν αὐτοῦ,
ὁ ἡγεμὼν ἐκ Δυτικῆς Λιβύης
Ἀριστομένης, υἱὸς τοῦ Μενελάου.
Ὡς τ᾿ ὄνομά του, κ᾿ ἡ περιβολὴ κοσμίως ἑλληνική.
Δέχονταν εὐχαρίστως τὲς τιμές, ἀλλὰ
δὲν τὲς ἐπιζητοῦσεν· ἦταν μετριόφρων.
Ἀγόραζε βιβλία ἑλληνικά,
ἰδίως ἱστορικὰ καὶ φιλοσοφικά.
Πρὸ πάντων δὲ ἄνθρωπος λιγομίλητος.
Θἆταν βαθὺς στὲς σκέψεις, διεδίδετο,
κ᾿ οἱ τέτοιοι τό ᾿χουν φυσικὸ νὰ μὴ μιλοῦν πολλά.

Μήτε βαθὺς στὲς σκέψεις ἦταν, μήτε τίποτε.
Ἕνας τυχαῖος, ἀστεῖος ἄνθρωπος.
Πῆρε ὄνομα ἑλληνικό, ντύθηκε σὰν τοὺς Ἕλληνας,
ἔμαθ᾿ ἐπάνω-κάτω σὰν τοὺς Ἕλληνας νὰ φέρεται·
κ᾿ ἔτρεμεν ἡ ψυχή του μὴ τυχὸν
χαλάσει τὴν καλούτσικην ἐντύπωσι
μιλῶντας μὲ βαρβαρισμοὺς δεινοὺς τὰ ἑλληνικά,
κ᾿ οἱ Ἀλεξανδρινοὶ τὸν πάρουν στὸ ψιλό,
ὡς εἶναι τὸ συνήθειό τους, οἱ ἀπαίσιοι.

Γι᾿ αὐτὸ καὶ περιορίζονταν σὲ λίγες λέξεις,
προσέχοντας μὲ δέος τὲς κλίσεις καὶ τὴν προφορά·
κ᾿ ἔπληττεν οὐκ ὀλίγον ἔχοντας
κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.

Κωνσταντῖνος Καβάφης