Πέμπτη 30 Ιουνίου 2022

 


Ἀνάμεσα Σύρο καὶ Τζιὰ

Ἀνάμεσα Σύρο καὶ Τζιὰ
μικρὴ φυτρώνει νεραντζιὰ
ἡ μικρή μου ἡ κοπελιὰ

Πόχει τὶς ρίζες στὸ βυθὸ
καὶ τὰ κλαδιὰ στὸν οὐρανὸ
τὸ κορίτσι ποὺ ἀγαπῶ

Πλάσμα δὲν εἶναι ἀνθρωπινὸ
δὲν εἶναι μήτε ξωτικὸ
τὸ κορίτσι ποὺ ἀγαπῶ

Μά ᾿χει τὸν ἥλιο φορεσιὰ
τὰ κύματα περπατηξιὰ
ἡ μικρή μου ἡ Παναγιὰ

Χάιντε νύφη τῆς θαλάσσης
τί φαμίλιες θὰ χαλάσεις

Νύφη μέσα στὰ μπουγάζια
μὲ τὰ πέπλα τὰ γαλάζια

Ἄνεμος νὰ μὴ σὲ πιάσει
λούλουδο μὴ σοῦ χαλάσει

Κι ἄν γενεῖ ποτὲ τὸ θάμα
κι ἀγαπήσεις κάνω τάμα

Νὰ σοῦ στείλω μιὰ μπρατσέρα
μὲ τὸν Πολικὸν Ἀστέρα.

Ὀδυσσέας Ἐλύτης

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2022

 


Δίχως ἐσέ

Δίχως ἐσὲ δὲν θἄβρισκαν
νερὸ τὰ περιστέρια
δίχως ἐσὲ δὲ θἄναβε
τὸ φῶς ὁ Θεὸς στὶς βρύσες του

Μηλιὰ σπέρνει στὸν ἄνεμο
τ᾿ ἄνθη της, στὴν ποδιά σου
φέρνεις νερὸ ἀπ᾿ τὸν οὐρανό,
φῶτα σταχυῶν κι ἀπάνω σου
φεγγάρι ἀπὸ σπουργῖτες.

Νικηφόρος Βρεττᾶκος

Τρίτη 28 Ιουνίου 2022

 


Ὁ πατὴρ Πορφύριος, ὁ Γέροντας τῆς Πεντέλης (β)

Οἱ συζητήσεις ὅμως μέ τόν π. Πορφύριο ἄγγιζαν ποικίλα θέματα. Μερικές φορές μάλιστα μᾶς προκαλοῦσε ἔκπληξη τό πλάτος τῶν ἐνδιαφερόντων του. Ἕνα καλοκαιριάτικο ἀπόγευμα βιαζόμαστε νά φύγουμε. Τοῦ εἶπα τόν λόγο: θά πηγαίναμε νά παρακολουθήσουμε μιά συναυλία στό Ἡρώδειο. Τό ἀνέφερα ἔτσι σχεδόν ἐπίτηδες, γιά νά δῶ τίς ἀντιδράσεις του. Ἔμεινα κατάπληκτος ὅταν καί τό μουσουργό ἤξερε καί τόν ἑρμηνευτή καί μοῦ μίλησε μέ πολύ εὔστοχες παρατηρήσεις. Ὁ Παππούλης τῆς Δ΄ Δημοτικοῦ! Ρώτησα ἐπίσης αὐτούς πού πήγαιναν παλαιότερα ἀπό ἐμένα καί ἤξεραν περισσότερες λεπτομέρειες γιά τόν Γέροντα, τί χρειαζόταν ἐκεῖ ἡ κεραία. Κι ἔμαθα ὅτι ὁ Γέροντας κάποτε καταγινότανε μέ τήν κατασκευή κάποιου εἴδους δέκτου μέ γαληνίτη. Τοῦ ἄρεσε ἐκτός ἀπό τήν καλλιέργεια τῆς γῆς –πού ἄλλωστε ἡ μεγάλη ἤδη ἡλικία του καί ἡ εὐαίσθητη ὑγεία του δέν τοῦ ἐπέτρεπαν νά ἀσχολεῖται– νά καταπιάνεται μέ τά τεχνικά.

 Ἀνάφερα κιόλας τήν δικῆς του ἔμπνευσης ξυλόσομπα, πού μᾶς μάζευε τίς χειμωνιάτικες μέρες μετά τήν ἐκκλησία κι ἀρχίζαμε ἀτέρμονες συζητήσεις, περιμένοντας τήν ὥρα νά δεῖ ἕναν-ἕναν ὁ Γέροντας, ἐνῶ ἡ κυρά –Χαρίκλεια (ἡ σημερινή Γερόντισσα Πορφυρία), ἀδελφή τοῦ Γέροντα, μᾶς φρόντιζε μέ καφέ καί κάθε ἄλλο κέρασμα. Μαζευόντουσαν ἐκεῖ ἀδελφωμένοι θεολόγοι, κληρικοί, Ἕλληνες και Σέρβοι, δικαστές, φιλόσοφοι, γιατροί, παιδαγωγοί, καθηγητές, φοιτητές καί εἶχε μιά ζεστασιά ἡ συντροφιά, πού καί νά ἔσβηνε ἡ σόμπα δέν θα τό νιώθαμε.

Συχνά ρωτούσαμε τόν Γέροντα γιά ἀποφάσεις κι ἐπιλογές στή ζωή μας. Εἶχε πάντα μιά ἀπάντηση. Ἄλλοτε ἀναμενόμενη κι ἄλλοτε ἀναπάντεχη. Δέν συνιστοῦσε παραίτηση κι ἀπομάκρυνση ἀπό τίς δραστηριότητες. Κάθε ἄλλο. Ἐπέμενε ὅμως στόν ἁπλό τρόπο ζωῆς στήν ἐξοχή. Ἕνα περίπατο στό βουνό τό θεωροῦσε σπουδαία ψυχαγωγία.

Ὁ ἀείμνηστος Παναγιώτης Νέλλας τόν ρωτοῦσε συχνά γιά τήν «Σύναξη» κι ἔπαιρνε τή σωστή ἀπάντηση.

Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ π. Πορφύριος εἶχε διορατικό καί προορατικό χάρισμα. Πολλοί πήγαιναν νά ἐξομολογηθοῦν καί τούς ἀποκάλυπτε τίς πράξεις τους. Ὅμως τό χάρισμα αὐτό τό χρησιμοποιοῦσε μέ μεγάλη διάκριση καί γιά λόγους ποιμαντικούς.Ὅταν ἦταν ἀναγκαῖο. Σπάνια, ὅταν ἦταν σέ πολύ καλή διάθεση καί ἔκανε τούς μακρούς περιπάτους του γιά νά ξεκουραστεῖ λίγο, ρωτοῦσε μέ ἐκεῖνο τό καλοκάγαθο χαμόγελό του γιά τήν πατρίδα κάποιου τῆς συντροφιᾶς. Κι ἐνῶ δέν εἶχε πάει ὁ ἴδιος διέκοπτε καί συνέχιζε τήν περιγραφή.

Αὐτό τό χάρισμα ὅμως τοῦ προκαλοῦσε καί πολλές στεναχώριες. Πολλοί τό παραξήλωναν καί πήγαιναν σ’ αύτόν χωρίς μετάνοια καί πίστη στόν Θεό, ἁπλᾶ καί μόνο ἀπό περιέργεια ἤ γιά νά πληροφορηθοῦν τά μέλλοντα. Ὁ Γέροντας φυσικά τηροῦσε τήν ἀνάλογη στάση. Κάποτε ὅμως κι ἄνθρωποι πού ξεκινοῦσαν ἀπό τέτοιες «πονηρές» προθέσεις, ἔβρισκαν στό Γέροντα τήν πίστη καί τή σωτηρία τους. Ἄλλος πάλι πειρασμός ἦταν κάποιοι αἱρετικοί ἤ καί πλανεμένοι (γλωσσολαλίες κλπ.) Ὁ Γέροντας ἦταν κατηγορηματικός κι ἀνένδοτος σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις καί διεχώριζε ἀπερίφραστα τή θέση του, στηλιτεύοντας τήν πλάνη τους καί καταδικάζοντας τήν αἵρεση. Γιατί ὁ ἴδιος τόνιζε πάντα μόνη σωτήρια ὁδό τήν Ἐκκλησία καί ὄχι κάποιες «προσωπικές» ἤ ἄλλου ἀνάλογου εἴδους «κινήσεις» .

Ὁ π. Πορφύριος πρόσφερε τό λόγο τῆς σωτηρίας καί ἔδινε τήν ἀνάπαυση στίς ψυχές ὅλων ἁπλά, χωρίς προκαθορισμένο πρόγραμμα, ὁμιλίες, «ἐκδηλώσεις» κτλ. Καθισμένος στά βράχια ἤ κατάχαμα, μᾶς ἀποκάλυπτε μυστήρια κι ἀλήθειες. Μιλώντας γιά τή μεγάλη σημασία πού ἔχουν οἱ μετάνοιες καί δείχνοντάς μας τό σωστό τρόπο μέ τόν ὁποῖο πρέπει νά γίνεται ἡ «μετάνοια», μᾶς ἑρμήνευε τή σημασία τῆς μετοχῆς τοῦ σώματος στήν προσευχή καί τήν ἑνότητα τῆς ψυχοσωματικῆς ὑπόστασης τοῦ ἀνθρώπου.

Μά ἐκεῖνο πού φυσικά τόν ἔκανε νά λάμπει μέ παιδιάστικη χαρά ἦταν νά μιλάει γιά τήν νοερά προσευχή. Μέ τήν καθαρή, λίγο ἀδύναμη, φωνή του καί μέ μιά χαριτωμένη χειρονομία ὑπογραμμίζοντας ἔλεγε ἀργά μιά-μιά τίς λέξεις: «Κύριε, ἡμῶν, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον με». Καί πρόσθεσε κάποτε σέ μιά τέτοια συζήτηση: «Ἐμένα μοῦ ἔδωσε τή χάρη ὁ Θεός ν’ ἀσχοληθῶ πολύ μέ αὐτή τήν ἐργασία». «Ἐργασία» ὀνόμαζε τήν ἄσκησή του στήν καρδιακή προσευχή. «Αὐτή ἡ ἐργασία εἶναι πολύ χρήσιμη γιά ὅλους τούς πιστούς. Καθαρίζει τήν ψυχή καί κρατάει τό νοῦ». Στίς περισσότερες συζητήσεις κάτι θά ἔλεγε γιά τήν εὐχή. Ἀργότερα, ὅταν εἶχε πρόχειρα ἐγκαταβιώσει στό Μήλεσι τοῦ Ὠρωποῦ (πρίν ἀκόμη ἀνεγερθοῦν τό κτίρια τοῦ Ἡσυχαστηρίου) ὀνειρευότανε τή δημιουργία ἑνός χώρου κατάλληλου πού θά ἀφιερωνότανε στήν «ἐργασία αὐτή».

Τό σπουδαιότερο ὅμως ἔργο ἐτελεσιουργεῖτο μέσα στόν ἄδυτο χῶρο τῆς ψυχῆς τοῦ καθενός. Κι αὐτό μένει ἑρμητικά κλεισμένο, γνωστό μόνο στό Θεό καί σ’ αὐτούς πού δέχονται τήν εὐεργετική αὔρα τῆς Θείας ἐνεργείας. Ἔτσι αὐτά δέν λέγονται καί δέν γράφονται. Ὅμως καί οἱ ἄλλοι βλέπουν κάποτε συγκλονιστικές ἀλλαγές σέ ἀνθρώπους πού μοιάζουν νά ἔχουν φτάσει στό βάθος τῆς ἀβύσσου, νά μεταβάλλονται τώρα σέ τέκνα φωτός.

Τά τελευταῖα χρόνια ἦταν τίς περισσότερες ὧρες στό κρεββάτι. Ἄλλωστε ὅλη τή ζωή του ἦταν φιλάσθενος καί ἀδύναμος. Αὐτό ὅμως δέν τόν ἐμπόδιζε νά πηγαίνει συχνά, συχνότατα στό Ἅγιον Ὄρος καί μάλιστα στό δυσπρόσιτο τόπο τοῦ κελλιοῦ του. Οὔτε τόν ἐμπόδιζε ἀπό τό νά παλεύει συχνά μέ τούς δαίμονες σῶμα μέ σῶμα γιά νά ἐλευθερώσει τίς ψυχές βασανισμένων ἀνθρώπων, πού πρόστρεχαν ζητώντας τή βοήθειά του. Γαλήνιος πάντα, ὅταν δέν μποροῦσε σχεδόν νά μιλήσει, εὐλογοῦσε ἀπό τό κρεββάτι του καί ψιθύριζε πώς μᾶς σκέφτεται καί προσεύχεται γιά μᾶς.

Ὁ π. Πορφύριος τώρα ἔφυγε γιά τόν Οὐρανό περνώντας ἀπ’ τήν Πύλη τοῦ Οὐρανοῦ, τό Ἅγιον Ὄρος. Κι ἀπό κεῖ μᾶς εὐλογεῖ. Κι ἐμεῖς κρατᾶμε στήν καρδιά μας τήν ἱερή ἀνάμνησή του πολύτιμη παρακαταθήκη. Γαληνεύει ἡ ψυχή μας μέ τήν εἰκόνα ἐκείνη τῆς πραότητας καί τῆς εἰρήνης τοῦ κοντόσωμου μέ τό μαῦρο μάλλινο σκοῦφο Γερούλη, πού ὁ Θεός ἐχαρίτωσε στούς ἔσχατους τούτους καιρούς γιά νά στηρίξει τίς ψυχές τῶν συγχρόνων Ὀρθοδόξων.

Νικόλαος Ζίας

Δευτέρα 27 Ιουνίου 2022

 


Ὁ πατὴρ Πορφύριος, ὁ Γέροντας τῆς Πεντέλης (α)

Στό Ὄρος τῶν Ἀμώμων, τήν Πεντέλη, τό πιό ἤρεμο καί φιλικό βουνό τῆς Ἀττικῆς, γνωρίσαμε τό Γέροντα Πορφύριο. Μᾶς πρωτομίλησε γιά τό Γέροντα Ἁγιορείτης ἡγούμενος, ἔμπειρος στήν πνευματική ζωή, ἀλλά καί γνώστης τῶν πολύπτυχων προβλημάτων τῆς σύγχρονης ζωῆς στόν κόσμο. Παρ’ ὅλα ὅμως αὐτά ξεκινήσαμε μέ κάποιες ἐπιφυλάξεις νά συναντήσουμε τό μοναχό αὐτόν στήν Πεντέλη.

Ὁ π. Πορφύριος ζοῦσε σέ προχειροεπισκευασμένα κελλάκια στό Μετόχι τῆς Μονῆς Ἁγίας Τριάδος (Πεντέλης), τόν Ἅγιο Νικόλαο στά Καλλίσια.

Γιά νά φτάσεις ἐκεῖ, πρέπει νά ἀφήσεις τό αὐτοκίνητο σ’ἕνα ξέφωτο κι ἀπό ἐκεῖ νά περπατήσεις κάτι λιγότερο ἀπό μισή ὥρα. Τό μονοπάτι ξεκινάει στό ἴσιωμα. Ἔπειτα στενεύει καί περπατᾶς στό φρύδι σχεδόν τοῦ βράχου. Κυκλάμινα συμπαραστέκονται στόν ὁδοιπόρο. Παραπέρα, ἀφοῦ κατέβεις μιά κατηφόρα καί διαβεῖς μικρό ρυάκι, μπαίνεις σέ σκιερό πευκοδάσος. Ἔπειτα ἀνηφορίζεις πάλι καί ἀφοῦ περάσεις δίπλα ἀπό χαλάσματα, βρίσκεσαι σέ βραχόσπαρτο ξέφωτο, ὅπου ἔχει κτιστεῖ πρίν τριακόσια ἴσως χρόνια τό μοναστηράκι ἀπό τό ὁποῖο σήμερα σώζονται κυρίως ὁ χαριτωμένος μικρός τρουλλωτός ναός τοῦ Ἁγίου Νικολάου.

Βαδίζοντας στό στενό μονοπάτι ξέκοβες σιγά – σιγά ἀπό τήν πολύβουη πόλη τῆς Ἀθήνας τῶν μηχανῶν καί τῶν ρύπων καί χωρίς νά τό καταλαβαίνεις ἔμπαινες σ’ἕναν ἄλλο κόσμο. Τή μέρα ἡ πόλη κάτω ξαπλωνότανε στή θολή της νωχέλεια. Τή νύχτα συχνά λαμπυρίζουν μακρινά τά φῶτα. Στά Καλλίσια ὅμως δέν εἶχε ἠλεκτρικό. Κεριά καί λίγα καντήλια στό ἐκκλησάκι τήν ὥρα τοῦ Ἑσπερινοῦ ἀχνοφωτίζουν τίς ἐξίτηλες μορφές τῶν Ἁγίων καί τίς γυμνές πέτρες. Πετρόλαμπα φώτιζε τά λίγα κελλιά καί τό μικρό «ἀρχονταρίκι» πού τό ζέσταινε τόν χειμώνα αὐτοσχέδια σόμπα γιά καυσόξυλα. Μόνη τεχνολογική παρουσία ἔξω ἀπ’τά κελλιά: τεντωμένο σύρμα γιά κεραία ραδιοφώνου.

Τόν χειμώνα ὁ παπα- Πορφύριος φώλιαζε δίπλα στήν σόμπα. Τό καλοκαίρι περπατοῦσε ἔξω στό μικρό ὑψίπεδο μέ τά βράχια ἤ στά κηπάκια πού καλλιεργοῦσε στά χαμηλότερα ἀπάγγια τῆς Μονῆς. Ὅταν ὁ καιρός ἦταν καλός, ἐξομολογοῦσε στήν ἐκκλησία. Τότες, ὅπως ὅταν πρωτοπήγαμε, περιμέναμε ἔξω στήν αὐλή κάνοντας γνωριμίες μέ ἀνθρώπους πού βλέπαμε γιά πρώτη φορά, ἀλλά γρήγορα νιώθαμε μιά ἀπροσδόκητη φιλία καί τρυφερότητα στήν καρδιά μας. Ἰσως καί σάν συνδετικό στοιχεῖο νά λειτουργοῦσε ἡ ἐσωτερική ἀνάγκη καί κάποιος πόνος, πού μᾶς ὁδηγοῦσε ὅλους στά ὄρη, ὅπου περιμέναμε τή βοήθεια.

Ἡ πρώτη συνάντηση μέ τόν π. Πορφύριο ἦταν πολύ ἤρεμη καί φιλική. Χωρίς καμμία βλοσυρότητα ἤ κατήφεια, πού μποροῦσε νά φανταστεῖ κανείς ἀκούγοντας γιά Γέροντα ἀσκητή. Γαλήνιος καί συγκαταβατικός ἄκουγε αἰχμηρές ἀποκαλύψεις τῶν ἄστατων ψυχῶν, σάν νά ἦταν κοινές καθημερινές κουβέντες. Σάν νά ἦταν πράγματα πού ἤξερε. Μέ τήν πρώτη γνωριμία ὅλες οἱ ἐπιφυλάξεις διαλύθηκαν. Καμμιά ἀπάνθρωπη αὐστηρότητα. Μόνο φιλάδελφη ἀγάπη καί συγχωρητικότητα. Ἀκούει, προσεύχεται συνάμα μέ τό κομποσχοίνι, εὐλογεῖ καί συγχωρεῖ.

«Μεγάλο πρᾶγμα ὁ πνευματικός», θά μᾶς πεῖ ἀργότερα. «Γι’ αὐτό στήν Ὀρθοδοξία δέν ὑπάρχει ἀπελπισία. Δέν ὑπάρχει ἀδιέξοδο. Γιατί ὑπάρχει ὁ πνευματικός, πού ἔχει τή χάρη νά συγχωρεῖ. Νά λευτερώνει τούς προστρέχοντες, ἐναποθέτοντας στό πετραχήλι του τά βάρη τῆς ψυχῆς τους»

Τό ἱλαρό φῶς τῆς δύσης μακρυά στήν Πειραϊκή μαζί μέ τό λόγο τοῦ Γέροντα γαληνεύουν τίς τρικυμισμένες ψυχές.

Στίς πολλές ἀναβάσεις πού ἀκολουθοῦν, δειλινά ἤ πρωϊνά, νύχτες καί μεσημέρια, κάθε φορά πού σφίγγεται ἡ καρδιά καί μοιάζει ὁ ὁρίζοντας κλειστός κι ὁ δρόμος ἀδιέξοδος, κάθε φορά πού παίρνουμε τό μονοπάτι μέ τίς αἰχμηρές πέτρες καί τά ἀνοιχτόχρωμα κυκλάμινα, κάθε φορά πού ὁ Παππούλης μᾶς περιμένει καί μᾶς ὑποδέχεται, γιά νά ξεφορτώσει τά βάρη ἀπό τίς καρδιές.

Ἕνα ἀπογευματινό ἀνοιξιάτικο τόν βρίσκουμε νά φροντίζει τίς φράουλες ξαπλωμένος σχεδόν στή γῆ. Διαλέγει φράουλες καί μᾶς προσφέρει νά γευτοῦμε τούς καρπούς τῆς γῆς. Καί κεῖ κουβεντιάζουμε. Χωρίς πολλές συμβουλές καί ἠθικολογίες τέμνει βαθειά τήν ψυχή καί ρίχνει τό βάλσαμο τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Ἀκτινοβολεῖ τέτοιες ὧρες καί λάμπει καί χαίρεται σάν παιδί. Μᾶς μιλάει ἀσταμάτητα γιά τήν εὐχή. Γιά τή νοερά προσευχή. Ἄλλοτε μᾶς λέει καί μᾶς ἐξηγεῖ τή σημασία τῆς εὐλογίας ἀπό τόν ἱερέα γιά τό χειροφίλημα. «Τό χέρι τοῦ ἱερέα!» λέει μέ θαυμασμό καί ἔκσταση. «Τί σπουδαῖο πρᾶγμα, ἔ! Τί μυστήριο!». Μιλάει ἁπλά καί ταπεινά τονίζοντας κι ἐπαναλαμβάνοντας πώς ξέρει πολύ λίγα γράμματα: «Δ΄ Δημοτικοῦ!».

Κάποια βραδυά εἴχαμε συγκεντρωθεῖ μιά ὁμάδα μαζί μ’ ἕναν Ἁγιορείτη. Νύχτωσε. Ὁ καιρός ἦταν ἀνταριασμένος κι ἀπειλητικός. Ὅμως κοντά στόν Γέροντα καί γιά ὅσους ἀκόμη δέν ἦσαν μαθημένοι στήν σκοτεινή νύχτα τῆς φύσης, δέν ταραζότανε ἡ γαλήνη. Ὁ Γέροντας μιλοῦσε γιά τήν διαφορά τῆς ταπεινοφροσύνης ἀπό τό πλέγμα τῆς κατωτερότητας.

«Ὁ ταπεινός, ἔλεγε, δέν εἶναι μιά προσωπικότητα διαλυμένη. Ἔχει συνείδηση τῆς κατάστασής του ἀλλά δέν ἔχει χάσει τό κέντρο τῆς προσωπικότητάς του. Ξέρει τήν ἁμαρτωλότητά του, τή μικρότητά του καί δέχεται τίς παρατηρήσεις τοῦ πνευματικοῦ του, τῶν ἀδελφῶν του. Λυπᾶται ἀλλά δέν ἀπελπίζεται. Θάβεται, ἀλλά δέν ἐξουθενώνεται καί δέν ὀργίζεται. Ὁ κυριευμένος ἀπό τό πλέγμα κατωτερότητας, ἐξωτερικά καί στήν ἀρχή, μοιάζει μέ τόν ταπεινό. Ἄν ὅμως λίγο τόν θίξεις ἤ τόν συμβουλεύσεις, τότε τό ἀρρωστημένο ἐγώ ἐξανίσταται, ταράζεται, χάνει κι αὐτή τήν λίγη εἰρήνη πού ἔχει. Τό ἴδιο, ἔλεγε, συμβαίνει καί μέ τόν παθολογικά μελαγχολικό σέ σχέση μέ τόν μετανοοῦντα ἁμαρτωλό. «Ὁ μελαγχολικός περιστρέφεται κι ἀσχολεῖται μέ τόν ἑαυτό του καί μόνο. Ὁ ἁμαρτωλός πού μετανοεῖ κι ἐξομολογεῖται βγαίνει ἀπ’ τόν ἑαυτό του. Αὐτό τό μεγάλο ἔχει ἡ πίστη μας, τόν ἐξομολόγο. Τόν πνευματικό. Ἔτσι καί τό ‘πες στό Γέροντα κι ἔλαβες συγχώρεση, μή γυρνᾶς πίσω». Αὐτό τό τόνιζε πολύ. Νά μήν ξαναγυρνᾶ κανείς στά προηγούμενα ἀλλά νά προχωρᾶ. Μεγάλη σημασία ἔδινε ἐπίσης στή νηστεία χωρίς ἀκρότητες καί ὑπερβολές, ἀλλά ὑπογραμμίζοντας τήν καθαρτική της σημασία.

Νικόλαος Ζίας

Κυριακή 26 Ιουνίου 2022

 


Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι μουσική

Χθὲς μιλήσανε στὸν «Παρνασσό». Καὶ τί ὡραῖα πράγματα εἶπαν! Τὰ εἶχε πάρει τὸ ραδιόφωνο. Προσπαθοῦν τώρα νὰ ἐπαναφέρουν τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικά. Ἐγὼ λέω, δὲν μπορεῖ, θὰ τὴ φέρουνε τὴ γλῶσσα πάλι. Ἔτσι ποὺ πᾶμε, τὰ παιδιὰ στὴν ἐκκλησία ἀρχίζουν νὰ μὴν καταλαβαίνουν τὸ Εὐαγγέλιο. Πολὺ ἄσχημο πράγμα.

Ἔμενα κλωτσάει ἡ καρδιά μου. Πρέπει νὰ φωνάξομε τώρα καὶ νὰ τονίσομε ὅτι δὲν πρέπει νὰ ξεχάσομε τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα. Νὰ βλέπατε τί ἔγινε χθὲς τὸ ἀπόγευμα στὸν «Παρνασσό»! Τί ὡραῖα πράγματα! Πολὺ ὡραῖα πράγματα! Πολὺ ἐξαρτᾶται τὸ τί θὰ γίνει ἀπὸ τοὺς καθηγητές. Χωρὶς νὰ δημιουργεῖτε πεῖσμα στοὺς ὑπεναντίους, ἀλλὰ μὲ ἀγάπη Χριστοῦ θὰ λέτε στοὺς μαθητές σας γιὰ τὰ ἑλληνικά. Δὲν πρέπει τὰ παιδιὰ νὰ τὰ γνωρίζουν; Θὰ σοῦ ποῦν οἱ συνάδελφοι: «Δὲν τὰ γράφει τὸ βιβλίο». «Ἔ, δὲν τὰ γράφει τὸ βιβλίο, ἀλλὰ παρεμπιπτόντως μὲ ρώτησαν τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς μίλησα». Καταλάβατε; Ἢ δὲν εἶναι ἔτσι;

Νὰ πᾶτε σήμερα ν’ ἀγοράσετε ἕνα βιβλίο ποὺ ἔγραψε ἕνας καθηγητής. Εἶναι σχολικὸ μὲ ἀρχαῖα ἑλληνικά. Νὰ μοῦ διαβάζετε κι ἐμένα. Μεγάλα συγχαρητήρια ἀνήκουν στὸν καθηγητὴ γιὰ τὴν προσπάθεια ποὺ ἔκανε νὰ διατηρήσει τὴ γλῶσσα τῶν Εὐαγγελίων καὶ τῶν Πατέρων, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ σοφία ποὺ μεταχειρίστηκε. Δηλαδὴ δὲν ἔκανε κανένα συλλαλητήριο, γιὰ νὰ διεγείρει τοὺς ὁμοϊδεάτες του ποὺ ἀγαποῦν τὴ γλῶσσα. Δὲν τοὺς παρακίνησε νὰ βγοῦν στὸ πεζοδρόμιο καὶ νὰ φωνάζουν: «Θέλομε τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα!». Δὲν ἔκανε τέτοια πράγματα. Ἀλλὰ ἀναίμακτα, ἁπλά, ἁπαλά, σιωπηλὰ ἀγωνίζεται νὰ κάνει τὰ ἑλληνόπουλα νὰ ἀγαπήσουν τὴ γλῶσσα τῶν προγόνων τους.

Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι μουσική. Καὶ αὐτοὶ ποὺ παλαιὰ ξέρανε καλὰ τὴ γλῶσσα, ὅπως τὰ ἔψαλλαν, ὅπως τὰ ὁμιλοῦσαν, ὅλα τὰ νοήματά τους τῆς ψυχῆς, ὅπως τὰ αἰσθανόντουσαν, τὰ μετέδιδαν ἀκριβῶς μὲ τοὺς τόνους, τὴ βαρεία, τὴν ὀξεία, τὴν περισπωμένη, τὴ δασεία καὶ ξέρω κι ἐγὼ πῶς τὰ λένε… Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἔχει πολύτιμους θησαυρούς, εἶναι ἡ γλῶσσα ποὺ τὴν πλούτισαν οἱ Ἕλληνες Πατέρες τόσο ὡραία καὶ τὴν τόρνευσαν ἔκαναν τὸ κτίσιμό της τόσο τέλεια, σὰν νὰ εἶναι —μία λέξη νὰ πῶ— «ἰσοδομική».

Τί θὰ πεῖ «ἰσοδομική»; Νὰ σᾶς πῶ ἐγώ. Δὲν τὸ ἔχω διαβάσει σὲ λεξικό, ἀλλὰ μόνος μου νὰ σᾶς πῶ πῶς τὸ καταλαβαίνω. Ξέρετε, ἔχομε στὸ μοναστήρι κάτι τσιμεντόλιθους, οἱ ὁποῖοι ὅλοι ἔχουνε βγεῖ ἀπὸ ἕνα καλούπι. Αὐτοὶ οἱ τσιμεντόλιθοι εἶναι ὅλοι ἰσοδομικοί, ταιριάζουνε ὅπου νὰ τοὺς βάλεις. Λοιπόν, παλαιὰ δὲν εἴχανε τσιμέντο νὰ κάνουνε καλούπια, ἀλλὰ παίρνανε τὰ μάρμαρα καὶ τὰ μετρούσανε τὰ ἴδια καὶ τὶς γωνίες τους, τὸ ὕψος, τὸ βάθος, μὲ τὸ χιλιοστό. Τὴν Ἀκρόπολη καὶ πολλὰ μνημεῖα ποὺ εἴχανε κτίσει, ἔτσι τὰ εἴχανε μετρήσει. Δηλαδὴ ταιριάζανε. Ἔτσι, λοιπόν, καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀρχαῖοι συγγραφεῖς, οἱ Πατέρες τοῦ Ἔθνους — μποροῦμε κι ἐκείνους νὰ τοὺς ποῦμε Πατέρες— ξέρανε τόσο καλὰ τὴ γλῶσσα, ὥστε, ὅταν μιλοῦσαν, δὲν μποροῦσαν νὰ ποῦνε μία λέξη ποὺ δὲν ταιρίαζε μὲ τὸ θέμα ποὺ λέγανε. Ἡ λέξη «ἰσοδομικὴ» εἶναι δική μου λέξη, δὲν ξέρω ἂν ὑπάρχει. Κοιτάξτε τώρα στὸ λεξικό. Μὲ συγχωρεῖτε, ἐγὼ αὐτὰ τὰ λέγω ἀπὸ μόνος μου, δὲν τὰ ξέρω, δὲν τὰ ’χω διαβάσει. Ρωτάω ἐσᾶς ποὺ ξέρετε γράμματα.

«Ἰσόδομος»: ὁ ἐκτισμένος κατὰ σειρὰς ἰσομεγεθῶν λίθων ἢ τεχνοτροπία τοῦ κατ` ἴσους δόμους κτισίματος.

— Ἐγὼ αὐτὸ δὲν τὸ ξέρω, ἀλλὰ φαίνεται φώτισις Θεοῦ. Εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπ’ εὐθείας! Στὸ λόγο, ὅμως, καταλαβαίνεις ὅτι ὁ λόγιος ἔχει ταιριαστὲς λέξεις ποὺ λέγει σὲ κάθε ὑπόθεση. Ὅταν δὲν εἶναι ταιριαστὲς οἱ λέξεις, τὶς λέμε «σόλοικες». Τὸ γράψιμό σου, λέμε, εἶναι σόλοικο.

Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι ἰσοδομική. Τὸ ἰσοδομικόν, ὅπως ἐγὼ τὸ καταλαβαίνω, ἔχει σειρά, ὁμαλότητα, γραμμή. Ὅλοι οἱ λίθοι εἶναι βαλμένοι, ὅπως πρέπει. Κανεὶς δὲν ἐξέχει πιὸ ἔξω ἢ πιὸ μέσα ἢ ἔχει κενό. Ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ἰσοδομικὴ γλῶσσα. Πῶ, πῶ, τί ὡραῖα πράγματα!

Θυμάστε τοὺς λόγους τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, στὴν ἀρχαία γλῶσσα; Μοιάζουνε μὲ τοῦ Δημοσθένη καὶ μὲ ὅλων τῶν ρητόρων. Αὐτοὺς τοὺς εἴχανε μελετήσει, τοὺς εἴχανε φάει, τρόπον τινα, οἱ Πατέρες. Ναί, ἀλλὰ ζοῦσαν μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ ἔτσι στὰ ἔργα τους εἶχαν τέλειο περιεχόμενο καὶ τὸ ἐξέφραζαν μὲ τὴν τέλεια γλῶσσα τους. Τοὺς ἀρχαίους τοὺς εἶχαν ξεπεράσει στὴ δομή.

Ἅγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης

Σάββατο 25 Ιουνίου 2022

 


Πάλι ὁ οὐρανός...

Πάλι ὁ οὐρανὸς ἀνοίγει ἐδῶ τὴν πύλη.

Πάλι σηκώνει τὴ σημαία
Ἐμεῖς μπαίνουμε χωρὶς φόβο
Τὰ μάτια τὰ πουλιὰ μαζί μας μπαίνουν
Ἀστράφτει ἡ πολιτεία ἀστράφτει ὁ νοῦς μας
Ἡ φαντασία τοὺς κήπους πλημμυράει
Εἶναι παιδιὰ ποὺ στέκονται στὶς βρύσες
Κορυδαλλοὶ στοὺς ὄρθρους ἀκουμπᾶνε
Στὶς λεμονιὲς ἄγγελοι χορτάτοι
Εἶναι ἀηδόνια ποὺ παντοῦ ξυπνᾶνε
Φλογέρες παίζουν ἔντομα βουίζουν
Εἶναι τραγούδια ἡ στάχτη τῶν νεκρῶν
Καὶ οἱ νεκροὶ κάπου ἀναγεννιοῦνται πάλι
Ὁλοῦθε μᾶς μαζεύει ὁ Θεὸς
Ἔχουμε χέρια καθαρὰ καὶ πᾶμε.

Γιῶργος Σαραντάρης

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2022

 


Εἶναι μεγάλο πράγμα ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό

– Γέροντα, νιώθω μιὰ ἀνασφάλεια, ἔχω ἄγχος.

– Ἀσφαλίσου, βρὲ παιδάκι μου, στὸν Θεό. Μόνον τὴν ἀσφάλεια τοῦ αὐτοκινήτου ξέρεις; Τὴν ἀσφάλεια τοῦ Θεοῦ δὲν τὴν ξέρεις; Κάνε τὸν σταυρό σου καί, πρὶν κάνης ὁτιδήποτε, πές: «Χριστέ μου, Παναγία μου, βοήθησέ με». Ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀσφάλεια ἀπὸ τὴν ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό; Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐμπιστεύεται τὸν ἑαυτό του στὸν Θεό, δέχεται συνέχεια ἀπὸ τὸν Θεὸ βενζίνη «σοῦπερ» καὶ τὸ πνευματικό του ὄχημα δὲν σταματάει ποτέ· τρέχει συνέχεια. Ὅσο μπορεῖς, νὰ προσέχης, νὰ προσεύχεσαι καὶ νὰ ἐμπιστεύεσαι στὸν Θεό, καὶ Ἐκεῖνος θὰ σὲ βοηθήση σὲ κάθε σου δυσκολία. Ἁπλοποίησε τὴν ζωή σου μὲ τὴν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, γιὰ νὰ ἐλευθερωθῆς ἀπὸ τὸ ἄγχος καὶ τὴν ἀγωνία.

– Γέροντα, ὅταν μοῦ λένε νὰ κάνω κάτι, ξεκινῶ πάντα μὲ ἕναν φόβο καὶ ἕναν δισταγμό, καὶ τελικὰ μπορεῖ ἀπὸ τὸν φόβο μου νὰ μὴν τὸ κάνω ὅπως πρέπει.

– Νὰ κάνης τὸν σταυρό σου, καλό μου παιδί, καὶ νὰ τὸ κάνης αὐτὸ ποὺ σοῦ λένε. Ἂν πῆς «Δι᾿ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν», τόσοι Ἅγιοι εἶναι, ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς δὲν θὰ σὲ βοηθήση; Νὰ μὴ χάνης ποτὲ τὴν ἐμπιστοσύνη σου στὸν Θεό. Μὴ σφίγγεσαι μὲ τὴν στενή σου ἀνθρώπινη λογικὴ καὶ βασανίζεσαι καὶ ἐμποδίζεις τὴν θεία βοήθεια. Ἡ ἐμπιστοσύνη τοῦ ἑαυτοῦ σου καὶ τῆς ἐργασίας σου στὸν Θεό, μετὰ ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη συνετὴ ἐνέργειά σου, πολὺ θὰ σὲ βοηθήση, ἀλλὰ θὰ βοηθήση καὶ τοὺς ἄλλους.

Εἶναι μεγάλο πράγμα ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό. Μιὰ φορὰ ἦταν νὰ μοῦ πάρουν αἷμα. Ἦταν τέσσερις γιατρέσσες. Ἔρχεται ἡ πρώτη, μὲ παίδεψε· δὲν μπόρεσε νὰ βρῆ φλέβα. Ἔρχεται ἡ δεύτερη, τὰ ἴδια. Ἔρχεται ἡ τρίτη, ποὺ ἦταν καὶ εἰδικευμένη σὲ αὐτό, τίποτε. Ἐκείνη τὴν ὥρα περνοῦσε καὶ ἡ τέταρτη γιατρέσσα. Εἶδε ποὺ μὲ παίδευαν καὶ ἦρθε νὰ δοκιμάση καὶ αὐτή. Ἔκανε πρῶτα τὸν σταυρό της καὶ ἀμέσως βρῆκε φλέβα, γιατὶ ζήτησε τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄλλες κατὰ κάποιον τρόπο εἶχαν ἐμπιστοσύνη μόνο στὸν ἑαυτό τους.

Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Τρίτη 21 Ιουνίου 2022

 


Οὐκ ἔγνως

Γιὰ τὲς θρησκευτικὲς μας δοξασίες -
ὁ κοῦφος Ἰουλιανὸς εἶπεν «Ἀνέγνων, ἔγνων, κατέγνων».
Τάχατες μᾶς ἐκμηδένισε μὲ τὸ «κατέγνων» του,
ὁ γελοιωδέστατος.

Τέτοιες ξυπνάδες ὅμως πέρασι δὲν ἔχουνε
σ᾿ ἐμᾶς τοὺς Χριστιανούς.
«Ἀνέγνως, ἀλλ᾿ οὐκ ἔγνως·
εἰ γὰρ ἔγνως, οὐκ ἂν κατέγνως» ἀπαντήσαμεν ἀμέσως.

Κωνσταντῖνος Καβάφης

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2022

 


Ἀνάμεσα Σύρο καὶ Τζιὰ

Ἀνάμεσα Σύρο καὶ Τζιὰ
μικρὴ φυτρώνει νεραντζιὰ
ἡ μικρή μου ἡ κοπελιὰ

Πόχει τὶς ρίζες στὸ βυθὸ
καὶ τὰ κλαδιὰ στὸν οὐρανὸ
τὸ κορίτσι ποὺ ἀγαπῶ

Πλάσμα δὲν εἶναι ἀνθρωπινὸ
δὲν εἶναι μήτε ξωτικὸ
τὸ κορίτσι ποὺ ἀγαπῶ

Μά ᾿χει τὸν ἥλιο φορεσιὰ
τὰ κύματα περπατηξιὰ
ἡ μικρή μου ἡ Παναγιὰ

Χάιντε νύφη τῆς θαλάσσης
τί φαμίλιες θὰ χαλάσεις

Νύφη μέσα στὰ μπουγάζια
μὲ τὰ πέπλα τὰ γαλάζια

Ἄνεμος νὰ μὴ σὲ πιάσει
λούλουδο μὴ σοῦ χαλάσει

Κι ἄν γενεῖ ποτὲ τὸ θάμα
κι ἀγαπήσεις κάνω τάμα

Νὰ σοῦ στείλω μιὰ μπρατσέρα
μὲ τὸν Πολικὸν Ἀστέρα.

Ὀδυσσέας Ἐλύτης

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2022

 


Ἐμίσησα τήν ἐντύπωση

Γιά τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο ἔκαμαν τὴν κρίση. Ἦταν ὁ ἡρωικότερος τῶν ἁγίων καὶ ὁ ἁγιότερος τῶν ἡρῴων. Γιά τὸν ἀείμνηστον Ἀρχιμανδρίτη Ἰωὴλ Γιαννακόπουλο ἐγὼ προσωπικὰ ἔχω κάνει τὴν κρίση. Ἦταν ὁ σοφότερος τῶν συγχρόνων ἁγίων καὶ ὁ ἁγιότερος τῶν συγχρόνων μας σοφῶν. Καὶ τὸ ὑπεροχότερο πρότυπο σοφοῦ καὶ ἁγίου κληρικοῦ. Γιατὶ εἶχε μία ἀπόλυτη συνέπεια σ’ ἐκεῖνα πού πίστευε καὶ σ’ ἐκεῖνα πού ἔπραττε καὶ ἕνα τεράστιο πνευματικὸ βάθος, τὸ ὁποῖο δέν ἀρκεῖ κανεὶς νά τὸ γνωρίσει, πρέπει καὶ νά μπορεῖ νά τὸ ἀξιολογήσει.

Γεννήθηκε σ’ ἕνα πολὺ μικρὸ καὶ φτωχὸ χωριὸ τῆς Μεσσηνίας πού λεγόταν καὶ λέγεται Μαθία. Σήμερα δέν ξέρω ἂν ὑπάρχει, ἔχει διαλυθεῖ ἐντελῶς. Οἱ γονεῖς του ἦταν χωριάτες, ἐντελῶς ἀσήμαντοι ἄνθρωποι καὶ ἐντελῶς ἄγνωστοι. Καὶ ὁ ἴδιος, (χαρακτηρισμὸς τοῦ πατρὸς Ἰωὴλ γιά τὸν ἑαυτὸ του):

«Ὅταν ἤμουν στό σχολεῖο, στό δημοτικὸ καὶ στό γυμνάσιο, τὰ ἄλλα παιδιὰ μὲ λέγανε ὁ Κουτοφώτης» , γιατὶ τὸ ὄνομά του ἦταν Φώτιος. Ὁ Κουτοφώτης. Ἦταν κουτός. «Μὲ θεωροῦσαν χαζὸ καὶ ἤμουν χαζὸς καὶ δυσμαθής». Λόγια δικά του, ὄχι δικά μου. «Δειλὸς , ἀνόητος καὶ βλάκας».

Λόγια δικά του. Πῶς εἶχε τὸ θάρρος νά τὰ λέει γιά τὸν ἑαυτὸ του, εἶναι λιγάκι δύσκολο νά τὸ μετρήσει κανείς. Ἀλλὰ νά, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη παιδί, στό σχολεῖο, τὸν ἀπασχόλησε τὸ ἐρώτημα: «Γιατὶ τὰ ἄλλα παιδιὰ εἶναι ἔξυπνα καὶ ἐγὼ εἶμαι κουτὸς καὶ εἶμαι ὁ χαζοφώτης». Καὶ ἔψαξε καὶ ἐβρῆκε. Ψάχνοντας ἐβρῆκε. Καὶ τὶ λέτε ἐβρῆκε; Διαπίστωσε ὅτι τὰ ἄλλα παιδιὰ εἶχαν μὲν μία εὐφυΐα, ἀλλὰ εἶχαν καὶ μία ἐπιπολαιότητα. Τσιμπολογοῦσαν ἐδῶ κι ἐκεῖ καὶ πετοῦσαν ἐξυπνάδες.

Καὶ οἱ διδάσκαλοι, μὲ τὸ ἄθλιο παιδαγωγικὸ σύστημα πού ἔχουμε ἐδῶ στήν Ἑλλάδα, μένανε εὐχαριστημένοι ἀπὸ τὶς ἐξυπνάδες τῶν παιδιῶν. «Ἐγώ», μοῦ ἔλεγε ὁ πάτερ Ἰωήλ, «κατάλαβα ὅτι τουλάχιστον γιά τὸν ἑαυτό μου, ἐπειδὴ ἤμουν δυσμαθής, χρειαζόμουν σοβαρὴ μελέτη». Καὶ προσπάθησε νά κάνει ὅσο πιὸ σοβαρὴ μελέτη μποροῦσε. Φυσικὰ μὲ ἐπαναλήψεις. Καὶ τὰ κατάφερε. Κατάλαβε ἀπὸ τότε ὅτι μπορεῖ ὁ ἴδιος νά μορφωθεῖ καὶ νά ἔχει βάσεις πνευματικές, μορφωτικὲς ἐννοοῦμε τώρα, πιὸ καλὲς ἀπὸ τὰ ἄλλα παιδιά, βάσεις πιὸ σταθερές. Καὶ κατάλαβε ὅτι ἡ ἐντύπωση εἶναι ἕνα ψεύτικο πρᾶγμα πού δέν ἀξίζει τὸν κόπο νά τοῦ δίνει κανεὶς σημασία. Καὶ ἔτσι, μοῦ ἔλεγε, σὲ ἡλικία νεαροτάτη, 14 – 15 χρόνων, ἐμίσησε τὴν ψεύτικη ἐντύπωση. Γιατί; Ἐπειδὴ κατάλαβε.

Ποιὸ ἦταν τὸ συμπέρασμά του; Τὸ συμπέρασμά του ἦταν : Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι αὐτό πού εἶναι καὶ μπορεῖ νά ἀλλάξει, μπορεῖ νά διορθωθεῖ. Ἡ σκέψη αὐτή, τόσο πρώιμη ἀλλὰ καὶ πολὺ βαθιά, εἶναι αὐτή πού ἐσφράγισε ὁλόκληρη τή ζωή του.

Μητροπολίτης Νικοπόλεως Μελέτιος

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2022

 


Ὁ ἀχάριστος εἶναι πάντα λυπημένος

-Γέροντα, γιατί πολλοὶ ἄνθρωποι, ἐνῶ τὰ ἔχουν ὅλα, νιώθουν ἄγχος καὶ στενοχώρια;

-Ὅταν βλέπετε ἕναν ἄνθρωπο νὰ ἔχη μεγάλο ἄγχος, στενοχώρια καὶ λύπη, ἐνῶ τίποτε δὲν τοῦ λείπει, νὰ ξέρετε ὅτι τοῦ λείπει ὁ Θεός.

Ὅποιος τὰ ἔχει ὅλα, καὶ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ ὑγεία, καί, ἀντὶ νὰ εὐγνωμονῆ τὸν Θεό, ἔχει παράλογες ἀπαιτήσεις καὶ γκρινιάζει, εἶναι γιὰ τὴν κόλαση μὲ τὰ παπούτσια. Ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἔχη εὐγνωμοσύνη, μὲ ὅλα εἶναι εὐχαριστημένος. Σκέφτεται τί τοῦ δίνει ὁ Θεὸς κάθε μέρα καὶ χαίρεται τὰ πάντα. Ὅταν ὅμως εἶναι ἀχάριστος, μὲ τίποτε δὲν εἶναι εὐχαριστημένος γκρινιάζει καὶ βασανίζεται μὲ ὅλα. Ἄν, ἂς ποῦμε, δὲν ἐκτιμάη τὴν λιακάδα καὶ γκρινιάζει, ἔρχεται ὁ Βαρδάρης καὶ τὸν παγώνει… Δὲν θέλει τὴν λιακάδα θέλει τὸ τουρτούρισμα ποὺ προκαλεῖ ὁ Βαρδάρης.

-Γέροντα, τί θέλετε νὰ πεῖτε μ’ αὐτό;

-Θέλω νὰ πῶ ὅτι, ἂν δὲν ἀναγνωρίζουμε τὶς εὐλογίες ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεὸς καὶ γκρινιάζουμε, ἔρχονται οἱ δοκιμασίες καὶ μαζευόμαστε κουβάρι. Ὄχι, ἀλήθεια σᾶς λέω, ὅποιος ἔχει αὐτὸ τὸ τυπικό, τὴν συνήθεια τῆς γκρίνιας, νὰ ξέρη ὅτι θὰ τοῦ ἔρθη σκαμπιλάκι ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ νὰ ξοφλήση τουλάχιστον λίγο σ’ αὐτὴν τὴν ζωή. Καὶ ἂν δὲν τοῦ ἔρθη σκαμπιλάκι, αὐτὸ θὰ εἶναι χειρότερο, γιατὶ τότε θὰ τὰ πληρώση ὅλα μιὰ καὶ καλὴ στὴν ἄλλη ζωή.

-Δηλαδή, Γέροντα, ἡ γκρίνια μπορεῖ νὰ εἶναι συνήθεια;

-Γίνεται συνήθεια, γιατὶ ἡ γκρίνια φέρνει γκρίνια καὶ ἡ κακομοιριὰ φέρνει κακομοιριά. Ὅποιος σπέρνει κακομοιριά, θερίζει κακομοιριὰ καὶ ἀποθηκεύει ἄγχος. Ἐνῶ, ὅποιος σπέρνει δοξολογία, δέχεται τὴν θεϊκὴ χαρὰ καὶ τὴν αἰώνια εὐλογία. Ὁ γκρινιάρης, ὅσες εὐλογίες κι ἂν τοῦ δώση ὁ Θεός, δὲν τὶς ἀναγνωρίζει. Γι’ αὐτὸ ἀπομακρύνεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν πλησιάζει ὁ πειρασμὸς τὸν κυνηγάει συνέχεια ὁ πειρασμὸς καὶ τοῦ φέρνει ὅλο ἀναποδιές, ἐνῶ τὸν εὐγνώμονα τὸν κυνηγάει ὁ Θεὸς μὲ τὶς εὐλογίες Του.

Ἡ ἀχαριστία εἶναι μεγάλη ἁμαρτία, τὴν ὁποία ἤλεγξε ὁ Χριστός. «Οὒχ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;», εἶπε στὸν λεπρὸ ποὺ ἐπέτρεψε νὰ Τὸν εὐχαριστήση. Ὁ Χριστὸς ζήτησε τὴν εὐγνωμοσύνη ἀπὸ τοὺς δέκα λεπροὺς ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτὸ Του, ἀλλὰ γιὰ τοὺς ἴδιους, γιατὶ ἡ εὐγνωμοσύνη ἐκείνους θὰ ὠφελοῦσε.

Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Τρίτη 14 Ιουνίου 2022

 


Ἕνα τηλεφώνημα ἀπὸ τὸν Ἅγιο Πορφύριο

...Ἤμουν θλιμμένος μετὰ ἀπὸ πρόσφατο θάνατο προσφιλοῦς μου προσώπου. Σκεπτόμουν γιὰ μέρες τὸ θέαμα τοῦ ἐνταφιασμοῦ, τὴν κάλυψη τοῦ νεκροῦ μὲ τὸ χῶμα καὶ τὴν ἐπακόλουθη σήψη τοῦ σώματος. Πῶς θὰ ἦταν ὁ ἄνθρωπος ἐὰν δὲν ὑπῆρχε ἡ πτώση τῶν πρωτοπλάστων; Διαρκὴς χαρά, κανένα ἐρώτημα γιὰ τὴν αἰώνια μακαριότητά μας. Τώρα, «σκωλήκων βρῶμα καὶ δυσωδία». Ἐπάνω σ᾿ αὐτὲς τὶς σκέψεις μὲ πέτυχε ὁ παππούλης μ᾿ ἕνα τηλεφώνημά του.

-Γιωργάκη, κάνεις ἰατρεῖο αὐτὴ τὴν ὥρα;

-Ὄχι, γέροντα, τελείωσα.

-Ἄνοιξε τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον στὸ Ε΄ κεφάλαιο, στίχος 24, εἶναι τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ διαβάζουμε στὶς κηδεῖες, καὶ διάβασέ το ἀργά ἀργά.

Ἄρχισα νὰ διαβάζω: «Ἀμήν, ἀμήν, λέγω ὑμῖν ὅτι ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν αἰώνιον καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν».

Μὲ διέκοψε ἀπότομα.

-Τὸ κατάλαβες; Δὲν ὑπάρχει θάνατος! Δὲν θὰ δοκιμάσουμε τὴν «πεθαμενίλα»! «Μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν». Πόσο μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός... Καὶ αὐτὸ τὸ φρόντισε. Τὸ λέει καὶ ὁ Ἀπόστολος τῆς Νεκρώσιμης Ἀκολουθίας: «Εἰ γὰρ πιστεύομεν ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε καὶ ἀνέστη, οὕτω καὶ ὁ Θεὸς τοὺς κοιμηθέντας διὰ τοῦ Ἰησοῦ ἄξει σὺν αὐτῷ». Τὸ σκέφθηκες ποτὲ αὐτὸ τὸ «ἄξει σὺν αὐτῷ;» Ὁ Θεὸς δὲν θὰ συγκεντρώσει ἐκεῖ πτώματα. Ζωντανοὺς θὰ μαζέψει κοντά Του. Στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἀναστήθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση. Καλά σοῦ τὸ εἶπα: δὲν θὰ δοκιμάσουμε «πεθαμενίλα». Τὸ κατάλαβες;

Καὶ ἔκανε μιὰ θαυμάσια περιγραφὴ τῆς ζωῆς κοντὰ στὸν ἀναστάντα Χριστό.

-Ἐκεῖ θὰ ὑμνοῦμε τὴν Ἁγία Τριάδα, μὲ τὰ Σεραφεὶμ καὶ τὰ Χερουβείμ, ἀενάως. Ναί, ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ ἀνάξιοι, γιατὶ τόσο πολὺ μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός...

Ἡ φωνή του ἔσβηνε σιγὰ σιγὰ ἀπὸ τὴ συγκίνηση.

-Κλαίω, βρὲ Γιωργάκη, ἀπὸ χαρά. Τί οὐράνια πράγματα εἶναι ἐτοῦτα ποὺ μᾶς δωρίζει ὁ Θεός!

Γεώργιος Παπαζάχος

Κυριακή 12 Ιουνίου 2022

 


Αὐτὸ κι ἂν δὲν ἦταν θαῦμα!

Στὰ μισά τοῦ καλοκαιριοῦ -δὲν θυμᾶμαι μὲ ποιὸ τρόπο- ὁ Κύριος μὲ προειδοποίησε, ὅτι ἡ ἐξορία μου θὰ τελείωνε σύντομα.

Περίμενα μὲ ἀνυπομονησία νὰ ἐκπληρωθεῖ αὐτὴ ἡ ὑπόσχεση ἀλλὰ οἱ ἑβδομάδες περνοῦσαν καὶ τίποτα δὲν ἄλλαζε.

Ἔπεσα σὲ ἀπόγνωση. Ἀπογοητεύτηκα.

Κάποια μέρα πῆγα στὴν ἐκκλησία, γονάτισα μέσα στὸ ἱερὸ καὶ ἄρχισα νὰ προσεύχομαι μὲ δάκρυα στὸν Ἰησοῦ. Ἡ προσευχή μου εἶχε καὶ ἕνα παράπονο, γιατί καθυστερεῖ ὁ Κύριος καὶ δὲν ἐκπληρώνει τὴν ὑπόσχεσή Του.

Ξαφνικὰ βλέπω στὴν εἰκόνα τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὁλοζώντανα, νὰ ἀποστρέφει τὸ πρόσωπό του ἀπὸ μένα. Δὲν μὲ κοιτοῦσε πιά. Τρόμαξα. Δὲν μποροῦσα καὶ δὲν τολμοῦσα νὰ ξανακοιτάξω τὴν εἰκόνα.

Βγῆκα σὰν βρεγμένη γάτα ἀπὸ τὸ ἱερὸ στὸν ἐξωνάρθηκα. Ἐκεῖ βρῆκα τὶς «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων». Τὸ ἄνοιξα μηχανικὰ καὶ διάβασα τὸ πρῶτο κείμενο ποὺ ἔπεσε στὰ μάτια μου.

Δὲν θυμᾶμαι, δυστυχῶς, ποιὸ ἦταν τὸ κείμενο ποὺ διάβασα ἀλλά μοῦ ἔκανε ἐντύπωση, διότι κατέκρινε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχουν ὑπομονή, βιάζονται καὶ δὲν περιμένουν τὴν ὥρα ποὺ ἤρεμα θὰ ἐκπληρωθεῖ ἡ ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου.

Αὐτὸ τὸ κείμενο μὲ ἐπηρέασε κατὰ ἕνα θαυμαστὸ τρόπο. Ἀποκάλυπτε τὴν ἀπερισκεψία μου καὶ τὸ θράσος μου, ἐνῶ συνάμα ἐπιβεβαίωνε τὴν ὑπόσχεση τῆς ἀπελευθέρωσής μου, τὴν ὁποία περίμενα νὰ ἐκπληρωθεῖ τόσο ἀνυπόμονα.

Ἐπέστρεψα τότε πάλι στὸ ἱερὸ καὶ μὲ χαρὰ εἶδα, πὼς πάλι στὴν εἰκόνα ὁ Κύριος μὲ κοίταξε μὲ τὸ φωτεινὸ καὶ ἤρεμο βλέμμα Του.

Αὐτὸ κι ἂν δὲν ἦταν θαῦμα!

Ἅγιος Λουκᾶς ὁ Ἱατρὸς

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2022

 


Παπαδιαμάντης: Ἡ μεταφυσική τῆς πενίας (α)

Ὁ Παπαδιαμάντης γεννήθηκε φτωχός, ἔζησε φτωχός, καὶ πέθανε φτωχός. Τραγούδησε τοὺς φτωχούς, καὶ τὸ ἔργο του στάθηκε τὸ μεγάλο χρονικό τῆς Ἑλληνικῆς φτωχολογιᾶς. Ὅτι γεννήθηκε ἕνας ἄνθρωπος φτωχὸς δὲ σημαίνει τίποτα. Τὸ ἴδιο κι ἡ φτώχεια του δὲν φανερώνει σπουδαῖα πράγματα, ἂν δὲν ξεκαθαρίσουμε τὴν πνευματική του στάση ἄντικρυ σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση ποὺ ὀνομάζουμε πενία.

Κι ἄλλοι γεννηθήκανε, ζήσανε καὶ πεθάνανε φτωχοί. Καὶ τραγουδήσανε τοὺς φτωχούς, χωρὶς νὰ μοιάζουνε τοῦ Παπαδιαμάντη. Ἡ πνευματική τους στάση ἤτανε ριζικὰ ἀντίθετη πρὸς τὴ φτώχειά τους. Ἤτανε φτωχοί, ἀλλὰ ζήσανε καὶ πεθάνανε μὲ τὸν καϋμὸ καὶ τὴ λαχτάρα τοῦ πλούτου… Ὁ ἄνθρωπος ὅμως ποὺ ζεῖ μὲ τὸν καϋμὸ τοῦ πλούτου, δὲν ξεχωρίζει σὲ τίποτα ἀπ’ τὸν πλούσιο. Ὁ πλοῦτος εἶναι τὸ ἰδανικὸ του· γιὰ τὸ χρυσάφι κτυπᾶ ἡ καρδιά του….

Ἡ φτώχεια τοῦ Παπαδιαμάντη δὲν ἔχει τίποτα κοινὸ μ’ αὐτούς. Ὁ Παπαδιαμάντης δὲν πέθανε μὲ τὸν καϋμὸ τοῦ πλούτου. Πέθανε ψέλνοντας, ποὺ σημαίνει δοξολογώντας. Τοῦτο φανερώνει πὼς εὐχαριστοῦσε τὸν Πλάστη του γιὰ ὅσα τοῦ ’χε χαρίσει. Τὸν εὐχαριστοῦσε ποὺ τὸν ἀξίωσε νὰ γεννηθεῖ φτωχός, νὰ ζήσει φτωχός, καὶ νὰ πεθάνει φτωχός. Ὁ Παπαδιαμάντης ἀγαποῦσε τὴ φτώχεια, γιατί πίστευε πὼς ὁ πλοῦτος εἶναι ἡ ἁμαρτία. Πίστευε πὼς τὸ ροῦχο τοῦ πλούτου δὲν εἶναι τὸ χρειαζούμενο γιὰ νὰ περάσει ὁ ἄνθρωπος στὴ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Καὶ τοῦτο γιατί τὸ κλειδὶ τῆς ζωῆς τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε φτωχός, ἔζησε φτωχὸς καὶ πέθανε πάνω στὸ Σταυρό. Δὲ χωροῦσε λοιπὸν στὸ νοῦ του, πὼς ὁ Ἄνθρωπος ποὺ ἔκλεισε στὴν καρδιὰ του τὸ Χριστό, μπορεῖ νὰ προσεύχεται στὸν Οὐράνιο Πατέρα καὶ νὰ τοῦ ζητᾶ μιὰ ζωὴ διαφορετικὴ ἀπὸ κείνην ποὺ ἔζησε ὁ Μονογενής Του Γυιός… Γιὰ τὸ Χριστὸ ὁ μόνος φιλόξενος τόπος ποὺ βρέθηκε γιὰ νὰ γεννηθεῖ, ἤτανε μία φάτνη ἀλόγων, μέσα σὲ μία σπηλιὰ κι ἀνάμεσα στ’ ἀπονήρευτα ζῶα… Πῶς νὰ λησμονήσει λοιπὸν ὁ Παπαδιαμάντης, τὸ λόγο τοῦ Ἀπ. Παύλου, πὼς ὁ Χριστὸς «δι’ ὑμᾶς ἐπτώχευσε πλούσιος ὤν, ἵνα ὑμεῖς, τῇ ἐκείνου πτωχείᾳ πλουτήσητε», ὥστε νὰ νοιαστεῖ γιὰ τὰ ἐγκόσμια ἀγαθά; Τοῦ ’φτανε ἡ δόση τῆς μέρας, τὸ χρειαζούμενο λιτό, τὸ ξαλαφρωμένο ἀπὸ τὸ περιττό….

Ὁ Παπαδιαμάντης ἔζησε στιγμὲς ποὺ δὲν εἶχε οὔτε τὶς λίγες δεκάρες ποὺ χρειαζότανε γιὰ τὸ ψωμί. Ἤτανε ὁ «εἰδώς», καὶ τίποτα δὲν μποροῦσε νὰ τὸν παρασύρει σὲ ἐπιθυμίες ἄνομες κι ἁμαρτωλές. Τὸ λίγο, τὸ ἐλάχιστο, ἀποζήτησε σ’ ὅλη του τὴ ζωὴ καὶ στάθηκε πάντα «ὁ ἐν τῷ ὀλίγῳ ἀναπαυόμενος»…. Κανένας ὅσο ὁ Παπαδιαμάντης δὲν λογάριασε τὸ περισσὸ ἐκ τοῦ πονηροῦ. Καὶ κανένας δὲν τὸ ἀπόκρουσε ὅσο ὁ Παπαδιαμάντης… Χαιρότανε τὴ φτώχεια, τὴ λογάριαζε εὐλογία Θεοῦ καὶ ποτὲ του δὲ λαχτάρισε τὸν πλοῦτο, οὔτε πεθύμησε τ’ ἀγαθὰ τοῦ πλησίον του, οὔτε νοιάστηκε ποτὲ γι’ αὐτά….

Κωστὴς Μπαστιᾶς

Τρίτη 7 Ιουνίου 2022

 


Οἰκογένεια ἢ ἐπάγγελμα;

Ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει, ἂν δὲν γεννηθεῖ μέσα στὸν κόσμο. Μὲ τὸ σῶμα του τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὶς αἰσθήσεις του βεβαιώνεται πὼς ζεῖ. Καὶ ἀργότερα, μὲ τὴν συνείδησή του, πὼς ὑπάρχει. Καὶ μὲ τὴν ψυχή του, πὼς εἶναι. Σπάνια μέσα στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου ὁ ἄνθρω­πος κατορθώνει, ἐγείροντας καὶ συγκρατώντας σὲ ἀγρυπνία ὅλες του τὶς δυνά­μεις, σώματος, νοῦ, καρδιᾶς καὶ ψυχῆς, νὰ βιώσει τὸ ὑπάρχειν στὴν πληρότητά του. Γιὰ τοῦτο, καὶ σπάνια συνειδητο­ποιεῖ τὴν τραγικὴ ὀδύνη τῆς καταστα­τικῆς ὡς ὄντος μοναξιᾶς του. Μίας μο­ναξιᾶς, ποὺ ἐκκινᾶ ἀπὸ τὸ φλογῶδες μυ­στήριο τῆς σύλληψής του, γιὰ νὰ καταλήξει ἀπαρέγκλιτα στὸ βουβὸ μυστήριο τῆς ἀποχώρησής του, τοῦ θανάτου.

Μέσα σ’ αὐτὲς τὶς ἀναπόφευκτες συντεταγμένες τῆς ὕπαρξης, ὁ παρεπίδημος στὸν κόσμο ἄνθρωπος συμπεριφέρεται ὡς ἀθάνατος, καὶ προσωπικὰ καὶ κοινωνικά. Δημιουργεῖ θεσμούς, ὑπακούοντας στὶς ἀξιώσεις του νὰ ὑπάρχει ὡς ἄνθρωπος. Καὶ τοὺς κρυσταλώνει, ὥστε νὰ συνιστοῦν τὴν ἀναπότρεπτη θεμελίωση τοῦ βίου του ὅλου. Γιατὶ διαθέτει μνή­μη. Διότι ἡ ὕπαρξή του ὅλη εἶναι διαποτισμένη μὲ μνήμη. Οἱ θεσμοί, τὰ ἤθη, τὰ ἔθιμα τοῦ βίου συνιστοῦν ἀξιώσεις τῆς μνήμης αὐτῆς, ποὺ καθιστὰ τὴν ζωὴ ἀνθρωπινή, γιατὶ τὴν συναρτᾶ στὰ βάθη τῆς ὕπαρξής μας μὲ τὰ μυστικὰ κέντρα τοῦ ὄντος, ἐκεῖνα ποὺ συνθέτουν τὸν ἄν­θρωπο.

Μὲ αὐτὰ τὰ πανίερα κέντρα συνδέε­ται ὀργανικὰ ἡ οἰκογένεια. Ἀπὸ τὸ ζεῦγος τῶν γονέων του ἀνακύπτει ἐρωτικὰ στὴν ζωὴ τοῦ κόσμου. Αὐτὸ τὸ ζεῦγος, ἰδίως ἡ μητέρα, ἀποσφραγίζει τὸν ἀκένωτο πλοῦτο τῶν συναισθημάτων ἐντός του. Σ’ αὐτὸ ὑπάγεται, ὥσπου νὰ ἐνηλικιωθεῖ καὶ ν’ ἀποφασίσει ἂν θὰ πλάσει ὁ νέος ἄνθρωπος κι ἐκεῖνος μία οἰκογένεια. Ἂν θὰ συζευχθεῖ καὶ ἂν θὰ φέρει στὸν κόσμο παιδιά.

Αὐτὲς οἱ κεφαλαιώδεις πράξεις δὲν συνιστοῦν, μὲ κανένα τρόπο, ὑποχρεώσεις ἐκείνου ποὺ ζεῖ μέσα σὲ μία ὀργα­νωμένη κοινωνία. Ἀλλά, γενικότερα, συνιστοῦν βαθύτατες ἀνάγκες τῆς ὕπαρ­ξής του ὅλης, ποὺ εἶναι οἱ ἀνάγκες τοῦ ἔρωτα, τῆς στοργῆς, τῆς μορφοποίησης τοῦ βίου, τῆς ἀσφάλειας, ὅλου τοῦ πλέγ­ματος ἐσωτερικῶν καὶ ἐξωτερικῶν ἐπι­ταγῶν, ποὺ συνθέτουν τὴν εὐμενῆ σχεδία του γιὰ νὰ ἐπιπλεύσει στὸν κόσμο -καὶ γιὰ νὰ τὸν διαπλεύσει, ὡς παρεπίδημος.

Ἡ οἰκογένεια δὲν ἀποτελεῖ ὑποχρέ­ωση, ἀλλ’ ἀνάγκη. Καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔτσι τὴν νιώθει, τὴν πλάθει μὲ ὅλα τὰ ὑλικὰ τῆς ὕπαρξής του, τὸ σῶμα του, τὴν καρδιά, τὸ νοῦ. Τὴν πλάθει μέσα στὸν χρόνο καὶ τὴν ὀρθώνει ὡς ἐπίτευγ­μα μέσα στὴν κοινωνία ὅπου ἐγκαταβιώνει. Συνθεμένη μὲ ὑλικὰ ἱερὰ τῆς ὕπαρξης, εἶναι ἀναπότρεπτο ἡ οἰκογένεια νὰ ὑπερβαίνει τὸν θεσμό, νὰ συνιστᾶ μία συντεταγμένη τοῦ ὄντος ἀπαραίτητη – ποτὲ ὅμως ὑποχρεωτική. Ἀποκαλύπτε­ται ἔτσι ἡ οἰκογένεια ὡς κέντρο τοῦ βί­ου ὅλου, καὶ τοῦ προσωπικοῦ καὶ τοῦ κοινωνικοῦ.

Ἀλλὰ ὁ βίος αὐτὸς, γιὰ νὰ εὐπορή­σει, πρέπει νὰ τρέφεται ἀπὸ τὴν ἐργασία τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἐργασία συνιστᾶ ὄχι μόνο καταστατική τῆς ὕπαρξής μας ἐπιταγὴ ἀλλὰ καὶ ἀξίωση κοινωνικὴ τῶν βασικῶν δομῶν τῆς ζωῆς. Ἡ ἐργασία ὑπηρετεῖ τὴν ὕπαρξη καὶ τροφοδοτεῖ τὴν οἰκογένεια. Τὸ ἐπάγγελμα ὑπηρετεῖ τὴν κοινωνία, ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ νοηθεῖ χωρὶς ἀνθρώπους μὲ καθορισμένη μορφὴ ἐργασίας σταθερή.

Καὶ ὅσο ὁ ἄνθρωπος ζεῖ καὶ μεταγ­γίζει στὶς κοινωνικὲς δομὲς μιὰν ἰσορροπία σώματος, νοῦ καὶ καρδιᾶς, ὅσο δὲν λησμονεῖ πὼς εἶναι παρεπίδημος στὸν κόσμο αὐτό, καὶ ἡ οἰκογένεια καὶ τὸ ἐπάγγελμα διατηροῦν κι αὐτὰ τὴν ἰσορ­ροπία τους, συγκλίνοντας σταθερὰ στὴν ὑπηρέτηση τοῦ ἀνθρώπου, στὴν θωράκιση καὶ στὸν βαθύτερο ἐξευγενισμό του.

Ὅταν αὐτὴ ἡ θαυμαστὴ καὶ ἀξιοζή­λευτη ἰσορροπία διαταραχθεῖ, τότε καὶ ἡ οἰκογένεια καὶ τὸ ἐπάγγελμα εἰσέρχον­ται σὲ κρίση. Διότι χάνουν τὴν νευραλ­γικῆς σημασίας ἐπικέντρωσή τους στὸν ἄνθρωπο. Καὶ εἶναι περίοδος κρίσης δει­νῆς αὐτὴ ποὺ διέρχεται ἡ ἀνθρωπότητα καθὼς διαπεραιώνεται στὸν 21ο  αἰώνα. Διότι ὁ ἄνθρωπος ἔχει λησμονήσει τὴν θεϊκὴ ἐγγύησή του καὶ συμπεριφέρεται ὡς κληρονόμος τοῦ κόσμου τούτου. Καὶ ἕνας τέτοιος κληρονόμος ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸ χρῆμα καὶ γιὰ τὴν ἀπόλαυση.

Ὠθεῖται, ἔτσι, ἀπὸ τὴν οἰκογένεια πρὸς τὸ ἐπάγγελμα, ποὺ ἀναγορεύεται σὲ αὐτοσκοπό. Οἱ σύζυγοι χάνονται μεταξύ τους, τὰ παιδιὰ χάνουν τοὺς γονεῖς καὶ οἱ γονεῖς τὰ παιδιά, ἡ σχεδία τοῦ βίου ὄλου κλυδωνίζεται ἀπὸ τὸν ἀδίσταχτο ἐγωκεντρισμὸ τῆς φιληδονίας καὶ ὁ πα­ρεπίδημος χαρακτήρας, ὁ καταστατικός τοῦ ἀνθρώπου, σκοτίζεται, λησμονεῖται.

Μέσα σ’ ἐτούτη τὴν τραγικὴ λη­σμοσύνη, ἀνακύπτουν τὰ διλήμματα τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ, ποὺ ὠθοῦν τὸν ἄνθρωπο πρὸς τὸ ἐπάγγελμα, ὡς ἀπορροφητήρα ἀχόρταγο τοῦ ὄντος ἀπὸ ὅπου πηγάζει ἡ ὑλιστικὴ εὐδαιμονία καὶ ἡ παραισθητικὴ νεύρωση πὼς ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε γιὰ νὰ ἐργάζεται καὶ νὰ παράγει χρῆμα. Στὴν λησμοσύνη αὐτὴ βρίσκεται ἡ πηγὴ τῶν πολύμορφων κρίσεων ποὺ ζεῖ ἡ οἰ­κογένεια, ποὺ ὀφείλει νὰ μένει ἀνοιχτὴ στὸν χρόνο ἀλλὰ σταθερὴ στὴν ἀγάπη, μέσα σὲ ἰσορροπίες ἐξανθρωπιστικὲς τῶν μελῶν της.

Ἡ πολλαπλὴ λησμοσύνη φέρει τὸν σημερινὸ ἄνθρωπο πρὸς μιὰν ἄγρια, ἀβάσταχτη μοναξιά: τὴν μοναξιὰ τοῦ ὄντος ποὺ δὲν ζεῖ στὴν κάθετη διάστασή του, στὴν διάσταση τὴν θρησκευτική, ἐκείνη ποὺ μεταμορφώνει τὴν μοναξιὰ σὲ ἱερουργία ἀγάπης, σὲ βίωση μνήμης τῆς καταγωγῆς του, τῆς ἀποστολῆς του, τῆς μετάβασής του ἀλλοῦ. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἀγάπη, καὶ ἡ οἰκογένεια καὶ τὸ ἐπάγ­γελμα διατηροῦν τὸν κοσμικό τους χα­ρακτήρα καὶ ὁ ἄνθρωπος τὸν ὑπερκο­σμικό του. Αὐτὸν ποὺ τὸν πλημμυρίζει μὲ ἀγάπη καὶ κατανόηση. «Ταῦτα ἔδει ποιῆσαι, κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι».

Κώστας Τσιρόπουλος

Σάββατο 4 Ιουνίου 2022

 


Κύων κρέας φέρων

Κύων ἁρπάσας βρῶμα ἐκ μακελλίου ᾤχετο φυγὰς ἐκεῖθεν καὶ ἔφθασεν ἐπί τινα ποταμόν.

Περαιούμενος δὲ αὐτὸν ὁρᾷ ἐν τοῖς ὕδασι τὴν τοῦ βρώματος σκιὰν πολλῷ οὖσαν οὗ ἔφερεν εὐμεγεθεστέραν, καὶ τοῦ στόματος ἀπορρίψας τὸ βρῶμα ἐπὶ τήν ὁραθεῖσαν αὐτοῦ σκιὰν κατηπείγετο. Τῆς δὲ ἀφανοῦς γενομένης, στραφεὶς ὁ κύων τὸ ἀπορριφθὲν ἆραι, οὐδὲν ἐφεῦρε τὸ σύνολον: καὶ γὰρ ἐκεῖνο παρά τινος καταπτάντος κόρακος εὐθὺς ἡρπάγη καὶ κατεβρώθη.

Εἶτα ὁ κύων ἑαυτὸν ἐταλάνιζε, «τί ἄρα πέπονθα;» λέγων, «ὅτι ὃ εἶχον ἀφρόνως καταλιπὼν ἐφ᾿ ἕτερον ἀφανὲς ἠπειγόμην, κἀκείνου ἀποτυχὼν καὶ τοῦ προτέρου ἐξέπεσον».

 

Οὗτος δηλοῖ περὶ τῶν ἀκορέστως ἐκόντων καὶ τῶν περιττῶν ὀρεγομένων.

*

Ὁ σκύλος ἅρπαξε ἀπ᾿ τὸ χασάπικο ἕνα κομμάτι κρέας καὶ τὸ ἔβαλε στὰ πόδια, ὥσπου ἔφτασε σ᾿ ἕνα ποτάμι.

Μπῆκε μέσα γιὰ νὰ περάσει ἀπέναντι καὶ ξαφνικὰ εἶδε πάνω στὸ νερὸ τὴ σκιά τοῦ κρέατος ποὺ κρατοῦσε, διπλή καὶ τρίδιπλη. Παράτησε λοιπόν τὸ λάφυρο καὶ ρίχτηκε γρήγορα καταπάνω τὴ σκιά, ἀλλὰ τὴν ἔχασε ἀμέσως ἀπ᾿ τὰ μάτια του καὶ γυρίζοντας νὰ ξαναπιάσει τὸ ἀληθινό κρέας, διαπίστωσε πὼς εἶχε γίνει ἄφαντο, γιατὶ στὸ μεταξύ, τὸ ἅρπαξε ἕνας κόρακας καὶ τὸ καταβρόχθισε.

Ὕστερα ἀπὸ ὅλα αὐτά, τιμωροῦσε τὸν ἑαυτό του, λέγοντας καὶ ξαναλέγοντας:

«Καλὰ νὰ πάθω. Ἄφησα, ὁ τρελός, αὐτὸ ποὺ εἶχα κι ἔτρεξα πίσω ἀπὸ τὸ φάντασμά του. Δὲν ἔπιασα τὸ ψεύτικο, ἔχασα καὶ τὸ ἀληθινό!»

 

Ὁ μύθος δείχνει κατὰ τοὺς ἀχόρταγους κι αὐτοὺς ποὺ θέλουν πάντα κάτι παραπάνω γιὰ νὰ ἱκανοποιηθοῦν.

Αἰσώπου μύθοι

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2022

 


Σαράντα ἡμέρες

Ἡ Ἀνάληψη εἶναι τὸ τελευταῖο γεγονὸς τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Βεβαίως, στὴ θεία Οἰκονομία ἡ Πεντηκοστὴ εἶναι ἡ κατακλείδα, γι’αὐτὸ καὶ καλεῖται «τελευταία ἑορτὴ». Ὁ Θεὸς Πατέρας εὐφράνθηκε νὰ δεῖ τὸν ἄνθρωπο ὅπως τὸν εἶχε συλλάβει πρὸ καταβολῆς κόσμου καὶ κατέπεμψε στὴ γῆ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, γιὰ νὰ σφραγίσει ὅτι τὰ διεστῶτα ἑνώθηκαν, «τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ» λύθηκε, συμφιλιώθηκε ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν Θεὸ καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ Θεὸς δέχθηκε ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Ἡ λαμπρότητα τῆς ἑορτῆς αὐτῆς εἶναι τόσο μεγάλη, διότι ἀναλαμβανόμενος ὁ Κύριος στὸν Οὐρανὸ ἀνύψωσε στὸν θρόνο τῆς μεγαλωσύνης τοῦ Θεοῦ τὴν ἄμεμπτη καὶ ἄσπιλη ἀνθρώπινη φύση ποὺ δανείστηκε ἀπὸ τὴν Ἁγία Παρθένο, μέσα στὴν ὁποία φανέρωσε τὴν ἀκατάληπτη ἀγάπη τοῦ ἀνάρχου Πατρός.

Ὁ Κύριος ἀφοῦ «κατέβη πρώτον εἰς τὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς, ἀναβὰς εἰς ὕψος ἠχμαλώτευσεν αἰχμαλωσίαν καὶ ἔδωκε δόματα τοῖς ἀνθρώποις», τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ ὡς «ὄμβροι εἰρηνικοὶ» ἄρδευσαν τὴ γῆ. Ἔτσι ἐκπληρώθηκε ἡ ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου γιὰ τοὺς ποταμοὺς τοῦ ζῶντος ὕδατος, ποὺ θὰ ἔρρεαν ἀπὸ τὴν καρδιὰ ὅσων θὰ πίστευαν στὸ Ὄνομά Του.

Στὴ διάρκεια τῆς περιόδου ποὺ ἀκολούθησε τὴν Ἀνάσταση, ὁ Κύριος ἐμφανιζόταν συνεχῶς στοὺς μαθητές Του καὶ τοὺς μυσταγωγοῦσε στὰ μυστήρια τῆς Βασιλείας Του. Οἱ σαράντα ἡμέρες μετὰ τὸ καινὸ Πάσχα ἦταν σὰν ἐντατικὴ θεολογικὴ σχολή, ὅπου ὁ Χριστὸς διαλεγόμενος μὲ τοὺς Ἀποστόλους, ἀπαντοῦσε στὶς ἀπορίες τους, διάνοιγε τὸν νοῦ τους νὰ κατανοήσουν τὶς Γραφές, ἔφλεγε τὶς καρδιές τους μὲ τὸν πόθο τῆς Βασιλείας Του, ἐπέλυε ὅλα τα προβλήματά τους. Οἱ Ἀπόστολοι παρέμειναν «ὁμοθυμαδὸν», «προσκαρτεροῦντες τῇ κοινωνίᾳ καὶ τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καὶ ταῖς προσευχαῖς». Ζοῦσαν μὲ τέτοια ἔνταση προσευχῆς στὴν παρουσία τοῦ Ἀναστάντος Διδασκάλου τους, ποὺ τὰ λόγια Του ἀποτυπώνονταν στὴν καρδιὰ καὶ στὴ μνήμη τους, ὅπως συμβαίνει ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐκζητᾶ λόγο ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς Ἁγίους Του μὲ ἄκρα ἔνταση προσευχῆς καὶ προσοχῆς.

Ὁ Κύριος γιὰ σαράντα ἡμέρες «ἦν ὀπτανόμενος τοῖς μαθηταῖς» καὶ τοὺς ἐκπαίδευε. Οἱ μαθητὲς Τὸν εἶχαν γνωρίσει ἐν σαρκί, στὸ ἑξῆς θὰ Τὸν γνώριζαν ἐν Πνεύματι. Στὴ διάρκεια τῶν τριῶν χρόνων ποὺ Τὸν ἀκολουθοῦσαν Τὸν ἔβλεπαν, Τὸν ἄκουγαν, Τὸν ψηλάφησαν. Ὡστόσο, «ἡ σὰρξ» πλέον «οὐκ ὠφελεῖ οὐδὲν». Τώρα ἔπρεπε νὰ γνωρίσουν ὅτι εἶναι ὁ Κύριος Σαβαώθ, ἔπρεπε ἡ ἀγάπη καὶ ἡ προσκύνησή Του νὰ εἶναι στὸ ἑξῆς «ἐν Πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ»

Ἀρχιμ. Ζαχαρίας Ζάχαρου