Δευτέρα 27 Ιουνίου 2022

 


Ὁ πατὴρ Πορφύριος, ὁ Γέροντας τῆς Πεντέλης (α)

Στό Ὄρος τῶν Ἀμώμων, τήν Πεντέλη, τό πιό ἤρεμο καί φιλικό βουνό τῆς Ἀττικῆς, γνωρίσαμε τό Γέροντα Πορφύριο. Μᾶς πρωτομίλησε γιά τό Γέροντα Ἁγιορείτης ἡγούμενος, ἔμπειρος στήν πνευματική ζωή, ἀλλά καί γνώστης τῶν πολύπτυχων προβλημάτων τῆς σύγχρονης ζωῆς στόν κόσμο. Παρ’ ὅλα ὅμως αὐτά ξεκινήσαμε μέ κάποιες ἐπιφυλάξεις νά συναντήσουμε τό μοναχό αὐτόν στήν Πεντέλη.

Ὁ π. Πορφύριος ζοῦσε σέ προχειροεπισκευασμένα κελλάκια στό Μετόχι τῆς Μονῆς Ἁγίας Τριάδος (Πεντέλης), τόν Ἅγιο Νικόλαο στά Καλλίσια.

Γιά νά φτάσεις ἐκεῖ, πρέπει νά ἀφήσεις τό αὐτοκίνητο σ’ἕνα ξέφωτο κι ἀπό ἐκεῖ νά περπατήσεις κάτι λιγότερο ἀπό μισή ὥρα. Τό μονοπάτι ξεκινάει στό ἴσιωμα. Ἔπειτα στενεύει καί περπατᾶς στό φρύδι σχεδόν τοῦ βράχου. Κυκλάμινα συμπαραστέκονται στόν ὁδοιπόρο. Παραπέρα, ἀφοῦ κατέβεις μιά κατηφόρα καί διαβεῖς μικρό ρυάκι, μπαίνεις σέ σκιερό πευκοδάσος. Ἔπειτα ἀνηφορίζεις πάλι καί ἀφοῦ περάσεις δίπλα ἀπό χαλάσματα, βρίσκεσαι σέ βραχόσπαρτο ξέφωτο, ὅπου ἔχει κτιστεῖ πρίν τριακόσια ἴσως χρόνια τό μοναστηράκι ἀπό τό ὁποῖο σήμερα σώζονται κυρίως ὁ χαριτωμένος μικρός τρουλλωτός ναός τοῦ Ἁγίου Νικολάου.

Βαδίζοντας στό στενό μονοπάτι ξέκοβες σιγά – σιγά ἀπό τήν πολύβουη πόλη τῆς Ἀθήνας τῶν μηχανῶν καί τῶν ρύπων καί χωρίς νά τό καταλαβαίνεις ἔμπαινες σ’ἕναν ἄλλο κόσμο. Τή μέρα ἡ πόλη κάτω ξαπλωνότανε στή θολή της νωχέλεια. Τή νύχτα συχνά λαμπυρίζουν μακρινά τά φῶτα. Στά Καλλίσια ὅμως δέν εἶχε ἠλεκτρικό. Κεριά καί λίγα καντήλια στό ἐκκλησάκι τήν ὥρα τοῦ Ἑσπερινοῦ ἀχνοφωτίζουν τίς ἐξίτηλες μορφές τῶν Ἁγίων καί τίς γυμνές πέτρες. Πετρόλαμπα φώτιζε τά λίγα κελλιά καί τό μικρό «ἀρχονταρίκι» πού τό ζέσταινε τόν χειμώνα αὐτοσχέδια σόμπα γιά καυσόξυλα. Μόνη τεχνολογική παρουσία ἔξω ἀπ’τά κελλιά: τεντωμένο σύρμα γιά κεραία ραδιοφώνου.

Τόν χειμώνα ὁ παπα- Πορφύριος φώλιαζε δίπλα στήν σόμπα. Τό καλοκαίρι περπατοῦσε ἔξω στό μικρό ὑψίπεδο μέ τά βράχια ἤ στά κηπάκια πού καλλιεργοῦσε στά χαμηλότερα ἀπάγγια τῆς Μονῆς. Ὅταν ὁ καιρός ἦταν καλός, ἐξομολογοῦσε στήν ἐκκλησία. Τότες, ὅπως ὅταν πρωτοπήγαμε, περιμέναμε ἔξω στήν αὐλή κάνοντας γνωριμίες μέ ἀνθρώπους πού βλέπαμε γιά πρώτη φορά, ἀλλά γρήγορα νιώθαμε μιά ἀπροσδόκητη φιλία καί τρυφερότητα στήν καρδιά μας. Ἰσως καί σάν συνδετικό στοιχεῖο νά λειτουργοῦσε ἡ ἐσωτερική ἀνάγκη καί κάποιος πόνος, πού μᾶς ὁδηγοῦσε ὅλους στά ὄρη, ὅπου περιμέναμε τή βοήθεια.

Ἡ πρώτη συνάντηση μέ τόν π. Πορφύριο ἦταν πολύ ἤρεμη καί φιλική. Χωρίς καμμία βλοσυρότητα ἤ κατήφεια, πού μποροῦσε νά φανταστεῖ κανείς ἀκούγοντας γιά Γέροντα ἀσκητή. Γαλήνιος καί συγκαταβατικός ἄκουγε αἰχμηρές ἀποκαλύψεις τῶν ἄστατων ψυχῶν, σάν νά ἦταν κοινές καθημερινές κουβέντες. Σάν νά ἦταν πράγματα πού ἤξερε. Μέ τήν πρώτη γνωριμία ὅλες οἱ ἐπιφυλάξεις διαλύθηκαν. Καμμιά ἀπάνθρωπη αὐστηρότητα. Μόνο φιλάδελφη ἀγάπη καί συγχωρητικότητα. Ἀκούει, προσεύχεται συνάμα μέ τό κομποσχοίνι, εὐλογεῖ καί συγχωρεῖ.

«Μεγάλο πρᾶγμα ὁ πνευματικός», θά μᾶς πεῖ ἀργότερα. «Γι’ αὐτό στήν Ὀρθοδοξία δέν ὑπάρχει ἀπελπισία. Δέν ὑπάρχει ἀδιέξοδο. Γιατί ὑπάρχει ὁ πνευματικός, πού ἔχει τή χάρη νά συγχωρεῖ. Νά λευτερώνει τούς προστρέχοντες, ἐναποθέτοντας στό πετραχήλι του τά βάρη τῆς ψυχῆς τους»

Τό ἱλαρό φῶς τῆς δύσης μακρυά στήν Πειραϊκή μαζί μέ τό λόγο τοῦ Γέροντα γαληνεύουν τίς τρικυμισμένες ψυχές.

Στίς πολλές ἀναβάσεις πού ἀκολουθοῦν, δειλινά ἤ πρωϊνά, νύχτες καί μεσημέρια, κάθε φορά πού σφίγγεται ἡ καρδιά καί μοιάζει ὁ ὁρίζοντας κλειστός κι ὁ δρόμος ἀδιέξοδος, κάθε φορά πού παίρνουμε τό μονοπάτι μέ τίς αἰχμηρές πέτρες καί τά ἀνοιχτόχρωμα κυκλάμινα, κάθε φορά πού ὁ Παππούλης μᾶς περιμένει καί μᾶς ὑποδέχεται, γιά νά ξεφορτώσει τά βάρη ἀπό τίς καρδιές.

Ἕνα ἀπογευματινό ἀνοιξιάτικο τόν βρίσκουμε νά φροντίζει τίς φράουλες ξαπλωμένος σχεδόν στή γῆ. Διαλέγει φράουλες καί μᾶς προσφέρει νά γευτοῦμε τούς καρπούς τῆς γῆς. Καί κεῖ κουβεντιάζουμε. Χωρίς πολλές συμβουλές καί ἠθικολογίες τέμνει βαθειά τήν ψυχή καί ρίχνει τό βάλσαμο τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Ἀκτινοβολεῖ τέτοιες ὧρες καί λάμπει καί χαίρεται σάν παιδί. Μᾶς μιλάει ἀσταμάτητα γιά τήν εὐχή. Γιά τή νοερά προσευχή. Ἄλλοτε μᾶς λέει καί μᾶς ἐξηγεῖ τή σημασία τῆς εὐλογίας ἀπό τόν ἱερέα γιά τό χειροφίλημα. «Τό χέρι τοῦ ἱερέα!» λέει μέ θαυμασμό καί ἔκσταση. «Τί σπουδαῖο πρᾶγμα, ἔ! Τί μυστήριο!». Μιλάει ἁπλά καί ταπεινά τονίζοντας κι ἐπαναλαμβάνοντας πώς ξέρει πολύ λίγα γράμματα: «Δ΄ Δημοτικοῦ!».

Κάποια βραδυά εἴχαμε συγκεντρωθεῖ μιά ὁμάδα μαζί μ’ ἕναν Ἁγιορείτη. Νύχτωσε. Ὁ καιρός ἦταν ἀνταριασμένος κι ἀπειλητικός. Ὅμως κοντά στόν Γέροντα καί γιά ὅσους ἀκόμη δέν ἦσαν μαθημένοι στήν σκοτεινή νύχτα τῆς φύσης, δέν ταραζότανε ἡ γαλήνη. Ὁ Γέροντας μιλοῦσε γιά τήν διαφορά τῆς ταπεινοφροσύνης ἀπό τό πλέγμα τῆς κατωτερότητας.

«Ὁ ταπεινός, ἔλεγε, δέν εἶναι μιά προσωπικότητα διαλυμένη. Ἔχει συνείδηση τῆς κατάστασής του ἀλλά δέν ἔχει χάσει τό κέντρο τῆς προσωπικότητάς του. Ξέρει τήν ἁμαρτωλότητά του, τή μικρότητά του καί δέχεται τίς παρατηρήσεις τοῦ πνευματικοῦ του, τῶν ἀδελφῶν του. Λυπᾶται ἀλλά δέν ἀπελπίζεται. Θάβεται, ἀλλά δέν ἐξουθενώνεται καί δέν ὀργίζεται. Ὁ κυριευμένος ἀπό τό πλέγμα κατωτερότητας, ἐξωτερικά καί στήν ἀρχή, μοιάζει μέ τόν ταπεινό. Ἄν ὅμως λίγο τόν θίξεις ἤ τόν συμβουλεύσεις, τότε τό ἀρρωστημένο ἐγώ ἐξανίσταται, ταράζεται, χάνει κι αὐτή τήν λίγη εἰρήνη πού ἔχει. Τό ἴδιο, ἔλεγε, συμβαίνει καί μέ τόν παθολογικά μελαγχολικό σέ σχέση μέ τόν μετανοοῦντα ἁμαρτωλό. «Ὁ μελαγχολικός περιστρέφεται κι ἀσχολεῖται μέ τόν ἑαυτό του καί μόνο. Ὁ ἁμαρτωλός πού μετανοεῖ κι ἐξομολογεῖται βγαίνει ἀπ’ τόν ἑαυτό του. Αὐτό τό μεγάλο ἔχει ἡ πίστη μας, τόν ἐξομολόγο. Τόν πνευματικό. Ἔτσι καί τό ‘πες στό Γέροντα κι ἔλαβες συγχώρεση, μή γυρνᾶς πίσω». Αὐτό τό τόνιζε πολύ. Νά μήν ξαναγυρνᾶ κανείς στά προηγούμενα ἀλλά νά προχωρᾶ. Μεγάλη σημασία ἔδινε ἐπίσης στή νηστεία χωρίς ἀκρότητες καί ὑπερβολές, ἀλλά ὑπογραμμίζοντας τήν καθαρτική της σημασία.

Νικόλαος Ζίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου