Σάββατο 29 Φεβρουαρίου 2020


Ὑπάρχει κίνδυνος μολύνσεως;
Ὁ μακαριστὸς Δημήτριος Παναγόπουλος (1916-1982), ὁ θεοφώτιστος λαϊκὸς ἱεροκήρυκας, κήρυσσε ἀκόμα καὶ στὸ νοσοκομεῖο «Σωτηρία», ὅπου ἄλλοι δὲν πλησίαζαν ἀπὸ τὸ φόβο τῆς φυματίωσης.
Ἐκεῖ τὸν ἀκολουθοῦσε ὁ ἱερέας π. Δημήτριος Παπαντώνης, ποὺ ἐξομολογοῦσε τοὺς φυματικοὺς καὶ τελοῦσε τὴ θεία Λειτουργία.
Μία μέρα ἕνας γιατρός, ποὺ παρακολουθοῦσε τὶς ὁμιλίες προβληματισμένος, πλησιάζει τὸν ἱεροκήρυκα καὶ τοῦ λέει:
– Κύριε Παναγόπουλε, ὁ ἱερέας εἶναι ἀδύνατον νὰ καταλύει τὸ περιεχόμενο τοῦ ἁγίου Ποτηρίου. Κοινωνοῦν τόσοι ἀσθενεῖς ἀπὸ αὐτό, κι ὅπως εἶναι γνωστό, τὸ μικρόβιο τῆς φυματιώσεως μεταδίδεται μὲ τὸ σάλιο. Τί κάνει λοιπὸν ὁ ἱερέας τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου ποὺ περισσεύει; Τὸ χύνει στὸ χωνευτήρι; Αὐτὸ ὅμως δὲν εἶναι μεγάλη ἁμαρτία;
– Τέτοιο πράγμα δὲν γίνεται ποτέ, ἀντέτεινε ὁ ἱεροκήρυκας. Ὁ Χριστὸς δὲν μολύνεται ἀπὸ μικρόβια. Κι ἀπὸ τὰ ἄχραντα Μυστήρια δὲν ὑπάρχει κανένας κίνδυνος μολύνσεως.
Ὁ γιατρὸς ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει. Τότε ἐκεῖνος τὸν προέτρεψε νὰ παρακολουθήσει τὴν ἑπόμενη θεία Λειτουργία, καὶ στὸ τέλος νὰ σταθεῖ κάπου, ὥστε νὰ βλέπει τὶς κινήσεις τοῦ ἱερέα τὴν ὥρα τῆς καταλύσεως.
Ἔτσι κι ἔγινε. Ὁ γιατρὸς εἶδε μὲ τὰ μάτια του τὸν λειτουργὸ νὰ καταλύει τὸ περιεχόμενο τοῦ ἁγίου Ποτηρίου. Τὸν εἶδε μάλιστα νὰ ρίχνει νάμα δύο-τρεῖς φορές, φροντίζοντας νὰ μὴ μείνει οὔτε ἴχνος ἀπὸ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου.
Ἀπὸ τότε ὁ γιατρός, ὄχι μόνο πίστευε, ἀλλὰ καὶ ἐκκλησιαζόταν καὶ κοινωνοῦσε μαζὶ μὲ τοὺς ἀσθενεῖς.

Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020


Τὸ ἀλφαβητάρι τῆς ἀρετῆς
Ἄ ρχιζε πάντα ἀπ’ τὸ Θεὸ καὶ πάντα τελείωνε μαζί του
Β ίου τὸ κέρδος εἶν’ αὐτό: τὴ μέρα σου καλὰ νὰ τελειώνεις
Γ νώριζε ὅλα τὰ καλὰ ἔργα τῶν δικαίων
Δ εινὸν τὸ νὰ πεινάει κανείς, μὰ φοβερότερος ὁ πλοῦτος ὁ παράνομος
Ε ὐεργετεῖς; Μάθε λοιπὸν πὼς τὸ Θεὸ μιμεῖσαι.
Ζ ήτα ἀπ’ τὸ Θεὸ νὰ σοῦ εἶναι σπλαχνικός, σὰν ὅμως εὔσπλαχνος εἶσαι καὶ ἐσὺ
Ἡ σάρκα ἡ ἀνθρώπινη νὰ συγκρατεῖται πρέπει καὶ νὰ δαμάζεται γερὰ
Θ υμὸ χαλίνωνε, μὴ πέσεις ἔξω ἀπὸ τὴ λογικὴ
Ἲ σια ψηλὰ τὸ βλέμμα σου, στὴ γλώσσα νὰ ‘χεις μέτρο
Κ λειδὶ στ’ αὐτιὰ νὰ βρίσκεται, τὸ γέλιο σου νὰ ‘ναι σεμνὸ
Λ υχνάρι νὰ πορεύεται ἡ λογικὴ μπροστὰ ἀπὸ κάθε σου ἔργο
Μ ή σοῦ γλυστράει κάτω ἀπ’ ὅτι φαίνεται, ἐκεῖνο ποὺ ὑπάρχει
Ν ὰ ἐρευνᾶς τὰ πάντα μὲ τὸ νοῦ, ὅμως νὰ πράττεις ὅσα ἐπιτρέπονται
Ξ ένος πὼς εἶσαι, μάθε το καλά. Γι’ αὐτὸ τίμα τοὺς ξένους
Ὅ ταν στὴ γαλήνη ταξιδεύεις, τότε νὰ θυμᾶσαι τὴ φουρτούνα
Π άντα νὰ δέχεσαι εὐχάριστα, ὅσα ἀπὸ τὸ Θεὸ προέρχονται
Ρ αβδὶ νὰ σὲ χτυπᾶ τοῦ δίκαιου καλύτερα, παρὰ ὁ κακὸς νὰ σὲ τιμᾶ
Σ τὶς θύρες τῶν σοφῶν νὰ πηγαινοέρχεσαι, μακρυὰ ἀπ’ τὶς θύρες τῶν πλουσίων
Τ ὸ μικρό, μικρὸ δὲν εἶναι ὅταν σὲ κάτι μέγα ὁδηγεῖ
Ὕ βριν χαλίνωνε, μακρυὰ ἀπ’ τὴν ἔπαρση μέγας σοφὸς νὰ γίνεις
Φ υλάξου σὺ ἀπ’ τὸ πέσιμο, σὰν ὅμως ἄλλος πέσει, μὴ γελᾶς
Χ άρισμα τὸ νὰ σὲ φθονοῦν, αἶσχος καὶ μέγα, νὰ φθονεῖς ἐσὺ
Ψ υχὴ ποὺ στὸ Θεὸ προσφέρεται, εἶναι ἡ καλύτερη θυσία
Ὤ, ποιὸς θὰ τὰ φυλάξει ὅλα αὐτά; Αὐτὸς καὶ θὰ σωθεῖ!
Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2020



Μηδεὶς τὸ ἑαυτοῦ ζητείτω
Τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὡς μέλη ἀλλήλων, εἶναι συνεργάτες καὶ συνυπεύθυνοι γιὰ ὁλόκληρο τὸ σῶμα. Ἄλλωστε αὐτὸ τὸ αἴσθημα ὑπαγορεύει καὶ ἡ ὁμοουσιότητα τῶν ἀνθρώπων. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ συμπεριφορὰ πρὸς τὸν πλησίον, ἡ στήριξή του, ἡ συμμετοχὴ στὸν πόνο καὶ τὴν χαρά του, ἡ ἀποφυγὴ τῆς προσβολῆς ἢ τοῦ σκανδαλισμοῦ του ἀποτελοῦν βασικὲς ὑποχρεώσεις γιὰ τὸν πιστό. Ἡ ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ἀτομικὸ ἀλλὰ συλλογικὸ ἔργο, ποὺ πραγματοποιεῖται μὲ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οἱ διαπροσωπικὲς σχέσεις δὲν ἀνήκουν στὸ περιθώριο ἀλλὰ στὸ ἐπίκεντρο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.
Ἐκφραστικὸ γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ εἶναι τὸ αἴτημα ποὺ ἀπευθύνεται κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία, λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν Θεία Κοινωνία: «Τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τὴν κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος αἰτησάμενοι, ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πάσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Ὁ Χριστιανὸς δὲν φροντίζει μόνο γιὰ τὴν προσωπικὴ προσαγωγή του στὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν στήριξη τοῦ πλησίον νὰ πλησιάσει τὸν κοινὸ Πατέρα. Καὶ ἡ φροντίδα αὐτὴ δὲν ἀποτελεῖ δευτερεῦον ἀλλὰ κύριο ἔργο ποὺ ἐκφράζει τὴν ταυτότητά του ὡς μέλους τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ τὸ νόημα ἔχει καὶ ἡ προτροπὴ ποὺ ἀπευθύνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πρὸς τοὺς πιστούς: «Μηδεὶς τὸ ἑαυτοῦ ζητείτω, ἀλλὰ τὸ τοῦ ἑτέρου ἕκαστος»
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης ὑπάρχει καὶ ὁ λεγόμενος χρυσὸς κανόνας τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς: «Πάντα ὅσα ἂν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς». Ἐδῶ καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νὰ μεταφέρει τὸν ἑαυτό του στὴν θέση τοῦ ἄλλου καὶ νὰ ἐνεργήσει ἀπέναντί του ἔτσι, ὅπως θὰ ἤθελε νὰ ἐνεργήσουν οἱ ἄλλοι ἀπέναντι σὲ αὐτόν. Ὁ κανόνας αὐτὸς προσφέρει στὸν καθένα τὸ ἀσφαλέστερο πρακτικὸ μέτρο σωστῆς συμπεριφορᾶς, ἀλλὰ δὲν κάνει λόγο γιὰ τὰ ὅριά της. Αὐτὰ ὑποδηλώνονται μὲ τὴν δεύτερη μεγάλη ἐντολή, ποὺ καλεῖ τὸν Χριστιανὸ νὰ ἀγαπήσει τὸν πλησίον του ὡς ἑαυτό του. Τὸν καλεῖ νὰ ἀνοιχθεῖ ἀπεριόριστα πρὸς ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη φύση. Νὰ μὴ ξεχωρίζει τὸν πλησίον ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ νὰ τὸν βλέπει καὶ νὰ τὸν ἀγαπᾶ ὡς ἑαυτό του. Νὰ ζεῖ τὴν ζωὴ τοῦ πλησίον ὡς δική του ζωὴ καὶ νὰ γίνεται ἕνα μαζί του.
Ἡ θεώρηση αὐτὴ τοῦ πλησίον δὲν κατασκευάζεται σὲ θεωρητικὸ ἐπίπεδο, ἀλλὰ προκύπτει ὡς ὀντολογικὴ συνέπεια μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ τὸν Χριστιανὸ ὁ ἀληθινὸς ἑαυτὸς του εἶναι ὁ πλησίον. Χωρὶς αὐτὸν δὲν βρίσκεται οὐσιαστικὰ μέσα στὸ κοινὸ σῶμα. Δὲν ἐπαληθεύει τὴν ταυτότητα τοῦ Χριστιανοῦ. Αὐτὸ βέβαια δὲν γίνεται αἰσθητὸ μέσα στὴν ἐκκοσμικευμένη ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα. Γι’αὐτὸ καὶ ἐξαρχῆς ἡ ἐκκοσμίκευση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ὁδήγησε πολλοὺς πιστοὺς ἔξω ἀπὸ τὴν κοσμικὴ κοινωνία καὶ συνέβαλε στὴν ἐμφάνιση τοῦ μοναχισμοῦ.
Ὁ μοναχισμὸς δὲν ἐπιδιώκει τίποτε περισσότερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ ἐπιδιώκει κάθε Χριστιανός. Τὸ μοναστήρι εἶναι μία ἐκκλησία ποὺ λειτουργεῖ μέσα στὸ σῶμα τῆς ὅλης Ἐκκλησίας καὶ μὲ τὸν ἴδιο σκοπὸ ὅπως καὶ αὐτή. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε καὶ οἱ ὀρθόδοξοι λαοὶ ἔβλεπαν στὸ μοναχικὸ κοινόβιο τὴν ἰδεώδη χριστιανικὴ κοινωνία. Σὲ σχέση μάλιστα μὲ τὸ θέμα μας μπορεῖ νὰ λεχθεῖ ὅτι αὐτὸ ἀποτελεῖ καὶ τὸ τελειότερο πλαίσιο γιὰ τὴν καλλιέργεια σωστῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων. Οὐσιαστικὰ ἡ κοινοβιακὴ ζωὴ στὴν ἰδανική της μορφὴ ἀποσκοπεῖ στὴν πληρέστερη δυνατὴ προσέγγιση τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἑνότητας, ποὺ ἔχει ὡς ἔσχατο στόχο τὴν ἑνότητα τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης, τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Γεώργιος Μαντζαρίδης

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2020



Οἱ σωστὲς διαπροσωπικὲς σχέσεις
Ἡ σωστὴ ἀνθρώπινη κοινωνία ἀπαιτεῖ σωστὲς διαπροσωπικὲς σχέσεις. Καὶ οἱ σωστὲς διαπροσωπικὲς σχέσεις προϋποθέτουν σωστὰ πρόσωπα. Σωστά, τέλος, πρόσωπα ἢ ὁλοκληρωμένες ἀνθρώπινες ὑποστάσεις εἶναι ἐκεῖνες ποὺ ἀγκαλιάζουν μὲ τὴν ἀγάπη τους ὁλόκληρο τὸν κόσμο, ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Ἡ κένωση τοῦ ἀτομικοῦ ἐγωισμοῦ γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ πλησίον ὡριμάζει καὶ ὁλοκληρώνει τὸ πρόσωπο. Ὅσο βαθύτερα «συγχωρεῖ» κάποιος μέσα του τοὺς ἄλλους, ὅσο περισσότερο τοὺς ἀγκαλιάζει μὲ τὴν ἀγάπη του, τόσο πιὸ σωστὲς διαπροσωπικὲς σχέσεις καλλιεργεῖ, τόσο περισσότερο ὁλοκληρώνεται ὡς πρόσωπο καὶ ἀνυψώνεται πρὸς τὸ ἰδανικὸ πρότυπό του, τὸν Τριαδικὸ Θεό. Καὶ αὐτὸ γίνεται δυνατὸ μὲ τὴν ταπείνωση, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἄλλη ὄψη τῆς ἀγάπης.
Ἀπὸ ὅσα σημειώθηκαν γίνεται, νομίζουμε, φανερὸ ὅτι τέτοια πρόσωπα δὲν μποροῦν νὰ προετοιμαστοῦν χωρὶς τὴν θεανθρώπινη κοινωνία, ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ διαμορφωθοῦν χωρὶς τὶς ἀνθρωπολογικὲς καὶ πνευματικὲς προϋποθέσεις ποὺ ἔχει καὶ προσφέρει αὐτὴ στὸν ἄνθρωπο. Στὸν βαθμὸ ποὺ ὁ ἄνθρωπος προσανατολίζεται πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴν ὁλοκληρώνεται ὡς πρόσωπο καὶ καλλιεργεῖ σωστὲς διαπροσωπικὲς σχέσεις. Ζεῖ τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη καὶ γίνεται ἐκφραστής της στὴν καθημερινὴ ζωή. Αὐτὸ φαίνεται δύσκολο, καὶ εἶναι πράγματι δύσκολο ἰδιαίτερα μέσα στὴν σύγχρονη ἐγωκεντρικὴ κοινωνία, γι’ αὐτὸ θεωρεῖται συνήθως ὡς ἔργο τῶν μοναχῶν. Ἡ ἐντολὴ ὅμως τῆς ἀγάπης δὲν ἀπευθύνεται μόνο στοὺς μοναχοὺς ἀλλὰ σὲ ὅλους τοὺς πιστούς.
Ἡ θεσμοποίηση ἑνὸς τέτοιου τρόπου ζωῆς γίνεται δυνατὴ μὲ τὴν αὐτεξούσια συγκατάθεση τῶν ἀνθρώπων καὶ ὄχι μὲ ὁποιονδήποτε ἐξωτερικὸ καταναγκασμό. Ὁ ἐξωτερικὸς καταναγκασμὸς μπορεῖ νὰ ἔχει ὁρισμένα πρόσκαιρα ἀποτελέσματα, ἀλλὰ προκαλεῖ ἀναπόφευκτα ἔντονες ἀντιδράσεις καὶ δημιουργεῖ ἐκρηκτικὲς καταστάσεις. Οἱ νόμοι καὶ οἱ θεσμοὶ μποροῦν νὰ ἐμποδίσουν τὴν ἀκαταστασία ἢ τὴν παρενόχληση τῆς κοινωνικῆς ζωῆς καὶ τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων, ἀδυνατοῦν ὅμως νὰ κατευθύνουν τὶς διαθέσεις τῶν ἀνθρώπων ἢ νὰ ἐμπνεύσουν τὴν ἀγάπη καὶ τὴν καταλλαγὴ στὶς καρδιές τους. Ἀντιθέτως, ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν ἀλήθεια τῶν δογμάτων της προσφέρει στοὺς ἀνθρώπους τὴν δυνατότητα νὰ συλλάβουν τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ὑπάρξεώς τους καὶ νὰ ὁλοκληρωθοῦν ὡς πρόσωπα.
Γεώργιος Μαντζαρίδης

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2020


Ἕνας χριστιανισμὸς στὰ μέτρα μας
Ὁ ἄνθρωπος ἀπό τῆς βρεφικῆς ἡλικίας σιγά σιγά παύει νά μεγαλώνει μέ τόν Θεό. Ἀλλιῶς διαπαιδαγωγοῦνται τά παιδιά σήμερα. Δέν παιδαγωγοῦνται ἐν Θεῶ. Δέν ὡριμάζει ὁ ἄνθρωπος ὡς θεανθρώπινη προσωπικότητα. Ἀκόμα καί αὐτοί οἱ χριστιανοί συχνά φτιάχνουν ἕναν χριστιανισμό στά μέτρα τους.
Ζεῖ ὁ ἄνθρωπος τόν κόσμο καί παραδέχεται τήν Ἐκκλησία. Παραδέχεται τήν Ἐκκλησία καί ζεῖ τόν κόσμο. Ἔχει κοινή ζωή καί ἐκτιμᾶ τήν ἐκκλησιαστική ζωή. Ἐκτιμᾶ τήν ἐκκλησιαστική ζωή καί ζεῖ κοινή ζωή. Αὐτός εἶναι ὁ πεπτωκός ἄνθρωπος! Γι’ αὐτό καί ἡ Θ.Λειτουργία, ὡς ἐπί τό πλεῖστον, ἁπλῶς καλλωπίζει τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά δέν… τήν γεμίζει. Δέν εἶναι ἐκκλησιαστική ζωή. Ἡ διασπάθιση τοῦ χρόνου καί οἱ μέριμνες ἐπιφέρουν τόν ἐξοβελισμό τῆς λατρευτικῆς ἐμπειρίας.
Ποιός πηγαίνει στόν Ἑσπερινό, στόν Ὄρθρο; Πόσοι κάνουν Ἀπόδειπνο; Ποιοί γνωρίζουν τίς ἀκολουθίες μας; Ποιοί ἀκούουν κανόνες τῆς Ἐκκλησίας; Ὁ πλοῦτος τῶν ἀκολουθιῶν παραχωρεῖται, σπρώχνεται σέ κάποια γωνία. Θεωρεῖται ἀρκετό μόνο ἡ Θεία Λειτουργία – μάλιστα ὄχι καί ὁλόκληρη ἡ ἀκρόασή της – ὡς ἕνα ἑβδομαδιαῖο ἱερό θέαμα καί ἀκρόαμα.
Οἱ πιστοί μας ἀναπαύονται μέ τήν παρουσία τους στήν Ἐκκλησία, μερικοί δέ προσθέτοντες καί τήν Θεία Κοινωνία νομίζουν ὅτι εἶναι καλύτεροι ἀπό ὅσους μόνο παρίστανται. Ἔτσι ὅμως ἡ Λειτουργία δέν μᾶς τρέφει, δέν μᾶς ἀλλοιώνει, δέν μᾶς ἀνεβάζει σέ θεία βιώματα.
Πιστεύομε στήν ἁγιότητα καί τήν Θεία ἐπιφάνεια, ἀλλά δέν ἐννοοῦμε τήν ἁγιότητα ὡς προσωπική μας μέθεξη καί ἰδιότητα καί ἐνώπιον τῆς θείας ἐπιφανείας δέν διατιθέμεθα «ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καί τῆς καρδίας», γιά νά γίνουμε ἐμεῖς ἅγιοι.
Γέρων Αἰμιλιανὸς Σιμωνοπετρίτης

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2020



Τί Θεὸ ἔχουμε!
Πόσο εὐτυχισμένοι εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι Χριστιανοί! Τί Θεὸ ἔχουμε! Εἶναι ἀξιολύπητοι ὅσοι δὲν γνώρισαν τὸν Θεό. Αὐτοὶ δὲν βλέπουν τὸ αἰώνιο φῶς, καὶ μετὰ τὸ θάνατο πορεύονται στὸ αἰώνιο σκοτάδι. Αὐτὸ τὸ ξέρουμε, γιατί τὸ Ἅγιο Πνεῦμα πληροφορεῖ μέσα στὴν Ἐκκλησία τοὺς ἁγίους γιὰ τὸ τί ὑπάρχει στὸν οὐρανὸ καὶ τί στὸν Ἅδη. Ὤ, πόσο ἀξιολύπητοι εἶναι οἱ πλανεμένοι ἄνθρωποι! Αὐτοὶ δὲν μποροῦν νὰ ξέρουν τί εἶναι ἡ ἀληθινὴ χαρά. Μερικὲς φορὲς διασκεδάζουν καὶ γελοῦν, ἀλλὰ τὸ γέλιο καὶ ἡ ἀπόλαυση ποὺ δοκιμάζουν θὰ μεταβληθοῦν σὲ θρῆνο καὶ θλίψη. Δική μας χαρὰ εἶναι ὁ Χριστός. Μὲ τὰ πάθη Του μᾶς ἔγραψε στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς, καὶ στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν θὰ εἴμαστε αἰώνια μὲ τὸν Θεὸ καὶ θὰ βλέπουμε τὴ δόξα Του καὶ θὰ εὐφραινόμαστε μαζί Του. Ἡ χαρὰ μας εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Εἶναι τόσο γλυκὸ καὶ εὐχάριστο! Αὐτὸ μαρτυρεῖ στὴν ψυχὴ γιὰ τὴ σωτηρία.
Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2020


Καὶ στὸ τέλος εἰρήνευσα
Ἄλλη φορὰ ἦρθε κάποιος ἐδῶ πέρα καὶ μὲ τὴν ὁμιλία προβήκαμε σὲ κατάκριση. Ἔπειτα πάω νὰ λειτουργήσω καὶ δὲν μπορῶ νὰ πῶ τὶς εὐχές. Βρέ, τί ἔκανα; λέω. Μπρός! Ἦρθε ὁ τάδε γείτονας καὶ κατακρίναμε κάτι δεσποτάδες καὶ τὸ αὐτό. Ἀπάνω στὴ Λειτουργία, λειτουργώντας, λέω: «Θεέ μου, συγχώρεσέ με. Συγχώρεσέ με, Θεέ μου. Ἔσφαλα, Θεέ μου. Γιὰ ποιὸν εἶναι τὸ "ἔσφαλα", Θεέ μου; Ὑπάρχει καὶ γιὰ μένα συγχωρητικὴ εὐχή», λέω. «Ἔ, καλά, Θεέ μου, εὐλόγησον». Καὶ στὸ τέλος εἰρήνευσα καὶ λέω: «Ἅμα θέλεις ἄλλη φορά, κατάκρινε!»
Μεγάλο πράγμα εἶναι, μεγάλο κακὸ εἶναι ἡ κατάκρισις. Ἔ, ὡς ἄνθρωποι θὰ σφάλλουμε, παιδί μου. Ἀλλὰ τί; Καὶ ἡ ἐξομολόγησις εἶναι μυστήριο, παιδί μου.
***
Ἐγὼ μόνο τὸ Γυμνάσιο ἔβγαλα, δὲν πῆγα παραπάνω. Κι ἔγραψα ὅλους τοὺς συμμαθητάς μου, ὅλους τους καθηγητάς μου, τοὺς δασκάλους ἀπὸ τὴν πρώτη Δημοτικοῦ μέχρι τὴν τελευταία τάξη τοῦ Γυμνασίου. Καὶ ὅταν τὰ μνημονεύω, πόση χαρὰ λαμβάνω! Ξέρεις πόση χαρὰ λαμβάνω; Διότι μνημονεύω ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι μὲ ἔκαναν ἄνθρωπο καλό. Τώρα, ἐπειδὴ ἔχω ἕνα χρόνο ποὺ δὲν πάω στὴ Λειτουργία, γιατί δὲν ἀκούω, καὶ θέλω νὰ μνημονεύσω πάλι ἐκεῖνα τὰ ὀνόματα, καὶ λίγο-λίγο πάλι τὰ θυμᾶμαι, αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ὠφελοῦνται. Γι' αὐτό, παιδάκι μου, θέλεις νὰ σωθεῖ ἡ ψυχή σου δωρεάν; Ὅσα μπορεῖς περισσότερα ὀνόματα νὰ μνημονεύεις.
Γέρων Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2020



Ἐμπιστοσύνη
Τί θὰ πεῖ ἄγχος, νεῦρα, ψυχασθένειες;
Δὲν ὑποτασσόμεθα στὸν Χριστὸ μὲ ἀγάπη καὶ μπαίνει ὁ διάβολος καὶ μᾶς ἀνακατεύει.
Τὸ ἄγχος εἶναι ἀσθένεια τῆς ψυχῆς καὶ δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ ὑλικὲς ἐλλείψεις.
Μπορεῖ ἕνας ὑγιὴς ἄνθρωπος νὰ ἔχει πολλὰ ἑκατομμύρια στὴν Τράπεζα καὶ νὰ ζεῖ μέσα στὸ ἄγχος.
Τὸ ἄγχος καταπολεμεῖται μὲ τὴν ἐμπιστοσύνη στὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν καλὸν ἀγώνα.
Ἡ ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης στὸν Θεὸ δημιουργεῖ τὸ ἄγχος.
Ὅσιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2020



Πνευματικὸς νόμος
Μὴν προσπαθεῖς νὰ λύσεις τὰ δύσκολα προβλήματα μὲ φιλονικία, ἀλλὰ μὲ τὰ μέσα ποὺ ἐπιβάλλει ὁ πνευματικὸς νόμος, δηλαδὴ μὲ τὴν ὑπομονή, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἁπλότητα τῆς ἐλπίδας.
Ὅσιος Μάρκος ὁ Ἀσκητὴς

Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2020


Τέλεια χτίζει μόνο ὁ Θεός!
Δὲν ξέρω πόσοι ἔχετε προσέξει, σὲ πετροχτιστὰ σπίτια, πὼς ὁρισμένες πέτρες –συνήθως γωνιακές –ἐξέχουν κάπως ἀπὸ τὸ ὑπόλοιπο κτίσμα. Πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια εἶχα ρωτήσει ἕναν σπουδαῖο μάστορα τῆς πέτρας νὰ μοῦ ἐξηγήσει γιατί γίνεται αὐτό. Τὸ δικό μου μυαλὸ ἔφτανε μέχρι τὴν ἐξήγηση πὼς τὶς ἔχουν ἀφήσει ἐπίτηδες γιὰ νὰ δημιουργεῖται ἕνα εἶδος σκάλας γιὰ νὰ ἀνεβαίνουν καὶ νὰ χτίζουν τὰ ψηλότερα σημεῖα.
Μοῦ ἔδωσε μία ἀπάντηση ποὺ ὄχι ἁπλὰ μὲ ξάφνιασε, ἀλλὰ μετατόπισε μέσα μου κάποιες φιλοσοφικὲς σταθερές.
Αὐτὸ εἶναι τὸ ἄπεργο, μοῦ εἶπε. Εἶναι κάποια «λαθάκια» ποὺ κάνουμε ἐπίτηδες καὶ τὰ ἀφήνουμε ἔτσι γιατὶ θὰ ἦταν ἀλαζονικὸ ἐκ μέρους μας νὰ τὸ χτίσουμε τέλεια, τέλεια χτίζει μόνο ὁ Θεός!
Μοῦ πῆρε λίγη ὥρα νὰ συνέλθω ἀπὸ τὴν ἐξήγηση, τὸν κοιτοῦσα μὲ δυσπιστία, περιμένοντας νὰ χαμογελάσει, νὰ μοῦ πεῖ πὼς μοῦ κάνει πλάκα καὶ νὰ τὸ πάρει πίσω.
Δὲν ἔκανε οὔτε λέξη πίσω, ὑπερασπίστηκε τὴν ἐξήγησή του μέχρι τέλους καὶ μάλιστα μοῦ εἶπε πὼς αὐτὸ δὲν εἶναι κάτι καινούργιο, ἄπεργο ἔχει καὶ ἡ Ἀκρόπολη!
Δηλαδὴ ἀπὸ τότε δὲν ἤθελαν νὰ προσβάλλουν τὸν Θεὸ ἢ τοὺς θεοὺς καὶ ἄφηναν ἀτέλειες στὶς κατασκευές τους; τὸν ρώτησα.
Ἀπὸ τότε, μοῦ εἶπε, καὶ συνέχισε λέγοντάς μου πὼς αὐτὸ δὲν εἶναι κάτι ποὺ τὸ κρατᾶνε ὅλοι οἱ μάστορες, δὲν φοβοῦνται ὅλοι τὴν προσβολὴ στὸν Θεὸ καὶ νομίζουν πὼς μποροῦν νὰ φτιάξουν κάτι τέλειο.
Ἐπιστρέφοντας σπίτι τὸ ἔψαξα στὸ λεξικό. Ἄνοιξα πολλά, στὰ περισσότερα δὲν ὑπῆρχε ἡ λέξη, βρῆκα ἕνα ποὺ εἶχε τὴν ἑξῆς ἑρμηνεία: Ἄπεργο: «ἀκατέργαστη ἐπιφάνεια τῶν δομικῶν λίθων ποὺ ἀφαιρεῖται στὸ τέλος τοῦ κτισίματος. Γνώρισμα τῆς ἑλληνιστικῆς λιθοδομῆς ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ἰδιαίτερη ἐπεξεργασία τῶν γωνιακῶν λίθων».
Κανένας Θεὸς καὶ καμία ἀλαζονεία στὴν ἑρμηνεία τοῦ λεξικοῦ. Τὸ παρουσίαζε ὡς μία καθαρὰ τεχνικὴ ἀναγκαιότητα τοῦ χτισίματος μὲ πέτρα. Ὁρισμένοι ἔκοβαν ἢ λείαναν τὶς πέτρες μετὰ τὴν ἀποπεράτωση τῆς κατασκευῆς καὶ ἄλλοι τὶς ἄφηναν ἔτσι.
Κάπου ἐδῶ τελειώνουν οἱ λογικὲς ἐξηγήσεις καὶ ἀρχίζει ἡ ποίηση. Ἡ ποίηση ἑνὸς τεχνίτη ποὺ γνωρίζοντας φυσικὰ τὴ χρηστικὴ ἐξήγηση αὐτῆς τῆς μικρῆς, φαινομενικῆς «κακοτεχνίας» ἐπέλεξε νὰ τὴν μπλέξει μὲ Θεὸ καὶ ἀνθρώπους, μὲ τὸ πάθος τῆς τελειότητας καὶ τὴν ἔπαρσή της.
Βέβαια τὸ σκόπιμο λάθος δὲν εἶναι λάθος, εἶναι στρατηγική, εἶναι μία παραπλάνηση ποὺ στοχεύει κάπου. Ἂς ποῦμε πὼς εἶναι ἄλλη μία ἔκφανση τῆς ἀτελοῦς φύσης μας. Ἡ ὁποία –εὐτυχῶς ἢ δυστυχῶς –δὲν ἔχει ἀνάγκη κανένα προσχηματικὸ λάθος γιὰ νὰ ἀποδειχτεῖ περίτρανα.
Ὅμως εἶναι ὄμορφη σκέψη πὼς μόνο ὁ Θεὸς χτίζει τέλεια καὶ ἐμεῖς, ὅσο καὶ νὰ προσπαθήσουμε, μπορεῖ νὰ πλησιάσουμε ἀλλὰ τὸ περισσότερο ποὺ θὰ καταφέρουμε εἶναι νὰ φοβηθοῦμε τὴν ὕβρη. Μπορεῖ σὲ κάποιους νὰ ἀκούγεται ὡς ἡττοπαθὴς παραδοχὴ ἑνὸς «θεοφοβικοῦ», ἀλλὰ μόνο αὐτὸ δὲν εἶμαι.
Ἁπλὰ μοῦ ἀρέσει νὰ σκέφτομαι πὼς στὴν ἀναμέτρησή μας μὲ κάτι ἀνώτερο, ὑπάρχει στὸ τέλος τοῦ δρόμου ἡ ἀναμέτρηση μὲ τὸν ἑαυτό σου, ὄχι μόνο στὸ ἄνευ ὁρίων ὄνειρο καὶ στὶς ἄπειρες δυνατότητές σου ἀλλὰ καὶ στὴν ταπεινότητα.
Ὀδυσσέας Ἰωάννου

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2020



Ἡ οἰκουμενική διάσταση καί προοπτική (β)
2. Καί τώρα, δύο λόγια γιά τό δεύτερο θέμα:
Πολιτιστική παράδοση καί συνεχής ἀνανέωση. Ὁ ρηξικέλευθος Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν στάθηκε μέ εὐλαβικό σεβασμό στά ἐπιτεύγματα τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καί δέν δίστασε νά τά τοποθετήσει μέσα στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, νά τά ἐντάξει μέσα στή βιβλική παράδοση. «Ἐν αὐτῷ γάρ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν, ὡς καί τινες τῶν καθ' ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασι· τοῦ γάρ καί γένος ἐσμέν». Μία σαφής παραπομπή στόν Ἄρατο.
Τήν ὥρα πού ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τολμάει νά ἀρθρώσει τή χριστιανική πρόταση στήν πρωτεύουσα τοῦ ἀρχαίου πνευματικοῦ κόσμου, ὁ ἑλληνικός κόσμος - ὅπως ἔχουν ἐπισημάνει πολλοί στοχαστές - εἶχε διανύσει μία ἐκπληκτική πορεία πνευματικῆς ἀναπτύξεως, μέ θαυμαστή ἀξιοποίηση τοῦ λόγου ὡς καθολικῆς καί ἀνωτέρας ἀξίας. Φθάνoντας ὕστερα ἀπό μία φωτεινή τροχιά στό σύνορο τῆς λογικῆς, εἶχε ἀρχίσει νά διαβλέπει ὅτι πέρα ἀπό αὐτήν ἐκτείνεται ὁ ἀνεξερεύνητος χῶρος τοῦ Ἀρρήτου. Καί νά συνειδητοποιεῖ ὅτι σέ αὐτόν τόν χῶρο ἦταν ἀδύνατο νά διεισδύσει μέ τίς δικές του δυνάμεις. Σέ αὐτήν τήν ἔντονη ἐσωτερική λαχτάρα γιά νέες ἐξερευνήσεις, γιά νέα δημιουργία ἔρχεται ἡ παρέμβαση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.
Μέχρι τότε, ἡ ἑλληνική διανόηση εἶχε στηριχθεῖ καί ἀναδιπλωθεῖ στή σύλληψη τοῦ ἀνθρώπου ὡς σκεπτόμενου ὄντος, πού συνειδητοποιεῖ τόν ἑαυτό του καί τόν γύρω του κόσμο μέ τήν ἀνάπτυξη τῆς λογικῆς του. Γιά τόν Παῦλο, ἡ βασική στροφή, ἡ «μετάνοια» τῆς ἀνθρωπότητος, πρέπει νά γίνει πρός τήν κατεύθυνση τῆς ἀπροσπέλαστης γιά τόν νοῦ ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ἀπoκάλυψε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. «Τούς μέν χρόνους τῆς ἀγνοίας ὑπεριδών ὁ Θεός τά νῦν παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν». Ἡ ἀνάγκη τῆς μετανοίας θά παραμείνει συνεχής, μόνιμη πηγή ἀνανεώσεως. Γιά τόν Ἀπόστολο Παῦλο τελικό κριτήριο παραμένει ἀκριβῶς ὁ σταυρωθεὶς καί ἀναστὰς Ἰησοῦς, βάσει τοῦ παραδείγματος καί τῆς διδασκαλίας τοῦ ὁποίου ὁ Θεός «μέλλει κρίνειν τήν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ».
Ὁ Παῦλος δέν ἀνησύχησε ἄν χαμογέλασαν καί χλεύασαν τό ἐπαναστατικό μήνυμά του. Ὁ Ἀπόστολος φύτευσε στήν καρδιά τοῦ ἀρχαίου πολιτισμένου κόσμου μίαν ἀλήθεια. Ἤξερε ὅτι αὐτή ἔκρυβε μία ἐκπληκτική δυναμική ἀναπτύξεως καί πολιτισμοῦ. Οὔτε κἄν διανοήθηκε νά τήν ἐπιβάλει πολιτικά ἤ στρατιωτικά, ὅπως θά ἔκανε ἀργότερα, ὕστερα ἀπό 7 αἰῶνες κάποιος ἄλλος ἱδρυτής θρησκείας. Οἱ μεγάλες ἀλήθειες δέν χρειάζονται τεχνική στήριξη. Ριζώνουν ἀθόρυβα καί καρποφοροῦν μακροπρόθεσμα. Τό χρέος τῆς Ἐκκλησίας θά εἶναι πάντοτε νά εἶναι φορέας ἀλήθειας καί ζωῆς ἐν Χριστῷ, χωρίς διάθεση ἐπιθετικότητας, ὅπως συμβαίνει σέ ἄλλα θρησκευτικά συστήματα.
3. Κάθε Θεία Λειτουργία μᾶς ἐπανατοποθετεῖ στήν προοπτική πού ὁ Παῦλος καθόρισε σχετικά μέ «τό παρόν» καί «τά ἔσχατα». Μέ τό «τά νῦν» καί τήν «ἡμέραν ἐν ᾗ μέλλει κρίνειν τήν οἰκουμένην». Τό προσωπικό παρόν, τό παρόν τοῦ λαοῦ μας, τῆς περιοχῆς, τοῦ κόσμου, μᾶς ἀφορᾶ ἄμεσα. Καί ἡ εὐχαριστιακή κοινότητα, ἡ συναγμένη στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, καλεῖται νά δώσει ὅ,τι πιό πολύτιμο ἔχει.
Ἡ Ὀρθοδοξία πρέπει νά παραμείνει φορέας πνευματικῆς ἐλευθερίας, παρηγοριᾶς καί ἐλπίδος στόν σύγχρονο κόσμο. Φιλάνθρωπη, στήν ἀρχική ἔννοια τοῦ ὅρου. Γεμάτη συμπόνοια καί ἀνυπόκριτη ἀγάπη γιά τόν κάθε ἄνθρωπο, ἰδιαίτερα τόν εὑρισκόμενο σέ ἀνάγκες καί στενοχωρίες, ἀνεξαρτήτως καταγωγῆς, φυλῆς, χρώματος, φύλου, θρησκευτικῶν πεποιθήσεων. Τόν ἀδικούμενο ἤ διωκόμενο λόγω κοινωνικῶν ἤ πολιτιστικῶν διαφορῶν. Ὑποστηρίζοντας ἀνεπιφύλακτα τήν ἰσότητα ὅλων τῶν ἀνθρώπων καί τό χρέος τῆς ἀδελφοσύνης. Καλεῖται νά ἔρχεται ἀρωγός πρός πάντα ἄνθρωπον, μάλιστα τόν ἁμαρτωλό καί τόν ἐλάχιστο ἀδελφόν, τόν ὁποῖο διάφοροι κατά τόπους καί θέσεις ἰσχυροί ὑποτιμοῦν καί περιφρονοῦν. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ταγμένη νά τονίζει τήν ἀξία καί τό κάλλος τοῦ ἁγίου βίου καί νά καλλιεργεῖ πρόσωπα ἐλεύθερα πού μέ τό ἦθος, τόν χαρακτήρα, τό δημιουργικό τους πνεῦμα ἀνυψώνουν τόν ἑαυτό τους καί τήν κοινωνία.
Στίς διάφορες ἀναστατώσεις, στίς παγκόσμιες κοινωνικές καί πολιτικές ἀνακατατάξεις πού μᾶς τρομάζουν, τό βλέμμα μας ἠρεμεῖ, καθώς εἶναι στραμμένο πρός τό τέλος, τή βεβαιότητα ὅτι ἡ ἱστορία δέν ἐξελίσσεται ἐρήμην Ἐκείνου στόν ὁποῖο ἔχει δοθεῖ «πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καί ἐπί γῆς», ὁ ὁποῖος καί θά ἔλθει «κρίνειν τήν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ». Οἱ χριστιανοί ἐπ' οὐδενί λόγῳ πρέπει νά παρασυρθοῦμε ἀπό τή μέθοδο τοῦ ἀντιπάλου, τήν ἐπιθετικότητα καί τήν ἐκδικητικότητα, ἀλλά ὀφείλουμε σταθερά νά εἴμαστε παράγοντες δικαιοσύνης. Τό ἄλλο ὄνομα τῆς δικαιοσύνης λέγεται ἀνάπτυξη, ἀνάπτυξη γιά ὅλους, μέσα στόν τόπο μας, ἔξω ἀπό τόν τόπο μας. Ἡ Ἑλλάδα σήμερα ἔχει ἀποκτήσει προνομιακή θέση στά Βαλκάνια, καί ἐν πολλοῖς στόν κόσμο. Ἐπί 20 αἰῶνες δέχεται τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ ὅσο ἐλάχιστες ἄλλες χῶρες. Ὅμως, ἡ ὁποιαδήποτε δωρεά τοῦ Θεοῦ παρέχεται γιά τήν ἐκπλήρωση τοῦ χρέους τῆς ἀγάπης καί τῆς δικαιοσύνης στούς ἄλλους πού τίς στεροῦνται. «Παντί ᾧ ἐδόθη πολύ, πολύ καί ζητηθήσεται παρ' αὐτοῦ, καί ᾧ παρέθετο πολύ, περισσότερον αἰτήσουσιν αὐτόν».
Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας Ἀναστάσιος

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2020



Ἅγιος Λουκᾶς ὁ Στειρίτης
Στὶς 7 Φεβρουαρίου, τελεῖται ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Λουκᾶ τοῦ Στειρίτου. Τὸ μοναστήρι ποὺ τιμᾶ τ’ ὄνομά του βρίσκεται κοντὰ στὸ χωριὸ Στεῖρι κι' ἀπὸ τοῦτο λέγεται κι' ἅγιος Λουκᾶς ὁ Στειρίτης ἢ Νέος, γιὰ νὰ ξεχωρίζει ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ, ποὺ ἔζησε 890 χρόνια πρωτύτερα. Αὐτὸ τὸ μοναστῆρι εἶναι φημισμένο κ' ἡ ἐκκλησιὰ του εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη ἀπ' ὅσες σώζουνται ἀπὸ κεῖνον τὸν καιρό, στολισμένη μὲ ψηφιὰ καὶ μὲ χρωματιστὰ μάρμαρα. Πηγαίνει κανένας στὸ μοναστήρι ἀπὸ τὸ Δίστομο. Εἶναι χτισμένο σὲ ἔμορφο μέρος, κοντὰ στὸ βουνὸ ποὺ τὸ λέγανε στ' ἀρχαῖα Ἑλικώνα καὶ σήμερα τὸ λένε Παληοβούνα.
Ἡ καταγωγὴ τοῦ ἁγίου Λουκᾶ ἦτον ἀπὸ τὴν Αἴγινα. Ἀλλὰ οἱ παπποῦδες του φύγανε ἀπὸ τὸ νησί, σὲ καιρὸ ποὺ ρήμαξε ἀπὸ τοὺς πειράτες μπαρμπερίνους, καὶ πήγανε στὰ μέρη τῆς Ἰτέας. Ἐκεῖ πέρα γεννήθηκε ὁ πατέρας του Στέφανος, κ' ὕστερα πῆγε καὶ παντρεύτηκε στὸ χωριὸ Καστρί, ποὺ ἤτανε κοντὰ στοὺς ἀρχαίους Δελφούς. Ἐκεῖ ἦρθε στὸν κόσμο ὁ ἅγιος Λουκᾶς, στὰ 896 μ.X. Γιὰ τοῦτο λέγει ἕνα τροπάριό του: «Ἡ πόλις ἀγάλλεται Δελφῶν καὶ ταύτης ἡ ὅμορος, μάλιστα τοῖς σπαργάνοις σου, καὶ ἑπτάπυλαι Θῆβαι τὰ σὰ θαυμάσια κηρύττουσι τρανῶς».
Ἀπὸ τὰ πέντε ἀδέλφια καλογερέψανε τὰ τρία, ὁ Λουκᾶς, ἡ ἀδελφή του ἡ Καλὴ κι' ὁ ἀδελφός του Ἐπιφάνιος. Πρὶν νὰ καλογερέψει, ἤτανε τσομπάνος καὶ ξωχάρης, πλὴν καὶ τότε ὁλοένα καταγινότανε μὲ τὰ θρησκευτικά. Ἡ καρδιὰ του ἤτανε ἁπλή, τὸ μυαλὸ του καθαρὸ ἀπὸ ἄσοφες σοφίες, γιὰ τοῦτο λέγει καὶ τὸ τροπάρι του: «Στάθηκες, Λουκᾶ, ἄμαθος στὰ λόγια, ἀλλὰ σοφὸς σὲ ἔργα θεϊκά. K' ἔβαλες μέσα στὰ στήθια σου, μακάριε, τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ σὰν ἀρχὴ τῆς κάθε σοφίας, ὅθεν ἔζησες θεάρεστα». Ὁ ἴδιος ἔλεγε τὸν ἑαυτὸ του «ἀμαθῆ καὶ ἀγροῖκον». Ἤτανε ταπεινότατος, ἁπλός, ἄκακος, ἡ ὄψη του ἤτανε γλυκύτατη. Τοὺς φτωχούς τοὺς λυπότανε καὶ τοὺς πονοῦσε. Ὄντας ἀκόμα τσομπάνος, σὰν ἀντάμωνε κανέναν φτωχόν, τούδινε τὸ ψωμί του καὶ τὰ ροῦχα του, κι' αὐτὸς ἀπόμνησκε πεινασμένος καὶ γυμνός. Τὸ σπόρι ποῦχε γιὰ σπάρσιμο τὸ μοιραζότανε μὲ τοὺς ἄλλους φτωχοὺς ζευγάδες. M' ἕνα σύντομο λόγο, πιὸ πολὺ ἐζοῦσε γιὰ τοὺς ἄλλους παρὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του.
Πολλὲς φορὲς οἱ γονιοὶ του τὸν μαλώνανε, κ' ἐκεῖνος ὁ μακάριος τὰ ὑπόμενε πλὴν δὲν ἄλλαζε γνώμη. Σὰν πέθανε ὁ πατέρας του, ἀφοσιώθηκε περισσότερο στὰ τῆς θρησκείας, κ' ἔμαθε τ' ἀλφάβητο δίχως δάσκαλο, ὅσο νὰ διαβάζει τὸ Ψαλτήρι. Ἡ μάννα του τὸν ἄκουγε τὴ νύχτα ποὺ ἔκανε τὴν προσευχὴ του γονατισμένος ὡς τὰ ξημερώματα. Μιὰ μέρα ἔφυγε νὰ πάγει στὴ Θεσσαλία νὰ γίνει καλόγερος μὰ τὸν πιάσανε κάποιοι στρατιῶτες, ἐπειδὴ τὸν πήρανε γιὰ σκλάβο πώφυγε ἀπὸ τ' ἀφεντικό του, καὶ τὸν δείρανε καὶ τὸν φυλακώσανε κ' ὕστερα τὸν ἀφήσανε καὶ γύρισε στὸ σπίτι του. Δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς καὶ κονέψανε στὸ σπίτι του δυὸ καλογέροι ποὺ πηγαίνανε στὸν ἅγιο Τάφο κι' ὁ Λουκᾶς πῆγε κρυφὰ μαζί τους κ' ἦρθε στὴν Ἀθῆνα.
Μὲ τὰ πολλά, τὸν πῆρε ἕνας γούμενος στὸ μοναστήρι του, ὕστερα ἀπὸ πολλὰ παρακάλια, γιατί ἤτανε μονάχα δεκατεσσάρων χρονῶν. Ἡ μητέρα του δὲν ἤξερε ποῦ βρίσκεται κ' ἔκλαιγε καὶ παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ νὰ ξαναγυρίσει τὸ παιδί της στὸ σπίτι τους. Κι' ὁ Κύριος ἄκουσε τὸ θρῆνο της καὶ τῆς τὸ ἔδωσε. Τρεῖς φορὲς εἶδε ὁ γούμενος στὸν ὕπνο του τὴ μητέρα τοῦ Λουκᾶ νὰ κλαίγει καὶ νὰ τοῦ ζητᾶ τὸ τέκνο της. Ὡς ποὺ τὸν ἔβγαλε ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ τὸν ἔστειλε στὸ σπίτι του.
Κάθισε μαζὶ μὲ τὴ μητέρα του τρεῖς-τέσσερις μῆνες, κι' ὁλοένα τὴν παρακαλοῦσε νὰ στέρξει νὰ γίνει καλόγερος. Καὶ κείνη στὸ τέλος τὸν εὐχήθηκε κι' ὁ Λουκᾶς πῆγε σ' ἕνα βουνὸ ἔρημο ποὺ τὸ λέγανε τοῦ Ἰωαννίτζη, κ' ἔκανε μιὰ καλύβα κι' ἀσκήτευε. Ὓστερ' ἀπὸ λίγον καιρό, πήγανε κοντά του καὶ δύο-τρεῖς ἄλλοι ἀσκητάδες καὶ ξεπετραδιάσανε λίγον τόπο καὶ φυτέψανε περιβόλι, γιὰ νὰ φιλεύουνε τοὺς περαστικοὺς μὲ τὰ λάχανα ποὺ βγάζανε. Ὁ ἅγιος Λουκᾶς τὴν ἡμέρα δούλευε κι' ὅλη τὴ νύχτα προσευχότανε. Οἱ πατέρες ποὺ ἤτανε μαζί του ἀπορούσανε πῶς καθότανε ξάγρυπνος, δίχως νὰ καλοξέρει νὰ διαβάσει τὸ Ψαλτήρι καὶ τὶς ἄλλες προσευχές. Ἕνας ἀπὸ δαύτους κρύφθηκε ἕνα βράδυ γιὰ νὰ ἀκούσει τί ἔλεγε, κι' ὅλη τὴ νύχτα τὸν ἄκουγε νὰ λέγει γονατιστὸς ὁλοένα "Κύριε ἐλέησον".
Ἀπ' ὅσα ἔβγαζε τὸ περιβόλι του, κάτι τιποτένια ἔτρωγε ὁ ἴδιος καὶ τἄλλα τὰ ἔδινε στοὺς φτωχούς. Ὅσο εἶναι φυσικὸ στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους τὸ νὰ παίρνουνε καὶ νὰ ἀποχτοῦνε, ἄλλο τόσο φυσικὸ ἤτανε γιὰ τὸν ἅγιο Λουκᾶ τὸ νὰ δίνει τὰ δικά του στοὺς ἄλλους. Κι' ὄχι μονάχα τἄδινε, ἀλλὰ τὰ φόρτωνε στὸ γαϊδουράκι του καὶ τὰ πήγαινε στοὺς φτωχοὺς ποὺ εἴχανε ἀνάγκη οἱ καημένοι. Δὲν ἀγαποῦσε μονάχα τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ τὰ ζῷα τ' ἀγαποῦσε καὶ τὰ λυπότανε. Πηγαίνανε κάτι ἐλάφια καὶ τρώγανε τὰ λάχανα καὶ κεῖνος τὰ μάλωνε μὲ ἠμερότητα καὶ τοὺς μιλοῦσε σὰν νὰ τὸν καταλαβαίνανε.
Μιὰ φορά, ἕνα ἀπ' αὐτὰ τὰ ζαρκάδια ἔσπασε τὸ ποδάρι του καὶ τρέξανε κάποιοι κυνηγοὶ νὰ τὸ σκοτώσουνε, μὰ ὁ ἅγιος τοὺς παρακάλεσε μὲ δάκρυα νὰ τ' ἀφήσουνε νὰ ζήσει κι' αὐτοὶ θαυμάσανε γιὰ τὴν εὐσπλαχνία του. Ἀπὸ τὴ νηστεία κι' ἀπὸ τὴν ἀγρύπνια τὸ κορμὶ του εἶχε γίνει σὰν ξύλο ἀναίσθητο στὸ κρύο καὶ στὴ ζέστη, στὴν πεῖνα καὶ στὴ δίψα. Καὶ μ' ὅλο ποὺ καθότανε μοναχὸς μέσα στὴν ἔρημο, δὲν ἀγρίεψε, ἀλλὰ τὸ πρόσωπό του ἔφεγγε ἀπὸ τὴν καλοσύνη κι' ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος κ' ὑποδεχότανε μὲ προθυμία τοὺς ὁδοιπόρους καὶ ποτὲς δὲν τὸν εἶδε ἄνθρωπος νὰ εἶναι κατσούφης ἢ βαριεστημένος.
Ἐκεῖνος ἔτρωγε σ' ὅλη τὴ ζωὴ του χορταρικὰ καὶ ὄσπρια καὶ ψωμὶ κριθαρένιο, ἀλλὰ τοὺς ἄλλους τοὺς φίλευε πλουσιοπάροχα, μὲ καλὰ φαγητὰ καὶ μὲ κάθε τί ποὺ βρισκότανε στὸ καλύβι του. Ἀπὸ τὴν πολλὴ τὴν ἄσκηση ἔγινε σὰν ἄυλος. Μέσα στὴν καλύβα του εἶχε σκάψει ἕνα λάκκο κ' ἐκεῖ μέσα πλάγιαζε γιὰ νὰ θυμᾶται τὸν τάφο του. Μόλις τὸν θόλωνε ὁ ὕπνος, σηκωνότανε κ' ἔπιανε τὴν προσευχή, ψέλνοντας μέσα ἀπὸ τὸ Ψαλτήρι μὲ θρῆνο πολύν. Ἀπ' ὅσο ἁπλὸς ἤτανε πρῶτα, κατάντησε ἀκόμα πιὸ ἁπλὸς κι' ἄπλαστος, ἀφοῦ μιλοῦσε μὲ τὰ πουλιὰ σὰν νἄτανε ἄνθρωποι κ' εἶχε μερέψει δύο φίδια καὶ τἄθρεφε.
Ἡ καρδιὰ του καιγότανε ἀπὸ τὴν εὐσπλαχνία ποὺ ἔνοιωθε γιὰ κάθε πλάσμα. Ἀπάνω ἀπ' ὅλα ἔλαμπε ἡ πίστη του στὸ Θεό, ἁπλή, σὰν δέντρο ριζωμένη στὴν καρδιά του. Γιὰ τοῦτο ἀξιώθηκε προφητικὸ χάρισμα, καὶ προεῖπε πὼς οἱ Βούλγαροι θὰ κουρσέψουνε τὴ Ρούμελη καὶ τὸν Μοριά. Ἔκανε πολλὰ θαύματα καὶ ξακούσθηκε ἡ ἁγιοσύνη του σ' ὅλο τὸ Ἑλληνικό.
Ἑφτὰ χρόνια εἶχε κάνει ὁ ἅγιος σ' αὐτὸ τὸ βουνό, ὅπου κατεβήκανε οἱ Βούλγαροι μὲ τὸν τσάρο τους τὸν Συμεὼν καὶ κουρσεύανε τὸν τόπο. Σὰν ἀκούσθηκε πὼς ζυγώσανε στὰ κάτω μέρη, ὁ ἅγιος Λουκᾶς ἄφησε τ' ἀσκηταριό του καὶ πέρασε σὲ κάτι νησόπουλα ποὺ βρίσκουνται κοντὰ σὲ κείνη τὴν ἀκρογιαλιὰ κι' ἀπὸ κεῖ πῆγε στὴν Κόρινθο. Ἐκειπέρα ἔμαθε καὶ λίγα γράμματα, μὰ δὲν ἤθελε νὰ ζεῖ μέσα στὸν κόσμο. Γι' αὐτὸ σὰν ἄκουσε πὼς βρισκότανε ἕνας ἅγιος στυλίτης στὰ μέρη τῆς Πάτρας, πῆγε νὰ τὸν βλογήσει. Ἀλλὰ περνώντας ἀπὸ τὸ Ζεμενό, ἧβρε ἕναν ἄλλον ἀσκητὴ ποὺ καθότανε κι' αὐτὸς ἀπάνω σὲ μία κολόνα καὶ πῆγε ὑποταχτικός του καὶ κάθισε κοντὰ του δέκα χρόνια καὶ τὸν ὑπηρετοῦσε αὐτὸν καὶ τοὺς γέροντες ποὺ ἤτανε μαζί του, κουβαλώντας ξύλα καὶ νερό, μαγειρεύοντας, πλέκοντας δίχτυα, ψαρεύοντας κι' ὁλοένα ἀγωνιζόμενος μὲ νηστεία καὶ προσευχή. Ἀπὸ κεῖ γύρισε στὸ βουνὸ τοῦ Ἰωαννίτζη. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν τὸν ἀφήνανε ἥσυχο οἱ ἄνθρωποι, πῆγε κ' ἔκανε τὸ καλύβι του στὴν Ἀντικυρά. Ἐκεῖ γίνηκε ψαρὰς κι' ὅσα ψάρια ἔπιανε τὰ μοίραζε στοὺς φτωχούς. Ὓστερ' ἀπὸ λίγο, ἐπειδὴ κουρσεύανε τὸν κόσμο οἱ Σαρακηνοί, πέρασε σ' ἕνα ρημονήσι ποὺ τὸ λέγανε Ἀμπελῶνα κ' ἐκεῖ κάθισε τρία χρόνια μαζὶ μὲ τὴν ἀδερφὴ του τὴν Καλή.
Σὰν ἡσύχασε λίγο ὁ κόσμος, πέρασε στὴ στεριὰ καὶ πῆγε κι' ἔκανε τὸ καλύβι του κοντὰ στὸ χωριὸ Στεῖρι, στὸ μέρος ποὺ βρίσκεται τὸ μοναστῆρι του. Μὰ κ' ἐκεῖ δὲν ξαπόστασε, γιατί κάθε τόσο διαγουμίζανε τὸν τόπο οἱ Βούλγαροι κι' ἄλλα βάρβαρα ἔθνη, καὶ κρυβότανε στὶς σπηλιὲς καὶ σὲ γκρεμνὰ ἀπάτητα. Ὅλη ἡ ζωὴ του πέρασε μέσα σὲ κατατρεγμοὺς καὶ σὲ αἱματοχυσίες.
Τρεῖς μῆνες πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμησή του ἔφερε γύρο ὅλα τὰ χωριὰ καὶ τὰ ἀσκητήρια καὶ πῆρε συγχώρηση ἀπ' ὅλους. Ἀναπαύθηκε στὶς 7 Φεβρουαρίου τὸ 953, πενήντα ἕξ χρονῶν. Ὁ ἅγιος Λουκᾶς εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς ἁγίους τῆς Ὀρθοδοξίας ποὺ ζήσανε σὰν τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, "μέτριος, ἄκακος, πρᾶος, ἁπλοῦς, ἡσύχιος".
Φώτης Κόντογλου

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2020


Μετὰ τὴν προσευχὴ
Ὁ ἄνθρωπος, ὅταν προσεύχεται εἰς τὸν Θεό, ἀπορροφᾶ τρόπον τινά, τὶς ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθός, δὲν ὀργίζεται, μακροθυμεῖ. Καὶ ἐσὺ μετὰ τὴν προσευχή, σοῦ ἔρχεται ἕνα τέτοιο πράγμα, γίνεσαι μακρόθυμος, ὅ,τι καὶ νὰ σοῦ κάνει κάποιος.
Γέρων Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης

Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2020



Ὁ Χριστιανισμὸς ποὺ δίδαξε ὁ Χριστὸς
Ἀλλὰ ποιός δίνει σημασία σ’ αὐτὰ ποὺ λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος; Ἐμεῖς κάναμε ἕνα δικό μας Χριστιανισμό, ἕνα βολικό, ἕναν ἀνθρωπινὸ καὶ λογικὸ Χριστιανισμό, ὅπως λέγει ὁ μεγάλος Ἱεροεξεταστὴς τοῦ Ντοστογιέφσκη, γιατὶ ὁ Χριστιανισμὸς ποὺ δίδαξε ὁ Χριστὸς εἶναι ἀνεφάρμοστος, ἀπάνθρωπος. Ἐμεῖς, ἀντὶ ν’ ἀνέβουμε πρὸς τὸν Χριστό, ποὺ λέγει “ἐγὼ σὰν ὑψωθῶ, θὰ σᾶς τραβήξω ὅλους πρὸς ἐμένα”, τὸν κατεβάσαμε ἐκεῖ ποὺ βρισκόμαστε ἐμεῖς, καὶ κάναμε ἕνα Χριστιανισμὸ σύμφωνο μὲ τὶς ἀδυναμίες μας, μὲ τὰ πάθη μας, μὲ τὶς κοσμικὲς φιλοδοξίες μας, καὶ δώσαμε καὶ στοὺς ἁγίους τὰ προσόντα ποὺ ἐκτιμοῦμε καὶ ποὺ θαυμάζει ἡ ὑλοφροσύνη μας, τοὺς κάναμε φιλοσόφους, ρήτορας, πολιτικούς, ψυχολόγους, κοινωνιολόγους, παιδαγωγούς, ἐπιστήμονες κ.λπ.
Φώτης Κόντογλου

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2020


Θέλεις νά φαίνεσαι καλή καί ὄμορφη;
Θέλετε νά φαίνεσθε ὡραῖες καί ὄμορφες; ἀρκεσθῆτε στήν διάπλασι καί στήν ὀμορφιά πού σᾶς χάρισε ὁ Δημιουργός καί μή θέλετε ἐσεῖς νά προσθέσετε ξένα στολίδια πάνω σ΄ αὐτήν· διότι μέ τόν τρόπο αὐτό ἐσεῖς δείχνετε, ὅτι εἶσθε τελειότερες καί σοφότερες ἀπό τόν Θεό καί ἴσως γι΄ αὐτό θέλετε νά διορθώνετε τήν ἀτελῆ δημιουργία του, ὅπως σᾶς κατηγορεῖ ὁ ἴδιος Χρυσόστομος λέγοντας: ''Θέλεις νά φαίνεσαι καλή καί ὄμορφη; ἀρκέσου στήν διάπλασι τοῦ Δημιουργοῦ. Γιατί προσθέτεις τά χρυσᾶ (φτιασίδια) γιά νά διορθώσης τάχα τό δημιούργημα τοῦ Θεοῦ;''
Θέλετε νά φανῆτε ὡραῖες; Ντυθῆτε τήν ἐλεημοσύνη, τήν σωφροσύνη, τήν ταπείνωσι καί τίς ἄλλες ἀρετές, γιατί αὐτός ὁ στολισμός εἶναι τιμιώτερος ἀπό χρυσό καί μαργαρίτες καί πολύτιμους λίθους. Αὐτός ὁ στολισμός τήν ὡραία γυναῖκα τήν κάνει πιό ὡραία καί τήν ἄσχημη τήν κάνει ὄμορφη. Χωρίς τόν στολισμό αὐτόν καί ἡ πιό ὡραία γυναίκα εἶναι πράγματι ἄσχημη καί μέ κακή μορφή.
Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2020



Πρωτομαγιὰ ἡ θεσπεσία
Ὑπερέβησαν ἤδη τὴν στενὴν πάροδον καὶ ἐξῆλθον εἰς τοὺς χλοεροὺς διανθεῖς κάμπους. Μεθυστικὸν ἄρωμα ἀνήρχετο ἀπὸ τῶν ἀπειραρίθμων ἀνθῶν, οἱ φράκται τῶν ἀμπέλων ἔθαλλον μὲ ἀγραμπελιά, καὶ μ᾽ αἰγοκλήματα καὶ μὲ ἀκανθώδεις θάμνους, τινὲς τῶν ἀγρῶν ἐφαίνοντο αἱμάσσοντες εἰς τὰς πρώτας ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου ἀπὸ χιλίας μυριάδας παπαρούνας. Ἐναμίλλως ἤνθουν τὸ χαμαίμηλον καὶ ἡ καυκαλήθρα καὶ ἡ μολοχάνθη, τὰ ἀστεράκια καὶ τὰ κιτρινούλια ἐπρόβαλλον δειλῶς τὰς ἀσθενεῖς κεφαλάς των ἐν μέσῳ τῆς ὑπερκόμπου ἀφθονίας τῶν κατερύθρων μηκώνων σημειούντων τὴν ὑπεραιμίαν τοῦ ἔαρος. Ἀνώνυμά τινα ἀνθύλλια, χόρτα σταχυοειδῆ, σπαράγγια ἀκανθωτὰ καὶ βεργιὰ καὶ ἄλλα ἀνεμειγνύοντο ἐν μέσῳ τοῦ ἀπείρου πλούτου τῆς Χλωρίδος. Ἦτο ἡ Πρωτομαγιὰ ἡ θεσπεσία, ἦτο ἡ ἄνοιξις ἐν πληθώρᾳ ζωῆς, ἑτοίμη νὰ παραδώσῃ τὸ σκῆπτρον εἰς τὸ δρεπανοφόρον θέρος.
Τῇδε κἀκεῖσε, πτωχὰ γραΐδια κύπτοντα εἰς τὴν γῆν ἐμάζευαν χαμολούλουδα, ἰαματικὸν ποτὸν διὰ τὸν χειμῶνα. Ἐπί τινος βράχου εἰς τὴν ποδιὰν τοῦ λόφου τῆς Δραγασιᾶς, ἐγειρομένου εἰς τὴν δυτικὴν ἐσχατιὰν τῆς πεδιάδος, εἶχον ἀναβῆ μὲ ὅλας τὰς φωνὰς τῆς γραίας καὶ τὰς ἀπειλὰς τῆς Ματῆς, ὁ Μανώλης καὶ ὁ Σταθάκης καὶ ὁ Θύμιος, καὶ κατόπιν αὐτῶν προσεπάθει νὰ φθάσῃ καὶ ὁ μικρὸς Κωστάκης. Εἶχον ἰδεῖ ἐκεῖ ἐπάνω τὸν Μάην, τὸ φερώνυμον ἄνθος, καὶ ἔτρεξαν νὰ τὸ δρέψωσιν. Ὁ Σταθάκης εἶχε κόψει λυσοχόρταρον, μικρὸν σταχυοειδὲς χόρτον, καὶ μὲ αὐτὸ ἤρχισε νὰ κεντᾶ τὴν ρῖνα του, ἐπᾴδων:
Λῦσε, λῦσε, μύτη μου,
μὲ τὸ λυσοχόρταρο!
Αἱ δύο γυναῖκες ἠναγκάσθησαν νὰ σταματήσωσι, περιμένουσαι νὰ κατέλθωσι τὰ παιδία. Ἡ Ματή, ἥτις δὲν ἔπαυσε νὰ ρεμβάζῃ, κατέστη αὐστηροτέρα καὶ τέλος, μετὰ πολλὰς ἀπειλάς, τὰ ἠνάγκασε νὰ καταβῶσιν ἀπὸ τοῦ βράχου. Ἄλλως, ἑκατοντάδας μόνον βημάτων ἀπεῖχον τώρα ἀπὸ τῆς Δραγασιᾶς, τοῦ γηλόφου ὅπου διηυθύνοντο. Ἐπὶ τῆς μιᾶς τῶν δύο κορυφῶν τῆς Δραγασιᾶς, τῆς χθαμαλωτέρας, ἐφαίνετο μικρά τις ἰδιόρρυθμος καλύβη, καὶ κόκκινον σῆμα κυματίζον ἐπ᾽ αὐτῆς. Ἦτο τὸ μπαϊράκι τοῦ ἀγροφύλακος.
Τὰ παιδία ἔτρεξαν πηδῶντα χαριέντως, ὡς οἰκόσιτα ἐρίφια, καὶ τέλος ἡ συνοδία ἔφθασεν εἰς τὴν Δραγασιάν. Ἐκεῖ πλησίον τῆς καλύβης τοῦ ἀγροφύλακος, ἦτο τὸ κτῆμα τῆς οἰκογενείας τῆς Ματῆς, ἐκ πολλῶν δεκάδων στρεμμάτων, ἄμπελος καὶ ἐλαιὼν μετὰ κήπου. Ἦτο τοιχογυρισμένον ὅλον, εἶχε καὶ καλύβι, οἰκίσκον ἐξοχικόν, καλῶς διατηρούμενον, ὅστις συνήθως ἐχρησίμευεν εἰς ἀπόθεσιν ἐλαιῶν, σύκων, ἀπίων, καὶ τῶν γεωργικῶν ἐργαλείων ἐν καιρῷ τῆς καλλιεργείας. Εἶχε καὶ ξυλίνην ληνὸν διὰ τὴν κατασκευὴν τοῦ οἴνου.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2020


Εἰδύλλιον τῆς Πρωτομαγιᾶς
Ἡ Ματὴ ἐβάδιζε δεξιόθεν παρὰ τὸ πλευρὸν τῆς γραίας, ὑψηλή, εὐσταλής, καλλίζωνος. Εἶχε ξενικὰ διευθετημένην τὴν κόμην της, ἔμενε πάντοτε ἀσκεπὴς οἴκοι. Μόνον τὴν πρωίαν ἐκείνην, ἐπειδὴ ἐπήγαινεν εἰς τὴν ἐξοχήν, ἐφόρει λεπτὸν λευκὸν μανδήλιον περὶ τοὺς κροτάφους καὶ τὸ ἰνίον, τόσον βραχὺ καὶ τόσον ἐντέχνως διπλωμένον, ὥστε ἦτο ὡς νὰ μὴν τὸ ἐφόρει, καὶ ἡ πλουσία ξανθὴ κόμη της ἐφαίνετο σχεδὸν ὅλη, μέχρι τῆς ὀσφύος κατερχομένη εἰς δύο παχείας πλεξίδας, ὡς σταλακτίτας χρυσοῦς, καὶ ὁ λαιμός της ἦτο ὁρατὸς ὅλος κάτω τοῦ βρόχθου εἰς τὸν λάκκον τῆς σφαγῆς καὶ μέχρι τῆς ρίζης τῶν ὠμοπλατῶν.
Ἐφόρει μικρὰν πόλκαν κανελόχρουν καὶ λευκὸν μεσοφούστανον πολὺ κοντὸν διὰ τὸ ἀνάστημά της. Ἀλλὰ φαίνεται ὅτι ἡ μήτηρ ὑπελόγισε πολὺ κακῶς διὰ τὴν μέλλουσαν ἀνάπτυξιν τῆς κόρης, καὶ ὅσον ἐκείνη τῆς ἔκαμνε κοντὰ φορέματα, τόσον ἡ νέα ηὔξανε καὶ ἐπέτα ἀνάστημα ἀποτόμως. Ἦτο ἤδη δεκαεπταέτις, κ᾽ ἐφαίνετο νὰ εἶναι εἴκοσιν ἐτῶν, ἐν ὑπερακμῇ ρώμης καὶ καλλονῆς, ὁμοία μὲ τὴν Πρωτομαγιάν, τὸ κορύφωμα τοῦτο τῆς ἀνοίξεως, τὴν ἑτοίμην νὰ παραδώσῃ τὰ σκῆπτρα εἰς τὸ ἀδυσώπητον καὶ δρεπανοφόρον θέρος-ἔρος.
Μόλις ἐξῆλθον τῆς πολίχνης, καὶ ἡ κόρη ἔβγαλε τὴν πόλκαν της, εἰποῦσα ὅτι αἰσθάνεται ζέστην, κ᾽ ἔμεινεν μόνον μὲ τὸ μεσοφούστανον, μὲ τὸ ὁλοβρόχινον* ὑποκάμισον καὶ μὲ τὴν λευκὴν βαμβακερὴν φανέλαν. Τότε ἀνεδείχθη ἐξαισιώτερον τὸ ραδινὸν τῆς μέσης, ἡ χάρις τοῦ ἀναστήματος καὶ τὸ γλαφυρὸν τῶν κόλπων της. Ὑπὸ τὴν λεπτὴν φανέλαν, ὅπου ἐφαίνοντο ἀνατέλλουσαι αἱ σάρκες της, θὰ ἔλεγέ τις ὅτι εἶχεν ἀποταμιευμένα νεοδρεπῆ, δροσερὰ ὠχρόλευκα κρίνα, μὲ φλεβιζούσας ἀποχρώσεις λευκοῦ ρόδου. Ἡ κόμη ἐπέστεφε τὸ μέτωπόν της ὡς ἐρυθραινόμενον νέφος μὴ ἐπαρκοῦν νὰ συστείλῃ τὴν αἴγλην τοῦ φωτός, καὶ αἱ ὀφρύες συστελλόμεναι ἐσκίαζον τοὺς βαθεῖς γλαυκοὺς ὀφθαλμούς της ὡς λευκὴ ὁμίχλη ἐπιπολάζουσα τὴν πρωίαν ἐπὶ τοῦ ἀνταυγάζοντος αἰγιαλοῦ, καὶ τὰ χείλη μὲ τὴν ψίθυρον φωνὴν ἐφαίνοντο μορμυρίζοντα: φίλησέ με!
Ἀφοῦ ἐβάδισαν χίλια βήματα ἔξω τῆς πολίχνης, καὶ ἡ ἐξοχὴ ἤρχισε νὰ μεθύσκῃ τὰς αἰσθήσεις των μὲ τὰς ἀπείρους εὐωδίας της, εἰσῆλθον εἰς στένωμά τι μεταξὺ δύο φρακτῶν, βαίνουσαι ἐπὶ τῆς χλόης, πατοῦσαι τὰ χαμαίμηλα, συλλαμβανόμεναι ἐνίοτε ὑπὸ τῶν βάτων, ἐνῷ τὰ παιδία ἔτρεχαν ἐμπρός, καὶ πότε εἰσέβαλλον εἰς ἄμπελον κ᾽ ἔκοπτον βλαστούς, πότε ἀνερριχῶντο εἰς ἄγρια δένδρα ἐν μέσῳ τῶν φρακτῶν ὑψούμενα, κ᾽ ἐζήτουν φωλεὰς στρουθίων, ἐνῷ ἡ γραῖα Φωτεινὴ δὲν ἔπαυε νὰ φωνάζῃ:
― Φρόνιμα, παιδιά! Τίνος τὸ λέω; Μὴν τρέχῃς, σὰν ἀγριοκάτσικο, Μανώλη! Τί θέλεις ἐκεῖ πάνω, Γιάννη; Σταθάκη, θὰ ξεσχίσῃς τὸ ροῦχό σου. Κάτω, ἐσὺ μικρέ!
Ἡ δὲ Ματή, διακόπτουσα τὸν ρεμβασμόν της, ἠπείλει τὰ παιδία μὲ τὴν παλάμην, κράζουσα:
―Ἡσυχία, παιδιά! Θὰ φᾶτε ξύλο!
Ὅλα αὐτὰ ἐπέφεραν μικρὰν βραδύτητα εἰς τὴν πορείαν, καὶ ἄλλαι γυναῖκες ὄπισθεν ἐρχόμεναι, μὲ τὰ καλαθάκια των, ταχυποροῦσαι τὰς ἐκαλημέριζαν κ᾽ ἐπροσπερνοῦσαν.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης