Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2020


Εἰδύλλιον τῆς Πρωτομαγιᾶς
Ἡ Ματὴ ἐβάδιζε δεξιόθεν παρὰ τὸ πλευρὸν τῆς γραίας, ὑψηλή, εὐσταλής, καλλίζωνος. Εἶχε ξενικὰ διευθετημένην τὴν κόμην της, ἔμενε πάντοτε ἀσκεπὴς οἴκοι. Μόνον τὴν πρωίαν ἐκείνην, ἐπειδὴ ἐπήγαινεν εἰς τὴν ἐξοχήν, ἐφόρει λεπτὸν λευκὸν μανδήλιον περὶ τοὺς κροτάφους καὶ τὸ ἰνίον, τόσον βραχὺ καὶ τόσον ἐντέχνως διπλωμένον, ὥστε ἦτο ὡς νὰ μὴν τὸ ἐφόρει, καὶ ἡ πλουσία ξανθὴ κόμη της ἐφαίνετο σχεδὸν ὅλη, μέχρι τῆς ὀσφύος κατερχομένη εἰς δύο παχείας πλεξίδας, ὡς σταλακτίτας χρυσοῦς, καὶ ὁ λαιμός της ἦτο ὁρατὸς ὅλος κάτω τοῦ βρόχθου εἰς τὸν λάκκον τῆς σφαγῆς καὶ μέχρι τῆς ρίζης τῶν ὠμοπλατῶν.
Ἐφόρει μικρὰν πόλκαν κανελόχρουν καὶ λευκὸν μεσοφούστανον πολὺ κοντὸν διὰ τὸ ἀνάστημά της. Ἀλλὰ φαίνεται ὅτι ἡ μήτηρ ὑπελόγισε πολὺ κακῶς διὰ τὴν μέλλουσαν ἀνάπτυξιν τῆς κόρης, καὶ ὅσον ἐκείνη τῆς ἔκαμνε κοντὰ φορέματα, τόσον ἡ νέα ηὔξανε καὶ ἐπέτα ἀνάστημα ἀποτόμως. Ἦτο ἤδη δεκαεπταέτις, κ᾽ ἐφαίνετο νὰ εἶναι εἴκοσιν ἐτῶν, ἐν ὑπερακμῇ ρώμης καὶ καλλονῆς, ὁμοία μὲ τὴν Πρωτομαγιάν, τὸ κορύφωμα τοῦτο τῆς ἀνοίξεως, τὴν ἑτοίμην νὰ παραδώσῃ τὰ σκῆπτρα εἰς τὸ ἀδυσώπητον καὶ δρεπανοφόρον θέρος-ἔρος.
Μόλις ἐξῆλθον τῆς πολίχνης, καὶ ἡ κόρη ἔβγαλε τὴν πόλκαν της, εἰποῦσα ὅτι αἰσθάνεται ζέστην, κ᾽ ἔμεινεν μόνον μὲ τὸ μεσοφούστανον, μὲ τὸ ὁλοβρόχινον* ὑποκάμισον καὶ μὲ τὴν λευκὴν βαμβακερὴν φανέλαν. Τότε ἀνεδείχθη ἐξαισιώτερον τὸ ραδινὸν τῆς μέσης, ἡ χάρις τοῦ ἀναστήματος καὶ τὸ γλαφυρὸν τῶν κόλπων της. Ὑπὸ τὴν λεπτὴν φανέλαν, ὅπου ἐφαίνοντο ἀνατέλλουσαι αἱ σάρκες της, θὰ ἔλεγέ τις ὅτι εἶχεν ἀποταμιευμένα νεοδρεπῆ, δροσερὰ ὠχρόλευκα κρίνα, μὲ φλεβιζούσας ἀποχρώσεις λευκοῦ ρόδου. Ἡ κόμη ἐπέστεφε τὸ μέτωπόν της ὡς ἐρυθραινόμενον νέφος μὴ ἐπαρκοῦν νὰ συστείλῃ τὴν αἴγλην τοῦ φωτός, καὶ αἱ ὀφρύες συστελλόμεναι ἐσκίαζον τοὺς βαθεῖς γλαυκοὺς ὀφθαλμούς της ὡς λευκὴ ὁμίχλη ἐπιπολάζουσα τὴν πρωίαν ἐπὶ τοῦ ἀνταυγάζοντος αἰγιαλοῦ, καὶ τὰ χείλη μὲ τὴν ψίθυρον φωνὴν ἐφαίνοντο μορμυρίζοντα: φίλησέ με!
Ἀφοῦ ἐβάδισαν χίλια βήματα ἔξω τῆς πολίχνης, καὶ ἡ ἐξοχὴ ἤρχισε νὰ μεθύσκῃ τὰς αἰσθήσεις των μὲ τὰς ἀπείρους εὐωδίας της, εἰσῆλθον εἰς στένωμά τι μεταξὺ δύο φρακτῶν, βαίνουσαι ἐπὶ τῆς χλόης, πατοῦσαι τὰ χαμαίμηλα, συλλαμβανόμεναι ἐνίοτε ὑπὸ τῶν βάτων, ἐνῷ τὰ παιδία ἔτρεχαν ἐμπρός, καὶ πότε εἰσέβαλλον εἰς ἄμπελον κ᾽ ἔκοπτον βλαστούς, πότε ἀνερριχῶντο εἰς ἄγρια δένδρα ἐν μέσῳ τῶν φρακτῶν ὑψούμενα, κ᾽ ἐζήτουν φωλεὰς στρουθίων, ἐνῷ ἡ γραῖα Φωτεινὴ δὲν ἔπαυε νὰ φωνάζῃ:
― Φρόνιμα, παιδιά! Τίνος τὸ λέω; Μὴν τρέχῃς, σὰν ἀγριοκάτσικο, Μανώλη! Τί θέλεις ἐκεῖ πάνω, Γιάννη; Σταθάκη, θὰ ξεσχίσῃς τὸ ροῦχό σου. Κάτω, ἐσὺ μικρέ!
Ἡ δὲ Ματή, διακόπτουσα τὸν ρεμβασμόν της, ἠπείλει τὰ παιδία μὲ τὴν παλάμην, κράζουσα:
―Ἡσυχία, παιδιά! Θὰ φᾶτε ξύλο!
Ὅλα αὐτὰ ἐπέφεραν μικρὰν βραδύτητα εἰς τὴν πορείαν, καὶ ἄλλαι γυναῖκες ὄπισθεν ἐρχόμεναι, μὲ τὰ καλαθάκια των, ταχυποροῦσαι τὰς ἐκαλημέριζαν κ᾽ ἐπροσπερνοῦσαν.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου