Τετάρτη 30 Απριλίου 2014


Εἰς τόπον ἥσυχον
Καθώς ἡ ὑψηλοφροσύνη διά τῶν λογισμῶν τῆς φαντασίας μετεωρίζει τήν ψυχήν, καί περιπλανᾶ εἰς πᾶσαν τήν κτίσιν, οὕτω καί ἡ ταπείνωσις περιορίζει αὐτήν διά τῆς ἡσυχίας καί συνάγεται ἐντός ἑαυτῆς ἡ ψυχή. Ὁ ἀληθής ταπεινόφρων οὐ μόνον δέν θέλει νά βλέπηται καί νά γνωρίζηται ὑπό τῶν ἀνθρώπων, ἀλλ’ ἐάν ὑπῆρχε δυνατόν ὁ ἴδιος νά μηδενίση ἑαυτόν καί νά ἀπέλθη νά κατοικήση εἰς ἥσυχον τόπον. Kαί ὅσον κρύπτεται καί ἀποχωρεῖ ἐκ τοῦ κόσμου, τοσοῦτον πλησιάζει πρός τόν δεσπότην αὐτοῦ καί Κύριον.
Ὁ ταπεινόφρων δέν ἀναπαύεται ποτέ νά βλέπη τάς συναθροίσεις καί τήν ταραχήν τῶν ἀνθρώπων, οὔτε τάς κινήσεις καί τάς φωνάς αὐτῶν καί τάς φροντίδας καί τήν ἡδονήν τῆς τρυφῆς, οὔτε ἀναπαύεται εἰς τάς συνομιλίας καί εἰς τόν διασκορπισμόν τῶν αἰσθήσεων, ἀλλά προκρίνει νά εἶναι περιφρονημένος καί μεμονωμένος εἰς τήν ἡσυχίαν καί χωρισμένος ἀπό ὅλην τήν κτίσιν, φροντίζων περί ἑαυτοῦ εἰς τόπον ἥσυχον.
Καί ἐξ ὅλων εἶναι ἐπιθυμητά εἰς αὐτόν ἡ σμικρότης καί ἡ ἀκτημοσύνη καί ἡ ἀνέχεια καί ἡ πτωχεία, παρά τά πολλά πράγματα. Καί προτιμᾶ πάντοτε νά εὑρίσκηται εὔκαιρος καί ἀμέριμνος, ἵνα μή οἱ λογισμοί αὐτοῦ περιπλανῶνται τῆδε κακεῖσε. Διότι ὑπάρχει πληροφορημένος ὅτι ἐάν δοθῆ εἰς πολλά πράγματα δέν θέλει μείνει ἄνευ ταραχῆς καί συγχύσεως τῶν λογισμῶν, ἐπειδή τά πολλά πράγματα ἀπαιτοῦσι καί πολλάς φροντίδας.
Φροντίζει δέ μόνον διά τά ἀπολύτως ἀναγκαῖα τοῦ σώματος καί διά τήν σωτηρίαν τῆς ἑαυτοῦ ψυχῆς. Προφυλάσσηται ἐκ τῶν πολλῶν πραγμάτων καί οὕτω πράττων εὑρίσκει διά παντός εἰς ἑαυτόν ἀταραξίαν καί ἀνάπαυσιν καί εἰρήνην καί ἐπιείκειαν καί εὐλάβειαν.
Εἰς τόν ταπεινόφρονα δέν ὑπάρχει ποτέ βία ἤ ταχύτης ἤ σύγχυσις.
Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος


Τετράδιο 112 * Ἀπρίλιος 2009

Τρίτη 29 Απριλίου 2014


Ὁ Παράδεισος καί ἡ κόλαση
Κάποτε ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος παρακαλοῦσε τόν Θεό νά τοῦ δείξει πῶς εἶναι ὁ Παράδεισος καί ἡ κόλαση. Ἕνα βράδυ λοιπόν στόν ὕπνο του ἄκουσε μιά φωνή νά τοῦ λέει: «Ἔλα νά σοῦ δείξω τήν κόλαση».
Βρέθηκε τότε σέ ἕνα δωμάτιο, ὅπου πολλοί ἄνθρωποι κάθονταν γύρω ἀπὸ ἕνα τραπέζι καί στήν μέση ἦταν μιά κατσαρόλα γεμάτη φαγητό. Ὅλοι ὅμως οἱ ἄνθρωποι ἦταν πεινασμένοι, γιατί δέν μποροῦσαν νά φᾶνε. Στά χέρια τους κρατοῦσαν ἀπὸ μία πολύ μακριά κουτάλα. Ἔπαιρναν ἀπὸ τήν κατσαρόλα τό φαγητό, ἀλλά δέν μποροῦσαν νά φέρουν τήν κουτάλα στό στόμα τους. Γι’ αὐτό ἄλλοι γκρίνιαζαν, ἄλλοι φώναζαν, ἄλλοι ἔκλαιγαν…
Μετά ἄκουσε τήν ἴδια φωνή νά τοῦ λέει: «Ἔλα τώρα νά σοῦ δείξω καί τόν Παράδεισο».
Βρέθηκε τότε σέ ἕνα ἄλλο δωμάτιο ὅπου πολλοί ἄνθρωποι κάθονταν γύρω ἀπὸ ἕνα τραπέζι ἴδιο μέ τό προηγούμενο καί στήν μέση ἦταν πάλι μιά κατσαρόλα μέ φαγητό καί εἶχαν τίς ἴδιες μακριές κουτάλες. Ὅλοι ὅμως ἦταν χορτάτοι καί χαρούμενοι, γιατί ὁ καθένας ἔπαιρνε μέ τήν κουτάλα του φαγητό ἀπὸ τήν κατσαρόλα καί τάϊζε τόν ἄλλον.
Κατάλαβες τώρα κι ἐσύ πῶς μπορεῖς νά ζεῖς ἀπὸ αὐτήν τήν ζωή τόν Παράδεισο;
Ὅποιος κάνει τό καλό ἀγάλλεται, διότι ἀμείβεται μέ θεϊκή παρηγοριά. Ὅποιος κάνει τό κακό ὑποφέρει καί κάνει τόν ἐπίγειο παράδεισο ἐπίγεια κόλαση.
Ἔχεις ἀγάπη, καλωσύνη; Εἶσαι ἄγγελος καί, ὅπου πᾶς ἢ σταθεῖς, μεταφέρεις τόν Παράδεισο. Ἔχεις πάθη, κακία; Ἔχεις μέσα σου τόν διάβολο καί, ὅπου πᾶς ἢ σταθεῖς, μεταφέρεις τήν κόλαση.
Ἀπό ἐδῶ ἀρχίζουμε νά ζοῦμε τόν Παράδεισο ἢ τήν κόλαση.
Γέρων Παΐσιος Ἁγιορείτης


Τετράδιο 112 * Ἀπρίλιος 2009

Δευτέρα 28 Απριλίου 2014


Ξανθούλα
Τὴν εἶδα τὴν Ξανθούλα,
τὴν εἶδα ψὲς ἀργά,
ποὺ μπῆκε στὴ βαρκούλα,
νὰ πάει στὴν ξενητιά.
Ἐφούσκωνε τ᾿ ἀέρι
λευκότατα πανιά,
ὡσὰν τὸ περιστέρι
ποὺ ἁπλώνει τὰ φτερά.
Ἐστέκονταν οἱ φίλοι
μὲ λύπη, μὲ χαρά,
καὶ αὐτὴ μὲ τὸ μαντήλι
τοὺς ἀποχαιρετᾶ.
Καὶ τὸ χαιρετισμό της
ἐστάθηκα νὰ ἰδῶ,
ὥσπου ἡ πολλὴ μακρότης
μοῦ τὄκρυψε κι αὐτό.
Σ᾿ ὀλίγο σ᾿ ὀλιγάκι
δὲν ἤξερα νὰ πῶ,
ἂν ἔβλεπα πανάκι,
ἢ τοῦ πελάγου ἀφρό.
Καὶ ἀφοῦ πανί, μαντήλι,
ἐχάθη στὸ νερό,
ἐδάκρυσαν οἱ φίλοι,
ἐδάκρυσα κι ἐγώ.
  

Διονύσιος Σολωμός

Κυριακή 27 Απριλίου 2014


Ὁ μισθός σας
Τό 1899, ὅταν ἐπρόκειτο νὰ ἀναλάβει καθήκοντα τακτικοῦ μεταφραστῆ στὴν ἐφημερίδα «Ἄστυ» τοῦ Δημητρίου Κακλαμάνου, ἐτέθη μεταξὺ ἄλλων καὶ τὸ θέμα τῆς ἀμοιβῆς του. «Ὁ μισθός σας θὰ εἶναι ἑκατὸν πενήντα δραχμές», «τοῦ εἶπε ὁ ἰδιοκτήτης τῆς ἐφημερίδας. Ὁ Παῦλος Νιρβάνας, ὁ ὁποῖος τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἐκτελοῦσε χρέη χρονογράφου στὴν ἴδια ἐφημερίδα, διηγεῖται τὰ ἀκόλουθα ἐκπληκτικά:
«Τότε ἄκουσα ἀπ᾿ τὰ χείλη τοῦ Παπαδιαμάντη τὴ μοναδικότερη ἀπάντηση ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ δώσει ἄνθρωπος σὲ τέτοια στιγμή : «Πολλὲς εἶναι οἱ 150, εἶπε. Μοῦ φτάνουν 100». Καὶ ἔφυγε βιαστικὸς καὶ ντροπαλός, χωρὶς νὰ προσθέσει λέξη».  Κατὰ τὸν Νιρβάνα πάντοτε, ὁ Παπαδιαμάντης κανόνισε τὴ μισθοδοσία του σύμφωνα μὲ τὶς ἀνάγκες του, καὶ ὄχι ἀνάλογα μὲ τὴν ἀξία τῆς ἐργασίας του.
Στὴν προκειμένη περίπτωση ὁ Παπαδιαμάντης βρίσκεται ἐμπράκτως στὸν ἀντίποδα τῆς λεγόμενης «προτεσταντικῆς ἠθικῆς». Αὐτὸ συμβαίνει, διότι, ὅπως σημειώνει ὁ Μὰξ Βέμπερ στὴν κλασικὴ πλέον μελέτη του γιὰ τὴ σχέση προτεσταντισμοῦ καὶ καπιταλισμοῦ, ὁ μεταφραστὴς τοῦ «Ἄστεως» λειτουργεῖ μὲ παραδειγματικὴ συνέπεια στὸ πλαίσιο μίας συγκεκριμένης παράδοσης. Στὴν παράδοση αὐτή, κατὰ τὸν Γερμανὸ κοινωνιολόγο, «ὁ ἄνθρωπος «ἀπὸ τὴ φύση του» δὲν θέλει νὰ κερδίζει ὅλο καὶ περισσότερο χρῆμα ἀλλὰ ἁπλῶς νὰ ζεῖ ἔτσι ὅπως συνηθίζει νὰ ζεῖ, καὶ νὰ κερδίζει τόσα, ὅσα χρειάζονται γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτό».
Ὑπενθυμίζω παρεμπιπτόντως ὅτι «ἡ ἐνστικτώδης ἀπόλαυση τῆς ζωῆς σέ ταβέρνες τοῦ κοινοῦ ἀνθρώπου» ὑπῆρξε μεταξὺ ἄλλων «ὁ ἐχθρὸς τοῦ ὀρθολογικοῦ ἀσκητισμοῦ», ὁ ὁποῖος, κατὰ τὸν Βέμπερ, συνιστᾶ «ἀποφασιστικὸ χαρακτηριστικὸ» τοῦ πουριτανισμοῦ. Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴ ὁ Παπαδιαμάντης βρίσκεται γιὰ δεύτερη φορὰ στὸν ἀντίποδα τῆς προτεσταντικῆς ἠθικῆς.
Τόσο ὁ ἴδιος ὅσο καὶ οἱ λογοτεχνικοὶ χαρακτῆρες του τιμοῦν δεόντως «τὰ καλομαγειρευμένα μὲ ἱκανὸν εὐῶδες ἔλαιον φασόλια καὶ μὲ ἄφθονον κοκκίνην πιπεριάν», δεύτερον, «τὸ ὁλονὲν ῥοδίζον ἀρνὶ εἰς τὴν σούβλαν» καί, τρίτον, «τὸν ξανθὸν ρητινίτην καὶ τὸ ἀλυπιακὸν μοσχᾶτον».
Τὰ «χάδια τῆς κοιλιᾶς» ὁ γενναῖος οἶνος, οἱ παννυχίδες βεβαίως καὶ ἡ συνακόλουθη χαρὰ τῆς πανηγύρεως εἶναι ὁ μηχανισμὸς διὰ τοῦ ὁποίου ὁ Παπαδιαμάντης, ἀλλὰ καὶ ἡ παράδοση τὴν ὁποία ἐκπροσωπεῖ, ἄλλοτε κοντράρουν καὶ ἄλλοτε κοντρολάρουν τὶς τραγικὲς συνθῆκες τῆς ὑπάρξεως.
Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ φράση πού ἀποδίδεται στὸν Δημόκριτο συνιστᾶ τὸ ἥμισυ τῆς κοσμοθεωρίας τοῦ Σκιαθίτη συγγραφέα: «Βίος ἀνεόρταστος, μακρὰ ὁδὸς ἀπανδόχευτος».
Στέλιος Παπαθανασίου


Τετράδιο 113 * Μάϊος 2009

Σάββατο 26 Απριλίου 2014


Το τρελοβάπορο
Βαπόρι στολισμένο βγαίνει στά βουνά
κι ἀρχίζει τίς μανοῦβρες «βίρα-μάϊνα»

Τήν ἄγκυρα φουντάρει στίς κουκουναριές
φορτώνει φρέσκο ἀέρα κι ἀπ᾿ τίς δυό μεριές

Εἶναι ἀπό μαύρη πέτρα κι εἶναι ἀπ᾿ ὄνειρο
κι ἔχει λοστρόμο ἀθῶο ναύτη πονηρό

Ἀπό τά βάθη φτάνει τούς παλιούς καιρούς
βάσανα ξεφορτώνει κι ἀναστεναγμούς

Ἔλα Χριστέ καί Κύριε λέω κι ἀπορῶ
τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο

Χρόνους μᾶς ταξιδεύει δέ βουλιάξαμε
χίλιους καπεταναίους τούς ἀλλάξαμε

Κατακλυσμούς ποτέ δέ λογαριάσαμε
μπήκαμε μές στά ὅλα καί περάσαμε

Κι ἔχουμε στό κατάρτι μας βιγλάτορα
παντοτινό τόν Ἥλιο τόν Ἡλιάτορα!
Ὀδυσσέας Ἐλύτης


Τετράδιο 113 * Μάϊος 2009

Παρασκευή 25 Απριλίου 2014


Ἡ σταθερότητα
Ἐάν κάποιος πηγαίνει ἀπό τό ἕνα μέρος στό ἄλλο, βλάπτει τή δυνατότητά του νά σταθεροποιηθεῖ κάπου.
Ἐάν ἡ ζωή κάποιου στό μοναστήρι δέν εἶναι τόσο ἀσκητική ὅσο σέ ἕνα ἄλλο μοναστήρι, εἶναι καλύτερα νά μείνει ἐκεῖ ἀπό τό νά τριγυρνᾶ.
Κατά τόν ἴδιο τρόπο, ἐάν στήν ἐνορία κάποιου τό πνευματικό ἐπίπεδο φαίνεται νά μήν εἶναι τόσο πολύ ὑψηλό, οἱ ἐξομολογήσεις νά εἶναι ἐπιπόλαιες, ἡ χορωδία νά ψάλλει ἄμουσα κ.λπ., εἶναι καλύτερα νά παραμείνει ἐκεῖ, ἀπό τό νά μεταπηδήσει σέ μιά ἐνορία ὅπου ὅλα φαίνονται νά βρίσκονται σέ ἕνα ὑψηλότερο ἐπίπεδο.
Ὁπουδήποτε καί ἄν εἶστε, σημαίνει πώς πρέπει νά ἐργαστεῖτε γιά τή σωτηρία σας ἐκεῖ, ἀντί νά περιπλανιέστε, ψάχνοντας τήν τέλεια ἔκφραση τῆς ὀρθοδοξίας, τήν ὑψηλότερη πνευματικότητα, τούς τέλειους γεροντάδες κ.λπ..
Ἡ σταθερότητα καί ἡ πίστη εἶναι μεγάλες ἀρετές.
Αὐτό πού εὐχαριστεῖ περισσότερο τόν Θεό εἶναι ἡ ἐμμονή σας, ἡ ταπείνωσή σας σέ σχέση μέ τήν ἐργασία τῆς σωτηρίας σας, ἐκεῖ πού Αὐτός σᾶς ἔχει τοποθετήσει.
π. Σεραφείμ Ρόουζ


Τετράδιο 113 * Μάϊος 2009

Πέμπτη 24 Απριλίου 2014


Διότι, τί εἶναι νηστεία;
Γιά τή νηστεία νά μή στενοχωριέσαι, ὅπως ἤδη σοῦ εἶπα, γιατί δέν ἀπαιτεῖ ὁ Θεός ἀπό κανέναν τίποτε παραπάνω ἀπό τή δύναμή του.
Διότι, τί εἶναι νηστεία; Δέν εἶναι ἡ παιδεία πού γίνεται στό σῶμα, γιά νά ὑποταχθεῖ, ἄν εἶναι ὑγιές καί νά ἐξασθενήσει ὡς πρός τά πάθη;
Διότι λέει, «ὅταν ἀσθενῶ, τότε εἶμαι δυνατός» .
 Πράγματι, ἡ ἀσθένεια εἶναι πιό καρποφόρα καί ἀπό τήν παιδεία πού γίνεται μέ τή νηστεία καί ὑπολογίζεται περισσότερο καί ἀπό τήν ἄσκηση σ᾿ αὐτόν πού τή σηκώνει μέ ὑπομονή καί εὐχαριστεῖ τόν Θεό.
Διότι ὁ ἀσθενής τρυγᾶ καρπούς σωτηρίας, κάνοντας ὑπομονή στήν ἀρρώστια του.
Ἀντί λοιπόν νά ἀγωνίζεσαι νά ἐξασθενήσεις τό σῶμα σου μέ τή νηστεία, μόνο του μέ τήν ἀρρώστια ἐξασθενεῖ.
Εὐχαρίστησε τόν Θεό πού ἀπαλλάχθηκες ἀπό τόν κόπο τῆς ἀσκήσεως.
Γι᾿ αὐτό, ἄν φᾶς καί δέκα φορές τήν ἡμέρα μή λυπηθεῖς.
Δέν θά κατακριθεῖς, διότι δέν γίνεται ἀπό ἐνέργεια τῶν δαιμόνων, οὔτε ἀπό ἀκηδία, ἀλλά γίνεται πρός δοκιμασία καί ὠφέλεια ψυχῆς.

Ἀπόκριση τοῦ Μεγάλου Γέροντα ἀββᾶ Βαρσανουφίου πρός τόν ἄρρωστο Γέροντα Ἀνδρέα

Τετράδιο 114 * Ἰούνιος 2009

Τετάρτη 23 Απριλίου 2014


Χελιδονάκια καὶ πουλιὰ

Παναγία Δέσποινα
μὲ τὸν Μονογενῆ Σου
στ᾿ ἀντρόγυνο ποὺ γίνεται
νὰ δώσεις τὴν εὐχή Σου.
Ἀπόψε λάμπει ὁ οὐρανός,
ἀπόψε λάμπει ἡ σφαῖρα,
ἀπόψε στεφανώνεται
ἀητὸς τὴν περιστέρα.
Γειτόνοι καὶ γειτόνισσες
προβάλετε νὰ δεῖτε,
τ᾿ ἀντρόγυνο ποὺ γίνεται,
νὰ τὸ ὑποδεχθεῖτε.
Παντρεύεται ὁ αὐγερινὸς
καὶ παίρνει τὸ φεγγάρι,
ἂς εἶναι καλορίζικοι
μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρη.
Χελιδονάκια καὶ πουλιὰ
λαλοῦν στὰ δώματά σας
καὶ λένε καλορίζικα
στὰ στεφανώματά σας.
Ἐγύρανε τὰ στέφανα
σὲ ἀσημένιο τάσι,
τ᾿ ἀντρόγυνο ποὺ γίνεται
νὰ ζήσει νὰ γεράσει.
Ὅσ᾿ ἄστρα ἔχει ὁ οὐρανὸς
καὶ ὁ χειμώνας χιόνια,
τόσα σᾶς εὔχομαι νὰ ζήσετε
εὐτυχισμένα χρόνια.

Ἅγια νὰ εἶναι ἡ στιγμή,
κάνουμε τὸ σταυρό μας
καὶ στέλνουμε τὶς προσευχὲς
γιὰ νύφη καὶ γαμπρό μας.

Τετράδιο 114 * Ἰούνιος 2009

Τρίτη 22 Απριλίου 2014


Τά μαγνητόφωνα καί τά μοσχάρια

Σήμερα οἱ ἄνθρωποι καταλήγουν ἀπό τήν πολλή μελέτη νά εἶναι μαγνητόφωνα καί νά γεμίζουν τίς κασσέττες τους μέ περιττά  πράγματα. «Ἡ ἄνευ πράξεως» ὅμως διδασκαλία εἶναι κατά τόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ «παρακαταθήκη ἐντροπῆς».

Βλέπεις, πολλοί πού ἐνδιαφέρονται γιά τόν ἀθλητισμό διαβάζουν ἀθλητικά περιοδικά ἤ ἐφημερίδες καί κάθονται. Μπορεῖ νά εἶναι σάν τά μοσχάρια, ἀλλά θαυμάζουν τούς ἀθλητές: « Ἄ, καταπληκτικός αὐτός, λένε, μπράβο!  Ὤ !... ». Δέν χύνουν ὅμως λίγο ἱδρώτα οὔτε χάνουν κανένα κιλό βάρος. Διαβάζουν - διαβάζουν ἀθλητικά καί ξαπλώνουν. Ἔτσι δέν ὠφελοῦνται. Μένουν μέ τήν εὐχαρίστηση τοῦ διαβάσματος. Οἱ κοσμικοί, ἄλλοι διαβάζουν ἐφημερίδα, ἄλλοι διαβάζουν ἕνα ρομάντζο, μιά περιπέτεια, ἄλλοι παρακολουθοῦν στό γήπεδο πῶς παίζουν, καί περνᾶνε τήν ὥρα τους.

Τό ἴδιο κάνουν καί μερικοί πού διαβάζουν πνευματικά. Μπορεῖ νά ξενυχτοῦν καί νά διαβάζουν πνευματικά βιβλία μέ μανία καί νά εὐχαριστιοῦνται. Παίρνουν ἕνα πνευματικό βιβλίο, κάθονται καί λίγο ἀναπαυτικά καί διαβάζουν.  « Ὠφελήθηκα », λέει ὁ ἄλλος. Καλύτερα πές ὅτι εὐχαριστήθηκες, ὅτι πέρασες εὐχάριστα τήν ὥρα σου. Γιατί αὐτό δέν εἶναι ὠφέλεια. Ὠφελεῖσαι, μόνον ὅταν δῆς τί λέει αὐτό πού διαβάζεις, ἐλέγχης τόν ἑαυτόν σου καί προσπαθῆς νά τόν ζορίζης στήν ἐφαρμογή: «Τί λέει αὐτό πού διάβασα; Ἐγώ ποῦ βρίσκομαι πνευματικά; Τί πρέπει νά κάνω; ».

Ὕστερα, ὅσο περισσότερα μαθαίνη κανείς, τόσο περισσότερη εὐθύνη ἔχει. Δέν λέω νά μή διαβάζη, γιά νά μήν ξέρη πολλά καί νά μήν ἔχη εὐθύνη, γιατί αὐτό εἶναι πονηριά, ἀλλά νά μή  διαβάζη μόνο για νά εὐχαριστιέται. Τό κακό εἶναι ὅτι, ἄν διαβάζη καί ἔχη δυνατή μνήμη, θυμᾶται πολλά, μπορεῖ καί νά λέη καί πολλά καί νά ξεγελάη τόν ἑαυτό του, νά νομίζη δηλαδή ὅτι τά ἐφαρμόζει κιόλας. Ἔτσι δημιουργεῖ ψευδαίσθηση καί στόν ἑαυτό του καί στούς ἄλλους. Γι᾿ αὐτό μήν ἀναπαύετε τόν λογισμό σας στά πολλά διαβάσματα. Νά στραφῆτε στήν ἐφαρμογή. Τά πολλά διαβάσματα μορφώνουν ἐγκυκλοπαιδικά. Σκοπός ὅμως εἶναι πῶς θά μορφωθῶ θεοκεντρικά.


Γέρων Παΐσιος Ἁγιορείτης

Τετράδιο 114 * Ἰούνιος 2009

Δευτέρα 21 Απριλίου 2014


Τ πλέον πίστευτο πράγμα
πίστη το χριστιανο δοκιμάζεται μ τν νάσταση το Χριστο σν τ χρυσάφι  στ χωνευτήρι. π᾿ λο τ Εαγγέλιο νάσταση το Χριστο εναι τ πλέον πίστευτο πράγμα, λότελα παράδεκτο π τ λογικό μας, ληθιν μαρτύριο γι δατο. Μ σια-σια, πειδ εναι να πράγμα λότελα πίστευτο, γι τοτο χρειάζεται λόκληρη πίστη μας γι ν τ πιστέψουμε. μες ο νθρωποι λέμε συχν πς χουμε πίστη, λλ τν χουμε μονάχα γι σα εναι πιστευτ π᾿ τ μυαλό μας. λλ τότε δν χρειάζεται πίστη, φο φτάνει λογική. πίστη χρειάζεται γι τ πίστευτα.
Ο πολλο νθρωποι εναι πιστοι. Ο διοι ο μαθητάδες το Χριστο δν δίνανε πίστη στ λόγια το δασκάλου τους ποτε τος λεγε πς θ᾿ ναστηθ, μ᾿ λο τ σεβασμ κα τν φοσίωση πο εχαν σ᾿ Ατν κα τν μπιστοσύνη στ λόγια του. Κα σν πήγανε ο Μυροφόρες τν αγ στ μνμα το Χριστο, κ᾿ εδανε τος δυ γγέλους πο τς μιλήσανε, λέγοντας σ᾿ ατς πς ναστήθηκε, τρέξανε ν πομε τ χαροποι τν εδηση στος μαθητές, κενοι δν πιστέψανε τ λόγια τους, χοντας τν δέα πς τανε φαντασίες: «Κα φάνησαν νώπιον ατν σε λρος (τρέλα) τ ήματα ατν, κα πίστουν ατας»…
Βλέπεις καταπάνω σ
πόση πιστία γωνίσθηκε διος Χριστός; Κα στος διους τος μαθητάδες του. Εδες μ πόση μακροθυμία τ πόμεινε λα;
Κα μ᾿ λα ατ, σαμε σήμερα ο περισσότεροι π μς εμαστε χωρισμένοι π τν Χριστ μ᾿ να τοχο παγωμένον, τν τοχο τς πιστίας. κενος νοίγει τν γκάλη του κα μς καλε κ᾿ μες τν ρνιόμαστε. Μς δείχνει τ τρυπημένα χέρια του κα τ πόδια του, κι μες λέμε πς δν τ βλέπουμε. μες ψάχνουμε ν βρομε στηρίγματα στν πιστία μας γι ν κανοποιήσουμε τν γωϊσμό μας, πο τν λέμε Φιλοσοφία κα πιστήμη. λέξη νάσταση δν χωρ μέσα στ βιβλία τς γνώσης μας… Γιατ « γνώση τούτου το κόσμου, δ μπορε ν γνωρίσει λλο τίποτα, παρεκτς π να πλθος λογισμούς, χι μως κενο πο γνωρίζεται μ τν πλότητα τς διάνοιας».
Ναί, κείνους πο χουνε ατ τν ελογημένη πλότητα τς διάνοιας, τος μακάρισε Κύριος, λέγοντας: «Μακάριοι ο πτωχο τ πνεύματι, τι ατν στι βασιλεία τν ορανν. Μακάριοι ο καθαροί τ καρδί, τι ατο τν Θεν ψονται». Κα στν Θωμ, πο γύρευε ν τν ψηλαφήσ γι ν πιστέψ, επε: «Γιατ μ εδες Θωμ, γι τοτο πίστεψες; Μακάριοι εναι κενοι πο δν εδανε κα πιστέψανε».
ς παρακαλέσουμε τν Κύριο ν μς δώσει ατ τν πλούσια φτώχεια, κα τν καθαρ καρδιά, στε ν τν δομε ν᾿ ναστήνεται γι ν ναστηθομε κ᾿ μες μαζί του. Ατ νηξερι ( γνοια) εναι νώτερη π τ γνώση: «Ατη στν γνοια περτέρα τς γνώσεως». Καλότυχοι κα τρισκαλότυχοι κενοι πο τν χουνε. Χριστς νέστη!

Φώτης Κόντογλου

Τετράδιο 113 * Μάϊος 2009

Σάββατο 19 Απριλίου 2014


Ἐξοχικὴ Λαμπρή 
Εἶτα ἤρχισαν τὰ ἄσματα. Ἐν πρώτοις τὸ Χριστὸς Ἀνέστη, ὕστερον τὰ θύραθεν. Ὁ μπάρμπα-Μηλιὸς θελήσας νὰ ψάλῃ καὶ αὐτὸς τὸ Χριστὸς Ἀνέστη, τὸ ἐγύριζε πότε εἰς τὸν ἀμανὲ καὶ πότε εἰς τὸ κλέφτικο.
Ἀλλ᾿ ὁ πλέον ἰδιόρρυθμος πάντων τῶν ψαλτῶν ἦτο ὁ μπάρμπα-Κίτσος, γηραιὸς χωροφύλαξ, Χειμαρριώτης, παλαιὸς τακτικός, λησμονημένος ἀπὸ τῆς βαυαρικῆς ἐποχῆς ἐν τῇ νήσῳ. Ἀμφέβαλλε καὶ αὐτὸς ἂν τὸν εἶχαν περασμένον εἰς τὰ μητρῶα· πότε τοῦ ἔστελναν μισθόν, πότε ὄχι. Ἐφόρει χιτώνα μὲ ἀνοικτὰς θυρίδας, βραχείαν περισκελίδα μέχρι τοῦ γόνατος καὶ τουζλούκια. Ὁ δήμαρχος τοῦ τόπου (διότι ὑπῆρχε, φεῦ! καὶ δήμαρχος) τὸν εἶχε στείλει νὰ κάμει Πάσχα εἰς τὰ Καλύβια, διὰ νὰ φυλάξῃ δῆθεν τὴν τάξιν, καίτοι οὐδεμιᾶς φυλάξεως ἦτο ἀνάγκη.
Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι τὸν ἔστειλε νὰ καλοπεράσῃ πλησίον τῶν ἀνοιχτόκαρδων ἐξωμεριτῶν, οἵτινες τοῦ ἤρεσκον τοῦ μπάρμπα-Κίτσου, ἂς τοὺς ἔλεγον καὶ «τσουπλακιές» «χαλκοδέρες». Ἐὰν ἔμενεν ἐν τῇ πόλει, ὁ δήμαρχος θὰ ἦτον ὑπόχρεως νὰ τὸν φιλεύσῃ τὸν μπάρμπα-Κίτσον, καθὼς τὸν εἶχαν κακομάθει οἱ προκάτοχοί του, ἔλεγε - νὰ τὸν φιλεύσῃ κουλούραν καὶ αὐγά. Τί ἔθιμα!  Ὁ μπάρμπα-Κίτσος, ἀφοῦ ἠσπάσθη τρὶς ἢ τετράκις τὴν τσότραν, ἤρχισε νὰ ψάλλῃ τὸ Χριστὸς Ἀνέστη, κατ᾿ ἰδιάζοντα αὐτῷ τρόπον, ὡς ἑξῆς:
Κ᾿στὸ - μπρὲ – Κ᾿ στὸς Ἀνέστη
ἐκ νεκρῶν θανάτων θάνατον μπατήσας
κι ἔντοις ἔντοις μνήμασι
ζωήν, παμμακάριστε!
Καὶ ὅμως, μεθ᾿ ὅλην τὴν ἰδιορρυθμίαν ταύτην, οὐδεὶς ποτὲ ἔψαλλεν ἱερὸν ἄσμα μετὰ πλείονος χριστιανικοῦ αἰσθήματος καὶ ἐνθουσιασμοῦ, ἐξαιρουμένου ἴσως τοῦ γνωστοῦ ἐν Ἀθήναις γηραιοῦ καὶ σεβασμίου Κρητός, τοῦ ψάλλοντος τὸ «Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν...» μὲ τὴν ἑξῆς προσθήκην: «Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν, τῶν μὴ προσκυνούντων, οἱ κερατάδες! τὴν εἰκόνα σου τὴν σεπτήν ...»
Ἀληθεῖς ὀρθόδοξοι Ἕλληνες!        


Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Τετράδιο 112 * Ἀπρίλιος 2009