Σάββατο 19 Απριλίου 2014


Ἐξοχικὴ Λαμπρή 
Εἶτα ἤρχισαν τὰ ἄσματα. Ἐν πρώτοις τὸ Χριστὸς Ἀνέστη, ὕστερον τὰ θύραθεν. Ὁ μπάρμπα-Μηλιὸς θελήσας νὰ ψάλῃ καὶ αὐτὸς τὸ Χριστὸς Ἀνέστη, τὸ ἐγύριζε πότε εἰς τὸν ἀμανὲ καὶ πότε εἰς τὸ κλέφτικο.
Ἀλλ᾿ ὁ πλέον ἰδιόρρυθμος πάντων τῶν ψαλτῶν ἦτο ὁ μπάρμπα-Κίτσος, γηραιὸς χωροφύλαξ, Χειμαρριώτης, παλαιὸς τακτικός, λησμονημένος ἀπὸ τῆς βαυαρικῆς ἐποχῆς ἐν τῇ νήσῳ. Ἀμφέβαλλε καὶ αὐτὸς ἂν τὸν εἶχαν περασμένον εἰς τὰ μητρῶα· πότε τοῦ ἔστελναν μισθόν, πότε ὄχι. Ἐφόρει χιτώνα μὲ ἀνοικτὰς θυρίδας, βραχείαν περισκελίδα μέχρι τοῦ γόνατος καὶ τουζλούκια. Ὁ δήμαρχος τοῦ τόπου (διότι ὑπῆρχε, φεῦ! καὶ δήμαρχος) τὸν εἶχε στείλει νὰ κάμει Πάσχα εἰς τὰ Καλύβια, διὰ νὰ φυλάξῃ δῆθεν τὴν τάξιν, καίτοι οὐδεμιᾶς φυλάξεως ἦτο ἀνάγκη.
Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι τὸν ἔστειλε νὰ καλοπεράσῃ πλησίον τῶν ἀνοιχτόκαρδων ἐξωμεριτῶν, οἵτινες τοῦ ἤρεσκον τοῦ μπάρμπα-Κίτσου, ἂς τοὺς ἔλεγον καὶ «τσουπλακιές» «χαλκοδέρες». Ἐὰν ἔμενεν ἐν τῇ πόλει, ὁ δήμαρχος θὰ ἦτον ὑπόχρεως νὰ τὸν φιλεύσῃ τὸν μπάρμπα-Κίτσον, καθὼς τὸν εἶχαν κακομάθει οἱ προκάτοχοί του, ἔλεγε - νὰ τὸν φιλεύσῃ κουλούραν καὶ αὐγά. Τί ἔθιμα!  Ὁ μπάρμπα-Κίτσος, ἀφοῦ ἠσπάσθη τρὶς ἢ τετράκις τὴν τσότραν, ἤρχισε νὰ ψάλλῃ τὸ Χριστὸς Ἀνέστη, κατ᾿ ἰδιάζοντα αὐτῷ τρόπον, ὡς ἑξῆς:
Κ᾿στὸ - μπρὲ – Κ᾿ στὸς Ἀνέστη
ἐκ νεκρῶν θανάτων θάνατον μπατήσας
κι ἔντοις ἔντοις μνήμασι
ζωήν, παμμακάριστε!
Καὶ ὅμως, μεθ᾿ ὅλην τὴν ἰδιορρυθμίαν ταύτην, οὐδεὶς ποτὲ ἔψαλλεν ἱερὸν ἄσμα μετὰ πλείονος χριστιανικοῦ αἰσθήματος καὶ ἐνθουσιασμοῦ, ἐξαιρουμένου ἴσως τοῦ γνωστοῦ ἐν Ἀθήναις γηραιοῦ καὶ σεβασμίου Κρητός, τοῦ ψάλλοντος τὸ «Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν...» μὲ τὴν ἑξῆς προσθήκην: «Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν, τῶν μὴ προσκυνούντων, οἱ κερατάδες! τὴν εἰκόνα σου τὴν σεπτήν ...»
Ἀληθεῖς ὀρθόδοξοι Ἕλληνες!        


Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Τετράδιο 112 * Ἀπρίλιος 2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου