Τρίτη 19 Μαρτίου 2024

 


Ἡ γιαγιά, ὁ ἀββᾶς καὶ ἡ παράδοση

Τί εἶναι παράδοση; Εἶναι οἱ φορεσιὲς καὶ οἱ σκοποὶ τοῦ τόπου μας ἢ κάτι παραπάνω; Εἶναι ἕνας τρόπος ζωῆς, ποὺ χάθηκε καὶ τὸν βάλαμε στὶς προθῆκες τοῦ λαογραφικοῦ μουσείου; Καὶ ἐὰν εἶναι ἔτσι, γιατί μιλᾶμε γιὰ ἐκείνην σὰν κάτι ποὺ συμβαίνει ἀκόμη; Ἐμεῖς οἱ… γραμματιζούμενοι ἔχουμε τὴν «πολυτέλεια» πλέον νὰ κάνουμε τέτοιους στοχασμούς. Νὰ ψάχνουμε νὰ βροῦμε ἀπὸ ποῦ κρατᾶ ἡ σκούφια μας καὶ ἔπειτα περήφανα νὰ τὴν ἐπιδεικνύουμε στὶς νέες ἐποχὲς, ποὺ μᾶλλον δὲν πολυσυμπαθοῦν τέτοιες ταυτότητες πολιτισμικές.

Μὰ ἡ παράδοση φαίνεται νὰ μᾶς ξεγελᾶ σὰν τὸ ἄτακτο παιδί:

Ἐκεῖ ποὺ τὴν θαυμάζεις καὶ τὴν περιφέρεις ἀγέρωχα, καταντᾶ νὰ μοιάζει λείψανο…

Καὶ ἐκεῖ ποὺ μοιάζεις νὰ τὴν ξεχνᾶς ἔρχεται στὴν ζωὴ τὴν τωρινὴ μὲ τὴν ὁρμὴ τῆς ἀναπόφευκτης ἀλήθειας πού, ὡς ἀλήθεια, δὲν γνωρίζει τόπο καὶ χρόνο.

Ἀπὸ γονεῖς γονιῶν, σὲ παιδιὰ παιδιῶν…

«-Ἔλα γιαγιά», ἔλεγε τὶς Κυριακὲς ἡ μητέρα μου στὴν γιαγιά της, σὲ πόλη ἀκριτική τῆς Μακεδονίας, «ἔλα νὰ κάτσεις μαζί μας. Κάθε ποὺ κοινωνεῖς πᾶς καὶ κλείνεσαι στὸ δωμάτιο…»

-Νά, ἔλεγε ἡ γιαγιά, προτιμῶ λίγο νὰ ξαπλώσω, γιατὶ πῆρα τὸν Χριστό καὶ ἐὰν μιλῶ πολὺ Τὸν ξοδεύω..»

Σκεφτεῖτε πὼς βλέπετε τώρα μία ταινία. Πατῆστε τὸ κουμπὶ καὶ πηγαίνετε πίσω. Πολὺ πίσω. Καὶ ἀλλοῦ… Αἴγυπτος, 4ος αἰώνας μ.Χ.

«-Γιατί μᾶς ἀποφεύγεις, Ἀββᾶ, ὅταν ἔρχεσαι στὴν ἐκκλησία;» ρώτησαν οἱ νεώτεροι μοναχοὶ τὸν Ἰσαάκ, μαθητὴ τοῦ Ἀββᾶ Ἀπολλώ, ποὺ ὅποτε κοινωνοῦσε, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀπόλυση, ἔτρεχε στὸ κελί του, σὰν νὰ τὸν κυνηγοῦσαν.

-«Ἀδελφοί μου», ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος, «ὁ νοῦς ποὺ φωτίζεται ἀπὸ τὴ Χάρι τῶν Μυστηρίων εἶναι ἀναμμένη λαμπάδα. Μά, σὰν φυσᾶ σ’ αὐτὸν ὁ ἄνεμος τῆς πολυπραγμοσύνης, σβήνει ὁ ταλαίπωρος»

Ἡ προγιαγιά μου, πιθανότατα, δὲν ἤξερε τὸν ἀββᾶ Ἰσαὰκ καὶ τὸν ἀββᾶ Ἀπολλώ. Ἀμφιβάλω, ἐὰν εἶχε διαβάσει τὸ Γεροντικό.

Ὅμως, μὲ ἐκείνην τὴν λεπτὴ κλωστὴ ποὺ ἀρχίζουν τὰ παλιὰ παραμύθια τοῦ τόπου μας, ἦταν «γερὰ δεμένη, στὴν ἀνέμη τοῦ χρόνου τυλιγμένη». Στὴν ἀνέμη τῆς παράδοσης, ποὺ τὴν ἔκανε νὰ λέγει καὶ νὰ νοιώθει τὰ ἴδια ἀκριβῶς μὲ τοὺς ἀββάδες, παρόλο τὸ χάσμα τῶν δεκαπέντε σχεδὸν αἰώνων!

Καὶ ἐμεῖς; Ἐμεῖς ποὺ ξέρουμε τὰ «Γεροντικά» φαρσί, ἐρίζουμε μὲ τὸ δάκτυλο κολλημένο στὶς λέξεις καὶ δὲν μποροῦμε τελικὰ νὰ συνεννοηθοῦμε. Γιατὶ μεταξύ μας καὶ μὲ τὶς γιαγιάδες μας ἔχουμε χάσμα πολὺ μεγαλύτερο ἐκείνων τῶν δεκαπέντε αἰώνων…

Ἴσως γιατὶ μὲ τοὺς λόγους μας τοὺς πολλοὺς φυσᾶμε καὶ σβήνουμε τὴν λαμπάδα τοῦ ἀββᾶ.

Ξοδεύουμε στὶς πολυπραγμοσύνες μας τὸν Χριστὸ τῆς γιαγιᾶς.

Κοντεύουμε νὰ «μείνωμεν ἔξω» τοῦ ζεστοῦ κελιοῦ τους, μάταια νὰ ἀναζητοῦμε τὴν πολύτιμη παρέα τους.

Ἐρήμην τους κουβεντιάζουμε γιὰ ταυτότητα καὶ παράδοση, μιλώντας κάποτε κάποτε γιὰ ἐκείνους, μὰ ποτὲ μὲ ἐκείνους. 

Χαράλαμπος Πετρουλέας

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2024

 


Τὸ βλέμμα τοῦ παιδιοῦ

Τὸ πρόγραμμα τῆς σημερινῆς ἡμέρας προέβλεπε τὴν ἐπίσκεψή μας σὲ μία πάμπτωχη συνοικία στὸ κέντρο τῆς πρωτεύουσας Φρὴ Τάουν, τὴν παραγκούπολη Κροὺ Μπέι. Μὲ τὸ ποὺ φτάσαμε στὸν συνοικισμό, ἡ βαριὰ μυρωδιὰ τῆς ἀτμόσφαιρας καὶ οἱ παράγκες ἀνάμεσα σὲ πλῆθος σκουπιδιῶν μᾶς σάστισαν. Προχωρούσαμε σοκαρισμένοι. Ἕνας κατάμαυρος ποταμὸς κυλοῦσε ἀργὰ ἀνάμεσα σὲ τόνους ἀπορριμμάτων, δημιουργώντας μία ἀφόρητα ἀποπνικτικὴ ἀτμόσφαιρα.

Καθὼς προσπαθούσαμε νὰ καταγράψουμε φωτογραφικὰ αὐτὸ ποὺ ζούσαμε, εἶδα ξαφνικὰ μπροστά μου τὸν Δανιήλ. Μόλις εἶχε διασχίσει τὴ γέφυρα καὶ ἐπέστρεφε στὸ σπίτι ἀπὸ τὸ σχολεῖο του, ποὺ βρισκόταν στὶς παρυφὲς τοῦ συνοικισμοῦ. Ἦταν ἕνα ἀγόρι μὲ ὡραία χαρακτηριστικά, ντυμένο μὲ τὴ στολὴ τοῦ σχολείου του, λευκὸ κοντομάνικο πουκάμισο καὶ θαλασσί, κοντὸ παντελονάκι. Εἶχε τὴν τσάντα του στὴν πλάτη. Τὰ καθαρά του ροῦχα δημιουργοῦσαν ἀπίστευτη ἀντίθεση μὲ τὸ γεμάτο τόνους σκουπιδιῶν περιβάλλον.

Τὰ ’χασα καθὼς τὸν εἶδα ξαφνικὰ μπροστά μου. Κοντοστάθηκε, μόλις μὲ εἶδε νὰ ὑψώνω αὐθόρμητα τὴ φωτογραφικὴ μηχανή, ἴσα γιὰ νὰ μ’ ἀφήσει νὰ τὸν φωτογραφίσω, κι ὕστερα χάθηκε μέσα στὶς παράγκες.

Προσπαθώντας νὰ ἐπεξεργαστῶ τὴν ἐμπειρία τῆς στιγμῆς, κοιτώντας τὴ φωτογραφία ποὺ μόλις εἶχα τραβήξει, σκεφτόμουν τί ἦταν αὐτὸ ποὺ μὲ μαγνήτισε σ’ αὐτὸ τὸ ὄμορφο ἀγόρι.

Ἦταν ἄραγε ἡ ἀπίστευτη ἀντίθεση μεταξὺ τοῦ περιποιημένου παρουσιαστικοῦ του καὶ τοῦ ἄθλιου περιβάλλοντος στὸ ὁποῖο ζοῦσε;

Παρατηρώντας πιὸ προσεκτικὰ τὴ φωτογραφία κατάλαβα· ἦταν τὸ βλέμμα του. Ἕνα βλέμμα διαπεραστικὸ καί, συγχρόνως, θλιμμένο. ‘Ένα καθάριο, ἁγνὸ βλέμμα ποὺ σὲ λυγίζει. Τί θὰ σκεφτόταν, ἄραγε, βλέποντας νὰ φωτογραφίζουμε τὸ περιβάλλον στὸ ὁποῖο ζοῦσε;

Τὸ βλέμμα τοῦ παιδιοῦ ἔφερε στὸν νοῦ μου τὰ λόγια τοῦ πατρὸς Θεμιστοκλῆ, ποὺ μᾶς εἶχε πεῖ: «Ἔχετε παρατηρήσει τὰ μάτια τῶν παιδιῶν; Δὲν εἶναι σὰν τὰ μάτια τῶν Εὐρωπαίων παιδιῶν. Ἔχετε προσέξει τὰ μάτια τῶν ζητιάνων ἐδῶ πέρα; Ἔχουν «κάτι»... Ἐγὼ βλέπω σ’ αὐτά, τὰ μάτια τοῦ Ἐσταυρωμένου Χριστοῦ. Γιὰ σκεφτεῖτε ὅτι ἐδῶ ὁ ἄνθρωπος ζεῖ πάντοτε μέσα στὸν πόνο καὶ νιώθει τὸν θάνατο νὰ τὸν ἀγγίζει».

Ζήτησα κι ἔμαθα γι’ αὐτὸ τὸ ἀγόρι, ποὺ τὸ βλέμμα του ἄγγιξε τόσο τὴν ψυχή μου. Πρόκειται γιὰ τὸν Δανιὴλ Salima Salisu, ἕνα δεκατριάχρονο παιδὶ γεννημένο σὲ προτεσταντικὴ οἰκογένεια. Εἶναι ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα, τὸν ὁποῖο ἔχασε πρὶν λίγα χρόνια, καὶ ζεῖ σὲ μία παράγκα τοῦ συνοικισμοῦ μὲ τὴ φτωχὴ μητέρα του καὶ τὴ θεία του. Ὁ καθημερινὸς ἀγώνας τους εἶναι νὰ ἐξασφαλίσουν τὰ πρὸς τὸ ζῆν, κάνοντας ὅ,τι μποροῦν, ὥστε ὁ Δανιὴλ νὰ συνεχίσει τὶς σπουδές του στὸ γυμνάσιο καὶ νὰ πηγαίνει τουλάχιστον μὲ καθαρὰ ροῦχα στὸ σχολεῖο... Ὁ ἴδιος ὁ Δανιήλ, ἐντυπωσιασμένος ἀπὸ τὸ ἔμπρακτο ἐνδιαφέρον τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γιὰ τὴν κοινότητά τους, ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία του νὰ γνωρίσει τὴν Ἀλήθεια καὶ νὰ γίνει Ὀρθόδοξος Χριστιανός.

Ὁ πατὴρ Θεμιστοκλῆς, βλέποντας τὰ γεμάτα εὐγνωμοσύνη μάτια τῶν κατοίκων τοῦ συνοικισμοῦ, προέβλεψε ὅτι, μὲ ἀφορμὴ τὴν ἀνέγερση τοῦ σχολείου «Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου» μέσα στὴν παραγκούπολη, σὲ λίγα χρόνια ὅλοι θὰ ἀναζητήσουν νὰ γίνουν Ὀρθόδοξοι. Μακάρι νὰ γίνει!».

(Ἀφήγηση τοῦ καθηγητῆ κ. Ἰωάννη Περράκη ἀπὸ ἐμπειρίες ποὺ ἀπεκόμισε ἐπισκεπτόμενος τὴν Ὀρθόδοξη Ἱεραποστολὴ στὴ Σιέρρα Λεόνε)

Κυριακή 17 Μαρτίου 2024

 


Ἡ μητέρα μου

Σ᾿ ὅλη τήν ζωή της ζοῦσε μιά βαθειά πνευματική ζωή. Στίς ἑορτές συμμετεῖχε μέ πολλή εὐλάβεια, ἀκόμη καί στίς μικρότερες. Βέβαια δέν γνώριζε ἀπό βιβλία, εἶχε διάκρισι καί διαίσθησι, δέν ἐγνώριζε ἀπό ἑορταστικούς κύκλους καί ὅμως συμμετεῖχε σ᾿ ὅλες τίς ἑορτές, στίς νηστεῖες καί στά ἐτήσια μνημόσυνα τῆς Ἐκκλησίας μας ἀλανθάστως.

Ἡ ἐλεημοσύνη της ἦτο ἡ βασική της φροντίδα σχεδόν σέ καθημερινή βάσι. Τούς ξένους τούς καλοῦσε ἀπό τόν δρόμο, τούς φιλοξενοῦσε σπίτι μας καί τούς ἀνέπαυε. Ποτέ δέν ἀνεχώρησε ἔστω καί ἕνας πτωχός ἀπό τό σπίτι μας μέ ἀδειανά τά χέρια. Ὁ πατέρας μου τήν ὠνείδιζε ἐνίοτε, διότι εἶχε σέ μεγάλο βαθμό ἀνοικτά τά χέρια της.

Στά μνημόσυνα τῶν νεκρῶν συμμετεῖχε μέ πολλή εὐλάβεια. Κάθε Σάββατο πρωΐ ἔδινε ξεχωριστή ἐλεημοσύνη γιά τούς κοιμηθέντες: Μία λεκάνη γάλα ἤ φαγητό καί νερό πού μετέφερε ἡ ἴδια γιά τούς γείτονες. Κατόπιν ἀσχολεῖτο μέ τήν καθαριότητα τῶν ρούχων γιά τήν ἑπομένη ἡμέρα καί στήν συνέχεια ἐμαγείρευε τό φαγητό γιά τό τραπέζι τῆς Κυριακῆς, μετά τήν Θεία Λειτουργία, διότι τήν Κυριακή οὐδέποτε ἐμαγείρευε.

Ὅταν κτυποῦσε ἡ καμπάνα τοῦ ἑσπερινοῦ, ὅλες οἱ δουλειές γιά τήν αὐριανή ἡμέρα εἶχαν τελειώσει καί ἔτσι ἄρχιζε τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς. Τό πρωΐ τῆς Κυριακῆς ἐφορούσαμε ὅλοι τά καθαρά μας ροῦχα καί ἐσώρουχα καί ἐπηγαίναμε στήν ἐκκλησία.

Ὁ πατέρας μας σηκωνόταν πολύ πρωΐ, ἀφοῦ ἔκανε τήν προσευχή του, μετά ἐδιάβαζε τούς Χαιρετισμούς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπό τό Ὠρολόγιο καί κατόπιν ἐδιάβαζε περικοπές ἀπό τήν Καινή Διαθήκη. Ὅταν ἀναχωρούσαμε γιά τήν ἐκκλησία, πρῶτα ἐζητούσαμε συγγνώμη οἱ μέν ἀπό τούς δέ: «Συγχωρέστε», καί «ὁ Θεός νά σέ συγχωρέση!» Αὐτό συνέβαινε ὄχι μόνο μεταξύ μας, μέ τούς ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ μας, ἀλλά καί μέ τούς γείτονες.

Τίς νηστεῖες-τίς τρεῖς ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος Δευτέρα, Τετάρτη καί Παρασκευή, καθώς καί τίς μεγάλες νηστεῖες τίς κρατοῦσε μέ πολλή εὐλάβεια καί ἀκρίβεια, καθώς καί τά μικρά παιδιά, ἔστω καί νά ἦσαν ἄρρωστα. Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή ἦτο ἕνα γεγονός σημαντικό στήν χριστιανική ζωή ὅλων μας. Εἴχαμε σκεύη διατηρημένα μόνο γι᾿ αὐτόν τόν καιρό: ὅπως λεκάνες, πιάτα καί κουτάλια. Τό Πάσχα καί τά Χριστούγεννα οἱ γιορτές στά χωριά μας διαρκοῦσαν πολλές ἡμέρες.

Ἡ μητέρα μου ἦτο μία ἀνεπανάληπτη νοικοκυρά. Αὐτή ἔραβε, ὕφαινε στόν ἀργαλειό, ἔπλεκε. Μᾶς ἔκανε ἡ ἴδια ὅλα τά ἐνδύματά μας: Ὑποκάμισα, παλτά, γελέκια, ζακέτες, καθώς καί βελέντζες καί ἄλλα σκεπάσματα γιά τά κρεββάτια μας. Ἐμεγάλωσε ὀκτώ παιδιά, ἕξι κορίτσια καί δύο ἀγόρια καί μᾶς ἀνέθρεψε ὅλα μέ τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, μέ σεβασμό ἀπέναντι στούς ἀνθρώπους καί μέ τιμή. Δέν λυπόταν νά μᾶς δέρνη κιόλας, ὅταν χαλούσαμε τήν τάξι τοῦ «κοινοβίου» της.

Εὐλάβεια, πίστις, ἐκπλήρωσις τῶν χριστιανικῶν μας παραδοσιακῶν καθηκόντων μᾶς εἶχαν γίνει φυσική συνήθεια. Ἐπήγαζαν μέσα ἀπό τήν ὕπαρξί της. Ὁμοίως ἡ ἀγάπη της γιά τόν Θεό, ἡ καλωσύνη, ἡ μετριοφροσύνη της…

Κάποτε, ὅταν εὑρέθηκα στό καταφύγιο τῆς πόλεως Μπροστένι, ἐπῆγα μία ἐπίσκεψι καί νά μείνω τό Ἅγιο Πάσχα στό σπίτι μας, καί θυμήθηκα τίς χριστιανικές μας συνήθειες τίς ὁποῖες δέν εἶδα πάλι ἀπό τήν παιδική μου ἡλικία. Ἠμπόρεσα νά συνομιλήσω μαζί της καί κατάλαβα τότε πόσο βαθειά ἦτο ἡ χριστιανική της ζωή.

Τήν Μεγάλη Πέμπτη ἀναχώρησε τό πρωΐ ἀπό τό σπίτι, καί ὅταν ἐπέστρεψε καί τήν ἐρώτησα, ἔμαθα μέ μεγάλη μου ἔκπληξι ὅτι εἶχε πάει σέ μιά ἀσθενῆ γειτόνισσα νά τῆς κάνη ἕνα δῶρο, νά τῆς πλύνη τά πόδια εἰς ἀνάμνησιν τῆς ταπεινώσεως τοῦ Ἰησοῦ μας πρό τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου. «Ὁ Κύριος νά πλύνη τά πόδια τῶν Μαθητῶν Του κι ἐγώ νά μή κάνω τίποτε γι᾿ Αὐτόν; μοῦ ἀπήντησε. Ἔκαμα κι ἐγώ κάτι παρόμοιο. Ἔπλυνα τά πόδια τῆς Μαρίας τοῦ Γαβριήλ, ἡ ὁποία εἶναι ἄρρωστη στό κρεββάτι καί τῆς ἐφόρεσα ἕνα ζευγάρι κάλτσες ἀπό τίς δικές μας καινούργιες».

Τήν Μεγάλη Παρασκευή ἦτο ὅλη τήν ἡμέρα μέ τά μάτια της δακρυσμένα. «ὅταν σκέπτωμαι, μοῦ ἔλεγε, πόσα ὑπέφερε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός γιά ἐμᾶς, μοῦ ἔρχεται νά κλαίω καί νά στενάζω ἀπό πόνο».

Τό Μέγα Σάββατο, ὅταν ἐμεῖς ἐθαυμάζαμε τά τσουρέκια καί τά κουλούρια πού μᾶς παρεσκεύαζε γιά τό Πάσχα, αὐτή μᾶς ἔλεγε: «Τά ἔκαμα τόσο ὡραῖα ὄχι γιά νά τά εὐχαριστηθῆτε τρώγοντάς τα, διότι δέν μοῦ ἔρχεται οὔτε νά τὰ ἀγγίξω, ἀλλά τά ἔκανα ἔτσι πρῶτα γιά τήν δόξα τοῦ Κυρίου μας, πού αὔριο ἀνασταίνεται».

Ἱερομόναχος Πετρώνιος Τανάσε

Μετάφρασις–Ἐπιμέλεια ὑπό Ἀδελφῶν Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους Ἄθω

Σάββατο 16 Μαρτίου 2024

 


Τί εἶναι ἡ πατρίδα μας

Τί εἶναι ἡ πατρίδα μας; Μὴν εἶν᾿ οἱ κάμποι;

Μὴν εἶναι τ᾿ ἄσπαρτα ψηλὰ βουνά;

Μὴν εἶναι ὁ ἥλιος της, ποὺ χρυσολάμπει;

Μὴν εἶναι τ᾿ ἄστρα της τὰ φωτεινά;

Μὴν εἶναι κάθε της ρηχὸ ἀκρογιάλι

καὶ κάθε χώρα της μὲ τὰ χωριά;

κάθε νησάκι της ποὺ ἀχνὰ προβάλλει,

κάθε της θάλασσα, κάθε στεριά;

Μὴν εἶναι τάχατε τὰ ἐρειπωμένα

ἀρχαῖα μνημεῖα της χρυσὴ στολή,

ποὺ ἡ τέχνη ἐφόρεσε καὶ τὸ καθένα

μιὰ δόξα ἀθάνατη ἀντιλαλεῖ;

Ὅλα πατρίδα μας! Κι αὐτὰ κι ἐκεῖνα,

καὶ κάτι πού ῾χουμε μὲς τὴν καρδιὰ

καὶ λάμπει ἀθώρητο σὰν ἥλιου ἀχτίνα

καὶ κράζει μέσα μας: Ἐμπρὸς παιδιά!

Ἰωάννης Πολέμης

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2024



Ἀντεστάθηκαν καὶ εἰς τὴν Βέργαν
Ὁ Ἰμπραΐμης μὲ τὸ στράτευμα κατέβηκε Καρύταινας κάμπο καὶ Λεονταριοῦ. Ἐγὼ ἔστειλα τὸν Γενναῖον μὲ 500 νομάτους καὶ ἔπιασαν τὴν Ντεμνίτζα, χωροπούλα δυνατή, διὰ νὰ κλεισθεῖ μέσα, ἂν ἔλθει ὁ Ἰμπραΐμης ἀπάνω του. Ἀπὸ τὴν Ντεμνίτζα ἕως τὸ ὀρδί 4 ὧρες. Καὶ ἐγὼ ἐκρύφθηκα μὲ τὸ λοιπὸ στράτευμα, ἂν ἰδῶ τοὺς Τούρκους νὰ κτυπήσουν τὸν Γενναῖον νὰ τοὺς πάρω ἀποπίσω. Ὁ Ἰμπραΐμης δὲν ἦλθε διὰ τὸν Γενναῖον. Ἔμαθε ὅτι τὰ γυναικόπαιδα ἐπῆγαν κατὰ τὴν Μάνην καὶ ἐκεῖ ἀκολούθησε. Τὸ ὀρδὶ τὸ εἶχε εἰς τὸν κάμπον. Ὁ λαὸς ἀκούοντας, ὅτι ὁ Ἰμπραΐμης ἐβγῆκε εἰς τὰ πισινὰ χωριὰ καίοντας, ἐτραβήξανε κατὰ τὴ Μάνη, ὥς ὁποὺ ἐγύρισε τὸ στράτευμά του. Ἐτράβηξε διὰ τὴν Μεσσηνία, καὶ Ἀρκαδινοί καὶ οἱ Ἀνδρουτζάνοι ἀκούοντας τὴν φθορὰν τοῦ ἀπάνου κόσμου, ἐτραβοῦσαν κατὰ τὴν Μάνην. Κάπου ἔγινε καὶ τουφέκι, κάπου ἐσκλάβωσε. Ἔρριξε τὸ ὀρδί του εἰς τὸ Νησὶ τῆς Καλαμάτας.
Ὅταν ἔλειπε ὁ Ἰμπραΐμης εἰς τὸ Μισολόγγι, οἱ Μανιάτες ἔφκιασαν εἰς τὸν Ἁρμυρό, ὁποὺ εἶναι τῶν Καπετανιάνων τὰ σπίτια, ἕνα ταμπούρι δυνατὸ ἀπὸ τὸ πέλαγος ἕως εἰς τὸν βράχον, ἐκράτειε ἕως ἕνα μίλι, καὶ ἐκίνησε μιὰ φορὰ καὶ ἐπῆγε καὶ τὸν ἀντέκρουσαν οἱ Μανιάτες, καὶ ἐσκότωσαν ἀρκετούς, καὶ ὀπισθοδρόμησεν. Ἐγὼ ἐκατέβηκα μὲ τὸ στράτευμα ἕως 3.000 εἰς τὰ Δερβένια, καὶ τοὺς ἄφηκα ἐκεῖ, καὶ ἐπῆρα μόνον 80 ἀνθρώπους καὶ ἐκατέβηκα εἰς τὴν Μεσσηνίαν καὶ ἐτράβηξα ὅλο τὴν ἄκρη, διότι ἦτον τὸ ὀρδὶ τοῦ Ἰμπραΐμη εἰς τὸ Νησί. Καὶ εἰς τὸν δρόμον ποὺ ἐπάγαινα ἔβανα τὴν τρομπέτα διὰ νὰ μὲ γνωρίσει ὁ κόσμος. Καὶ μὲ ἐγνώρισαν, καὶ τοὺς ἐμψύχωνα νὰ πᾶνε πίσω στὰ σπίτια τους. Καὶ ἐπῆγα εἰς τὸ Ἁρμυρὸ καὶ ἔγραψα εἰς ὅλους τοὺς τόπους ὅτι οἱ Πελοποννήσιοι γυρίζουν εἰς τὲς ἐπαρχίες, καὶ ἔτζι ἐγύρισαν ὅλοι, τὰ γυναικόπαιδα στὰ σπίτια, οἱ ἄνδρες εἰς τὸν πόλεμον.
Ἐστάθηκα ὀκτὼ ἡμέρες, μὴ ματαδοκιμάσει ὁ Ἰμπραΐμης νὰ ἔλθει εἰς τὴν Βέργα. Ὁ Ἰμπραΐμης ἐτραβήχθηκε καὶ ἐπῆγε εἰς τὰ κάστρα διὰ νὰ ἀνασάνει τὸ στράτευμά του καὶ νὰ ἀφήσουν τὰ γυναικόπαιδα. Ἐγὼ ἐγκαρδίωσα μὲ λόγους τοὺς Μανιάτες καὶ ἐσυνάχθηκαν πολλοὶ εἰς τὸ Ἁρμυρό, καὶ ἐγὼ ἐπῆγα εἰς τὸ στράτευμα, εἰς τὰ Δερβένια τοῦ Λεονταριοῦ, καὶ τὸ ἐσήκωσα τὸ στράτευμα καὶ ἐπῆγα εἰς τοῦ Μάνεση, ἀνάμεσα Λεονταριοῦ καὶ Μυστρᾶ, καὶ ἔστειλα καὶ ἦλθαν τὰ στρατεύματα τὰ Μυστριώτικα· ὅλοι εἴμεθα 4.000. Τροφὰς εἶχα ἀπὸ τὸ Μυστρά. Ὁ Ἰμπραΐμης ἔστειλε τὸν κεχαγιά του νὰ ματακτυπήσει τὴν Βέργα εἰς τὸ Ἁρμυρό, καὶ ἀπὸ πίσω ἔστειλε δύναμη ἕως νὰ ἐβγεῖ καὶ ὁ ἴδιος. Μαθαίνοντας, ὅτι ὁ Ἰμπραΐμης ἔχει νὰ πάγει εἰς τὴν Βέργα νὰ πολεμήσει, ὅτι «ὁ ἐχθρὸς ἔρχεται ἐπάνω μας καὶ νὰ ἐλθῆτε μεντάτι», λαβαίνοντας τὴν εἴδησιν τούτην, ἐκίνησα μὲ 2.000. Τὸ διάστημα ὅμως εἶναι μακρινό, δέκα ὧρες. Τὴν εἴδησιν μοῦ ἔστειλαν. - Οἱ Τοῦρκοι ἐπῆγαν, ἀντικρούσθηκαν ἀπὸ τοὺς Μανιάτες καὶ ὀπισθοδρόμησαν - οἱ Τοῦρκοι μισὴ ὥραν ἀπὸ τὴν Βέργαν κατὰ τὴν Καλαμάταν.
Ἐφθάσαμεν καὶ ἡμεῖς εἰς τὴν Γιάννιτζα, μακριὰ ἀπὸ τὸ στράτευμα τὸ τούρκικο μία ὥρα. Κινώντας ἡμεῖς, ἐβάρεσα τὴν τρουμπέτα διὰ νὰ κινήσει τὸ στράτευμά μας. Δὲν ἠλπίζαμεν νὰ ἀκούσουν οἱ Τοῦρκοι τὴν τρουμπέτα, διότι ἦτον σκάπετο. Ἀκούοντας οἱ Τοῦρκοι τὴν τρουμπέτα ἐτραβήχθηκαν μίαν ὥραν μακρύτερα εἰς τὸ ποτάμι τῆς Καλαμάτας, ὁποὺ ἦτον κάμπος. Ἂν ἐπρόφθανα, εἰς τὸν καιρὸν ὁποὺ ἐπολεμοῦσαν οἱ Τοῦρκοι μὲ τοὺς Μανιάτες, ἠθέλαμεν τοὺς κλείσει καὶ ἤθελαν σκοτωθεῖ πολλοί. Οἱ Τοῦρκοι, μετὰ δύο ἡμέρας ἀνεχώρησαν διὰ τὸ Νησί. Ἀνεχώρησα καὶ ἐγὼ εἰς τὸ Μάνεσι, ὅπου εἶχα τὸ ἐπίλοιπο στράτευμα, διατὶ δὲν εἶχα τροφὰς νὰ σταθῶ ἐκεῖ. Περάσοντας δέκα ἢ δεκαπέντε ἡμέρας ὁ Ἰμπραΐμης ἐκίνησε τὴν καβαλλαριὰν νὰ ἔμβει εἰς τὴν Μάνην ἀπὸ τὸ Ἁρμυρό, καὶ τὸ πεζικὸ στράτευμα τὸ ἐμβαρκάρισε εἰς τὰ καράβια καὶ τὸ ἐξεμπαρκάρισε εἰς τὸ Βηρό, εἰς τὴν Τσίμοβαν πλευρά. Οἱ Μανιάτες ἐπετάχθηκαν καὶ οἱ γυναῖκες, καὶ ἐπελάγωσαν τοὺς Τούρκους καὶ τοὺς ἔκαμαν πολὺν ἀφανισμόν. Ἀντεστάθηκαν καὶ εἰς τὴν Βέργαν εἰς τὴν καβαλλαρίαν, καὶ ἀφοῦ εἶδε ὁ Ἰμπραΐμης ὅτι δὲν κάμνει τίποτε, ἐτραβήχθηκε εἰς τὰ Μεσσηνιακὰ φρούρια. 
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2024



Ἄλλος τύπος
Ἦτο πρῴην ἐμποροπλοίαρχος, εἶχε ναυαγήσει δύο φορὰς εἰς τὴν Μεσόγειον, εἶχεν ὑποφέρει δεινῶς εἰς τὸν Ὠκεανόν, καὶ μίαν φορὰν εἶχε ξεπαγιάσει εἰς τὸν Εὔξεινον. Τώρα ἦτο πτωχὸς καὶ παρηγκωνισμένος. Ἔλεγεν ὅτι συγγενεύει μὲ ὀνόματα καὶ οἰκογενείας ἱστορικὰς εἰς τὸν τόπον τῆς γεννήσεώς του. Μίαν φορὰν εἶχε διατελέσει ἀστυνομικὸς ὑπάλληλος εἰς Ἀθήνας.
Εἰς τὸν Πειραιᾶ, περὶ τὰ 189… μὴ ἔχων ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ, ἐκοιμᾶτο μέσα εἰς ἓν καφενεῖον, ἐκεῖθεν τοῦ Τελωνείου, δυτικομεσημβρινῶς τοῦ Ἁγ. Νικολάου, καὶ ἐξοικονόμει τὰ πρὸς τὸ ζῆν διδάσκων ναυτικὰ τοὺς ὑποψηφίους, ὅσοι ἡτοιμάζοντο νὰ ὑποστῶσιν ἐξετάσεις ὅπως λάβωσι δίπλωμα.
Τοὺς ἐμάνθανε πῶς νὰ «παίρνουν θεωρία», πῶς νὰ εὑρίσκουν τὸ βόρειον πλάτος καὶ τὸ ἀνατολικὸν μῆκος, καὶ πῶς νὰ ἐφελκύουν τὰς ψήφους τῆς ἐξεταστικῆς ἐπιτροπῆς. Ὁ ἴδιος δὲν ἔλειπε νὰ ἐπισκέπτεται τὸ ὑπουργεῖον τῶν Ναυτικῶν, ἀνερχόμενος πεζὸς εἰς τὰς Ἀθήνας· ἔλεγεν ὅτι εἶχε γράψει σύγγραμμα περὶ ναυτικῆς πολὺ ἀξιόλογον, ἐμπεριέχον μάλιστα σπουδαίας ἀνακαλύψεις. Δυστυχῶς δὲν εἶχε τὰ μέσα νὰ τὸ τυπώσῃ.
Εἰς τὰς Ἀθήνας, ὅταν ἤρχετο, ἐσύχναζε καὶ εἰς ἄλλα μέρη. Ἦτο εὐλαβής πολύ, καὶ δὲν ἔλειπεν ἀπὸ τοὺς ναούς. Ἐπήγαινε συχνὰ εἰς ἕνα ναΐσκον ὅπου, κατὰ τὰς ἑορτάς, ἐγίνοντο θρησκευτικαὶ παννυχίδες. Ἐθύμωνεν ἂν ἡ λειτουργία ἐτελείωνε γρήγορα. Ἤθελε νὰ ἔλθῃ ἴσα-ἴσα μὲ τὴν ἡμέραν διὰ νὰ ἐπιστρέψῃ πεζὸς καὶ πάλιν εἰς τὸν Πειραιᾶ. Ἐπέπληττε τοὺς ψάλτας, τὸν τυπικάρην, καὶ αὐτὸν τὸν λειτουργὸν ἱερέα.
― Ἑσπερίδες κάνετ᾽ ἐδῶ; ἔλεγε.
Ἐπρότεινεν ὡς ἐπιχείρημα: «Οἱ γυναῖκες πῶς θὰ πᾶνε στὰ σπίτια τους νύχτα;» Εἶναι ἀληθὲς ὅτι πολλαὶ ἀπ᾽ αὐτὰς τὰς γραίας τὰς εὐλαβεῖς, ὅσαι ἐσύχναζον εἰς τὴν ἀγρυπνίαν, τὸν παρεκάλουν νὰ τὰς συνοδεύσῃ ἕως τὴν οἰκίαν των.
― Μπαρμπα-Μᾶρκο! δὲν ἔρχεσαι νὰ πᾶμε μαζὶ ὣς τὸ σπίτι;
Καὶ τότε ὁ μπαρμπα-Μᾶρκος προθύμως συνώδευεν ἕνα κοπάδι, ἐπειδὴ πολλαὶ ἐξ αὐτῶν συνέβαινε νὰ εἶναι γειτόνισσαι ἀπὸ τὴν αὐτὴν συνοικίαν, καὶ γνώριμοι πρὸς ἀλλήλας.
Ἦτον παραπάνω ἀπὸ ἑξῆντα χρόνων, ἀλλὰ τοῦ ἐβαστοῦσαν τὰ κότσια, μ᾽ ὅλον τὸ ξεπάγιασμα τοῦ Δουνάβεως καὶ τὴν κακοπάθειαν τοῦ ὑπερωκεανείου πλοῦ. Ἦτο κοντός, κυρτὸς καὶ μονόπλευρος, κ᾽ ἐπήγαινεν ὡς βάρκα ταχύπλους εἰς τὸν δρόμον. Ὅλην τὴν νύκτα, εἰς τὸν ναΐσκον, δὲν ἐκάθητο εἰς τὸ στασίδιον, ἀλλ᾽ ἵστατο ὄρθιος ὡς ναύτης. Ὅταν νεώτερός τις ἐξέφραζε θαυμασμὸν ἐπὶ τούτῳ, αὐτὸς ἀπήντα:
―Ἄχ! ὅταν ἔχῃ ταξιδέψει κανεὶς στὸν Ὠκεανόν!… Τί εἶναι νὰ στέκεται κανεὶς ζεστός, χωρὶς κίνδυνον, χωρὶς ἔννοια, μὲς στὸ στασίδι;… Καὶ ποῦ νὰ βρίσκεσαι σὲ μιὰ σκάφη μεσάνυχτα, νὰ σὲ χορεύ᾽ ἡ θάλασσα, νὰ σὲ δέρν᾽ ἡ μπόρα, νὰ στάζῃς ἅρμη κ᾽ ἵδρωτα κι ἀφρό, καὶ νά ᾽χῃς τὴν ψυχὴ στὰ δόντια!… Ἐκεῖ σὲ θέλω… Ἄχ! εἶδα τὸν Ἁι-Νικόλα…
Ἄρχιζε νὰ διηγῆται τὸ θαῦμα, τὸ ὁποῖον τοῦ εἶχε συμβῆ ποτε, ἀλλὰ συνήθως τὴν διέκοπτε… Διηγήθη ποτὲ ὅτι εἶχεν ἰδεῖ μεσάνυκτα τὸν Ἁι-Νικόλα νὰ κρατῇ τὸ τιμόνι ἐν ὥρᾳ τρικυμίας εἰς τὸ πέλαγος…
― Γιὰ νὰ μὴ μὲ λένε ἀγύρτη, δὲν τὸ λέγω, εἶπε.
Καὶ πλέον δὲν τὸ διηγήθη ἄλλην φοράν.
Ἔκαμνε τὸν προεστὸν εἰς τὰς συνάξεις τοῦ μικροῦ ναΐσκου, ἔλεγε τὸν Ἑξάψαλμον, τὸ Ἐλέησόν με ὁ Θεός, τὸ Πιστεύω κτλ. Ἀπήγγελλε ἀργά, μὲ μετρίαν ἔμφασιν, μὲ φαινομένην κατάνυξιν καὶ συντριβήν. Ἀπεῖχεν ὅμως πολὺ τοῦ γνησίου, τοῦ ἁπλοῦ καὶ ἀπερίττου ἐκκλησιαστικοῦ ὕφους ―ὕφους ἀρχαιοπρεποῦς καὶ ἐνθυμίζοντος τὴν ἀρχαίαν ἑλληνικὴν ἁπλότητα― ὁποῖον μόνον εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καλλιεργεῖται. Διὰ τοῦτο ἤρεσκεν εἰς τοὺς πολλοὺς καὶ ὄχι εἰς τοὺς ὀλίγους.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2024



Ἄσημον
Νά τες τώρα ποὺ σιγὰ σιγὰ

Ἐπιστρέφουν οἱ στεριές. Ὑπόσταση λαβαίνουν οἱ ἄνθρωποι

Στὴν παλιά του θέση ξαναρχινάει ν' ἀναβοσβήνει ὁ φάρος

Καὶ τὸ σπίτι τὸ κόκκινο ἀργοπορεμένο

Στ' ἀνοιχτά τοῦ κάβου στέκει ἀρόδο μ' ἀναμμένα φῶτα

Μασουλᾶνε χόρτο σκοτεινὸ τὰ περιβόλια

Καὶ θολὴ θωρεῖς μὲς στοὺς αἰθέρες νὰ

Κατεβαίνει μ' ἕνα δίσκο φρέζιες τρέμουσες

Ἡ γυναίκα ποὺ τὴ λὲν Γαλήνη.
Ὀδυσσέας Ἐλύτης

Τρίτη 12 Μαρτίου 2024



Πολὺ κεφάτοι
Ἡ εὐθυμία ποὺ δείχνουν οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι εἶναι διανοητικὰ ἐπιτηδευμένη. Ἔχουν πεισθεῖ οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὴν ψυχολογικὴ προπαγάνδα ὅτι χαρὰ εἶναι ἡ ἐπιδερμικὴ ἡδονή, ἡ ἱκανοποίηση τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν καί, ὅταν βρίσκονται αὐτὲς οἱ προϋποθέσεις, «πείθονται» ὅτι εἶναι εὐτυχισμένοι, χαρούμενοι. Κι ἐπειδὴ ἔχουν ἀσυνείδητα τὴν εἰδοποίηση τῆς ἀνεπάρκειας αὐτῆς τῆς εὐτυχίας, βάζουν ἔνταση μεγάλη γιὰ νὰ καλύψουν τὸ αἴσθημα αὐτὸ καὶ τότε φαίνονται πολὺ ψυχαγωγούμενοι, πολὺ κεφάτοι.
Αὐτὰ βέβαια μᾶς τὰ δείχνει ἡ παρατήρηση, ἀλλὰ ἔχομε καὶ πολλοὺς τρόπους νὰ τὴν ἐπιβεβαιώσομε αὐτὴ τὴν παρατήρηση. Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος στὴ μεγάλη πλειοψηφία βρίσκεται σὲ διαρκῆ ἀγανάκτηση γιὰ τὰ ἐμπόδια τῆς εὐτυχίας του καὶ γιὰ τοὺς ἐχθρούς του. Βλέπομε νὰ φτάνουν οἱ ἄνθρωποι στὰ δικαστήρια καὶ νὰ δικάζονται γιὰ διάφορες ἀδικίες μικρὲς καὶ μεγάλες, σὲ ποσοστὰ πολὺ μεγαλύτερα ἀπὸ παλαιότερες ἐποχές. Αὐτὴ ἡ ἀνικανότητα συνδιαλλαγῆς εἶναι μία ἀπὸ τὶς ἐνδείξεις τῆς πλήξης, ποὺ κυριαρχεῖ στὰ συναισθήματα τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ συμβιβαστεῖ μὲ τίποτε καὶ μὲ κανένα. Βλέπομε ὅτι ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος δὲν ἀναπαύεται μὲ καμμιὰ εὐχαρίστηση καὶ πολὺ γρήγορα χάνει τὴν εὐχαρίστησή του καὶ ζητάει ἀλλαγές. Ἀκόμα καὶ στὸ γάμο χάνει πολὺ σύντομα τὴν εὐχαρίστησή του ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ/τῆς συζύγου κι ἔτσι ἔχομε τὰ πολλὰ διαζύγια, τὶς διαστάσεις, τοὺς οἰκογενειακοὺς καυγάδες, εἰδικὰ τὶς συγκρούσεις καὶ τοὺς διαπληκτισμοὺς μὲ τὰ κληρονομικά. Σχεδὸν κανεὶς δὲν θυσιάζει τὸ παραμικρό, γιὰ νὰ διατηρήσει τὴ γλυκιὰ σχέση μὲ τ’ ἀδέρφια του.
Μπορεῖτε νὰ φαντασθεῖτε τὸ πρόσωπο ἑνὸς τέτοιου ἀνθρώπου γελαστό; Προτιμάει τὴν πίκρα καὶ τὸ μίσος ἀκόμη προκειμένου νὰ κερδίσει ἕνα μικρὸ κομματάκι ἀμφισβητούμενης γῆς. Καὶ ἡ πλήξη ὕστερα μονιμοποιεῖται στὴν ψυχή του. Βλέπετε, ὅλη ἡ παγκόσμια ἱστορία κυριαρχεῖται ἀπὸ τὴν ἰδέα τῆς δικαιοσύνης· ὅλη ἡ θεολογία τῶν πρὸ Χριστοῦ λαῶν, καὶ τοῦ Ἰσραὴλ ἀκόμα, καὶ ὅλη ἡ θεολογία, ἡ ψυχολογία καὶ ἡ κοινωνιολογία μαζὶ μὲ τὴν πολιτικὴ τῶν χωρὶς Χριστὸ λαῶν καὶ ἀτόμων ρυθμίζεται ἀπὸ τὴν δικαιοσύνη. Ὅλοι τὴν ἐπικαλοῦνται, ὅσο κι ἂν ὅλοι δυστυχοῦν ἀπ’ αὐτήν, νικητὲς καὶ νικημένοι. Ἄλλο βέβαια πράγμα ἡ ἐπιβολὴ τῆς δικαιοσύνης καὶ ἄλλο ἡ ταπεινὴ ἀποδοχή της. Ὅποιος ἀποδέχεται τὴ δικαιοσύνη μὲ ὑπομονὴ κι εὐχαριστία, ἔστω κι ἂν εἶναι σὲ βάρος του, αὐτὸς βγαίνει ἀπ’ τὰ πλαίσια τῆς δικαιοσύνης, εἶναι ἴσος μ’ αὐτόν, ποὺ παραιτεῖται ἀπὸ τὴν δικαιοσύνη.
Κωνσταντῖνος Γανωτὴς

Δευτέρα 11 Μαρτίου 2024


Ἡ βίωση τοῦ ἄλλου ὡς οἰκείου μέλους
Ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἔχει πνευματικὴ ζωή, νὰ ἔχει τὸ φῶς στὴ ζωή του, πρέπει νὰ ἔχει τελεία ἐπικοινωνία μὲ τὸ περιβάλλον του. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ δὲν ἔχει αὐτὴ τὴν ἁπλή, τὴν φυσική, τὴν ἄνετη ἐγκατάλειψη καὶ παράδοση τοῦ ἑαυτοῦ του στὸν ἄλλον, καὶ ἑπομένως τὴν βίωση τοῦ ἄλλου ὡς οἰκείου μέλους, δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει Θεόν. Γι’ αὐτὸ σκοτίζεται ἡ ψυχή, ὅταν κλονίζεται ἡ σχέση της μὲ τὸν Θεό.
Πῶς ὅμως κλονίζεται; Μὲ τὸ νὰ μισεῖ τὸν πλησίον του. Τὸ μισῶ τὸν πλησίον ἔχει κατά κύριον λόγο ἐνεργητικὴ ἔννοια καὶ σημαίνει, κτυπῶ, ἀρνοῦμαι, ἐπιτίθεμαι ἐναντίον τοῦ ἄλλου. Ἐκφράζει τὴν ἐπιθετικὴ διάθεση τῆς ψυχῆς. Ἀντὶ νὰ ἔχω φυσικὴ σχέση μὲ τὸν ἄλλον, νὰ τὸν βάζω στὴν καρδιά μου, ἔχω τὸ μῖσος, ποὺ εἶναι μία ἔξοδος τοῦ ἄλλου ἀπὸ τὴν καρδιά μου καὶ ἀπὸ τὴν ζωή μου.
Μῖσος λοιπὸν εἶναι νὰ βλέπω ὡς ἕτερον τὸν ἄλλον, νὰ τὸν πετάω ἔξω ἀπὸ τὴν καρδιά μου, νὰ μὴν τὸ θεωρῶ ὡς εἶναι μου. Ἀντὶ νὰ δῶ ὅτι ὁ ἄλλος εἶμαι ἐγώ, βλέπω ὅτι εἶναι κάτι διαφορετικό. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ εἶναι φυσικὸ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου, ἀλλὰ γιὰ μᾶς, ποὺ εἴμαστε σῶμα Χριστοῦ, εἶναι ἀφύσικο. Τὸ μῖσος εἶναι ἐκ τῶν μεγάλων ἁμαρτημάτων, διότι εἶναι ἀπόρροια μεγάλης ἐμπαθείας καὶ δείχνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δούλεψε πολλὰ χρόνια στὴν ἁμαρτία καὶ τὰ πάθη, καὶ ἔχει σκληρυνθεῖ τόσο πολὺ ἡ καρδιά του, ὥστε κατὰ κάποιο τρόπο ἔγινε ἀνώμαλη καὶ ὄχι μόνο δὲν μπορεῖ νὰ ἀγαπήσει, ἀλλὰ καὶ μισεῖ. Χρειάζεται πολὺ δάκρυ γιὰ νὰ ἀποβάλλει κάποιος τὸ μῖσος. Δὲν εἶναι ὑπόθεση μιᾶς ἀποφάσεως ἁπλῶς ἢ ἀγῶνος μιᾶς μέρας. Ὅταν μισῶ κάποιον, δὲν μπορῶ νὰ πῶ, ἀποφασίζω νὰ μὴν τὸν μισῶ. Μπορῶ νὰ πῶ, ἀποφασίζω νὰ μὴν τὸν χτυπήσω, νὰ μὴν τὸν βλάψω, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν τὸν μισῶ πλέον, χρειάζεται μία ἐσωτερικὴ κάθαρσις. Τὸ μῖσος πρὸς τὸν πλησίον φανερώνει μεγάλο βάθος πάθους, γι’ αὐτὸ καὶ συσκοτίζει τὴν ψυχή.
Πῶς ἀλλιῶς κλονίζεται ἡ σχέση μὲ τοὺς ἄλλους; Μὲ τὴν ἐξουδένωση. Μὲ τὸ νὰ ταπεινώνεις τὸν ἄλλον. Μὲ τὸ νὰ τὸν κρίνεις. Ὅταν ὅμως κρίνω τὸν ἄλλον, τὸν βγάζω πάντοτε μικρό, μηδαμινό, τίποτα. Εἶναι τόσος ὁ ἐγωισμὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ ἐνώπιον τῆς κρίσεώς του, οὔτε ἕνας Θεός, πόσο μᾶλλον ἕνας ἄνθρωπος. Τὸ νὰ θεωρῶ τὸν ἄλλον ὡς κατώτερο, περισσότερο ὅμως τὸ νὰ τὸ ἐκφράζω, εἶναι κεφαλαιῶδες ἁμάρτημα.
Ἄλλη μορφὴ σχέσεώς μας μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ἡ ὁποία διαταράσσει τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἑνότητα, εἶναι ἡ ζήλεια μὲ ὅλες τὶς ἔννοιες. Ζηλεύω κάποιον ἀπὸ ἀγάπη, τὸν θεωρῶ δικό μου καὶ ἑνώνομαι ἀναπόσπαστα μαζί του. Ἡ ἕνωση αὐτὴ δὲν εἶναι ἐν τῷ σώματι τοῦ Χριστοῦ, εἶναι μία ὑποβίβαση τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ σὲ ἀνθρώπινη σχέση. Εἶναι ἐπίσης μία πλήρης μοιχικὴ ἐσωτερικὴ ἐνέργεια. Ἂν πάρουμε τὴν ζήλεια μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ζηλεύω αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἀπωθῶ, τότε ἡ ζήλεια εἶναι ἔκφραση ἐσωτερικῆς ἀδυναμίας ἀλλὰ καὶ ἀνώμαλης ἀγάπης. Δηλαδὴ τὸν ἀγαπῶ κατὰ τρόπο ἐγωιστικὸ καὶ ἀποκλειστικό, πιστεύω ὅτι ἔχω δικαιώματα στὴ ζωή του καὶ ὅτι αὐτὸς ἔχει ὑποχρεώσεις ἀπέναντί μου, ὅτι πρέπει νὰ μοῦ δίνει λογαριασμὸ γιὰ τὸ ποὺ πηγαίνει καὶ τί κάνει. Ἡ ζήλεια λοιπὸν εἶναι διαταραχὴ τῶν σχέσεών μας λόγω περισσῆς ἐσωτερικῆς ψυχικῆς ἐνέργειας. Ζήλεια εἶναι κάθε στροφὴ πρὸς τὸν ἄλλον, ποὺ ξεκινάει ἀπὸ κάτι ὑπερβολικό, ἀπὸ ἕναν ζῆλο, ἀπὸ μία ζέση, ἀπὸ μία βράση. Ἑπομένως ζῆλος μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ ἐνδιαφέρον μου, ἡ ἀγάπη μου, ἡ φροντίδα μου νὰ τὸν σώσω, νὰ τὸν βοηθήσω νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, νὰ γίνει παιδὶ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ ζέσις εἶναι ἕνας ἀφύσικος ἐσωτερικὸς ὀργασμός, μία ἀφύσικη πνευματικὴ συσσωμάτωση.
Τὸ ἀντίθετό της ζήλειας εἶναι ὁ γογγυσμός, ὁ ὁποῖος ἐπίσης προέρχεται ἀπὸ ἀδυναμία τῆς ψυχῆς. Γογγύζω σημαίνει διαμαρτύρομαι, ἀρνοῦμαι, παραπονοῦμαι, εἶμαι στενοχωρημένος, δὲν ἱκανοποιοῦμαι. Αὐτὸν τὸν γογγυσμὸ τὸν ἐκφράζω στὸ περιβάλλον μου, στὰ γραπτά μου, στὴν προσευχή μου. Ζητῶ λόγου χάριν, κάτι ἀπὸ τὸν ἄλλον, ἢ προσδοκῶ ἢ ἀπαιτῶ κάτι. Δὲν μοῦ τὸ δίνει ὅμως, γιατί καὶ αὐτὸς εἶναι ἀπορροφημένος ἀπὸ τὸν δικό του ἀγῶνα καὶ πόθο, ἀπὸ τὴν δική του σκέψη, ἁμαρτία, χαρά, ἀπὸ τὴ δική του ἀκολασία, ἁγιότητα ἢ ἀρετή. Τότε πέφτω σὲ ἕναν γογγυσμό, διότι περιθωριοποιοῦμαι στὴν σκέψη του. Προσεύχεται αὐτός, νομίζω ὅτι μὲ ἀφήνει μοναχό μου. Ἐνδιαφέρεται γιὰ μένα, νομίζω ὅτι δὲν τὸ ἔκανε ἀπὸ ἀγάπη ἢ ὅτι τὸ ἔκανε ἐλλιπές. Ὁ γογγυσμὸς εἶναι τὸ ἀνικανοποίητο ποὺ νοιώθουμε στὴ ζωή μας καὶ προέρχεται ἀπὸ ἕνα μειονεκτικὸ ἐγώ. Ἡ ζήλεια προέρχεται ἀπὸ ἕνα ἐγὼ ὑπερτροφικό, ἐνῷ ἡ ἐξουδένωση ἀπὸ ἕνα ἐγὼ αὐτοτρεφόμενο καὶ αὐτοδυναμούμενο ἄνευ Θεοῦ, ποὺ βλέπει τὸν ἄλλον κατώτερο, μηδαμινό. Τὸ μῖσος εἶναι ἡ διαφοροποίηση, ἡ ἀπώθηση τοῦ ἄλλου ἀπὸ τὴν ὕπαρξή μας.
Γέρων Αἰμιλιανὸς Σιμωνοπετρίτης

Κυριακή 10 Μαρτίου 2024



Ὁ τζίτζικας
Καλοκαίρι κι ἄνοιξη
ὅταν ἦσαν τὰ λουλούδια,
ὁ τρελλὸς ὁ τζίτζικας
τὴν περνοῦσε μὲ τραγούδια.
Τὰ λουλούδια πέρασαν,
ἦρθαν χιόνια, ἦρθαν πάγοι,
καὶ πεινᾶ ὁ τζίτζικας
καὶ δὲν ξέρει τὶ νὰ φάγει.
Ἔρχεται στὸ γείτονα,
τὸ προβλεπτικὸ μυρμήγκι,
καὶ ζητᾶ βοήθεια
κάνα σπόρο ἢ σκουλήκι.
Τὸ μερμήγκι ἀπόρησε
καὶ ρωτᾶ: -Σ᾿ αὐτὰ τὰ μέρη,
δὲ μοῦ λὲς τὶ ἔκανες
ὅταν ἦταν καλοκαίρι.
-Τραγουδοῦσα, φίλε μου,
μὲς τὴ ζέστη ὅλη τὴν ὥρα.
-Τραγουδοῦσες; Μπράβο σου,
χοροπήδα, λοιπόν, τώρα.
Ἀλέξανδρος Ραγκαβῆς

Σάββατο 9 Μαρτίου 2024



Τὸ πανηγύρι τῆς Ἁγίας Μονῆς
Ἐγὼ ἤξευρα τὸν τόπον καὶ ἔφυγα ἀπὸ ἄλλο μέρος, καὶ ἐπῆγα εἰς τὴν Μικρὴν Καστάνιτσα διὰ νὰ εὕρω τὸν Βασίλη μὲ τὸν ὁποῖον εἶχα συμφωνήσει νὰ φύγουμε. Ἀπὸ ἐκεῖ ἐτραβήξαμεν εἰς τὰ χωριὰ τοῦ Πασαβᾶ, εἰς ἑνὸς ἀδελφοποιτοῦ μου τὸ σπίτι. Ἐκεῖ μᾶς ἐβάσταξε 2 ἡμέρας. Τὸν ἐστείλαμε καὶ ἐπῆγε νὰ εὕρει τοῦ Τζανετάκη τὴν μάνα, ἡ ὁποία ἦτον θυγατέρα τοῦ Παναγιώταρου. Τῆς εἴπαμεν, νὰ ὑπάγει ἡ ἴδια νὰ εὕρει καΐκια εἰς τὸ Μαραθονήσι διὰ νὰ βαρκαρισθοῦμε διὰ Τζηρίγο. Εἰς τρεῖς ἡμέρας ἐπήγαμεν μαζὶ μὲ τὴν Μαρία, μάνα τοῦ Τζανετάκη, καὶ ἐβαρκαριστήκαμε ἀνάμεσα Μαυροβούνι καὶ Μαραθονήσι. Μόλις ἐκάμαμε πανιά, καὶ ἐφύσηξε ἕνας βοριάς, ὁποὺ δὲν μᾶς ἄφησε νὰ προχωρήσομε· ἦτον ξημερώνοντας τῶν Βαΐων. Ἐπιάσαμε εἰς τὴν Ξυλήν, ἐκάμαμε πάλι πανιά, καὶ μᾶς ἐμπόδισε ὁ ἐνάντιος ἄνεμος, καὶ ἀράξαμεν εἰς τὸ Ἐλαφονήσι. Ἐπήγαμε, τέλος πάντων, εἰς τὸ Τζηρίγο μὲ μιὰ μεγάλη φουρτούνα καὶ ἀράξαμε εἰς ἕνα χωριό, Ποταμὸ λεγόμενον. Ἐκεῖ εὑρήκαμεν ἕναν ἀπὸ τοὺς Γιατρακαίους, καὶ μᾶς εἶπε ὅτι δὲν κάμνει νὰ φανερωθῆτε μέσα εἰς τὴν χώραν ὡς Κολοκοτρώνης. Ἐπήγαμεν εἰς τὸν διοικητὴν τοῦ Τζηρίγου, Ἀρβανιτάκην λεγόμενον. Ἕνα παιδὶ μᾶς ἐγνώρισε ἀπὸ τὸν Πύργο, καὶ ἐκαθήσαμε ἐκεῖ· τὴν Μεγάλην Πέμπτην ἐφθάσαμεν. Ὁ Πρύτανης μᾶς ἐμάλωσε, διατὶ εἴμεθα ἀρματωμένοι. Ἐπῆγα εἰς τὸν κομαντάτε τὸν Ρῶσο, τοῦ ἐδιηγήθηκα μὲ τὴν ἀλήθεια ποῖοι εἴμεθα, πὼς ἐκαταντήσαμεν, καὶ ἔτζι διέταξε νὰ μᾶς περιποιηθοῦν καὶ νὰ μᾶς δώσουν ἀπ᾿ ὅλα.
Μιὰ φορὰ ἐπῆγα εἰς τὸ πανηγύρι τῆς Ἁγίας Μονῆς. Αὐτὸ τὸ μοναστήρι ἦτον μεγάλο καὶ ἐχαλάσθη εἰς τὴν πρώτην Τουρκιά. Ὅταν ἀπέρασα, ἦτον μία μάνδρα χαλασμένη καὶ σκεπασμένη ἐκκλησιὰ μὲ κλάδους δένδρων. Τότε ἔταξα ὅτι: «Παναγία μου, βοήθησέ μας νὰ ἐλευθερώσωμεν τὴν Πατρίδα μας ἀπὸ τὸν Τύραννο καὶ θὰ σὲ φκιάσω καθὼς ἤσουν πρῶτα» (1803). Μὲ ἐβοήθησε, καὶ εἰς τὸν δεύτερον χρόνον τῆς ἐπαναστάσεώς μας ἐπλήρωσα τὸ τάμα μου καὶ τὴν ἔφκιασα. Αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς ζωῆς ὁποὺ ἐκάμναμε μᾶς βοήθησε πολὺ εἰς τὴν ἐπανάσταση, διότι ἠξεύραμεν τὰ κατατόπια, τοὺς δρόμους, τὰς θέσεις, τοὺς ἀνθρώπους. Ἐσυνηθίσαμεν νὰ καταφρονοῦμεν τοὺς Τούρκους, νὰ ὑποφέρομεν τὴν πείναν, τὴν δίψαν, τὴν κακοπάθειαν, τὴν λέρα, καὶ καθεξῆς.
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2024



Ὑπὸ τὴν βασιλικὴν δρῦν
Ὅλην τὴν νύκτα, κοιμώμενος καὶ ἀγρυπνῶν, ὠνειρευόμην τὴν δρῦν, τὴν θεσπεσίαν καὶ ὑψηλήν… Τὴν πρωίαν ἐκείνην τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, καθὼς εἶχεν εὐωδιάσει ὁ ναΐσκος ἀπὸ δάφνας καὶ λιβανωτίδας, καὶ εἶχε κρουσθῆ τρελὰ ἀπὸ παιδικὰς χεῖρας ὁ μικρὸς κώδων ὁ ὑπεράνω τοῦ γείσου τῆς στέγης τῆς πλακοσκεποῦς, χαιρετίζων τὸ «Ἀνάστα ὁ Θεός», τὸ ὁποῖον ἔψαλλεν ὁ παπὰς ραίνων τοὺς πιστοὺς μὲ πέταλα ρόδων καὶ ἴων… εἶτα, πρὶν ἀπολύσῃ ἡ λειτουργία, ἐγὼ ἔγινα ἄφαντος.
Διὰ πλαγίου, κρυφοῦ δρομίσκου τὸν ὁποῖον εἶχον ἀνακαλύψει τὴν προτεραίαν, ἤρχισα νὰ ἀνέρχωμαι τὴν ράχιν τοῦ βουνοῦ… διευθυνόμενος πρὸς τὸ μέρος ὅπου εὑρίσκετο ἡ βασιλικὴ δρῦς. Ἐπίστευον ὅτι ἐγνώριζα καλὰ τὸν δρόμον.
Ἦτον ὅλη ἡ ὁδὸς ἀνωφερής, κ᾽ ἐγὼ ἔτρεχον, ἔτρεχον διὰ νὰ φθάσω ταχέως, ν᾽ ἀσπασθῶ τὴν ἐρωμένην μου ―ἐπειδὴ ἡ δρῦς ὑπῆρξεν ἡ πρώτη παιδική μου ἐρωμένη― καὶ ταχέως πάλιν νὰ ἐπιστρέψω, φανταζόμενος ὅτι ἡ ἀπουσία μου τότε δὲν θὰ παρετηρεῖτο, καὶ δὲν θὰ εἶχον ν᾽ ἀκούσω ἐπιπλήξεις ἀπὸ τοὺς οἰκείους.
Πρὸ ἐμοῦ εἶχον ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸ ποιμενικὸν σκήνωμα ὀλίγοι ἐκ τῆς τάξεως τῶν βοσκῶν, ἀπερχόμενοι εἰς τὴν πολίχνην, διὰ νὰ κομίσωσιν ἀρνία καὶ τυρίον εἰς τοὺς κολλήγας, ἀποφέρωσι δὲ ἄλλα ὀψώνια ἐκ τῆς πόλεως. Οὗτοι θὰ ἐπέστρεφον πρὸς ἑσπέραν, καὶ δὲν ἦτο πιθανὸν νὰ συναντήσω τινὰς καθ᾽ ὁδόν. Πλὴν παρ᾽ ἐλπίδα εἶδον μακρόθεν ἄλλους ἐρχομένους πρὸς τὰ ἐδῶ, ἐν συνοδίᾳ γυναικῶν καὶ παίδων καὶ ὑποζυγίων· οὗτοι ἤρχοντο ἐκ τῆς πόλεως διὰ νὰ συνεορτάσωσιν ἐν τῇ ἐξοχῇ πλησίον τῶν συγγενῶν των, τῶν βοσκῶν.
Πάραυτα ἐξετράπην τῆς ὁδοῦ, κ᾽ ἔσπευσα νὰ κρυβῶ ὄπισθεν πυκνῶν θάμνων. Οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ἂν μὲ συνήντων, μεμονωμένον, μακρὰν τῶν γονέων μου, πορευόμενον ἄγνωστον ποῦ, θὰ ἐπαραξενεύοντο, καὶ ἂν δὲν μ᾽ ἔπειθον νὰ κατέλθω μετ᾽ αὐτῶν εὐθὺς ὀπίσω, ἐξ ἅπαντος θὰ μὲ κατήγγελλον εἰς τοὺς γονεῖς μου, τοὺς ὁποίους θὰ εὕρισκον κάτω εἰς τὸ Μέγα Μανδρί. Ἤμην ἕνδεκα ἐτῶν παιδίον.
Ἐκεῖνοι ταχέως ἀντιπαρῆλθον, κ᾽ ἐγὼ ἀνέλαβα τὸν δρόμον μου, ἀλλὰ μετ᾽ ὀλίγον τὸν ἔχασα. Εἰς ἓν σταυροδρόμιον ὅπου ἔφθασα, ἐπῆρα τὸν δρόμον ἀριστερά, τὸν ὑψηλότερον, καὶ ἀσθμαίνων ἔφθασα εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ. Πλὴν ἡ μεγάλη δρῦς ὑπῆρξεν εὐεργέτις μου καὶ κηδεμών μου. Αὕτη μ᾽ ἐξήγαγεν ἐκ τῆς ἀπάτης, ἐφαίνετο δὲ ὡς νὰ μοὶ ἔνευε μακρόθεν, καὶ μὲ ὡδήγει νὰ ἔλθω πλησίον της.
Καθὼς τὴν εἶδα χαμηλότερα, δεξιόθεν, ἀρκετὰ μακράν, ἄφησα τὸν δρομίσκον εἰς τὸν ὁποῖον ἔτρεχα, καὶ στραφεὶς πρὸς δυσμὰς ἤρχισα νὰ κατέρχωμαι, μέσῳ τῶν ἀγρῶν, ὑπερπηδῶν αἱμασιάς, χάνδακας, φραγμοὺς θάμνων καὶ βάτων, σχίζων τὰς σάρκας μου, αἱμάσσων χεῖρας καὶ πόδας… Τέλος ἔφθασα πλησίον τῆς ποθητῆς νύμφης τῶν δασῶν.
Ἤμην κατάκοπος, κάθιδρος καὶ πνευστιῶν. Ἅμα ἔφθασα, ἐρρίφθην ἐπὶ τῆς χλόης, ἐκυλίσθην ἐπάνω εἰς παπαροῦνες καὶ χαμολούλουδα. Ἀλλ᾽ ὅμως ᾐσθανόμην κρυφὴν εὐτυχίαν, ὀνειρώδη ἀπόλαυσιν. Ἐρρέμβαζον ἀναβλέπων εἰς τοὺς κλῶνάς της τοὺς κραταιούς, καὶ ἠνοιγόκλειον ἡδυπαθῶς τὰ χείλη εἰς τὴν πνοὴν τῆς αὔρας της, εἰς τὸν θροῦν τῶν φύλλων της. Ἑκατοντάδες πουλιῶν ἀνεπαύοντο εἰς τοὺς κλῶνάς της, ἔμελπον τρελὰ τραγούδια… Δρόσος, ἄρωμα καὶ χαρμονὴ ἐθώπευον τὴν ψυχήν μου…
Ἤμην ἀποσταμένος, καὶ δὲν εἶχον κοιμηθῆ καλὰ τὴν νύκτα. Ὁ ὕπνος μοῦ ἔλειπεν. Εἰς τὴν σκιὰν τοῦ πελωρίου δένδρου, ἐν μέσῳ τῶν μηκώνων του τῶν κατακοκκίνων, ὁ Μορφεὺς ἦλθε καὶ μ᾽ ἐβαυκάλησε, καὶ μοὶ ἔδειξεν εἰκόνας, ὡς εἰς περίεργον παιδίον.
Μοῦ ἐφάνη ὅτι τὸ δένδρον ―ἔσωζον καθ᾽ ὕπνον τὴν ἔννοιαν τοῦ δένδρου― μικρὸν κατὰ μικρὸν μετέβαλλεν ὄψιν, εἶδος καὶ μορφήν. Εἰς μίαν στιγμὴν ἡ ρίζα του μοῦ ἐφάνη ὡς δύο ὡραῖαι εὔτορνοι κνῆμαι, κολλημέναι ἡ μία ἐπάνω εἰς τὴν ἄλλην, εἶτα κατ᾽ ὀλίγον ἐξεκόλλησαν κ᾽ ἐχωρίσθησαν εἰς δύο· ὁ κορμὸς μοῦ ἐφάνη ὅτι διεπλάσσετο καὶ ἐμορφοῦτο εἰς ὀσφύν, εἰς κοιλίαν καὶ στέρνον, μὲ δύο κόλπους γλαφυρούς, προέχοντας· οἱ δύο παμμέγιστοι κλάδοι μοῦ ἐφάνησαν ὡς δύο βραχίονες, χεῖρες ὀρεγόμεναι εἰς τὸ ἄπειρον, εἶτα κατερχόμεναι συγκαταβατικῶς πρὸς τὴν γῆν, ἐφ᾽ ἧς ἐγὼ ἐκείμην· καὶ τὸ βαθύφαιον, ἀειθαλὲς φύλλωμα μοῦ ἐφάνη ὡς κόμη πλουσία κόρης, ἀναδεδημένη πρὸς τ᾽ ἄνω, εἶτα λυομένη, κυματίζουσα, χαλαρουμένη πρὸς τὰ κάτω.
Τὸ πόρισμά μου, τὸ ἐν ὀνείρῳ ἐξαχθέν, καὶ εἰς λῆρον ἐν εἴδει συλλογισμοῦ διατυπωθέν, ὑπῆρξε τοῦτο: «Ἄ! δὲν εἶναι δένδρον, εἶναι κόρη· καὶ τὰ δένδρα, ὅσα βλέπομεν, εἶναι γυναῖκες!»
Ὅταν μετ᾽ ὀλίγον ἐξύπνησα, ὡς συνέχειαν τοῦ ὀνείρου ἔσχον ἐν νῷ τὴν ἀνάμνησιν τῆς ἱστορίας τοῦ τυφλοῦ, τὸν ὁποῖον ὁ Χριστὸς ἐθεράπευσε, καθὼς εἶχον ἀκούσει τὸν διδάσκαλόν μας εἰς τὴν Ἱερὰν Ἱστορίαν: «Καταρχὰς μὲν εἶδε τοὺς ἀνθρώπους ὡς δένδρα· δεύτερον δὲ τοὺς εἶδε καθαρά…»
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2024



Ἀπὸ αὐτοὺς ὑπάρχει ἡ πατρίδα, ἀπὸ τοὺς ἀγωνιστὰς
Σηκωθήκαμεν πήγαμεν εἰς τὸν Ἁγιντέκ, ὁποῦ τὸν ἔστειλε νὰ πάγω. Πηγαίνοντας ἐκεῖ, μοῦ λέγει· «Σὲ ὁρκίζω εἰς τ᾿ ὄνομα τῆς πατρίδος σου καὶ τοῦ Βασιλέως, τὸν κατάλογον ὁποῦ θὰ σοῦ δείξω νὰ μοῦ εἰπῆς τὴν ἀλήθεια, σὲ ποιὰ εἶναι δίκιος καὶ σὲ ποιὰ εἶναι ἄδικος, διὰ νὰ τοὺς βαθμολογήσωμεν, νὰ μὴν γένουν παράπονα. Ὅτι τῆς Ἀντιβασιλείας τῆς εἶπα τὰ ὅσα μοῦ εἶπες καὶ σὲ παίνεψαν εἰς τὸν πατριωτισμόν σου· ὅτι κι᾿ ὄντως εἶσαι ἐκεῖνος ὁποῦ σὲ γνώριζα. – Τοῦ λέγω, ὅταν σᾶς ἀπατήσω νὰ δώσω λόγον εἰς τὸν Θεόν». Ἐκεῖνοι διάβαζαν κ᾿ ἐγὼ τοὺς ἔλεγα. Τοῦ εἶπα πρῶτα· «Ἐγὼ δὲν θέλω βαθμό· δούλεψα τὴν πατρίδα μου ὅσο ποὺ κόλλησα εἰς τὸν βαθμὸν τοῦ στρατηγοῦ μὲ κίντυνους καὶ μὲ πληγὲς καὶ μὲ θυσίες. Τὸν πέταξα καὶ μπῆκα εἰς τὸ ταχτικὸν ἁπλὸς στρατιώτης διὰ νὰ πάγη ὀμπρός. Αὐτό σοῦ εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τὸν Φαβγὲ κι᾿ ἄλλους καὶ εἶναι καὶ ἡ ἀναφορά μου εἰς τὰ πραχτικὰ τῆς Κυβέρνησης καὶ οἱ ῾φημερίδες τὸ λένε. – Μοῦ λέγει, τὸ ξέρω. – Καὶ εἰς τὴν ἡμέρα τοῦ Βασιλέως μου πάλε κάνω τὸ ἴδιον. – Λέγει, ὁ Βασιλέας δὲν θέλει νὰ τὸν δουλέψουν οἱ ἀξιωματικοὶ ὡς ἁπλοὶ στρατιῶτες. Ὁ βαθμὸς ὁποῦ θὰ δώσῃ εἰς τοὺς Ἕλληνες ὁ πρῶτος εἶναι τοῦ ταματάρχη καὶ δὲν εἶναι ἄλλος βαθμὸς ἀνώτερος. – Μ᾿ ὅρκισες εἰς τὸ ὄνομα τῆς πατρίδας μου καὶ τοῦ Βασιλέως μου νὰ σοῦ εἰπῶ τί γνωρίζω καὶ θὰ σοῦ τὸ εἰπῶ ἐλεύτερα καὶ μὲ σέβας· καὶ εἰς τὴν ἀλήθειά μου καὶ τὸν θάνατον τὸν δέχομαι, ὅτι, σοῦ εἶναι γνωστόν, πολλὲς βολὲς πλησίασα εἰς αὐτὸν καὶ δὲν μὲ πῆρε· καὶ τὸν καταφρονῶ εἰς τὸ ἑξῆς καὶ πεθαίνω εἰς τὴν ἀλήθειά μου. Αὐτοὺς τοὺς βαθμοὺς ὁποῦ μοῦ λές, γκενεράλη μου, εἶναι ἀδικία εἰς τοὺς ἀγωνιστᾶς, ὅτι ἐτοῦτος ὁ τόπος, ὁποῦ ῾ρθε ὁ Βασιλέας νὰ βασιλέψη καὶ τοῦ λόγου σας Ἀντιβασιλεῖς, ἦταν σκλαβωμένος τόσα χρόνια ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ εἶχε γένη ρουμάνι, βάλτος, ἀγκαθιά, κι᾿ αὐτεῖνοι οἱ ἀγωνισταὶ τὸν δούλεψαν μὲ τὸ ψωμί τους, μὲ τὸ τζαρούχι τους, μὲ τὸ ντουφέκι τους, μὲ τὸ φουσέκι τους· γιόμωσαν, ἐπότισαν τὴν γῆς αἷμα, τὴν Τουρκιὰ καὶ σκλάβους τούρκεμα τοὺς Χριστιανούς. Καὶ οἱ σκοτωμένοι ἄφησαν χῆρες γυναῖκες καὶ ἀρφανά· κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποῦ ῾ταν νοικοκυραῖγοι ἔγιναν διακονιαραῖγοι, ὅτι θυσιάσαν τὸ δικόν τους εἰς τὰ δεινὰ τῆς πατρίδος, ὅταν κιντύνευε. Ἀπὸ αὐτοὺς ὑπάρχει ἡ πατρίδα, ἀπὸ τοὺς ἀγωνιστάς. Τοὺς ἄλλους, τοὺς διαφταρμένους, τοὺς γνωρίζεις ἡ Ἐξοχότη σου πολὺ καλά. Διὰ νὰ ρουφήξουν τὴν πατρίδα κ᾿ ἐθνικὰ ὅλο συχνοὺς ἐφύλιους πολέμους ἔκαναν καὶ φατρίες· καὶ εἶναι ἄλλος Ἄγγλος, ἄλλος Γάλλος κι᾿ ἄλλος Ροῦσσος. Κι᾿ αὐτὸ δὲν σβένει ἀπὸ αὐτούς. Διὰ νὰ τὸ σβέσετε, διὰ νὰ στερεωθῆ ἡ πατρίδα κι᾿ ὁ Βασιλέας, χρειάζεται δικαιοσύνη νά ῾χετε καὶ ῾λικρίνεια καὶ μ᾿ αὐτὸ κάνετε συντρόφους τῆς πατρίδος ὅλους τοὺς ἀγωνιστάς. Κατὰ τοὺς ἀγῶνες τοῦ κάθε ἑνοῦ νὰ τοῦ δώσετε τὸν βαθμὸν ὁποῦ ἀπόχτησε μὲ τὸ αἷμα του. Κι᾿ ἂν ἔκαμεν κανένας κατάχρησιν, νὰ φκειάσετε μιὰ ῾πιτροπή, νὰ κάμη μίαν προκήρυξη καὶ νὰ λέγη κάθε ἐπαρχία νὰ κάμη μίαν τοπικὴ συνέλεψη καὶ νὰ διορίση τοὺς πλέον καλύτερους τοῦ τόπου, ὁποῦ νὰ ξέρη ποιὸς ἀγωνίστη, ποιὸς σκοτώθη, ποιὸς σκλαβώθη καὶ τί φαμελιὰ ἔχει ὁ καθείς· ποιὸς ἔκανε τὸ ἐμπόριόν του καὶ δὲν ἔλαβε μέρος εἰς τὸν πόλεμον· ποιὸν καπετάνο εἶχε ἡ κάθε ἐπαρχία καὶ τί μιστοὺς ἔχει πλερώση καὶ τί τοῦ πλέρωσε ἡ διοίκηση. Κι᾿ ἀπὸ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς τῆς κάθε ἐπαρχίας μὲ τοὺς τοπικοὺς καταλόγους – καὶ νὰ ξέρη καὶ τῆς ἐθνικὲς γὲς – νὰ συναχτοῦν ἀπ᾿ οὖλες της ἐπαρχίες καὶ νὰ τοὺς βάλετε σὲ ἕναν ὅρκον, νὰ τοὺς εἰπῆτε ὅποιος κρύψη αὐτὰ καὶ τὰ ὑποστατικὰ τὰ ἐθνικὰ θὰ παιδεύεται κακά. Κι᾿ αὐτοὺς ὅλους νὰ τοὺς κάμετε μίαν ἐπιτροπὴ καὶ νὰ πάρουν καὶ τὰ πρωτόκολλα τοῦ Κράτους καὶ νὰ βάλουν κ᾿ ἕναν πρόεδρον μὲ συνείδηση καὶ νὰ καθίσουνε νὰ τηράξουνε ποιὸς δούλεψε, ποιὸς τήραγε τὸ ἐμπόριόν του καὶ τώρα ζητεῖ δικαιώματα. Κι᾿ ἀφοῦ ἡ ῾πιτροπή ἰδῆ ὅλα αὐτά, τότε νὰ δικαιώση τοὺς ἀγωνιστᾶς, θαλασσινοὺς καὶ στεργιανούς, πολιτικοὺς καὶ στρατιωτικούς. Νὰ δώσετε εἰς τοὺς ἁπλοὺς πενήντα στρέμματα γῆς, ὁποῦ ῾ναι μιλλιούνια καὶ κάθεται χέρσα, κι᾿ ἀπὸ πεντακόσια ὡς χίλια γρόσια, ὁποῦ ῾ναι τὸ τάλλαρον εἴκοσι ἕνα καὶ μισὸ γρόσι. Καὶ κατ᾿ ἀναλογίαν νὰ πᾶτε ἀπὸ τὸν ἁπλὸν στρατιώτη ὡς τὸν βαθμὸ τοῦ χιλιάρχου, αὐτὸν τὸν βαθμὸν ὁποῦ γνώρισε κι᾿ ὁ Καποδίστριας. Διὰ τῆς κατάχρησες τῶν ἐθνικῶν πραμάτων, ὁποῦ ἔγιναν καμπόσοι κόντηδες, ὁποῦ ἦταν καντιποτένιοι, νὰ τὰ πάρετε ὀπίσου· ἀφοῦ τοὺς δώσετε βαθμὸν καὶ γῆς καὶ χρήματα, τότε νὰ τοὺς ζητήσετε αὐτά. Κι᾿ ὅ,τι ζητεῖ ἀπὸ τὸ Ἔθνος ὁ κάθε ὁπλαρχηγός, ἀπὸ μιλλιούνι καὶ κάτου, ἀφοῦ τοῦ πλερώνετε τὸ δίκιον του καὶ τοὺς στρατιῶτες καὶ χῆρες τῶν σκοτωμένων κι᾿ ἀρφανᾶ, ἄλλο τίποτας δὲν τοῦ χρωστάγει ἡ πατρίς. Καὶ μ᾿ αὐτὸ πλερώνετε ὅλους τοὺς ἀγωνιστὰς καὶ χῆρες κι᾿ ἀρφανὰ κι᾿ ὅσους θυσιάσαν ἀπὸ αὐτὲς τῆς ῾πηρεσίες· καὶ βάλτε τὸ πολὺ δυὸ τρία ἢ καὶ τέσσερα μιλλιούνια γρόσια νὰ πλερωθοῦν ὅλοι καὶ νὰ λευτερώσετε ἀπὸ τῆς μεγάλες ἀπαίτησες τοῦ κάθε ἑνοῦ τὴν πατρίδα. Κι᾿ ἀφοῦ κάμετε αὐτά, τότε θέλετε στρατέματα; Πέστε τοῦ κάθε ἑνοῦ· «Ὅ,τ᾿ εἴχετε νὰ λάβετε διὰ τοὺς ἀγῶνες σας καὶ θυσίες τὸ λάβετε ἀπὸ τὴν πατρίδα σας ὡς ἀγωνισταί. Τώρα θὰ μπῆτε εἰς τὴν ῾πηρεσία ὡς κοπέλια τῆς πατρίδας· τοῦτα τὰ χρέη θὰ κάνετε, τοῦτον τὸν μιστὸν θὰ παίρνη ὁ καθείς. Ἂν δουλεύη τιμίως, θὰ δοξάζεται· ἀτίμως, τότε οἱ νόμοι θὰ τὸν κρίνουν». Καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον θὰ γένουν οἱ Ἕλληνες νοικοκυραῖοι καὶ θὰ πλουτήνη καὶ τὸ ταμεῖον. Καὶ ἡ πατρίδα θὰ φύγῃ ἀπὸ «τὰ δικαιώματά μας», ὁποῦ ζητεῖ ὁ καθένας. Κ᾿ ἐγὼ ἔχω νὰ λάβω διὰ παλιοὺς μιστοὺς πολλὲς χιλιάδες γρόσια – αὔριον φκειάνω τὴν ἀναφορά μου καὶ τὰ προσφέρνω ἐγὼ πρῶτος καὶ δίνω τὸ παράδειγμα».
Ἀκούγοντας αὐτὰ ὅλα ὁ Ἁγιντέκ μοῦ εἶπε· «Εἶναι λαμπρὰ ἡ συνβουλή σου κι᾿ ὁ πατριωτισμός σου. – Ἂν τὸν βάλετε ὀμπρός, τοῦ εἶπα, τότε εἶναι λαμπρός, εἰδὲ εἶναι πονοκεφαλισμὸς καὶ λόγια ξερά. Κι᾿ ἂν γένουν αὐτὰ καὶ δὲν ἀκούσετε τοὺς ἀπατεῶνες, τότε θὰ λέγεστε σωτῆρες τῆς πατρίδος καὶ Βασιλέως καὶ θὰ δοξάζεται τ᾿ ὄνομά σας ὅσο στέκει ἡ Ἑλλάς. – Φεύγω, μοῦ εἶπε, δὲν σοῦ λέγω τίποτας, καὶ πάγω ν᾿ ἀνταμώσω καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ μέλη τῆς ῾πιτροπῆς τῆς Ἀντιβασιλείας». Πῆγε καὶ τοὺς τὸ εἶπε κ᾿ εὐκαριστήθηκαν. Μοῦ εἶπαν νὰ φκειάσω ἐνγράφως τὴν ἰδέα μου. Τὴν ἔφκειασα· ἔφκειασα καὶ μίαν ξεχωριστὴ ἀναφορὰ κ᾿ ἔλεγα· «Ἔξοχοι Ἀντιβασιλεῖς! Οἱ κυβέρνησες τῆς πατρίδος μου μ᾿ ἔστειλαν σὲ διάφορες ἐκστρατεῖες, εἰς τὰ δεινά της πατρίδος μου. Αὐτὲς εἶναι οἱ διαταγές της, αὐτὰ εἶναι τὰ εὐκαριστήρια, τί ἔκαμα μὲ τοὺς ἀνθρώπους ὁποῦ ῾χα εἰς τὴν ὁδηγίαν μου, αὐτοὶ εἶναι οἱ κατάλογοι τῶν ἀνθρώπων, αὐτὲς εἶναι οἱ ἐθνικὲς ὁμολογίες (ὅλα ἐνκλεισμένα εἰς τὴν ἀναφορά μου). Αὐτοὶ εἶναι οἱ ἀγῶνες ἐκεινῶν ὁποῦ ῾χα μαζί μου καὶ πολεμοῦσαν εἰς τὴν κάψη τοῦ ἥλιου καὶ εἰς τὸ πάγος τοῦ χειμῶνος. Σκοτώθηκαν οἱ περισσότεροι· ἄφησαν χῆρες γυναῖκες κι᾿ ἀρφανὰ παιδιά. Διαβάστε τὰ ἔνγραφα, καὶ νὰ τοὺς δικιώσετε. Κι᾿ ὅσοι σκοτώθηκαν καὶ δὲν ἔχουν συγγενεῖς, νὰ μείνουν εἰς τὸ ταμεῖον τὰ δικαιώματά τους».
Στρατηγὸς Μακρυγιάννης

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2024

Τῆς δασκάλας τὰ μάγια
Μεγάλο θάμα ἔγινε, εἰς ὅλη τὴ γειτονιά ―καὶ εἰς ὅλο τὸ χωριὸ μάλιστα― ἕνα Σάββατον πρωί, καθὼς ἐπῆγεν ἡ νεαρὰ δασκάλισσα, συνοδευομένη καὶ ἀπὸ τὴν μικρὰν ὑπασπιστίναν της, τὸ Οὐρανιώ, τὸ θυγάτριον τοῦ Παναγῆ τοῦ Κυραντώνη, διὰ ν᾿ ἀνοίξῃ τὴν πόρταν τοῦ Σχολειοῦ· ἡ μικρὰ ὑπασπίστρια ἐπροπορεύετο κρατοῦσα ἕνα κομψὸν κουτί, καὶ δύο τυλιγμένα ἐργόχειρα, ἔκαμνε χαριτωμένους μορφασμοὺς καὶ τσακίσματα, εἶχε τὴν ξανθὴν πλεξίδα της λοξὰ πρὸς τὸ ἕνα αὐτί, κ᾿ ἦτον ὅλη μειδίαμα καὶ χάρις, ὥστε ἡ μὲν μυτίτσα της ἐγίνετο πλακαρὴ καὶ σχεδὸν ἐξηλείφετο ἀπὸ τοὺς δύο μορφασμοὺς καὶ τ᾿ αὐλακάκια τὰ σχηματιζόμενα ἑκατέρωθεν, ἀπὸ τὸ πτερύγιον τῆς ρινὸς ἕως τὰ κάτω βλέφαρα, καὶ τὰ ματάκια της μισοκλεισμένα ἐτόξευαν ὑγρὸν σπινθῆρα· ἡ δασκάλισσα, χλωμή, μὲ παιδικὸν πρόσωπον, λευκοφορεμένη, καθὼς καὶ ἡ μικρὰ συνοδός της, ἀναδεδεμένη τὸν στέφανον τῆς πλουσίας κόμης της, ἄμεμπτος εἰς τὰ τῆς μόδας· ἀλήθεια, τὰ κορίτσια τοῦ Σχολειοῦ, εἶχαν μάθει καλοὺς πολιτισμένους τρόπους ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς δασκάλες· ἐμάθαιναν γράμματα καὶ χειροτεχνήματα, ἔκαμναν ὡς καὶ γυμναστικήν, ἓν-δύο-τρία, εἰς τὸ προπύλαιον τοῦ Σχολείου· ἡ κόρη τοῦ Ντάκου εἶχε μάθει πῶς νὰ χτενίζῃ τὰ ἀχυρόχροα μαλλιά της, ξέπλεκα, ἁπλωμένα ἐπὶ τῶν νώτων, μέχρι τῆς μέσης, λευκοφοροῦσα ὡσὰν ἀνεράιδα τοῦ βουνοῦ· αἱ παιδίσκαι τοῦ Στόιου καὶ τοῦ Λεγαντῆ εἶχον μάθει μπλὲ μαρέν, καὶ καρρέ, ἀκόμη καὶ τρανσπαράν· καὶ τὸ θυγάτριον τοῦ Σταμάτη τοῦ Μπλατσίνη εἶχε μάθει εἰς ἕνα μονότονον, ἀχρωμάτιστον ἦχον διάφορα ἀνόητα τραγουδάκια· ὅσον ἀφορᾷ τὴν ξανθὴν πλεξίδα λοξὴν πρὸς τὸ αὐτί, ὅλαι σχεδὸν αἱ μαθήτριαι τὴν εἶχον ἀναπετάσει ἐσχάτως· ἄλλοι ἔλεγον ὅτι ἀπ᾿ ἐκεῖνο τὸ αὐτὶ ἐβγῆκε τὸ μυαλὸ τῆς δασκάλας καὶ τῶν κοριτσιῶν, ἄλλοι ἔλεγον ὅτι ἐξητμίσθη ἀπὸ τὴν κορυφὴν τῆς κεφαλῆς, διὰ μέσου τῶν ριζῶν ἑκάστης τριχός, καὶ ἄλλοι ἔλεγον ὅτι εἶχε φύγει ἀπ᾿ ἐπάνω ἀπὸ τὴν ὀροφὴν τοῦ Σχολείου· πλὴν ταῦτα ἦσαν λόγια τῶν γραϊδίων τῆς γειτονιᾶς, τῶν γλωσσαλγῶν, ὁποὺ μεταχειρίζονται τὴν ρόκαν μόνον ὡς συνόδευμα τῶν κινήσεων τῆς γλώσσης, ἢ ἔχουν τὴν κακολογίαν οἱονεὶ ὡς κέλευσμα πρὸς ἀνακούφισιν τοῦ κόπου τῆς ρόκας.
Ὁ κόσμος θὰ ἐξακολουθῇ πάντοτε νὰ βαδίζῃ ἐμπρός, πότε κούτσα-κούτσα, πότε σήκω-πέσε· μὲ σκιρτήματα μονοπόδαρα, μὲ σκοντάμματα, ἢ μὲ βήματα καρκίνου· καὶ ἀλλοίμονον εἰς τοὺς ὅσοι ἐγήρασαν, κ᾿ ἐκουράσθησαν, καὶ δὲν δύνανται νὰ παρακολουθήσουν· εἰς ὅσους «ἐπαλαιώθησαν, καὶ ἐχώλαναν ἀπὸ τῶν τρίβων αὑτῶν».

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Τρίτη 5 Μαρτίου 2024


Τά κατσικάκια τώρα τήν ἄνοιξη

Ἀντί ἄλλης Πασχάλιας εὐχῆς θά σᾶς μεταφέρω τά χαρμόσυνα ἀναστάσιμα βιώματα τοῦ μακαριστοῦ γέροντα Πορφυρίου, ὅπως τά ἔζησα μιά Τρίτη Διακαινησίμου στό κελλάκι του.
Μετά τήν καρδιολογική ἐξέταση καί τό συνηθισμένο καρδιογράφημα, μέ παρεκάλεσε νά μή φύγω. Κάθησα στό σκαμνάκι κοντά στό κρεββάτι του. Ἔλαμπε ἀπό χαρά τό πρόσωπό του. Μέ ρώτησε:
– Ξέρεις τό τροπάριο πού λέει «Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν…»;
– Ναί, γέροντα, τό ξέρω.
– Πές το.
Ἄρχισα γρήγορα-γρήγορα:
«Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, Ἅδου τήν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου, ἀπαρχήν˙ καί σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τόν αἴτιον, τόν μόνον εὐλογητόν τῶν πατέρων Θεόν καί ὑπερένδοξον».
– Τό κατάλαβες;
– Ἀσφαλῶς τό κατάλαβα.
Νόμισα πώς μέ ρωτάει γιά τήν ἑρμηνεία του. Ἔκανε μία ἀπότομη κίνηση τοῦ χεριοῦ του καί μοῦ εἶπε:
– Τίποτε δέν κατάλαβες, βρέ Γιωργάκη! Ἐσύ τό εἶπες σάν βιαστικός ψάλτης… Ἄκου τί φοβερά πράγματα λέει αὐτό τό τροπάριο: Ὁ Χριστός μέ τήν Ἀνάστασή Του δέν μᾶς πέρασε ἀπέναντι ἀπό ἕνα ποτάμι, ἀπό ἕνα ρῆγμα γῆς, ἀπό μιά διώρυγα, ἀπό μιά λίμνη ἤ ἀπό τήν Ἐρυθρά Θάλασσα. Μᾶς πέρασε ἀπέναντι ἀπό ἕνα χάος, ἀπό μία ἄβυσσο, πού ἦταν ἀδύνατο νά τήν περάσει ὁ ἄνθρωπος μόνος. Αἰῶνες περίμενε ὁ κόσμος αὐτό τό Πάσχα, αὐτό τό πέρασμα. Ὁ Χριστός μᾶς πέρασε ἀπό τόν θάνατο στή ζωή. Γι᾽ αὐτό σήμερα «θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, ᾅδου τήν καθαίρεσιν». Χάθηκε ὁ θάνατος. Τό κατάλαβες; Σήμερα γιορτάζουμε τήν «ἀπαρχή» τῆς «ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου», τῆς ζωῆς κοντά Του.
Μίλαγε μέ ἐνθουσιασμό καί βεβαιότητα. Συγκινήθηκε.
Σιώπησε γιά λίγο καί συνέχισε πιό δυνατά:
– Τώρα δέν ὑπάρχει χάος, θάνατος, νέκρωση, Ἅδης. Τώρα ὅλα εἶναι χαρά, χάρις στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας. Ἀναστήθηκε μαζί Του ἡ ἀνθρώπινη φύση. Τώρα μποροῦμε κι ἐμεῖς νά ἀναστηθοῦμε, νά ζήσουμε αἰώνια κοντά Του… Τί εὐτυχία ἡ Ἀνάσταση!
«Καί σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τόν αἴτιον». Ἒχεις δεῖ τά κατσικάκια τώρα τήν ἄνοιξη νά χοροπηδοῦν πάνω στό γρασίδι; Νά τρῶνε λίγο ἀπό τή μάνα τους καί νά χοροπηδοῦν ξανά; Αὐτό εἶναι τό σκίρτημα, τό χοροπήδημα. Ἔτσι ἔπρεπε κι ἐμεῖς νά χοροπηδοῦμε ἀπό χαρά ἀνείπωτη γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας καί τήν δική μας.
Διέκοψε καί πάλι τόν λόγο του. Ἀνέπνεα μιά εὐφρόσυνη ἀτμόσφαιρα.
-Μπορῶ νά σοῦ δώσω μιά συμβουλή; συνέχισε. Σέ κάθε θλίψη σου, σέ κάθε ἀποτυχία σου, σέ κάθε πόνο σου, νά συγκεντρώνεσαι μισό λεπτό στόν ἑαυτό σου καί νά λές ἀργά-ἀργά αὐτό τό τροπάριο. Θά βλέπεις ὅτι τό μεγαλύτερο πρᾶγμα στή ζωή σου -καί στή ζωή τοῦ κόσμου ὅλου- ἔγινε. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἡ σωτηρία μας. Καί θα συνειδητοποιεῖς ὅτι ἡ ἀναποδιά πού σοῦ συμβαίνει εἶναι πολύ μικρή γιά νά χαλάσει τήν διάθεσή σου.
Μοῦ ᾽σφιξε τό χέρι, λέγοντας:
-Σοῦ εὔχομαι νά «σκιρτᾶς» ἀπό χαρά, κοιτάζοντας πίσω σου τό χάος ἀπό τό ὁποῖο μᾶς πέρασε ὁ Ἀναστάς Κύριος, «ὁ μόνος εὐλογητός τῶν Πατέρων». Ψάλλε τώρα καί τό «Χριστός Ἀνέστη»…

Γεώργιος Παπαζάχος

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2024

 


Γομάρι εἶμαι νὰ μὲ δέρνουν;

Ἔγινα ὡς δεκατέσσερων χρονῶν καὶ πῆγα εἰς ἕναν πατριώτη μου εἰς Ντεσφίνα. Ἦταν ὁ ἀδελφός του μὲ τὸν Ἀλήπασια καὶ ἦταν ζαπίτης αὐτὸς εἰς τὴν Ντεσφίναν. Στάθηκα μὲ ἐκεῖνον μίαν ἡμέρα. Ἦταν γιορτὴ καὶ παγγύρι τΆγιαννιου. Πήγαμεν εἰς τὸ παγγύρι, μὄδωσε τὸ ντουφέκι του νὰ τὸ βαστῶ. Ἐγὼ θέλησα νὰ τὸ ρίξω, ἐτζακίστη. Τότε μ᾿ ἔπιασε σὲ ὅλον τὸν κόσμον ὀμπρὸς καὶ μὲ πέθανε εἰς τὸ ξύλο. Δὲν μ᾿ ἔβλαβε τὸ ξύλο τόσο, περισσότερον ἡ ντροπὴ τοῦ κόσμου. Τότε ὅλοι τρώγαν καὶ πίναν καὶ ἐγὼ ἔκλαιγα. Αὐτὸ τὸ παράπονον δὲν ηὗρα ἄλλον κριτὴ νὰ τὸ εἰπῶ νὰ μὲ δικιώση, ἔκρινα εὔλογον νὰ προστρέξω εἰς τὸν Ἀϊγιάννη, ὅτι εἰς τὸ σπίτι τοῦ μό᾿ ῾γίνε αὐτείνη ἡ ζημία καὶ ἡ ἀτιμία. Μπαίνω τὴν νύχτα μέσα εἰς τὴν ἐκκλησιά του καὶ κλείω τὴν πόρτα κι᾿ ἀρχινῶ τὰ κλάματα μὲ μεγάλες φωνὲς καὶ μετάνοιες, τ᾿ εἶναι αὐτὸ ὁποῦ ῾γινε ῾σ ἐμέναν, γομάρι εἶμαι νὰ μὲ δέρνουν; Καὶ τὸν περικαλῶ νὰ μοῦ δώσῃ ἄρματα καλὰ κι᾿ ἀσημένια καὶ δεκαπέντε πουγγιὰ χρήματα καὶ ἐγὼ θὰ τοῦ φκιάσω ἕνα μεγάλο καντήλι ἀσημένιον. Μὲ τὶς πολλὲς φωνὲς κάμαμεν τὶς συμφωνίες μὲ τὸν ἅγιον.

Σὲ ὀλίγον καιρὸν γράφει ὁ ἀδελφὸς τοῦ ἀφέντη μου ἀπὸ τὰ Γιάννενα ὅτι θέλει ἕνα παιδὶ νὰ τοῦ κάνη χοσμέτι. Μ᾿ ἔστειλαν ἐμένα, τὰ 1811. Τὸν πάντρεψε αὐτὸν ὁ Ἀλήπασσας εἰς τὴν Ἄρτα. Ἔκατζε κάμποσον καιρὸν εἰς Ἄρτα, τὸν γύρεψε ὁ Ἀλήπασσας νὰ πάγη, ὅτι τὸν ἀγαποῦσε καὶ τὸν εἶχε εἰς τὰ μυστικά του γράμματα. Ἦταν τίμιος ἄνθρωπος, τὸν λένε Θανάση Λιδορίκη. Τότε γυρεύει νὰ μ᾿ ἀφήσῃ εἰς τὸ σπίτι του ἐμένα, δὲν ἤθελα νὰ κάτζω. Μοῦ εἶπε: «Θὰ κάτζῃς καὶ μὲ τὸ στανιόν». Αὐτὸ δὲν μποροῦσα νὰ τὸ ἀποφύγω, ὅτ᾿ εἶχε τὴν δύναμη. Ἔκατζα μὲ συμφωνίες ὅτι ἐγὼ ὡς δοῦλος δὲν κάθομαι. «Κάνω τὴν ῾πηρεσία τοῦ σπιτιοῦ σου, ὅμως θὰ γνωριστῶ καὶ μὲ τοὺς κατοίκους νὰ δανειστῶ, νὰ κάμω καὶ ἐμπόριο, ὅτ᾿ εἶμαι γυμνός, νὰ ντυθῶ. (Αὐτὸς ἦταν φιλάργυρος, δὲν μό ῾δινε τίποτας).

Πρώτη συμφωνία αὐτείνη, τοῦ εἶπα, καὶ δεύτερον τὰ ψώνια τοῦ σπιτιοῦ σου νὰ βαστάῃ ἡ γυναίκα σου τὰ χρήματα καὶ τὸν λογαριασμόν, ξέρει γράμματα, καὶ νὰ μοῦ δίνῃ νὰ τῆς ψωνίζω, νὰ ζυάζῃ ὅταν φέρνω τὸ ψώνιο καὶ ὅ,τι κάνει νὰ πλερώνῃ. Τὸ ἴδιον καὶ εἰς τ᾿ ἄλλα τὰ ψώνια, νὰ μὴν μὲ λέτε ὅτι σᾶς ἔκλεψα, ὅτι τώρα μὲ βλέπετε γυμνὸν καὶ αὔριον ντυμένον καὶ θὰ λέτε ὅτ᾿ εἶμαι κλέφτης. Ἔκατζα μ᾿ ἐκεῖνες τὶς συμφωνίες ὁποῦ τοῦ εἶπα καὶ ἔκαμα ῾σ αὐτὸν δέκα χρόνους. Μό᾿ ῾δωσε καὶ αὐτὸς διὰ μιστὸν τετρακόσια γρόσια ὅλα. Τοῦ ζήτησα ἕνα δάνειο καὶ μοῦ τὸ᾿ ῾δῶσε μὲ τόκον τὰ δέκα δώδεκα τὸν χρόνον. Τοῦ ῾φκιασα ὁμολογία καὶ τὴν ἔχω ὡς σήμερον. Αὐτὸ τὸ τζιρακλίκι μό᾿ ῾καμε κι᾿ αὐτός.

Ἐκεῖ ῾μπρός εἰς τὸ σπίτι του ἦταν μία πιάτζα καὶ μαζώνονταν οἱ ἄρχοντες, οἱ ἔμποροι, καὶ κάθονταν ὡς τὰ μεσάνυχτα τὸ καλοκαίρι. Τότε ἐγὼ ἔβανα καὶ καθάριζαν τὸ μέρος ἐκεῖνο, τοὺς ἔδινα καὶ ὅ,τι τοὺς χρειάζονταν, τοὺς καλόπιανα. Γνωρίστηκα μ᾿ ὅλους αὐτοὺς καὶ μὲ τοὺς προεστοὺς τῶν χωριῶν. Ζήτησα ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς προεστοὺς καὶ ἐμπόρους ἕνα δάνειον καὶ μὲ δάνεισαν πεντέξι χιλιάδες γρόσια, εἶχα καὶ ἐγὼ ὡς τότε καπετάλι εἰκοσιτέσσερα γρόσια, τὰ προστοίχησα εἰς τοὺς χωργιάτες καὶ ἔπιασα βρώμη τὸν χειμώνα, νὰ τὴν λάβω εἰς τ᾿ ἁλώνια. Τὴν πιάνω τέσσερα γρόσια τὸ ξάι, τὴν σύναξα εἰς τ᾿ ἁλώνια (καὶ ἦταν ἔλλειψη) καὶ τὴν πουλῶ δεκαέξι. Πιάνω ὅλα αὐτὰ τὰ χρήματα.

Τὴν ἄλλη χρονιὰ τὸν χειμώνα τὰ πιάνω ἀραποσίτι ἀπὸ ἕντεκα γρόσια τὸ ξάι, τὸ συνάζω εἰς τ᾿ ἁλώνια, τὸ πουλῶ εἰς τὴν Ἄρτα τριάντα τρία. Ὅτ᾿ ἦταν πανούκλα εἰς τὴν Ἄρτα καὶ ἦταν ἔλλειψη τὸ ψωμί. Τότε ἔφκιασα ντουφέκι ἀσημένιον, πιστιόλες καὶ ἄρματα καὶ ἕνα καντήλι καλό. Καὶ ἀρματωμένος καλὰ καὶ συγυρισμένος τὸ πῆρα καὶ πῆγα εἰς τὸν προστάτη μου καὶ εὐεργέτη μου κι᾿ ἀληθινὸν φίλον, τὸν Ἁϊγιάννη, καὶ σώζεται ὡς τὸν σήμερον – ἔχω καὶ τ᾿ ὄνομά μου γραμμένο εἰς τὸ καντήλι. Καὶ τὸν προσκύνησα μὲ δάκρυα ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὰ σπλάχνα μου, ὅτι θυμήθηκα ὅλες μου τὶς ταλαιπωρίες ὁποῦ δοκίμασα...

Στρατηγὸς Μακρυγιάννης