Σάββατο 13 Απριλίου 2024

Μονόλογος εὐαισθήτου ἀνδρός (1)
Μεγάλη δυστυχία εἶναι νὰ ἔχει κανεὶς πολὺ καλὴν καρδίαν. Τὸ ἠξεύρω ἐκ πείρας, διότι μ᾿ ἔκαμεν ὁ Θεὸς πάρα πολὺ εὐαίσθητον. Δὲν ἠμπορῶ νὰ δῶ ἄνθρωπον νὰ πάσχῃ καὶ νὰ κλαίει, χωρὶς νὰ γίνουν τὰ νεῦρα μου ἄνω κάτω, οὔτε νὰ ἐννοήσω πὼς κατορθώνουν ἄλλοι νὰ παρευρίσκωνται εἰς λυπηρὰ θεάματα. Ἂν τύχη ν᾿ ἀποθάνη γνώριμός των, τρέχουν εἰς τὴν κηδείαν, ἀκόμη καὶ ἂν χιονίζῃ. Ἀλλ᾿ ἐγὼ δὲν ἠμπορῶ νὰ ἰδῶ ἀποθαμένον ἄνθρωπον ὅπου ἐγνώρισα ζωντανόν, χωρὶς νὰ μὲ ταράξη ἡ σκέψις ὅτι κι ἐγὼ θ᾿ ἀποθάνω. Ἔπειτα ἂν οἱ συγγενεῖς του ἐφαίνοντο φρόνιμοι καὶ παρηγορημένοι, τοῦτο θὰ μ᾿ ἐπείραζε, διότι δὲν ἀγαπῶ τοὺς ἐγωιστάς. Ἂν πάλιν ἔκλαιαν καὶ ἐθρήνουν, τὸ θέαμα θὰ μοῦ ἔκοπτε τὴν ὄρεξιν ἢ θὰ χαλοῦσε τὴν χώνεψίν μου. Τὸ στομάχι μου εἶναι κι ἐκεῖνο εὐαίσθητο καὶ δυὸ πράγματα δὲν ἠμπορεῖ νὰ χωνέψη, τὸν ἀστακὸν καὶ τὰς συγκινήσεις. Τᾶς συγκινήσεις εὔκολον εἶναι νὰ τὰς ἀποφύγω, νὰ μὴν τρώγω ὅμως ἀστακὸν θὰ ἦτο θυσία τόσόν μεγάλη, ὥστε μου συμβαίνει πολλὲς φορὲς νὰ ξεχάσω πὼς εἶμαι βαρυστόμαχος καὶ νὰ θυμηθῶ ὅτι πρέπει κανεὶς νὰ συγχωρᾷ εἰς ὅσους ἀγαπᾷ τὰ ἐλαττώματά των.
Ἄλλο πρᾶγμα ὅπου δὲν ἠμπορῶ νὰ καταλάβω εἶναι νὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι τόσον σκληρόκαρδοι, ὥστε νὰ δέχωνται νὰ παρασταθοῦν φίλοι τῶν εἰς μονομαχίαν. Ἀλλ᾿ ἐγὼ εἶμαι εὐαίσθητος, καὶ μόνη ἡ ἰδέα ὅτι ἠμπορεῖ ὁ φίλος μου ἢ ὁ ἀντίπαλός του νὰ πάθη, μὲ κάμει νὰ ἀνατριχιάζω. Πρὸ πάντων ὅταν συλλογίζομαι, ὅτι τὴν ἡμέραν τῆς μονομαχίας πρέπει νὰ σηκωθῶ εἰς τὰς ἑπτά, ἂς εἶναι καιρὸς ἄσχημος, νὰ χασομερέψω εἰς τρεχάματα, συνεντεύξεις καὶ συντάξεις πρωτοκόλλων, καὶ ἴσως νὰ πληρώσω καὶ ἁμαξιάτικα μὲ κίνδυνο νὰ τὰ χάσω, ἂν τύχῃ, Θεὸς φυλάξοι, ὁ φίλος μου νὰ σκοτωθῇ.
Μεγάλη πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἀναισθησία καὶ ἐκείνων ὅπου δανείζουν εἰς τοὺς φίλους των χρήματα, χωρὶς νὰ συλλογισθοῦν ὅτι ἐνδέχεται νὰ μὴ δυνηθῆ νὰ τὰ ἀποδώση εἰς τὴν προθεσμίαν, νὰ τοὺς ἐντρέπεται καὶ νὰ τοὺς ἀποφεύγῃ. Τοῦτο ἠμπορεῖ νὰ φανῇ μικρὸν κακὸν εἰς ὅσους δὲν ἔχουν καρδιάν, ἀλλ᾿ ἡ ἰδική μου θὰ ἐῤῥαγίζετο, ἂν παλαιός μου φίλος, μ᾿ ἀπαντοῦσεν εἰς τὸν δρόμον καὶ ἐκαμώνετο πὼς δὲν μὲ εἶδεν. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ μ᾿ ἔκανε νὰ πάρω τὴν ἀπόφασιν νὰ μὴ δανείσω ποτὲ εἰς φίλον μου ἑκατὸ δραχμᾶς, ἔστω καὶ ἂν πρόκειται νὰ σωθῆ μὲ αὐτὰς ἡ τιμὴ καὶ ἡ ζωή του. Παρὰ νὰ τῶν ἰδῶ ἀχάριστον, καλύτερα νὰ τὸν κλάψω ἀποθαμένον, ἀφοῦ μάλιστα θὰ μ᾿ ἐμπόδιζεν ἡ εὐαισθησία μου νὰ ὑπάγω εἰς τὴν κηδείαν του (...)
Ἄλλη σκληρότης καὶ κουταμάρα εἶναι ἐκείνων ὅπου δίδουν ἐλεημοσύνη εἰς τοὺς πτωχούς, χωρὶς νὰ συλλογισθοῦν ὅτι ἂν μὲν εἶναι ὁ ἐλεούμενος ἱκανὸς νὰ ἐργασθῆ, ἐνθαῤῥύνουν τὴν ὀκνηρίαν του, ἂν δὲ τύχη χωλός, στραβός, κουλοχέρης ἢ λωβιασμένος, τὸ ψωμὶ ποὺ τοῦ δίδουν προμακραίνει ζωὴν ἀθλίαν καὶ βσανισμένην. Τοῦτο δὲν τὸ λέγω ἐγώ, τὸ λέγουν οἱ μεγάλοι φιλόσοφοι, ὁ Σπένσερ καὶ ὁ Δαρβίνος, ποὺ ἀπέδειξαν πόσον ἀπάνθρωπα εἶναι τὰ λεγόμενα φιλανθρωπικὰ καταστήματα, τὰ ἄσυλα τῶν ἀνιάτων, τὰ γηροκομέια καὶ τὰ λεπροκομεῖα. Ἐσημάδεψα εἰς τὰ βιβλία τῶν τὰ μέρη ὅπου τὸ λέγουν, καὶ τὰ δείχνω εἰς ὅσους ἔχουν τὴν ἀδιακρισίαν νὰ μοῦ ζητοῦν χρήματα, διὰ νὰ ἐμποδίσουν ν ἀποθάνουν μὲ τὴν ἡσυχίαν τῶν δυστυχισμένα πλάσματα, ποὺ θὰ ἦτο δι᾿ αὐτὰ ὁ θάνατος εὐεργεσία.
Πρὸ μερικῶν μηνῶν μοῦ ἔστειλεν ὁ ἁγιοχώματος μητροπολίτης Γερμανὸς μίαν ἐπιτροπὴν νὰ μοῦ ζητήσῃ νὰ συνεισφέρω, ὡς μεγάλος κτηματίας, διὰ νὰ συστηθῇ εἰς κάθε τμῆμα τῶν Ἀθηνῶν ἕνα «λαϊκὸν μαγειρεῖον», ὅπου θὰ εὑρίσκαν οἱ πτωχοὶ ἄνθρωποι μὲ μόνον δεκαπέντε λεπτὰ ἕνα φλυτζάνι ζουμὶ κι ἕνα κομμάτι κρέας. Ἂν ἤμουν ἄκαρδος καθὼς καὶ οἱ ἄλλοι, θὰ ἔδιδα κι ἐγὼ τὰς εἴκοσι δραχμάς μου χωρὶς δυσκολίαν. Ἡ εὐαισθησία μου ὅμως δὲν μοῦ συγχωρεῖ οὔτε κἂν νὰ συλλογισθῶ ὅτι τρέφονται εἰς τὸ πλάγι μου δυστυχεῖς ἄνθρωποι μὲ νερόζουμο καὶ κοιλιές, ἐνῷ τρώγω ἐγὼ μπαρμπούνια καὶ φιλέτο.
Ἐμμανουὴλ Ῥοΐδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου