Παρασκευή 12 Μαΐου 2023



Ἡ ζωντανὴ πίστη
-Ἐπειδὴ ζήσατε ἀρκετὰ στὴν Ἑλλάδα καὶ γνωρίσατε τὸν ἁπλὸ λαὸ καὶ τὴν ἁπλὴ εὐσέβειά του, θὰ θέλατε νὰ μᾶς εἰπεῖτε πῶς εἴδατε νὰ βιώνεται ἡ Ὀρθοδοξία μέσα στὸ λαό μας τὸν ὀρθόδοξο, Σερβικὸ καὶ Ἑλληνικό;
-Θὰ ἀπαντήσω μ' ἕνα παράδειγμα. Προσφάτως εἶχα πάει στὴν Κύπρο. Μοῦ εἶχε κάνει ἐντύπωση τὸ ἦθος ποὺ διατηροῦν οἱ Κύπριοι μέχρι σήμερα. Ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα, στὰ εὐρέα λαϊκὰ στρώματα, ἔχει χαθεῖ νομίζω τὸ πανάρχαιο αὐτὸ ἦθος. Ἴσως νὰ τὸ συναντᾶς στὰ νησιά. Εἶναι ἕνα ἦθος ζυμωμένο μὲ τὸν λαό, ποὺ τὸ συναντᾶς σὲ κάποιες γυναικοῦλες, γριοῦλες, σὲ λαϊκοὺς καὶ σὲ κληρικοὺς ἀκόμη, ὅπως εἶναι ὁ π. Δημήτριος Γκαγκαστάθης, τέτοιοι.
Αὐτὸ ποὺ εἶδα στὴν Κύπρο μοῦ ἔκανε τεράστια ἐντύπωση. Ρώτησα μία γριούλα: «Πότε ἦρθες ἀπὸ τὸ χωριό;». Λέει: «Ἀπὸ ποῦ εἶσαι, πάτερ;». Λέω: «Ἀπὸ τὴ Σερβία». Λέει: «Ἐγὼ εἶμαι ἀπὸ τὸ τάδε χωριό».
Ἔτσι ὅπως ἦταν, φαινόταν καὶ στὸ φέρσιμο καὶ στὴν ἐνδυμασία καὶ στὴν ἔκφραση τοῦ προσώπου καὶ στὴ συμπεριφορά. Καὶ κατάλαβα πὼς ἡ Ἐκκλησία εἶναι πραγματικὰ ἕνα ἐργαστήριο, ἕνα χωνευτήρι, ποὺ κτίζει, ποὺ δημιουργεῖ, ποὺ ζυμώνει μὲ τὴν αὐτὴ ζύμη τοὺς λαοὺς (ἀνεξαρτήτως τῆς περιοχῆς καὶ γλώσσης καὶ τῶν ἐθνικῶν ἰδιομορφιῶν, κλπ.). Ἢ Ἐκκλησία ἀφήνει μία σφραγίδα στὸν ἄνθρωπο, χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνει ὅτι εἶναι ὀρθόδοξος.
Μοῦ ἔλεγαν γιὰ κάποιον καλλιτέχνη μας ποὺ εἶναι τελείως ἐκκοσμικευμένος καὶ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὴν ἐκκλησία, ὅτι εἶχε κάποια ἔκθεση ζωγραφικῆς στὴ Σουηδία. Κάποιος ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ καλλιτέχνες τὸν ρωτοῦσε: «Ἐσεῖς πῶς ἔχετε τὴν Βυζαντινὴ ὑφὴ μέσα στὰ ἔργα σας;».
— Δὲν ἔχω καμία σχέση μὲ τὴν Βυζαντινὴ τέχνη, λέει. Δὲν ἀσχολήθηκα ποτέ! 
— Ἀπὸ ποῦ εἶσαι; τὸν ρώτησαν. 
— Ἀπὸ τὴ Σερβία.
— Σὲ ποιά θρησκεία ἀνήκεις;
— Δὲν ἀνήκω σὲ καμία θρησκεία.
— Καλὰ ἐσύ. Ὁ πατέρας σου ὅμως;
— Εἶναι ὀρθόδοξος Σέρβος.
Μολονότι ἦταν ἐκκοσμικευμένος, ὁ καλλιτέχνης διατηροῦσε μέσα στὸ ὑποσυνείδητό του ὅ,τι εἶχε πάρει τὸ μάτι του περνώντας ἀπὸ τὰ μοναστήρια. Καὶ αὐτὸ τὸν σημάδεψε.
Τὸ ἴδιο παρατήρησα καὶ στὴ Μολδαβία ποὺ δὲν ὑπέστη δυτικὴ ἐπίδραση ἀπὸ τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς καὶ τοὺς Οὐνίτες, ὅπως ἡ Τρανσυλβανία.
Τὸ ἴδιο καὶ στὸ Μαυροβούνιο. Σᾶς λέω: γυναῖκες στὴν Κύπρο εἶναι σὰν νὰ τὶς ἔχεις μεταφυτέψει ἀπὸ τὸ Μαυροβούνιο. Εἶναι ἕνα πράγμα μυστήριο. Τὸ Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ἔργου της μέσα στοὺς λαούς.
Τὸ ἴδιο εἶδα καὶ στὴν Ἑλλάδα, ἐκεῖ ποὺ ἤμουν ἐφημέριος. Αὐτὲς οἱ γριοῦλες τοῦ χωριοῦ μοῦ ἔμαθαν πολλὰ πράγματα. Θυμᾶμαι μία γριούλα ἀπὸ τὰ Σπάτα. Εἶχα πάει νὰ τὴν ἐξομολογήσω καὶ νὰ τὴν κοινωνήσω. Ἦταν ἄρρωστη ἡ καημένη! Ἔκανε πολλὴ χαρὰ ποὺ πῆγα. Μοῦ ἔλεγε: «Πάτερ, πολὺ σ' εὐχαριστῶ ποὺ μοῦ ἔφερες τὴν Θεία Κοινωνία. Ξέρεις, τὰ Μυστήρια εἶναι ἡ προίκα τῆς Ἐκκλησίας». Ἄκου! Καὶ τὴν ἴδια σχεδὸν ἔκφραση βρῆκα στὸν Νικόλαο Καβάσιλα.
Θὰ σᾶς εἰπῶ ἕνα ἄλλο γεγονὸς ποὺ φανερώνει τὴν πηγαία πίστη τοῦ λαοῦ. Ἤμουν στὸ 4ο ἢ 5ο ἔτος τῆς Ἱερατικῆς Σχολῆς. Εἶχα πολλὲς δυσκολίες καὶ περνοῦσα μία σοβαρὴ κρίση. Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ εἶχα πάει νὰ ἐπισκεφθῶ τὴν ἀδελφή μου, ποὺ εἶναι παντρεμένη σὲ ἕνα ἄλλο χωριό. Ἦταν μακριὰ καὶ εἶχα πάει μὲ τὸ ἄλογο. Ἐπιστρέφοντας συναντῶ ἕναν χωρικὸ ἀπὸ τὴν Ἄνω Μόρατσα καὶ τὸν χαιρετῶ μὲ τὸν χαιρετισμό: «Ὃ Θεὸς βοηθός». Λαϊκὸς χαιρετισμὸς στὴ Σερβία, στὸν ὁποῖο ἀπαντᾶ ὁ λαός: «ὁ Θεὸς καὶ σένα νὰ βοηθήσει». Τοῦ ἔκανε ἐντύπωση ὁ χαιρετισμός μου. Νέος ἄνθρωπος νὰ χαιρετᾶ ἔτσι! Μοῦ ἀπάντησε: «ὁ Θεὸς νὰ σὲ βοηθήσει» καὶ μὲ ρώτησε: «Δὲν μοῦ λές, ἀπὸ ποῦ εἶσαι;».
— Εἶμαι ἀπὸ τὴν Κάτω Μόρατσα, εἶπα.
— Ποῦ πῆγες;
— Ἔχω ἐδῶ τὴν ἀδελφή μου παντρεμένη καὶ πῆγα νὰ τὴν ἰδῶ.
— Πῶς λέγεται ὁ πατέρας σου; μοῦ λέει.
— Εἶναι ὁ Τσίρο.
— Δὲν μοῦ λές, σὲ παρακαλῶ, λέει, τί ἔγινε μ' ἐκεῖνο τὸ παιδὶ ποὺ εἶχε πάει νὰ γίνει παπάς;
— Καλὰ εἶναι, λέω. Ἐδῶ εἶναι τώρα καὶ σᾶς μιλάει. Δὲν θὰ τὸ ξεχάσω ἐκεῖνο τὸ πράγμα. Σταμάτησε ὁ ἄνθρωπος, τὸν ἔπιασαν τὰ κλάματα. Λέει:
— Παιδί μου, ἂς εἶναι δοξασμένο τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ποὺ μὲ ἀξίωσε νὰ σὲ ἰδῶ σήμερα. Ἂς εἶναι εὐλογημένος καὶ ὁ πατέρας σου ποὺ σ' ἔστειλε νὰ πάρεις αὐτὸ τὸ δρόμο. Γιὰ μένα, πίστεψέ με, εἶναι ἡ μεγαλύτερη μέρα τῆς ζωῆς μου, ποὺ σὲ εἶδα σήμερα.
Κι' ἄρχισε κι ἔκλαιγε ὁ ἄνθρωπος.
Τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες εἶχα μία κρίση, ἔνιωθα μία τρομακτικὴ πίεση. Εἶχα μία ἀναστάτωση. Νόμιζα ὅτι ὅλοι ἦσαν ἐναντίον μου, ὅτι ὅλοι μὲ ὑποβλέπουν. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ σκηνὴ μοῦ ἔχει μείνει. Νὰ βρεῖς ἕναν ἄνθρωπο μὲ τέτοια πίστη! Ἐγὼ προχώρησα κι αὐτὸς συνέχισε νὰ εὐλογεῖ. Λέει ἡ Γραφή: «Τέτοια πίστη δὲν βρῆκα οὔτε στὸν Ἰσραήλ». Αὐτὸ δείχνει μία ἄλλη περίπτωση ποὺ συνέβη ὅταν πῆγα στὸ 40ήμερο μνημόσυνο τοῦ πατέρα μου (πέθανε τὸ 1977). Περνώντας ἀπὸ τὸ δρόμο συνάντησα μία χωρικὴ 50-55 ἐτῶν. Ἦταν ἐρημιὰ καὶ τῆς εἶπα:
— Ὁ Θεὸς μαζί σας. 
— Καλημέρα, μοῦ ἀπαντᾶ. 
— Τί κάνεις; τῆς λέω. 
— Καλά, λέει. Ἐσὺ εἶσαι τοῦ Τσίρο ὁ γιός;
— Ναί!
— Μὲ γνωρίζεις ἐμένα; Εἶμαι τοῦ τάδε ἀδελφή, ποὺ εἴσαστε κουμπάροι. Καὶ συμπληρώνει: Πότε θὰ ἔλθεις ἐδῶ σ' ἐμᾶς;
— Τί νὰ κάνω ἐγὼ ἐδῶ, λέω. Τὸν Θεὸ δὲν τὸν πιστεύετε, τὸν παπὰ δὲν τὸν σέβεστε. Ἐγὼ χωρὶς Θεὸ δὲν μπορῶ νὰ ζήσω.
— Ὄχι κι ἔτσι!
— Πῶς δὲν εἶναι ἔτσι!
— Δὲν εἶναι ἔτσι.
Κοίταξε λίγο γύρω, νὰ δεῖ ὅτι δὲν εἶναι κανεὶς καὶ λέει:
— Νὰ ξέρης, προσεύχομαι ἐγὼ στὸν Θεό, ἀλλὰ ἐγὼ ξέρω ποῦ καὶ πότε θὰ προσευχηθῶ. Δὲν θέλω μπροστὰ σ' αὐτὰ τὰ σκυλιά, νὰ κοροϊδεύουν τὸν Θεὸ κι' ἐμένα. Ἀλλὰ ξέρεις, χωρὶς τὸν Θεό, χωρὶς τὴν πίστη στὸν Θεό, δὲν θὰ ὑπῆρχα σήμερα καὶ δὲν θὰ μιλοῦσα μαζί σου.
Καὶ πιστέψατε: Ἡ γυναίκα αὐτὴ δὲν ἔχει πατήσει στὴν ἐκκλησία ἀπὸ τὸ 1945, ἀλλὰ τὴν ἔχει κρύψει μέσα της. Μαυροφοροῦσε. Ἦταν σὰν καλόγρια. Αὐτὴ ἡ πίστη κρυμμένη μέσα της.
Αὐτὸ δὲν ἀποδεικνύει ὅτι ζεῖ Κύριος ὁ Θεός; Ἡ ζωντανὴ πίστη. Αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ σβήσει ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ λαοῦ.
Ἐπίσκοπος Βανάτου Ἀμφιλόχιος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου