Παρασκευή 28 Ιουλίου 2017


Καλημέρα σας καὶ χρόνια πολλά!
Ἐμπῆκε στὸ τραῖνο ἀπὸ τὸν σταθμὸ τοῦ Θησείου. Ἄνθρωπος τοῦ λαοῦ, μεσόκοπος, παρεπίδημος ἴσως, ποιός ξέρει ἀπὸ ποίαν μακρυνὴν ἐπαρχίαν, φέρνοντας μαζή του, μέσα στὸ ἀθηναϊκὸν περιβάλλον, τὸν ἀέρα -ἕναν ἀέρα ἁπλότητος καὶ ἐγκαρδιότητος- ἄλλων τόπων. Ροδοκόκκινος, καλοθρεμμένος, πρόσχαρος, μὲ ὕφος ἀνθρώπου καλοζωισμένου καὶ ἔχοντος τὴν καλλιτέραν ἰδέαν περὶ τοῦ κόσμου καὶ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Ἕνα φλογῶδες γαρύφαλλο, περασμένο σὲ μία κουμπότρυπα τοῦ γελέκου του -σακκάκι μ' αὐτὴ τὴ ζέστη δὲν ὑπῆρχε-, ἐπρόσθετε κάποιον τόνον λαϊκῆς γκαλαντερὶ στὸν γηραλέον, ποὺ ἔφερεν ὑπερήφανα τὰ χρόνια του, χωρὶς νὰ φαίνεται ὅτι προσέχει στὸ βάρος των.
-Καλημέρα σας! εἶπε μεγαλοφώνως, χαιρετώντας ἀπὸ τὴν πόρτα τοὺς ἄλλους ἐπιβάτας. Καὶ χρόνια πολλά!
Κανένας δὲν τοῦ ἀνταπέδωσε τὸν ἀπροσδόκητον χαιρετισμόν. Βλέμματα περίεργα ὑψώθησαν, μειδιάματα ἐχαράχθησαν, κάποιοι ψιθυρισμοὶ ἀντηλλάγησαν καὶ ὁ κύκλος τῆς ἀδιαφορίας ἔκλεισε πάλιν γύρω του, ἐνῶ ὁ περίεργος νεοφερμένος καταλάμβανε τὴν θέσιν του, ξαφνιασμένος κάπως ἀπὸ τὴν ἀνεξήγητην γι' αὐτὸν ὑποδοχὴν τῶν εὐγενῶν καὶ καλοντυμένων ἀνθρώπων.
-Χάθηκε μία καλημέρα; μουρμούρισε σὲ λιγάκι μ' ἕναν ἐλαφρὸν ἀναστεναγμὸν καὶ χωρὶς κακίαν, ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος. Ἂς εἴσαστε καλά...
Σὲ κάποιο βλέμμα ἐπιβάτου, ποὺ ἔπεσεν ἐπάνω του, ἐμάντευε κανεὶς τὴν ὁμαδικὴν ἀπάντησιν ὅλων τῶν ἄλλων πρὸς τὸν σχετλιασμὸν τοῦ ἀφελοῦς:
-Εἴχαμε ἀνάγκη ἀπὸ τὴν καλημέρα σου, χριστιανέ μου; Καὶ ἀπὸ τὰ «χρόνια πολλά σου»; Ποῦ σὲ εἴδαμε, ποῦ σὲ ξέρουμε; Μήπως σὲ εἴδαμε καὶ χθές; Μήπως θὰ σὲ ξαναϊδοῦμε κι' αὔριο; Ἀπὸ ποῦ κι' ὡς ποῦ αὐτὴ ἡ οἰκειότης; Στὸ σπίτι σου μπῆκες ἐδῶ μέσα ἢ στὸ σπίτι τοῦ ξαδέρφου σου; Ἐδῶ εἶνε σιδηρόδρομος. Οἱ ἄνθρωποι μπαίνουν καὶ κάθονται. Οἱ χαιρετοῦρες καὶ τὰ «χρόνια πολλὰ» εἶνε περιττά. Μποροῦνε νὰ λείπουν χριστιανέ μου. Ἀλλὰ ποῦ νὰ μάθης νὰ φέρνεσαι, κακομοίρη.
Τὸ πρωτόκολλον ὅμως τῆς καλῆς συμπεριφορᾶς τοῦ ἁπλοϊκοῦ ἀνθρώπου εἶχεν ἐντελῶς διαφορετικοὺς κανόνας:
-Γιατί δηλαδὴ κύριοι; Ἔκανα λάθος λοιπὸν ποὺ σᾶς εἶπα τὴν καλημέρα καὶ τὰ «χρόνια πολλά», ἡμέρα ποὺ εἶνε σήμερα τῆς Παναγίας; Ἔπρεπε νὰ μπῶ σὰν τὸ γαϊδούρι ἐδωμέσα; Μέσα στὸ ἴδιο μέρος βρεθήκαμε ὅλοι μας, δίπλα καθόμαστε, παρέα κάνουμε, χριστιανοὶ εἴμαστε ὅλοι, τὴν ἴδια Παναγία προσκυνοῦμε. Τί μὲ κυττᾶτε; Ἔτσι τὤχετε ἐσεῖς ἐδῶ στὴν Ἀθήνα; Αὐτὴ εἶνε ἡ εὐγένειά σας; Μὲ συμπαθᾶτε χριστιανοί μου.
Δύο ἀντίθετα πρωτόκολλα εἶχαν συγκρουσθῆ. Τὸ ἕνα τῆς ψυχρᾶς τυπικότητας καὶ τῆς στεγνῆς ἐθιμοτυπίας. Τὸ ἄλλο τῆς ἀφελοῦς ἐγκαρδιότητας καὶ τῶν ἀδελφικῶν τρόπων. Μπορεῖ ν' ἀκολουθοῦμεν τὸ πρῶτον. Ἀλλὰ θὰ ἦτο λάθος μας νὰ μὴ συγκινούμεθα ἀπὸ τὸ δεύτερον.
Παῦλος Νιρβάνας (Χρονογράφημα στὴν «Ἑστία», Αὔγουστος 1929)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου