Δευτέρα 17 Ιουλίου 2023



Ζητῶ νὰ ἔχετε ὁμόνοιαν ἀναμεταξύ σας
Σήμερα ξαναγεννιέται ἡ πατρίδα κι᾿ ἀναστένεται, ὁποῦ ἦταν τόσον καιρὸ χαμένη καὶ σβυσμένη. Σήμερα ἀναστένονται οἱ ἀγωνισταί, πολιτικοί, θρησκευτικοὶ καὶ στρατιωτικοί, ὅτι ἦρθε ὁ Βασιλέας μας, ὁποῦ ἀποχτήσαμεν μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ. Δόξα νά ῾χη τὸ πανάγαθό σου ὄνομα, Κύριε, παντοδύναμε, πολυέλεγε, πολυέσπλαχνε! Τὰ 1833 Γεναρίου 18 ἄραξε εἰς τ᾿ Ἀνάπλι. Τῆς 20 τοῦ μηνὸς ἦρθε εἰς τὸ σπίτι μου ὁ γκενερὰλ Ἁγιντὲκ κ᾿ ἔμεινε ὡς παλιὸς φίλος μου καὶ μοῦ εἶπε τῆς ἀρετὲς ὁποῦ ῾χει ὁ Βασιλέας καὶ θὰ σωθοῦνε τὰ δεινά μας, ὅτι θ᾿ ἀνθίσουνε οἱ ἀγῶνες κάθε πατριώτη κι᾿ ἀγωνιστῆ. Εἰς τῆς 25 ἐβῆκε ὁ Βασιλέας μὲ μεγάλη παράταξη. Τὸν δεχτήκαμεν· πῆγε εἰς τὴν ἐκκλησία κι᾿ ἀπὸ ῾κεῖ εἰς τὸ Σαράγι. Στάθηκε εἰς τὸν θρόνον· γυροβολιὰ εἰς τὸ δεξιόν του ὁ Ἀρμασμπέρης καὶ εἰς τὸ ἀριστερὸν οἱ ἄλλοι, τὰ μέλη τῆς Ἀντιβασιλείας κι᾿ ὅλοι οἱ σημαντικοὶ Ἕλληνες. Λέγει ὁ Βασιλέας σὲ ὅλους· «Ἕλληνες! Σὲ τούτη τὴν τρυφερή μου ἡλικίαν ἔφυγα ἀπὸ τῆς μητρός μου καὶ πατρός μου τῆς ἀγκάλες καὶ ἦρθα ν᾿ ἀγωνιστῶ μ᾿ ἐσᾶς τοὺς γενναίους Ἕλληνες. Δὲν ἐπιθυμῶ ἄλλο τίποτας ἀπὸ σᾶς· ὁμόνοιαν ἀναμεταξύ σας καὶ ὑποταγὴ – καὶ θέλω σας εὐτυχήσῃ». Δὲν τὸ ῾καμεν κανένας τὴν ἀπάντησιν. Τότε τοῦ λέγω ἐγὼ· «Θεία χάρη θέλησε νὰ μᾶς δυναμώση καὶ νὰ μᾶς σώση ἀπὸ τὴν τυραγνίαν τοῦ Σουλτάνου καὶ σήμερα ἀξιωθήκαμεν ν᾿ ἀπολάψωμεν τὸν Βασιλέα μας. Ἐμεῖς ἔχομεν χρέος νὰ σὲ ἀκοῦμεν καὶ νὰ σὲ φυλάμεν μὲ τὴν ζωή μας, καὶ ἡ Μεγαλειότη σου βάλε τὴν δικαιοσύνη σου εἰς τὰ δεινά μας. Ζήτω ὁ Βασιλέας καὶ οἱ εὐεργέτες μας Δύναμες!» Καὶ φύγαμεν. Τότε τὰ μέλη τῆς Ἀντιβασιλείας κι᾿ ὁ Βασιλέας ρώτησαν τὸν Ἁγιντὲκ ποιὸς ἦταν ἐκεῖνος ὁποῦ ἀπάντησε εἰς τὸν λόγον του. Καὶ εἶπε τ᾿ ὄνομά μου καὶ μίλησε ὡς φίλος μου εἰς τὴν Μεγαλειότη του κι᾿ Ἀντιβασιλείαν. Ἔρχεται εἰς τὸ σπίτι μου ὁ γκενερὰλ Ἁγιντὲκ καὶ μοῦ λέγει ὅλα αὐτά· καὶ μοῦ λέγει· «Εἶμαι ἀποστελμένος ἀπὸ τὸν Βασιλέα – τί χάρη ζητᾶς νὰ σοῦ δοθῆ;» Μπαυαρέζικη χοντροκομμένη δολερὴ πολιτική! Μία αὐτείνη. Ὅταν πρωτοῆρθε εἰς τὸ σπίτι μου ὁ φίλος μου γκενερὰλ Ἁγιντὲκ μὲ ρώτησε νὰ μάθῃ τί κάνω. «Τώρα, τοῦ λέγω, ὁ ἀγώνας τελείωσε καὶ δουλειὰ δὲν ἔχω. Παιδιὰ μαστορεύω καὶ φκειάνω· ἔχω καμπόσα καὶ τὸ σακκὶ εἶναι γιομάτο καὶ γλήγορα θ᾿ ἀδειάση. Μοῦ λέγει, νὰ μοῦ δώσης τὸ παιδὶ νὰ τὸ βαφτίσω ἐγώ. – Τοῦ λέγω, σὰν γεννηθῆ εἶναι δικό σου». Πρῶτα γενήκαμεν μ᾿ αὐτὸν κουμπάροι καὶ δεύτερα μὲ ρωτάγει τί χάρη ζητῶ ἀπὸ τὸν Βασιλέα. Τοῦ λέγω· «Καμμίαν χάρη ἀτομικὴ δὲν θέλω· ὅτι διὰ τῆς θυσίες τῶν ἀγωνιστῶν – ὁ Θεὸς τοὺς βράβεψε· καὶ γενικῶς οἱ ἀγῶνες τῶν Ἑλλήνων ἄνθισαν κι᾿ ὅλον τὸν καρπὸ τοῦ ἀγώνα μας θὰ τὸν χαροῦμεν μαζί. Ὅτι μαζὶ ἀγωνιστήκαμεν καὶ τὰ βραβεῖα μαζὶ πρέπει νὰ τ᾿ ἀπολάψωμεν». Μὲ βιάζει νὰ εἰπῶ τί καλὸ ζητῶ ἐγώ. Τοῦ εἶπα τί ζητῶ κ᾿ ἐγὼ· «Ζητῶ νὰ ἔχετε ὁμόνοιαν ἀναμεταξύ σας ἐσεῖς οἱ μεγάλοι καὶ σοφοὶ ἄντρες τῆς Μπαυαρίας, ὁποῦ ἀξιωθήκαμεν νὰ μᾶς κυβερνήσετε ὅσο νὰ ἠλικιωθῆ ὁ Βασιλέας μας νὰ μᾶς κυβερνήσῃ· ἐσεῖς νά ῾χετε ἀρετὴ κι᾿ ἀπὸ αὐτείνη νὰ δώσετε καὶ τοῦ Βασιλέως· κι᾿ ὅταν θὰ κολλήσῃ εἰς τὸν θρόνον νὰ ῾βρη τὸν ἴδιον δρόμον. Καὶ μίαν ἄλλη χάρη θέλω· δι᾿ ἀγωνιστᾶς ὁποῦ θὰ θελήσετε ν᾿ ἀνταμείψετε νὰ σᾶς φκειάσω κ᾿ ἐγὼ ἕναν κατάλογον, καὶ διὰ ὅσους θὰ σημειώσω δίνω ἐγγύγηση μὲ τὴν ζωή μου εἰς τὴν ῾λικρίνειάν τους – νὰ βάλετε τίμιους ἀνθρώπους νὰ σᾶς βοηθήσουν ῾λικρινώς, ν᾿ ἀλαφρωθοῦνε τὰ δεινά μας». Μὲ μεγάλη εὐκαρίστηση δέχτη αὐτὸ ἡ Γενναιότη τοῦ κ᾿ ἔφυγε. Τὸν ἔφκειασα τὸν κατάλογον καὶ τὸν ἔδωσα, παρουσιάζοντας καὶ εἰς τοὺς ἄλλους τοὺς συντρόφους του.
Ἔκαμαν ἕνα μπάλλο οἱ πολίτες τ᾿ Ἀναπλιοῦ· συνεισφέραμεν ὅλοι καὶ προσκαλέσαμεν τὸν Βασιλέα κι᾿ Ἀντιβασιλεία, Ἀντιπρέσβες καὶ Ναυάρχους κι᾿ ἄλλους σημαντικοὺς ξένους. Οἱ πολίτες εἶχαν μὲ τί τάξη νὰ γένωνται ὅλα εἰς τὸ μπάλλο καὶ νὰ γένῃ κ᾿ ἕνας χορὸς Ἑλληνικὸς καὶ νὰ τὸν πρωτοσύρω ἐγώ. Μπῆκα καὶ τὸν πρωτόσυρα. Τότε μ᾿ ἔπιασαν πολλοὶ ἀπὸ τὸ χέρι καὶ μὲ συχαργιάστηκαν. Μὲ πιάνει κι᾿ ὁ γκενερὰλ Ἁγιντὲκ καὶ μοῦ λέγει ὅτ᾿ εἶμαι τὸ πρῶτο τάμα. Τὴν αὐγὴ μὲ πῆρε εἰς τὸ κονάκι του καὶ μοῦ λέγει· «Τὸ παιδί σου θὰ τὸ βαφτίσῃ ὁ ἴδιος ὁ Βασιλέας» – μου τὸ ζήτησε κι᾿ ὁ μόνος εἶμαι εἰς τὴν βασιλικὴ εὔνοιαν καὶ τῆς Ὑψηλῆς Ἀντιβασιλείας. Μὲ διόρισαν πρώτον ταματάρχη – θὰ γένουν δέκα τάματα κι᾿ ὁ πρῶτος νὰ εἶμαι ἐγώ, νά ῾χω ὑποταματάρχηδες τὸν Γιαννάκη Κότζικα, γαμπρὸ τοῦ Τρικούπη, καὶ τὸν Θανασούλα, ἀνιψιὸ τοῦ Βαλτηνοῦ, καὶ λοχαγοὺς τὸν Κλήμακα, τὸν Σκουρτανιώτη, τὸν Μπερμπίλη, τὸν Τρακοκομνᾶ. Ὁ Θανασούλας λοχαγὸς – τὸν κάνουν ὑποταματάρχη, οἱ τέσσεροι ταματάρχηδες – τοὺς κάμαν λοχαγούς. Ἐγὼ χιλίαρχος – μὲ κάνουν ταματάρχη. Μοῦ εἶπαν θὰ μοῦ δώσουν πρὸς τιμή μου καὶ τὴν σημαία τοῦ Καραϊσκάκη καὶ τρουμπέτες καὶ τὰ ἑξῆς. Ὁ Δῆμο Λιούλιας ὑποταματάρχης – ταματάρχης χωρὶς θυσίες κι᾿ ἀγῶνες. Τὸν Βελέντζα – ἦταν ταματάρχης, τὸν κάνουν ὑποταματάρχη εἰς τὴν ὁδηγία τοῦ Λιούλια, ὅτ᾿ εἶναι συγγενὴς τοῦ Μπότζαρη. Τὸν Νάση Νίκα, συγγενῆ τοῦ Μπότζαρη, ταματάρχη. Ὁ Ντεληγιώργης, φρούραρχος τοῦ Μισολογγιοῦ εἰς τὸν πόλεμον, ὑποταματάρχης ἀπὸ κάτου τὸν Κουτζονίκα. Κι᾿ ἄλλα τέτοια στραβὰ πλῆθος.
Διὰ νὰ γνωρίσω τί τρέχει καὶ μὲ τί δικαιοσύνη θ᾿ ἀρμενίσωμεν ἔκανα τὸν κουτὸ κ᾿ ἔδειχνα κι᾿ ἀφοσίωσιν πολλή. Τοῦ λέγω τοῦ Ἀϊντέκ· «Τούτους τοὺς ἄλλους τοὺς τρανοὺς τί θὰ τοὺς κάμετε; – Θὰ τοὺς δώσουμεν ἕνα κόκκαλο ξερὸ καὶ νὰ τραβοῦνε ὅσο νὰ τελειώσουνε αὐτεῖνοι καὶ τὰ δόντια τους». (Πολλὰ καλὰ θὰ τοὺς κάμετε· δικαιοσύνη, ἔλεγα μόνος μου, κ᾿ ἐσεῖς καντάρια ἔχετε καὶ κρίμα ῾στὴν πατρίδα κ᾿ ἐμᾶς μαζί). Τότε τοῦ λέγω· «Ἐγὼ κι᾿ ἁπλὸ στρατιώτη νὰ μὲ βάλετε στρέγω διὰ τὴν ἀγάπη τῆς πατρίδας μου. Ὅμως ἐδῶ δουλεύει ἀδικία· καὶ δὲν εἶναι δικές σας γνῶσες αὐτές, εἶναι ἀλλουνών· καὶ δὲν θὰ πάμεν καλά». Ἐγὼ τὸ εἶπα ἀπαθής. Ὁ φίλος μου ὁ Ἀϊντὲκ ἐπειράχτη καὶ μὸ ῾κρινε μὲ πολὺ φαρμάκι· «Ὅ,τι σας λένε αὐτὸ θὰ κάμετε καὶ γνῶμες δὲν μπορεῖτε νὰ δώσετε, ὅτι ἡ Μπαυαρία ἔχει τριάντα χιλιάδες μπαγεννέτα καὶ φέρνει ἐδῶ καὶ σᾶς ὑποτάζει. Τότε βρέθηκα εἰς θέση δεινή· νὰ μὴν μιλήσω δὲν μποροῦσα, ὅτι ἀδικιώνταν οἱ ἀγωνισταὶ καὶ βραβεύονταν οἱ κόλακες. Τοῦ λέγω· «Δυστυχία μας τῶν καϊμένων!» Κακὰ καὶ ψυχρὰ θὰ πάμεν. Ἐγώ σου μίλησα ἀλλοιῶς κι᾿ ἐσύ μου ἀπαντεῖς διαφορετικὰ μὲ «μπαγεννέτα». Σᾶς λέγω ὡς φίλος νὰ πασκίσετε καὶ τὸν Βασιλέα κ᾿ ἐσᾶς ν᾿ ἀγαποῦμεν κι᾿ ὄχι νὰ σᾶς φοβώμαστε. Ὅτι τὸν κιοτὴ χίλιες φορὲς νὰ τὸν ἔβρης κιοτὴ καὶ νὰ τὸν χτυπᾶς, πάγει καλά· μιὰ νὰ σὲ χτυπήσῃ, δὲν σὲ φοβᾶται πλέον. Κι᾿ αὐτείνη ἡ πατρίδα δὲν λευτερώθη μὲ παραμύθια, λευτερώθη μ᾿ αἵματα καὶ θυσίες· κι᾿ ἀπὸ αὐτὰ ἔγινε βασίλειον – κι᾿ ὄχι νὰ βραβεύωνται ὁλοένα οἱ κόλακες, κ᾿ οἱ ἀγωνισταὶ ν᾿ ἀδικιῶνται. Ὅτι ὅταν σκοτώνονταν οἱ ἀγωνισταί, αὐτεῖνοι κοιμώνταν. Κι᾿ ὅσο ἀγαπῶ τὴν πατρίδα μου δὲν ἀγαπῶ ἄλλο τίποτας. Νὰ ῾ρθῆ ἕνας νὰ μοῦ εἰπῆ ὅτι θὰ πάγη ὀμπρὸς ἡ πατρίδα, στρέγομαι νὰ μοῦ βγάλη καὶ τὰ δυό μου μάτια. Ὅτι ἂν εἶμαι στραβός, καὶ ἡ πατρίδα μου εἶναι καλά, μὲ θρέφει· ἂν εἶναι ἡ πατρίδα μου ἀχαμνά, δέκα μάτια νά ῾χω, στραβὸς θὰ νὰ εἶμαι. Ὅτι ῾σ αὐτείνη θὰ ζήσω, δὲν ἔχω σκοπὸν νὰ πάγω ἀλλοῦ. – Μοῦ λέγει, τὸν Βασιλέα δὲν τὸν ἀγαπᾶς; – Ὄχι, τοῦ λέγω· δὲν ξέρω ψέματα. Ὅταν χαθῆ ἡ πατρίδα μου, οὔτε αὐτὸς μ᾿ ἔχει ὑπήκογόν του, οὔτε ἐγὼ βασιλέα. Καὶ δι᾿ αὐτὸ χρειάζεται δικαιοσύνη ἀπὸ σᾶς, κι᾿ ὄχι φοβέρτες μὲ μπαγεννέτες.
Τὴν ἄλλη ἡμέρα ἔστειλε ὁ Ἀϊντὲκ τὸν διερμηνέα του νὰ μοῦ μιλήσῃ νὰ πάγω νὰ τὸν ἀνταμώσω εἰς τὸ σπίτι του. Ὁ διερμηνέας ἦταν ἕνας Σέρβος ἀγωνιστής, Ἕλληνας. Ἔρχεται, μοῦ κάνει μίαν μετάνοια, ἄλλη καὶ σκύβει νὰ μοῦ φιλήσῃ τὸ ποδάρι. Ἐγώ, ὡς διερμηνέας ἑνοῦ Ἀντιβασιλέως, ἐσηκώθηκα· τοῦ λέγω· «Τ᾿ εἶναι τὸ «ἀφέντη» καὶ ἡ κατηγόρια ὁποῦ μοῦ κάνεις; – Μοῦ λέγει, δὲν σοῦ κάνω τίποτας κατηγόρια· τιμὴ θέλω νὰ σοῦ κάνω. Ἐσὺ ξέρεις, ὅσοι μιλοῦνε μὲ τὸν γκενερὰλ Ἁγιντὲκ – εἶναι ἄνθρωποι ὁποῦ δὲν γνωρίζει τὴν γλώσσα μας καὶ παραστέκομαι ἐγώ. Ἀδελφέ, τὰ ὅσα ἄκουσα ἀπὸ πολιτικοὺς καὶ στρατιωτικοὺς καὶ θρησκευτικοὺς ὁποῦ μιλοῦν – εἶναι ὅλοι θερία· δὲν λένε τὰ συνφέροντα τῆς πατρίδος, ἀλλὰ καθένας ἔχει τὴν ῾διοτέλειάν του καὶ κατηγορεῖ ἕνας τὸν ἄλλον. Καὶ τὰ λόγια ὁποῦ ἄκουσα ἀπὸ ῾σένα εἶναι νὰ σοῦ φιλήσω τὸ ποδάρι. Καὶ μοῦ λέγει, ἡ πατρὶς δὲν θὰ πάγη ὀμπρός, ὅτ᾿ οἱ μπερμπάντες εἶναι πολλοί. Ἄκουσα ἐγὼ τὰ λόγια τους ὁλουνῶν καὶ θ᾿ ἀναχωρήσω ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα. Κι᾿ αὐτὸ προσμέναμεν οἱ ἀγωνισταί;» Τὸν περικάλεσα νὰ μείνη καὶ νὰ μιλῆ κι᾿ αὐτὸς τοῦ Ἁγιντέκ. Σὲ τρεῖς τέσσερες μῆνες, ἀκούγοντας τέτοιους πατριωτισμούς, πάγει κρυφίως εἰς τὴν δουλειά του, ἔφυγε ἀπὸ ῾δω.
Στρατηγὸς Μακρυγιάννης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου