Κυριακή 9 Ιουλίου 2023


Τώρα κυβέρνα τὰ πράματα μὲ φρόνησιν
Εἴκοσι ἕξι μῆνες ἔκαμα σ᾿ αὐτείνη τὴν ῾πηρεσίαν. Ἂν ἰδῆτε κατάχρησιν παραμικρή, ἢ ληστεία, ἢ ἀδικίαν εἰς τοὺς πολίτες, τότε ἐσεῖς ἀναγνῶστες νὰ μὲ λέτε ἄτιμον ἄνθρωπον. Κι᾿ ἀπ᾿ ὅταν πάψαμεν ὕστερα, τηρᾶτε τί ληστεῖες ἔγιναν καὶ τί ἁρπαγὲς καὶ τί σκοτωμοί. Ὁ Κυβερνήτης μὸ ῾δωσε τὸν βαθμό μου, χιλίαρχο, καθὼς καὶ οἱ ἄλλοι, καὶ μ᾿ ἔβαλε καὶ εἰς τὸ στρατιωτικὸν δικαστήριον. Δὲν θέλησα νὰ κρίνω κανέναν. Ὁ Κυβερνήτης καταφρόνεσε πολὺ τοῦ Πετρόμπεγη τὸ σπίτι. Ψωμὶ δὲν εἶχαν νὰ φᾶνε. Σήκωσε ντουφέκι ἡ Σπάρτη, ἡ Πελοπόννησο, ἡ Ρούμελη καὶ γύρευαν Συνέλεψη, νὰ κυβερνιῶνται μὲ νόμους. Τότε ἄρχισε ντουφέκι καὶ εἰς τὸν Πόρο. Ἔστειλε στρατέματα, ἦταν καὶ καράβια Ρούσσικα μὲ τὸν Ρικόρδον. Ἔκαψε ὁ Μιαούλης τὴν φεργάδα καὶ παπόρι κι᾿ ἄλλα. Ὑποπτεύονταν ἡ Ἀγγλία νὰ μὴν γένωμεν κι᾿ ἐμεῖς θαλασσοδύναμη καὶ μὲ τὴν εὐκαρίστησιν τοῦ Ἐκλαμπρότατου Μαυροκορδάτου καὶ συντροφιᾶς τά ῾καψαν· καὶ τελειώσαμεν κι᾿ ἀπὸ αὐτά. Καὶ γυμνώθη κι᾿ ὁ Πόρος καὶ σκοτώθηκαν τόσοι ἄνθρωποι. Ὁ Πετρόμπεγης εἶχε φύγῃ κρυφὰ πρωτύτερα ἀπὸ τ᾿ Ἀνάπλι. Στὸν δρόμο τὸν ἔπιασαν αὐτόν, ἔπιασαν τ᾿ ἀδέλφια του τὸν Κατζῆ καὶ τὸν Κωσταντήμπεγη, τὸν υἱγιό του τὸν Μπεζαντὲ καὶ τοὺς χάψωσαν εἰς τὸ Παλαμήδι ὅλους.
Καὶ τότε τὸ κακὸ ἄξαινε παντοῦ· κι᾿ ὁ Κολοκοτρώνης κι᾿ ὁ Μεταξᾶς καὶ ἡ συντροφιὰ ὅλη καὶ τ᾿ ἀδέλφια τοῦ Κυβερνήτη βάναν φωτιὰ εἰς τὸ μπαρούτι. Τότε ὁ δυστυχὴς Κυβερνήτης εἶδε ποὺ τὸν κατήντησε αὐτείνη ἡ λοιμική. Ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ κάμῃ τίποτας. Ἔκρινε τοῦ Κυβερνήτη ὁ Κοντάκης καμπόσα, ὅτι τὸν ἀγαποῦσε ὁ Κυβερνήτης. Τοῦ εἶπε νὰ βγάλη τὸν Πετρόμπεγη καὶ τοὺς ἄλλους ἀπὸ τὴν χάψη· καὶ στρέχτη ὁ Κυβερνήτης νὰ τοὺς βγάλη, ν᾿ ἀγαπηθοῦν. Τὸ ῾μαθε αὐτὸ ὁ Κολοκοτρώνης καὶ ἡ συντροφιά του καὶ τοῦ εἶπαν, ἂν γένη αὐτό, αὐτεῖνοι τραβοῦνε χέρι ἀπὸ τὸν Κυβερνήτη. Τότε ἄντεσε ὁ δυστυχὴς σὰν τ᾿ αὐγὸ στὰ δυὸ λιθάρια. Δὲν θέλησαν, κι᾿ ἔμεινε ἡ ὁμιλία διὰ τὸν Πετρόμπεγη. Κι᾿ ὁ δυστυχὴς Κυβερνήτης βρέθηκε σὲ μίαν δεινὴ περίστασιν καὶ καταλυπέταν, ὅτι ἀπατήθη ἀπὸ τὴν συντροφιά του.
Ὁ Κοντάκης μοῦ εἶπε αὐτά. Εἶχα πάγη εἰς τὸν Κυβερνήτη, ὅτ᾿ ἦταν κι᾿ ὄντως ἀξιολύπητος. Τοῦ εἶπα· «Κυβερνήτη μου, ἐγώ σου τὰ εἶπα ὅταν μ᾿ ἔστειλες εἰς τὴν περιοδεία· σου εἶπα τὴν ἀλήθεια ὁ δυστυχής. Δὲν θέλησες νὰ μὲ πιστέψῃς ποτέ. Ἐγώ σου εἶπα, πατρίδα δοξάζω, θρησκεία καὶ τὴν Ἐξοχότη σου, ὁποῦ εἶσαι ὁ Κυβερνήτης τῆς πατρίδας μου καὶ μπορεῖς νὰ τὴν σώσῃς καὶ μπορεῖς νὰ τὴν χάσῃς. Τώρα κυβέρνα τὰ πράματα μὲ φρόνησιν κι᾿ ἀγροικήσου μ᾿ ὅλους τοὺς σημαντικοὺς κι᾿ ἑνώσου μ᾿ αὐτούς». Μπῆκε ἕνας μέσα κι᾿ ἀναχώρησα. Καὶ ἦταν πολὺ λυπημένος. Ὅλοι οἱ ἀνθρωποφάγοι ἦταν ἀναντίον του. Ἀφοῦ ὁ Κοντάκης εἶδε τὴν στεναχώρια τοῦ Κυβερνήτη, καὶ τὸ ντουφέκι δούλευε, τοῦ εἶπε τοῦ Κυβερνήτη, ἂν εἶναι μὲ τὴν ἄδειά του, νὰ ξαναπάγη εἰς τὸν Κολοκοτρώνη, εἰς τὸν Μεταξά, εἰς τὸν Τζαβέλα, εἰς τοὺς ἀδελφούς του, εἰς τὸν Σπηλιάδη, ὅτ᾿ ἦταν Γραμματέας τοῦ Ἐσωτερκοῦ, καὶ τοὺς ἄλλους. Τοὺς μαζώνει σ᾿ ἕνα μέρος, λέγει τὴν περίστασιν καὶ τὸν κίντυνο τῆς πατρίδος κι᾿ ὅτι μίλησε καὶ μὲ τοὺς ἀναντίους καὶ θέλουν νὰ πάψη ἡ διχόνοια, ὅμως τοὺς Μαυρομιχαλαίγους νὰ βγάλουν ἀπὸ τὴν φυλακή. Ὅλοι σύνφωνοι, καὶ ἡ κακὴ ψυχὴ ὁ Μεταξᾶς σκύλιασε τὸν Κολοκοτρώνη κι᾿ αὐτοὺς τοὺς ἄλλους καὶ δὲν ἔκαμαν τίποτας.
Τὸ ντουφέκι ἄναψε πολὺ εἰς τὴν Σπάρτη. Σηκώθη ὁ καϊμένος ὁ Κυβερνήτης καὶ πῆγε μόνος του νὰ τὸ σβέση. Πίσου αὐτεῖνοι ὁποῦ μείναν θέλουν νὰ κάμουν ἐξορίαν ὅσους δὲν ἦταν μὲ τὸ πνεῦμα τους, ὁρκισμένοι. Ἔκαμαν κατάλογον εἰς τ᾿ Ἀνάπλι. Ἐδῶ εἰς τ᾿ Ἄργος ὁ Τζόκρης, ὁ Καλλέργης, οἱ ἄλλοι ὅλοι ἦταν ἕνα· εἶπαν κι᾿ ἔκαμαν μίαν μυστικὴ συνέλεψη οἱ Ἀργίτες νὰ διώξουν ἀπὸ τ᾿ Ἀνάπλι κι᾿ ἀπὸ δῶ ὅλους τοὺς ἀναντίους κι᾿ ἐμένα. Τότε μαθαίνω ἐγὼ αὐτὸ κι᾿ ἁρμάτωσα καμπόσους. Ἔρχονται ἀπὸ τ᾿ Ἀνάπλι βλέπουν αὐτό, βαστιῶνται σὲ κουράγιο κι᾿ ἐκεῖνοι. Μαλλώσαμεν μὲ λόγια. Δὲν ἄφησα νὰ πιάσουν κανέναν. Γράφουν αὐτὰ τοῦ Κυβερνήτη, γυρίζει ὀπίσου. Πῆγα ἐγὼ νὰ παρουσιαστὼ εἰς τὸν Κυβερνήτη, μοῦ λέγει· «Τί εἶναι αὐτὰ ὁποῦ ῾καμες; – Μυστικὲς συνέλεψες κάμαν· θέλουν νὰ διώξουν τοὺς ξένους κι᾿ ἐμένα. – Σὰν δὲν σᾶς θέλουν, δὲν μπορεῖτε νὰ καθίσετε στανικῶς, μοῦ λέγει ὁ Κυβερνήτης. –Δεν εἴμαστε ξένοι, Κυβερνήτη. Ὅταν ἦρθε ὁ Ἀράπης, αὐτεῖνοι ὅλοι ἦταν πηγιωμένοι ἄλλοι στὰ νησιὰ κι᾿ ἄλλοι στῆς σπηλιὲς καὶ ἦταν ἀσφαλισμένοι, κι᾿ ἐγὼ μ᾿ ἐκείνους ὁποῦ θέλουν νὰ διώξουν σκοτωνόμαστε. Καὶ τὴν ἔχομεν τὴν πατρίδα ἀντάμα. Πιθαμή, πιθαμὴ θὰ τὴν μεράσουμεν κι᾿ ὄχι νὰ μᾶς διώξουν! Δὲν μᾶς εἶχαν σκλάβους φερμένους. – Λέγει ἡ Ἐξοχότη του, ὅλοι ἐσεῖς σύνταμα γυρεύετε, καὶ σᾶς κυβερνῶ ὅλους ἐσᾶς. – Εἶσαι νοικοκύρης, Ἐξοχώτατε, καὶ κᾶμε ὅ,τι ἀγαπᾶς. (Ὅσους ἦταν νὰ διώξουνε ῾νεργούσαν ὁλοένα). Μὲ λύπη μου σοῦ λέγω, ἂν πειράξουν κανέναν, θὰ πεθάνωμεν· κι᾿ ὁ αἴτιος ἂς δώσῃ λόγον εἰς τὸν Θεόν. Κι᾿ ἀπὸ μέρος μου σιχάθηκα τέτοια λευτεριά!» Καὶ σηκώθηκα κι᾿ ἔφυγα χωρὶς νὰ τοῦ κρίνω ἄλλο.
Σᾶς λέγω ὡς τίμιος ἄνθρωπος, ποτὲ δὲν θέλησα νὰ εἶμαι ἀναντίον του, ὅτι μπεζερίσαμεν ἀπὸ τῆς ἀκαταστασίες. Ἀλλὰ οἱ Κολοκοτρωναῖγοι καὶ ἡ συντροφιά τους μὲ κατάτρεχαν διὰ μέσον τοῦ Κυβερνήτη κι᾿ ἀδελφῶν του. Τότε στέλνουν ἕναν λοχαγὸν μὲ καμπόσους ἀνθρώπους ἐδῶ εἰς τ᾿ Ἄργος νὰ μὲ πιάσουνε, ἢ ἂν ἀντισταθῶ, νὰ μὲ βαρέσουνε. Τότε μὸ ῾στειλαν ἀπὸ τ᾿ Ἀνάπλι χαμπέρι κι᾿ ἔφυγα κρυφίως καὶ πῆγα εἰς τ᾿ Ἀνάπλι καὶ κρύφτηκα. Τὴν αὐγή, ἦταν Κυργιακή, πῆγε ὁ Κυβερνήτης εἰς τὴν ἐκκλησιά, κι᾿ ἐγὼ πῆγα καὶ τὸ ῾πιασα τὸ σπίτι. Ἦρθε, μ᾿ εἶδε. «Τί θέλεις;» μοῦ λέγει. – Τὸν Κυβερνήτη τῆς πατρίδας μου. – Δὲν ἔχω καιρό, μοῦ λέγει. – Δὲν ἔχω κι᾿ ἐγὼ καιρὸ νὰ σὲ ἰδῶ ἄλλη βολὰ (ὅτι ψάχναν νὰ μὲ βροῦνε νὰ μὲ πᾶνε εἰς τὸ Παλαμήδι). – Φεύγα, μοῦ λέγει· δὲν ἀδειάζω. – Πουθενὰ δὲν πάγω!» Ἄρχισαν οἱ ἄνθρωποί του νὰ μὲ κακομεταχειρίζωνται. Τότε μαλλώσαμεν. Ἔστειλε καὶ πῆγα μέσα. «Τί θέλεις;» μοῦ λέγει. Νὰ μ᾿ ἀκούσῃς· τὴν κατάστασή μου τὴν ξόδιασα, τὰ ὑποστατικά μου καὶ σπίτι μου τά ῾χασα. Εἰκοσιέξι ἀνθρώπους πῆγαν νὰ μᾶς κρεμάσουνε, μόνος μου γλύτωσα. Ἑβδομήντα πέντε ἡμέρες μὲ τυραγνοῦσαν μὲ σίδερα εἰς τὰ ποδάρια κι᾿ ἄλλους παιδεμοὺς νὰ μαρτυρήσω τὸ μυστικὸν τῆς Ἐταιρίας, τρόμαξα νὰ γλυτώσω. Πέντε πληγὲς πῆρα εἰς τὸν ἀγώνα τῆς πατρίδας. Τοῦτα τ᾿ ἄρματα δὲν μοῦ τὰ ντρόπιασε ὁ Θεός, ὁποῦ τά ῾χω ἀπὸ δέκα πέντε χρονῶν παιδὶ –θέλει νὰ μοῦ τὰ ντροπιάσῃ ὁ Κυβερνήτης τῆς πατρίδας μου. Λάβε τα. (Ἔβγαλα τὸ σπαθί, τῆς πιστιόλες τὰ ῾βαλα στὸ τραπέζι). Κᾶμε ὅ,τι ἀγαπᾶς τώρα· στεῖλε με ἐκεῖ ὁποῦ θέλεις (Παίρνει καὶ ματαβαίνει ὀπίσου τ᾿ ἄρματα εἰς τὸ ζουνάρι μου). Δὲν τὰ θέλω, τοῦ λέγω. Κᾶμε μου ὅρκον ὅτι δὲν μὲ ντροπιάζεις, κι᾿ ἔτζι τὰ βαίνω ἀπάνου μου». Τότε μό ῾καμεν ὅρκο καὶ τὰ πῆρα κι᾿ ἔφυγα. Καὶ δὲν ἔκαμεν ἐξορία καὶ τοὺς ἄλλους στρατιωτικοὺς καὶ πολιτικοὺς οὔτε ἀπὸ τ᾿ Ἄργος, οὔτε ἀπὸ τ᾿ Ἀνάπλι.

Στρατηγὸς Μακρυγιάννης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου