Τετάρτη 3 Μαΐου 2023

Συνάντηση Ἁγίων σὲ ἕνα Νοσοκομεῖο τῆς Βιέννης
Μάϊος τοῦ 2003 καὶ ἡ Διακαινίσιμη περίοδος ἦταν στὸ τέλος της. Μὲ συντροφιὰ ἄλλους τρεῖς Χριστιανούς, ξεκινήσαμε πολὺ πρωί- ἀξημέρωτα ἀκόμα- γιὰ ἕνα προσκύνημα, στὴν Ἱ. Μ. τῆς Παναγίας τῆς Γαυριώτισσας. Ἡ παρέα μας, γνωστὸς Ἡγούμενος Μεγάλης Ἁγιορείτικης Μονῆς, ἕνας Ἱερομόναχος καὶ ἕνας ἀκόμα λαϊκός.
Εἶχα καιρὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ κάνω ἐκεῖνο τὸ προσκύνημα καὶ νὰ δῶ ἀπὸ κοντὰ τὸν ὀνομαστὸ ἐπιστήθιο φίλο τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτη, τὸν Ἅγιο Γέροντα π. Ἀμβρόσιο Λάζαρη. Παρακλήθηκα, περασμένες 12 τὴν προηγούμενη τὸ βράδυ, νὰ κάνω τὸν ὁδηγὸ τῆς συνοδείας, γιατὶ «κάτι ἔτυχε στὸν προγραμματισμένο ὁδηγὸ» τῆς παρέας… Ἡ χάρη τῆς Παναγίας μὲ κάλεσε νὰ ζήσω τὰ γεγονότα ποὺ καταγράφω.
Ὁ ἥλιος ποὺ ξεπρόβαλε μᾶς βρῆκε νὰ ἀνηφορίζουμε μὲ τὸ αὐτοκίνητο τὶς στροφὲς τοῦ Παρνασσοῦ. «Μάγεμα ἡ φύση κι’ ὄνειρο». Οἱ λαμπερὲς πρωινὲς ἀκτίνες του χρύσιζαν τὶς δροσοσταλίδες στὰ φύλλα τῶν δέντρων καὶ τῶν λουλουδιῶν, δίνοντας τὴ θέα καὶ τὴν αἴσθηση μικρῶν διαμαντιῶν ποὺ σκορπίστηκαν ἁπλόχερα. Ὁ καθαρὸς βουνήσιος ἀέρας καὶ ἡ πρωινὴ δροσιὰ παράβγαιναν λές, γιὰ τὸ ποιό θὰ μᾶς πρωτοευχαριστήσει. Μέσα σὲ μία Πασχαλιάτικη πρωτόγνωρη χαρά, ἀνάμεσα στὰ ἔλατα, στὰ πεῦκα, τὶς καρυές, τὸ θυμάρι καὶ τὶς κουμαριές, τὸ αὐτοκίνητό μας ἦταν ὁ μόνος θόρυβος στὴ φύση. Στὴν μοναξιὰ καὶ ἡσυχία ποὺ τίποτα ἄλλο δὲ διέκοπτε, τριγύρω, ἐκτὸς ἀπ’ τὰ πουλιὰ ποὺ τραγουδοῦσαν ἢ φτερούγιζαν ἀθόρυβα, φθάσαμε, περασμένες ἑξήμισυ τὸ πρωί, στὴν εἴσοδο τῆς Μονῆς. Στὶς ἑπτὰ ἔπρεπε νὰ ἀρχίσει ἡ Θ. Λειτουργία.
Στὴν εἴσοδο τῆς Μονῆς τῆς Παναγίας τῆς Γαυριώτισσας μᾶς περίμενε μ’ ἕνα φτυάρι στὰ χέρια, τακτοποιώντας ἔξω ἀπὸ τὸ δρόμο φρεσκοφερμένη κοπριά, γιὰ τὰ φυτὰ καὶ τὰ λουλούδια τῆς Μονῆς, ὁ πνευματικός της Γέρων Ἀμβρόσιος Λάζαρης. Μὲ ἔκδηλη χαρὰ μικροῦ παιδιοῦ χαιρέτησε τοὺς ἱερεῖς καὶ περίμενε καὶ μένα νὰ σταθμεύσω τὸ αὐτοκίνητο σὲ ἀσφαλὲς σημεῖο. Βγῆκα ἀπ’ τὸ αὐτοκίνητο καὶ βρέθηκα μπροστὰ σὲ ἕνα γίγαντα ἱερωμένο, μὲ ἕνα πλατὺ θεϊκὸ χαμόγελο καὶ μία τεράστια ἀγκαλιά.
«Ἔλα Παναγιώτη λεβέντη καὶ ἀργήσαμε. Μᾶς περιμένει ἡ Παναγία». Ἀσπάστηκα τὸ χέρι του καὶ σκέφθηκα ὅτι κάποιος τοῦ εἶπε τ’ ὄνομά μου. Μπήκαμε στὸν περίβολο κι’ ἀπὸ τὸ διάδρομο ἀνάμεσα στὶς ὁλάνθιστες περιποιημένες τριανταφυλλιὲς πηγαίναμε πρὸς τὸ καθολικὸ τῆς Ἱ. Μονῆς.
«Θὰ ψάλλουμε μαζὶ σήμερα κ. Εἰσαγγελέα. Πολὺ χαρὰ ἔχω ποὺ ἤρθατε» Ἀπορῶ ἐγὼ πάλι, ἀλλὰ ὑποθέτω ὅτι, γιὰ τὴν ἰδιότητά μου, κάποιος θὰ τοῦ εἶπε κάτι, ἀλλὰ πότε; μέσα στὴ νύχτα; Πῶς τὰ ξέρει ὅλα αὐτὰ γιὰ μένα. Πρώτη φορὰ τὸν συναντῶ… Ἄλλο ὁδηγὸ περίμενε.
Μπήκαμε στὸ Ναό. Διάβασα τὸν ἑξάψαλμο, ἔψαλε ὁ π. Ἀμβρόσιος, μαζί του καὶ ἐγὼ σὲ μία κατανυκτικὴ ἀνοιξιάτικη ἀτμόσφαιρα. Μοναδικὴ ἐμπειρία Θ. Λειτουργίας. Ἤμουνα δίπλα σὲ ἕνα ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἀκολουθίας κι’ ἔζησα μοναδικὲς στιγμές. Ἡ συνέχεια μοῦ τόδειξε ἀδιαμφισβήτητα.
Γίγαντας στὸ σῶμα, στὴν ψυχὴ καὶ στὴν ἁγιότητα, ὁ Γέροντας μᾶς καλοδέχθηκε στὸ ἀρχονταρίκι τῆς Μονῆς, μετὰ τὸ «δι’ εὐχῶν» τῆς ἀκολουθίας. Ἡ Γερόντισσα Παρθενία (ἂν θυμᾶμαι σωστά) καὶ οἱ ἀδελφές, σέρβιραν καφέ, τσάϊ ἀπὸ τὸν Παρνασσό, μέλι, ψωμί, τυρί, παξιμάδια καὶ πολὺ ἀγάπη.
Οἱ συμβουλὲς τοῦ Γέροντα, μὲ κοφτὸ λόγο ποὺ δὲν ἐπέτρεπε ἀντίρρηση, προσωποποιημένες γιὰ τὸν καθένα μας, ἔκαναν τοὺς ἀκροατές του νὰ τὸν παρακολουθοῦν μὲ ἀμείωτο ἐνδιαφέρον. Ἡ ὥρα πέρασε καὶ οἱ προσκυνητὲς ἀραίωσαν. Μείναμε ἡ παρέα μας, ὁ Γέροντας καὶ δύο τρία πρόσωπα γνωστά του. Ὁ Ἁγιορείτης ἡγούμενος ἀποσύρθηκε νὰ ἐξομολογήσει κάποιους ποὺ εἶχε μαζί τους συνεννοηθεῖ.
Μέχρις ὅτου ἑτοιμασθεῖ ἡ Τράπεζα, μᾶς κάλεσε στὸ ἀπέριττο κελί του, ὕψιστη τιμὴ γιὰ ἕνα ἐπισκέπτη, καὶ γυρίζοντας σὲ μένα μοῦ λέει: «Εἰσαγγελέα, τὸ βλέπεις αὐτό, δείχνοντάς μου παράλληλα ἕνα ἰδιόμορφο πέτρωμα, ὅσο ἕνα μανταρίνι σὲ μέγεθος, μέσα σ’ ἕνα μικρὸ γυάλινο βαζάκι, πάνω στὸ κομοδίνο. Κούνησα καταφατικὰ τὸ κεφάλι μου καὶ ὁ Γέροντας συνέχισε.
«Ἄκου ποὺ λὲς εἰσαγγελέα μου. Πρὶν καιρὸ πέρασε ἀπὸ δῶ ἕνας Ἑλβετὸς γιατρός, φίλος τοῦ Δεσπότη τῆς Λαμίας, τοῦ Δαμασκηνοῦ. Ἤρθανε μαζί. Ἐγὼ ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὑπέφερα ἀπὸ κάτι πόνους στὴ μέση καὶ ὁ Δεσπότης τὸ ἤξερε. Λέει τοῦ γιατροῦ τὸ πρόβλημα καὶ ἐκεῖνος, ἀφοῦ μὲ ἐξέτασε, εἶπε ὅτι πρέπει νὰ χειρουργηθῶ ἄμεσα. Εἶναι πρόβλημα νεφροῦ αὐτὸ καὶ ἡ ἐγχείρηση, θὰ φρόντιζε αὐτός, νὰ γίνει στὴ Βιέννη, στὸ καλλίτερο νοσοκομεῖο. Ἔκαμα ὑπακοὴ στὸ Δεσπότη καὶ πῆγα, ποὺ λές, στὴν Ἑλβετία. Μπῆκα στὸ νοσοκομεῖο, γίνανε οἱ ἐξετάσεις καὶ προγραμματίστηκε ἡ ἐγχείρηση. Ὅλοι συμφωνοῦσαν μὲ τὴ διάγνωση κι’ ἔλεγαν ὅτι εἶναι σοβαρὴ ἐγχείριση… Μοῦ ἔλεγαν νὰ μὴν ἀνησυχῶ καὶ τέτοια.
Ἐγὼ πάλι, μία ἀπορία τὴν εἶχα, ἀλλὰ δὲν ἀνησυχοῦσα, γιατὶ εἶχα ζήσει πολλὰ θαύματα… ὅ,τι θέλει ὁ Θεός. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ μὲ πῆρε ἄγγελος ἀπὸ μία μπίντα στὸν Πειραιά, νὰ μὲ πάει νὰ γίνω καλόγερος στὸ Ἅγιο Ὄρος, κι’ ὅταν ἔφθασα ἐκεῖ μὲ περίμεναν στὴν εἴσοδο τοῦ Μοναστηριοῦ οἱ Σαράντα Μάρτυρες, ὁλοζώντανοι δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ σὰ φρουρά, γιὰ νὰ περάσω, μέχρι ποὺ μὲ ἔστειλε ὁ Γέρων Πορφύριος νὰ φτιάξω τὸ μοναστήρι Της, μετὰ τὸν παπα-Ἀνυπόμονο, καὶ μέχρι τώρα ποὺ σοῦ μιλάω, καὶ τί θαῦμα δὲν εἶδα. Γι’ αὐτὸ σοῦ εἶπα δὲ φοβόμουνα. «Ἐπίρριψον ἐπὶ Κύριον τὴν μέριμνάν σου, καὶ αὐτὸς σὲ διαθρέψει» δὲν λέει;
Τὴν παραμονὴ τῆς ἐγχείρισης ἀπόγευμα, κατέβηκα στὸν κῆπο τοῦ νοσοκομείου νὰ προσευχηθῶ καὶ νὰ περπατήσω. Μεγάλο νοσοκομεῖο! Ὅπως περπάταγα, βλέπω ποὺ λές, εἰσαγγελέα μου, κι’ ἕναν ἄλλο παπά, πολύ-πολὺ γνωστό, μέτριο ἀνάστημα, νά ‘ρχεται πρὸς τὸ μέρος μου, ἀπὸ τὴν ἀντίθετη μεριά, ἀπὸ ἄλλη πόρτα τοῦ νοσοκομείου. Ἔφθασε κοντά μου, χαιρετηθήκαμε.
Τί κάνεις παπα-Ἀμβρόσιε, πόσο χαίρομαι ποὺ σὲ βλέπω!!! Πολὺ καλὰ πάτερ μου, ἀλλὰ νά, σκέφτομαι τὸν κόσμο μας, τὰ λάθη μας, τὶς ἁμαρτίες μας, πονάω κιόλας, ἀλλὰ Δόξα τῷ Θεῷ…
Πιάσαμε πολλὴ κουβέντα, ποὺ λές, ἀλλὰ ντρεπόμουνα νὰ τὸν ρωτήσω τ’ ὄνομά του ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ τὸ θυμηθῶ μὲ τίποτα. Μοῦ ἦταν ὅμως πολὺ γνωστός, εἴπαμε γιὰ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο, τὸν Σεραφείμ, γιὰ Δεσποτάδες, γιὰ πολλά… Τὸν θαύμασα! Ἀλλὰ πῶς τὸν ρωτᾶς «πῶς σὲ λένε πάτερ;», μεγάλη ντροπὴ τὸ ’νοιωθα κάτι τέτοιο…
Περπατήσαμε ὥρα. Σουρούπωσε καὶ ἔπρεπε νὰ γυρίσω στὸ θάλαμο, νὰ περάσουν οἱ νοσοκόμες, νὰ ἑτοιμαστῶ γιὰ τὴν ἐγχείριση. Καθὼς τὸ σκεφτόμουνα, μοῦ λέει: Ἄντε πᾶμε μέχρι τὸ θάλαμο, Ἀμβρόσιε, καὶ θὰ φύγω καὶ γώ. Δὲν μποροῦσα νὰ τοῦ φέρω ἀντίρρηση καὶ παρακαλοῦσα τὴ χάρη Της νὰ θυμηθῶ τὸ ὄνομά του… Μπήκαμε κι’ ἔκατσε δίπλα μου στὸ κρεβάτι. Κουβεντιάσαμε ἀκόμα λίγο καὶ κάποια στιγμὴ βάζει τὸ χέρι του στὰ πλευρά μου καὶ μοῦ λέει: Ἐδῶ θὰ ἐγχειρισθεῖς; Ναὶ ἀδερφέ μου τοῦ λέω… Ἀμέσως ἔνοιωσα ἕνα πόνο, ὅπως μὲ ἀκούμπησε, καὶ ἔντονη ἐπιθυμία νὰ πάω στὴν τουαλέτα. Πῆγα καὶ «Μέγας εἶ Κύριε καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου».
Μὲ ἔντονους πόνους, σὰν τοὺς πόνους τῆς γέννας λένε εἶναι τοῦτοι, ἔβγαλα αὐτὴ τὴν πέτρα ποὺ βλέπεις. Γύρισα ἐξαντλημένος στὸ κρεβάτι καὶ λέω στὸν παπὰ ποὺ ἦταν ἀκόμα ἐκεῖ: Πάτερ μου, μοῦ εἶσαι τόσο γνωστός, μὰ τόσο γνωστός, ἀλλὰ δὲν θυμᾶμαι τὸ ὄνομά σου. Συγχώρα με!!! Ἀλλὰ πῶς σὲ λένε καὶ πῶς βρέθηκες ἐδῶ;
Σηκώνεται καὶ τί μοῦ λέει: Μ’ ἀγαπᾶς τόσο πολὺ κι’ ἐγὼ σ’ ἀγαπῶ καὶ δὲν μὲ θυμᾶσαι Ἀμβρόσιε; Ἄκου νὰ δεῖς, ἐδῶ βρέθηκα γιατὶ πάω ὅπου θέλω, συκοφαντήθηκα καὶ κατηγορήθηκα ἔτσι ποὺ τὰ λέγαμε στὸν κῆπο ὅσο κανένας ἄλλος καὶ ἡ ἀμοιβή μου εἶναι νὰ πηγαίνω ὅπου θέλω καὶ ὅποτε θέλω γιὰ νὰ βοηθάω τοὺς ἀνθρώπους… Εἶμαι ὁ Πενταπόλεως Νεκτάριος!!! κι’ ἐπειδὴ σ’ ἀγαπῶ, ἦρθα καὶ σὲ χειρούργησα. Αὐτὸ νὰ τὸ δείξεις αὔριο στοὺς γιατρούς, γιατὶ αὐτοὶ δὲν πιστεύουν, εἶναι ἀσταύρωτοι καὶ ἀμύρωτοι. Ὅταν τὸ δοῦν καὶ σὲ ἐξετάσουν, πές τους ὅτι σὲ χειρούργησα ἐγώ. Θὰ τὸ καταλάβουν. Σ’ ἀφήνω τώρα καὶ καλὴ ἀντάμωση, καλὴ ἐπιστροφή… καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ θάλαμο...»
Αὐτὴ ποὺ λὲς εἰσαγγελέα μου εἶναι ἡ ἱστορία αὐτοῦ τοῦ μανταρινιοῦ ποὺ βλέπεις. Τό ’χω ἐδῶ γιὰ νὰ μὴν ξεχάσω ποτὲ τὴ συνάντηση… Εἴπαμε κι’ ἄλλα πολλά, μὲ τὸν Γέροντα Ἀμβρόσιο, ἀλλὰ γι’ αὐτὰ ἴσως κάποια ἄλλη φορά. Δὲν εἶναι τοῦ παρόντος.
Σήμερα, στὴ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, Ἁγίου τῆς ἄκρας ὑπομονῆς, ποὺ ἔπαθε ἀπὸ τὸν τότε ἄθεο εἰσαγγελέα Ἀττικοβοιωτίας, ποὺ τὸν ἐπεσκέφθη στὸ Μοναστήρι του στὴν Αἴγινα καὶ τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ ἁγιασμένο του ράσο, ταρακουνώντας τον, γιὰ νὰ τοῦ πεῖ ποῦ ἔχει τὰ παιδιὰ ποὺ ἔκανε μὲ τὶς καλόγριες (!!!), θυμήθηκα τὸ θαῦμα τοῦ Ἁγίου στὸν γνωστό, διορατικὸ Γέροντα Ἀμβρόσιο. Τὸ θυμήθηκα καὶ τὸ κατέγραψα, ὅπως μοῦ τὸ διηγήθηκε. Ὅ,τι ἔγραψα τὸ ἔγραψα ὡς ἐλάχιστο θυμίαμα στὴ χάρη τοῦ Ἁγίου τοῦ αἰῶνος. Εὐελπιστῶ ὅτι καὶ ὁ Γέρων Ἀμβρόσιος θὰ συμφωνήσει μὲ τὸ εἶδος καὶ τὴν ἔκταση τοῦ θυμιάματος, ἀπὸ τὰ οὐράνια σκηνώματα.
Ἔγραψα ἐπίσης ὅ,τι ἔγραψα, γιατὶ ὁ Ἅγιος Νεκτάριος κατεκρίθη καὶ κατεδικάσθη ἀδίκως, τόσο ἀπὸ τὴν κοσμικὴ ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν ἐκλησιαστικὴ δικαιοσύνη τῆς ἐποχῆς του, ὅσο κανεὶς ἄλλος. Τοῦ ὀφείλουν καὶ οἱ δύο αὐτὲς καὶ οἱ λειτουργοί τους αἰώνια συγνώμη. Τὸ προσωπικό μου ἀπολογητικὸ χρέος αὐτῆς τῆς ὀφειλόμενης συγγνώμης μὲ ὁδήγησε στὴν καταγραφὴ τῆς συζητήσεώς μου μὲ τὸν Γέροντα Ἀμβρόσιο. Τίποτα περισσότερο καὶ τίποτα λιγότερο.
Ὁ ἐν ἐσχάτοις χρόνοις φανεὶς «ἀρετῆς φίλος γνήσιος» ἂς πρεσβεύει ὑπὲρ τῆς χειμαζομένης Ἑλλάδος μας «ἀναβλύζων ἰάσεις παντοδαπὰς» καὶ ἐνεργῶν «πᾶσιν ἰάματα».
Ἀθήνα 9 Νοεμβρίου 2016
Μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Νεκταρίου Πενταπόλεως τοῦ Θαυματουργοῦ.
Παναγιώτης Ἀγγελόπουλος, Εἰσαγγελεὺς Ἐφετῶν Ἀθηνῶν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου