Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2018



Ὁ γυρισμὸς τοῦ ξενιτεμένου
«Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ἦρθες
μὲ εἰκόνες ποὺ ἔχεις ἀναθρέψει
κάτω ἀπὸ ξένους οὐρανοὺς
μακριὰ ἀπ᾿ τὸν τόπο τὸ δικό σου».

«Γυρεύω τὸν παλιό μου κῆπο·
τὰ δέντρα μου ἔρχουνται ὡς τὴ μέση
κι᾿ οἱ λόφοι μοιάζουν μὲ πεζούλια
κι᾿ ὅμως σὰν εἴμουνα παιδὶ
ἔπαιζα πάνω στὸ χορτάρι
κάτω ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἴσκιους
κι᾿ ἔτρεχα πάνω σὲ πλαγιὲς
ὥρα πολλὴ λαχανιασμένος».

«Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγὰ - σιγὰ θὰ συνηθίσεις·
θ᾿ ἀνηφορίσουμε μαζὶ
στὰ γνώριμά σου μονοπάτια
θὰ ξαποστάσουμε μαζὶ
κάτω ἀπ᾿ τὸ θόλο τῶν πλατάνων
σιγὰ - σιγὰ θὰ ῾ρθοῦν κοντά σου
τὸ περιβόλι κι᾿ οἱ πλαγιές σου».

«Γυρεύω τὸ παλιό μου σπίτι
μὲ τ᾿ ἀψηλὰ τὰ παραθύρια
σκοτεινιασμένα ἀπ᾿ τὸν κισσὸ
γυρεύω τὴν ἀρχαία κολόνα
ποὺ κοίταζε ὁ θαλασσινός.
Πῶς θὲς νὰ μπῶ σ᾿ αὐτὴ τὴ στάνη;
οἱ στέγες μου ἔρχονται ὡς τοὺς ὤμους
κι᾿ ὅσο μακριὰ καὶ νὰ κοιτάξω
βλέπω γονατιστοὺς ἀνθρώπους
λὲς κάνουνε τὴν προσευχή τους».

«Παλιέ μου φίλε δὲ μ᾿ ἀκοῦς;
σιγὰ - σιγὰ θὰ συνηθίσεις
τὸ σπίτι σου εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπεις
κι᾿ αὐτὴ τὴν πόρτα θὰ χτυπήσουν
σὲ λίγο οἱ φίλοι κι᾿ οἱ δικοί σου
γλυκὰ νὰ σὲ καλωσορίσουν».

«Γιατί εἶναι ἀπόμακρη ἡ φωνή σου;
σήκωσε λίγο τὸ κεφάλι
νὰ καταλάβω τί μοῦ λὲς
ὅσο μιλᾶς τ᾿ ἀνάστημά σου
ὁλοένα πάει καὶ λιγοστεύει
λὲς καὶ βυθίζεται στὸ χῶμα».

«Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγὰ σιγὰ θὰ συνηθίσεις
ἡ νοσταλγία σου ἔχει πλάσει
μιὰ χώρα ἀνύπαρχτη μὲ νόμους
ἔξω ἀπ᾿ τὴ γῆς κι᾿ ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους».

«Πιὰ δὲν ἀκούω τσιμουδιὰ
βούλιαξε κι᾿ ὁ στερνός μου φίλος
παράξενο πῶς χαμηλώνουν
ὅλα τριγύρω κάθε τόσο
ἐδῶ διαβαίνουν καὶ θερίζουν
χιλιάδες ἅρματα δρεπανηφόρα».
Γιῶργος Σεφέρης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου