Πέμπτη 14 Μαρτίου 2024



Ἄλλος τύπος
Ἦτο πρῴην ἐμποροπλοίαρχος, εἶχε ναυαγήσει δύο φορὰς εἰς τὴν Μεσόγειον, εἶχεν ὑποφέρει δεινῶς εἰς τὸν Ὠκεανόν, καὶ μίαν φορὰν εἶχε ξεπαγιάσει εἰς τὸν Εὔξεινον. Τώρα ἦτο πτωχὸς καὶ παρηγκωνισμένος. Ἔλεγεν ὅτι συγγενεύει μὲ ὀνόματα καὶ οἰκογενείας ἱστορικὰς εἰς τὸν τόπον τῆς γεννήσεώς του. Μίαν φορὰν εἶχε διατελέσει ἀστυνομικὸς ὑπάλληλος εἰς Ἀθήνας.
Εἰς τὸν Πειραιᾶ, περὶ τὰ 189… μὴ ἔχων ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ, ἐκοιμᾶτο μέσα εἰς ἓν καφενεῖον, ἐκεῖθεν τοῦ Τελωνείου, δυτικομεσημβρινῶς τοῦ Ἁγ. Νικολάου, καὶ ἐξοικονόμει τὰ πρὸς τὸ ζῆν διδάσκων ναυτικὰ τοὺς ὑποψηφίους, ὅσοι ἡτοιμάζοντο νὰ ὑποστῶσιν ἐξετάσεις ὅπως λάβωσι δίπλωμα.
Τοὺς ἐμάνθανε πῶς νὰ «παίρνουν θεωρία», πῶς νὰ εὑρίσκουν τὸ βόρειον πλάτος καὶ τὸ ἀνατολικὸν μῆκος, καὶ πῶς νὰ ἐφελκύουν τὰς ψήφους τῆς ἐξεταστικῆς ἐπιτροπῆς. Ὁ ἴδιος δὲν ἔλειπε νὰ ἐπισκέπτεται τὸ ὑπουργεῖον τῶν Ναυτικῶν, ἀνερχόμενος πεζὸς εἰς τὰς Ἀθήνας· ἔλεγεν ὅτι εἶχε γράψει σύγγραμμα περὶ ναυτικῆς πολὺ ἀξιόλογον, ἐμπεριέχον μάλιστα σπουδαίας ἀνακαλύψεις. Δυστυχῶς δὲν εἶχε τὰ μέσα νὰ τὸ τυπώσῃ.
Εἰς τὰς Ἀθήνας, ὅταν ἤρχετο, ἐσύχναζε καὶ εἰς ἄλλα μέρη. Ἦτο εὐλαβής πολύ, καὶ δὲν ἔλειπεν ἀπὸ τοὺς ναούς. Ἐπήγαινε συχνὰ εἰς ἕνα ναΐσκον ὅπου, κατὰ τὰς ἑορτάς, ἐγίνοντο θρησκευτικαὶ παννυχίδες. Ἐθύμωνεν ἂν ἡ λειτουργία ἐτελείωνε γρήγορα. Ἤθελε νὰ ἔλθῃ ἴσα-ἴσα μὲ τὴν ἡμέραν διὰ νὰ ἐπιστρέψῃ πεζὸς καὶ πάλιν εἰς τὸν Πειραιᾶ. Ἐπέπληττε τοὺς ψάλτας, τὸν τυπικάρην, καὶ αὐτὸν τὸν λειτουργὸν ἱερέα.
― Ἑσπερίδες κάνετ᾽ ἐδῶ; ἔλεγε.
Ἐπρότεινεν ὡς ἐπιχείρημα: «Οἱ γυναῖκες πῶς θὰ πᾶνε στὰ σπίτια τους νύχτα;» Εἶναι ἀληθὲς ὅτι πολλαὶ ἀπ᾽ αὐτὰς τὰς γραίας τὰς εὐλαβεῖς, ὅσαι ἐσύχναζον εἰς τὴν ἀγρυπνίαν, τὸν παρεκάλουν νὰ τὰς συνοδεύσῃ ἕως τὴν οἰκίαν των.
― Μπαρμπα-Μᾶρκο! δὲν ἔρχεσαι νὰ πᾶμε μαζὶ ὣς τὸ σπίτι;
Καὶ τότε ὁ μπαρμπα-Μᾶρκος προθύμως συνώδευεν ἕνα κοπάδι, ἐπειδὴ πολλαὶ ἐξ αὐτῶν συνέβαινε νὰ εἶναι γειτόνισσαι ἀπὸ τὴν αὐτὴν συνοικίαν, καὶ γνώριμοι πρὸς ἀλλήλας.
Ἦτον παραπάνω ἀπὸ ἑξῆντα χρόνων, ἀλλὰ τοῦ ἐβαστοῦσαν τὰ κότσια, μ᾽ ὅλον τὸ ξεπάγιασμα τοῦ Δουνάβεως καὶ τὴν κακοπάθειαν τοῦ ὑπερωκεανείου πλοῦ. Ἦτο κοντός, κυρτὸς καὶ μονόπλευρος, κ᾽ ἐπήγαινεν ὡς βάρκα ταχύπλους εἰς τὸν δρόμον. Ὅλην τὴν νύκτα, εἰς τὸν ναΐσκον, δὲν ἐκάθητο εἰς τὸ στασίδιον, ἀλλ᾽ ἵστατο ὄρθιος ὡς ναύτης. Ὅταν νεώτερός τις ἐξέφραζε θαυμασμὸν ἐπὶ τούτῳ, αὐτὸς ἀπήντα:
―Ἄχ! ὅταν ἔχῃ ταξιδέψει κανεὶς στὸν Ὠκεανόν!… Τί εἶναι νὰ στέκεται κανεὶς ζεστός, χωρὶς κίνδυνον, χωρὶς ἔννοια, μὲς στὸ στασίδι;… Καὶ ποῦ νὰ βρίσκεσαι σὲ μιὰ σκάφη μεσάνυχτα, νὰ σὲ χορεύ᾽ ἡ θάλασσα, νὰ σὲ δέρν᾽ ἡ μπόρα, νὰ στάζῃς ἅρμη κ᾽ ἵδρωτα κι ἀφρό, καὶ νά ᾽χῃς τὴν ψυχὴ στὰ δόντια!… Ἐκεῖ σὲ θέλω… Ἄχ! εἶδα τὸν Ἁι-Νικόλα…
Ἄρχιζε νὰ διηγῆται τὸ θαῦμα, τὸ ὁποῖον τοῦ εἶχε συμβῆ ποτε, ἀλλὰ συνήθως τὴν διέκοπτε… Διηγήθη ποτὲ ὅτι εἶχεν ἰδεῖ μεσάνυκτα τὸν Ἁι-Νικόλα νὰ κρατῇ τὸ τιμόνι ἐν ὥρᾳ τρικυμίας εἰς τὸ πέλαγος…
― Γιὰ νὰ μὴ μὲ λένε ἀγύρτη, δὲν τὸ λέγω, εἶπε.
Καὶ πλέον δὲν τὸ διηγήθη ἄλλην φοράν.
Ἔκαμνε τὸν προεστὸν εἰς τὰς συνάξεις τοῦ μικροῦ ναΐσκου, ἔλεγε τὸν Ἑξάψαλμον, τὸ Ἐλέησόν με ὁ Θεός, τὸ Πιστεύω κτλ. Ἀπήγγελλε ἀργά, μὲ μετρίαν ἔμφασιν, μὲ φαινομένην κατάνυξιν καὶ συντριβήν. Ἀπεῖχεν ὅμως πολὺ τοῦ γνησίου, τοῦ ἁπλοῦ καὶ ἀπερίττου ἐκκλησιαστικοῦ ὕφους ―ὕφους ἀρχαιοπρεποῦς καὶ ἐνθυμίζοντος τὴν ἀρχαίαν ἑλληνικὴν ἁπλότητα― ὁποῖον μόνον εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καλλιεργεῖται. Διὰ τοῦτο ἤρεσκεν εἰς τοὺς πολλοὺς καὶ ὄχι εἰς τοὺς ὀλίγους.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου