Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2024


Βαρδιάνος στὰ σπόρκα
Πίσω, εἰς τὲς Πλάκες, ἐπάνω εἰς ἕνα βράχον ριζωμένον εἰς τὴν θάλασσαν, ἐκεῖ ἦτο τὸ σπιτάκι τῆς θεια-Σκεύως τῆς Γιαλινίτσας. Ὁ βράχος ἔβλεπε πρὸς μεσημβρίαν, καὶ ἀπὸ τὸ ἓν μέρος ἐπρόβαλλε τὸ πρωὶ ὁ ἥλιος, ἀνάμεσα ἀπὸ τρία νησάκια καὶ ἀπὸ μίαν ὑψηλὴν λευκὴν κορυφήν, χρυσώνων μὲ τὰς ἀκτῖνάς του ὅλα, τὸ πράσινον τῆς θαμνοσκεποῦς καὶ σχοινοφύτου ἀκτῆς, κλειούσης ἀνατολικῶς τὸν λιμένα, τὴν θάλασσαν ρυτιδουμένην καὶ φωσφορίζουσαν εἰς χιλίας μυριάδας ὑγρῶν πτυχῶν, πλήττουσαν τὰ Μυρμήκια, ὑφάλους μόλις ἀνεχούσας ἀπὸ τὸ κῦμα, τὸ Δασκαλειό, μικρὸν φαιοπρασινίζον νησίδιον, καὶ τὸ ὀγκῶδες καὶ ἄκομψον Μπούρτσι· χρυσώνων τὰ κατάρτια καὶ τὰς κεραίας καὶ τὰ ἐξάρτια τῶν πλοίων, κατὰ τὰς ἡμέρας τοῦ χειμῶνος, ὅταν ὀλίγα τούτων παρεχείμαζον εἰς τὸν λιμένα. Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ἐβασίλευε τὸ βράδυ, σπεύδων νὰ κρυβῇ ὄπισθεν τοῦ βαθυπρασίνου βουνοῦ, τῆς Πευκόρραχης, ἀφήνων τὰ δένδρα νὰ σείωνται ἐλαφρῶς ἀπὸ τὴν αὔραν, καὶ τὰ ἀόρατα ἐκεῖνα μυρία ἔντομα νὰ τρύζωσι μελαγχολικῶς εἰς τὸ βαθὺ σκότος.
Εἰς μῆκος πεντακοσίων βημάτων πρὸς τὸ πέλαγος ἐξηπλοῦντο, προκύπτουσαι ἀπὸ τῆς ἀκτῆς, οἱ Πλάκες, μακρὸς λαιμὸς ἐντὸς τῆς θαλάσσης, ἀπολήγων ἔνθεν καὶ ἔνθεν εἰς τὸν Μεγάλον Κάππαριν, εἰς τὸν Μικρὸν Κάππαριν, εἰς τὸν Μύτικα, καὶ εἰς τὸ μονῆρες καὶ πελαγωμένον Κατεργάκι, τὰ μὲν ὑψηλοὺς ὀρθίους βράχους, τὰ δὲ μάρμαρα χθαμαλά, ἁλίπληκτα, πότε λουόμενα εἰς τὸ κῦμα, πότε θερμαινόμενα εἰς τὸν ἥλιον. Τὰ μάρμαρα ἢ αἱ πλάκες αὗται ἐχρησίμευον διὰ τὰς πτωχὰς γυναῖκας νὰ λευκαίνωσι τὰ ἀκέραια* ὑφαντὰ πανιά, νὰ πλύνωσι τὰ σπάργανα, τὰ σινδόνια, καὶ τὰ ράκη των εἰς τὸ κῦμα, καὶ νὰ τὰ ξεγλυκαίνωσιν εἶτα εἰς τὸ γλυφὸν νερόν, τὸ ρέον ἀπό τινος ρωγμῆς ἀναμέσον τοῦ κρημνοῦ, οἱ δὲ βράχοι, ἐχρησίμευον εἰς τὰ παιδία τῆς γειτονιᾶς νὰ «δίνουν βουτιὰ» ἢ νὰ «δίνουν παλούκια*», νὰ πηδῶσι δηλαδὴ μὲ τὴν κεφαλὴν ἢ μὲ τοὺς πόδας εἰς τὸ κῦμα, ὅταν ἐκολύμβων τὸ θέρος, τὰ μὲν ἀρχοντόπουλα ἅπαξ τῆς ἡμέρας, τὰ δὲ πτωχόπαιδα δεκάκις τῆς ἡμέρας, ἀπὸ πρωίας μέχρις ἑσπέρας μὲ μικρὰ διαλείμματα. Καὶ δὲν ἦτο τοῦ τυχόντος πρωτοπείρου νὰ δώσῃ «βουτιὰ» ἢ καὶ «παλούκια» ἀπὸ τὸν Μύτικα καὶ ἀπὸ τοὺς δύο Καππάρεις. Ὑπῆρχε βαθμολογία ἀκριβής, αὐστηρά, ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεὰν παραδιδομένη καὶ ἀπαρεγκλίτως τηρουμένη μεταξὺ τῶν διαφόρων ὁμάδων τῶν μαθητῶν τοῦ Ἑλληνικοῦ σχολείου, ὡς καὶ τῶν παιδίων τοῦ δρόμου.
Ὁ ἀρχάριος ὤφειλε κατ᾽ ἀρχὰς νὰ «δώσῃ» ἀπὸ τὴν Βεργούλα, μικρὸν βράχον μόλις ἀνίσχοντα τῆς θαλάσσης· ἀκολούθως, ἅμα ἔπλεε καλῶς καὶ ἠδύνατο νὰ φθάνῃ εἰς τὸ Κατεργάκι, τὸ ὁποῖον ἀπεῖχε τρεῖς ὀργυιὰς ἀπὸ τὲς Πλάκες, καὶ εὑρίσκετο εἰς νερὰ δύο ὀργυιῶν βάθους, τοῦ ἐπετρέπετο νὰ «δώσῃ» ἀπὸ τὸ Κατεργάκι, τὸ ὁποῖον ἦτο κατά τι ὑψηλότερον τοῦ πρώτου βράχου. Κατόπιν, ἀφοῦ ἠσκεῖτο ἀρκετά, ἠδύνατο νὰ «δώσῃ» ἀπὸ τὸν μικρὸν Κάππαριν. Ἐννοεῖται ὅτι ἡ βουτιὰ ἤρχετο κατὰ ἕνα βαθμὸν ὀψιμωτέρα ἀπὸ τὰ παλούκια· ὅταν δηλαδὴ ὁ μαθητευόμενος ἤρχιζε νὰ πηδᾷ ὀρθὸς ἀπὸ τὸν μικρὸν Κάππαριν, τότε ἤρχιζε συγχρόνως νὰ πηδᾷ κατακεφαλῆς ἀπὸ τὸ Κατεργάκι, καὶ οὕτω καθεξῆς. Εἶτα, ὅταν μετέβαινεν εἰς τὸν Μύτικα, τότε ἤρχιζε νὰ «δίνῃ βουτιὰ» ἀπὸ τὸν μικρὸν Κάππαριν. Καὶ τέλος ὅταν ἐπροβιβάζετο εἰς τὸν μέγαν Κάππαριν, τότε «ἔδιδε βουτιὰ» ἀπὸ τὸν Μύτικα. Ἅμα δ᾽ ἔφθανέ τις εἰς τὸν βαθμὸν νὰ δίδῃ κατ᾽ ἀρχὰς παλούκια, εἶτα βουτιὰ ἀπὸ τὸν μέγαν Κάππαριν, τότε πλέον ἐξεσκολοῦσε ἀπὸ τὲς Πλάκες, ἀπὸ τὸν Μῶλον, ἀπὸ τὸ Κοχύλι καὶ ὅλους αὐτοὺς τοὺς κολπίσκους καὶ τοὺς βράχους τῆς ἀκρογιαλιᾶς, καὶ ὤφειλε τοῦ λοιποῦ νὰ ἐκτελῇ ἐπιδρομὰς εἰς τὰ καράβια, ν᾽ ἀναρριχᾶται διὰ τῶν πλευρῶν ἢ τῶν ἁλύσεων εἰς τὸ κατάστρωμα, ν᾽ ἀνέρχηται διὰ τῶν ἐξαρτίων εἰς τὰς κεραίας καὶ νὰ δίνῃ ἀπὸ τὸ μπαστούνι* κατ᾽ ἀρχάς, εἶτα ἀπὸ τὸν τρίγκον* καὶ τελευταῖον ἀπὸ τὸν παπαφίγκον*. Καὶ ταῦτα, μὲ ὅλας τὰς βραχνὰς κραυγὰς τοῦ πλοιάρχου, ἀπὸ τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, τοῦ μούτσου ἀπὸ τὴν πρύμνην καὶ τοῦ σκύλου ἀπὸ τὴν πρῷραν, οἵτινες ἔκραζον ὅλοι μὲ μίαν φωνήν: «Στὸ γιαλό, κανάγια, στὸ γιαλό!»

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου