Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2024


Ἀπολαμβάνω τήν ἐλεύθερη πατρίδα!

Ὁ Νικήτας Σταματελόπουλος, ἤ Νικηταρᾶς, ἕνας ἀπό τούς μεγάλους ἥρωες τοῦ 1821, πέθανε στήν ψάθα ζητιανεύοντας στά σοκάκια τοῦ Πειραιᾶ. Ἡ ἁρμόδια κρατική ἀρχή, ἡ ὁποία χορηγοῦσε τίς θέσεις στούς ἐπαῖτες, εἶχε ὁρίσει γιά τόν ἥρωα μία θέση κοντά στό σημεῖο ὅπου βρίσκεται σήμερα ἡ ἐκκλησία της Εὐαγγελίστριας ὅπου τοῦ ἐπέτρεπε νά ἐπαιτεῖ κάθε Παρασκευή. Τόση ἦταν ἡ φτώχεια τοῦ σχεδόν τυφλοῦ πλέον στρατηγοῦ. Ἡ πολιτεία τοῦ εἶχε δώσει μία μικρή τιμητική σύνταξη πού δέν ἔφθανε οὔτε γιά νά ἀγοράσει ψωμί γιά τήν ἄρρωστη γυναίκα του.
Ἡ περιπέτεια τοῦ ἥρωα ἔφθασε στά αὐτιά πρέσβη Μεγάλης Δυνάμεως, ὁ ὁποῖος ἐνημέρωσε σχετικά τήν κυβέρνησή του. Ἔτσι κάποια στιγμή ἀπεσταλμένος τῆς πρεσβείας βρέθηκε στή θέση πού ζητιάνευε ὁ στρατηγός. Μόλις ὁ Νικηταρᾶς τόν κατάλαβε μάζεψε ἀμέσως τό ἁπλωμένο του χέρι.
-Τί κάνετε στρατηγέ μου; ρώτησε ὁ ἀπεσταλμένος.
-Ἀπολαμβάνω τήν ἐλεύθερη πατρίδα! ἀπάντησε περήφανα ὁ ἥρωας.
-Μά ἐδῶ τήν ἀπολαμβάνετε, καθισμένος στόν δρόμο;
-Ἡ πατρίδα μοῦ ἔχει χορηγήσει σύνταξη γιά νά ζῶ καλά, ἀλλά ἐγώ ἔρχομαι ἐδῶ γιά νά παίρνω μία ἰδέα πῶς περνάει ὁ κόσμος, ἀντέτεινε ὁ περήφανος Νικηταρᾶς.
Εἶδε καί ἀπόειδε ὁ ξένος καί γύρισε νά φύγει χαιρετώντας εὐγενικά.
Φεύγοντας ὅμως, ἄφησε νά τοῦ πέσει ἕνα πουγγί μέ χρυσές λίρες, ὥστε νά μήν προσβάλει τόν πάμφτωχο στρατηγό. Ὁ Νικηταρᾶς ἄκουσε τόν ἦχο, ἔπιασε τό πουγγί, τό ψηλάφισε καί φώναξε στόν ξένο:
-Σοῦ ἔπεσε τό πουγγί σου. Πάρτο γιά νά μήν τό βρεῖ κανείς καί τό χάσεις!

T

Ὁ Νικήτας Σταματελόπουλος γεννήθηκε τό 1782 στό χωριό Τουρκολέκα Μεγαλόπολης καί ἦταν γιός τοῦ κλέφτη Σταματέλου Τουρκολέκα καί τῆς Σοφίας Καρούτσου,  ἀδελφῆς τῆς γυναίκας τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Κατά μία ἄλλη ἐκδοχή, γεννήθηκε τό 1784 στό χωριό Νέδουσα Μεσσηνίας. Σέ ἡλικία 11 χρονῶν βγῆκε στό κλαρί μέ τήν ὁμάδα τοῦ πατέρα του καί στή συνέχεια ἐντάχθηκε  στό  σῶμα τοῦ πρωτοκλέφτη Ζαχαριᾶ Μπαρμπιτσιώτη, τοῦ ὁποίου ἀργότερα παντρεύτηκε τήν κόρη  Ἀγγελίνα.  Ἡ  ἀνδρεία  καί τά σωματικά του προσόντα  τόν  ὁδήγησαν  τό  1805 στή ρωσοκρατούμενη τότε Ζάκυνθο. Ἐκεῖ ἐντάχθηκε στό ρωσικό τάγμα, πού πολέμησε τόν Ναπολέοντα στήν Ἰταλία.  Ἀργότερα, ἐπέστρεψε στή Ζάκυνθο γιά  νά  ὑπηρετήσει  αὐτή  τή φορά τούς Γάλλους, πού εἶχαν καταλάβει τό νησί.  Στίς 18 Ὀκτωβρίου  1818,  ἐνῶ βρισκόταν στήν Καλαμάτα, μυήθηκε στήν Φιλική Ἑταιρεία.  Μέ  τόν θεῖο του, Θεόδωρο  Κολοκοτρώνη,  καί  τον  Παπαφλέσσα  συνέβαλε  στήν προετοιμασία τοῦ Ἐθνικοῦ Ξεσηκωμοῦ καί στίς 23 Μαρτίου 1821 μπῆκε στήν Καλαμάτα μαζί μέ τούς ἄλλους στρατιωτικούς ἀρχηγούς.
Ἀπό τήν ἀρχή ἐνστερνίσθηκε τό στρατηγικό σχέδιο τοῦ Κολοκοτρώνη γιά τήν κατάληψη τῆς Τριπολιτσᾶς καί πῆρε μέρος σέ ὅλες τίς ἐπιχειρήσεις γιά τήν κατάληψη τοῦ διοικητικοῦ κέντρου τῶν Ὀθωμανῶν στήν Πελοπόννησο. Διακρίθηκε στή Μάχη τοῦ Βαλτετσίου στις 12 Μαΐου 1821, ἐνῶ ἀποφασιστική ἦταν ἡ συμβολή του στή Μάχη τῶν Δολιανῶν στις 18 Μαΐου 1821, ὅπου ἀνέδειξε στό ἔπακρο τίς στρατιωτικές του ἱκανότητες. Ἐπικεφαλῆς μόλις 600 ἀνδρῶν κατανίκησε τόν στρατό τοῦ Κεχαγιάμπεη πού ἀνήρχετο σέ 6.000 ἄνδρες καί σχεδόν τόν ἀποδεκάτισε. Γι' αὐτόν τόν πραγματικό του ἄθλο, οἱ συμπολεμιστές του τόν ὀνόμασαν Τουρκοφάγο.
Μέχρι τό τέλος τοῦ Ἀγώνα ὁ Νικηταρᾶς ἦταν στήν πρώτη γραμμή, πολεμώντας εἴτε στήν Πελοπόννησο εἴτε στήν Ἀνατολική Στερεά Ἑλλάδα, ὅπου συνεργάστηκε μέ τόν Ὀδυσσέα Ἀνδροῦτσο καί τόν Γεώργιο Καραϊσκάκη. Πῆρε μέρος στήν Ἅλωση τῆς Τριπολιτσᾶς στις 23 Σεπτεμβρίου 1821 καί ἦταν ἀπό τούς λίγους ἀρχηγούς πού ἀρνήθηκε νά συμμετάσχει στή διανομή τῶν λαφύρων. Διακρίθηκε στή Μάχη τοῦ Ἁγιονορίου στις 26-28 Ἰουλίου 1822, πού ἀποτελείωσε τή στρατιά τοῦ Δράμαλη δύο μέρες μετά τή Μάχη στά Δερβανάκια. Ἡ ἀνιδιοτέλεια τοῦ ἀνδρός φάνηκε γιά μία ἀκόμη φορά, ὅταν ἀπό τό πλῆθος τῶν λαφύρων τῆς μάχης πείστηκε νά δεχθεῖ ἕνα πανάκριβο σπαθί, τό ὁποῖο ἀργότερα προσέφερε στόν ἔρανο γιά τήν ἐνίσχυση τοῦ Μεσολογγίου. Κατά τή διάρκεια τοῦ Ἐμφυλίου Πολέμου τάχθηκε στό πλευρό τοῦ Κολοκοτρώνη, ἀλλά φρόντισε πάντα νά ἐπιδιώκει τόν συμβιβασμό καί τή συνεννόηση.
Μετά τήν Ἀπελευθέρωση τάχθηκε στό πλευρό τοῦ Καποδίστρια κι ἔγινε ἕνας ἀπό τούς στενότερους συνεργάτες τοῦ Κυβερνήτη. Πῆρε μέρος στήν Δ' Ἐθνοσυνέλευση τοῦ Ἄργους το 1829, ὡς πληρεξούσιος του Λεονταρίου. Ἐπί Ὄθωνος περιέπεσε σέ δυσμένεια, ἐπειδή ὑποστήριζε τό ἀντιπολιτευόμενο Ρωσικό Κόμμα. Προφυλακίστηκε τό 1839 ὡς ἀρχηγός συνωμοτικῆς ὁμάδας, ἀλλά στή δίκη του, στις 11 Σεπτεμβρίου 1840, ἀθωώθηκε ἐλλείψει στοιχείων. Ἐντούτοις, ἡ κράτησή του παρατάθηκε μέ ἀποτέλεσμα νά ὑποστεῖ ἀνεπανόρθωτη βλάβη ἡ ὑγεία του καί σχεδόν νά τυφλωθεῖ. Ἀποφυλακίστηκε στίς 18 Σεπτεμβρίου 1841 καί ἀποτραβήχτηκε μέ τήν οἰκογένειά του στόν Πειραιά.

Μετά τήν ἐξέγερση τῆς 3ης Σεπτεμβρίου 1843 τοῦ ἀπονεμήθηκε ὁ βαθμός τοῦ ὑποστρατήγου καί ἔλαβε μία τιμητική σύνταξη, ἡ ὁποία ἦταν ὁ μόνος πόρος τῆς ζωῆς του. Τό 1847 διορίσθηκε μέλος τῆς Γερουσίας καί δύο χρόνια ἀργότερα, στίς 25 Σεπτεμβρίου 1849, ἔφυγε ἀπό τή ζωή σέ ἡλικία 67 ἐτῶν. Ὁ Νικηταρᾶς ἀπέκτησε δύο κόρες κι ἕνα γιό, τόν Ἰωάννη Σταματελόπουλο, πού ἀκολούθησε καριέρα στρατιωτικοῦ.

 Τετράδιο 144 * Μάρτιος 2012

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου