Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2024



Ἂς ὑπάγωμεν τώρα καὶ εἰς μίαν Μονήν
Γνωρίζομεν ὅτι εἰς τὸ Μοναστήρι εἶναι μία ἀδιάλειπτος σύναξις τῆς ἀδελφότητος καὶ ὁλοκλήρου της καθολικῆς Ἐκκλησίας. Δὲν θὰ ὑπῆρχε λόγος νὰ ὑπῆρχαν Μοναστήρια, ἂν δὲν ἦσαν, ὄντως, μία καθ᾿ ἡμέραν καὶ κατὰ νύκτα σύναξις. Δι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ κέντρον τῆς μοναχικῆς ζωῆς εἶναι ἡ καθημερινὴ λατρευτικὴ ζωή, καὶ μάλιστα ἡ Θεία Λειτουργία.
Ἐκεῖ ὁ μοναχὸς προσοικειοῦται καὶ ἀφομοιώνει τὸ μαρτυρικόν, ἀσκητικὸν καὶ λειτουργικὸν φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας μας. Τὰ λειτουργικὰ κείμενα τὸν διαποτίζουν καὶ γίνονται προσωπικά του βιώματα.
Συναθροίζονται οἱ μοναχοὶ εἰς τὸν Ναὸν γνωρίζοντες, ὅτι δὲν εἶναι μόνοι, ἀλλὰ μεθ᾿ ὅλων τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἁγίων, δοξάζοντες τὸν Θεὸν καὶ τιμῶντες τὸν Ἅγιον ἢ τὴν ἑορτήν. Ἡ Θεία Εὐχαριστία καὶ ἡ ὅλη λατρευτικὴ συναγωγὴ τοὺς προσφέρει μίαν βαθεῖαν αἴσθησιν, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι παρὼν καὶ αὐτοὶ κοινωνοὶ Αὐτοῦ μυστηριακῶς κατὰ Θείαν ἐνέργειαν. Καὶ ὅσον ἀόρατος εἶναι ὁ Θεός, κατ᾿ ἀναλογίαν καὶ τόσον ἀληθεστέρα εἶναι ἡ μυστικὴ κοινωνία καὶ ἡ ἐντρύφησις.
Ἡ τοῦ Θεοῦ αὕτη κοινωνία, ἐν τῇ λατρείᾳ, ποὺ εἶναι πρωταρχική, συνεχίζεται ἐν τῷ κελλίῳ καὶ ὅπου ἀλλαχοῦ διὰ τῆς εὐχῆς. Διότι ἡ εὐχὴ δὲν εἶναι ἁπλῶς μία προσευχή. Δὲν θὰ ὑπῆρχε λόγος νὰ ἐκαθήμεθᾳ ὅλην τὴν ἡμέραν καὶ νὰ ὁμιλῶμεν εἰς τὸν Θεόν, ἂν ἦτο μόνον αὐτό, ἀφοῦ ἀκούει ὁ Θεὸς ἀκόμη καὶ τὰ σπλάγχνα μας, ὅταν κινοῦνται. Καλὸν αὐτό, ἀλλ᾿ ἔτι πλέον εἶναι ἡ εὐχὴ βρῶσις τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ παρόντος ἐν τῇ μνήμῃ καὶ ἐπικλήσει τοῦ Θείου καὶ φρικτοῦ καὶ γλυκυτάτου ὀνόματός Του. Εἶναι καὶ πόσις μεθυστικοῦ γλεύκους τῆς Χάριτος, ποὺ καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπον μετάρσιον. Ὅλος ὁ Χριστὸς προσλαμβάνεται καὶ εὑρισκόμεθα ἡμεῖς ἀντανακλῶντες τὰς ἰδιότητας τοῦ Θεοῦ, θεοὶ ἐκ Θεοῦ θεούμενοι, φωτιζόμενοι καὶ μυστικῶς ἐνεργούμενοι.
Ὁ μοναχὸς διὰ τῆς νοερᾶς αὐτῆς «λειτουργίας», ὡς λέγουν οἱ ὅσιοι Πατέρες, «ἀληθῶς μάννα διὰ παντὸς ἐσθίει πνευματικόν». Τοῦτο εἶναι πλήρωσις, «πλεῖον ὧδε» ἀπὸ τὸ «μάννα», ποὺ συμβολικῶς καὶ προτυπωτικῶς ἔῤῥιχνε ὁ Θεὸς εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας διὰ νὰ ζήσουν μὲ αὐτό. Τὸ ὠνόμασαν «μάννα», ποὺ σημαίνει: Δὲν καταλαβαίνω τί πρᾶγμα εἶναι αὐτό. Ἔτσι καὶ ἡμεῖς ἠμποροῦμεν νὰ λέγωμεν: Τί μεγάλο γεγονὸς εἶναι αὐτὴ ἡ εὐχή, ἡ μνήμη τοῦ Ἰησοῦ, αὐτὴ ἡ μυστικὴ μετάληψις τοῦ Χριστοῦ μας ἀνὰ πᾶσαν στιγμήν, ὅπως τότε ἔπιπτον ἐξ οὐρανοῦ αἱ νιφάδες τοῦ «μάννα» καὶ ὁ λαὸς ἤσθιε καὶ ηὐφραίνετο.
Ἑπομένως βασικὴ προϋπόθεσις νοερᾶς προσευχῆς εἶναι ἡ πίστις ὅτι αὕτη εἶναι ἀληθὴς Θεοῦ κοινωνία καὶ βάθρον θεώσεως διὰ τῶν θείων ἐνεργημάτων τοῦ ἀπροσλήπτου Κυρίου, ὅστις δι᾿ αὐτῶν κατέρχεται ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἑνοῦται μεθ᾿ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν. Ὁ ἴδιος ὁ σαρκωθεῖς Λόγος, ὁ βασιλεὺς τῶν οὐρανῶν, Αὐτὸς ποὺ εἰς τὸ ἓν δακτυλάκι του ἠμπορεῖ νὰ κρατάῃ ὅλον τὸν ντουνιά, Αὐτὸς κρατεῖται ἀπὸ ἡμᾶς! Καὶ εἰσέρχεται ἐν ἡμῖν καὶ συνδιατρίβει καὶ ἐμπεριπατεῖ μέσα μας. Ὅπως εἰς τὴν θάλασσαν τῆς Τιβεριάδος, ὅταν ἤγρευσαν οἱ Μαθηταὶ πλῆθος ἰχθύων, εἶπεν ὁ Ἰωάννης εἰς τὸν Πέτρον «ὁ Κύριος ἐστιν», οὕτω καὶ ἡμεῖς, ὅταν ἁπλώνωμεν τὰ δίκτυα τῆς προσευχῆς, ἠμποροῦμεν νὰ ἐπαναλαμβάνωμεν «ὁ Κύριός ἐστι» μετὰ πλήρους πεποιθήσεως, διότι μας τὸ βεβαιοῖ ἡ Ἐκκλησία μας, ὅτι ἐκεῖ ὑπάρχει Αὐτός. Νάτος! Παρών, ὁ ἴδιος ὁ Θεός!
Διὰ νὰ φωταγωγῆται ὅμως καὶ νὰ λαμπρύνεται διὰ τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου ὁ πιστὸς μὲ τὴν εὐχήν, πρέπει νὰ προσέχῃ ὁ ἴδιος νὰ εἶναι ὁ βίος τοῦ ἀνάλογος μὲ τὴν ζωὴν ποὺ ἁρμόζει εἰς τὸν Θεόν. Ἀφοῦ θέλει τὸν Θεόν, πρέπει νὰ ζῇ θεοπρεπῶς. Νὰ ἐπιδιώκῃ νὰ ξεφύγῃ μέσα ἀπὸ τὴν ἀνθρωπίνην μιζέρια καὶ τὴν κακομοιριά, νὰ ἐνδυναμώνῃ τὸν ἑαυτό του διὰ τῆς θείας δυνάμεως, νὰ ἀσκῆται, νὰ γίνεται σκεῦος χωρητικὸν τῶν θείων χαρισμάτων. Ἀκόμη, νὰ ἐπιθυμῇ τὴν κάθαρσίν του ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας, πληροφορούμενος ἀπὸ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, ὅτι αὐτὸ εἶναι κατορθωτόν. Μὲ τὴν ἔμπρακτον θέλησίν του καὶ τὴν εὐδοκίαν τοῦ Θεοῦ νὰ φέρεται πρὸς τὴν δυνατὴν ἀπάθειαν ὁ ἴδιος, καὶ μάλιστα γινόμενος ὁλονὲν θεοειδέστερος.
Γέρων Αἰμιλιανὸς Σιμωνοπετρίτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου