Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014


Μὲ τὸν πεζόβολο
Τὸ γιαλό, γιαλό,
ψαράκια κυνηγῶ.
Εἰς ποῖον ἄλλον θὰ ἥρμοζε, καὶ διὰ στόματος τίνος θὰ ἐμέλπετο καταλληλότερον ἡ ἐπῳδὸς αὐτή, παρὰ διὰ στόματος τοῦ φίλου μας Τριαντάφυλλου τοῦ κηπουροῦ; Γυμνόπους καθὼς ἦτον ὅλην τὴν ζωήν του, πότε νὰ φυτεύῃ καὶ νὰ σκαλίζῃ, ἢ νὰ ποτίζῃ καὶ νὰ κατευθύνῃ τὸ νερὸν εἰς τ᾿ αὐλάκια τοῦ περιβολιοῦ, πότε νὰ τρέχῃ ὅλους τοὺς γιαλούς, ἀπὸ ἀμμουδιὰν εἰς ἀμμουδιὰν καὶ ἀπὸ ἀγκάλην θαλάσσης εἰς ἀγκάλην, μὲ τὸν πεζόβολον ἐπὶ τοῦ ὤμου τοῦ δεξιοῦ, μὲ τὸν τορβὰν ὑπὸ τὴν ἀριστερὰν μασχάλην… Ἵστατο ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρόν, ἐνήδρευε, κατεσκόπευε τὰ κοπάδια τῶν μικρῶν ὀψαρίων νὰ βόσκουν εἰς τὸν πάτον, νὰ πλέουν εἰς τὸν ἀφρόν, κοντὰ εἰς τὴν ἄμμον ἔξω, εἶτα, ὡς ἐπιδέξιος τοξότης, ἔτεινε τὸν πεζόβολον, τὸν ἐξεσφενδόνιζε ταχύς ― καὶ ποῦ νὰ φύγουν τὰ ταλαίπωρα τὰ μικρὰ ψαράκια ἀπὸ τοὺς βρόχους του τοὺς φονικούς;
Εἶτα ἐθαλάσσωνεν ἕως τὸ γόνα, ἔδραχνεν ἠρέμα τὸν πεζόβολον ἀπὸ τὴν κορυφήν, τὸν ἀνέβαζε, τὰ βρόχια μὲ τὰς μολυβήθρας ἔπιπτον κάθετα, τὸν ἔσυρεν ἔξω καὶ τὸν ἐτίναζεν ἐπὶ τῆς ἄμμου, τρία βήματα ἀπὸ τὸ κῦμα. Ἐπήδων, ἤσπαιρον, ἔστιλβον μὲ λέπια ἀργυρᾶ τὰ καημένα τὰ ψαράκια, καὶ λαχταριστὰ ἀκόμη ὁ Τριαντάφυλλος μὲ τὸν τορβὰν τὰ ἔφερεν εἰς τὸν κῆπόν του. Ἐκεῖ ἤναπτε φωτιάν, καὶ ἀφοῦ ἔρριπτεν ὀλίγον ἅλας, τὰ ἔψηνε· τὰ παιδάριά του τὰ μικρὰ τὰ ἥρπαζον μισοψημένα ἀπὸ τὴν ἀνθρακιάν, εἶτα ὁ πατὴρ τοὺς τὰ ἐμοίραζεν, ἔδιδε κ᾿ εἰς τὴν ἔγκυον γυναῖκα του, ἔτρωγε κι αὐτός, προσέφερε καὶ εἰς τοὺς παρατυχόντας πελάτας ἢ ἐπισκέπτας τοῦ περιβολίου.
Ἦτο δειλινὸν ἀκόμη. Ὕστερα ὁ ἥλιος ἐχαμήλωνεν, ὀλίγον ἀκόμη, κ᾿ ἔμελλε νὰ κρυφθῇ ὀπίσω ἀπὸ τὸ βουνόν, νὰ βασιλέψῃ. Εἶτα ὁ κηπουρὸς ἤντλει νερὸν ἀπὸ τὴν πλατεῖαν γούρναν, τὴν ἀντὶ φρέατος, ἐγέμιζε τὴν στέρναν, τὴν ἀπέφραττεν, ἀπέλυε τὸ νερόν, τὸ ἐμοίραζε στ᾿ αὐλάκια, καθὼς πρὸ μικροῦ εἶχε μοιράσει τὰ μισοψημένα ψαράκια εἰς τὰ τεκνία του. Μὲ τὴν τσάπαν καὶ μὲ τοὺς πόδας τοὺς γυμνούς, μὲ τὰς χεῖρας τὰς τυλώδεις, ἐβάθυνεν, ἔφραττεν, ἄνοιγεν αὐλάκια, κατεύθυνε τὸ νερόν, κ᾿ ἐπότιζεν ὅλα τὰ λάχανα τοῦ κήπου του.
Εἰς ὅλον αὐτὸ τὸ διάστημα ἦτον εὔθυμος, καὶ δὲν ἔπαυε νὰ τραγουδῇ:
Τὸ γιαλό, γιαλό,
ψαράκια κυνηγῶ.
Τὸ δίστιχον αὐτό, τὸ χοριαμβικὸν ἢ χωλιαμβικόν, ὅπως καὶ τόσα ἄλλα (λ.χ. «Πάπια τοῦ γιαλοῦ, ― μὴν ἀγαπᾷς ἀλλοῦ», καί, Ἄστρο τῆς αὐγῆς ― πῶς ἄργησες νὰ βγῇς»), ἴσως συμπληρώνουν τὸν ρυθμόν, ὅπως καὶ ποικίλλουν τὴν μονοτονίαν, κατόπιν τῆς περιττῆς συλλαβῆς τοῦ πολιτικοῦ στίχου, μετὰ τὸν ὁποῖον ἔρχονται ὡς ἐπῳδός. Πλὴν τί λέγω;
Μήπως ὅλα τὰ λυρικὰ μέτρα δὲν πρέπει νὰ εἶν᾿ ἐλεύθερα, κατὰ συνθήκην ὑπηρετοῦντα τὸ μέλος, ὅπως συμβαίνει εἰς τὴν ἀρχαίαν χορικὴν ᾠδὴν καὶ εἰς τὴν ψαλμῳδίαν τῆς ἐκκλησίας μας ― μὲ τὰς στροφάς, ἀντιστροφὰς ἢ εἱρμοὺς καὶ τροπάρια, καὶ μὲ τὰς ἐπῳδοὺς ἢ καταβασίας;

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου