Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2023


Θύματα καὶ ὕποπτοι
Ἡ ἐποχή μας διαπνέεται ἀπὸ κοινωνικὴ εὐαισθησία. Ἡ εὐαισθησία αὐτὴ φαίνεται ὅτι δὲν ἀναγνωρίζει πρόσωπα ἀλλὰ κοινωνικὲς ὁμάδες. Οἱ ὁποῖες θεωροῦνται a priori καλὲς ἢ κακές, χρήζουν ὑπερασπίσεως ἢ καταδίκης. Μάλιστα, μὲ περισσὴ εὐκολία τὰ πρόσωπα κατατάσσονται στὶς ἀντίστοιχες ὁμάδες, δεχόμενα τὴν ὑπεράσπιση ἢ τὴν καταδίκη ἀδιακρίτως.
Μέσα σὲ τοῦτο τὸν μανιχαϊσμὸ καλοῦ καὶ κακοῦ ἀξιοποιεῖται καὶ ἡ ἰδιότητα τοῦ «ἀδικημένου». Τὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ πρέπει νὰ ἔχει μία ὁμάδα ὥστε νὰ λάβει τὴν ταυτότητα τοῦ ἀδικημένου – καὶ ἑπομένως τοῦ καλοῦ – εἶναι τὰ ἀκόλουθα:
Νὰ ἀποτελεῖ μειονότητα.
Νὰ εἶναι παραβατική.
Γιὰ παράδειγμα, μὲ ὅσο μεγαλύτερη μανία θρυμματίζει κάποιος τὴ βιτρίνα ἑνὸς καταστήματος, τόσο περισσότερο ἀξίζει τὴ δικαίωση καὶ τὴν ἐνθάρρυνση, διότι ἡ ἀπεγνωσμένη αὐτὴ πράξη εἶναι ἐπανάσταση ἐνάντια στὴ φασιστικὴ κοινωνία. Καὶ τοῦτο ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ποιός εἶναι ὁ συγκεκριμένος δράστης, καὶ ποιά ἦταν τὰ πραγματικὰ καὶ βαθύτερα κίνητρά του. Ἀντίστοιχα, ὅσο μεγαλύτερη χυδαιότητα καὶ προκλητικὴ συμπεριφορὰ ἐκδηλώνει ὁ παρελαύνων στὸ gay parade, τόσο ἐντονότερα καταγγέλλει τὴν ὁμοφοβικὴ ὑποκρισία τῆς κοινωνίας, κερδίζοντας τὴ συμπαράσταση τῆς μεταμοντέρνας διανόησης.
Ἀντιθέτως, ὁ ἄτυχος ποὺ δὲν ἀνήκει σὲ μειονότητα καὶ δὲν ἀσκεῖ παραβατικὴ συμπεριφορὰ τυγχάνει ἐκ προοιμίου ὕποπτος ὅτι ἀνήκει στήν (ἢ συμβιβάζεται μὲ τήν) καταπιεστική, πατριαρχικὴ καὶ ρατσιστικὴ κοινωνία ποὺ συντηρεῖ τὶς δομὲς τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας.
Μπορεῖ νὰ δεῖ κάποιος στὴ σύγχρονη λογοτεχνία τὸν τύπο τοῦ ἀντι-ἥρωα. Στίχοι καὶ τραγούδια μὲ ἀνθρωπιστικὲς ἐξάρσεις ὑπερυψώνουν τὸν νέο ποὺ χάνεται στὸ χάος τῆς πόλης, κρατώντας ἕνα τσιγάρο καὶ τὸ φεγγάρι (στὰ μάτια τοῦ ποιητῆ), βυθισμένος στὴν ἀνωνυμία. Βέβαια, οἱ λόγιοι ποὺ ἀπαθανατίζουν αὐτὸν τὸν νέο συνήθως δὲν ἀσχολοῦνται στὴν πράξη μὲ κανένα συγκεκριμένο νέο. Αὐτὸ ποὺ ἐνδιαφέρει εἶναι ἡ ὑπερέξαρση τῆς κοινωνικῆς ὁμάδας. Ἡ ὁμάδα θυματοποιεῖται καὶ μάλιστα ἡρωοποιεῖται. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀνήκει σ’ αὐτὴν θεωρεῖται ἐκ τῶν προτέρων θύμα μιᾶς κοινωνίας, καὶ γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς γίνεται ὁ ἥρωας τῶν ποιημάτων καὶ ἀφηγημάτων.
Αὐτὸ δὲν εἶναι μόνο λογοτεχνικὸ μοτίβο. Ἀποτελεῖ ἰδεολόγημα ποὺ γνωρίζει μόνο μία διάκριση: σὲ θύτες καὶ θύματα. Ἀγνοεῖ ὅτι ὑπάρχουν καὶ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι θύτες καὶ θύματα τοῦ ἑαυτοῦ τους. Παραβλέπει τὸ ὅτι ἡ θυματοποίηση εἶναι συχνὰ «μία κάποια λύσις», ὅτι μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ ἀσφαλέστερο καταφύγιο τοῦ νωθροῦ, τοῦ ἀνεύθυνου ἢ τοῦ νάρκισσου, τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔχει μόνο δικαιώματα καὶ γι’ αὐτὸ ἀδικεῖται συνεχῶς καὶ ἐξοργιστικὰ ἀπὸ τὴν κοινωνία.
Κανεὶς δὲν πρόκειται νὰ τραγουδήσει ἢ νὰ προβάλει μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο τὸν ἄλλον ἥρωα. Ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἀνήκει σὲ ἀναγνωρισμένη μειονότητα καὶ δὲν εἶναι παραβατικός. Ὅπως ἕνα παιδὶ ποὺ τὴ δεκαετία τοῦ ‘80 μελετοῦσε τὰ βράδια τοῦ χειμώνα μὲ ἕνα κερί, καὶ τὴν ἡμέρα μὲ τὸ φῶς ποὺ ἔμπαινε ἀπὸ τὸ σπασμένο παράθυρο. Ἡ μητέρα του στὸ ψυχιατρεῖο, καὶ ὁ πατέρας του στὸν τζόγο. Ὅσο κι ἂν θυμίζει μελόδραμα, ἡ περίπτωση εἶναι πραγματική. Τὸ παιδὶ αὐτὸ ἔτσι μεγάλωσε, σπούδασε καὶ ἀγωνίζεται στὴν σκληρὴ καθημερινότητα.
Ἢ οἱ δύο φοιτητὲς ποὺ προσφάτως ἔπαιζαν βιολὶ στοὺς δρόμους τῆς ἐπαρχιακῆς πανεπιστημιούπολης, γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουν τὸ φαγητό τους καὶ νὰ συνεχίσουν τὶς σπουδές τους. Αὐτοὶ εἶναι οἱ ἀόρατοι ἥρωες. Δὲν θορυβοῦν, δὲν κλαίγονται, δὲν ἀρνοῦνται τὴ ζωή τους. Ἀπαιτοῦν ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους καὶ ἀναμετρῶνται δημιουργικὰ μὲ τὶς προκλήσεις. Δὲν χάνονται ἀπὸ τὴν κοινωνία, ἀλλὰ τὴ βοηθοῦν νὰ βρεῖ ἡ ἴδια τὸν ἑαυτό της. Κανεὶς δὲν θὰ τοὺς τραγουδήσει, κανεὶς δὲν θὰ τοὺς ὑπερασπισθεῖ. Περιέρχονται αὐτομάτως στὴν κατηγορία τῶν ὑπόπτων. Ὁ λόγος εἶναι ἁπλός: δὲν ἀνήκουν σὲ μειονότητα καὶ δὲν κάνουν θόρυβο.
Ὅσο παράξενο κι ἂν φαίνεται, ἡ στάση αὐτὴ τῆς νέας ἐποχῆς μεταφέρεται καὶ στὸν τρόπο ποὺ πολλοὶ κοσμικοὶ χριστιανοὶ βλέπουν τὴν μοναστικὴ κοινωνία. Καὶ ἐδῶ ὁ παραβατικός, ὁ παρήκοος, ὁ «ἐπαναστάτης» μοναχὸς ποὺ καταγγέλλει καὶ ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν «ἐξουσία» (τὴν ὁποίαν ἐκπροσωποῦν ὅλοι οἱ ἄλλοι) θεωρεῖται αὐτομάτως ὡς ὁ φέρων καὶ ὁμολογῶν τὴν ἀλήθεια. Διότι αὐτὸς μόνος ξεχώρισε ἀπὸ τὴ μάζα τῶν κοιμωμένων ὑποτακτικῶν. Ὅσο περισσότερο καταργεῖ τοὺς μοναχικοὺς κανόνες (πάντοτε στὸ ὄνομα τῆς ὀρθῆς πίστεως) τόσο περισσότερο ἀγωνιστὴς θεωρεῖται, τόσο περισσότερο κερδίζει τὶς ἐντυπώσεις. Καὶ οἱ ἐντυπώσεις ὁρίζουν πλέον στὴ συνείδηση πολλῶν τὴν ἀλήθεια.
Εὐτυχῶς καὶ ἐδῶ καὶ παντοῦ ὑπάρχουν οἱ ἀόρατοι ἀγωνιστές, ποὺ δίνουν ψυχὴ στὸ σῶμα τοῦ κόσμου, χωρὶς ὁ κόσμος νὰ τὸ καταλαβαίνει…
Ἱερομόναχος Χρυσόστομος Κουτλουμουσιανὸς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου