Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2021

 


Ἡ Φύση καὶ τὰ Ἔμορφα Τραγούδια της (β)

Σὲ ἀπορία βρίσκεται κανένας, τί νὰ πρωτοπεῖ γι᾿ αὐτὰ τὰ τραγούδια τοῦ λαοῦ μας, πῶς νὰ τὰ παινέψει καὶ πῶς νὰ τὰ περιεργαστεῖ γιὰ νὰ κάνει τὸν ἄλλο νὰ τὰ νοιώσει. Μὰ ὅποιος τὰ νιώθει τὰ νιώθει, δὲν φελὰ κανένας ξηγάτορας. Εἶναι σὰν τὸν ἥλιο, σὰν τὸ φεγγάρι, σὰν τ᾿ ἀστέρια, σὰν τὴ χαρὰ τοῦ καλοκαιριοῦ. Ὅποιος δὲν ἔχει ἥλιο στὸ τόπο του, σὰν τὰ νιώθει αὐτὰ τὰ τραγούδια θὰ δεῖ τὸν ἥλιο καὶ θὰ ζεσταθεῖ, ὅποιος δὲν ἔχει ἐλπίδα, μ᾿ αὐτὰ θὰ παρηγορηθεῖ, ὅποιος δὲν βρίσκει μπάλσαμο στὸ πόνο του, θὰ γλυκαθεῖ, ὅποιος δὲν δροσίστηκε μὲ τὰ μεγάλα ποτάμια ποὺ σηκώνουνε ἀντάρες, θὰ δροσιστεῖ ἀπὸ τὴ βρυσούλα ποὺ τρέχει καὶ τραγουδᾶ κρυμμένη στὴ πλαγιά, ὅποιος δὲν ἐρωτεύτηκε θὰ ἐρωτευτεῖ.

Μὰ πρωτύτερα πρέπει νὰ πετάξει ἀπὸ πάνω τοῦ τὴ κακὴ συνήθεια νὰ θέλει νὰ βρεῖ συννεφιασμένες φιλοσοφίες καὶ νὰ χωθεῖ στὸ σκοτάδι τους, στὸ λαβύρινθο ποὺ θαρρεῖ πὼς θὰ τὸν βγάλει στὸ φῶς. Τὸ φῶς εἶναι μπροστά του, ἁπλό, ἀληθινό. Ἐδῶ δὲν ἔχει πολλὰ λόγια, λίγα καὶ καλά. Μὲ πέντε δέκα λιθάρια χτίζεις ἕνα πύργο, μὲ δυὸ τρία πουρνάρια κάνεις ἕνα δάσος, μὲ τρία λουλούδια μοσκοβολᾶ ὁ τόπος. Πέντε ἕξη ἄνθρωποι ποὺ κουβεντιάζουνε, ἕνα λημέρι ταμπουρωμένο μὲ ξερολιθιά, δυὸ πουλιὰ ποὺ πετᾶνε ἀπὸ πάνω, ἕνα μνημούρι ποὺ ‘ναὶ κοντὰ σ᾿ ἕνα ρημοκκλήσι καὶ κάτι γίδια ποὺ βοσκᾶνε, αὐτὰ φτάνουνε γιὰ νὰ νιώσεις ὅλη τη πλάση, γιατὶ ὁ οὐρανὸς κ᾿ ἡ γῆ εἶναι παρών.

Δὲν μιλᾶνε μόνο οἱ ἄνθρωποι, μιλᾶνε καὶ τ᾿ ἅρματά τους, τὰ τσαπράζα, τὰ βουνά, οἱ πέρδικες, τὰ ἔλατα, ὁ πεθαμένος στὸ κυβούρι του, ὅλος ὁ κάτω κόσμος, οἱ ἅγιοι, τὰ νέφελα. Ἀκόμα κι᾿ ἐκεῖνα ποὺ δὲν μιλᾶνε καταλαβαίνεις πὼς εἶναι παρών. Καὶ τὰ τωρινὰ καὶ τὰ περασμένα, καὶ τὰ μακρινὰ καὶ τὰ κοντινά. Ἕνα πράγμα θαυμαστό, ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ ψάξεις καὶ νὰ τὸ βρεῖς ἀπὸ ποὺ γίνεται. Ἄκου τοῦτα τὰ πέντε λόγια:

Τοῦ ἀντρειωμένου τ᾿ ἄρματα
δὲν πρέπει νὰ πουλιοῦνται
μόν᾿ πρέπει τους στὴν ἐκκλησιὰ
κι᾿ ἐκεῖ νὰ λειτουργοῦνται.

Πρέπει νὰ κρέμουνται ψηλὰ
σὲ πύργο ἀραχνιασμένο
ἡ σκουργιὰ νὰ τρώγει τ᾿ ἄρματα
κ᾿ ἡ γῆς τὸν ἀντρειωμένο.

Εἶδες τί λιγολογία καὶ τί κάστρο ἀκατάλυτο. Καὶ τέτοιο μυστήριο.

Κοιμᾶται ὁ γήλιος κ᾿ ἡ αὐγή, κοιμᾶται τὸ φεγγάρι
κοιμᾶται τὸ τριαντάφυλλο καὶ τὸ μαργαριτάρι………….

Ἐγὼ μάνα μ᾿ κολάστηκα καὶ πάω κολασμένος
γιατὶ ἔκανα τὸν πόλεμο ἀντάμα μὲ τοὺς κλέφτες
κι᾿ οὖλοι τὰ δέναν τ᾿ ἄλογά σε ριζιμιὸ λιθάρι
κ᾿ ἐγὼ πῆγα καὶ τ᾿ ἔδεσα σὲ μαυρομάτας μνῆμα.

Μπορεῖ νὰ πιστέψει ἄνθρωπος πὼς ἡ φυλή μας ποὺ τραγουδοῦσε μὲ τέτοια λόγια, κατάντησε σὲ τόση ξεπεσούρα, ποὺ νὰ τραγουδᾶ αὐτὰ τὰ σαρακοστιανὰ κρυόμπλαστρα ποὺ τραγουδᾶ σήμερα; Πᾶνε, χάνονται ὅλα τὰ καλά μας. Ἀκόμα καὶ τὰ γλυκὰ τὰ ναναρίσματα ποὺ λέγανε οἱ μανάδες στὰ μωρὰ καὶ κεῖνα σβύνουνε. «Ἀπέσβετο λᾶλον ὕδωρ».

Φώτης Κόντογλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου