Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2021

 


Ὁ Ἀμερικάνος (ε)

Τὸ μικρὸν καπηλεῖον, ἐξ οὗ ἤρχισεν ἡ παροῦσα διήγησις, ἦτο ἀνοικτὸν ἀκόμη. Ὁ Δημήτρης ὁ Μπέρδες δὲν περιεφρόνει καὶ τὰ μικρὰ κέρδη, δὲν ἀπηξίου καμμίαν πεντάραν οὐδὲ δίλεπτον. Ὠνόμαζε τὰ τοιαῦτα «μικρὰ δολώματα». Τὰ ἄλλα, τὰ ἀφ᾽ ἑσπέρας, τὰ ὠνόμαζε «παραγαδίσια». Ὅ,τι βγάλῃ κανείς, ἔλεγεν, ἢ μὲ συρτή, ἢ μὲ πεζόβολο, καλὸ εἶναι. Ἐπεριποιεῖτο τὸν κλήτορα καὶ τοὺς χωροφύλακας, ἐκέρνα νερωμένο κρασὶ εἰς τὴν περίπολον ἢ πολιτοφυλακὴν τῆς νυκτός, καὶ τοῦ ἐπέτρεπαν νὰ ἔχῃ ἀνοικτὰ καὶ ὣς τὰς ἕνδεκα, εὑρίσκοντες μάλιστα μεγαλυτέραν ζέστην νὰ κάθηνται ἐκεῖ, παρὰ νὰ περιέρχωνται τὴν πολίχνην καὶ νὰ κρυώνωσι.

Τὴν ὥραν ἐκείνην ὁ κάπηλος ἵστατο εἰς τὸ λογιστήριόν του, κ᾽ ἐμέτρει δεκάρας, εἰκοσιπενταράκια τοῦ Ὄθωνος καὶ σφάντζικα. Τὸ παιδὶ ὁ Χρῆστος, μὲ τὴν ποδιὰν σχεδὸν ὑπὸ τὰς μασχάλας περιδεδεμένην, ἐκοιμᾶτο ὄρθιον, νευστάζον τὴν κεφαλήν, ὡς μικρὰ δίκωπος φελούκα, σαλευομένη ὑπὸ ἐλαφροῦ νότου εἰς τὴν πλευρὰν τῆς ἠγκυροβολημένης βρατσέρας. Ἐνίοτε τὸν ἐξύπνα ἀποτόμως ἡ κροῦσις τοῦ ποδὸς τοῦ καπήλου, ἐπαναλαμβάνοντος ἠχηροτέρᾳ τῇ φωνῇ τὰς διαταγὰς τῶν θαμώνων διὰ κεράσματα. Καὶ τότε, ὡς ἐν ὑπνοβασίᾳ, ἐκινεῖτο, ἐκέρνα, ἐλάμβανε τὰς δεκάρας, τὰς ἔρριπτε μηχανικῶς εἰς τὸ λογιστήριον, κ᾽ ἐπιστρέφων ἐξηκολούθει τὴν συνέχειαν τοῦ ὕπνου.

Ἐν ὀρχηστικῷ θορύβῳ, ἐν φωναῖς καὶ ἀλαλαγμῷ, εἰσήλασεν εἰς τὸ καπηλεῖον ἡ εὔθυμος συντεχνία τῶν τριῶν ἀχθοφόρων τῆς πόλεως, μετὰ τὴν ἐκ τοῦ καφενείου τοῦ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστη ἀποπομπήν της. Ὁ εἷς τῶν τριῶν, ὁ Στογιάννης ὁ Ντόμπρος, σερβομακεδὼν τὴν καταγωγήν, ὑπεκρίνετο τὴν ἀρκούδαν, κ᾽ ἐχόρευεν, ὁ δεύτερος ἐκεῖνος ὅστις πρὶν ἔλεγε τὰ τραγούδια, ὁ Παῦλος ὁ Χαλκιᾶς, εἶχε μουντζουρωθῆ κ᾽ ἔκαμνε τὸν ἀρκουδιάρην. Ἀπόκρεως, ναὶ μέν, δὲν ἦτο ἀκόμη, ἀλλ᾽ ἀφοῦ αὔριον ἐξημέρωναν Χριστούγεννα, μετὰ τὰ Χριστούγεννα «Ἅις Βασίλης ἔρχεται», μετὰ τὸν Ἅι Βασίλη Φῶτα, καὶ μετὰ τὰ Φῶτα ἐμβαίνει τὸ Τριῴδι. Ὁ τρίτος, ὁ καὶ πρόεδρος τῆς συντεχνίας, ὁ Βαγγέλης ὁ Παχούμης, λασιόστηθος, γυμνόπους, μὲ τὸ παντελόνι συνήθως ἀνασηκωμένον μικρὸν κάτω τοῦ γόνατος ἴσως ἐκ τῆς μακρᾶς ἕξεως τοῦ νὰ θαλασσώνῃ* πρὸς ἐκφόρτωσιν τῶν πλοιαρίων, δὲν ἔπαυε τοῦ νὰ συλλογίζεται τὸν Ἀμερικάνον. «Μὲς στὸ νοῦ μ᾽ γυρίζει», ἔλεγε.

Ἀλλ᾽ ἰδοὺ εἰσῆλθε μετ᾽ ὀλίγον κ᾽ ἐκεῖνος ὅστις ἦτο τὸ ἀντικείμενον τοῦ διαλογισμοῦ του. Διηυθύνθη εἰς τὸ λογιστήριον, διέταξε ρούμι, κ᾽ ἔρριψεν ἀργυροῦν σελλίνιον ἐπὶ τοῦ κασσιτέρου τοῦ λογιστηρίου. Ὁ Μπέρδες τὸ ἔλαβε.

― Πόσα πάει αὐτό;

Ὁ Ἀμερικάνος ἔκαμε χειρονομίαν ἀδιαφορίας καὶ εἶπε:

― Δὲν γνωρίζω τοῦ τόπου μονέδα ἐγώ.

― Αὐτὸ δὲν εἶναι σύμφωνο μὲ τὴν μονέδα μας καὶ δὲν περνάει, εἶπεν ὁ κάπηλος· ἂν θέλετε νὰ σᾶς τὸ πάρω γιὰ δραχμή.

― Ἄι ντόν᾽τ κέαρ, ἐμορμύρισεν ὁ Ἀμερικάνος. Καὶ εἶτα ἑλληνιστὶ εἶπε:

― Δὲ μὲ μέλει ἐμένα αὐτό.

Ὁ Μπέρδες τοῦ ἐπέστρεψεν ἐνενῆντα πέντε λεπτά.

Ἐν τούτοις ὁ Βαγγέλης ὁ Παχούμης δὲν ἔπαυσε νὰ κοιτάζῃ τὸν ἄγνωστον. Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐστράφη πρὸς τοὺς ἐν τῷ καπηλείῳ καὶ εἶπε μεγαλοφώνως:

― Βρὲ παιδιά, θυμᾶστε, κανένας ἀπὸ σᾶς, τὸ Γιάννη τ᾽ μπαρμπα-Στάθη τ᾽ Μοθωνιοῦ, ποὺ λείπει στὴν Ἀμέρικα ἐδῶ κ᾽ εἴκοσι χρόνια;

* * *

Ἀκούσας τὸ ὄνομα τοῦτο ὁ ξένος ἀνεσκίρτησε κ᾽ ἐστράφη ἄκων πρὸς τὸν λαλοῦντα. Ἐν τούτοις ἐκρατήθη, προσεπάθησε νὰ δείξῃ ἀδιαφορίαν, κ᾽ ἐλθὼν ἐκάθισε παρά τινα γωνίαν τοῦ καπηλείου. Ἤναψε ποῦρον κ᾽ ἐκάπνιζεν.

Οὐδεὶς ἀπήντησεν εἰς τὴν ἐρώτησιν τοῦ ἀχθοφόρου, ἧς ἡ ὑποκεκρυμμένη ἔννοια ἐλάνθανε πάντας. Ὁ Βαγγέλης ἐξηκολούθησε:

― Ποῦ νὰ θυμᾶστε σεῖς! Εἶσθε ὅλοι μικρότεροί μου, ἐξὸν ἀπ᾽ τὸν μπαρμπα-Τριαντάφυλλο, ποὺ δὲν εἶναι ντόπιος, κ᾽ ἐγὼ κοντεύω τώρα νὰ σαραντίσω. Ἤμουν ὣς δεκαοχτὼ χρονῶν ὅταν ἐξενιτεύθηκε ὁ γυιὸς τοῦ Μοθωνιοῦ, κ᾽ ἐκεῖνος τότε θὰ ἦτον ὣς εἰκοσιπέντε. Μὰ μοῦ φαίνεται, νὰ τὸν ἔβλεπα τώρα-δά, θὰ τὸν ἐγνώριζα. Ἀπέθαναν μὲ τὸν καημὸ τοῦ Γιάννη τους, κι ὁ καημένος ὁ μπαρμπα-Στάθης, κ᾽ ἡ γυναίκα του, Θεὸς σχωρέσ᾽ τους! Καὶ τὸ σπιτάκι τους ἀπόμεινε ρείπιο καὶ χάλασμα μὲ δυὸ μισοὺς τοίχους ἐδῶ παραπάνου, στῆς ἐκκλησιᾶς τὸ μαχαλά, καὶ μ᾽ ἕνα μαῦρο βαθούλωμα στὴ γωνιὰ ποὺ ἦτον ἕναν καιρὸ ἡ παραστιά τους. Καὶ ὁ γυιός τους ἔρριξε πέτρα πίσω του. Μὰ ὣς πόσος κόσμος χάνεται, ὣς τόσο, καὶ στὴν Ἀμέρικα! Ξέρετε ποὺ ἦταν καὶ ἀρραβωνιασμένος;

― Καὶ ποιὰ εἶχε; ἠρώτησε μετ᾽ ἀδιαφορίας ὁ κλήτωρ τῆς δημαρχίας, ἀρχηγὸς τῆς πολιτοφυλακῆς τῆς νυκτός.

Ὁ ξένος ἤκουε μετὰ βαθυτάτης προσοχῆς, ἀλλ᾽ ἐφυλάττετο νὰ στρέψῃ βλέμμα πρὸς τὸν λαλοῦντα.

― Εἶχε τὸ Μελαχρὼ τῆς θεια-Κυρατσῶς τῆς Μιχάλαινας. Καὶ σὰν ἔφυγε καὶ ἀπέρασαν δυὸ-τρία χρόνια, τὴν ἐγύρεψαν πολλοί, γιατὶ τὸ κορίτσι εἶχε χάρες κ᾽ ἐμορφιές, καὶ τιμημένη ἦτον, καὶ μορφοδούλα*, ἡ μόνη κεντήστρα τοῦ χωριοῦ μας, καὶ προικιὰ εἶχε καλά. Μὰ τὸ Μελαχρὼ δὲ θέλησε κανέναν, ὅσο ποὺ ἀπέρασαν τὰ χρόνια κ᾽ ἔγινε κι αὐτὴ γεροντοκόριτσο. Καὶ μὲ τὸ ἂχ καὶ μὲ τὸ βάχ, ἀδυνάτισε τώρα κ᾽ ἐχλώμιανε, μὰ ὣς τόσο, ὅταν ἡ γυναίκα ἔχῃ καλὸ σκαρί, δύσκολα γεράζει. Ἀκόμα τὸ λέει, βρὲ παιδιά, θὰ εἶναι παραπάν᾽ ἀπὸ τριανταπέντε, καὶ φαίνεται νὰ εἶναι ὣς εἰκοσιπέντε· ἔτυχε μιὰ μέρα νὰ τὴν ἰδῶ, ποὺ τοὺς κουβάλησα ἕνα σακκὶ ἀλεύρι· ὅσο τὴν κοιτάζῃς, τόσο νοστιμίζει!

―Ἔλα, ἄφ᾽σέ τα αὐτά, Βαγγέλη, εἶπεν αὐστηρῶς ὁ κλήτωρ τῆς δημαρχίας· δὲν πάει στὰ μαγαζιὰ μέσα νὰ λέμε γιὰ φαμίλιες καὶ γιὰ κορίτσα.

―Ἔχεις δίκιο, μπαρμπα-Τριαντάφυλλε, εἶπεν ὁ ἀχθοφόρος· μὰ δὲν τὸ εἶπα γιὰ κακό.

Ἡ ὄψις τοῦ Ἀμερικάνου ἐφαιδρύνθη, καὶ ἀκτὶς εὐτυχίας, διαπεράσασα τὸ ἐπίχρισμα ἐκεῖνο καὶ τὴν οἱονεὶ προσωπίδα, περὶ ἧς εἴπομεν ἐν ἀρχῇ, ἠγλάισε τὸ πρόσωπόν του.

Ὁ μπαρμπα-Τριαντάφυλλος μὲ τὸν χωροφύλακα καὶ τοὺς δύο πολίτας φρουρούς, μὲ τὰ τουφέκιά των, ἠγέρθη καὶ εἶπεν ἀποτεινόμενος πρὸς τὸν κάπηλον:

―Ἔλα κάμε γλήγορα, Δημήτρη, κάμετε φρόνιμα, ἀφῆστε τοὺς χοροὺς καὶ τὰ τραγούδια, παιδιά, δὲν εἶναι ἀπόκριες. Τί μέρα ξημερώνει αὔριο; Κλεῖσε γλήγορα, Δημήτρη, νὰ κοιμηθοῦν ὁ κόσμος, θὰ σηκωθοῦν τὶς δυὸ ἀπ᾽ τὰ μεσάνυχτα νὰ πᾶν στὴν ἐκκλησιά. Καὶ ὁ κύριος ἔχει μέρος νὰ κοιμηθῇ τάχα; ἠρώτησε δείξας τὸν Ἀμερικάνον.

―Ἔννοια σ᾽, μπαρμπα-Τριαντάφυλλε, εἶπεν ὁ Βαγγέλης· τοῦ εἶπε ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης ὁ καφετζὴς νὰ πάῃ στὸν καφενέ του νὰ πλαγιάσῃ. Μὰ μὴ σὲ μέλῃ ὣς τόσο γιὰ τὸν κύριο, προσέθηκε παίξας τὴν ματιὰ εἰς τὸν κλήτορα· ἂν θέλῃ μέρος νὰ κοιμηθῇ, ἔχει καὶ παραέχει.

― Τί τρέχει; ἠρώτησε μυστηριωδῶς ὁ κλήτωρ.

― Εἶναι ἀπὸ δῶ, ντόπιος, τοῦ εἶπεν εἰς τὸ οὖς ὁ Παχούμης.

― Καὶ πῶς τὸ ξέρεις;

― Εἶχα δὲν εἶχα, τὸν γνώρισα.

― Καὶ ποιὸς εἶναι;

―Ἐκεῖνος ποὺ σᾶς ἔλεγα πρίν, ὁ Γιάννης τ᾽ μπαρμπα-Στάθη τ᾽ Μοθωνιοῦ. Ὅταν ἦρθες κι ἀποκαταστάθηκες ἐδῶ τουλόγου σου, ἦτον φευγᾶτος, καὶ γι᾽ αὐτὸ δὲν τὸν θυμᾶσαι. Μὰ τὸν πατέρα του, τὸ μπαρμπα-Στάθη, τὸν ἔφτασες, θαρρῶ.

― Τὸν ἔφτασα. Κάμε γλήγορα, Δημήτρη, ἐπανέλαβε μεγαλοφώνως ὁ κλήτωρ, κ᾽ ἐξῆλθεν.

Οἱ δύο συναχθοφόροι τοῦ Βαγγέλη εἶχαν παύσει τὸ ᾆσμα καὶ τὴν ὄρχησιν, καὶ ἡτοιμάζοντο ν᾽ ἀπέλθωσιν. Ἀλλ᾽ αἴφνης ὁ Βαγγέλης, ἐλθὼν πλησίον τοῦ Ἀμερικάνου, τοῦ λέγει ταπεινῇ τῇ φωνῇ:

― Τί μ᾽ δίνεις, ἀφεντικό, νὰ πάω νὰ πάρω τὰ σ᾽χαρίκια;

Ὁ ξένος δὲν ἔβαλε τὴν χεῖρα εἰς τὴν τσέπην. Ἀλλὰ μεταξὺ τοῦ ἀντίχειρος, τοῦ λιχανοῦ καὶ τοῦ μέσου τῆς δεξιᾶς εὑρέθη κρατῶν μίαν ἀγγλικὴν λίραν. Τὴν ἔρριψε πάραυτα εἰς τὴν παλάμην τοῦ Βαγγέλη μὲ τόσην προθυμίαν καὶ χαράν, ὡς νὰ ἦτο ὁ λαμβάνων καὶ ὄχι ὁ δίδων.

* * *

Ὅταν οἱ γείτονες τῆς θεια-Κυρατσῶς τῆς Μιχάλαινας ἐξύπνησαν μετὰ τὰ μεσάνυκτα διὰ νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, τῆς ὁποίας οἱ κώδωνες ἐκλάγγαζον θορυβωδῶς, πόσον ἐξεπλάγησαν ἰδόντες τὴν οἰκίαν τῆς πτωχῆς χήρας, ἐκεῖ ὅπου δὲν ἐδέχοντο τὰ παιδία νὰ τραγουδήσουν τὰ Χριστούγεννα ἀλλὰ τὰ ἀπέπεμπον μὲ τὰς φράσεις, «δὲν ἔχουμε κανένα», καὶ «τί θὰ τραγουδῆστε ἀπὸ μᾶς;», κατάφωτον, μὲ ὅλα τὰ παραθυρόφυλλα ἀνοικτά, μὲ τὰς ὑέλους ἀστραπτούσας, μὲ τὴν θύραν συχνὰ ἀνοιγοκλειομένην, μὲ δύο φανάρια ἀνηρτημένα εἰς τὸν ἐξώστην, μὲ ἐλαφρῶς διερχομένας σκιάς, μὲ χαρμοσύνους φωνὰς καὶ θορύβους. Τί τρέχει; Τί συμβαίνει; Δὲν ἤργησαν νὰ πληροφορηθῶσιν. Ὅσοι δὲν τὸ ἔμαθαν εἰς τὴν γειτονιάν, τὸ ἔμαθαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Καὶ ὅσοι δὲν ὑπῆγαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, τὸ ἔμαθαν ἀπὸ τοὺς ἐπανελθόντας οἴκαδε τὴν αὐγήν, μετὰ τὴν ἀπόλυσιν τῆς θείας λειτουργίας.

Ὁ ξενιτευμένος γαμβρός, ὁ ἀπὸ εἰκοσαετίας ἀπών, ὁ ἀπὸ δεκαετίας μὴ ἐπιστείλας, ὁ ἀπὸ δεκαετίας μὴ ἀφήσας που ἴχνη, ὁ μὴ συναντήσας που πατριώτην, ὁ μὴ ὁμιλήσας ἀπὸ δεκαπενταετίας ἑλληνιστί, εἶχε γυρίσει πολλὰ μέρη εἰς τὸν Νέον Κόσμον, εἶχεν ἐργασθῆ ὡς ὑπεργολάβος εἰς μεταλλεῖα καὶ ὡς ἐπιστάτης εἰς φυτείας, κ᾽ ἐπανῆλθε μὲ χιλιάδας τινὰς ταλλήρων εἰς τὸν τόπον τῆς γεννήσεώς του, ὅπου ἐπανεῦρεν ἡλικιωθεῖσαν, ἀλλ᾽ ἀκμαίαν ἀκόμη, τὴν πιστήν του μνηστήν.

Ἓν μόνον εἶχε μάθει, πρὸ δεκαπέντε ἐτῶν, τὸν θάνατον τῶν γονέων του. Περὶ τῆς μνηστῆς του εἶχε σχεδὸν πεποίθησιν ὅτι θὰ εἶχεν ὑπανδρευθῆ πρὸ πολλοῦ· ἐν τούτοις διετήρει ἀμυδράν τινα ἐλπίδα. Ἐκ δεισιδαίμονος φόβου, ὅσον ἐπλησίαζεν εἰς τὴν πατρίδα του, τόσον ἐδίσταζε νὰ ἐρωτήσῃ ἀπ᾽ εὐθείας περὶ τῆς μνηστῆς του, μὴ δίδων ἄλλως γνωριμίαν εἰς κανένα τῶν πατριωτῶν του, ὅσους τυχὸν συνήντησεν ἅμα φθάσας εἰς τὴν Ἑλλάδα. Ἐπροτίμα ν᾽ ἀγνοῇ τί ἔγινεν ἡ μνηστή του, μέχρι τῆς τελευταίας στιγμῆς, καθ᾽ ἣν θ᾽ ἀπεβιβάζετο εἰς τὸν τόπον τῆς γεννήσεώς του καὶ θὰ προσήρχετο εἰς εὐλαβῆ ἐπίσκεψιν εἰς τὸ ἐρείπιον, ὅπου ἦτο ἄλλοτε ἡ πατρῴα οἰκία του.

* * *

Μετὰ τρεῖς ἡμέρας, τῇ Κυριακῇ μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν, ἐτελοῦντο, ἐν πάσῃ χαρᾷ καὶ σεμνότητι, οἱ γάμοι τοῦ Ἰωάννου Εὐσταθίου Μοθωνιοῦ μετὰ τῆς Μελαχροινῆς Μιχαὴλ Κουμπουρτζῆ.

Ἡ θεια-Κυρατσώ, μετὰ τόσα ἔτη, ἐφόρεσεν, ἐπ᾽ ὀλίγας στιγμάς, χρωματιστὴν «πολίτικην» μανδήλαν, διὰ ν᾽ ἀσπασθῇ τὰ στέφανα. Καὶ τὴν παραμονὴν τοῦ Ἁγίου Βασιλείου ἑσπέρας, ἱσταμένη εἰς τὸν ἐξώστην, ἠκούσθη φωνοῦσα πρὸς τοὺς διερχομένους ὁμίλους τῶν παίδων:

―Ἐλᾶτε, παιδιά, νὰ τραγ᾽δῆστε!

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου