Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2018



Σταυροὺς ἔχω κολλημένους εἰς τὸ σῶμα μου
Τελείωσαν οἱ ἐκλογές. Βῆκε ὁ Κωλέτης. Ὅτ᾿ ἦταν καὶ ἡ προσπάθειά μας αὐτείνη. Βήκαν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα βουλευταὶ ὁ Μεταξᾶς, ὁ Καλλεφουρνᾶς κι ὁ Βλάχος. Εἶπε ὁ Πρωτοϋπουργὸς νὰ κάμη κ᾿ ἐμένα γερουσιαστὴ καὶ ῾πασπιστὴ τοῦ Βασιλέως. Τοῦ εἶπα· «Ἐγὼ φκαριστιῶμαι ὁποῦ μπήκετε εἰς τὰ πράματα καὶ λείψαμεν ἀπὸ τὰ κακά, καὶ δὲν θέλω τίποτας. Τὸ ἴδιο εἶναι καὶ νὰ εἶμαι καὶ νὰ μὴν εἶμαι. – Ὄχι, ἀγαπητέ μου, μοῦ λέγει, πρέπει νὰ μπῆς καθὼς μιλήσαμεν καὶ μὲ τὸν Γαρδικιώτη, νὰ τηράξωμεν κι᾿ ὅποτε βροῦμεν τὴν περίσταση συνφώνως καὶ τὰ ἔξω. Καὶ πρέπει νὰ εἶσαι εἰς τὴν Γερουσίαν καὶ ῾πασπιστής. Καὶ θὰ σοῦ δώσω καὶ τὸν Μεγαλόσταυρον. – Τοῦ λέγω, ἀπὸ αὐτὰ δὲν θέλω τίποτας, οὔτε ἡ ὑγεία μου μοῦ τὸ συχωρεῖ διὰ ῾πηρεσίες. Καὶ σταυροὺς ἔχω κολλημένους εἰς τὸ σῶμα μου, ὁποῦ μοῦ τοὺς ἔδωσαν τὰ ντουφέκια τῶν Τούρκων καὶ δὲν μοῦ τοὺς παίρνει κανένας κι᾿ οὔτε ξεκολλᾶνε ἀπὸ τὸ σῶμα μου ὅσο νὰ πάγω εἰς τὸν τάφο. Ὅμως ἕνα σὲ περικαλὼ· εἰς τὴν πρωτεύουσα ἐδῶ νὰ βάλης ἕναν τίμιο δοικητή, ἕναν ἀστυνόμον τοιοῦτον, ἕναν ἀγρονόμον διὰ νὰ φυλᾶν τὴν τάξη. Ὅτ᾿ εἶναι καὶ ξένοι ἄνθρωποι καὶ θὰ κατηγοριέσαι ἐσὺ καὶ οἱ συντρόφοι σου. Καὶ νὰ βάλης καὶ δυὸ ἀρχηγοὺς τῆς ἐθνοφυλακῆς εἰς τὰ Ντερβένια καὶ εἰς τὸν δρόμον τῆς Χαλκίδος ν᾿ ἀραδίζουν οἱ ἄνθρωποι ἐλεύτερα, νὰ μὴν τοὺς γυμνώνουν καὶ κατηγοριέται ἡ πατρίδα καὶ ἐσύ· καὶ θὰ μᾶς λένε θερία ὁ ξένος κόσμος. Ὅτι τώρα εἶναι οἱ Βουλὲς καὶ θ᾿ ἀραδίζουν πολὺς κόσμος. Βάλε ἀρχηγοὺς ἀξιωματικούς της μπιστοσύνης σου· βάλε ἀπὸ τὸν Ρωπὸ τὸν Σκουρτανιώτη ὁποῦ ῾ναι φίλος σου, κατὰ τῆς Φήβας τὸν δρόμον τὸν Κριεκούκη, ὁποῦ ῾ναι κι᾿ αὐτὸς φίλος σου καὶ ντόπιοι καὶ οἱ δυό. Τὸ ἴδιον κᾶμε καὶ σὲ ὅλον τὸ Κράτος νὰ σβέση ἡ διχόνοια καὶ νὰ ἑνωθῆ πίσου τὸ Ἔθνος, νὰ μὴν εἴμαστε εἰς αὐτείνη τὴν ἄχλια κατάστασιν καὶ νὰ σκοτώνωνται ἄνθρωποι κάθε ὀλίγον· εἴμαστε λίγοι καὶ νὰ μὴν χαθοῦμεν ἀδίκως. – Μοῦ λέγει, σὲ εὐκαριστῶ, ἀγαπητέ, διὰ τὴν πρότασίν σου· εἶναι πατριωτικὴ καὶ θὰ τὴν ἀκολουθήσω. Εἶναι χρέος μου».
Καὶ σύναξε σὲ ὀλίγον καιρὸν καὶ τρογύρισε τὴν πρωτεύουσα μὲ τοὺς πλέον μπερμπάντες. Κι᾿ ἀστυνόμο – ἔβγαλε ἕναν ἀπὸ τὴν φυλακή, Γιαννάκη Κυργιακὸ τὸν λένε. Κι᾿ ὁ δήμαρχος κι᾿ αὐτὸς ὁ καλὸς ἄνθρωπος ὁ Κυργιακὸς φίλοι στενοί του Καλλεφουρνά· καὶ τοιοῦτο καὶ τὸ Δημοτικὸν Συνβούλιον· ὅτι τραβηχτήκαμεν οἱ ἄλλοι ἀπὸ μέσα, ὅσ᾿ εἴχαμεν συνείδησιν. Δὲν κόταγε ἄνθρωπος νὰ περπατήσῃ τὴν νύχτα εἰς τοὺς δρόμους. Τοιοῦτοι ὅλοι αὐτεῖνοι καὶ οἱ κλήτορες. Καὶ γίνονταν οἱ μεγαλύτερες κλεψὲς κι᾿ ἀτιμίες· καὶ σκότωμα τὴν νύχτα τοὺς τίμιους ἀνθρώπους, ὅσοι δὲν ἦταν μ᾿ αὐτοὺς καὶ εἶχαν καὶ κατάστασιν. Ἀπὸ τὸν Περαία ὡς ἐδῶ γύμνωναν τοὺς ἐμπόρους καὶ δὲν μποροῦσαν οἱ ἄνθρωποι νὰ κάμουν τὴν δουλειά τους μόνοι τους, νὰ πᾶνε ἀπάνου καὶ κάτου χωρὶς συντροφιά. Κι᾿ ὅποτε ἔρχονταν χρήματα τοῦ ταμείου ἔπρεπε νὰ τὰ συντροφέψουν μὲ δύναμη εἰς τὴν Οἰκονομία ἀπὸ τὸν Περαία. Καὶ σκότωσαν καὶ γύμνωσαν τόσους ἀνθρώπους.
Στρατηγὸς Μακρυγιάννης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου