Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2021

 


Μητροπολίτης Άντώνιος τοῦ Σουρόζ (β)

Πέρασαν μῆνες καὶ τίποτε στὸν ὁρίζοντα, νόημα δὲν φάνηκε πουθενά! Μία μέρα τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς- ἤμουνα τότε μέλος τῆς Ρωσικῆς ὀργάνωσης νέων στὸ Παρίσι- ἕνας ἀπὸ τοὺς ὑπεύθυνους τῆς ὀργάνωσης μὲ πλησίασε καὶ μοῦ εἶπε: «Καλέσαμε κάποιον ἱερέα νὰ σᾶς μιλήσει. Ἔλα καὶ σὺ στὴ συγκέντρωση». Ἐγὼ ἀπάντησα μὲ ἔντονη ἀποδοκιμασία ὅτι δὲν θὰ πήγαινα νὰ τὸν ἀκούσω. Δὲν εἶχα ἀνάγκη τὴν Ἐκκλησία. Δὲν πίστευα στὸ Θεό. Δὲν ἤθελα νὰ χάσω τὸν καιρό μου μὲ κάτι τέτοια. Ὁ ὑπεύθυνος χειρίστηκε ἀρκετὰ ἔξυπνα τὸ θέμα. Μοῦ ἐξήγησε ὅτι ὅλα τὰ μέλη τῆς ὁμάδας μας εἶχαν ἀντιδράσει ἀκριβῶς μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ θὰ ἦταν πολὺ ἄσχημο ἄν οὔτε ἕνας δὲν παρακολουθοῦσε τὴν ὁμιλία του.

«Μὴν προσέχεις», εἶπε ὁ ὑπεύθυνος, «δὲν μὲ ἐνδιαφέρει αὐτό, μόνο ἔλα, κάθισε ἐκεῖ, γιὰ μιὰ τυπικὴ παρουσία». Ἔ! μέχρι σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο, ἤμουνα πρόθυμος νὰ φανῶ νομοταγὴς στὴ νεανική μας ὀργάνωση. Ἔτσι πῆγα στὴν ὁμιλία καὶ ἔμεινα μέχρι τὸ τέλος. Δὲν εἶχα σκοπὸ νὰ προσέξω. Τὰ αὐτιά μου ὅμως ἔπιαναν μερικὲς φράσεις ποὺ μὲ ἀγανακτοῦσαν περισσότερο. Ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Χριστιανισμὸς παρουσιάστηκαν μπροστά μου τόσο διαφορετικὰ ἀπ’ ὅ,τι ἐγὼ πίστευα, ποὺ ἤθελα βαθύτατα νὰ τὰ ἀποκρούσω. Ὅταν τελείωσε ἡ ὁμιλία ἔτρεξα στὸ σπίτι μὲ ἔντονη τὴν ἐπιθυμία νὰ ἐλέγξω ἂν ἦταν ἀλήθεια ὅλα αὐτὰ ποὺ εἶπε ὁ ὁμιλητής. Ρώτησα τὴ μητέρα μου ἂν εἶχε ἕνα Εὐαγγέλιο νὰ μοῦ δώσει. Ἤθελα πολὺ νὰ διαπιστώσω ἂν τὸ Εὐαγγέλιο θὰ συμφωνοῦσε μὲ τὴν τερατώδη ἐντύπωση πού μοῦ δημιούργησε ἡ ὁμιλία. Δὲν περίμενα τίποτα καλὸ ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση αὐτὴ καὶ ἔτσι μέτρησα τὰ κεφάλαια τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων, ὥστε νὰ εἶμαι σίγουρος ὅτι διαβάζω τὸ συντομότερο. Δὲν ἤθελα νὰ χάσω ἄδικα τὸ χρόνο μου. Ἄρχισα λοιπόν νὰ διαβάζω τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Μάρκου.

Ἐνῷ διάβαζα τὰ πρῶτα κεφάλαια τοῦ κατὰ Μᾶρκον Εὐαγγελίου καὶ πρὶν φτάσω στὸ τρίτο κεφάλαιο, ξαφνικά συνειδητοποίησα ὅτι, στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ γραφείου μου, ὑπῆρχε κάποιος. Ἡ βεβαιότητα ὅτι αὐτὸς ὁ «Κάποιος» ἦταν ὁ Χριστὸς ποὺ στεκόταν ἐκεῖ παράμερα, ἦταν τόσο ἔντονη ὥστε ποτὲ ἕως τώρα δὲν μὲ ἔχει ἐγκαταλείψει.

Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὑπῆρξε πραγματικὰ ἡ ἀποφασιστική μου καμπή. Ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ἦταν ζωντανὸς καὶ ἐγὼ εἶχα ζήσει τὴν Παρουσία του, μποροῦσα νὰ πῶ μὲ βεβαιότητα ὅτι αὐτὸ ποὺ τὸ Εὐαγγέλιο ἔλεγε γιὰ τὴ Σταύρωση τοῦ Προφήτη τῆς Γαλιλαίας, ἦταν ἀλήθεια καὶ ὅτι ὁ ἑκατόνταρχος εἶχε δίκαιο ὅταν εἶπε: «Ἀληθῶς Υἱὸς Θεοῦ ἐστι». Μέσα, λοιπόν, στὸ φῶς τῆς Ἀνάστασης μποροῦσα νὰ διαβάσω μὲ βεβαιότητα τὴν ἱστορία τοῦ Εὐαγγελίου, ξέροντας πολὺ καλὰ ὅτι καθετὶ ἔκρυβε μέσα του ἀλήθεια. Καὶ αὐτό, γιατὶ τὸ ἀπίστευτο γεγονὸς τῆς Ἀνάστασης ἦταν γιὰ μένα πιὸ βέβαιο ἀπὸ κάθε ἄλλο γεγονὸς τῆς ἱστορίας. Τὴν ἱστορία πρέπει νὰ τὴν πιστέψω, τὴν Ἀνάσταση τὴν ἔμαθα ἀπὸ προσωπικὸ γεγονός.

Καθὼς βλέπετε, δὲν ἀνακάλυψα τὸ Εὐαγγέλιο ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μὲ τὸ ἀρχικὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ δὲν ξετυλίχθηκε μπροστά μου σὰν μία ἱστορία τὴν ὁποία κανεὶς μπορεῖ νὰ πιστέψει ἤ ὄχι. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, γιὰ μένα, ἄρχισε μὲ ἕνα γεγονὸς ποὺ παραμέρισε ὅλα τὰ προβλήματα ἀπιστίας, ἀκριβῶς γιατὶ ἦταν μία ἄμεση καὶ προσωπικὴ ἐμπειρία.

-Αὐτὴ ἡ τόσο ἔντονη ἐμπειρία πού εἴχατε, παρέμεινε σὲ ὅλη σας τὴ ζωή; Δὲν ὑπῆρξε κάποια ἐποχὴ πού νὰ ἀμφιβάλλετε γιὰ τὴν πίστη σας;

-Βεβαιώθηκα ἀπόλυτα ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ζωντανὸς καὶ ὅτι μερικὰ πράγματα ὑπάρχουν ἀναμφίβολα. Φυσικὰ δὲν πῆρα σὲ ὅλα ἀπαντήσεις, ἀλλὰ ἔχοντας ζήσει αὐτὴ τὴ μεγάλη ἐμπειρία, ἤμουν πιὰ βέβαιος ὅτι μπροστά μου ὑπῆρχαν ἀπαντήσεις, ὁραματισμοί, δυνατότητες. Αὐτὸ ἀκριβῶς σημαίνει γιὰ μένα πίστη. Ἀπὸ τὴ μία, δηλαδή, νὰ μὴν ἀμφιβάλλει κανεὶς ἔτσι ποὺ νὰ ἔχει μέσα του σύγχυση καὶ περιπλοκές, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως νὰ διερωτᾶται μὲ σκοπὸ νὰ ἀνακαλύψει τὸ πραγματικὸ νόημα τῆς ζωῆς. Νὰ ἔχεις, δηλαδή, αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς ἀμφιβολίας ποὺ σὲ κάνει νὰ θέλεις νὰ ρωτᾷς, νὰ ἀνακαλύπτεις ὅλο καὶ περισσότερο, νὰ θέλεις διαρκῶς νὰ ἐρευνᾷς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου