Τετάρτη 23 Μαρτίου 2022

 


Ἐπιστολὴ τοῦ Φ. Σέρραρντ στὸν Γ. Σεφέρη (α)

Κατούνια,

Ἀγαπητὲ Γιῶργο,

Μιλοῦσες σοβαρὰ πρὶν λίγες μέρες, ὅταν μὲ ρωτοῦσες γιὰ τὴν κόλαση; Ὅπως καὶ νὰ ‘χει, ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα μὲ ἀπασχολεῖ αὐτὸ τὸ θέμα. Σκέφτηκα ὅτι ἡ ἀπάντησή μου μπορεῖ νὰ ἦταν συνοπτική, ἀλλὰ ὄχι πολὺ βοηθητικὴ καὶ ἔνιωσα τὴν ἀνάγκη νὰ προσθέσω ἕνα δύο πράγματα. Ἑπομένως, ἂν δὲν μιλοῦσες σοβαρά, θὰ πρέπει τώρα νὰ μὲ συγχωρέσεις.

Καταρχὰς ὑπάρχουν δύο τινά, τὰ ὁποῖα φαίνεται ὅτι δημιουργοῦν σύγχυση γύρω ἀπὸ τὸ ζήτημα αὐτό. Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ ἀντίληψη πὼς ἡ αἰώνια κόλαση εἶναι κάτι ποὺ παρατείνεται συνεχῶς μέσα στὸ χρόνο ἢ μᾶλλον ποὺ παρατείνεται αἰώνια, σὰν νὰ μὴν ἦταν δυνατὸ νὰ τερματιστεῖ ποτέ. Αὐτὴ ἡ ἀντίληψη συνδέεται πιθανὸν μὲ τὸ ὅτι ἡ λέξη «αἰώνιος» ἐκλαμβάνεται ἐξ ὁλοκλήρου μὲ τὴν κατὰ γράμμα σημασία της, σὰν νὰ ἀφοροῦσε δηλαδὴ σὲ μονάδα μέτρησης χρόνου. Στὴν πραγματικότητα ἡ λέξη αὐτὴ χρησιμοποιεῖται στὴ Βίβλο περισσότερο γιὰ νὰ περιγράψει μία ποιότητα ζωῆς – εἴτε τὴν ἐμπειρία τῆς πληρότητας τῆς ζωῆς εἴτε τῆς ἀπουσίας της. Κατὰ κύριο λόγο, ἑπομένως, ἡ κόλαση εἶναι κάτι ποὺ σχετίζεται μὲ τὴν ἔλλειψη τῆς ζωῆς, τὴν ἔλλειψη τῆς πραγματικότητας, τὴ στέρηση.

Ὕστερα, ὑπάρχει καὶ ἡ ἄλλη ἰδέα, ὅτι δηλαδὴ ἡ κόλαση εἶναι κάποιος τόπος. Αὐτὴ ἡ ἰδέα κρύβεται πίσω ἀπὸ τὸ μυαλὸ τῶν Ἰησουϊτῶν ποὺ κάνουν τὸ σχόλιο στὸ ὁποῖο ἀναφέρθηκες (ἦταν, νομίζω, ἡ Ἁγία Θηρεσία τοῦ Λιζιέ, ἐκείνη ποὺ τὸ διατύπωσε: εἶπε κάπου: «πιστεύω ὅτι ἡ κόλαση ὑπάρχει, ἀλλὰ δὲν πιστεύω ὅτι βρίσκεται κανεὶς σὲ αὐτήν»).

Τούτη ἡ παρατήρηση, ποὺ ὑποδηλώνει καθαρὰ ρωμαιοκαθολικὴ ἀντίληψη, φαίνεται νὰ δέχεται ὅτι ἡ κόλαση εἶναι ἕνα εἶδος ἀντικειμενικοῦ τόπου δημιουργημένου ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ στεγάσει καταραμένες ψυχές. Καὶ ἐπίσης –αὐτὴ ἡ ἰδέα τῆς κολάσεως ὡς ἀντικειμενικοῦ χώρου ποὺ κατοικεῖται ἀπὸ τοὺς κολασμένους– εἶναι ἕνα εἶδος προβολῆς ἐκείνης τῆς φρικτῆς ἠθικιστικῆς νοοτροπίας ποὺ διαχωρίζει τὴν ἀνθρωπότητα σὲ δύο στρατόπεδα ἢ σὲ δύο τάξεις, τοὺς καλοὺς καὶ τοὺς κακούς, τοὺς δίκαιους καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς, τὰ πρόβατα καὶ τὰ ἐρίφια, καὶ τοποθετεῖ τοὺς μὲν σ’ ἕναν τόπο ποὺ ὀνομάζεται παράδεισος καὶ τοὺς δὲ σ’ ἕναν τόπο ποὺ ὀνομάζεται κόλαση.

Στὴν πραγματικότητα δὲν ὑπάρχουν δύο κατηγορίες ἀνθρώπων ἢ ψυχῶν (μὲ αὐτὴν τὴν αὐστηρή, κατὰ γράμμα, ἑρμηνεία): ἡ διαχωριστικὴ γραμμὴ δὲν χαράσσεται κατὰ τρόπο ἀντικειμενικὸ καὶ ἐξωτερικὸ ἀνάμεσα σὲ τάξεις ἀνθρώπων (καλῶν καὶ κακῶν), ἀλλὰ κυρίως ἐσωτερικά, μέσα στὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό, μεταξὺ τῶν «θετικῶν» καὶ «ἀρνητικῶν» πραγμάτων, στὴν ἑνιαία ἀνθρώπινη φύση). Αὐτὴ ἡ ἐξωτερικὴ διαίρεση τῶν ἀνθρώπων σὲ δίκαιους καὶ ἁμαρτωλούς, εἶναι ἁπλῶς μία ἠθικὴ κρίση ποὺ βασίζεται… ὁ Θεὸς ξέρει σὲ τί: εἶναι κρίση κάποιου ποὺ ξεχνᾶ ὅτι κανένας δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ὁλότελα κακός, ἀκριβῶς ὅπως κανένας δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ὁλότελα καλὸς (ἀκόμα καὶ ὁ Χριστὸς ρώτησε: «τί μὲ λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεὸς»).

Ἡ θεία δικαιοσύνη ἔχει –ὑποπτεύεται κανείς– ἐντελῶς διαφορετικοὺς νόμους –ὅπως «οἱ πρῶτοι ἔσονται ἔσχατοι καὶ οἱ ἔσχατοι ἔσονται πρῶτοι» ἢ «λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἤξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον».

Δυστυχῶς, ὅμως, αὐτὴ ἡ ἰδέα ὅτι ὑπάρχει ἕνας τόπος ποὺ ὀνομάζεται παράδεισος, ὅπου οἱ καλοὶ ἀπολαμβάνουν αἰώνια μακαριότητα καὶ ἀκόμα ἕνας ἄλλος τόπος ποὺ ὀνομάζεται κόλαση, ὅπου οἱ κακοὶ ὑποφέρουν καὶ θὰ ὑποφέρουν γιὰ πάντα, ἔχει ἀποκτήσει βαθιὲς ρίζες στοὺς ἀνθρώπους καὶ περνιέται ὡς χριστιανικὴ ἰδέα: ὑπάρχει μάλιστα μία ὁλόκληρη παράδοση διδασκαλιῶν, ἡ ὁποία πασχίζει νὰ κάνει τοὺς ἀνθρώπους «καλοὺς» τρομοκρατώντας τους μὲ ὁράματα καὶ εἰκόνες αἰώνιας τιμωρίας γιὰ τὶς ἐνδεχόμενες ἁμαρτίες τους (οἱ ἁμαρτίες αὐτὲς παρουσιάζονται μὲ ἀπόλυτη σαφήνεια, κατηγοριοποιημένες καὶ λεπτομερῶς). Τοῦτο εἶναι, ἂν μὴ τί ἄλλο, ἀποτρόπαιο καὶ εἶναι αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ πράγμα ποὺ ὁ Blake πάντοτε ἀρνιόταν καὶ μάχονταν. Ἐπίσης δὲν φαίνεται πολὺ Ὀρθόδοξο, ὅ,τι καὶ ἂν λένε, εἰδικὰ ἂν κανεὶς θυμᾶται ἐκεῖνα τὰ λόγια ἀπὸ τὸν Ὄρθρο τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα ἀναφορικὰ μὲ τὴν κόλαση ὅτι ἔχει δηλαδὴ συντριβεῖ (ἢ θανατωθεῖ ποὺ εἶναι τὸ ἴδιο πράγμα).

Κόλαση εἶναι τὸ βάρος, ἡ πνιγηρὴ καὶ μουχλιασμένη ἀτμόσφαιρα, τὸ ζοφερὸ σκοτάδι, ἡ ἀπουσία χαρᾶς στὴ ζωὴ κάποιου. Ὑπ’ αὐτὴν τὴν ἔννοια, μοῦ φαίνεται ἀπόλυτα –καὶ τρομακτικὰ– πραγματικὴ καὶ νομίζω ὅτι ὁ καθένας σὲ αὐτὴν τὴ γῆ βρίσκεται κυρίως «στὴν κόλαση», ἂν καὶ ὑπάρχουν στιγμὲς ποὺ κάποιος μπορεῖ νὰ πιστεύει ὅτι βρίσκεται στὸν παράδεισο.

Ὑποθέτω ὅτι «ὁ κολασμένος» θὰ μποροῦσε νὰ περιγραφεῖ κατὰ κάποιον τρόπο ὡς μία ὕπαρξη κλεισμένη στὸν ἑαυτό της, χωρισμένη ἀπὸ κάθε «ἄλλον» ἢ «ἄλλους».

Φίλιππος Σέρραρντ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου