Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2020

 


Βασικὲς διαφορὲς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ Παπισμοῦ (α)

1. Οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Παλαιᾶς Ρώμης, παρὰ τὶς μικρὲς καὶ μὴ οὐσιαστικὲς διαφορές, εἶχαν πάντοτε κοινωνία μὲ τοὺς Ἐπισκόπους της Νέας Ρώμης καὶ τοὺς Ἐπισκόπους της Ἀνατολῆς μέχρι τὸ 1009-1014, ὅταν γιὰ πρώτη φορὰ κατέλαβαν τὸν θρόνο τῆς Παλαιᾶς Ρώμης οἱ Φράγκοι Ἐπίσκοποι. Μέχρι τὸ 1009 οἱ Πάπες τῆς Ρώμης καὶ οἱ Πατριάρχες τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἦσαν ἑνωμένοι στὸν κοινὸ ἀγώνα ἐναντίον τῶν Φράγκων Ἡγεμόνων καὶ Ἐπισκόπων, ἀλλὰ καὶ τῶν κατὰ καιροὺς αἱρετικῶν.

2. Οἱ Φράγκοι στὴν Σύνοδο τῆς Φραγκφούρτης τὸ 794 κατεδίκασαν τὶς ἀποφάσεις τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τὴν τιμητικὴ προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Ἐπίσης τὸ 809 οἱ Φράγκοι εἰσήγαγαν στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως τὸ Filioque, τὴν διδασκαλία δηλαδὴ περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ. Αὐτὴν τὴν εἰσαγωγὴ κατεδίκασε τότε καὶ ὁ ὀρθόδοξος Πάπας τῆς Ρώμης. Στὴν Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου, στὴν ὁποία συμμετεῖχαν καὶ ἐκπρόσωποι τοῦ ὀρθοδόξου Πάπα τῆς Ρώμης, κατεδίκασαν ὅσους εἶχαν καταδικάσει τὶς ἀποφάσεις τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ὅσους προσέθεσαν στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως τὸ Filioque. Ὅμως γιὰ πρώτη φορὰ ὁ Φράγκος Πάπας Σέργιος Δ´ τὸ 1009 στὴν ἐνθρονιστήρια ἐπιστολή του προσέθεσε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως τὸ Filioque καὶ ὁ Πάπας Βενέδικτος Η´ εἰσήγαγε τὸ πιστεύω μὲ τὸ Filioque στὴν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, ὁπότε ὁ Πάπας διεγράφη ἀπὸ τὰ δίπτυχά της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

3. Ἡ βασικὴ διαφορὰ μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Παπισμοῦ βρίσκεται στὴν διδασκαλία περὶ τῆς ἀκτίστου οὐσίας καὶ ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ οἱ Ὀρθόδοξοι πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει ἄκτιστη οὐσία καὶ ἄκτιστη ἐνέργεια καὶ ὅτι ὁ Θεὸς ἔρχεται σὲ κοινωνία μὲ τὴν κτίση καὶ τὸν ἄνθρωπο μὲ τὴν ἄκτιστη ἐνέργειά Του, ἐν τούτοις οἱ Παπικοὶ πιστεύουν ὅτι στὸν Θεὸ ἡ ἄκτιστη οὐσία ταυτίζεται μὲ τὴν ἄκτιστη ἐνέργειά Του (actus purus) καὶ ὅτι ὁ Θεὸς ἐπικοινωνεῖ μὲ τὴν κτίση καὶ τὸν ἄνθρωπο διὰ τῶν κτιστῶν ἐνεργειῶν Του, δηλαδὴ ἰσχυρίζονται ὅτι στὸν Θεὸ ὑπάρχουν καὶ κτιστὲς ἐνέργειες. Ὁπότε ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς ὁποίας ἁγιάζεται ὁ ἄνθρωπος θεωρεῖται ὡς κτιστὴ ἐνέργεια. Ἀλλὰ ἔτσι δὲν μπορεῖ νὰ ἁγιασθῇ.

Ἀπὸ αὐτὴν τὴν βασικὴ διδασκαλία προέρχεται ἡ διδασκαλία περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ, τὸ καθαρτήριο πῦρ, τὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα κλπ.

4. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν θεμελιώδη διαφορὰ μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Παπισμοῦ στὸ θέμα τῆς οὐσίας καὶ ἐνεργείας στὸν Θεό, ὑπάρχουν ἄλλες μεγάλες διαφορές, ποὺ ἔγιναν κατὰ καιροὺς ἀντικείμενα θεολογικῶν διαλόγων, ἤτοι:

- τὸ Filioque, ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μειώνεται ἡ μοναρχία τοῦ Πατρός, νὰ καταργῆται ἡ τέλεια ἰσότητα τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, νὰ μειώνεται ὁ Υἱὸς κατὰ τὴν ἰδιότητά Του νὰ γεννᾶ, ἐὰν ὑπάρχει ἑνότητα μεταξὺ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ, νὰ ὑποτιμᾶται τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ὡς μὴ ἰσοδύναμο καὶ ὁμόδοξο μὲ τὰ ἄλλα πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀφοῦ παρουσιάζεται ὡσεὶ «πρόσωπο στεῖρο»,

- ἡ χρησιμοποίηση ἀζύμου ἄρτου στὴν θεία Εὐχαριστία ποὺ παραβαίνει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Χριστὸς ἐτέλεσε τὸ μυστικὸ δεῖπνο,

- ὁ καθαγιασμὸς τῶν «τιμίων δώρων» ποὺ γίνεται ὄχι μὲ τὴν ἐπίκληση, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀπαγγελία τῶν ἱδρυτικῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ «λάβετε φάγετε... πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες...,

- ἡ θεωρία ὅτι ἡ σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ ἐξιλέωσε τὴν θεία δικαιοσύνη, ποὺ παρουσιάζει τὸν Θεὸ Πατέρα ὡς φεουδάρχη καὶ παραθεωρεῖ τὴν Ἀνάσταση,

- ἡ θεωρία περὶ τῆς «περισσευούσης ἀξιομισθίας» τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων ποὺ τὴν διαχειρίζεται ὁ Πάπας,

- ὁ χωρισμὸς καὶ ἡ διάσπαση μεταξὺ τῶν μυστηρίων Βαπτίσματος, Χρίσματος, καὶ θείας Εὐχαριστίας,

- ἡ διδασκαλία περὶ τῆς κληρονομήσεως τῆς ἐνοχῆς τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος,

- οἱ λειτουργικὲς καινοτομίες σὲ ὅλα τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας (Βάπτισμα, Χρίσμα, Ἱερωσύνη, Ἐξομολόγηση, Γάμος, Εὐχέλαιον),

- ἡ μὴ μετάληψη τῶν λαϊκῶν ἀπὸ τὸ «Αἷμα» τοῦ Χριστοῦ,

- τὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα, κατὰ τὸ ὁποῖο ὁ Πάπας εἶναι «ὁ episcopus episcoporum καὶ ἡ πηγὴ τῆς ἱερατικῆς καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας, εἶναι ἡ ἀλάθητος κεφαλὴ καὶ ὁ Καθηγεμὼν τῆς Ἐκκλησίας, κυβερνῶν αὐτὴν μοναρχικῶς ὡς τοποτηρητὴς τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τῆς γῆς» (Ι. Καρμίρης). Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια ὁ Πάπας θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του διάδοχο τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, στὸν ὁποῖον ὑποτάσσονται οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι, ἀκόμη καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος,

- ἡ μὴ ὕπαρξη συλλειτουργίας κατὰ τὶς λατρευτικὲς πράξεις,

- τὸ ἀλάθητο τοῦ Πάπα,

- τὸ δόγμα τῆς ἀσπίλου συλλήψεως τῆς Θεοτόκου καὶ γενικὰ ἡ μαριολατρεία, κατὰ τὴν ὁποία ἡ Παναγία ἀνυψώνεται στὴν Τριαδικὴ θεότητα καὶ μάλιστα γίνεται λόγος καὶ γιὰ Ἁγία Τετράδα,

- οἱ θεωρίες τῆς analogia entis καὶ analogia fidei ποὺ ἐπικράτησαν στὸν δυτικὸ χῶρο.

- ἡ συνεχὴς πρόοδος τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἀνακάλυψη τῶν πτυχῶν τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἀλήθειας,

- ἡ διδασκαλία περὶ τοῦ ἀπολύτου προορισμοῦ,

- ἡ ἄποψη περὶ τῆς ἑνιαίας μεθοδολογίας γιὰ τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν κτισμάτων, ἡ ὁποία ὁδήγησε στὴν σύγκρουση μεταξὺ θεολογίας καὶ ἐπιστήμης.

Μητρ. Ναυπάκτου Ἱερόθεος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου