Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2020

 


Βασικὲς διαφορὲς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ Παπισμοῦ (β)

5. Ἐπίσης, ἡ μεγάλη διαφοροποίηση, ἡ ὁποία δείχνει τὸν τρόπο τῆς θεολογίας βρίσκεται καὶ στὴν διαφορὰ μεταξὺ σχολαστικῆς καὶ ἡσυχαστικῆς θεολογίας. Στὴν Δύση ἀναπτύχθηκε ὁ σχολαστικισμός, ὡς προσπάθεια διερεύνησης ὅλων τῶν μυστηρίων τῆς πίστεως μὲ τὴν λογικὴ (Ἄνσελμος Καντερβουρίας, Θωμᾶς Ἀκινάτης), ἐνῶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπικρατεῖ ὁ ἡσυχασμός, δηλαδὴ ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς καὶ ὁ φωτισμὸς τοῦ νοῦ, γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ. Ὁ διάλογος μεταξὺ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τοῦ σχολαστικοῦ καὶ οὐνίτη Βαρλαὰμ εἶναι χαρακτηριστικὸς καὶ δείχνει τὴν διαφορά.

6. Συνέπεια ὅλων τῶν ἀνωτέρω εἶναι ὅτι στὸν Παπισμὸ ἔχουμε ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία. Ἐνῶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δίνεται μεγάλη σημασία στὴν θέωση ποὺ συνίσταται στὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό, διὰ τῆς ὁράσεως τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ὁπότε οἱ θεούμενοι συνέρχονται σὲ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ ὁριοθετοῦν ἀσφαλῶς τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἀλήθεια σὲ περιπτώσεις συγχύσεως, ἐν τούτοις στὸν Παπισμὸ δίνεται μεγάλη σημασία στὸν θεσμὸ τοῦ Πάπα, ὁ ὁποῖος Πάπας ὑπέρκειται ἀκόμη καὶ ἀπὸ αὐτὲς τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Σύμφωνα μὲ τὴν λατινικὴ θεολογία «ἡ αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχει τότε μόνον ὅταν στηρίζεται καὶ ἐναρμονίζεται μὲ τὴν θέληση τοῦ Πάπα. Σὲ ἀντίθετη περίπτωση ἐκμηδενίζεται». Οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι θεωροῦνται ὡς «συνέδρια τοῦ Χριστιανισμοῦ ποὺ συγκαλοῦνται ὑπὸ τὴν αὐθεντία καὶ τὴν ἐξουσία καὶ τὴν προεδρία τοῦ Πάπα». Ἀρκεῖ νὰ βγῆ ὁ Πάπας ἀπὸ τὴν αἴθουσα τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁπότε αὐτὴ παύει νὰ ἔχῃ κύρος. Ὁ Ἐπίσκοπος Μαρὲ ἔγραψε: «θὰ ἦταν πιὸ ἀκριβεῖς οἱ ρωμαιοκαθολικοὶ ἂν ἐκφωνώντας τὸ «Πιστεύω» ἔλεγαν: «καὶ εἰς ἕναν Πάπαν» παρὰ νὰ λένε: «καὶ εἰς μίαν... Ἐκκλησίαν»».

Ἐπίσης, «ἡ σημασία καὶ ὁ ρόλος τῶν Ἐπισκόπων μέσα στὴν ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία δὲν εἶναι παρὰ ἁπλὴ ἐκπροσώπηση τῆς παπικῆς ἐξουσίας, στὴν ὁποία καὶ οἱ ἴδιοι οἱ Ἐπίσκοποι ὑποτάσσονται, ὅπως οἱ ἁπλοὶ πιστοί». Στὴν παπικὴ ἐκκλησιολογία οὐσιαστικὰ ὑποστηρίζεται ὅτι «ἡ ἀποστολικὴ ἐξουσία ἐξέλιπε μὲ τοὺς ἀποστόλους καὶ δὲν μετεδόθη στοὺς διαδόχους τους ἐπισκόπους. Μονάχα ἡ παπικὴ ἐξουσία τοῦ Πέτρου, ὑπὸ τὴν ὁποίαν βρίσκονταν ὅλοι οἱ ἄλλοι, μετεδόθη στοὺς διαδόχους του Πέτρου, δηλαδὴ στοὺς Πάπες». Μέσα σε αὐτὴν τὴν προοπτικὴ ὑποστηρίζεται ἀπὸ τὴν παπικὴ «Ἐκκλησία» ὅτι ὅλες οἱ Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς εἶναι διϊστάμενες καὶ ἔχουν ἐλλείψεις καὶ κατὰ οἰκονομίαν μᾶς δέχονται σὲ κοινωνία, καὶ βέβαια κατ᾿ οἰκονομίαν μᾶς δέχονται ὡς ἀδελφὰς Ἐκκλησίας, ἐπειδὴ αὐτὴ αὐτοθεωρεῖται ὡς μητέρα Ἐκκλησία καὶ ἐμᾶς μᾶς θεωροῦν θυγατέρες Ἐκκλησίες.

7. Τὸ Βατικανὸ εἶναι κράτος καὶ ὁ ἑκάστοτε Πάπας εἶναι ὁ ἡγέτης τοῦ Κράτους τοῦ Βατικανοῦ. Πρόκειται γιὰ μία ἀνθρωποκεντρικὴ ὀργάνωση, γιὰ μία ἐκκοσμίκευση καὶ μάλιστα θεσμοποιημένη ἐκκοσμίκευση. Τὸ Κράτος τοῦ Βατικανοῦ ἱδρύθηκε τὸ 755 ἀπὸ τὸν Πιπίνο τὸν Βραχύ, πατέρα τοῦ Καρλομάγνου καὶ στὴν ἐποχή μας ἀναγνωρίσθηκε τὸ 1929 ἀπὸ τὸ Μουσολίνι. Εἶναι σημαντικὴ ἡ αἰτιολογία τῆς ἀνακηρύξεως τοῦ Παπικοῦ Κράτους, ὅπως τὸ ὑποστήριξε ὁ Πίος ΙΑ´: «ὁ ἐπὶ τῆς γῆς ἀντιπρόσωπος τοῦ Θεοῦ δὲν δύναται νὰ εἶναι ὑπήκοος ἐπιγείου κράτους». Ὁ Χριστὸς ἦταν ὑπήκοος ἐπιγείου κράτους, ὁ Πάπας δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι! Ἡ παπικὴ ἐξουσία συνιστᾶ θεοκρατία, ἀφοῦ ἡ θεοκρατία ὁρίζεται ὡς ταύτιση κοσμικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας σὲ ἕνα πρόσωπο. Σήμερα θεοκρατικὰ κράτη εἶναι τὸ Βατικανὸ καὶ τὸ Ἰράν.

Εἶναι χαρακτηριστικὰ τὰ ὅσα ὑποστήριξε στὸν ἐνθρονιστήριο λόγο του ὁ Πάπας Ἰννοκέντιος Γ´ (1198-1216): «Αὐτὸς ποὺ ἔχει τὴ νύμφη εἶναι ὁ νυμφίος. Ἀλλὰ ἡ νύμφη αὐτὴ (ἡ Ἐκκλησία) δὲ συνεζεύχθη μὲ κενὰ τὰ χέρια, ἀλλὰ πρόσφερε σὲ μένα ἀσύγκριτη πολύτιμη προίκα, δηλ. τὴν πληρότητα τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν καὶ τὴν εὐρύτητα τῶν κοσμικῶν, τὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν ἀφθονία ἀμφοτέρων... Σὰ σύμβολα τῶν κοσμικῶν ἀγαθῶν μοῦ ἔδωσε τὸ Στέμμα, τὴ Μίτρα ὑπὲρ τῆς Ἱερωσύνης, τὸ Στέμμα γιὰ τὴ βασιλεία καὶ μὲ κατέστησε ἀντιπρόσωπο Ἐκείνου, στὸ ἔνδυμα καὶ στὸ μηρὸ τοῦ ὁποίου γράφτηκε: ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλέων καὶ Κύριος τῶν κυρίων».

Ἑπομένως, ὑπάρχουν μεγάλες θεολογικὲς διαφορές, οἱ ὁποῖες καταδικάσθηκαν ἀπὸ τὴν Σύνοδο ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου καὶ στὴν Σύνοδο ἐπὶ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὅπως φαίνεται καὶ στὸ «Συνοδικό της Ὀρθοδοξίας». Ἐπὶ πλέον καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ Τοπικὲς Σύνοδοι μέχρι τὸν 19ο αἰώνα καταδίκαζαν ὅλες τὶς πλάνες τοῦ Παπισμοῦ. Τὸ πράγμα δὲν θεραπεύεται, οὔτε βελτιώνεται ἀπὸ κάποια τυπικὴ συγγνώμη ποὺ θὰ δώσῃ ὁ Πάπας γιὰ ἕνα ἱστορικὸ λάθος, ὅταν οἱ θεολογικὲς ἀπόψεις του εἶναι ἐκτὸς τῆς Ἀποκαλύψεως καὶ ἡ Ἐκκλησιολογία κινεῖται σὲ ἐσφαλμένο δρόμο, ἀφοῦ μάλιστα ὁ Πάπας παρουσιάζεται ὡς ἡγέτης τοῦ Χριστιανικοῦ κόσμου, ὡς διάδοχος τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου καὶ βικάριος - ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ πάνω στὴν γῆ, ὡσὰν ὁ Χριστὸς νὰ ἔδωσε τὴν ἐξουσία του στὸν Πάπα καὶ Ἐκεῖνος ἀναπαύεται εὐδαίμων στοὺς Οὐρανούς.

Μητρ. Ναυπάκτου Ἱερόθεος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου