Σάββατο 26 Αυγούστου 2023



Ὅταν τά δικά μας χείλη μένουν κλειστά
Ὅσο περισσότερες συνταγὲς δίνονται τόσο ἡ πάθηση χειροτερεύει. Μολονότι πολλοὶ ὑποφέρουν πολὺ ἀπὸ τὴν ἀνίατη ἀρρώστια τῆς πλήξης, καὶ δὲν βρίσκουν εὔκολα τρόπους νὰ ἐμποδίσουν τὶς ἐπισκέψεις της. Φοβοῦνται πὼς θὰ ἔρθει καὶ θὰ χτυπήσει τὴν πόρτα τους κατὰ τὸ σούρουπο, καὶ γιὰ νὰ μὴ συμβεῖ αὐτὸ ζητοῦν ὁδηγίες, ψάχνουν τὸ φάρμακο. Περιοδικὰ καὶ διαφημίσεις δὲν παύουν νὰ τὸ χορηγοῦν σὲ διαρκῶς αὐξανόμενες δόσεις.
Γιὰ νὰ μὴν βαρεθεῖτε, ὀφείλετε νὰ κάνετε αὐτὸ ἢ τὸ ἄλλο, νὰ πᾶτε ἐκεῖ καὶ ὄχι ἀλλοῦ. Ἑστιατόρια, μπάρ, μουσικὲς σκηνὲς καὶ διάφοροι πολυχῶροι, καταλήγουν νὰ φαντάζουν περισσότερο σὰν ἑστίες ὁμαδικῆς ἄμυνας παρὰ ψυχαγωγίας. Ἐκεῖ μέσα, στὴ διάρκεια τῆς βραδιᾶς, μιὰ κάποια λεπτομέρεια, ἕνα κάτι ποὺ δὲν ξέρουμε τί μπορεῖ νὰ εἶναι, ὑπόσχεται ὅτι ὁ χρόνος δὲν θὰ σκοντάψει πουθενά.
Αὐτὸ οἱ παλαιότεροι τολμοῦσαν νὰ τὸ λένε «σκότωμα τοῦ χρόνου». Σήμερα ὅμως, ἡ ἔκφραση μοιάζει βαριὰ καὶ ὑποτιμητική, γιατὶ κανένας δὲν θέλει νὰ παραδεχτεῖ πὼς τοῦ ἀξίζει αὐτὸ καὶ μόνο. Τόσος κόπος καὶ τόση ἐνέργεια στὴ διάρκεια τῆς μέρας, καὶ τὸ βράδυ νὰ ἔρχεται μὲ ἄδεια τὰ χέρια! Ὑπερβολικὸ τὸ παράπονο, ἂν σκεφτεῖ κάποιος τί συνέβαινε ἄλλες ἐποχές.
Ἀναμφίβολα, πρὶν ἀπὸ μερικὲς δεκαετίες ἡ πλήξη στρογγυλοκαθόταν πολὺ συχνότερα μέσα στὰ σπίτια. Ἀτέλειωτες βραδινὲς ὧρες ὅπου στὶς οἰκογένειες, ἰδίως στὴν ἐπαρχία, ὁ καθένας ἔπαιζε τὸν ρόλο του μὲ κινήσεις καὶ φράσεις λιτές. Ἔρχονταν σιωπές, ἔπειτα μερικὲς κουβέντες γύρω ἀπ’ τὸ τραπέζι, καὶ ξανὰ σιωπές. Ἔπλητταν ὅλοι μὲ τὸν τρόπο τους, ὁ πατέρας, ἡ μητέρα, τὰ παιδιά. Ἀλλὰ τὸ ἄντεχαν λίγο ὡς πολύ, πιστεύοντας πὼς ἀνήκει στὴ φύση τῆς κοινῆς τους ζωῆς.
Ὅταν συγκατοικεῖς μὲ ἄλλους, δὲν μπορεῖς νὰ περιμένεις νὰ σπιθίζουν κάθε τόσο τὰ λόγια ποὺ ἀνταλλάσσεις μαζί τους. Ἕνας ὁρισμένος βαθμὸς μονοτονίας εἶναι τὸ ἀντίτιμο γιὰ τὴν ἀσφάλεια καὶ τὴν σπιτικὴ θαλπωρή. Φυσικά, ἂν ξεπεραστεῖ αὐτὸ τὸ ὅριο, ἔρχεται ἡ ἀσφυξία. Τότε, ἀπέναντι ἀπὸ τὸν ἔγκλειστο προβάλλει ὁ ἐξωσπιτικὸς χῶρος μὲ ὅλα του τὰ θεάματα, τὶς ζωηρὲς συναναστροφές. Ἐκεῖ θέλουν νὰ τρέξουν οἱ βαριεστημένοι, καὶ μερικοὶ ἀπ’ αὐτοὺς καταφέρνουν, πράγματι, νὰ ξεδώσουν.
Τὸ ζήτημα ὅμως εἶναι ὅτι αὐτὴ ἡ ἀνακούφιση εἶναι συνήθως πιὸ σύντομη ἀπ’ ὅ,τι προσδοκοῦσαν. Τί φταίει; Τὸ φαγητὸ ποὺ φέρνει ὁ σερβιτόρος εἶναι νόστιμο, ὅπως καὶ τὴν προηγούμενη φορᾶ, τὸ περιβάλλον ἐξακολουθεῖ νὰ κολακεύει τοὺς πελάτες. Καὶ ὅμως… Γιατί νὰ μὴ δοκιμάσει κανεὶς κάτι ἀκόμη καλύτερο; Μήπως ἡ προσκόλληση σὲ μία προτίμηση περιορίζει τὸ δικαίωμά του νὰ ψάξει μία ἀκόμη πιὸ «ἰδιαίτερη».
Στὸ τέλος, ἡ ἀναζήτηση τῆς παραλλαγῆς ἢ τῆς πρωτοτυπίας ὑπονομεύει τὴν ἴδια τὴν ἀπόλαυση καὶ καταντᾶ νὰ γίνει νευρικὴ κινητικότητα. Μετακινούμενοι συνεχῶς, οἱ σύγχρονοι ἐξερευνητὲς τῆς διασκέδασης ἐξορκίζουν τὴν ἀνία, ὅπως οἱ παλαιότεροι τὰ νυχτερινὰ φαντάσματα. Ὅμως, τὸ φάντασμα τῆς πλήξης ἔρχεται καὶ ξανάρχεται.
Εἶναι ἀδύνατο σὲ ἕναν πολιτισμὸ τόσο κυριαρχημένο ἀπὸ τὴν ἐγωπάθεια νὰ ἀποδιώξει τὸ χασμουρητό! Πάρτε, γιὰ παράδειγμα, τὶς συζητήσεις. Τὴν πιὸ σταθερὴ εὐχαρίστηση τὴ βρίσκει κανεὶς ὅταν μιλᾶ γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἢ γιὰ πράγματα ποὺ τὸν ἀπασχολοῦν πολύ. Ὅταν μιλοῦν οἱ ἄλλοι γιὰ τὰ δικά τους κατὰ κανόνα μόλις ποὺ τὸ ἀνέχεται. Γιὰ νὰ διασκεδάσουμε ἑπομένως πραγματικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ μιλᾶμε γιὰ μᾶς, ἂν κι αὐτὸ θὰ προκαλοῦσε ἐνόχληση στοὺς ἀκροατές.
Ἐπειδὴ ὅμως θέλουμε νὰ εἴμαστε ἀρεστοὶ στοὺς ἄλλους, τοὺς ἀφήνουμε νὰ περιαυτολογοῦν καί, ἔτσι, ἐμεῖς ἀναπόφευκτα πλήττουμε. Εἴμαστε ἑπομένως διπλὰ ἰδιοτελεῖς. Θεωροῦμε πὼς παραμένουμε πιὸ ἐνδιαφέροντες ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ ταυτόχρονα θέλουμε ὁπωσδήποτε νὰ μᾶς ἀποδέχονται. Μοιραῖα ἕνα τέτοιο βίτσιο πληρώνεται μὲ ἀνία. Αὐτὸς ποὺ δὲν θέλει νὰ ἐνοχλήσει θὰ βαρεθεῖ.
Σύμπτωμα γενικευμένου κομφορμισμοῦ; Δὲν πρόκειται τόσο γι’ αὐτό. Πιὸ ἰσχυρὴ καὶ ἀπὸ τὴν τάση ἐξάρτησης ἀπὸ τοὺς ἄλλους, εἶναι ἡ ἀνόητη φαντασίωση πὼς ὑπερέχουμε. Πὼς ἀπὸ τοὺς ἄλλους δὲν θὰ ἀκούσουμε τίποτα ποὺ νὰ μὴν τὸ εἴχαμε πρὶν σκεφτεῖ. Καὶ πὼς ὁ χρόνος πεθαίνει, στ’ ἀλήθεια, μόνο ὅταν τὰ δικά μας χείλη μένουν κλειστά.
Βασίλης Καραποστόλης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου