Τετάρτη 13 Απριλίου 2022

 


Τί ἔτρωγε ἡ Στιλούδα

Πλημμυρίζει τύψεις ἡ συνείδησή μου, μαυρίζει ἡ ψυχή μου, ὅταν μοῦ ἔρχεται στὸ νοῦ τὸ περιστατικὸ μὲ τὴ Στιλούδα, τὸ ἀνοιξιάτικο ἐκεῖνο δειλινὸ στὴν ἀλάνα τῶν παιδικῶν μου παιχνιδιῶν. Ἡ Στιλούδα ἦταν ἕνα κοριτσάκι 4-5 χρονῶν, λεπτὸ καὶ εὔθραυστο σὰν μίσχος λουλουδιοῦ, ἕνα κοριτσάκι φοβισμένο καὶ κλεισμένο στὸν ἑαυτό του, σὰ πουλάκι λαβωμένο.

Ἦταν ἡ ἀμέσως μετὰ τὴν κατοχὴ ἐποχή, ἡ ταραγμένη, ἡ φριχτὴ γιὰ τὴν πατρίδα μας περίοδος, ἡ ἐποχὴ τοῦ ἐμφυλίου.

Ἡ Στιλούδα ζοῦσε μὲ τὴ μάνα της σὲ ἕνα σκοτεινὸ κατῶι ἑνὸς σπιτιοῦ τῆς γειτονιᾶς μου, ὅπου βρῆκαν καταφύγιο, ὅταν ἦρθαν πανικοβλημένες στὸν Πολύγυρο ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῆς Χαλκιδικῆς μέσα στὴ δίνη τῶν καιρῶν. Ἡ μάνα τῆς Στιλούδας, μία λιπόσαρκη ταλαιπωρημένη γυναίκα, μαυροφοροῦσα καὶ μαυρομαντηλοῦσα, ἔχασε τὸν ἄνδρα της, ὅταν εἶχε ἀκόμα στὴν κοιλιά της τὴ Στιλούδα. Ἔτσι χωρὶς πόρους, χωρὶς στήριξη πῆρε τὸ παιδί της καὶ ἦρθε, ὅπως εἶπα, στὸν Πολύγυρο καὶ προσπαθοῦσε νὰ ἐπιβιώσει ξενοδουλεύοντας.

Ἡ Στιλούδα ἔμενε κλεισμένη στὸ κατῶι, ὅσο ἔλειπε ἡ μάνα της στὴ δουλειά, ὅλο τὸ πρωινό. Ὅταν, ὅμως, ἐρχόταν τὸ ἀπόγευμα καὶ τὰ παιδιὰ τῆς γειτονιᾶς μαζεύονταν σὲ κάποια ἀλάνα ἤ στὸ δρόμο καὶ ξεσήκωναν τὸν κόσμο μὲ τὰ γέλια καὶ τὶς φωνές τους, τότε ἔβλεπες καὶ τὴ Στιλούδα νὰ ξεμυτίζει καὶ νὰ ἔρχεται δειλὰ δειλὰ στὴ μάζωξη τῶν παιδιῶν τῆς γειτονιᾶς. Κούρνιαζε πάντα σὲ μία ἄκρη, μία ψυχούλα τόση δά ποὺ φαινόταν ἀκόμα μικρότερη, καθὼς καθόταν συνεσταλμένη καὶ μαζεμένη καὶ παρακολουθοῦσε μὲ τὰ μεγάλα μάτια της μὲ ζέση καὶ ἐνδιαφέρον, ὅσα ἔκαναν τὰ ἄλλα παιδιὰ, χωρὶς νὰ τολμάει ὅμως νὰ συμμετέχει στὸ παιχνίδι.

Ἐκεῖνα τὰ χρόνια ὑπῆρχε συνήθεια, τηρούμενη μὲ θρησκευτικὴ εὐλάβεια ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν παιδιῶν, κάθε παιδί, ὅταν ἔβγαινε γιὰ παιχνίδι, νὰ κρατάει στὸ ἕνα του χέρι μία φέτα ψωμὶ (τὸ λεγόμενο γουνίδ’ ἢ γουνίδα) καὶ στὸ ἄλλο του χέρι κάποιο φαγώσιμο. Αὐτὸ τὸ ἄλλο φαγώσιμο, οἱ παλιοὶ συνήθιζαν νὰ τὸ χαρακτηρίζουν «αὐτό ποὺ ξεγελάει τὸ ψωμὶ νὰ κατιβαίν’(ει) σιακάτ». Τὸ σύνηθες συνοδὸ τοῦ ψωμιοῦ ἦταν τὸ τυρί. Μία φέτα, λοιπὸν, μεγάλη ψωμὶ στὸ ἕνα χέρι καὶ ἕνα συνήθως μικρὸ κομμάτι τυρὶ στὸ ἄλλο χέρι, τὸ λεγόμενο ψωμοτύρι, ἦταν τὸ παραδοσιακὸ ἀπογευματινὸ τῶν παιδιῶν, ποὺ τὸ ἔτρωγαν, ὅπως εἴπαμε, πάντα παίζοντας στὸ δρόμο. Ἀπαραίτητα, ἡ μάνα ἔδινε στὸ παιδί της κάθε φορὰ τὴν ὁδηγία: «Νὰ δαγκάνεις πολὺ ψωμὶ ἀλλὰ τσιμοῦδα τυρί». Προφανῶς, γιὰ νὰ ἐπαρκέσει τὸ λιγοστὸ τυρὶ νὰ ξεγελάσει ὅλο τὸ ψωμὶ, γιὰ νὰ κατεβεῖ σιακάτ’!

Ἐκτὸς, ὅμως, ἀπὸ τὸ τυρὶ ὑπῆρχαν καὶ διάφορα ἄλλα συνοδὰ τοῦ ψωμιοῦ «γιὰ νὰ τὸ ξεγελάσουν». Ἔτσι, ἔβλεπες κάποια παιδιὰ νὰ κρατοῦν μία φέτα ψωμὶ βρεγμένη καὶ πασπαλισμένη μὲ ζάχαρη, κάποια ἄλλα μία φέτα περιχυμένη μὲ λάδι καὶ ἐπάνω ἁλάτι καὶ ρίγανη ἢ ἀλειμμένη μὲ λίγδα, ταραμά, πολτοποιημένες ἐλιὲς ἢ μέλι. Σπάνια, ἔβλεπες κάποιο παιδὶ νὰ ἔχει τὴ φέτα του ἀλειμμένη μὲ βούτυρο καὶ ζάχαρη ἢ βούτυρο μὲ μέλι ἢ βούτυρο μὲ μαρμελάδα. Αὐτὰ ἦταν τὸ ἄκρον ἄωτον τῆς γαστρονομικῆς πολυτέλειας τῆς ἐποχῆς.

Ἐξαίρεση στὴν ἀπογευματινὴ αὐτὴ συνήθεια τῶν παιδιῶν δὲ θὰ μποροῦσε, βέβαια, νὰ ἀποτελέσει ἡ Στιλοῦδα. Ὅπως καθόταν, μαζεμένη καὶ θλιβερὴ στὴν ἀκροῦλα της, κρατοῦσε κι αὐτὴ κάποιο φαγώσιμο κι ἔτρωγε ἐναλλὰξ μία μπουκιὰ ψωμὶ καὶ μία ἀπὸ τὸ ἄλλο φαγώσιμο. Καὶ ὅλα συνέχιζαν τὸ ρυθμὸ τους, μέχρι ποὺ ἔγινε ἡ μεγάλη ἀποκάλυψη, ἐπακολούθησε ὁ μεγάλος χαμὸς καὶ ὁ μεγάλος διασυρμὸς τῆς Στιλούδας καὶ ἡ αἰτία τῶν μεγάλων τύψεων, ποὺ μὲ κατατρέχουν μέχρι σήμερα.

Ἕνα παιδὶ κάποια στιγμὴ διαπίστωσε, ὅτι ἡ Στιλούδα στὸ ἕνα της χέρι κρατοῦσε βέβαια μία φέτα ψωμί, ἀλλὰ στὸ ἄλλο της χέρι δὲν κρατοῦσε τυρὶ ἢ κάποιο ἄλλο φαγώσιμο ἀλλὰ κρατοῦσε, ἄκουσον ἄκουσον, καὶ στὸ ἄλλο της χέρι, ἐπίσης, ἕνα μικρὸ κομμάτι ψωμὶ καὶ τὸ ἔτρωγε μὲ πολὺ μικρὲς μπουκιὲς, ἐναλλὰξ μὲ τὴ φέτα τοῦ ψωμιοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία δάγκωνε πολὺ μεγαλύτερες μπουκιές.

Ἔγινε, ὅπως εἶπα, χαμὸς μετὰ τὴ φοβερὴ αὐτὴ ἀποκάλυψη. Τὸ παιδὶ ποὺ τὴν ἔκανε, τὸ ἔβγαλε ἀμέσως βούκινο: «Ὄϊντε, αὐτῆν’(η) τρώει ψουμὶ μὶ ψουμὶ ἀντὶ νὰ τρώει ψουμὶ κι τυρί».

Σὲ λίγο ὅλο τὸ τσοῦρμο τῶν παιδιῶν, μὲ ἐμένα ἀνάμεσά τους, εἶχε μαζευτεῖ γύρω ἀπὸ τὴ Στιλούδα χαχανίζοντας καὶ φωνάζοντας καὶ ξαναφωνάζοντας: «Ὄϊντε, αὐτῆν’(η) τρώει ψουμὶ κι ψουμί. Γιατί, μαρή, τρῶς ψουμὶ μὶ ψουμί;» (εἶναι πολὺ σκληρὰ τὰ παιδιά, ἔμαθα, ὅταν μεγάλωσα πιά).

Ἡ Στιλούδα ζάρωσε, μίκρυνε πιὸ πολὺ ἀπὸ ὅ,τι ἦταν καὶ σίγουρα εὐχόταν νὰ ἄνοιγε ἡ γῆ νὰ τὴν καταπιεῖ. Ἦταν ἕνα θέαμα ἀξιοθρήνητο, ἐφιαλτικὸ, μὲ θύτες τὸ σύνολο τῶν παιδιῶν καὶ θύμα τὴ φτωχὴ Στιλούδα. Τέλος, ὅταν ὕστερα ἀπὸ ὧρα τὰ γιουχαΐσματα καὶ τὰ ξεφωνητὰ ἄρχισαν νὰ καταλαγιάζουν, κατόρθωσε ἡ Στιλούδα ξέπνοα νὰ ψιθυρίσει: «Ἰμεῖς δὲν ἔχουμι πατέρα στοῦ σπιτ’ νὰ μᾶς ἀγουρᾶζ’(ει) τυρὶ κι ἡ μάναμ’ μὶ δίν’(ει) νὰ τρώου μία φέτα ψουμὶ κι ἕνα κουμματοῦδ’ ψουμὶ νὰ τοῦ τρώου γιὰ τυρί».

Νέα χάχανα καὶ νέα «ὄϊντε» καὶ νέος διασυρμὸς ἐπακολούθησε, μετὰ τὰ λόγια τῆς Στιλούδας. Ἡ δύστυχη μικρούλα, πιὸ μαζεμένη ἀπὸ ποτὲ, σηκώθηκε κι ἔφυγε καὶ δὲ θυμᾶμαι νὰ ξαναφάνηκε στὸ ἀπογευματινὸ παιχνίδι τῶν παιδιῶν τῆς γειτονιᾶς μου μετὰ τὸ γεγονὸς αὐτό.

Ἀργότερα ἔμαθα, ὅτι κάποιες μάνες, ὅταν δὲν εἶχαν νὰ δώσουν κάτι συνοδὸ τῆς φέτας τοῦ ψωμιοῦ, ἔδιναν στὸ παιδί τους μαζὶ μὲ τὴ φέτα καὶ ἕνα μικρὸ κομματάκι ψωμὶ καὶ τοῦ ἔλεγαν αὐτὸ νὰ τὸ τρώει λίγο λίγο μὲ μικρὲς μπουκιὲς γιὰ τυρί, ἐνῶ τὴ φέτα τοῦ ψωμιοῦ νὰ τὴν τρώει κανονικά, ὅπως τρῶνε τὸ ψωμὶ μὲ μεγάλες μπουκιές!

Ἡ πρώτη μου ὅμως ἐπαφὴ μὲ τὸ γεῦμα τῆς Στιλούδας, «ψωμὶ μὲ ψωμί», ἦταν γιὰ μένα μία ἐμπειρία πρωτόγνωρη γιὰ τότε καὶ πηγή, ὅπως εἶπα, συνεχῶν καὶ μεγάλων τύψεων γιὰ τὸ σήμερα. Τύψεων γιὰ τὴ βάρβαρη συμμετοχή μου στὸ διασυρμὸ τῆς μικρῆς Στιλούδας, ποὺ ἦταν λεπτὴ σὰ μίσχος λουλουδιοῦ καὶ πονεμένη σὰ πουλάκι λαβωμένο.

Γιάννης Τσίκουλας

Καθηγητὴς Παιδιατρικῆς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου