Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014



Αὐτὰ τὰ κόκκαλα εἶναι τώρα ἅγια πράματα
Σ' ατ τ κοιμητήρι τς Μυτιλήνης εχαμε θάψει στν καιρ το πρώτου παγκοσμίου πολέμου, τ γιαγιά μου, τ πι γλυκ πρόσωπο το κόσμου. Εχε ρχίσει π τότε πικρ στορία μας, τ πρτο πείραμα ξεριζώματος λαν, διωγμς τν χριστιανν τς νατολς στ 1914 κα καταφυγή τους στ νησι το Αγαίου. Πέθανε γιαγιά μας τότε, μς στν πόλεμο, στν ξένο τόπο. παππούς μου τν ξέθαψε, σν ρθε καιρός. βαλε τ κόκαλά της σ κασελάκι, φερε τ κασελάκι στν κάμαρή του, τ' πόθεσε πλάι στ σπιτικ εκόνισμα, καθόταν ρες μονάχος κα τς κουβέντιαζε. Προπάντων τ βράδια, σν σουρούπωνε κι νέβαινε π' τν προκυμαία, που εναι τ καράβια πο ταξιδεύουν κα μαθαίνεις τί γίνεται στν κόσμο, Γιαννακο-Μπιμπέλας νοιγε τ βμα, δν θελε ν' κούση τίποτα γι φαγί, πήγαινε κατ' εθείαν κε, στ κασελάκι, τ πρόσωπό του εχε πόκοσμη γαλήνη, χαμογελαστή.
«χει καλ νέα ν τς π», λεγε, μάνα μας ατ βλέποντας.
Καθόταν στό μιντέρι του, κοίταζε τν τρίφυλλη Παναγία μ τ Βρέφος, τ Εκόνισμα πο εχαμε φέρει π' τν πατρίδα μας σν φεύγαμε κυνηγημένοι, κοίταζε τ κασελάκι πο τ φώτιζε τ καντήλι, ρχιζε ν λέη στν πεθαμένη καταλεπτς τ νέα πο εχε μάθει. Τ τί γίνεται στ Δαρδανέλλια που πολεμοσαν ο συμμαχικο στόλοι ν μπον στο μπουγάζι κα ν φτάσουνε στν Πόλη, τ τί γίνεται στ Θεσσαλονίκη που Βενιζέλος καμε κίνημα κα πολεμοσε τν Βούλγαρο μ τ παλικάρια τ νησιώτικα κα τς νατολς, μ τ Μεραρχία το ρχιπελάγους, τ τί γινε στ μακριν μέρη το πολέμου.
«Πατέρα, τί εναι ατ πο κάνεις, ν χης τν πεθαμένη μάνα μας, τ κόκαλά της, μς στν κάμαρά σου κα ν τς μιλς; τολμοσε πότε-πότε ν το π κόρη του, καθς ζοσε κα τν τρόμο τν δικό μας. μπρς σ' ατ τ γρια, τ φύσικα πο βλέπαμε, θάνατος ν μν εναι πως τν φανταζόμαστε, ζω ν συνεχίζεται κα μ τ κόκαλα, στν διο τόνο, μ τ νέα το πολέμου, μ τν λπίδα.
«που ν ’ναι τελειώνει πόλεμος κα θ σ πάρω κα θ σ πάω στ Κιμιντένια ν ξεκουραστς», λεγε στ Δέσποινά του γέρο Γιαννακο-Μπιμπέλας.
«Πατέρα, πάρε τ κόκαλα π' τ σπίτι! Τί εναι ατ πο κάθεσαι κα μιλς τς μάνας μας; λεγε κόρη του. Πατέρα, γ φοβμαι...»
«Δ ντρέπεσαι ν φοβσαι τ μάνα σου! τν βαζε μπροστ κενος. Ατ τ κόκαλα εναι τώρα για πράματα. Τί φοβσαι; θ τν χω δ, κι στερα θ τν πάρω κα θ τν πάγω στ Κιμιντένια. Τότε θ συχάσω, κα θ μ βάλετε κα μένα στό πλευρό της».
γινε κριβς τσι. Σν τελείωσε πόλεμος, στ 1919, Γιαννακο-Μπιμπέλας πρε τ κασελάκι μ τ κόκαλα τς γυναίκας του, τ πγε στ Κιμιντένια, τ 'θαψε κάτω π' τ μεγάλο βασιλικ δέντρο, τ δρ, ξω π' τν πορτάρα, στ κτμα πο εχανε ναστήσει ο δυό τους μαζί. Κι ν ταν γεμάτος γεία, ξαφνα, ταν γινε ατ τ χρέος, μαράθηκε πότομα. Σ λίγον καιρ πέθανε κα τν θάψαμε κάτω π' τ δρ, πλάι της.

Ἠλίας Βενέζης

Τετράδιο 158 * Μάϊος 2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου