Τετάρτη 1 Μαρτίου 2023

 


Ἀνέκδοτα Θεοδ. Κολοκοτρώνη

Τὸ ἄν, ἔλεγεν, ἐσπάρθη πολλὲς φορές, ἀλλὰ δὲν ἐφύτρωσε.

Ὅσες φορὲς καὶ ἂν ἐγράφθη εἰς ξένην στρατιωτικὴν ὑπηρεσίαν, δὲν ἐκρέμασε ποτὲ φούντα εἰς τὸ σπαθί του, ἐξηγῶν κατὰ γράμμα τοὺς στίχους τοῦ πολεμιστηρίου ἄσματος τοῦ Ρήγα: «Κάλλιο γιὰ τὴν πατρίδα κανένας νὰ χαθεῖ, - Ἢ νὰ κρεμάσει φούντα γιὰ ξένον στὸ σπαθί».

Ὁ Συνταγματάρχης κ. Πορὶ δε Σαὶν Βενσάν, εἰς τὴν ἔκθεσίν του τῆς ἐπιστημονικῆς ἐκστρατείας τῆς Πελοποννήσου, λέγει, ὅτι ὁ Κυβερνήτης δείχνοντάς του μίαν φορὰν τὸν Γέρο Κολοκοτρώνη τοῦ εἶπε: «Ἰδοὺ ὁ Ὀδυσσεὺς τῆς Νέας Ἑλλάδος!» καὶ τοῦ ἀνέφερε καὶ στίχους τοῦ Ὁμήρου πρὸς ἀπόδειξιν. Καὶ τῇ ἀληθείᾳ κατὰ τρία πράγματα ὁμοιάζουν πολὺ οἱ δύο οὗτοι ἄνδρες: κατὰ τὸ πνεῦμα, τὸν πατριωτισμόν, καὶ τὴν ἀκοίμητον πάλην μὲ τὰς μυστηριώδεις δυνάμεις τῆς τύχης. Καὶ οἱ δύο ἔζησαν τόσον, ὥστε ἐγήρασαν καὶ ἐχαίροντο εἰς τὸ δείλι τους τὲς ὧρες τῆς αὐγῆς τους.

Ὁ Θεός, ἔλεγε, ἔδωσε τὴν ὑπογραφή του διὰ τὴν ἐλευθερίαν τῆς Ἑλλάδος, δὲν τὴν παίρνει ὀπίσω.

Εἰς ἀπεσταλμένον ἀπὸ φίλον του στρατιωτικὸν ἐπίσημον, ὁ ὁποῖος τοῦ ἐμηνοῦσε νὰ σκοτώσει τὸν Α. Δ., νὰ βγάλει ἀπὸ τὴν μέση τὸν Ζαΐμη, εἰτεμὴ τὸ γένος δὲν βλέπει σωτηρίαν, ἔλεγε ἀκούοντας τὴν παραγγελίαν: «Οὔ! νὰ χαθεῖ, θαρρεῖ πῶς εἶναι μῦγες· εἶναι ἄνθρωποι, ἔχουν καὶ αὐτοὶ τὸ φύσημα τοῦ Θεοῦ».

Πηγαινάμενος μίαν φορὰν ἀπὸ τὰς Ἀθήνας εἰς τὸ Ἀνάπλι, ὅταν ἐρωτήθη τί νεώτερα εἶδε εἰς τὰς Ἀθήνας, εἶπε: «Εἶδα πράγμα ὁποὺ δὲν τὸ εἶδα ἄλλη φορὰ τόσων χρονῶν ὁποὺ εἶμαι, οἱ γυναῖκες ὣς τὰ τώρα ἤξευρα πὼς ἐφούσκωναν ἀπ᾿ ὀμπρός, εἰς τὰς Ἀθήνας εἶδα ὅτι φουσκώνουν ἀπὸ πίσω». Ἀπέβλεπεν ὁ λόγος του τὸ ἀδιάντροπον τῶν τότε γυναικείων φορεμάτων.

Εἰς τὸν Μυστρά, ἂν δὲν σφάλλω, τοῦ ἐκατάδωκαν δύο γυναίκας ἀτίμου διαγωγῆς, αἱ ὁποῖαι ἐξέκλιναν τοὺς στρατιώτας του. Ἔκαμε καὶ τοῦ τὲς ἔφεραν, καὶ βλέποντας ἕνα χωράφι μὲ τσουκνίδες, ἔκαμε καὶ τὲς ἐγύμνωσαν καὶ τὲς ἐκύλησαν εἰς τὲς τσουκνίδες.

Ὅταν σαράντα χωροφύλακες μὲ τὸν μοίραρχον ἐπῆγαν νύκτα, νὰ τὸν πάρουν ἀπὸ τὸ περιβόλι του, εἰς τὸ Ἀνάπλι, ἐπὶ Ἀντιβασιλείας, εἶπε: «Ἔφθανε νὰ μοῦ στείλουν ἕνα σκυλὶ μαλλιαρὸ ἀπὸ ἐκεῖνα ὁποὺ κάνουν θελήματα, μὲ ἕνα γράμμα νὰ πάω εἰς τ᾿ Ἀνάπλι καὶ μὲ ἕνα φανάρι εἰς τὸ στόμα του, νὰ μᾶς φέγγει καὶ τῶν δυονῶν μας».

Ὅταν ἔπειτα ἀπὸ τὴν καταδίκην του τοῦ ἐδόθη εἴδησις, ὅτι ὁ Βασιλεὺς τοῦ χαρίζει τὴν ζωὴν καὶ μόνον τὸν ἀφήνει εἴκοσι χρόνους φυλακήν, εἶπε: «Θὰ γελάσω τὸν Βασιλέα, δὲν θὰ ζήσω τόσους».

Εἰς τὴν νῆσον Ζάκυνθον, ὅταν ἀπέθανεν ἡ γυναίκα του, εἰς τὸ μνημόσυνόν της ἐπῆρε εἰς τὸ κεφάλι του τὸν δίσκον μὲ τὰ κόλυβα ἀπὸ τὸ σπίτι του ἕως εἰς τὴν ἐκκλησίαν, σημεῖον τῆς ἀγάπης του.

Γέλωτα ἄσβεστον τοῦ ἐπροξενοῦσεν ἡ ἐνθύμησις τῆς ἐπιστολῆς φίλου τινός, ὅστις τοῦ ἔγραφεν ἀπὸ τὴν Εὐρώπην: «Ἢ νὰ ἐλευθερωθοῦμεν, ἢ νὰ χαθῆτε».

Γεώργιος Τερτσέτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου