Ὁ
γλάρος
Μιὰ βάρκα ἦταν μόνη σὲ μιὰ θάλασσα γαλάζια
κι ἤτανε κι ἕνας γλάρος μὲ ὁλόλευκα φτερά·
κι ὅλο τὴν κοντοζύγωνε γιὰ νὰ τῆς κάνει νάζια
καὶ τὶς φτεροῦγες του ἔβρεχε στὰ γαλανὰ νερά.
κι ἤτανε κι ἕνας γλάρος μὲ ὁλόλευκα φτερά·
κι ὅλο τὴν κοντοζύγωνε γιὰ νὰ τῆς κάνει νάζια
καὶ τὶς φτεροῦγες του ἔβρεχε στὰ γαλανὰ νερά.
Καὶ ζήλεψα τὴ βάρκα τὴ μικρὴ τὴ χιονάτη,
ποὺ τῆς φιλοῦσε ὁ γλάρος τὸ κατάλευκο πανί,
καὶ νοιώθω σὰν βαρκούλα στὰ γαλάζια τὰ πλάτη
ποὺ ὅλο περιμένω κάποιο γλάρο νὰ φανεῖ.
ποὺ τῆς φιλοῦσε ὁ γλάρος τὸ κατάλευκο πανί,
καὶ νοιώθω σὰν βαρκούλα στὰ γαλάζια τὰ πλάτη
ποὺ ὅλο περιμένω κάποιο γλάρο νὰ φανεῖ.
Ἕνα γεράνι κόκκινο λουλούδισε στὴ γλάστρα
κι ἦρθε μιὰ πεταλούδα ποὺ πετοῦσε σὰν τρελή,
καὶ ποιὸς νὰ ξέρει ἄραγε τί τοῦ ᾿πε ἡ ξελογιάστρα
κι ἐκεῖνο ἐκοκκίνησε ἀκόμα πιὸ πολύ.
κι ἦρθε μιὰ πεταλούδα ποὺ πετοῦσε σὰν τρελή,
καὶ ποιὸς νὰ ξέρει ἄραγε τί τοῦ ᾿πε ἡ ξελογιάστρα
κι ἐκεῖνο ἐκοκκίνησε ἀκόμα πιὸ πολύ.
Καὶ ὅλο συλλογιέμαι τὰ φτερὰ τ᾿ ἀνοιγμένα
ἀλλὰ τὸ τί νὰ εἶπαν δὲν τὸ βρίσκω ὁμολογῶ,
ποιὸς ἄραγε τὸ ξέρει νὰ τὸ πεῖ καὶ σὲ μένα,
ἂς τ᾿ ἄκουγα ἀπὸ σένα κι ἂς κοκκίνιζα κι ἐγώ.
ἀλλὰ τὸ τί νὰ εἶπαν δὲν τὸ βρίσκω ὁμολογῶ,
ποιὸς ἄραγε τὸ ξέρει νὰ τὸ πεῖ καὶ σὲ μένα,
ἂς τ᾿ ἄκουγα ἀπὸ σένα κι ἂς κοκκίνιζα κι ἐγώ.
Χτὲς τὸ φεγγάρι ἀσήμωσε τῆς λεύκας μας τὰ φύλλα
ποὺ στέκονταν ἀκίνητη ἐκεῖ στὴν ἐρημιά,
κι ὅταν ὁ μπάτης φύσηξε τῆς ἦρθε ἀνατριχίλα,
κι ἀμέσως τρεμουλιάσανε τὰ φύλλα τ᾿ ἀσημιά.
ποὺ στέκονταν ἀκίνητη ἐκεῖ στὴν ἐρημιά,
κι ὅταν ὁ μπάτης φύσηξε τῆς ἦρθε ἀνατριχίλα,
κι ἀμέσως τρεμουλιάσανε τὰ φύλλα τ᾿ ἀσημιά.
Καὶ ὅλο συλλογιέμαι, συλλογιέμαι πὼς κάτι
πρέπει νὰ εἶπε ὁ μπάτης μυστικὰ μὲς στὰ κλαδιά·
ἂς τ᾿ ἄκουγα ἀπὸ σένα τὰ λογάκια τοῦ μπάτη
κι ἂς ἔνοιωθα νὰ τρέμει σὰν τὰ φύλλα ἡ καρδιά.
πρέπει νὰ εἶπε ὁ μπάτης μυστικὰ μὲς στὰ κλαδιά·
ἂς τ᾿ ἄκουγα ἀπὸ σένα τὰ λογάκια τοῦ μπάτη
κι ἂς ἔνοιωθα νὰ τρέμει σὰν τὰ φύλλα ἡ καρδιά.
Στίχοι: Ἀλέκος Σακελλάριος
Τετράδιο 110 * Φεβρουάριος 2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου