Σάββατο 23 Ιουλίου 2022

 


Ὦ αὐγή, γλυκεῖα αὐγή

Ὤ, αἱ ὧραι τοῦ λυκαυγοῦς!… Ἰδοὺ αὐτόμαται ἦξαν πύλαι οὐρανοῦ, ἃς ἔχον Ὧραι· πλὴν ἂς ἀφήσωμεν τοὺς παλαιούς, καὶ ἂς ψάλωμεν μετὰ τοῦ Κοσμᾶ τοῦ θεσπεσίου: «Προσενωπίῳ σοι ὧραι, ὑπεκλίθησαν· φῶς γάρ, καὶ πρὸ ποδῶν ὑψίδρομον σέλας, Χριστέ…»

Ἰδοὺ ἀριστερά μας, μεταξὺ τῶν βράχων, ἓν λείψανον σεσαθρωμένης ξυλίνης ἀποβάθρας, καὶ δύο βαθμίδες κάτω ὑποβρύχιοι. Μία βάρκα φαίνεται ἐκεῖ δεμένη. Δύο μορφαὶ πλησιάζουν, ὁ εἷς φορτωμένος μέγα ζεμπίλι, ὁ ἄλλος μὲ ἐλευθέρας τὰς χεῖρας, κύπτων καὶ ἀνασηκώνων τὴν περισκελίδα του. Ὁ Γιάννης τῆς Σοφούλας ὑπάγει διὰ τὸν ἀρσανάν. Ὁ υἱός του, ὁ Νικολός, λύει τὴν μπαρούμα, ὁ πατέρας βάζει τὰ κουπιά· ὁ μικρὸς πηδᾷ μέσα, ἡ πλώρη στρέφεται πρὸς τὸ πέλαγος. Τόσον πρωινὸς ἤδη ὁ Γιάννης τῆς Σοφούλας! Μὲ τὰ ρόδα τῆς αὐγῆς τρέχει εἰς τὴν ἰσόβιον καθημερινὴν ἀγγαρείαν του. Ἐργασία ὁλοήμερος ἐκεῖ, καὶ κρότος, καὶ «ὠδῖνες ὡς τικτούσης». Ἀλλ᾿ ὅσον καὶ ἂν κοιλοπονοῦν, ὅσον καὶ ἂν καταπονοῦνται οἱ ἄνθρωποι διὰ νὰ κατασκευάζωσι «τείχη Τριτογενεῖ», ἡ θάλασσα θὰ καταφάγῃ μίαν ἡμέραν ὅλους τοὺς δρυΐνους δράκοντας, «δὴ ὦκ λεβάιαθανς», ὅπως λέγει ὁ Μπάυρων. «Ἐν πνεύματι βιαίῳ συντρίψεις πλοῖα Θαρσείς».

Ὦ αὐγή, γλυκεῖα αὐγή, ποὺ ἀνθεῖς καὶ ροδίζεις ἐκεῖ εἰς ὕψος, ἀλλὰ καὶ τόσον χαμηλὰ ἐπάνω ἀπὸ ἐκείνην τὴν ράχιν τὴν ἀντικρινήν ― τῆς ἀκτῆς ποὺ κλείει τὸν λιμένα. Εὐτυχῆ τ᾿ ἀρνάκια τὰ βόσκοντα ἐκεῖ στὰ πλάγια τοῦ βουνοῦ, ποὺ φθάνουν ἕως τὴν κορυφὴν τῆς ράχης καὶ πηδοῦν καὶ χορεύουν, καὶ σὲ ἀπολαύουν ἐγγύθεν, καὶ μεθύουν, ὦ αὐγή, ἀπὸ τ᾿ ἀρώματά σου. Πλέον εὐτυχῆ τὰ πουλάκια, ποὺ πετοῦν ἀπὸ κλῶνα εἰς κλῶνα, καὶ σκιρτοῦν καὶ ἀναγαλλιάζουν εἰς τὴν θείαν ἐπαφήν σου… Εὐτυχὴς κι ὁ βοσκός, ποὺ τὸν ἐξύπνησες τώρα ναρκωμένον ἀπὸ τὴν δροσιάν σου, καὶ πετᾷ τὴν κάπαν του, κι ἁρπάζει τὴν μαγκούραν του καὶ τρέχει νὰ σαλαγήσῃ τὰ πρόβατα, νὰ ἐνεργήσῃ τὸν πρωινὸν ἀμολγόν, σφυρίζων καὶ ἄφροντις, καὶ τόσον πολὺ εὐτυχής, ὥστε οὔτε τὸ ὑποπτεύει.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου