Παῖς λουόμενος
Παῖς τις εἰσελθὼν ἐπί
τινα ποταμὸν ἀπολούσασθαι, καὶ μὴ εἰδὼς νήχεσθαι, ἐκινδύνευεν ἀποπνιγῆναι. Καί
τινα παρερχόμενον ἄνδρα ἰδὼν εἰς βοήθειαν τοῦτον ἐκάλει. Ὁ δὲ ἄνθρωπος τοῦτον
διασώζων ἐκεῖθεν ἔλεγεν αὐτῷ:
«Ἵνα τί, μὴ
νήχεσθαι εἰδώς, τῆς τοσαύτης κατατετόλμηκας πλημμύρας;»
Ὁ δὲ παῖς αὐτῷ ἔφη:
«Τέως νῦν βοήθει
μοι, καὶ μετὰ ταῦτα ὀνείδισον».
Οὗτος δηλοῖ ὡς ὁ ἐν
περιστάσει τινὰ προσονειδίζων ἀκαίρως αὐτοῦ καὶ ἀπρεπῶς καταμέμφεται.
***
Ἕνα παιδί μπῆκε σὲ
κάποιο ποτάμι γιὰ νὰ πλυθεῖ, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν ἤξερε κολύμπι, ἄρχισε νὰ πνίγεται.
Βλέποντας κάποιον περαστικό, ἔβαλε τὶς φωνές. Ἐκεῖνος βούτηξε νὰ τὸ σώσει,
λέγοντάς του:
«Τί ἤθελες καὶ μπῆκες
σὲ τόσο νερό, ἀφοῦ δὲν ἤξερες κολύμπι;»
Καὶ τὸ παιδί:
«Σῶσε με πρῶτα κι ὕστερα
μὲ μαλώνεις ὅσο θέλεις!»
Ὁ μύθος λέει πὼς οἱ
ἐπιπλήξεις ποὺ γίνονται σὲ λάθος στιγμή, καταντοῦν προσβολὲς χωρὶς κανένα
νόημα.
Αἰσώπου μῦθοι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου